Η αναδρομική έκθεση του Wolfgang Tillmans «To Look Without Fear» («Να κοιτάς χωρίς φόβο») που εγκαινιάστηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) της Νέας Υόρκης στις 12 Σεπτεμβρίου, είναι μια από τις πιο αναμενόμενες εκθέσεις, καθώς επιμελήτρια της Roxana Marcoci εργαζόταν από το 2014 πάνω σ’ αυτήν την τεράστια ανασκόπηση, τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα στην καριέρα του Tillmans, η οποία είχε αναβληθεί για 18 μήνες, λόγω της πανδημίας. Η έκθεση καταλαμβάνει όλες τις αίθουσες του έκτου ορόφου του μουσείου, ο οποίος ήταν κενός για όλο αυτό το διάστημα και περιλαμβάνει 417 έργα. Παρόλο που το MoMA διαθέτει πάνω από 40 έργα του Tillmans, όλα όσα βρίσκονται στην έκθεση είναι προσωπικές εκτυπώσεις, που προέρχονται από το αρχείο του ή ανατυπώθηκαν για την περίσταση. Όλες οι μεγάλες εκθέσεις του οργανώνονται με αυτόν τον τρόπο, επιτρέποντας στον Tillmans να έχει την πλήρη ευθύνη για το μέγεθος και την ποιότητα κάθε φωτογραφίας.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Tillmans παρουσιάζει το έργο του επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο το βλέπει το κοινό. Έχει δηλώσει πως: «Ο θεατής θα πρέπει να δει τη δουλειά μου μέσα από τα δικά του μάτια και τη ζωή του». Συνήθως οι φωτογραφίες του είναι αναρτημένες στους τοίχους σε ασύμμετρες σειρές μεγάλων και μικρών εκτυπώσεων χωρίς πλαίσιο, κολλημένες απευθείας στους τοίχους με κολλητική ταινία ή κομμένες και στερεωμένες με καρφίτσες. Άλλοτε πάλι κυματίζουν ελεύθερες ή σκεβρώνουν από την υγρασία. Θεωρεί ότι είναι αναζωογονητικό να βλέπεις τις φωτογραφίες να απελευθερώνονται και να αποκτούν με αυτό τον τρόπο τη δική τους ανεξάρτητη ζωή. Την ίδια λογική έχει ακολουθήσει και στην έκθεση στο ΜοΜΑ. Στους τοίχους συνυπάρχουν καδραρισμένα έργα μεγάλων διαστάσεων, φωτογραφίες διαφορετικών διαστάσεων καρφωμένες στο τοίχο, πλάι σε εκτυπώσεις σε φωτοτυπικό χαρτί, δίπλα σε καρτ ποστάλ και σε σελίδες περιοδικών, αλλά και προβολείς που προβάλουν μικρά βίντεο που έχει δημιουργήσει ο ίδιος. «Βλέπω τις εγκαταστάσεις μου ως αντανάκλαση του τρόπου που βλέπω, του τρόπου που αντιλαμβάνομαι ή που θέλω να αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον μου», λέει ο Tillmans. «Είναι επίσης πάντα ένας κόσμος στον οποίο θέλω να ζω».

