«Ξέρω ότι η φωτογραφία μου συνδέεται όχι μόνο με την καλλιτεχνική περιέργεια, αλλά και με το πάθος της ζωής, με τη φυσική περιέργεια των τόπων, με την επιθυμία να πετύχεις την ιδανική στιγμή, κατά την οποία μπορείς να τραβήξεις μία καλή φωτογραφία. Βέβαια, θα συνεχίσω να κάνω αυτό το επάγγελμα, όσο θα με βαστούν τα πόδια μου. Δεν υπάρχει η σύνταξη στο πρόγραμμά μου».

Οι φωτογραφίες του Ferdinando Scianna συλλαμβάνουν συχνά «αποφασιστικές στιγμές», αλλά υποδηλώνουν επίσης ότι η δύναμη της παγωμένης εικόνας συνδέεται κυρίως με την εμπλοκή του φωτογράφου με το θέμα του. Όλοι μας ζούμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με διαφορετικές ταχύτητες από αυτήν του κλείστρου της μηχανής. Η ικανότητά του φωτογράφου να συλλάβει την ουσία μιας σκηνής που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, εξαρτάται από την επιμελή εξερεύνηση του μέσου, «περιμένω υπομονετικά για αυτές τις σπάνιες στιγμές που η φόρμα και το περιεχόμενο της φωτογραφίας μου θα αποκαλύψει κάτι για τον κόσμο και τον εαυτό μου. Με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η ματιά που εξερευνά το βυθισμένο τμήμα του παγόβουνου», εξήγησε ο Scianna σε συνέντευξή του στους Times of Sicily.

Γεννήθηκε στην Bagheria, στην επαρχία του Παλέρμο, στις 4 Ιουλίου του 1943. Άρχισε, σε νεαρότατη ηλικία να φωτογραφίζει τη Σικελία, με την οποία ήταν και είναι, στενά συνδεδεμένος, προσπαθώντας να εξιστορήσει με τις φωτογραφίες του τον πολιτισμό και τις παραδόσεις από την περιοχή της προέλευσής του. Αποφάσισε να γίνει φωτογράφος πολύ γρήγορα, προκαλώντας αναστάτωση στα οικογενειακά σχέδια, που τον ήθελαν γιατρό ή δικηγόρο. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών η φωτογραφία αποτελεί γι’ αυτόν σχεδόν ένα πάθος. Φωτογραφίζει τα πρώτα, πολύ ενδιαφέροντα πορτραίτα των κατοίκων της Bagheria, και των μελών της οικογένειας του, που συνθέτουν το καθημερινό σενάριο της ζωής, το οποίο ο νεαρός φωτογράφος επαναφέρει με τρυφερότητα, αλλά ταυτόχρονα και από μία απόσταση, με μία εκπληκτική – είναι τα δικά του λόγια – ασυνείδητη επίγνωση. Το 1961 ξεκινάει σπουδές Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, αλλά το πάθος για τη φωτογραφία αρχίζει να φουντώνει. Γνωρίζει τον Enzo Sellerio κι αυτή είναι μία σημαντική συνάντηση σε σχέση με το μέλλον. Του δείχνει τις φωτογραφίες του και μαζί του αρχίζει να εξερευνά νέους κόσμους, πνευματικούς και οπτικούς.

