Dennis Stock (1928-)

Οι διαδρομές ενός περίεργου νομάδα

“Δεν είμαι ένας φωτογράφος που μετακινείται τυχαία. Είναι τα διάφορα θέματα που με ωθούν να πιάσω τη φωτογραφική μηχανή”. Κατά τη διάρκεια των ετών, η διαδρομή του Dennis Stock ήταν μία μακρά και ποικίλη πορεία, γεμάτη από συναντήσεις και θέληση, από επιλογές που ποτέ δεν ήταν τυχαίες. Μία μοναδική και πλούσια πορεία, όπου οι επαγγελματικές ανάγκες ήταν συνυφασμένες με τις προσωπικές.

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1928 από ελβετό-γερμανό πατέρα, ο οποίος πεθαίνει όταν αυτός είναι σε ηλικία δεκαέξι ετών και τον αφήνει με την αγγλίδα μητέρα του. Το παιδί είναι ανυπόμονο και μόλις κλείνει τα δεκαεφτά, κατατάσσεται στο Ναυτικό. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου θέλει να γίνει φωτογράφος και παρακολουθεί τα μαθήματα της μεγάλης και αυστηρής Berenice Abbott. Όμως το παρορμητικό του ταμπεραμέντο δεν προσαρμόζεται στο φορμαλισμό της δασκάλας του και καταλαβαίνει ότι η μοναδική λύση είναι να αναζητήσει μία πιο έντονη σχέση, ένα δάσκαλο από τον οποίο θα μάθει σαν ένας μαθητής, σχεδόν σαν γιος. Ο Dennis πλησιάζει τότε τον Eugene Smith, αλλά μετά από μόνο δύο εβδομάδες, ο ίδιος ο Smith του προτείνει να έρθει σε επαφή με έναν άλλο φωτογράφο, “κάποιον” Gjon Miii. Δίπλα του θα περάσει τέσσερα χρόνια που είναι βασικά, μαθαίνοντας πολλά για την τεχνική και για τον επαγγελματισμό. Το 1951 το Life προκηρύσσει ένα διαγωνισμό για νέους φωτογράφους και ο Dennis θέλει να συμμετάσχει: για μήνες αναζητά ένα θέμα που να είναι κατάλληλο για την περίπτωση. Μία μέρα, συνοδεύοντας ένα συνάδελφο που θα φωτογράφιζε την άφιξη ενός καραβιού με γερμανούς και Πολωνούς μετανάστες στο λιμάνι του Μανχάταν, αντιλαμβάνεται ότι βρήκε την “ιστορία” του: για τρεις ημέρες φωτογραφίζει αδιάκοπα αυτούς τους ανθρώπους, προσπαθώντας να συλλάβει τον πόνο της απομάκρυνσης, την ελπίδα, τη σύγχυση στα πρόσωπα των εξόριστων που μόλις είχαν φθάσει.

Κερδίζει το πρώτο βραβείο και αμέσως τον πλησιάζει ο Robert Capa που του προτείνει να γίνει μέλος του Magnum Photos. Είναι τα χρόνια της επέκτασης για το πρακτορείο και ο Capa, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της έρευνας για νέα ταλέντα, σκέφτεται γι’ αυτόν έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο: θα είναι ο “επίσημος” φωτογράφος του Χόλιγουντ, ο “ανταποκριτής” του κόσμου των σταρ του κινηματογράφου. Στο Χόλιγουντ, ο Dennis αρχίζει αμέσως να συχνάζει με ηθοποιούς και ατζέντηδες. Στην εργασία του δεν περιορίζεται να δημιουργεί “καλά” πορτραίτα στο στούντιο, αλλά προσπαθεί να συλλάβει όσο το δυνατόν περισσότερο και την ουσία, την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών που απεικονίζει. Ο σκηνοθέτης Nicholas Ray, μία ημέρα, του παρουσιάζει ένα νεαρό ηθοποιό, ονόματι James Dean: είναι η αρχή μίας μεγάλης φιλίας, ενός δυνατού δεσμού ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο. Ο Dennis δημιουργεί εκπληκτικά πορτραίτα και ακολουθεί τον Dean σε ένα μεγάλο ταξίδι που από τη Νέα Υόρκη τον φέρνει στο Fairmount, στην Indiana, εκεί όπου ο ηθοποιός είχε ανατραφεί από τους θείους του. Ο φωτογράφος είναι μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον ηθοποιό και γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, ο φίλος του, ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο κριτικός καθρέφτης όπου αντανακλάται η εικόνα του, πολύπλοκη και ανήσυχη, αφοπλιστική και εύθραυστη. Το θανατηφόρο ατύχημα το Φεβρουάριο του 1955, κόβει το νήμα της ζωής του James Dean και συνταράζει βαθιά το φωτογράφο. Με ένα τρόπο σκληρό και γρήγορο, ο θάνατος παγώνει το μύθο στην εικόνα του νεαρού επαναστάτη και ταυτόχρονα και στις φωτογραφίες που τράβηξε ο Stock, τόσο έντονες και ζεστές, που αποτελούν μέρος αυτού του μύθου.

