Σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, όταν οι μηχανές αναζήτησης δεν είχαν ανακαλυφθεί και το σερφάρισμα γινόταν μόνο στη θάλασσα, μια αγαπημένη μου συνήθεια ήταν να τριγυρίζω σε βιβλιοπωλεία, αλλά και σε παζάρια μεταχειρισμένων βιβλίων και να ψάχνω για φωτογραφικά λευκώματα. Έτσι, αρχές της δεκαετίας του ΄90, ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν είδα ένα μικρό βιβλιαράκι 32 σελίδων με φωτογραφίες του άγνωστου τότε σε μένα Sergio Larrain, το οποίο όμως προλόγιζε ο Pablo Neruda. Το μαλακό εξώφυλλο του βιβλίου -από γκρι χαρτί που έμοιαζε πολύ με το αντίστοιχο που χρησιμοποιούσαν τότε οι χασάπηδες για να τυλίγουν τα κρέατα- δεν είχε καμιά φωτογραφία παρά μόνο το όνομα ενός μακρινού λιμανιού της Χιλής, του Valparaiso, με κόκκινα γράμματα γραμμένα με τέτοιο τρόπο που λες ότι κατέβαιναν μια σκάλα. Δεν ήταν η χαμηλή του τιμή, 7.114 δρχ, ούτε το όνομα του μεγάλου Χιλιανού ποιητή που το προλόγιζε, αλλά η ποιότητα και η πρωτοτυπία των φωτογραφιών του που με έκαναν να το αγοράσω. Εκτός από το εισαγωγικό κείμενο του Neruda, γραμμένο στα γαλλικά μιας και το βιβλίο είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις Hazan, με αφορμή την έκθεση των φωτογραφιών που περιελάμβανε στην Arles το 1991, δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία για τον φωτογράφο. Ούτε και το δεύτερο βιβλίο του που απέκτησα το 1998, το «Londres» πάλι από τις εκδόσεις Hazan, είχε βιογραφικά στοιχεία για τον Larrain. Έτσι έπρεπε να περιμένω το 1999 όταν το Ινστιτούτο Μοντέρνας Τέχνης της Βαλένθια Julio Gonzalez, μετά από παρακίνηση του Bernard Plossu, οργάνωσε μια αναδρομική έκθεση (1/7–26/9/99) με χαρακτηριστικά δείγματα από το σύνολο της δουλειάς του Larrain που οδήγησε σε μια τεράστια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο του και παράλληλα εξέδωσε ένα βιβλίο το οποίο περιελάμβανε αρκετά στοιχεία για την πολύ ενδιαφέρουσα ζωή του.

Valparaiso, Χιλή

Ο Sergio Larrain λοιπόν γεννήθηκε στο Σαντιάγκο στις 5 Νοεμβρίου του 1931, σε μια από τις πλουσιότερες οικογένειες της Χιλής. Μεγάλωσε στην πιο κομψή γειτονιά της πόλης και σπούδασε σε ιδιωτικά λύκεια. Ο πατέρας του, García-Moreno Larraín, ήταν εξέχων αρχιτέκτονας, ιδρυτής της Σχολής Καλών Τεχνών στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής και ήταν Κοσμήτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής. Το 1972 μάλιστα του απενεμήθη το Εθνικό Βραβείο Αρχιτεκτονικής. Η μητέρα του, Mercedes Echeñique, (γνωστή ως θεία Pin), ήταν μια όμορφη και εξωστρεφής γυναίκα. Ο Sergio είχε τρεις αδερφές (τις Luisa, Luz και Bárbara) και έναν αδερφό τον Santiago. Ο πατέρας του έτρεφε μεγάλη αγάπη για την Τέχνη και ήταν λάτρης της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Το σπίτι τους, που βρισκόταν στο Pedro Valdivia Norte, ήταν ένας ιδανικός χώρος για συναντήσεις της Χιλιανής νεωτερικότητας. Ο “El Queco”, όπως ήταν το παρατσούκλι του Sergio, από την παιδική του ηλικία, βρήκε ένα εξαιρετικό πολιτιστικό περιβάλλον στο σπίτι που μεγάλωσε, με μια πλούσια βιβλιοθήκη στα ράφια της οποίας στοιβάζονταν λευκώματα με τα έργα των μεγάλων ζωγράφων και περιοδικά όπως το Urbe και η σουρεαλιστική Βίβλος Minotauro. Αυτές ήταν οι πρώτες επιρροές που δέχθηκε και που διαμόρφωσαν το γούστο του για την ομορφιά.

