Η σύντομη ζωή της Annemarie Schwarzenbach ήταν συναρπαστική και περιπετειώδης. Ελάχιστοι άνθρωποι -κι ακόμη λιγότερες γυναίκες- έζησαν τη ζωή τους σαν μυθιστορηματικές φιγούρες που ξεπέρασαν τις νόρμες της εποχής τους και πραγματοποίησαν σχεδόν ανήκουστα πράγματα. Μία τέτοια περίπτωση είναι η Annemarie Schwarzenbach, που παρέβη σχεδόν όλους τους κανόνες που επέβαλλε το φύλο, η τάξη και η εποχή της, ήρθε σε ιδεολογική ρήξη με την οικογένεια της και πραγματοποίησε ταξίδια σε εξωτικά μέρη όπως Αφγανιστάν, Περσία, Ιράκ, Ινδία, Σαό Τομέ και Πρίνσιπε, Βελγικό Κονγκό, ευρωπαϊκές χώρες όπως Βουλγαρία, Εσθονία, Γαλλία, Ισπανία, Σουηδία και Φινλανδία, που ακόμα και οι άνδρες δεν τολμούσαν να κάνουν τότε. Γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1908 στη Ζυρίχη.  Ήταν κόρη ενός ισχυρού βιομήχανου κλωστοϋφαντουργίας μεταξιού και απογόνου γερμανικής αριστοκρατικής οικογενείας, του Alfred Schwarzenbach και της Renée Wille (κόρης του στρατηγού Ulrich Wille και της Clara von Bismarck, συγγενή του καγκελαρίου). Η Annemarie ανήκε εκ γενετής στην ελίτ της Ελβετίας και απολάμβανε όλα τα προνόμια της πλούσιας ανατροφής που αυτό συνεπαγόταν. Τρίτη ανάμεσα σε πέντε γιους και κόρες, η Annemarie έλαβε πρωτοβάθμια εκπαίδευση στο σπίτι της, στο πολυτελές αγροτικό κτήμα του Bocken, όπου ζούσε η οικογένεια της. Επηρεασμένη από τον παππού της που ήταν επικεφαλής του Ελβετικού Στρατού, αρχικά ήθελε όταν μεγαλώσει να γίνει στρατηγός. Μετά ήθελε να γίνει πιανίστρια και αργότερα χορεύτρια. Έτσι έμαθε να παίζει πιάνο και εξασκήθηκε στην ιππασία. Από το σπίτι των Schwarzenbach πέρασαν συνθέτες (Richard Strauss, Arthur Honegger), πιανίστες (Wilhem Backhaus), μαέστροι (Arturo Toscanini, Bruno Walter). Μεγαλωμένη λοιπόν σε αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον,με εξαιρετικούς δασκάλους, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Annemarie έκανε το ντεμπούτο της στην εφηβεία στη Ζυρίχη, παίζοντας στο πιάνο το κοντσέρτο του Schumann.

Στο γυμνάσιο, η ανήσυχη νεαρή κοπέλα εντάσσεται στο Wandervogel, ένα νεορομαντικό κίνημα για την επιστροφή στη φύση, με ειρηνιστικές και σοσιαλιστικές τάσεις, που αμφισβητεί τον ρόλο του κράτους, της Εκκλησίας, της οικογένειας, και του σχολείου. Η Annemarie γράφει αρκετά άρθρα στο περιοδικό του κινήματος, συμπεριλαμβανομένου ενός με τίτλο «The Girl’s Problem». Με προκλητικό και απαιτητικό τόνο, επικρίνει την παθητικότητα των κοριτσιών στις συζητήσεις, την έλλειψη προσωπικής άποψης, τη νωθρότητα. «Το ότι τα αγόρια είναι πιο δυνατά σωματικά, είναι κάτι προφανές –σημειώνει–, αλλά γενικά εμείς οι γυναίκες δεν είμαστε καθόλου κατώτερες από αυτά». Οραματίστρια στα 17 της, προτρέπει τις νεαρές γυναίκες να χειραφετηθούν από την ανδρική προστασία, να αποτελέσουν μια αυτόνομη δύναμη. Στη συνέχεια σπούδασε για δύο χρόνια στο Fetan Women’s Institute πριν ταξιδέψει στο Παρίσι, το 1928, για να παρακολουθήσει μαθήματα στη Σορβόννη. Στα 21 της, δημοσίευσε το πρώτο της διήγημα με τίτλο «Erik» στην εφημερίδα της Ζυρίχης Neue Zürcher Zeitung και τον επόμενο χρόνο έγινε αποδεκτό ένα δοκίμιο της για τη νεολαία. Σε ηλικία μόλις23 ετών πήρε το διδακτορικό της στην Ιστορία από το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και αμέσως μετά κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Ruth» που αποτέλεσε εκδοτική επιτυχία.