Το 1956 το περιοδικό Look τον στέλνει στην Ιαπωνία και αυτή η χώρα θα αποτελέσει την πόρτα για ένα νέο κόσμο: για ένα χρόνο ταξιδεύει γοητευμένος από την τέλεια ομορφιά που αποπνέουν οι τόποι και τα στοιχεία της Ιαπωνίας. Η εμπειρία αλλάζει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη ζωή και μετά την Ιαπωνία θα είναι η σειρά της Ταϊλάνδης, όπου σε ένα μοναστήρι βουδιστών, καταφεύγει “στη συνεχή αναζήτηση’’, όπως διηγείται, “της τάξης”. Επιστρέφοντας στην Αμερική εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη και πραγματοποιεί ένα ρεπορτάζ που θα αποτελέσει ένα φόρο τιμής στη μουσική και στη χώρα του: ένα προσεγμένο ντοκουμέντο για τον κόσμο της τζαζ, τους ερμηνευτές και τους πρωταγωνιστές της. Τα πορτραίτα, αλλά και η δημιουργία των εικόνων που ισοδυναμούν με φωτογραφίες στο μουσικό αυτοσχεδιασμό, εναλλάσσονται στο βιβλίο ”Jazz Street” που αντιπροσωπεύει ένα νέο τρόπο για να επαναφέρει το ενδιαφέρον στην Αμερική, που είναι λιγότερο γνωστή.

Όμως ο νομάς συνεχίζει να αναζητά νέες πορείες, επαγγελματικές και προσωπικές και στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και τα πρώτα χρόνια του ‘60 όχι μόνο επιστρέφει για να φωτογραφίσει τον κινηματογράφο (συμμετέχει στην ταινία ”The Misfits”, (οι Αταίριαστοι), όπου η φωτογραφική κάλυψη της επεξεργασίας της ταινίας εξασφαλίστηκε από μία ομάδα φωτογράφων του Magnum) αλλά πειραματίζεται απευθείας, δημιουργώντας ταινίες και τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ. Όταν το 1962, μετακομίζει στο Pound Ridge, σε μία αγροτική περιοχή της πολιτείας της Νέας Υόρκης, αντιλαμβάνεται πόσο η ομορφιά της φύσης μπορεί να του υποδείξει μία νέα διάσταση. Αρχίζει τις έγχρωμες φωτογραφίες και εάν πρώτα το ασπρόμαυρο του χρησίμευε για να διηγηθεί τον κόσμο, τώρα ανακαλύπτει ότι τα χρώματα στη φύση ταιριάζουν στην αίσθηση του φωτογράφου.

Μία αποστολή στην Ιταλία, για να φωτογραφίσει τον κόσμο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, του επιβεβαιώνει ότι ακριβώς αυτή είναι η σωστή κατεύθυνση. Ανάμεσα στα τοπία της Ούμπρια του φτωχού αγίου, συλλαμβάνει την ιδέα ενός έργου που για δύο χρόνια θα τον οδηγήσει σε ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, με σκοπό να φωτογραφίσει τον “Αδελφό Ήλιο’’, εννοούμενο σαν πρωτογενή, δημιουργική δύναμη. Αυτή η εναλλαγή των εποχών κατέχει το βαθύ μυστικό της δύναμης και της ισορροπίας της φύσης: “Όσοι από εμάς γνωρίζουν την ευχαρίστηση του καδραρίσματος, ξέρουν ότι ο σκοπός είναι να αντιταχθούμε στο χάος. Προσπαθούμε να οργανώσουμε τα πράγματα. Μας ανησυχεί η τάξη για να ανακαλύψουμε πού είναι η αρμονία”.