Η δεκαετία του ’60 είναι επίσης η περίοδος της πολιτικής συνειδητοποίησης και ο Ferdinando συνδέεται αμέσως με την εκ νέου ανακάλυψη και την επεξεργασία των λαϊκών και αγροτικών αξιών και παραδόσεων: «Έφθασα στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα γεμίζαμε, το σεντούκι της μνήμης με τη σχέση που είχαμε με τον αγροτικό κόσμο, του οποίου διαισθανόμασταν τη δύση του. Ξέραμε επίσης ότι θα φεύγαμε από τη Σικελία και θα χτίζαμε, ζώντας τον, τον κόσμο της νοσταλγίας». Σ’ αυτό το κλίμα δημιουργούνται οι φωτογραφίες των θρησκευτικών εορτών: μία εκθαμβωτική συλλογή από εικόνες, που ο Scianna εκθέτει το 1963 στην Πολιτιστική Λέσχη της πόλης του. Ο προσκυνητής που κρατώντας μια τεράστια λαμπάδα, ανεβαίνει με τα γόνατα τα σκαλιά προς το ιερό της Santa Rosalia σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ή για να ζητήσει θεϊκή βοήθεια, συγκλονίζει με τη δύναμη της πίστης του. Το ίδιο και οι μαυροφορεμένες γυναίκες που σηκώνουν ψηλά ένα ημίγυμνο βρέφος για να το ευλογήσει ο επίσκοπος. Περνώντας από την Bagheria, ο συγγραφέας Leonardo Sciascia επισκέπτεται την έκθεση και αφήνει στο δημιουργό ένα σημείωμα με τα συγχαρητήριά του: είναι η αρχή μίας πολύ έντονης επαγγελματικής και ανθρώπινης σχέσης που θα συνεχιστεί μέχρι το θάνατο του συγγραφέα. Το 1965, ο Scianna θα δημοσιεύει το «Feste religiose in Sicilia» (Θρησκευτικές εορτές στη Σικελία). Το βιβλίο είχε μία εκπληκτική απήχηση, αναμφίβολα λόγω του προβοκατόρικου κειμένου του Sciascia, που υπογραμμίζει την υλιστική προέλευση της σικελικής, λαϊκής θρησκευτικότητας, αλλά επίσης και για τις φωτογραφίες του νεαρού Ferdinando, για τη δύναμή τους και την πνευματική τιμιότητά τους: «Με τη φωτογραφία απέκτησα τη δυνατότητα αφήγησης της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτός ο δάσκαλός μου με μύησε σε ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, με τον οποίο έπρεπε να βλέπω τα πράγματα, να διαβάζω και να σκέφτομαι, με έκανε να καταλάβω τη στάση που έπρεπε να κρατήσω σε σχέση με τον κόσμο».

Στον απόηχο της επιτυχίας του βιβλίου – που αργότερα απέσπασε το σημαντικό βραβείο Nadar – ο Ferdinando εγκαταλείπει τη Σικελία και φθάνει στο Μιλάνο, όπου το 1967 προσλαμβάνεται από το περιοδικό Europeo. Αρχίζει την πραγματική μαθητεία σαν φωτορεπόρτερ, κοντά σε καταπληκτικούς επαγγελματίες της δημοσιογραφίας – Roberto Leydi, Alberto Ongaro, Oriana Fallaci, Gianfranco Moroldo, Tommaso Giglio – και έτσι o Scianna μαθαίνει να κινείται με ταχύτητα, να αντιμετωπίζει δημοσιογραφικά οποιαδήποτε κατάσταση. Ακριβώς σ’ αυτήν τη “σχολή” και σε συνεχή επαφή με τους συναδέλφους του στο Europeo, δημιουργείται η επιθυμία να μην περιοριστεί στα φωτογραφικά ρεπορτάζ αλλά να εξιστορήσει αυτό που βλέπει και με τις λέξεις. Το 1973 αρχίζει να γράφει και το 1974, το περιοδικό τον στέλνει απεσταλμένο στο Παρίσι. Εκεί τα ενδιαφέροντά του είναι πολυδιάστατα. Έχοντας ενταχθεί πλήρως στη γαλλική πραγματικότητα, ασχολείται με ποικίλα θέματα: την οικονομία, την πολιτική, τα ήθη. Διευρύνει τις γνωριμίες και τις συνεργασίες του: γράφει για την Le Monde Diplomatique και την La Quinzaine litteraire, όπου για χρόνια θα έχει μία στήλη για βιβλία, εκθέσεις, φωτογραφίες: «Βρέθηκα να γράφω περισσότερο από το να φωτογραφίζω, αλλά πάντοτε ήξερα ότι ήμουν ένας φωτογράφος που γράφει».