Pisac Περού, 1960 – Cusco Περού, 1960

Ο πατέρας του αγαπούσε επίσης τη φύση και έτσι τον έπαιρνε συχνά μαζί του σε πολυήμερες εκδρομές στις οροσειρές της Χιλής για κυνήγι και κατασκήνωση γύρω από τη φωτιά. Είχαν διαμορφώσει ένα παλιό λεωφορείο σε τροχόσπιτο, ξεβιδώνοντας τα καθίσματα και στερεώνοντας κρεβάτια στη θέση τους, με το οποίο, όλη η οικογένεια ταξίδευε στα νότια της Χιλής ακολουθώντας ένα υποτυπώδες οδικό δίκτυο και κατασκηνώνοντας πλάι σε λίμνες και ποτάμια. Εν τούτοις η σχέση του μελλοντικού φωτογράφου με τον πατέρα του δεν ήταν καλή. Ήταν συνεχώς σε σύγκρουση και καθώς το αγόρι μεγάλωνε η απόσταση μεταξύ τους συνεχώς και μεγάλωνε. Ο Sergio κατέληξε να είναι, προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας Larraín – Echeñique. Παρά την ευαισθησία του πατέρα του για την Τέχνη, η καλλιτεχνική κλίση του Sergio, ο οποίος παρακολουθούσε από 9 χρονών μαθήματα μουσικής, αποδοκιμάστηκε από τον αρχιτέκτονα. Έτσι κανείς δεν ξαφνιάστηκε όταν το 1949 ο Sergio, τελειώνοντας το σχολείο αποφάσισε να σπουδάσει δασονομία στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Berkeley. Ουσιαστικά όμως, ο ίδιος χρειαζόταν να δραπετεύσει από τον μεγαλοαστικό τρόπο ζωής της οικογένειάς του που τον έπνιγε. Αυτή η προνομιακή κοινωνική θέση του προκαλούσε μεγάλες οικογενειακές, αλλά και εσωτερικές τριβές. Μέσα του φαινόταν απαράδεκτο να μένει στο καλύτερο σπίτι της γειτονιάς και αντιπαθούσε τις εκδηλώσεις στις οποίες συμμετείχε η οικογένειά του: πάρτι, δείπνα…Η απόφασή του να σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια διέξοδος από την καταπίεση που ένιωθε από το εγγύτερο περιβάλλον του. Το να σπουδάσει δασολόγος – μηχανικός ακούγεται λιγότερο περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο νεαρός Sergio ήθελε να ζήσει στα νότια της Χιλής, σε εκείνα τα υπέροχα δάση και τα ποτάμια που επισκεπτόταν με τους γονείς του και τα οποία ήταν ακόμα παρθένα με αλπικό κλίμα. Αυτή η επιλογή των σπουδών αφενός μεν καθησύχασε τον πατέρα του, αφετέρου δε του πρόσφερε την επιδιωκόμενη απόσταση και τον αέρα για να ξεφύγει από τον αυστηρό οικογενειακό κλοιό.

Valparaiso, 1965 – Santiago, 1957 – Puerto Montt, 1957

Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, ο νεαρός αναγνώστης του Dostoyevsky, του Τ.Ε.Lawrence, του Jules Verne και του Saint-Exupery συνηθισμένος στους χαλαρούς ρυθμούς και στις πολυήμερες εκδρομές, προσέκρουσε σε μια πραγματικότητα στην οποία δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Κατά βάθος δεν τον ένοιαζε πολύ η σχολή και περισσότερο αφοσιώθηκε στο να περιπλανηθεί στα μικρά μπαρ του Σαν Φρανσίσκο και να κάνει παρέα με μουσικούς της τζαζ. Λέγεται ότι βρισκόταν πιο συχνά στα μπαρ κάνοντας χρήση μαριχουάνας παρά στα μαθήματα. Ήταν 18 χρονών και δεν έτρεφε κανένα ενδιαφέρον για τις σπουδές του στη δασονομία. «… Τι με ενδιέφεραν εμένα οι κομμένοι κορμοί ενός όμορφου δάσους που βρίσκονταν πεσμένοι στο έδαφος με προορισμό να γίνουν καυσόξυλα στην Ιαπωνία…» σημείωνε. Άλλαξε πανεπιστήμιο πηγαίνοντας στο Μίσιγκαν το οποίο φημιζόταν για την σχολή δασονομίας του, αλλά ούτε εκεί βελτιώθηκαν τα πράγματα. Ένιωθε ξένος, μακριά από την πατρίδα του χωρίς φίλους, χωρίς ενδιαφέρον για τις σπουδές του. Το μόνο που τον ενθουσίαζε ήταν οι ώρες που περνούσε στον σκοτεινό θάλαμο του φωτογραφικού εργαστηρίου του πανεπιστημίου, στον οποίο κατέφευγε συχνά. Παράλληλα με τις σπουδές του άρχισε να εργάζεται σαν σερβιτόρος στη φοιτητική λέσχη και έτσι κατάφερε να κερδίζει ορισμένα χρήματα παραπάνω από το χαρτζιλίκι που του στέλνανε, τα οποία μπορούσε να τα διαθέσει όπως ήθελε. Το αντικείμενο που κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον του ήταν μια μεταχειρισμένη Leica IIIC την οποία αγόρασε με δόσεις – πέντε δολάρια το μήνα. Άρχισε να αγοράζει φωτογραφικά περιοδικά και βιβλία, μέσω των οποίων ενίσχυσε τον αρχικό ενθουσιασμό του για την φωτογραφία.