Το 1968 επιστρέφει στην Καλιφόρνια. Η επαφή με τη φύση κατέστησε το βλέμμα του καθαρό, που είναι τώρα πια σε θέση να συλλαμβάνει, στον κόσμο της Καλιφόρνια και στους εκκεντρικούς τρόπους ζωής, τον καθημερινό παραλογισμό που κρύβεται στους ρυθμούς και στις λειτουργίες της σύγχρονης ζωής. Ταξιδεύει για μεγάλο διάστημα σε ολόκληρη την Αμερική, ακολουθεί τους αμερικανικούς εορτασμούς – εκείνα τα πανηγύρια στα χωριά, ένα μείγμα πατριωτισμού και κιτς, όπου η Αμερική βρίσκει την ταυτότητά της και γιορτάζει – και ανακαλύπτει τη σουρεαλιστική φύση των τυχαίων, αναπάντεχων “συναντήσεων”. Στο έργο ”California Trip” εξιστορεί αυτή τη νέα περιπλάνηση, με τρόπο διασκεδαστικό. Ολόκληρο το 1969 το περνάει επισκεπτόμενος πολλές, εναλλακτικές κοινότητες στο Κολοράντο, στο Νέο Μεξικό και την Καλιφόρνια και από αυτό το νέο ταξίδι δημιουργείται το ”The Alternative”, όπου δείχνει ότι η αναζήτηση ενός νέου, κοινωνικού συστήματος δεν θα πρέπει να μυθοποιείται, ούτε να καταδικάζεται, αλλά να γίνεται κατανοητό. Ακολουθώντας τους “εναλλακτικούς” και περιπλανώμενος στην Αμερική, εκφράζει την εκ νέου ανακάλυψη της κίνησης σαν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αμερικάνικης ζωής, αλλά επίσης και σαν προσωπική και πνευματική ανάγκη. Επειδή κατά βάθος ο Dennis Stock είναι ένας μεγάλος νομάς, που είναι σε θέση να γυρίζει τον κόσμο και να επιλέγει, με φροντίδα και προσοχή, τα θέματα που θα φωτογραφίσει όπως και τις εμπειρίες που θα ζήσει – τη φύση της Προβηγκίας, τα τοπία της Αλάσκας ή της Ιαπωνίας, το νέο, αρχιτεκτονικό πρόσωπο των μεγαλουπόλεων – προσπαθώντας πάντοτε να κατανοήσει το μυστικό της ζωής: “Μου αρέσει να είμαι στο δρόμο. Η φωτογραφία που μου αρέσει, ο κόσμος που μου αρέσει, συγχωνεύονται στην ανακάλυψη…”

 Βιογραφικό:

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1928, ο Dennis Stock προσεγγίζει τον κόσμο της φωτογραφίας αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ολοκλήρωσε την εμπειρία του στο Ναυτικό. Βοηθός του Gjon Mili, κερδίζει το 1951 το πρώτο βραβείο του Life που είναι αφιερωμένο στους νέους φωτογράφους, με ένα ρεπορτάζ για την αποβίβαση των μεταναστών της Ανατολικής Ευρώπης στο Μανχάταν. Μετά από πρόσκληση του Robert Capa, γίνεται μέλος του Magnum Photos. Εργάζεται για μεγάλο διάστημα στο Χόλιγουντ, φωτογραφίζοντας ηθοποιούς και κινηματογραφικά γυρίσματα. Εκεί γνωρίζει τον James Dean, που θα γίνει φίλος του και τον οποίο φωτογραφίζει πολύ συχνά. Από το 1957 έως το 1960 συνθέτει φωτογραφίες και πορτραίτα των πρωταγωνιστών της τζαζ, που συλλέγονται εν συνεχεία στο βιβλίο ”Jazz Street”. To 1968 παίρνει μία ανάσα από το Magnum για να δημιουργήσει τη Visual Objectives, μία εταιρεία κινηματογραφικής παραγωγής, για την οποία θα δημιουργήσει μία σειρά από ντοκυμαντέρ, μεταξύ των οποίων το Efforts to Provoke, το Quest και το British Youth. To 1964 και 1965 ακολουθεί και καταγράφει την ατελείωτη θεωρία των αμερικανικών “φεστιβάλ” – παρελάσεις και επαρχιακές γιορτές – και στη συνέχεια ενδιαφέρεται για μερικές πλευρές, λιγότερο γνωστές και λιγότερο προφανείς της αμερικανικής ζωής, όπως οι εναλλακτικές κοινότητες. Στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 κινείται μεταξύ Αμερικής, Γαλλίας και Ιταλίας, αναζητώντας ατμόσφαιρες και εικόνες, αυτή τη φορά έγχρωμες, που θα αποδίδουν τη μαγεία και την αρμονία της φύσης με κάθε λεπτομέρεια, όπως και τα επιβλητικά τοπία. Τα τελευταία χρόνια επιστρέφει στις μητροπολιτικές ρίζες, ασχολούμενος με τη μοντέρνα, αστική αρχιτεκτονική των μεγάλων πόλεων. Πολυάριθμα είναι τα σεμινάρια και τα εργαστήρια που πραγματοποίησε. Οι εικόνες του αποτελούν μέρος των συλλογών πολύ σημαντικών μουσείων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ανάμεσα στα βιβλία του: Portrait of a Young Man, James Dean (1956), Jazz Street (1960), The Happy Year (1963), California Trip (1970), The Alternative (1970), Edge of Life (1972), Brother Sun (1974), The Circle of Seasons (1974), America Seen (1980), Αγιος Φραγκίσκος της Ασίζης (1981), Provence Memories (1988), Made in USA (1995), James Dean, Για πάντα νέος (2005).

