Ο Donald McCullin γεννήθηκε το 1935 στο Λονδίνο, στο Saint-Pancras και μεγάλωσε στη περιοχή του Finsbury Park, μια υποβαθμισμένη τότε συνοικία στα βόρεια της πόλης. Μεγάλωσε στους βομβαρδισμούς της δεκαετίας του ’40, μέσα στην άγνοια, τη φτώχεια και την προκατάληψη. «Στην Αγγλία γεννιέσαι σε μια δεδομένη κοινωνική τάξη και υφίστασαι το σημάδι της για όλη σου τη ζωή. Δεν έχει μεγάλη σημασία το που έχω φτάσει τώρα. Φέρω πάντοτε τα στίγματα αυτά». Ως «τραγικά δυσλεκτικό παιδί» δυσκολεύτηκε στο σχολείο, ήταν όμως καλός στο σχέδιο και στη ζωγραφική, γεγονός που του εξασφάλισε υποτροφία για το καλλιτεχνικό γυμνάσιο του Hammersmith. Στα 14 του όμως έχασε τον πατέρα του και αναγκάστηκε να δουλέψει για τα προς το ζην. Μια από τις δουλειές που έκανε ήταν η μεταφορά φιλμ στα στούντιο του Σόχο, απασχόληση που του επέτρεψε να δηλώσει «φωτογραφική εμπειρία», όταν κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στη Βασιλική Αεροπορία του Ηνωμένου Βασιλείου αν και δεν είχε πιάσει ακόμα κάμερα στα χέρια του. Και επειδή όπως αποδείχτηκε το «ότι δηλώσεις είσαι» ίσχυε τότε και για τη RAF, ο McCullin ξεκίνησε την καριέρα του σαν βοηθός φωτογράφου και έτσι μπόρεσε να δει από κοντά και να φωτογραφίσει τη κρίση στη διώρυγα του Σουέζ, αλλά και την εξέγερση των Μάου-Μάου στη Κένυα.
Το 1956, τελειώνοντας τη θητεία του, επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου προσελήφθη ως τεχνικός σκοτεινού θαλάμου. Ένα κυριακάτικο πρωινό του 1958 κάποιοι από τη παρέα του είπαν: «Βγάλε τη μηχανή σου και τράβα μας μερικές φωτογραφίες». Ανάμεσά τους ήταν και φίλοι του, μέλη της τοπικής συμμορίας των Guvnors, που δρούσε στο Finsbury Park, με τους οποίους είχε μεγαλώσει μαζί, στη μεταπολεμική Αγγλία, σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Λίγο αργότερα ο McCullin είδε τη φωτογραφία του να δημοσιεύεται στις σελίδες του Observer. «Αυτή η φωτογραφία μού άνοιξε το δρόμο» θα έλεγε πολλά χρόνια μετά. «Ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα συνέχιζα να κάνω παρέα μαζί τους. Το σκληρό παρελθόν μου με προίκισε με συμπόνια. Μου έμαθε τη βία, τη φτώχεια, την αδιαλλαξία». Δεν σκεφτόταν κάτι συγκεκριμένο όταν τράβηξε τη φωτογραφία, αλλά η φτώχεια αυτών των χρόνων τον έκανε να εστιάσει στους εξαθλιωμένους άστεγους τη δεκαετία του ’70 και να τους φωτογραφίζει στους δρόμους του Shoreditch και του Whitechapel για να δείξει ότι κανένας άνθρωπος δεν αξίζει να ζει έτσι. Γρήγορα καθιερώθηκε στους κύκλους των εφημερίδων τns Fleet Street ως φωτορεπόρτερ. Η διεθνής αναγνώριση όμως ήρθε κατά την διάρκεια της κατασκευής του Τείχους του Βερολίνου στην κορύφωση του ψυχροπολεμικού κλίματος. Βρισκόταν στο Παρίσι όταν πρόσεξε τυχαία σε μια εφημερίδα τη φωτογραφία ενός Ανατολικογερμανού στρατιώτη που προσπαθούσε να περάσει στο Δυτικό Βερολίνο. Ταξίδεψε με δικά του έξοδα ως εκεί και μπόρεσε να τραβήξει μερικές φωτογραφίες πριν τον διώξουν. Ήταν αρκετές όμως για να του χαρίσουν το British Press Award. Στη συνέχεια εργάστηκε κυρίως για τους Sunday Times και στη δεκαετία του ’60 θεωρήθηκε ο σημαντικότερος πολεμικός ανταποκριτής του Ηνωμένου Βασιλείου. Η πρώτη του αποστολή ήταν το 1964, στην Κύπρο για να καλύψει την ένταση που επικρατούσε στο νησί. «Θα σε ενδιέφερε να πας στην Κύπρο για να καλύψεις τον πόλεμο;» ρώτησαν μια μέρα στο Observer τον 29χρονο τότε McCullin. «Ήταν η ερώτηση που περίμενα. Ήξερα ότι ήταν αυτή η ευκαιρία μου» θυμάται και από τότε δεν κατάφερε ποτέ να εγκαταλείψει τα πεδία των μαχών ανά την υφήλιο, στα οποία έτρεχε εκστασιασμένος από την ένταση με χιλιάδες σφαίρες να σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του.
Τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στο Βιετνάμ. Ήταν η πρώτη από τις δεκαπέντε φορές που θα πήγαινε εκεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι αλλεπάλληλες αποστολές του εκεί σημάδεψαν την καριέρα του, αν και –όπως έχει αποκαλύψει ο ίδιος πολλές φορές στο παρελθόν– κάθε φορά αισθανόταν σαν «βασανισμένο ζώο». Το 1968 στάθηκε πολύ τυχερός, καθώς μια σφαίρα που προοριζόταν για αυτόν σταμάτησε πάνω στη Nikon που κρεμόταν στο στήθος του. Εξωφρενικά παράδοξο όμως είναι το γεγονός ότι οι φωτογραφίες του από το Βιετνάμ τον συνέδεσαν με τον κόσμο της μόδας, όταν ο οραματιστής της βρετανικής μόδας Alexander McQueen τις τύπωσε πάνω σε μια σειρά δημιουργιών του για την κολεξιόν “Dante” το χειμώνα του 1996. Το «κλικ» όμως στην αντίληψή του για τη δουλειά του δεν συνέβη στην Ανατολική Ασία αλλά στην Αφρική, όπου βρέθηκε το 1969 για να καλύψει τη σφαγή στην Μπιάφρα. Εκεί συνειδητοποίησε πως: «Θα έπρεπε να σκέφτονται οι άνθρωποι που κοιτάζουν τις φωτογραφίες του ότι αυτές απεικονίζουν καταστάσεις απαράδεκτες για τον κόσμο μας. Η σκέψη μου ήρθε σε ένα σχολείο που είχε διαμορφωθεί σε πρόχειρο νοσοκομείο: εκεί είδα μπροστά στα μάτια μου να πεθαίνουν πάνω από 800 παιδιά το ένα μετά το άλλο. Είχα ήδη τρία δικά μου παιδιά τότε. Αυτή η εμπειρία έκανε την ηρωική χολιγουντιανή εικόνα του γενναίου, κοσμοπολίτη φωτορεπόρτερ να μοιάζει απολύτως χυδαία».