Το 1977 δημοσίευσε το «Les Siciliens» στη Γαλλία και το «La Villa Dei Mostri» στην Ιταλία. Στο Παρίσι γνωρίζει τον Henri Cartier-Bresson και δημιουργείται ένας δεσμός φιλίας που χαράσσει μία νέα πτυχή στη ζωή του. Όταν αποφασίζει να επιστρέψει στην Ιταλία, θα είναι ο Cartier-Bresson αυτός που θα του προτείνει να θέσει υποψηφιότητα για να γίνει μέλος του πρακτορείου Magnum Photos. Η υποψηφιότητα γίνεται αποδεκτή και έτσι, το 1982, ο Ferdinando εγκαταλείπει το Παρίσι για να επιστρέψει στο Μιλάνο και ταυτόχρονα εγκαταλείπει τη σύνταξη του Europeo για να περάσει στο Magnum. «Το πρακτορείο είναι το εργαλείο μίας ομάδας ανεξάρτητων φωτογράφων, μία δομή που είναι σε θέση να αξιοποιήσει και να χρησιμοποιήσει την εργασία σου, τόσο καλύτερα όσο περισσότερο ξέρεις να χρησιμοποιείς αυτό το εργαλείο. Το Magnum συνεχίζει να υφίσταται ακολουθώντας την ουτοπία της ισότητας των ιδρυτών του και με μυστηριώδη τρόπο κατορθώνει να συνδυάζει τις πιο έντονες αντιθέσεις.»

Η δουλειά του Ferdinando Scianna ανήκει στην καλή κατηγορία του πρακτορείου, δηλαδή σε εκείνη όπου η προσωπική άποψη και η ευαισθησία απέναντι στα γεγονότα υπερκεράζει την επιφανειακή και συνήθως εντυπωσιακή αφήγηση των ειδήσεων. Δουλεύει συνήθως με ασπρόμαυρο φιλμ και χρησιμοποιεί περισσότερο ευρυγώνιους φακούς, χωρίς ευτυχώς να υποκύπτει στην υπερβολή τους. Στο Μιλάνο, σαν ανεξάρτητος φωτογράφος, δουλεύει για τις εφημερίδες και όχι μόνο. Πραγματοποιεί μεγάλα, κοινωνικά ρεπορτάζ όπως το Kami, στη Βολιβία των ανθρακωρύχων και όλως περιέργως, το ίδιο χρονικό διάστημα, έρχεται σε επαφή με τον κόσμο της μόδας. «Όλα συνέβησαν τυχαία. Δυο νεαροί σχεδιαστές μόδας, οι Dolce & Gabbana, ήταν στην αρχή της καριέρας τους και ήθελαν για τον κατάλογό τους, έναν φωτογράφο που δεν είχε ξαναδουλέψει στη μόδα. Επικοινώνησαν μαζί μου λέγοντας μου ότι είχαν δει μερικές από τις φωτογραφίες μου και μου ζήτησαν να δουλέψω για αυτούς, σχεδόν δωρεάν. Με ενδιέφερε και δέχτηκα. Το αστείο είναι ότι χρόνια μετά, ανακαλύψαμε ότι οι φωτογραφίες που είχαν δει ήταν άλλου φωτογράφου», λέει ο Scianna προσθέτοντας, « Η δύναμη της τύχης! »