Ωστόσο την απόφαση του να ασχοληθεί σοβαρά με την φωτογραφία την πήρε αργότερα, αφού παράτησε την σχολή του το 1951 και επέστρεψε στην Χιλή. Αφορμή της επιστροφής στάθηκε μια οικογενειακή τραγωδία. Ο Santiago, ο μικρότερος αδερφός του, σκοτώθηκε μετά από ένα ατύχημα που είχε κάνοντας ιππασία. Η ξαφνική απώλεια συγκλόνισε την, συνηθισμένη στα πάρτι και την ελαφρότητα, οικογένεια Larraín. Σαν διέξοδο στο πένθος πραγματοποίησαν όλοι μαζί ένα μεγάλο ταξίδι που κράτησε οκτώ μήνες και ήταν μια περιήγηση στην Ιστορία της Τέχνης. Ο πατέρας του επιθυμούσε να επισκεφτεί όλα εκείνα τα μέρη που είχε μελετήσει στη διάρκεια των σπουδών του στην αρχιτεκτονική και αυτή την εμπειρία ήθελε να την μοιραστεί με την οικογένεια του. Έτσι ταξίδεψαν στην Αίγυπτο, στο Ισραήλ, στη Κωνσταντινούπολη, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Γαλλία και στην Αγγλία. Παρά τις προσπάθειες του πατέρα του για μια οικογενειακή ενότητα και γαλήνη, ο Sergio εξακολουθούσε να αντιδρά. Κοιμόταν σε λιτούς ξενώνες, μακριά από τα πολυτελή ξενοδοχεία όπου έμενε η υπόλοιπη οικογένεια και συνεπώς το χάσμα ολοένα και βάθαινε. Όμως οι εντυπώσεις του από αυτό το ταξίδι ήταν καθοριστικές για την μετέπειτα ζωή και τη καριέρα του. «…Πήγαμε στο Άγιο Όρος με τα πόδια και ήταν υπέροχα… τριγυρίζαμε στο Παρίσι πριν την άφιξη του μαζικού τουρισμού, τότε που οι σερβιτόρες φορούσαν ακόμη μαύρες στολές στα καφέ της πόλης, τότε που όλοι ήσαν ανοιχτοί και καλόκαρδοι, πριν την έλευση της μεγάλης εμπορευματοποίησης που ισοπέδωσε τα πάντα… στην Φλωρεντία εντυπωσιάστηκα από ένα πορτραίτο του Τισιανού και ήταν η πρώτη φορά που είχα μια τέτοια άμεση επαφή με τις καλές Τέχνες…». Στην Ιταλία ήρθε επίσης σε επαφή με το έργο του Giuseppe Cavalli, ενός φωτογράφου που είχε ιδρύσει την ομάδα «La Bussola» (Η πυξίδα), ο οποίος πίστευε ότι η φωτογραφία είχε την δική της ιδιαίτερη καλλιτεχνική γλώσσα και αισθητική, κάτι που τότε ερχόταν σε κόντρα με την επικρατούσα άποψη ότι η φωτογραφία προορίζεται (και περιορίζεται) μόνο για την πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Το portfolio του Cavalli έπεισε τον Sergio Larrain ότι η φωτογραφία μπορούσε να εκφράσει και κάτι βαθύτερο πέρα από τα κοινότυπα με τα οποία ήταν μέχρι τότε εξοικειωμένος. Έτσι αντάλλαξε την παλιά Leica με μια Roleiflex και άρχισε να φωτογραφίζει με μεγαλύτερη πίστη στο μέσο.

Ιταλία, 1959

Όταν επέστρεψαν στη Χιλή ο Larrain αποφάσισε να απομονωθεί για κάποιο διάστημα σ’ ένα μικρό πλίθινο σπιτάκι στην κοινότητα La Reina στους πρόποδες των Άνδεων και να ζήσει σαν ερημίτης, σχεδόν πάντα ξυπόλητος, μελετώντας ποίηση, φιλοσοφία και μυστικισμό. Την πρώτη του επαφή με μυστικιστικά κείμενα την είχε μέσω ενός ινδουιστή μοναχού που γνώρισε στο Παρίσι. «Ήταν μια ωραία εποχή, στην οποία ξεκίνησα να ανακαλύπτω τον εαυτό μου», θα δήλωνε αργότερα. Εκείνη την εποχή συνέβη ένα άλλο σημαντικό γεγονός στη ζωή του: ξεκίνησε συνεδρίες με τον ψυχίατρο Claudio Naranjo, έναν πρωτοπόρο στη Χιλή στη χρήση LSD για την αλλαγή των καταστάσεων συνείδησης. Ο Larrain εκπλήσσεται ευχάριστα από τα αποτελέσματα και το συστήνει στους φίλους του. Στο σπιτάκι που ζούσε είχε στήσει και ένα σκοτεινό θάλαμο και από καιρό σε καιρό επισκεπτόταν το κοντινό Valparaiso και φωτογράφιζε. Μετά από ένα χρόνο απομόνωσης ο Larrain επέστρεψε στο Σαντιάγκο. Δεν είχε κανένα επάγγελμα, οι παλιοί συμμαθητές του ήταν ήδη γιατροί, δικηγόροι, ανώτεροι υπάλληλοι και αυτός ένιωθε αποτυχημένος. Καθώς το μόνο που ήξερε καλά ήταν να βγάζει και να επεξεργάζεται φωτογραφίες, αποφάσισε να γίνει φωτογράφος.

