«Η δική μου είναι η πρώτη γενιά που μπορεί να ισχυριστεί ότι η κατανόηση του κόσμου στον οποίο ζούμε και της πορεία της κοινωνίας, δεν έχει διαμορφωθεί από την γραπτή ή την προφορική παράδοση, αλλά μέσω των εικόνων. Όσοι από εμάς ωριμάσαμε στη δεκαετία του ’30 αισθανθήκαμε τις επιπτώσεις και την κυριαρχία των νεοαναπτυγμένων οπτικών μέσων: τα εικονογραφημένα περιοδικά και οι εφημερίδες, οι φωτογραφίες ντοκουμέντα και ο κινηματογράφος. Όλα αυτά παρείχαν αφενός μεν πληροφορίες και
επικοινωνία, αφετέρου δε διαμόρφωσαν και ένα πλαίσιο παρατήρησης και κατανόησης των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων της εποχής. Οι ουρές για τα συσσίτια, η καταιγίδα σκόνης και η ξηρασία που έπληξε την Αμερική τη δεκαετία του 1930 (the dust bowls στο πρωτότυπο), η άνοδος του Χίτλερ εντυπώθηκαν σε μένα, περισσότερο μέσω των φωτογραφιών, παρά μέσω των δημοσιευμένων άρθρων. Αυτή η συνειδητοποίηση δημιούργησε μια καινούργια γενιά φωτογράφων, στην οποία ανήκω, που θέλει να συνεχίσει να διερευνά τα κεντρικά ζητήματα της εποχής μας μέσω του φωτογραφικού φακού, και που ωθεί τους φωτογραφικούς ορίζοντες όλο και πιο βαθιά στη κατανόηση του κόσμου και των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους».
Τα κείμενα του Dan Weiner μας αποκαλύπτουν ότι ήταν βαθύτατα υποψιασμένος για την επιρροή και τη δύναμη της φωτογραφίας, ήδη από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης της στον Τύπο. Ντόπιος Νεοϋορκέζος, γεννήθηκε την Ημέρα του Κολόμβου, στις 12 Οκτωβρίου του 1919, από γονείς που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από τη Ρωσία και τη Ρουμανία, στις αρχές του 1900. Στα νιάτα του, η οικογένειά του μοιραζόταν ένα τυπικό σπίτι από κοκκινότουβλα, με τον παππού και τη γιαγιά του, στην East 104th Street. Σήμερα εκεί είναι το Χάρλεμ, αλλά εκείνη την εποχή ήταν μια μεσοαστική γειτονιά, στην οποία κατοικούσαν κυρίως λευκοί μετανάστες που είχαν μετακομίσει από το Lower East Side. Ο πατέρας του Dan, ο Isidor, πήγαινε από δουλειά σε δουλειά, από επιχείρηση σε επιχείρηση και στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης δυσκολευόταν να συντηρήσει την οικογένειά του. Γι’
αυτόν η Αμερική δεν ήταν σίγουρα η χώρα των χρυσών ευκαιριών. Η δική του ανασφάλεια του υπαγόρευε να πιέσει τον καθένα από τους γιους του να μάθει ένα σίγουρο επάγγελμα. Ο Dan, ωστόσο, είχε αναπτύξει μεγάλο ενδιαφέρον για τη Τέχνη και ήταν αποφασισμένος να γίνει ζωγράφος, και αυτό ήταν αιτία για πολύ άσχημους τσακωμούς μεταξύ πατέρα και γιου. Το ενδιαφέρον του Dan για τη φωτογραφία ξεκίνησε όταν ήταν δεκαπέντε ετών. Ένας θείος του, του χάρισε για τα γενέθλιά του μια φωτογραφική μηχανή Voigtlander 9x12cm, την οποία έπρεπε να στερεώνει πάνω σ’ ένα βαρύ ξύλινο τρίποδο. Έμαθε τα βασικά μόνος του και ξεκίνησε να φωτογραφίζει, συγγενείς, φίλους και γείτονες. Περίπου στα δεκαοχτώ του, λίγο μετά το λύκειο, ο Dan είχε ακόμη μια έντονη αντιπαράθεση με τον πατέρα του σχετικά με την απόφασή του να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να φύγει από το σπίτι για να ζήσει μόνος του.
Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Art Students League και για να συντηρεί τον εαυτό του δούλευε όλη την ημέρα κάνοντας μεταφορές για μια τυπογραφική εταιρεία. Σποραδικά έκανε και φωτογραφικά πορτρέτα, με αμοιβή, για να αγοράζει τελάρα και μπογιές για το πάθος του. Η μητέρα του τον υποστήριζε, στα κρυφά, και του έστελνε που και που κανά χαρτζιλίκι για να συμπληρώνει το ενοίκιο που πλήρωνε για να μοιράζεται ένα πατάρι στην East 10th Street, μαζί με έναν συμφοιτητή του. Συνεπαρμένος με τη ζωγραφική, επισκεπτόταν τακτικά τον φίλο του, που δούλευε σε ένα βιβλιοπωλείο, για να μπορεί να ξεφυλλίζει δωρεάν τα λευκώματα Τέχνης. Οι συχνές επισκέψεις του κέντρισαν το ενδιαφέρον μιας νεαρής πωλήτριας, μετανάστριας από τη Πολωνία, που εργαζόταν επίσης στο βιβλιοπωλείο, η οποία επένδυσε την αμοιβή μιας εβδομάδας σε ένα πορτρέτο της, μόνο και μόνο για να βρεθεί μόνη της κοντά του. Το πορτρέτο δεν ήταν επιτυχημένο, αλλά ο Dan και η Sandra Smith ερωτευτήκαν και μετά από λίγο παντρευτήκαν.
Το 1939, ο Dan συνέχισε τις σπουδές του στη ζωγραφική στο Pratt Institute, αλλά εξακολουθούσε να φωτογραφίζει – κυρίως ανθρώπους της πόλης και το Central Park στις διάφορες εποχές του. Για να βελτιώσει τις γνώσεις του στη φωτογραφία έγινε μέλος της Photo League, μιας συνεταιριστικής οργάνωσης ερασιτεχνών και επαγγελματιών φωτογράφων της Νέας Υόρκης οι δραστηριότητες των οποίων, αν και στην αρχή ήταν προσανατολισμένες κυρίως στην καταγραφή της ζωής στις εργατικές γειτονιές της πόλης και στην ανάδειξη των εκεί προβλημάτων διαβίωσης, εν τέλει αποτέλεσαν σημαντικό ρόλο στην αμερικανική φωτογραφία στις δεκαετίες του 1930-1940. Ένας άλλος λόγος που προσέλκυσε τον Dan, αλλά και την Sandra, στη Λίγκα ήταν το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μελλών ήταν παιδιά μεταναστών από διάφορες χώρες –κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης- που αναζητήσουν τη νέα τους ταυτότητα. Στα αρχεία της Photo League βρισκόντουσαν για φύλαξη και αξιοποίηση οι φωτογραφίες και τα αρνητικά του Lewis W. Hine, ο οποίος φωτογράφισε τους μετανάστες
που ξεχύθηκαν στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα και τους ακολούθησε αργότερα στα ορυχεία και στα εργοστάσια. Μεγαλώνοντας στα χρόνια της Ύφεσης, ήταν λογικό για τον Weiner να εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του Hine, όπως και του Jacob Riis, ο οποίος κατέγραψε τις παραγκουπόλεις και τη παιδική εκμετάλλευση στην εργασία. Βαθιά εντύπωση προξένησε επίσης στον Dan και η επαφή, μέσω της Λίγκας, με το όραμα του πρώιμου κινήματος ντοκιμαντέρ, όπως διαμορφώθηκε από τον F.S.A και τις φωτογραφίες των Lange, Evans, Delano, Shahn και των λοιπών. Στο Photo League, ο Dan μυήθηκε επίσης στη δουλειά των Adams, Weston, Strand, Abbott, Bresson και Brassai. Ήταν μια περίοδος έμπνευσης για έναν νεαρό φωτογράφο.