Το μοναδικό βέτο που έβαλε ο φωτογράφος στους σχεδιαστές ήταν να τον αφήσουν να δημιουργήσει ένα κατάλογο στη “δική του” Σικελία, στις συνθήκες και στους τόπους της εφηβείας του. Επέλεξε να χρησιμοποιήσει σαν μοντέλο ένα σχετικά άγνωστο ως τότε κορίτσι, την Marpessa Hennink. Η μητέρας της ήταν Ολλανδέζα, αλλά ο πατέρας της ήταν από το Σουρινάμ και έτσι η μελαμψή επιδερμίδα της ταίριαζε με την αντίστοιχη σκουρόχρωμη των κοριτσιών της Σικελίας. Ο Scianna, για τις ανάγκες του καταλόγου, έκανε μια σειρά από φωτογραφίες δρόμου, σαν αυτές που συνήθιζε να κάνει μέχρι τότε για τις ανάγκες της φωτοδημοσιογραφίας. Το αποτέλεσμα ήταν να προσθέσει μια ποίηση στον δρόμο και έναν ρεαλισμό στη μόδα. «Ανακάτευα εκφραστικά την ιδιότητα του ρεπόρτερ με αυτή, την έως τότε παντελώς άγνωστη για μένα, πρακτική του φωτογράφου μόδας. Σ’ εκείνη την δουλειά συνέπεσαν μία σειρά από παράγοντες που συνδύαζαν το κωδικοποιημένο στυλ της φωτογραφίας μόδας με κάτι που διαπερνούσε αυθεντικά αυτοβιογραφικά και στιλιστικά στοιχεία».

Ο Scianna, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στην αρχή βίωνε κάποιες ενοχές από το γεγονός ότι είχε παραβιάσει την εντολή του Cartier-Bresson ότι ένας φωτογράφος δεν πρέπει να χειραγωγεί την πραγματικότητα, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσε ότι το να ενορχηστρώσει τις λήψεις του υιοθετώντας τα πολιτιστικά έθιμα της πατρίδας του ήταν «πολύ διασκεδαστικό». Σύντομα διαπίστωσε ότι ασχολούμενος με τη μόδα δεν άλλαξε ουσιαστικά η φωτογραφία του. Συνέχιζε να φωτογραφίζει όπως και πριν. Καθώς οι λήψεις γινόντουσαν σε χώρους, εξωτερικούς ή εσωτερικούς, οικείους για τον φωτογράφο και πολύ συχνά η Marpessa φωτογραφιζόταν πλάι στους ντόπιους Σικελούς που πόζαραν με πρωτοφανή φυσικότητα, ο Scianna αντιμετώπισε τη μυθοπλασία σαν να ήταν πραγματικότητα. Σαν ένα ψυχαναλυτικό ταξίδι στη μνήμη. Η παράδοση της ιταλικής passeggiata, αντίστοιχης της ελληνικής περατζάδας ντύνομαι με τα καλά μου και βγαίνω το βράδυ για περπάτημα και κοινωνικές επαφές επαναλαμβάνεται και στις επιδείξεις μόδας. «Στην Ιταλία, ειδικά στη γεωργική Ιταλία του νότου, στην οποία μεγάλωσα, άντρες και γυναίκες ντύνονται για να τους προσέξουν καθώς θα περπατούν στο δρόμο. Οι δρόμοι είναι οι δικές μας πασαρέλες. Στα θρησκευτικά πανηγύρια στη Σικελία τα κοστούμια κατέχουν πολύ σημαντικό και θεατρικό ρόλο. Είναι κάτι παρόμοιο με τη μόδα, ακολουθούν τις ίδιες αρχές», σημειώνει. «Στη φωτογραφία μόδας που κάνω εγώ, το τοπίο, η πόλη και οι άνθρωποι της δεν λειτουργούν μόνο σαν φόντο, αλλά είναι συν-πρωταγωνιστές της ιστορίας που αφηγούμαι. Προσπαθώ πάντα να λέω μια ιστορία. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι αυτοί που δίνει νόημα στη μόδα και όχι το αντίστροφο».