“El Rectángulo en la Mano” – Santiago, 1957

Μία από τις πρώτες δουλειές που του ανατέθηκε από δυο ιδρύματα, το «El Hogar de Cristo» και το «Mi Casa», που συγκέντρωναν χρήματα για ανθρωπιστικούς λόγους, ήταν να φωτογραφίσει ανήλικα παιδιά που περιπλανιόντουσαν στους δρόμους ζητιανεύοντας και κοιμόντουσαν στα πεζοδρόμια του Σαντιάγκο. Ήταν το 1952 και εκείνη την εποχή η πρωτεύουσα της Χιλής είχε περίπου 1,3 εκατομμύρια κατοίκους, από τα συνολικά 6 εκατομμύρια που ζούσαν στη χώρα. Το 25% από αυτούς ήταν αναλφάβητοι. Οι άστεγοι σε όλη τη χώρα ξεπερνούσαν το εκατομμύριο, ο πληθωρισμός έφτασε στο 86%, 150 νεογέννητα στα χίλια πέθαιναν κάθε χρόνο. Τα παιδιά ήταν αυτά που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος αυτής της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ο Larraín βρήκε σε αυτά τα παιδιά έναν απόηχο της δικής του εξέγερσης και δυσκολίας προσαρμογής. Η δυστυχία τους ευαισθητοποίησε τον καλλιτέχνη. Ταυτίστηκε με το πρόβλημά τους. Κατέβηκε μεταφορικά και κυριολεκτικά, στο επίπεδό τους, στο επίπεδο του εδάφους και τους έβγαζε φωτογραφίες. Ήταν μια αντίφαση: τα φτωχά παιδιά είχαν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους στη δυστυχία, ενώ ο Sergio είχε «αποδράσει» από την πλούσια οικογένειά του. Ο φωτογράφος βρήκε τα αληθινά αδέρφια του σε αυτά τα χαμίνια, τα συμπονά και γίνεται κοινωνικός αποστάτης. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες. Οι φωτογραφίες του Larrain όχι μόνο κατέγραψαν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που υπέμεναν τα παιδιά με τον φωτογράφο να υιοθετεί μια στάση συμπαράστασης προς αυτά, αλλά ταυτόχρονα ανέδειξαν μέσα από τα σφιχτά κάδρα και τις πρωτότυπες για την εποχή συνθέσεις μια εντελώς προσωπική ματιά που θα τον οδηγούσε στο πάνθεον των μεγάλων φωτογράφων. Ενθαρρυμένος από την θερμή αποδοχή των φωτογραφιών του, το 1956, επιστράτευσε όλο το κουράγιο του και έστειλε ένα μικρό portfolio των καλύτερων φωτογραφιών του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Μετά από ένα μήνα του απάντησαν ότι επιθυμούσαν να αγοράσουν δύο από αυτές. Την απαντητική επιστολή υπέγραφε ο Edward Steichen, το όνομα του οποίου, την αξία του και την συμβολή του στην καθιέρωση της φωτογραφίας ως μορφή Τέχνης αγνοούσε εκείνη την εποχή ο Larrain. Αργότερα, το 1963, συγκέντρωσε αυτές τις φωτογραφίες που απεικόνιζαν τα άστεγα μικρά αλάνια του Σαντιάγκο και τις εξέδωσε σε ένα μικρό βιβλίο με το τίτλο «El Rectángulo en la Mano» (Το Τετράγωνο στο Χέρι).

Το 1958 ο Larrain κέρδισε μια υποτροφία από το Βρετανικό Συμβούλιο που του επέτρεψε να ζήσει και να φωτογραφίσει για οκτώ μήνες στην Αγγλία. Οι φωτογραφίες του καταγράφουν σκηνές της καθημερινότητας, ανθρώπους που κατακλύζουν τους δρόμους, τα πάρκα και τα μέσα μαζικής μεταφοράς σε ένα βροχερό και ατμοσφαιρικό, από την ομίχλη που καλύπτει τα πάντα, Λονδίνο. Στρέφει επίσης τη μηχανή του στους θαμώνες που συναθροίζονται στους χώρους διασκέδασης, στις παμπ, τα κλαμπ, στις αίθουσες χορού με τους ρυθμούς του σουίνγκ. Οι συνθέσεις του είναι τολμηρές, με εντελώς ανεστίαστα πρώτα πλάνα και ασυνήθιστα για εκείνη την εποχή «στραβά κάδρα». Ο Sergio Larrain φωτογραφίζει τους διαβάτες να περιφέρουν τη μοναξιά τους στους πολύβουους δρόμους του Λονδίνου με τον ίδιο τρόπο που συναντάμε και στις φωτογραφίες του Robert Frank, που τραβήχτηκαν την ίδια περίπου εποχή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πρόκειται για το βλέμμα ενός ξένου που κοιτάζει τη ζωή και τα έθιμα μιας άγνωστης γι’ αυτόν χώρας και αποδίδει την δική του άποψη μέσω του φακού του. Κι αν για τον Frank χρειάστηκαν μερικά χρόνια για να εκδώσει σε βιβλίο τους «Αμερικάνους» του, ο Larrain χρειάστηκε να περιμένει πολύ περισσότερο καθώς αυτές οι φωτογραφίες του εκδόθηκαν από τον οίκο Hazan σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Londres», σαράντα χρόνια αργότερα με αφορμή την έκθεση τους στον Μήνα Φωτογραφίας του Παρισιού (1998).