Η Annemarie Schwarzenbach υπήρξε η απόλυτη ενσάρκωση του ανδρόγυνου προτύπου. Ψηλή, αδύνατη και αθλητική, είχε μια εντυπωσιακή αλλά ανδρόγυνη ομορφιά και από πολύ μικρή ντυνόταν σαν αγόρι, κάτι που ποτέ οι γονείς της δεν απέτρεψαν. Μεγαλώνοντας συνέχισε να ντύνεται έτσι, δημιουργώντας μια ασαφή ταυτότητα που θα την ακολουθούσε σε όλη την ζωή της. Ήδη από την εφηβεία της σπέρνει τον όλεθρο σε άνδρες και γυναίκες: ένας διάσημος θεολόγος, ο πάστορας Ernst Merts, την ερωτεύεται και το ομολογεί σε μια επιστολή, αλλά η Annemarie ενδιαφέρεται μόνο για θεολογικές συζητήσεις μαζί του. Αποφασίζοντας πως η gender fluid περσόνα της θα ήταν περισσότερο αποδεκτή και η ζωή πιο έντονη στο Βερολίνο σε σχέση με την εγκρατή Ζυρίχη, εγκαταλείπει την Ελβετία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και εγκαθίσταται στη Γερμανία για κάποια χρόνια. Εκεί δοκιμάζει για πρώτη φορά μορφίνη, μια συνήθεια που πρόκειται να ορίσει σε μεγάλο βαθμό την ζωή της, χωρίζοντας την σε περιόδους νηφαλιότητας και αυτοκαταστροφής. Το άλλο στοιχείο που καθόριζε την Schwarzenbach ήταν οι ερωτικές της σχέσεις, κυρίως με γυναίκες. Στο Βερολίνο γνωρίζει και ερωτεύεται την κόρη του συγγραφέα Thomas Mann, την Erika, 25 ετών, όμορφη, δυναμική, πολύ σίγουρη για τον εαυτό της. Ο έρωτας της με την Erika δεν διαρκεί πολύ γιατί εκείνη την αφήνει για κάποια άλλη, την ηθοποιό, Therese Gieshe. Η Annemarie υποφέρει τρομερά από την απογοήτευση, αλλά συνειδητοποιεί ότι η Erika της είναι πολύτιμη για να τη χάσει, και γίνονται φίλες για μια ζωή. Σύντομα στη ζωή της μπαίνει και ο αδελφός της Erika, Klaus. Η Annemarie συμμεριζόταν επίσης και την απέχθεια των Mann για την ναζιστική ιδεολογία και το κόμμα του Χίτλερ που σταθερά ενισχυόταν και αναδυόταν σαν καθοριστική πολιτική δύναμη στην Γερμανία Η αντιναζιστική της τοποθέτηση την έφερε αντιμέτωπη με την οικογένεια της, που τόσο για λόγους καταγωγής, αλλά και οικονομικών συμφερόντων συντασσόταν με το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Οι εντάσεις με τους γονείς της, οι οποίοι απαιτούσαν να απομακρυνθεί η κόρη τους από τους δηλωμένους αντιναζί Mann, κάποια στιγμή κορυφώθηκαν. Αψηφώντας τις επιθυμίες τους εκείνη πράττει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που της ζητάνε: χρηματοδοτεί τον Klaus Mann για να εκδώσει το αντιναζιστικό λογοτεχνικό περιοδικό Die Sammlung. Όταν η πίεση της οικογένειας της έγινε αφόρητη έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της, γεγονός που προκάλεσε μείζον σκάνδαλο στην συντηρητική καλή κοινωνία της Ελβετίας και προκάλεσε τεράστια ρήξη με τους γονείς της, ιδίως με την μητέρα της.