«Πιστεύω ότι η φωτογραφική μηχανή έχει τη δυνατότητα να αποσπάσει σημαντικά θραύσματα από την πολυπλοκότητα της καθημερινότητας. Σου δίνει την ικανότητα να δημιουργείς συνοχή, διαλέγοντας από μια πληθώρα λεπτομερειών. Η φωτογραφία σήμερα πρέπει να μιλάει με ειλικρίνεια, να είναι απαλλαγμένη από τεχνάσματα, έτσι ώστε να μην γίνεται ύποπτη. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί η φωτογραφία είναι για μένα το πιο ευγενές μέσο επικοινωνίας. Η φωτογράφηση των ανθρώπινων σχέσεων δεν είναι καινούργια, αποτελεί μια εξέλιξη του έργου του Lewis Hine και του Farm Security Administration. Το κίνημα του ανθρωπισμού, ακόμα κι αν γίνεται κατάχρηση σήμερα, έχει μεγαλύτερη ζωντάνια από ποτέ. Η φωτογραφία συνδυάζει εκείνα τα στοιχεία του αυθορμητισμού και της αμεσότητας που σε κάνουν να λες «αυτό συνέβη, αυτό είναι πραγματικό» και δημιουργεί μια εικόνα που θα ζήσει, θα αναπτυχθεί και θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία σε βάθος χρόνου».
Λίγο μετά το γάμο του αποφάσισε να αφιερώσει την προσοχή του εξ ολοκλήρου στη φωτογραφία. Του ήταν δύσκολο να αφήσει στην άκρη τη ζωγραφική, αλλά με την φωτογραφία μπορούσε να κερδίσει ευκολότερα χρήματα. Άρχισε να εργάζεται για τον Valentino Sarra, έναν άκρως επιτυχημένο εμπορικό φωτογράφο και στα δύο χρόνια που έμεινε μαζί του ο Weiner βελτίωσε τις δεξιότητές του στο σκοτεινό θάλαμο, αν και, ουσιαστικά, ήταν αυτοδίδακτος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (1940-1942), αρκετές από τις φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων των PM, Popular Photography και US Camera. Το 1942 ο Dan επιστρατεύτηκε στην Πολεμική Αεροπορία του Στρατού ως φωτογράφος και εκπαιδευτής, με έδρα τη Georgia, όπου εγκαταστάθηκε και η Sandra. Εκεί ήταν που αγόρασε απ’ έναν συνάδελφό του στον στρατό, μια μεταχειρισμένη Contax 35 χιλιοστών και παρόλο που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ στο παρελθόν μηχανή απ’ ευθείας σκόπευσης, ενθουσιάστηκε μαζί της, από το μέγεθος, την ευκολία και τη σχετική διακριτικότητα της.
«Οι πρώτες μου ανησυχίες εμφανίστηκαν ενώ συνέθετα προσεκτικά στο θαμπόγυαλο, βλέποντας κομμάτια ζωής να περνούν και να χάνονται πριν προλάβω να τοποθετήσω στη μηχανή τη κασέτα με το φιλμ. Όταν προσπαθούσα να ξανασυλλάβω το αρχικό μου όραμα με αναπαράσταση, η φωτογραφία μου φαινόταν πάντα πολύ επινοημένη. Αυτή η διαπίστωση με οδήγησε στην αίσθηση ότι δεν θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τον γρήγορο ρυθμό της εποχής μου. Η τεχνική, αφού κατακτηθεί, πρέπει να εξαλειφθεί για να μην υπάρχουν εμπόδια μεταξύ της αρχικής σύλληψης και της υλοποίησης μέσω της κάμερας. Ο σεβασμός στην πραγματικότητα πρέπει να είναι η βάση. Ο φωτογράφος και η κάμερα έπρεπε να γίνουν όσο το δυνατόν πιο διακριτικοί. Η μηχανή των 35mm είναι το πιο εκλεπτυσμένο εργαλείο, που διατίθεται αυτή τη στιγμή, για αυτό το συγκεκριμένο είδος φωτογράφησης. Δίνει στον φωτογράφο την ευελιξία να επιλέξει οποιοδήποτε από τα χιλιάδες πιθανά καρέ μέσα σε διάστημα λίγων λεπτών. Είναι ένας τρόπος που σου επιτρέπει να εκφραστείς με προσωπικό τρόπο για τα πράγματα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων».