Στο κέντρο της έκθεσης υπάρχει η εγκατάσταση «Truth Study Center», που είχε παρουσιάσει ο Tillmans για πρώτη φορά το 2005. Αποτελείται από 18 ξύλινα τραπέζια, επικαλυμμένα με πλεξιγκλάς, πάνω στα οποία ο Tillmans έχει συνδυάσει τις φωτογραφίες του με διάφορα ετερόκλιτα στοιχεία, από φυλλάδια στρατολόγησης ισλαμιστών που βρέθηκαν σε έναν δρόμο του Λονδίνου, μέχρι αποκόμματα εφημερίδων σχετικά με τον πόλεμο και τον φονταμενταλισμό, ένα εξώφυλλο από το «American Survival Guide», ένα περιοδικό για καταστροφολόγους, όπως επίσης και ρεπορτάζ επιστημονικών ανακαλύψεων. Ο τρόπος που παρουσιάζει το έργο+ του καταρρίπτει κάθε συμβατική έννοια μιας φωτογραφικής παρουσίασης, αναπτύσσοντας συνεχώς νέες συνδέσεις μεταξύ των εικόνων του και του κοινωνικού χώρου της έκθεσης προκειμένου να γίνει σαφές το συνολικό όραμα του. Η γκαλερίστα του στο Λονδίνο, Maureen Paley δηλώνει: «Το έργο του είναι η εγκατάσταση του έργου. Δεν είναι κάποιος που θα μπορούσες να τον προσδιορίσεις μόνο από μια εικόνα».

Ο Tillmans θεωρεί ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι αυτός του «ενισχυτή» των κοινωνικών και πολιτικών αιτημάτων, και η προσέγγισή του εμφορείται από μια ανησυχία για τις δυνατότητες της σφυρηλάτησης συνδέσεων και την ιδέα της συντροφικότητας. Στα τριανταπέντε χρόνια δουλειάς έχει εξερευνήσει, όπως φαίνεται, κάθε πιθανό είδος φωτογραφίας, πειραματιζόμενος συνεχώς με τον τρόπο που θα φτιάξει νέες εικόνες. Ξεκίνησε το 1988, όταν αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή 35mm, μια Contax με φακό 50mm, η εστιακή απόσταση του οποίου προσεγγίζει καλύτερα το οπτικό πεδίο του ανθρώπινου ματιού Στην αρχή ασχολήθηκε με τις αναγνωρίσιμες ιστορικές κατηγορίες της τέχνης –πορτρέτα, νεκρές φύσεις, τοπία. Συνέχισε ως ρεπόρτερ καλύπτοντας τη σκηνή των acid house club και των rave πάρτυ για το λονδρέζικο indie περιοδικό «i-D». Ένα από τα πρώτα μεγάλα ρεπορτάζ του, το οποίο κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Techno is the Sound of Europe», συγκέντρωνε φωτογραφίες με ιδρωμένα σώματα από κλαμπ της Φρανκφούρτης, του Λονδίνου και της Γάνδης. Το άρθρο δημοσιεύτηκε το 1991, ένα χρόνο πριν οι Ευρωπαίοι ηγέτες υπογράψουν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που εγκαινίασε την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα από τα πρώτα κιόλας πορτραίτα των παιδικών φίλων του, όπως ο σχεδιαστής μόδας Lutz Huelle και η Alex Bircken, που τους φωτογράφησε σε μια τολμηρή για να δημοσιευτεί στην εποχή μας στάση, όπου η γυμνόστηθη Alex κρατά τον Lutz από το μόριο του, αποτύπωνε έναν άψογο συνδυασμό οικειότητας, παιχνιδιού και αυστηρής κοινωνικής παρατήρησης. Αργότερα, οι χαλαρές φωτογραφίες του με σημαντικές gay φιγούρες από τον κόσμο των τεχνών θα εμφανίζονταν στα εξώφυλλά των περιοδικών Interview και Spex, αλλά και του Tony Blair στο εξώφυλλο του gay περιοδικού Attitude. Το 1997, ο Tillmans έγινε μάλιστα συνεκδότης του περιοδικού Spex.