Λονδίνο, 1958

Μετά την Αγγλία ο Larrain επέστρεψε στην Λατινική Αμερική, όπου συνέχισε να φωτογραφίζει συνεργαζόμενος με το βραζιλιάνικο περιοδικό «O Cruzeiro». Στο Ρίο ντε Τζανέιρο ο Larrain συναντήθηκε τυχαία με τον Ελβετό φωτογράφο του πρακτορείου Magnum, Rene Burri. Βρισκόντουσαν και οι δυο στη παραλία της Κόπα Καμπάνα, όπου ο μεν Burri φωτογράφιζε τους λουόμενους, ενώ ο Larrain παρακολουθούσε τον τρόπο με τον οποίο ο Burri πλησίαζε τα θέματά του. Στη συζήτηση που ακολούθησε ο Larrain εκμυστηρεύτηκε στον Burri την πρόθεση του να επισκεφτεί το Παρίσι με σκοπό να δείξει τη δουλειά του στον Henri Cartier Bresson, την δουλειά του οποίου γνώριζε από μια έκδοση του ΜοΜΑ. Ο Burri, όχι μόνο τον ενθάρρυνε να το κάνει, αλλά του εμπιστεύτηκε και τα φιλμ που είχε τραβήξει στο Ρίο μαζί με ένα συνοδευτικό σημείωμα με σκοπό να το παραδώσει στον Bresson. Ο τελευταίος έδειξε ενδιαφέρον για τις φωτογραφίες του Larrain και του ανήγγειλε ότι θα μπορούσε να εργαστεί για το πρακτορείο. Έτσι, μη έχοντας καμιά προοπτική στη Χιλή, ο Larrain απεφάσισε να εγκατασταθεί στην Ευρώπη και να εργαστεί σαν φωτορεπόρτερ του Magnum. Αυτή η προοπτική τον γέμισε ενθουσιασμό και χαρά. Ο ανεπάγγελτος νεαρός βρέθηκε ξαφνικά μέλος του διασημότερου δημοσιογραφικού πρακτορείου. Ο πρώτος συνεργάτης από την Λατινική Αμερική. Ωστόσο οι τεχνικές γνώσεις του δεν υστερούσαν κανενός συναδέλφου του στο πρακτορείο. Ο ίδιος δήλωνε ότι το μόνο που έμαθε στο Magnum ήταν πώς να κάνει κοντάκτ και πώς να κόβει το ρολό του φιλμ σε εξάδες για να το αρχειοθετεί ευκολότερα. Αντιθέτως οι ανεξάντλητοι πειραματισμοί του τον συνέδεσαν με μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ένα απόγευμα φωτογράφιζε στο πάρκο πλάι στο καθεδρικό της Notre Dame στο Παρίσι. Όταν εμφάνισε τα φιλμ και μεγέθυνε υπερβολικά τις φωτογραφίες που έβγαλε, παρατήρησε ότι ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους του πάρκου, είχε καταγράψει στιγμιότυπα με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι που βρισκόταν τυχαία εκεί. Το γεγονός αυτό έγινε η βάση του διηγήματος «Las Babas del Diablo» του Julio Cortazar, που με τη σειρά ενέπνευσε τον Michelangelo Antoniοni να γυρίσει το 1966 τη ταινία «BlowUp», την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του με την οποία μάλιστα βραβεύτηκε στο φεστιβάλ των Κανών.

Παρίσι, 1959-1961

Η πρώτη δημοσιογραφική αποστολή που του ανατέθηκε από το Magnum ήταν να βρει και να φωτογραφίσει τον αρχινονό Giuseppe Russo, του επικεφαλής της σικελικής μαφίας, που κατεζητείτο από την Interpol για δολοφονίες. Ο Larrain πήρε πολύ στα σοβαρά αυτή την επικίνδυνη αποστολή και ξόδεψε αρκετούς μήνες ψάχνοντας, αλλά και φωτογραφίζοντας από τη Ρώμη μέχρι τη Σικελία, οπού τελικά τον ανακάλυψε να κρύβεται στη Caltanissetta. Αλλά και πάλι χρειάστηκε δυο βδομάδες μέχρι να κερδίσει την εμπιστοσύνη των φρουρών του Russo και να περάσει την μικρή 35mm Leica, σαν παιδικό τουριστικό παιχνίδι και να φωτογραφίσει το μαφιόζο. Αφού τα κατάφερε, το πρακτορείο τον επαναφέρει στο Παρίσι το συντομότερο δυνατό, γιατί τα πράγματα θα ήταν επικίνδυνα πλέον γι’ αυτόν. Ο Sergio είχε κάνει το αδύνατο: είχε επιστρέψει με 6 χιλιάδες φωτογραφίες από τη Σικελία, οι 72 ήταν του «Capo di tutti». Η σειρά πωλήθηκε, για αρκετές χιλιάδες δολάρια, στο Life στην Αμερική και στο Paris Match στη Γαλλία, πριν κυκλοφορήσουν σ’ όλο τον κόσμο και στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας του φωτογραφικού κόσμου προς τον “El Queco”. Η σημαντική αυτή επιτυχία εδραίωσε τη θέση του Larrain στο πρακτορείο, όπου έμεινε για πέντε χρόνια (1959-1964), στη διάρκεια των οποίων ταξίδεψε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης για να φωτογραφίσει φτωχούς αγρότες στο Περού και στη Βολιβία, την πολιορκία της Casbah στο Αλγέρι, αλλά και το γάμο του Σάχη στη Περσία, τον οποίο κάλυψε μαζί με την συνάδελφό του Inge Morath.