Τα παιδιά, οι άνδρες και οι ηλικιωμένες γυναίκες είναι μέρος αυτών των κατασκευασμένων σιωπηρών αφηγήσεων στην εμπορική δουλειά του Scianna. Στις μέρες μας το ανακάτεμα μοντέλων και απλών περαστικών στο δρόμο είναι συνηθισμένο φαινόμενο, αλλά στη φωτογραφία μόδας και ειδικά στη δεκαετία του ’80 και του ’90, ήταν κάτι σπάνιο. Ο Scianna, αρκετές δεκαετίες πριν είδε την πραγματική αξία να συμπεριληφθούν οι ηλικιωμένοι στις φωτογραφίες του για τη μόδα. Ήθελε να είναι οι συνδετικοί κρίκοι της μόδας με τον πολιτισμό, από τον οποίο επηρεάζεται και του οποίου αποτελεί μέρος: «Ένας ηλικιωμένος άνδρας ή γυναίκα, ένας αρχαίος δρόμος, ένα ερειπωμένο κτίριο είναι η απόδειξη του χρόνου που περνά, είναι κομμάτι της ιστορίας. Η μόδα προσποιείται ότι την ενδιαφέρει μόνο το παρόν, αλλά εγώ πιστεύω ότι η όποια αξία της σηματοδοτείται μόνο σε σύγκριση με το παρελθόν».

Ο κατάλογος για τους Dolce & Gabbana ήταν εντυπωσιακός και ταράξε τη μονότονη τυπολατρία των εντυπωσιακών φωτογραφιών μόδας. Η Marpessa Hennink θα πάρει το προσωνύμιο «The Catwalk Contessa» και θα κάνει μεγάλη καριέρα στο μόντελινγκ. Ο Scianna στη συνέχεια θα δουλέψει για τα μεγαλύτερα διεθνή έντυπα και θα δημιουργήσει, σε ένα είδος συνεχούς παιχνιδιού, ρεπορτάζ μόδας με τον τρόπο που το είχε επαναπροσδιορίσει, αναμειγνύοντας πάντοτε, με ασυνήθιστη απόλαυση, τεχνάσματα και αυθεντικότητα. Η επιτυχία του οφείλεται στον καταπληκτικό πλούτο και βάθος που έχουν οι φωτογραφίες του, κάτι που τις επιτρέπει να σταθούν μόνες τους, βασισμένες στο περιεχόμενο τους. «Είμαι ευτυχισμένος που βρήκα αυτό το καινούριο παιγνίδι τώρα που είμαι 45 χρονών. Αλλά έχω τόσα πολλά να κάνω που ξέρω ότι τελικά δε θα καταπιαστώ αποκλειστικά μ’ αυτό – αλλά η μόδα έχει γίνει μέρος του φωτογραφικού μου κόσμου. Στη Σικελία μπορώ να ελέγχω απόλυτα το φως και τα στησίματα. Σ’ αυτές τις φωτογραφίες υπάρχουν κάποιες ειρωνικές αναφορές στα στυλ μου σαν φωτορεπόρτερ και αυτό διασκεδάζει και τους άλλους και μένα». Μπορεί οι ειδικοί της μόδας να μην έπιασαν με τη πρώτη το μήνυμα του, αλλά είναι φανερό ότι δεν είναι ένας φωτογράφος που θα μπορούσε να αγνοηθεί. Αυτή η έντονη εμπειρία του με τη μόδα, “ανακατεύει τα χαρτιά” και ανοίγει στον Scianna καινούργιες προοπτικές και νέους κόσμους, παράλληλους με αυτούς της φωτο-δημοσιογραφίας. Φωτογραφίζει για διαφημίσεις και για επιχειρήσεις, χωρίς όμως να ξεχάσει τα ταξίδια και τα κοινωνικά ρεπορτάζ, τα πορτραίτα για τις εφημερίδες, το πάθος για τη συγγραφή βιβλίων και τις εκθέσεις. «Τώρα πια δουλεύω σε τόσο διαφορετικούς τομείς με αμετάβλητο πάθος, χαρά και δημιουργικότητα. Κάνω λίγη μόδα, λίγη διαφήμιση, ρεπορτάζ όπως πάντα και προσπαθώ περισσότερο από ποτέ να κάνω πορτραίτα. Επίσης, ψάχνω υλικό στο αρχείο για πολυάριθμα έργα. Στις εκθέσεις δεν ξεχωρίζω, π.χ. ανάμεσα σε φωτογραφίες που δημιουργήθηκαν από την εργασία μου σαν φωτορεπόρτερ και σε αυτές της μόδας. Τις τοποθετώ όλες, σε μία συνέχεια που είναι αυτή, της επαγγελματικής μου δουλειάς».