Έχοντας μια παιδική αγάπη για την αστρονομία, -απέκτησε το πρώτο του τηλεσκόπιο σε ηλικία 12 ετών- φωτογράφισε μια σειρά από 21 φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της έκλειψης του ήλιου (Total Solar Eclipse Grid, 1998), τραβηγμένες η κάθε μια και σε μια διαφορετική τροπική τοποθεσία, οι οποίες εκτίθενται στο ΜοΜΑ. Όπως επίσης υπάρχει ένα πλέγμα από 56 φωτογραφίες του Concorde, καθεμία από τις οποίες απαθανατίζει το αεροπλάνο να πετά πάνω από ιδιωτικούς κήπους, πάρκα, σιδηροδρομικές γραμμές, και τον περιμετρικό φράκτη γύρω από το αεροδρόμιο του Heathrow την άνοιξη του 1997. Δεν υπάρχει καμία γοητεία εδώ, ούτε υπερηχητική ταχύτητα. Ο πλούτος των επιβατών εξαφανίζεται. Αυτό είναι το Concorde χωρίς φανφάρες, ένα σύμβολο από τα τελευταία υπολείμματα αισιοδοξίας για το μέλλον. Ένα Concorde συνετρίβη λίγο μετά την απογείωσή του από το αεροδρόμιο Charles de Gaulle στις 25 Ιουλίου 2000. «Το γεγονός ότι η ιδέα ήταν θεμελιωδώς ελαττωματική την κάνει πολύ ανθρώπινη», δήλωσε ο Tillmans.

Στην έκθεση υπάρχουν φυσικά και πολλά δείγματα της μεταγενέστερης πειραματικής δουλειάς του, που ξεκίνησε με την ανατολή του νέου αιώνα, και αφορά πιο αφηρημένα έργα φτιαγμένα με φως, αλλά χωρίς φωτογραφική μηχανή. Μια χαρακτηριστική εικαστική σύνθεση είναι η «Icestorm» από το 2001: ένα φωσφορίζον κίτρινο τοπίο με κόκκινες κηλίδες που μπορεί να είναι σύννεφα, αίμα, χιόνι. Ή ίσως είναι χημικοί λεκέδες στην επιφάνεια που δημιουργήθηκαν καθώς επεξεργαζόταν την εικόνα. Εν μέρει όραμα, εν μέρει αποκάλυψη, εν μέρει τύχη. Υπάρχουν επίσης τεράστιες εικόνες που μοιάζουν με έγχρωμες ακουαρέλες ή σχέδια με κάρβουνο, σαν να έχει τρίψει άμμο στα αρνητικά τους. Υπάρχουν φωτογραφίες που έχουν προέλθει από ατυχήματα στο σκοτεινό θάλαμο και εικόνες χωρίς κάμερα που γίνονται με την έκθεση του χαρτιού κατ’ ευθείαν σε λέιζερ και άλλα φώτα που κατευθύνει ο φωτογράφος με το χέρι του, όπως οι «Blushes» (Κοκκινίλες), «Freischwimmer» (ελεύθερος κολυμβητής) και «Mental Pictures» (Νοητικές εικόνες), που ξεκίνησαν το 2001.

Ο Tillmans γεννήθηκε το 1968, στο Remscheid, στη βιομηχανική καρδιά της Δυτικής Γερμανίας. Κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Αγγλία, σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγών ως φοιτητής το 1983, ανακάλυψε τη βρετανική νεανική κουλτούρα, τα τοπικά περιοδικά μόδας, και αγάπησε τα βρετανικά ποπ συγκροτήματα, όπως οι New Order και οι Culture Club, που του ενέπνευσαν ένα δια βίου πάθος για το Λονδίνο. Με τη φωτογραφία ασχολήθηκε τυχαία. Ήταν το καλοκαίρι του 1986 σε μια παραλία της Γαλλίας, όπου ο Tillmans στόχευσε με μια αυτόματη μηχανή στο λυγισμένο γόνατο και το γυαλιστερό μαύρο σορτς Adidas που φορούσε: «Το πρώτο αφηρημένο αυτοπορτρέτο», το οποίο βρίσκεται κι αυτό στην έκθεση του MoMA. Ένα από τα πιο αναπάντεχα μοτίβα που επαναλαμβάνονται στο «To Look Without Fear», είναι οι τρεις ρίγες του λογότυπου της Adidas. Στην είσοδο της έκθεσης βλέπουμε τον 20χρονο Tillmans με ένα μικρό κόκκινο μαγιό Adidas. Στις μέσα αίθουσες υπάρχει μια νεανική φωτογραφία του Tillmans, στην οποία διακρίνουμε το χέρι ενός άνδρα να διεισδύει κάτω από ένα κόκκινο σορτς Adidas, προς τη βουβωνική περιοχή ενός άλλου άνδρα. Στην έξοδό, ως αυλαία της έκθεσης, βρίσκεται μια άλλη φωτογραφία, τραβηγμένη τρεις δεκαετίες αργότερα, ενός τσαλακωμένου, αλλά αστραφτερού αυτή τη φορά, κόκκινου σορτς Adidas. Και μια τελευταία λεπτομέρεια: Στη φωτογραφία που μοιράζει το μουσείο μαζί με το δελτίο τύπου, η οποία δείχνει τον καλλιτέχνη να επιμελείται το στήσιμο της έκθεσης, ο Tillmans φοράει και πάλι ένα κόκκινο σορτς Adidas. Τυχαίο?