Αλγερία, 1960 –  Περσία, 1959

Τον Νοέμβριο του 1960 ο Sergio παντρεύτηκε τη Francisca Truel στο Περού. Μαζί της, τον επόμενο χρόνο θα αποκτήσει μια κόρη τη Gregoria. Λίγο αργότερα θα γεννηθεί και ο γιος τους Juan José. Γύρω στο 1964 ο Larraín ίδρυσε το πρακτορείο Tecni-Kalyas στο Σαντιάγκο και το 1965 εκθέτει στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο. Σταδιακά ο Sergio άρχισε να απομακρύνεται από το Magnum. Τα ρεπορτάζ, όπως το ντεμπούτο του με τη μαφία, του προκάλεσαν εσωτερικές τριβές. Τα απεχθανόταν και έφτασε στο σημείο να πει ότι δεν τα αναγνώριζε ως έργα του. Υποστήριζε ότι «Οι αναθέσεις δεν δίνουν καλές φωτογραφίες και γι’ αυτό η καλλιτεχνική ελευθερία δεν πρέπει να υπόκειται σε καθιερωμένες μόδες και κανόνες. Είναι σαν την ποίηση, πρέπει να κάνει κανείς ό,τι του αρέσει, τίποτα λιγότερο». Ο γρήγορος ρυθμός του πρακτορείου δεν του ταίριαζε καθόλου. Σε μια επιστολή προς τον Cartier-Bresson εξηγεί: «Η λήψη μιας καλής φωτογραφίας είναι δύσκολη, χρειάζεται πολύ χρόνο. Προσπάθησα να προσαρμοστώ μόλις μπήκα στην ομάδα σας. Θα ήθελα όμως να ξανακάνω κάτι πιο σοβαρό. Το πρόβλημα μου είναι οι αγορές και η παραγωγή χρημάτων. Καλές φωτογραφίες βγάζεις μόνο όταν κάνεις αυτό που πραγματικά σε ενδιαφέρει, δηλαδή επιλέγεις μόνος σου τα θέματά σου». Το 1965 έγραψε ξανά στον Cartier-Bresson: «…Προσπαθώ να δουλεύω μόνο σε θέματα που έχουν σημασία για μένα. Είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσω να αφοσιώνομαι στη φωτογραφία. Παίρνω τον χρόνο που είναι απαραίτητος και που θέλω να αφιερώσω, και δουλεύω με τον δικό μου ρυθμό, σιγά-σιγά. Πρέπει να έχω πολύ χρόνο για τον εαυτό μου, να κάνω κι άλλα πράγματα, να δω πώς εξελίσσεται η φωτογραφία μου, αν εξακολουθεί να εξελίσσεται…» Και προσθέτει: «Νομίζω ότι η πίεση του δημοσιογραφικού κόσμου καταστρέφει την αγάπη μου για τη φωτογραφία και τη συγκέντρωσή μου». Η λύση του ήταν ριζοσπαστική: σαν καλός καλλιτέχνης γύρισε την πλάτη στον εμπορικό κόσμο. Αυτό που χρειαζόταν, πάνω από όλα, ήταν να εκφράσει την ευαισθησία του μέσα από μια βαθιά ενασχόληση με αυτό που έβλεπε. Εν τούτοις δεν διέκοψε ποτέ οριστικά τους δεσμούς με τη Magnum, η οποία διατηρεί ακόμα και σήμερα τις φωτογραφίες του Χιλιανού στον κατάλογό της.

Buenos Aires Αργεντινή, 1957

Ο Neruda ήταν οικογενειακός φίλος των Larrain. Ζούσε στο Valparaiso, το μεγάλο λιμάνι της Χιλής κοντά στο Σαντιάγκο και κατοικούσε σ’ ένα σπίτι πάνω στη παραλία Isla Negra. Στην παιδική του ηλικία ο μικρός Sergio τον έβλεπε συχνά στο σπίτι τους να συναναστρέφεται με τον πατέρα του και έτσι όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την φωτογραφία πέρασε πολλές μέρες μαζί του, περιδιαβαίνοντας τα δρομάκια του Valparaiso και χαζεύοντας στα μαγαζιά που πουλούσαν είδη ψαρέματος και προμήθειες για τους ναυτικούς. Στις αρχές το ‘60 ο Neruda του ζήτησε να συνεργαστούν για την έκδοση ενός βιβλίου το οποίο εκδόθηκε τελικά από τον οίκο Lumen της Βαρκελώνης το 1966 με τον τίτλο «Una casa en la arena» (Ένα σπίτι στην άμμο).

“Una casa en la arena” – 1961

Με αφορμή αυτή την συνεργασία ο Larrain ζήτησε από τον διάσημο συμπατριώτη του να προλογίσει και την συλλογή φωτογραφιών του από το Valparaiso, ίσως την πιο αναγνωρίσιμη από τις δουλείες του. Το Valparaiso είναι το πρώτο λιμάνι που συναντούν τα πλοία, καθώς περνούν το ακρωτήριο Horn και τον πορθμό του Μαγγελάνου. Ένας ήσυχος τόπος που αντικρίζουν με ανακούφιση οι ναυτικοί, που έχουν παλέψει για μέρες με δυνατούς ανέμους και άγριες θάλασσες, καθόλου σίγουροι ότι θα φτάσουν στον τελικό προορισμό τους. Τριγυρνώντας μέρα-νύχτα στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια της πόλης και ανεβοκατεβαίνοντας τα απότομα σκαλοπάτια που οδηγούν στη προκυμαία του λιμανιού, σκαλοπάτια που χαρακτηρίζουν το Valparaiso και στα οποία παραπέμπει ο τρόπος γραφής του τίτλου στο εξώφυλλο, ο Larrain έψαχνε την «μαγική εικόνα», όπως έλεγε. Η πρώτη φορά που την συνάντησε ήταν όταν φωτογράφησε δυο μικρά κορίτσια που κατέβαιναν, τι άλλο, μια σκάλα. Οι λεπτές φιγούρες των κοριτσιών με τα φανταχτερά, λουλουδένια φορέματα και τα ομοιόμορφα κομμένα καρό χτενίσματά τους έρχονται σε αντίθεση με το αυστηρό γκρίζο μπετόν και τους έντονα γεωμετρικούς μαύρους ίσκιους του καλοκαιρινού ήλιου που τα περιβάλλει. «…Μια μαγική εικόνα γεννιέται από μια κατάσταση χάρητος…» ισχυρίζεται, «Η χάρις εκδηλώνεται από την στιγμή που απαλλάσσεσαι από συμβιβασμούς και υποχρεώσεις, από τη στιγμή που μένεις ελεύθερος, όπως ένα μικρό παιδί στην πρώτη ανακάλυψη της πραγματικότητας. Στη συνέχεια το μόνο που μένει είναι να οργανώσεις το κάδρο…».