Πολυσχιδής και παραγωγικός ο Scianna, κατά καιρούς συγκεντρώνει φωτογραφίες, που τις συνδέει κάποιο, εξωτερικό, κοινό χαρακτηριστικό προκειμένου να τις παρουσιάσει μαζί σε κάποια έκθεση ή να τις εκδώσει σε ένα βιβλίο. Ψάχνοντας λοιπόν στο αρχείο του, αναζητώντας ένα χαμένο αρνητικό, ανακάλυψε ότι για περισσότερα από τριάντα χρόνια φωτογράφιζε ανθρώπους που κοιμόντουσαν. Αυτό το υλικό εκδόθηκε στο βιβλίο «to sleep, perchance to dream» (1997). Το να βλέπεις ένα άτομο που κοιμάται και να τον φωτογραφίζεις είναι μια πολύ διαφορετική εμπειρία από το να φωτογραφίζεις κάποιον που είναι ξύπνιος. Κατ’ αρχάς δεν έχεις να αντιμετωπίσεις το βλέμμα του, ωστόσο θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η φωτογράφηση κοιμώμενων ανθρώπων είναι μια ξεκάθαρη παραβίαση του ιδιωτικού χώρου του ατόμου. Στις δεκαετίες όμως που δραστηριοποιείτο φωτογραφικά ο Scianna, αυτές οι σύγχρονες ευαισθησίες δεν ήταν συνηθισμένες. Τα ποιητικά ασπρόμαυρα πορτραίτα ανθρώπων (αλλά και αγαλμάτων και ζώων) που κοιμούνται – είτε ξαπλώνουν σε δεμάτια σανού στα χωράφια που καλλιεργούν, είτε σε σκληρά παγκάκια και πεζοδρόμια στην πόλη, είτε χωμένοι στην αγκαλιά ενός αγαπημένου – όλα αντανακλούν τη προσήλωση του φωτογράφου στα εντελώς προσωπικά ταξίδια που κάνουμε όταν ονειρευόμαστε γιατί: «Ο ύπνος δεν είναι μόνο η ώρα της ξεκούρασης, αλλά είναι και η είσοδος από την οποία μπαίνει κανείς στον απέραντο ωκεανό των ονείρων, που κάποιοι πιστεύουν ότι είναι η πιο έντονη μορφή ζωής» σύμφωνα με τον Scianna. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των κοιμωμένων της συλλογής είναι ότι όλοι τους έχουν αποκοιμηθεί σε άβολη στάση, σε εντελώς παράξενους χώρους. Από τη γυμνή καλλιτέχνιδα που κοιμάται – ως μέρος μιας περφόμανς – στην ηλιόλουστη βιτρίνα μιας γκαλερί, στους εξαντλημένους προσκυνητές ή άστεγους μετανάστες που κουλουριάζονται αναμεταξύ τους, στα μικρά παιδιά που κοιμούνται στον ώμο των στοργικών γονέων τους, μέχρι και ένα κουρασμένο βόδι που ξαπλώνει δίπλα στον ιδιοκτήτη του, όλοι και όλα εξισώνονται στον ύπνο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτές τις φωτογραφίες υπάρχει μόνο ένα κοριτσάκι που κοιμάται σε ένα αξιοπρεπές κρεβάτι και αυτό είναι η κόρη του φωτογράφου.