Τα ταξίδια του στις εστίες ένοπλης σύγκρουσης ανά τον πλανήτη – Σουδάν, Λίβανος, Ιράκ, αλλά και στις αιματηρές ταραχές του Londonderry στη Βόρεια Ιρλανδία, τον χειμώνα του 1971 – δεν σταμάτησαν. Το 1982, η Βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει στον McCullin δελτίο τύπου για να καλύψει δημοσιογραφικά τον πόλεμο των Falklands, ισχυριζόμενη ότι το σκάφος ήταν γεμάτο. Η Θάτσερ πίστευε ότι οι φωτογραφίες του θα της ήταν πολιτικά ενοχλητικές. Εντούτοις το 1993 ο McCullin ήταν ο πρώτος φωτογράφος που πήρε τιμητικά τον βαθμό του Πλωτάρχη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Με πάνω από δέκα βιβλία στο ενεργητικό του, βραβευμένος μεταξύ άλλων από το World Press Foundation για την κάλυψη του πολέμου στην Κύπρο (1965), με το βραβείο Erich Salomon, από τη Γερμανική Εταιρεία Φωτογραφίας του Βερολίνου (1992) και με το βραβείο Cornell Capa από το International Center for Photography της Νέας Υόρκης (2006) o McCullin συνεχίζει να φωτογραφίζει και σε μεγάλη ηλικία. Κάθε φορά όμως που επιστρέφει στο σπίτι του, στην εξοχή του Σόμερσετ, νιώθει όλο και πιο ανακουφισμένος. Όχι ότι το ειδυλλιακό περιβάλλον συνοδευόταν πάντοτε από σπιτική θαλπωρή και ευτυχία. Το 1986 εγκατέλειψε ύστερα από 27 χρόνια γάμου την πρώτη σύζυγό του, απόφαση την οποία έχει περιγράφει ως «το πιο αισχρό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου». Δύο χρόνια μετά τον χωρισμό, εκείνη πέθανε έπειτα από μακρά ασθένεια, ακριβώς την ημέρα του γάμου του γιου τους. Ένας δεύτερος γάμος αποδείχθηκε «απολύτως καταστροφικός», η τρίτη φορά όμως ήταν η τυχερή, όπως λέει, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την ταξιδιωτική συγγραφέα Κάθριν Φερθγουέδερ με την οποία έχει ένα γιο, το πέμπτο παιδί του.
Πριν από μερικά χρόνια ο McCullin υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και, «όπως και κάθε άλλος φωτογράφος που ξέρω, έχω πρόβλημα στη μέση και στον σβέρκο αλλά και αρθρίτιδα στα χέρια. Ξυπνάω όμως σταθερά στις 06.00 και στις 06.30 δουλεύω ήδη στον σκοτεινό θάλαμο. Παρότι το σώμα μου ζορίζεται από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες με τα εξαντλητικά μέτρα ασφαλείας στα αεροδρόμια, ξέρω ότι δεν μου μένουν πολλά χρόνια και έχω την ανάγκη να τα αφιερώσω στη φωτογραφία». Το 2007 φωτογράφισε τους πρόσφυγες λόγω της γενοκτονίας στο Νταρφούρ της Αφρικής. Το 2012 επέστρεψε στα μέτωπα. Τι ήταν αυτό που έκανε στα 77 του χρόνια έναν από τους πιο διάσημους πολεμικούς φωτορεπόρτερ να επιστρέψει μετά από 15 χρόνια; Ο McCullin έχει δώσει διαφορετικές απαντήσεις σχετικά με το κίνητρο που τον οδήγησε στην καρδιά της εμφύλιας σύρραξης στη Συρία για λογαριασμό των Times του Λονδίνου. Μπορεί επειδή, όπως είπε, ένιωθε αυξημένη ευθύνη από τη στιγμή που ο ένας γιος του υπηρετούσε με τους βρετανούς πεζοναύτες στο Αφγανιστάν. Ή, απλώς, δεν άντεξε άλλο να βρίσκεται εκτός δράσης, αδρεναλίνης και υψηλού κινδύνου. Ίσως, πάλι, γνώριζε και ο ίδιος ότι το βλέμμα του έχει την ικανότητα να εστιάζει σε καταστάσεις που άλλοι φωτογράφοι δεν τις αντιλαμβάνονται και τις προσπερνούν. Η διαδρομή του δεν πραγματοποιήθηκε μόνο μέσα από τα ιστορικά γεγονότα και τις συγκρούσεις του περασμένου αιώνα, αλλά κυρίως μέσα από τον ανθρώπινο πόνο. Ο McCullin συνέλαβε με απροσδόκητο βάθος τα αισθήματα σε μια χειρονομία ή σε ένα βλέμμα. Με τον τρόπο του έκανε κάποιες φωτογραφίες του αξέχαστες όπως το αποσκελετωμένο αλμπίνο παιδί στην Μπιάφρα, το κλάμα της κύπριας χήρας και – ίσως την πιο διάσημη από όλες τις φωτογραφίες του με τίτλο «Shell shocked US Marine». Η εικόνα δείχνει έναν Αμερικανό πεζοναύτη που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ κατά τη διάρκεια της μάχης στην πόλη Χουέ στο Βιετνάμ, το 1968. Σε αυτήν τη σκηνή της φαινομενικής ηρεμίας, ο στρατιώτης έχει στο βλέμμα του μια ήσυχη ένταση, κοιτάζει κάτω από το σκοτεινό κράνος του όχι τον φακό της κάμερας, αλλά πέρα από αυτόν, στο πουθενά. Είναι μια φωτογραφία που περιγράφει χωρίς λόγια την ψυχική ένταση και το αποτύπωμα του πολέμου και είναι πιο δυνατή ακόμα και από την εικόνα ενός πεδίου μάχης ή μιας σφαγής.