Ο Larrain βρίσκεται παντού, στις φτωχογειτονιές της πόλης με τα αμέτρητα αδέσποτα σκυλιά και τα φτωχά αγόρια να ζητιανεύουν, στις γεμάτες καπνό χαρτοπαικτικές λέσχες, στις αίθουσες χορού με τα σφιχταγκαλιασμένα ζευγάρια, στα μπαρ όπου πανέμορφες γκαρσόνες σερβίρουν αλκοόλ κάτω από τα λαίμαργα βλέμματα των ναυτικών, στις εισόδους των φτηνών πορνείων, στα καφενεία την ώρα που κλείνουν και διώχνουν τους μισομεθυσμένους θαμώνες τους. Ακόμη και αν δεν το ξέρεις καταλαβαίνεις αμέσως πως το Valparaiso είναι ένα μεγάλο διεθνές λιμάνι. Δεν είναι μόνο τα καράβια και οι ναύτες με τις στολές τους που εμφανίζονται στις φωτογραφίες του Larrain. Είναι και τα μικρά παιδιά που ανεβασμένα στις προβλήτες ψαρεύουν με καθετές, είναι και οι χοντρές εμπόρισσες που πουλούν ψάρια και όστρακα, αλλά κυρίως είναι τα «κορίτσια» στα μπαρ που περιμένουν χαμογελαστά να τα σηκώσει για χορό κάποιος άγνωστος. Οι φωτογραφίες του Sergio από το λιμάνι, στις οποίες κυριαρχεί μια ποιητική διάθεση, θυμίζουν το «Paris de nuit» του Brassai. Ο Larrain σύχναζε στους οίκους ανοχής και στα κακόφημα μπαρ της Chinatown στο Valparaiso. Τα αγαπημένα του στέκια ήταν La Tía Lucia, το Las Lolis και το El 69. Όμως πάνω απ’ όλα ξεχώριζε το House of Seven Mirrors. Πήγαινε κάθε βράδυ, καθόταν στη μπάρα, παράγγελνε ένα σάντουιτς και κάτι να πιεί. Κοίταζε και άκουγε τα πάντα γύρω του, αλλά το πιο σημαντικό ήταν «να μείνει απαρατήρητος σαν μια καρέκλα». Να μη του δίνει κανείς σημασία. Ο ίδιος παρατηρούσε τα δρώμενα μέσα από τους επτά καθρέπτες, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον τίτλο του μπαρ, και φωτογράφιζε τα είδωλα που αντανακλούσαν. Ο Sergio γοητεύεται από τα καημένα τα κορίτσια σ’ εκείνα τα μέρη, που μεταμορφώνονται σε πριγκίπισσες, με γκλίτερ για να δώσουν τις παραστάσεις τους. Τα πόναγε που έβρισκαν διέξοδο από την πείνα και την ανέχεια στην πορνεία. Οι φωτογραφίες του Larrain με το κείμενο του Neruda δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1965 στο περιοδικό Du, αλλά εκδόθηκαν σε βιβλίο μόλις το 1991.

“House of Seven Mirrors”, Valparaiso

Το 1968, μετά από μια σύντομη και εκθαμβωτική καριέρα, ο Larrain αποσύρθηκε στον εαυτό του. Πασχίζει να αναζητήσει πνευματικούς δασκάλους – πρώτα συνάντησε τον βολιβιανό μυστικιστή Oscar Ichazo και από μετά τον Χιλιανό Claudio Naranjo, σαμάνους της νέας εποχής, στο πλευρό των οποίων επιδιώκει τη διαφώτιση. Μελετά τις ανατολικές θρησκείες, γράφει για την οικολογία, κάνει γιόγκα, αφοσιώνεται στη καλλιγραφία και τη ζωγραφική, καταναλώνει LSD. Δύο χρόνια αργότερα αποχαιρετά το Magnum, αφαιρεί τα αρνητικά από τα αρχεία του πρακτορείου και καίει ένα μεγάλο μέρος της φωτογραφικής του δουλειάς. Ένας άλλος υπαρξιακός και περιπλανώμενος φωτογράφος, ο Jojef Koudelka, ένας πιστός θαυμαστής του έργου του Sergio Larrain είναι υπεύθυνος για τη διατήρησή του. Ο Τσέχος φωτογράφος είχε ευτυχώς αντίγραφα εκατοντάδων φωτογραφιών του Larraín και έτσι διατηρείται και μπορούμε να απολαύσουμε το έργο του. Το πραξικόπημα του 1973 και ο θάνατος του Σαλβαδόρ Αλιέντε κλόνισαν το ευαίσθητο, φιλελεύθερο πνεύμα του Sergio και προκάλεσαν τη φυγή του, ο οποίος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη Tulahuén, 400 χιλιόμετρα βόρεια από το Σαντιάγκο. Ο έντονος ανθρωπισμός του και η απογοήτευση του από το γεγονός ότι δεν μπορούσε μέσω της φωτογραφίας να βοηθήσει όλους αυτούς τους αναξιοπαθείς που φωτογράφιζε να βελτιώσουν τη ζωή τους, τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Αποσύρεται στα βουνά, ξεκόβει σχεδόν απ’ όλους τους φίλους και την οικογένειά του, ζει σαν ερημίτης. Εκδίδει χειροποίητα βιβλία ποίησης, που περιελάμβαναν μηνύματα αυτοθεραπείας και υποστηρίζει τις πενιχρές ανάγκες του δίνοντας μαθήματα γιόγκα μία φορά την εβδομάδα σε ένα γυμναστήριο.