Μετά τον πόλεμο οι Weiners επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη, όπου ο Dan δημιούργησε το δικό του εμπορικό στούντιο, φωτογραφίζοντας στην αρχή γυναικεία καπέλα για καταλόγους. Το επόμενο έτος, το 1947, ο Γενικός Εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών, με τη βοήθεια του γερουσιαστή Joe McCarthy, εξέδωσε μια λίστα με τις «ανατρεπτικές οργανώσεις». Η Photo League ήταν σε αυτή τη λίστα. Ο Weiner είχε υπηρετήσει στην εκτελεστική επιτροπή ως αντιπρόεδρος και ως εκτελεστικός γραμματέας. Είχε προλάβει να γράψει και αρκετά άρθρα στο περιοδικό της, το Photo Notes, προτού αναγκαστεί να σταματήσει τις δραστηριότητές της. Στη συνέχεια ο Dan εγκατέλειψε πολύ γρήγορα το στούντιο, καθώς ένιωθε εντελώς ακατάλληλος για την εμπορική φωτογραφία και στράφηκε στην αποδοχή αναθέσεων από τα περιοδικά, τα οποία εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται. Το This Week, το Collier’s, το Fortune, με το οποίο συνεργαζόταν κι ο Walker Evans και, φυσικά, το Life έδωσαν χώρο για τα περίφημα Photo
Essays, δλδ. τις εκτεταμένες φωτογραφικές ιστορίες που συνοδευόντουσαν και από τα σχετικά κείμενα. Για τον Dan ήταν μια υπέροχη ευκαιρία. Σπάνια οι όροι “δημοσιογράφος” και “φωτογράφος” είχαν ενσωματωθεί τόσο πολύ σε έναν άνθρωπο. Το θέμα ήταν αυτό που κυριαρχούσε, αλλά το φωτογραφικό δοκίμιο του επέτρεπε να προχωρήσει πέρα από την παροχή οπτικών πληροφοριών και να αναπτύξει τις θέσεις του και με κείμενο. Έτσι βέβαια αποδυναμώνεται η αυτοτελής αξία της φωτογραφίας, αλλά τότε έτσι ήταν τα πράγματα στα περιοδικά. Μία από τις πρώτες αποστολές του ήταν να φωτογραφίσει ένα γηροκομείο στο Fort Wayne, της Ιντιάνα, όπου είκοσι εννέα άτομα είχαν πεθάνει από υποσιτισμό (Collier’s, 1949). Ήταν μια ιστορία που τον συγκλόνισε και τον έβαλε σε μια κατάσταση που δεν είχε σκεφτεί ποτέ πριν. Αποφάσισε να ασχοληθεί περαιτέρω με το θέμα για να τονίσει αυτό το πρόβλημα. Προσπάθησε για πολλά χρόνια και, μάλιστα, έκανε πολλές σχετικές φωτογραφίες, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Τα ιλουστρασιόν έντυπα απέφευγαν τα πολύ ενοχλητικά θέματα.
Η ζωή ενός φωτορεπόρτερ μπορεί να είναι συναρπαστική, αλλά είναι πολύ απαιτητική. και δεν αμείβεται πλουσιοπάροχα. Το διαμέρισμα των Weiners εκείνη την εποχή βρισκόταν στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ, για να μπορεί να είναι χαμηλό το ενοίκιο. Ουσιαστικά αποτελείτο από ένα μεγάλο δωμάτιο που ήταν το υπνοδωμάτιο, αλλά και ο σκοτεινός θάλαμος. Όταν ο Dan τελείωνε τις λήψεις μιας αποστολής, έτρεχε στο σπίτι και εκεί, μαζί με την Sandra, δούλευαν όλο το εικοσιτετράωρο στο σκοτεινό θάλαμο. Συχνά κοιμόντουσαν σε βάρδιες προκειμένου να παραδοθεί η δουλειά το επόμενο πρωί. Ο Dan θα ήταν ξύπνιος όλη τη νύχτα για να εμφανίσει τα φιλμ και να εκτυπώσει και η Sandra σηκωνόταν στις πέντε για να πλύνει, να κόψει και να στεγνώσει τις φωτογραφίες, ενώ αυτός κοιμόταν μέχρι την ώρα της παράδοσης. Η κόρη του ζευγαριού, η Dore, γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1951 και γρήγορα προσαρμόστηκε στον τρόπο ζωής τους. Μέχρι τότε ο Dan είχε καθιερωθεί ως φωτορεπόρτερ. Η πολυτέλειά τους ήταν να μετακομίσουν σε ένα κτίριο με ανελκυστήρα και να έχουν ένα χωριστό δωμάτιο για σκοτεινό θάλαμο. Για χρόνια, ο Weiner ταξίδευε σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό, χρησιμοποιώντας την κάμερά του για να αναδείξει τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα και να βοηθήσει στην αντιμετώπισή τους. Το 1952, φωτογράφισε τις καταστροφικές συνέπειες μιας πλημμύρας στο Mondamin της Αϊόβα. Το 1954 όλη η οικογένεια περιόδεψε για τέσσερεις μήνες στην Ευρώπη για τις ανάγκες των ρεπορτάζ. Ο Weiner συνόδεψε τις φωτογραφίες του από τη Matera με το παρακάτω κείμενο:
«Στη νότια Ιταλία βρίσκεται μια γη άγονη και έρημη, όπου οι αγρότες ζουν μέσα στη φτώχεια. Εδώ νιώθει κανείς ότι ο χρόνος έχει σταματήσει και ο τόπος είναι σήμερα όπως ήταν εδώ και αιώνες: «Το πρόβλημα του Νότου». Ένα τέτοιο μέρος είναι η Matera, μια περιοχή για την οποία έλεγαν κάποτε ότι ο Χριστός δεν την επισκέφτηκε ποτέ και που βρίσκεται στην περιοχή της Lucania, όπου 15.000 άνθρωποι συνωστίζονται στις σπηλιές των Sassi.