Για ένα διάστημα από 1994 ως το 1995, ο Scianna, εργάστηκε στην ευρύτερη περοχή της Νάπολης καταγράφοντας την εμπειρία του να ζεις στα όρια της φτώχειας (ή και κάτω από αυτά) ,στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας εκστρατείας της γαλλικής φιλανθρωπικής οργάνωσης, Les Petits Frères des Pauvres. Μέχρι και σήμερα, η Νάπολη παραμένει μια από τις φτωχότερες πόλεις της Ευρώπης. Η φτώχεια έχει σημαδέψει το τοπίο της Ιταλίας εδώ και αιώνες, χαράζοντας σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε περιοχές, στις οποίες η ευημερία και η φτώχεια βρίσκονται δίπλα-δίπλα. Και παρόλο που το χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης βελτιωνόταν διαχρονικά σε εθνικό επίπεδο, ο λιγότερο βιομηχανικά αναπτυγμένος νότος υπέφερε δυσανάλογα. Οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Scianna μέσα στα σπίτια αυτών των ανθρώπων δείχνουν αφενός τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ταυτόχρονα όμως φανερώνουν και την αποφασιστικότητά τους για καλυτερεύσουν τη ζωή τους. Ένας έφηβος έχει σκεπάσει τους λεπτούς σανιδένιους τοίχους του δωματίου με αφίσες από αγαπημένους πρωταγωνιστές του κινηματογράφου και από είδωλα της ποπ μουσικής, ενώ αντίστοιχα εικόνες της Παναγίας και του Ιησού γεμίζουν ασφυκτικά τους τοίχους του ετοιμόρροπου σπιτιού μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Έχοντας μεγαλώσει κι ο ίδιος στη Σικελία, την φτωχότερη περιοχή της Ιταλίας, ήξερε τον τρόπο να πλησιάσει αυτούς τους ανθρώπους χωρίς να τους προσβάλει ή να τους εκμεταλλευτεί. Καθώς η φτώχια ήταν μια πραγματική εμπειρία της παιδικής του ηλικίας, φωτογράφισε αυτές τις καταστάσεις προστατεύοντας την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια των εικονιζόμενων, οι οποίοι παρά την επισφαλή καθημερινότητα τους, παρουσιάζονται σε αυτά τα πορτρέτα υπερήφανοι, αισιόδοξοι και καθόλου διστακτικοί απέναντί του. «Ξέρουν αν είσαι φίλος ή αρπακτικό», ισχυρίζεται. Εικοσιπέντε χρόνια μετά η Ιταλία έχει σημειώσει μικρή ανάπτυξη από τότε που ο Scianna τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες, η οικονομική ανισότητα ωστόσο διατηρείται. «Οι αλλαγές είναι σπάνια γρήγορες. Και ο κόσμος ήταν πάντα σκληρός και άδικος», δηλώνει ο ίδιος.

Τριάντα χρόνια μετά από την έκδοση του «Feste religiose in Sicilia», ο Scianna επέστρεψε στην εξερεύνηση των θρησκευτικών τελετών με το «Viaggio a Lourdes» (1996). Τα πορτρέτα του Αργεντινού συγγραφέα Jorge Luis Borges δημοσιεύθηκαν το 1999, και την ίδια χρονιά η έκθεση «Niños del Mundo» παρουσίασε τις φωτογραφίες του Scianna με παιδιά από όλο τον κόσμο. Το 2003 ολοκλήρωσε το «Quelli di Bagheria», ένα ακόμη βιβλίο για την πατρίδα του τη Σικελία, στο οποίο προσπαθεί να αναδημιουργήσει την ατμόσφαιρα της νιότης του μέσω των γραπτών του και των φωτογραφιών της Bagheria και των ανθρώπων που ζουν εκεί.