Ο Tillmans, από το 1990 έως το 1992, σπούδασε στο Bournemouth College of Art and Design και μετά τις σπουδές του άρχισε την επαγγελματική του καριέρα δουλεύοντας με επίκεντρο την ομοφυλοφιλική κοινότητα του Λονδίνου. Το 1994, με αφορμή την πρώτη του έκθεση στη Νέα Υόρκη, στην γκαλερί Andrea Rosen, εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ για δύο χρόνια. Εκεί γνώρισε, σ’ ένα μπαρ του East Village, τον Jochen Klein, έναν Γερμανό ζωγράφο ονειρικών τοπίων, τον οποίο ο Tillmans έχει αποκαλέσει «έρωτα της ζωής μου». Το 1996 μετακόμισαν μαζί στο Λονδίνο, αλλά η σχέση διακόπηκε τον επόμενο χρόνο, όταν ο Klein αρρώστησε και πέθανε από πνευμονία που σχετιζόταν με το AIDS. Περίπου την ίδια εποχή, ο Tillmans έμαθε ότι και ο ίδιος ήταν θετικός στον ιό HIV. Τότε, δημιούργησε μια σειρά από φαινομενικά βαρετές φωτογραφίες που κατέγραψαν τον τελευταίο μήνα της ζωής του Klein, οι οποίες αποτύπωναν κοινότυπες λεπτομέρειες, όπως το τελευταίο γεύμα και η θέα από το παράθυρο του νοσοκομείου. Ο Klein εμφανίζεται σε δύο από τις μεγαλύτερες εκτυπώσεις αυτής της έκθεσης: Η «Deer Hirsch» (1995), είναι μια σπάνια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Tillmans που δείχνει τον Klein και ένα νεαρό αρσενικό ελάφι, που κοιτάζουν έκπληκτοι ο ένας τον άλλον σε μια άδεια παραλία. Η «Ο Jochen στο μπάνιο» τραβήχτηκε λίγους μόλις μήνες πριν από το θάνατό του. Η ανάμνηση αυτής της φωτογραφίας στοιχειώνει ένα νεώτερο πορτρέτο του 2015 του ράπερ Frank Ocean, άλλος ένας λυπημένος νεαρός άνδρας με κοντοκομμένα, λαχανί, μαλλιά που ποζάρει με φόντο τα λευκά πλακάκια του μπάνιου, φωτογραφία που εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του δεύτερου άλμπουμ του «Blonde».