Οι χωρικοί εκεί σκάβουν το τραχύ χώμα με τα πανάρχαια εργαλεία τους και ζουν στις ίδιες σπηλιές που ζούσαν και οι πρόγονοι τους, χωρίς νερό, με πρωτόγονες εγκαταστάσεις υγιεινής. Το σκυφτό βάδισμα των γερασμένων αγροτών έχει τη στωικότητα της παραίτησης από τα βάσανα αιώνων. Ο θάνατος είναι πάντα οικείος και φαίνεται στα πένθιμα ρούχα που φορούν οι γυναίκες, των οποίων τα σκοτεινά χρώματα κυριαρχούν σε ένα τοπίο από ασβεστωμένα τούβλα και πέτρα».
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Dan κάλυψε το μποϊκοτάζ των λεωφορείων στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το οποίο αναγνωρίζεται ως μία από τις πρώτες σημαντικές ιστορίες που δημοσιεύτηκαν για το αναπτυσσόμενο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Αν και ο Weiner ισχυρίστηκε εκ των υστέρων ότι οι φωτογραφίες του με τρόπο που δημοσιεύτηκαν απέτυχαν να τοποθετήσουν αυτό το κρίσιμο κοινωνικό κίνημα σε ένα μεγαλύτερο, πιο ισχυρό πλαίσιο. Στη συνέχεια πήγε στη Νότια Αφρική μετά από πρόσκληση του συγγραφέα και ακτιβιστή Alan Paton. Είχαν ήδη συνεργαστεί για δυο άρθρα για τη ζωή των Μαύρων στην Αμερική. Είχαν και οι δύο αγάπη για την τέχνη και τη λογοτεχνία, μισούσαν τον ρατσισμό και τα πήγαιναν τόσο καλά που αποφάσισαν να κάνουν ένα βιβλίο που θα ονομαζόταν South Africa in Transition. Η ιδέα ήταν του Paton. Ήθελε να κάνει ένα βιβλίο για τη χώρα του – μια χώρα που αγαπούσε, αλλά ήταν τόσο δύσκολη για να την αποδεχτεί πολιτικά. Αυτή η αποστολή έδωσε της ευκαιρία στον Weiner να ασχοληθεί με μια από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες τραγωδίες της γενιάς του: το απαρτχάιντ.