O Scianna διηγείται:

Έφυγα από τη Σικελία σε ηλικία 22 ετών. Όμως η Σικελία δεν είναι για μένα μόνο νοσταλγία, θάλασσα, ήλιος, η ζεστασιά της διαλέκτου, που συνεχίζει να μου ζεσταίνει το κεφάλι. Είναι επίσης η χώρα της μαφίας, με τόσες αδικίες, με ασφυκτικές οικογένειες, με την τρέλα μίας ανόητης και “υποκριτικής” δολοφονικής ανωτερότητας. Είναι μία παράδοξη μονάδα μέτρησης των αντιθέσεων του κόσμου, του ανθρώπινου και του απάνθρωπου. Χώρα έξυπνων ανθρώπων, μαύρων ανθρώπων που με βασανιστική επιμονή συνομιλούν αδιάκοπα με το θάνατο. Παρά τις εχθρότητες και το πλεόνασμα αγάπης, συνεχίζω να είμαι και να νιώθω τέκνο της Σικελίας: η γλώσσα της, το τοπίο, το πρόσωπο των ανθρώπων, αποτελούν το δικό μου ορίζοντα, τη συνείδησή μου, τα μάτια μου.

Η φωτογραφία είναι για μένα ένα επάγγελμα, ένα τρόπος ζωής, το φίλτρο μέσα από το οποίο έρχομαι σε επαφή με τον κόσμο και ο κόσμος μαζί μου. Φωτογραφίζοντας μικρές στιγμές συναισθημάτων, μορφοποιώ το χάος της ζωής. Μία απόπειρα για να μπορέσω να καταλάβω το πώς αντιλαμβάνεται ο ένας τον άλλον.

Δεν απαιτώ – δεν το απαιτώ πια – ν’ αλλάξω τον κόσμο με τις φωτογραφίες μου. Επιμένω να πιστεύω όμως, ότι οι κακές φωτογραφίες τον χειροτερεύουν. Μερικές φορές οι ρεπόρτερ είναι μάρτυρες εκπληκτικών στιγμών, μεγάλων γεγονότων της Ιστορίας. Όλα αυτά παράγουν σημαντικά ντοκουμέντα, μερικές φορές ακόμα και σημαντικές φωτογραφίες. Εάν όμως θέλω να είμαι ειλικρινής, οι στιγμές που μου αρέσει περισσότερο να θυμάμαι είναι αυτές, που δυστυχώς είναι σπάνιες, στις οποίες, μπορεί και στην εξώπορτα του σπιτιού μου, η πραγματικότητα φαινόταν ότι οργανώνονταν με θαυματουργό τρόπο κι εγώ ότι μπορούσα να συλλάβω μία στιγμή που ήταν σημαντική και ανεπανάληπτη.

Μπορείς να ψεύδεσαι με τις φωτογραφίες. Μπορείς ακόμα να λες την αλήθεια, όσο κι αν αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Όσον αφορά την κοινοτυπία κατά την οποία η φωτογραφία είναι ο καθρέφτης του κόσμου, νομίζω ότι θα πρέπει να την αναστρέψουμε: ο κόσμος είναι ο καθρέφτης του φωτογράφου.

Μετά από σαράντα χρόνια σκέψεων στο επάγγελμα του φωτογράφου, είμαι πεπεισμένος ότι η μεγαλύτερη φιλοδοξία για μία φωτογραφία είναι να καταλήξει σε ένα οικογενειακό άλμπουμ.

Κοψαχείλης Χρήστος, Μάιος 2021

Πηγές:

  • Alessandra Mauro : Ferdinando Scianna, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum Photos – Hachette, 2005
  • Πλάτων Ριβέλλης : Φωτογραφία και Μόδα – Μέγαρο Μουσικής, 2005

Βιβλιογραφία:

  • Leonardo Sciascia: Feste religiose in Sicilia – Einaudi, 1965
  • Ferdinando Scianna : I Siciliani – Einaudi, 1977
  • Ferdinando Scianna : Le forme del caos – Art&, 1989)
  • Ferdinando Scianna : Viaggio a Lourdes – Momdadori, 1996)
  • Ferdinando Scianna : To sleep perchance to dream – Phaidon Press, 1997
  • Ferdinando Scianna :Altre forme del caos – Contrasto Due, 2000
  • Ferdinando Scianna : Quelli di Bagheria – Peliti Associati, 2003