Η φωτογραφία με τίτλο «17 Years’ Supply», τραβήχτηκε από τον Tillmans 17 χρόνια μετά τον θάνατο του Klein, και δείχνει ένα χαρτόκουτο γεμάτο από άδεια μπουκάλια με χάπια, τα αντιρετροϊκά φάρμακα που τον κράτησαν στη ζωή. Και από τότε έχει κάνει σκοπό της ζωής του, τόσο οικονομικά όσο και ως φωτογράφος, να βοηθήσει ομάδες όπως η Treatment Action Campaign με έδρα τη Νότια Αφρική, που ασκεί πιέσεις για να έχουν όλοι ισότιμη αντιμετώπιση ως ασθενείς και να λαμβάνουν θεραπεία. Ήταν το πρώτο βήμα του προς την κατεύθυνση του ακτιβισμού, κάτι που συνέχισε έντονα τα τελευταία χρόνια με την εκστρατεία του υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε. Ξόδεψε πολύ χρόνο και χρήμα, θεωρώντας την κίνησή του μέρος της αισθητικής του πρακτικής, μια πρακτικής σύμφωνα με την οποία οι δημιουργικές πολιτικές δράσεις αναδιαμορφώνουν την κοινωνία. Σχεδίασε αφίσες και μπλουζάκια με συνθήματα και μακροσκελή κείμενα, μερικά από τα οποία ήταν γραμμένα πάνω στις φωτογραφίες του. «Ό,τι χάνεται, χάνεται για πάντα» έγραφαν οι αφίσες του, αλλά όπως φάνηκε δεν έπεισαν τους Βρετανούς. Οι αφίσες, αν και απουσιάζουν από την έκθεση, εν τούτοις αναφέρονται στον κατάλογό της. Στις μέρες μας συνεχίζει τη δράση του κάνοντας τις αφίσες για την καμπάνια κατά του ακροδεξιού κόμματος της Γερμανίας.

Ανάμεσα στις φωτογραφίες της έκθεσης οι θεατές συναντούν ένα γιγάντιο πορτρέτο -παραγγελία για την εικονογράφηση μιας συνέντευξης- της Βρετανίδας DJ Smokin’ Jo, με το ασημένιο φόρεμά της με παγιέτες να λάμπει καθώς πέφτει πάνω του το λυκόφως της δύσης. Δίπλα του ένα άλλο πορτρέτο του σκηνοθέτη μουσικών βίντεο Chris Cunningham, ξαπλωμένου νωχελικά στο κρεβάτι και απέναντι το «The Cock (Kiss)», ένα ανέμελο στιγμιότυπο του 2002 με δύο άνδρες να φιλιούνται σε ένα νυχτερινό κέντρο του Λονδίνου. Το 2016, αυτή η φωτογραφία έγινε viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά τη δολοφονική επίθεση στο νυχτερινό κέντρο Pulse στο Ορλάντο της Φλόριντα. Κι όπως σημειώνει ο Matthew Anderson στους The New York Times (29/8/2022): «Η αλλαγή στο νόημα αυτής της εικόνας –από μια γιορτή της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας σε μια προκλητική διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων– αντανακλά μια αλλαγή στο έργο του Tillmans. Ενώ οι πρώιμες φωτογραφίες του προσκαλούσαν τον θεατή στον προσωπικό του κόσμο της σεξουαλικής απελευθέρωσης, των ταξιδιών χωρίς σύνορα και της χαρούμενης συντροφικότητας, στα πιο πρόσφατα έργα του, με την εμπλοκή του στα κοινά ως πολιτικού ακτιβιστή, έχει υποστηρίξει ότι αυτές οι ελευθερίες είναι εύθραυστες και βασίζονται σε νίκες που, αν δεν διαφυλαχθούν, μπορούν να χαθούν».