Η σχέση της Annemarie με τη μητέρα της υπήρξε πάντα ανταγωνιστική παρά τα πλείστα κοινά στοιχεία που είχαν οι δύο γυναίκες. Ήταν και οι δύο δυναμικές, αθλητικές και είχαν σχέσεις με άλλες γυναίκες. Η μουσικόφιλη μητέρα της Renée γοητεύτηκε από τις όπερες του Βάγκνερ, καθώς επίσης και από μια Γερμανίδα μέτζο σοπράνο που τις ερμήνευσε, την Emma Krüger. Η Renée παραδόθηκε στη φωνή και στην ερμηνευτική ικανότητα της Emma και ανέπτυξε μια έντονη και παραπάνω από τρυφερή σχέση μαζί της, κάτω από την ανοχή του μπαμπά Alfred. Η Emma έμενε, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια Schwarzenbach στα καλύτερα δωμάτια στο Bocker. Ο πατέρας της Annemarie έκανε τα στραβά μάτια στις μακρόχρονες σχέσεις της γυναίκας του. Αντιθέτως οι σχέσεις της κόρης του δεν διαρκούσαν ποτέ πάνω από χρόνο. Οι απαιτήσεις, ο έντονος βίος και οι καταχρήσεις δεν επέτρεπαν στους άλλους να μείνουν κοντά της για πολύ. Μόνο ο επιστήθιος φίλος της Klaus ακολουθούσε τους ρυθμούς της Annemarie, και μαζί με εκείνον ξεκίνησε τα μακρινά ταξίδια σε προορισμούς άγνωστους στους περισσότερους Ευρωπαίους. Μαζί με τον Klaus οργάνωσαν το πρώτο ταξίδι τους με αυτοκίνητο στην Περσία το 1932, και ακολούθησαν ταξίδια στην Ιταλία, την Γαλλία και την Σκανδιναβία. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε και έγινε η μούσα της φωτογράφου Marianne Breslauer. Το 1933 ταξίδεψαν μαζί στα Πυρηναία, για ένα ρεπορτάζ που στάθηκε η αφορμή για να ασχοληθεί η Schwarzenbach και με την φωτογραφία. Πάντα έτοιμη για νέες περιπέτειες, στην επιστροφή της από την Ισπανία συνόδευσε τον Klaus Mann σε ένα συνέδριο συγγραφέων στη Μόσχα, σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας πριν από τον σταλινικό τρόμο. Μετά από αυτό το ταξίδι του πρότεινε να παντρευτούν παρότι εκείνη ήταν λεσβία κι εκείνος bisexual, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε έναν τέτοιο γάμο.

Μετά την άρνηση του Klaus, η Annemarie στρέφεται σε έναν ομοφυλόφιλο Γάλλο διπλωμάτη τον Claude Acchille Clarac. Ο γάμος τους πραγματοποιείται την άνοιξη του 1935, γεγονός που διευκόλυνε την ζωή και των δύο. Εκείνος αποκτά ένα κοινωνικό «άλλοθι» και η Annemarie αποκτά διπλωματικό διαβατήριο, έναν πολύτιμο σύμμαχο για να συνεχίσει τα ταξίδια της σε απρόσιτες περιοχές με μεγαλύτερη ασφάλεια. Αφού περνάνε μαζί με τον Claude κάποιους μήνες στην Τεχεράνη, καταφεύγουν σε ένα απομακρυσμένο σπίτι στην εξοχή για γλιτώσουν από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Εκεί, απομονωμένη και μακριά από την έντονη ζωή στην οποία έχει συνηθίσει, η Schwarzenbach στρέφεται ξανά στην μορφίνη και πλέον εθίζεται σ’ αυτήν για τα καλά. Μην αντέχοντας την ζωή της συζύγου ενός διπλωμάτη, παίρνει το αυτοκίνητο της και αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελβετία μέσω Ρωσίας και Βαλκανίων. Τεκμηριώνει φωτογραφικά και σε αυτό το ταξίδι της την ζωή στην ύπαιθρο, τα κτήρια και τα ενδιαφέροντα μνημεία που συναντά, ενώ καταγράφει τα πάντα κατά την συνήθεια της στο ημερολόγιο της. Επί έναν περίπου χρόνο ζει σε ένα σπίτι που νοικιάζει στο γραφικό χωριουδάκι Σιλς και γράφει ένα βιβλίο για τον Ελβετό ορειβάτη Lorentz Salantin. Το 1937 και 1938 ταξιδεύει στην Ευρώπη, αφιερώνοντας πολύ χρόνο στην Αυστρία, την Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία και καταγράφει με τον φακό και την πένα της την άνοδο του Ναζισμού.