South Africa in Transition, 1955
Το χειμώνα του 1956, κατά τη διάρκεια των ζοφερών μηνών που σημαδεύτηκαν από την αιματηρή εξέγερση της Ουγγαρίας, τα αναίμακτα γεγονότα στο Πόζναν στην Πολωνία και την παρατεταμένη κρίση στη διώρυγα του Σουέζ, ο Dan βρέθηκε στη Ρωσία για λογαριασμό του περιοδικού Fortune. Η ιδέα να φωτογραφίσει τη Ρωσία ήταν από παλαιότερα δική του, αλλά η διεθνής συγκυρία του επέτρεψε τότε να μείνει για δύο μήνες, συγκεντρώνοντας αρκετό υλικό, που ήλπιζε ότι θα ήταν η βάση για ένα βιβλίο. Οι συνθήκες φωτογράφισης δεν ήταν ιδανικές, πόσο μάλλον για έναν εκπρόσωπο της Δύσης. Κάθε φορά που επισκεπτόταν κάποιο εργοστάσιο ή κρατικοποιημένα αγροκτήματα, έπρεπε να συνοδεύεται από διερμηνέα, οδηγό αυτοκινήτου, κάποιο τοπικό στέλεχος του Κόμματος, συχνά τον ίδιο τον διευθυντή του εργοστασίου ή τον αρχιμηχανικό και συνήθως έναν βοηθό. Εκτός από όλη αυτή την κουστωδία, υπήρχε πάντα και τουλάχιστον ένας ακόμη «μυστικός». Αυτό φυσικά δημιουργούσε προβλήματα στην διακριτική φωτογραφία που επεδίωκε ο Weiner. Μια φορά που ζήτησε να επισκεφτεί το σπίτι ενός από τους αγρότες που εργάζονταν σ’ ένα συλλογικό αγρόκτημα, τον υποδέχτηκαν εγκάρδια σε ένα μικρό σαλόνι πλημυρισμένο από όλους αυτούς τους παρατρεχάμενους. Εντύπωση του έκαναν και οι συναντήσεις που επεδίωξε με αρκετούς Ρώσους συναδέλφους του:
«Είχα τυπωμένες μερικές φωτογραφίες μαζί μου και ζήτησα να δω αντίστοιχες από τις δικές τους δουλειές. Είχαν εντυπωσιαστεί πολύ με τις φωτογραφίες που είδαν στις δημοσιεύσεις μας. Μου δήλωσαν ότι οι ίδιοι έκαναν μια διάκριση μεταξύ καλλιτεχνικής φωτογραφίας και φωτογραφίας για δημοσίευση. Με ρώτησαν αν εμείς, στη Δύση, είχαμε φωτογραφίες τέχνης. Είπα ότι εμείς απλώς κατηγοριοποιούσαμε τις φωτογραφίες είτε ως καλές είτε ως κακές. Ισχυρίστηκαν ότι σε ένα καπιταλιστικό σύστημα ήταν απαραίτητο να φωτογραφηθούν τα προβλήματα στην κοινωνία και οι αγώνες για τη βελτίωσή τους, ενώ στον σοσιαλισμό ήταν απαραίτητο να φωτογραφηθεί το μέλλον. Παρατήρησα ότι θα ήταν μάλλον αντιρωσικό να φωτογραφίσω την πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης, έτσι όπως την έβλεπα.
Αγαπούσα τον ρωσικό λαό. Είναι πολύ ντροπαλοί αν πρόκειται να φωτογραφηθούν στο σπίτι τους, αλλά μετά από ένα μπουκάλι βότκα χαλαρώναμε όλοι και έκανα μερικές καλές φωτογραφίες. Σας συνιστώ λοιπόν, να εξασκηθείτε στο να φωτογραφίζεται με την κάμερα στο ένα χέρι, για να μπορείτε να κρατάτε ποτήρι βότκα στο άλλο».
Τον επόμενο χρόνο, πάλι για το Fortune, ο Dan ξαναβρέθηκε στην Ανατολική Ευρώπη. Στην αρχή στην Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία και μετά στη πατρίδα του πατέρα του, στη Ρουμανία προκειμένου να κάνει μια ιστορία σχετικά με τη βαθειά θρησκευτική πίστη σ’ αυτή τη χώρα. Ο Weiner, όπως πάντα άλλωστε, είχε από πριν διαβάσει πολλά για την ιστορία αυτών των λαών, γιατί πίστευε πως μόνο έτσι μπορούσε να αντιληφθεί τις ιδιαιτερότητες τους, να ρίξει μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ματιά στους ανθρώπους και να αντιμετωπίσει χωρίς προκαταλήψεις τα απρόοπτα φωτογραφίζοντας μια μεγάλη χώρα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα κάτω από πολλούς φωτογραφικούς περιορισμούς.
«Φαίνεται ότι πριν από περίπου πεντακόσια χρόνια, όταν ο βασιλιάς Στέφανος ο Μέγας πολεμούσε τους Τούρκους, θα έχτιζε μια εκκλησία κάθε φορά που κέρδιζε μια μάχη. Έτσι η ύπαιθρος της Μολδαβίας είναι διάσπαρτη από εκκλησίες και μοναστήρια. Άκουσα για αυτήν την περιοχή ενώ ήμουν στο Βουκουρέστι και πήγα να την ερευνήσω.