Το 2000, σε ηλικία 32 ετών, έγινε ο πρώτος φωτογράφος και ο πρώτος μη Άγγλος που έλαβε το βραβείο Turner. Ένα χρόνο αργότερα, τιμήθηκε για άλλη μια φορά, όταν το σχέδιό του επιλέχθηκε ως βάση για ένα μνημείο κατά του AIDS στο Μόναχο της Γερμανίας. Σήμερα διατηρεί (ή τουλάχιστον προσπαθεί να διατηρήσει) την αντισυμβατικότητα της νιότης του, μιλάει για θέματα για τα οποία ο κόσμος της τέχνης δεν θέλει να μιλήσει, τη δυσκολία του να είσαι δημιουργικός σε μια κοινωνία γεμάτη με «ανθρώπους που θα ήθελαν να σαπίσουμε στην κόλαση». Σχετικά με την άρνησή του να πουλήσει έργα του στον μεγαλοσυλλέκτη Charles Saatchi, είπε: «Δεν νομίζω ότι ο Saatchi ενδιαφέρεται για την τέχνη… Δεν είναι συλλέκτης, είναι έμπορος. Και έβγαζε τα χρήματά του παράγοντας εκστρατείες μίσους».

Όμως το ανήσυχο πνεύμα του Tillmans δεν περιορίζεται μόνο στη τέχνη της φωτογραφίας, μέσω της οποίας έχει γίνει διάσημος. Η μουσική ήταν το πάθος του από τα εφηβικά του χρόνια κι έτσι ακόμα και όταν δεν έφτιαχνε τα δικά του κομμάτια, έκανε τον DJ ή τραγουδούσε περιστασιακά σε κλαμπ. Πέρσι έβγαλε το πρώτο του άλμπουμ, το «Moon in Earthlight», μια 53λεπτη λούπα, ένα μείγμα που συνδυάζει ambient ηχογραφήσεις θορύβων, λόγια, και καθαρές pop στιγμές, όπως το single «Insanely Alive», το οποίο οι Pet Shop Boys έκαναν remix. Με σκοπό να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, σχεδίασε ο ίδιος ένα εξαώροφο κτίριο στο Kreuzberg, που περιλαμβάνει έναν ισόγειο χώρο εκθέσεων και εκδηλώσεων, χώρους φωτογράφησης και αρχειοθέτησης, το σπίτι του στο ρετιρέ, και οκτώ διαμερίσματα που τώρα φιλοξενούν Ουκρανούς πρόσφυγες.

Ο Tillmans είναι σήμερα μέλος των ακαδημιών και στις δύο χώρες στις οποίες μοιράζεται τη ζωή του, όταν δεν ταξιδεύει –της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών του Λονδίνου και της Ακαδημίας των Τεχνών του Βερολίνου– και έχει τιμηθεί με τον Σταυρό της Αξίας, μία από τις υψηλότερες διακρίσεις της Γερμανίας. Από το 2009 έως το 2014 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ομίλου των μουσείων Tate, ενώ σήμερα είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου. Πιστεύει ότι ακριβώς αυτή η σύνδεση με τα μεγάλα ιδρύματα του δίνει την ελευθερία να εκφραστεί και τη δυνατότητα να ασχοληθεί με όσα τον αγγίζουν, τη μουσική, τη νυχτερινή ζωή, τους μουσικούς και τη νεανική κουλτούρα, μιλώντας παράλληλα για τα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, όπως κάνει μέσω του «Between Bridges», ενός ιδρύματος που ίδρυσε το 2017 για την πρόοδο του «ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης και τη προώθηση της δημοκρατίας».