«Κέρδισα τη φήμη μου, μέσα από τον πόνο των άλλων» λέει. «Είμαι ικανοποιημένος από την προσπάθεια, αλλά είμαι πολύ επιφυλακτικός με τα βραβεία, γιατί οι φωτογραφίες μου δεν είναι πάντα και τόσο ευχάριστες να τις βλέπεις. Πολλά από τα πρόσωπα που απεικονίζονται, έχουν πεθάνει. Δεν είναι πολύ εύκολο να ζω με όλες αυτές τις εμπειρίες». Ο φίλος του, συγγραφέας Τζέιμς Φοξ, ο οποίος ταξίδεψε μαζί του στην Αιθιοπία, τη Βόρεια Ιρλανδία, το Τσαντ, το Βιετνάμ, έχει μιλήσει για την πραγματική ενσυναίσθηση του McCullin για τα ανθρώπινα δεινά. Ακόμα και μέσα σε μια σκηνή πολέμου όλα φαίνονται σχεδόν ειρηνικά, γιατί ο φωτογράφος, με έναν τρόπο, έχει δώσει ένα πελώριο συναισθηματικό βάθος, συμπόνια και κατανόηση αυτών που φωτογραφίζει. «Δεν μπορείς να βγάλεις αυτές τις φωτογραφίες δίχως συναίσθημα» λέει ο ίδιος ο McCullin.
Ακόμα και το 2017, έχοντας μπει στην ένατη δεκαετία της ζωής του, έφτασε στη Συρία για να φωτογραφίσει τους αρχαίους ναούς που κατέστρεψαν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. «Λυπάμαι που οι φωτογραφίες μου δεν άλλαξαν το παραμικρό. Αμέσως μόλις τελείωνε ένας πόλεμος, ξεσπούσε κάποιος άλλος» διαπιστώνει με απογοήτευση. Ο McCullin πάντως έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι απορρίπτει τον όρο «πολεμικός ανταποκριτής» ως περιοριστικό και ανακριβή – άλλωστε κατά ειρωνικό τρόπο έχει πουλήσει περισσότερες φωτογραφίες με θέμα τοπία παρά πολεμικά στιγμιότυπα. Όπως μας λέει ο ίδιος αγαπάει την φωτογράφιση της Βρετανικής υπαίθρου και δεν θέλει ο κόσμος να τον θυμάται ως πολεμικό φωτογράφο (war photographer) αλλά ως ένα φωτογράφο που δημιούργησε εξαιρετικές φωτογραφίες τοπίου. Στα διαλλείματα από τις πολεμικές συγκρούσεις ο McCullin φωτογράφιζε, μεταξύ άλλων, μουσικούς. Αξιομνημόνευτη είναι η φωτογραφία της Marianne Faithfull μπροστά στο τείχος του Βερολίνου και η σειρά φωτογραφιών με τους Beatles, στο απόγειο της φήμης τους όταν ηχογραφούσαν το «White Album». Αυτές οι λήψεις έγιναν σε διάφορες τοποθεσίες του Λονδίνου, έχουν μείνει γνωστές ως «The Mad Day Out», περιέχουν πολλές γνωστές φωτογραφίες των «Σκαθαριών» που χρησιμοποιήθηκαν και στα μεταγενέστερα άλμπουμ τους, το «Red» και το «Blue». Το 2010 εκδόθηκαν στο βιβλίο A Day in the Life of the Beatles, Rizzoli.