Εν τούτοις, ο Sergio δεν εγκατέλειψε ποτέ εντελώς τη φωτογραφία, αλλά δεν ήταν πλέον μέρος των προτεραιοτήτων του. Στο υπόγειο του σπιτιού που έμενε είχε ένα σκοτεινό θάλαμο και επεξεργαζόταν τις λίγες φωτογραφίες που τραβούσε σποραδικά. Οι φωτογραφίες της ύστερης περιόδου του είναι περισσότερο λιτές και εσωτερικές και χαρακτηρίζονται από τη πλήρη απουσία ανθρώπων. Ο Larrain επηρεασμένος από τις πνευματικές περιπλανήσεις του αναζητούσε μια συγκεκριμένη «κατάσταση χάριτος», την οποία θεωρούσε απαραίτητη για τη λήψη μιας καλής εικόνας. Σαν ο φωτογράφος να ήταν απλώς το μέσο, υποδύεται το ρόλο του σαμάνου, ενός είδους ημίθεου που μεσολαβεί ανάμεσα στον κόσμο των πνευμάτων και στην πραγματικότητα που γνωρίζουμε. Αποκαλεί αυτές τις τελευταίες φωτογραφίες του, «Satoris». Είναι αποτυπώματα στιγμών εξαιρετικής διαύγειας και αποτελούν περισσότερο αυτοβιογραφικά, πνευματικά σημάδια, παρά φωτογραφικό έργο. Αν για τον Cartier-Bresson υπάρχει μια «αποφασιστική στιγμή», για τον Larrain υπάρχει μια «αποφασιστική κατάσταση χάριτος».

Satoris”

Το 1999 το Ινστιτούτο Μοντέρνας Τέχνης της Βαλένθια (IVAM) του αφιέρωσε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση. Η μεγάλη προσοχή που έλαβε ο ίδιος και το έργο του, φαινόταν περισσότερο να τον ενοχλεί, παρά να τον κολακεύει. Συνέχιζε να ζει αποφεύγοντας τη δημοσιότητα μέχρι τον Φλεβάρη του 2012 οπότε και πέθανε σε ηλικία 81 ετών. Η φωτογραφική ματιά του Larrain, αν και καταπιάστηκε με ετερόκλητα θέματα, είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Διακρίνεται για το αίσθημα συμπόνιας για εκείνους που φωτογράφισε, χρησιμοποιεί πολύ συχνά το κάθετο κάδρο και τη χαμηλή γωνία λήψης. Οι φωτογραφίες του ξαφνιάζουν ακόμη και σήμερα με τον νεωτερισμό τους, με τα εντελώς ανεστίαστα πρώτα πλάνα και τα ασυνήθιστα για την εκείνη εποχή «στραβά κάδρα». Η έντονη φόρμα όμως δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά βοηθά τον θεατή να κατευθυνθεί στο θέμα, που δεν είναι άλλο από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, όπως τους βλέπει ο φωτογράφος. Ο Larrain φωτογράφιζε διακριτικά, με απλότητα, χωρίς καμιά επιτήδευση ή προσπάθεια αισθητικού εντυπωσιασμού. Πλησίαζε τρυφερά την καθημερινότητα και την αποτύπωνε ανεξίτηλα στο φιλμ του. Και είναι κρίμα που ο σπουδαίος αυτός φωτογράφος εγκατέλειψε νωρίς τη φωτογραφική δραστηριότητα και κατέστρεψε μεγάλο μέρος του αρχείου του, αφήνοντας μας μόνο λίγα δείγματα της εξαιρετικής δουλείας του.

Χρήστος Κοψαχείλης, Μάιος 2017

Βιβλιογραφία – Πηγές:

Sergio Larrain: Una casa en la arena – Lumen, 1966

Sergio Larrain: ValparaisoHazan, 1991

Sergio Larrain: Londres – Hazan, 1998

Sergio Larrain: Photographs – Instituto Valenciana, 1999

Sergio Larrain: Vagabond Photographer – Thames & Hudson, 2013

 

Óscar Colorado Nates: Sergio Larrain, El Cazador De Milagros, 2016.

Alain Bergala: L’entropie Et La Quillotine, 1998

Josep Vicent Monzo: The Way of Sergio Larrain.

Agnes Sire: Only Stone is Innocent.

Roberto Bolano: Fateful Characters.

Pablo Neruda: The Roads of the World