 O Dennis Stock διηγείται:

Για να μπορέσεις να είσαι ένας φωτογράφος, θα πρέπει να κινείσαι συνεχώς. Η αλλαγή της θέσης παρατήρησης, από ένα σημείο ψηλά, η αλλαγή του θέματος προς φωτογράφηση και η ίδια η αλαζονεία σου όταν πιστεύεις ότι μπορείς να το δεις με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους, είναι οι κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες πρέπει να κινηθείς.

Η συνταύτιση με το θέμα έχει ένα βασικό ρόλο. Η αναζήτηση της ουσίας της ομορφιάς του, στη δυστυχία ή στην κωμικότητα είναι βασική για να τροφοδοτήσει το πάθος για τη φωτογραφία.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά είναι να είσαι ανταγωνιστικός με τον ίδιο σου τον εαυτό. Φυσικά, για κάθε διαφορετικό θέμα υπάρχει κάποιος αριθμός συγκεκριμένων ερευνών που πρέπει να πραγματοποιηθούν, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόκειται για τον τρόπο που θα τοποθετήσεις τον εαυτό σου στο σωστό θέμα και να αφήσεις τη διαίσθησή σου να οδηγήσει το μάτι σου, πίσω από τη φωτογραφική μηχανή. Εάν νιώθεις ότι υπάρχει, ενδεχομένως, η καλή φωτογραφία, τότε περίμενε, περίμενε και πάλι περίμενε. Μετά, σε μία πολύ μικρή στιγμή, θα την αρπάξεις όπως ένας κυνηγός και θα τη γευθείς. Τα φωτογραφικά μου δοκίμιά, μου χρησίμευσαν πολύ σαν ημερολόγια από ενδιαφέρουσες συναντήσεις που συχνά εμφανίζονται με τη μορφή βιβλίου – ένας υπέροχος τρόπος για να διατηρήσεις την ανάμνηση.

Για είκοσι χρόνια ακολούθησα πρόσωπα και αναγκάστηκα να σκεφτώ μία αλλαγή του τρόπου της εργασίας μου, για να μπορέσω να παραμείνω με το βλέμμα “φρέσκο”. Επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι ο κόσμος εξιστορείται καλύτερα με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και αντιθέτως η φύση με τις έγχρωμες φωτογραφίες, όταν μέσα μου δημιουργήθηκε η ανάγκη για κάτι καινούριο, η μετάβαση προς το χρώμα ήταν λογική.

Δεν πρόκειται για την απώλεια ενδιαφέροντος ή συναισθήματος, για το ασπρόμαυρο, αλλά η αποδοχή της σημαντικής πρόκλησης για να δημιουργήσω αξιομνημόνευτες, έγχρωμες εικόνες, ασχολούμενος με θέματα που δεν ήταν σε κίνηση και να συλλάβω τη δυνατότητα να μετατρέψω όλο αυτό το σύνολο σε ένα ζωγραφικό στυλ. Για μένα το θέμα, όχι ασφαλώς η αγορά, αποφασίζει για το φιλμ που θα χρησιμοποιήσω.

Και στις δύο περιπτώσεις, ένιωσα ότι επρόκειτο για μία πρόκληση και ύστερα για μία μεγάλη ικανοποίηση.

Η πιο σημαντική σκέψη για όποιον ασχολείται με την οπτική είναι να διατηρήσει ένα “φρέσκο” βλέμμα.

Γι’ αυτό μου αρέσει η ιδέα να μελετήσω την εξέλιξη της κίνησης και του ήχου στο μέλλον, καθώς έχω μεγάλες ελπίδες για τις δυνατότητες της βιντεοκάμερας, που τη θεωρώ την Leica του μέλλοντος.

  

Alessandra Mauro : Dennis Stock, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του MagnumHachette (2005)