Επίλογος: Ξαναδιαβάζοντας το παραπάνω κείμενο, το οποίο στηρίχτηκε κυρίως σε πληροφορίες που συνέλλεξα από έγκυρα διεθνή site με αφορμή την έκθεση του Tillmans στο ΜοΜΑ, διαπιστώνω πως σχημάτισα μια συμπαθητική γνώμη για τον άνθρωπο Tillmans. Συμμερίζομαι σε γενικές γραμμές τις κοινωνικο-πολιτικές του απόψεις, βρίσκω συναρπαστική τη ζωή του, αναγνωρίζω τις ικανότητές του, που τον οδήγησαν σ’ αυτή την τόσο μεγάλη αποδοχή και προβολή. Κοιτάζοντας όμως τις φωτογραφίες του για να διαλέξω τις χαρακτηριστικότερες που θα συνοδεύσουν το κείμενο, συνειδητοποιώ πως η ίδια του η ζωή είναι σαφώς πιο ενδιαφέρουσα από τις φωτογραφίες του. Τα πορτρέτα των επωνύμων, που έχει κάνει ο Tillmans, δεν ξεπερνούν ποτέ τα στάνταρ μιας συνηθισμένης επαγγελματικής λήψης. Εγώ που αγαπώ τη Φωτογραφία κυρίως για την καλλιτεχνική της αυτονομία και αυτάρκεια (τις ελάχιστες φορές που το πετυχαίνει), δεν αντιλαμβάνομαι τι φωτογραφικό ενδιαφέρον έχει η σειρά με τα Concord πχ. Νιώθω πως απλώς εικονογραφούν τον θαυμασμό του φωτογράφου για την ταχύτητά τους και συμπληρώνουν το δέος των θεατών για την τραγική κατάληξη μετά τη πτώση της 25ης Ιουλίου 2000. Καταλαβαίνω την οδύνη του Tillmans για την απώλεια του συντρόφου του, αλλά δεν μου προκύπτει καμιά καλλιτεχνική συγκίνηση κοιτώντας τις φωτογραφίες του Jochen Klein. Η φωτογραφία με το ελάφι, ας πούμε, είναι μεν παράξενη, αλλά δεν υπερβαίνει την πραγματικότητα της καταγραφής. Ποιος ο λόγος για να αναρτηθεί στους τοίχους ενός μουσείου, αν δεν συνοδεύεται και δεν υπερτονίζεται μάλιστα, με την ιδιότητα του εραστή του φωτογράφου και την τραγική του κατάληξη σε τόσο νεαρή ηλικία. Είναι λοιπόν η ιστορία που υπάρχει πίσω αυτή που της δίνει την όποια αξία και όχι η ίδια η φωτογραφική μεταμόρφωσή της. Γνώμη μου, αλλά εντάξει, εγώ είμαι ένας γερόboomer!

Θα κλείσω με τα λόγια του αρθρογράφου των The New York Times, Jason Farago, από τους λίγους τυχερούς δημοσιογράφους και κριτικούς που είδαν προνομιακά την έκθεση στο διήμερο 9-10/9, ο οποίος στο άρθρο του με τίτλο «The Disappearing World of Wolfgang Tillmans» (11/9) αναφέρει μεταξύ άλλων: «Είναι μια από τις πιο στενάχωρες μουσειακές εκθέσεις που έχω παρακολουθήσει ποτέ –και κατά κάποιο τρόπο δεν ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό. Είναι μια παράσταση για τους χαμένους φίλους, τις ξεπερασμένες τεχνολογίες, τις πόλεις που έγιναν στενόμυαλες, τις αρχές που εγκαταλείφτηκαν. Η έκθεση χαρτογραφεί, για πάνω από 35 χρόνια, την άνοδο ενός φωτογράφου στο απόγειο του επαγγέλματός του και στη συνέχεια την αποσύνθεση σχεδόν όλων όσων αγαπούσε, μεταξύ αυτών και της μορφής της τέχνης της φωτογραφίας».

Χρήστος Κοψαχείλης, Σεπτέμβριος 2022

Πηγές:

ΜοΜΑ: Wolfgang Tillmans «To Look Without Fear»

Kadish Morris: In Pictures: Berlin’s Ever-Thriving Club Scene – Frieze, 19/9/2019

Matthew Anderson: Wolfgang Tillmans: Older, Wiser, Cooler – The New York Times, 29/8/2022

Jerry Saltz: Wolfgang Tillmans Changed What Photos Look LikeVolture, 11/9/2022

Jason Farago: The Disappearing World of Wolfgang Tillmans – The New York Times, 11/9/2022

Ella Feldman – Smithsonian magazine, 12/9/2022