Ο διάσημος συγγραφέας του «Ο Κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» και του «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» John Le Carre, με τον οποίο ο McCullin είχε πάει μαζί στη Βηρυτό, είχε γράψει στην εισαγωγή του λευκώματος του φωτογράφου «Hearts of Darkness – Καρδιές του σκότους» (1980): «Έχει γνωρίσει όλες της μορφές φόβου, είναι ειδικός στον φόβο. Και μόνο η εμπειρία του όταν είχε βρεθεί σε φυλακή της Ουγκάντα θα ήταν αρκετή για να τσακίσει οποιονδήποτε άλλο – εμένα ας πούμε – για τα καλά». Ο ίδιος ο McCullin δηλώνει σήμερα: «Έχω δει πολλές φορές το αίμα μου και έχω σπάσει πολλά κόκαλα. Έχω δεχτεί σφαίρα επίσης, κάτι που δεν είναι εντελώς κακό, υπό την έννοια ότι αποκτάς μια ιδέα της τραγωδίας που βιώνουν οι άνθρωποι που φωτογραφίζεις. Και κατά έναν τρόπο, ο πόλεμος και οι αυτοκρατορίες που καταρρέουν με συνόδευαν σε όλη μου τη ζωή. Είμαι Άγγλος και κατανοώ ότι όπως και με κάθε άλλη αυτοκρατορία που έκλεψε κομμάτια του κόσμου, υπάρχει ένα τίμημα που πληρώνει. Γεννήθηκα το 1935, επομένως από τότε που απέκτησα συναίσθηση του κόσμου βρισκόμουν στο κέντρο ή στην περιφέρεια κάποιας εμπόλεμης ζώνης. Όταν κάποια πλάσματα υποφέρουν έχουν τη τάση να κοιτάζουν προς τα πάνω. Λες και η σωτηρία θα μπορούσε να έρθει άνωθεν… και ακριβώς εκείνη τη στιγμή πατάω το κουμπί». Ίσως γι΄ αυτό και οι φωτογραφίες του έχουν μια έντονα θρησκευτική διάσταση.
Οι οδυνηρές εικόνες των συγκρούσεων στις οποίες ο McCullin ήταν μάρτυρας, σφράγισαν τον εικοστό αιώνα. Σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο σεβαστούς φωτογράφους του κόσμου που εξακολουθεί να απολαμβάνει τη δουλειά του, δηλώνοντας ότι «Δεν είμαι καλλιτέχνης» και εξηγεί ότι παλεύει σε όλη του τη ζωή ενάντια σε αυτή τη λέξη. «Οι Αμερικανοί φωτογράφοι, όλοι, θέλουν να αποκαλούνται καλλιτέχνες. Εγώ είμαι φωτογράφος». Ναι, όπως λέει ο ίδιος, δεν είναι καλλιτέχνης. Είναι όμως ο άνθρωπος που μέσα από τον φακό του συνέλαβε το απίθανο πολύπτυχο της ιστορίας ενός αιώνα μέσα στον οποίο συνέβησαν δραματικές αλλαγές, μεγάλοι πόλεμοι, κοσμοϊστορικά γεγονότα. Ο φακός του οξύνει αυτά που πολλοί φωτογράφοι της γενιάς του ωραιοποίησαν, τη φτώχεια, τη βία, την καταστροφή, και τα βάζει στο κάδρο της ιστορίας και στην κρίση των θεατών. Τον Νοέμβριο του 2020 η Angelina Jolie ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του McCullin με πρωταγωνιστή τον Tom Hardy, στηριγμένη στην αυτοβογραφία «Unreasonable Behaviour» του Gregory Burke.
Χρήστος Κοψαχείλης, Απρίλιος 2021
Gregory Burke: Unreasonable Behaviour, An Autobiography – Vintage, 2002
Don McCullin: In Africa – Jonathan Cape, 2005
Don McCullin: In England – Jonathan Cape, 2007
The Impossible Peace: From War Photographs to Landscapes – Skira, 2012
Don McCullin: The New Definitive Edition – Jonathan Cape, 2015
Don McCullin: The Landscape – Jonathan Cape, 2018
Πηγές:
Άννα Σκαρλάτου, Εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» – 23 Αυγούστου 1992
Δημήτρης Πολιτάκης, Εφημερίδα «Τα Νέα» – 11 Ιανουαρίου 2013
Αργυρώ Μποζώνη, Περιοδικό «Lifo» – 16 Απριλίου 2021