Βρήκα μια μοναδική κατάσταση όπου μια μεσαιωνική κοινωνία εξακολουθεί να υπάρχει σε ένα κομμουνιστικό κράτος. Υπήρξε μια εξαιρετική συνεργασία μεταξύ εκκλησίας και κράτους εκεί. Για παράδειγμα, στο μοναστήρι της Αγαππίας, οι μοναχές πληρώνονται από το κράτος για να παράγουν όμορφα χειροτεχνήματα, όπως κεραμικά και χαλιά, τα οποία με τη σειρά τους εξάγονται από το κράτος.
Τις ρώτησα πώς επιβίωναν υπό το νέο τους καθεστώς. Η Ηγουμένη μου απάντησε άμεσα: “Μα ο γιος μου – ο Χριστός ήταν ο πρώτος κομμουνιστής”».
Αυτές οι μακρές απουσίες του Dan δημιουργούσαν δυσαρέσκεια στη σύζυγο και τη κόρη του, που έμεναν μόνες τους πίσω στο σπίτι. Η επιστροφή του σήμαινε υπέροχες εβδομάδες επανένωσης και ευκαιρίες για σύντομες, κοντινές αποδράσεις, όπως στη Nova Scotia, που δεν ήταν μακριά από τη Νέα Υόρκη. Απολάμβαναν τις μικρές διακοπές τους, αν και ο Dan πάντα κάτι εύρισκε – όπως ένα ψαροχώρι, όπου η ίδια οικογένεια ζούσε εκεί για πάνω από εκατό χρόνια – για να φωτογραφίζει συνεχώς, δουλεύοντας ενδεχομένως πιο σκληρά από ό,τι αν ήταν σε αποστολή. Αλλά το εύρισκε διασκεδαστικό και συναρπαστικό να εξερευνά ένα εντελώς νέο μέρος.
«Είναι πολλά τα ερεθίσματα από κάθε τομέα της κοινωνίας που επηρεάζουν τη κρίση και την ευαισθησία ενός φωτογράφου, που δεν μπορούμε να τα διανοηθούμε. Τα θεωρούμε άσχετα με τη φωτογραφία, αλλά αυτά είναι που μας διαμορφώνουν καθώς διανύουμε τη ζωή. Ήμουν εξαιρετικά τυχερός σε τόσες πολλές από τις φωτογραφικές αποστολές που ανέλαβα όλα αυτά τα χρόνια. Μέσω αυτών των εργασιών, γνώρισα τομείς της κοινωνίας, τμήματα του κόσμου, ανθρώπους που ποτέ δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Έτσι διαμορφώνεται η φωτογραφική σου άποψη: από τη σχέση σου με τον εαυτό σου, με τους ανθρώπους γύρω σου, από το τι νιώθεις, το τι έχεις να πεις και μετά, από την ικανότητά σου να το δείξεις και στους άλλους».
Τα τραγικά νέα για την οικογένεια ήρθαν το 1959. Η ζωή και η καριέρα του Dan Weiner τελείωσαν τραγικά, σε ηλικία τριάντα εννέα ετών, σε ένα αεροπορικό δυστύχημα ενώ βρισκόταν σε αποστολή. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1967, ο ιδρυτής του International Center of Photography στη Νέα Υόρκη, Cornell Capa οργάνωσε την έκθεση ορόσημο «The Concerned Photographer», στην οποία παρουσιάστηκε το έργο του Dan Weiner μαζί με φωτογραφίες των André Kertész, Robert Capa, David «Chim Ο Seymour, ο Werner Bischof και ο Leonard Freed. Το 1974, πάλι το ICP, επιμελήθηκε μια μονογραφία με φωτογραφίες του Weiner, από την οποία έχουν αντληθεί οι πληροφορίες για το έργο και τη ζωή του. Το 1989, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη παρουσίασε το America Worked: The 1950s Photographs of Dan Weiner, σε συνδυασμό με μια ομότιτλη έκδοση.
Χρήστος Κοψαχείλης, Απρίλιος 2024.
Walker Evans: Dan Weiner, Print, vol, XIII, April 1959
Arthur Miller: Dan Weiner, Infinity, vol, VIII, May 1959
Alan Paton: South Africa by Dan Weiner, 1959
Sandra Smith Weiner: Personal Recollections, 1974
Dan Weiner: A Camera and a Glass of Vodka
Dan Weiner: The Camera to Me