Μετά από αυτό το ταξίδι ακολουθεί την φίλη της Αμερικανίδα φωτογράφο Barbara Hamilton-Wright στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες επισκέπτεται για πρώτη φορά. Έφτασε σε μια εποχή που η Αμερική δοκιμαζόταν από μεγάλη κοινωνική και οικονομική αναταραχή λόγω της Ύφεσης. Περιηγήθηκε οδικώς την αχανή αυτή χώρα ακολουθώντας αρχικά τους αυτοκινητοδρόμους που εκτείνονται στην ανατολική ακτή και στη συνέχεια ταξίδεψε στο Βορά και τις βιομηχανικές πόλεις, όπως το Πίτσμπουργκ, απαθανατίζοντας την ζωή των φτωχών εργατών, των μαύρων και των περιθωριακών πολιτών της Γης της Ελευθερίας. Έβγαλε πολλές εντυπωσιακές φωτογραφίες που απεικονίζουν τη δυστυχία και τα βάσανα των πληγέντων. Οι δραστηριότητες της εκεί προκάλεσαν για μία ακόμα φορά την μήνη της οικογένειας της καθώς συγκινημένη από τις δυσκολίες που έβλεπε να αντιμετωπίζουν οι βιομηχανικοί εργάτες πρόσφερε τη στήριξη της στις προσπάθειες τους να συνδικαλιστούν, αν και η οικογένεια Schwarzenbach είχε στην ιδοκτησία της πολλά εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στις ΗΠΑ. Η αναζήτησή της για την Άλλη Αμερική την οδήγησε αργότερα στον Νότο, όπου κατέγραψε τον ρατσισμό και τις διακρίσεις που εξακολουθούν να επικρατούν σε αυτές τις περιοχές.

Το 1939 ξεκινάει άλλο ένα επικών διαστάσεων οδικό ταξίδι μαζί με την εθνολόγο Ella Maillart προς το Αφγανιστάν. Η Ella κρυφά έλπιζε ότι η περιπέτεια αυτή θα δώσει στην Annemarie τις συγκινήσεις που αποζητούσε και θα την βοηθούσε να απεξαρτηθεί από την μορφίνη, αλλά μάταια. Οι δύο γυναίκες ξεκίνησαν από την Γενεύη με ένα μικρό Φορντ και κατέληξαν στον προορισμό τους αφού πρώτα πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα και την Τεχεράνη. Η άφιξη τους στην Καμπούλ συνέπεσε με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και παρά τις ενστάσεις της Ella για την κακή της υγεία η Annemarie επέμεινε να συνεχίσει το ταξίδι μόνη της στο Τουρκμενιστάν και οι δρόμοι τους χώρισαν εκεί.

Επόμενος προορισμός της αεικίνητης Ελβετίδας ήταν πάλι οι ΗΠΑ όπου συναντά ξανά τους Mann και ξετρέλανε την 23άχρονη ανερχόμενη συγγραφέα Carson McCullers. «Είχε ένα πολύ όμορφο πρόσωπο που, κατάλαβα αμέσως, πως θα με στοίχειωνε μέχρι το τέλος της ζωής μου με τον αέρα της απροσδιόριστης θλίψης… Μπροστά σε μια τέτοια μεγαλοπρέπεια, δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τη συνάντηση του Mushkine με τη Nastasia στον Ηλίθιο, όταν βιώνει τρόμο, οίκτο, αγάπη. Μου ζήτησε από τη πρώτη στιγμή να την φωνάζω Annemarie και γίναμε αμέσως φίλες». Έτσι περιέγραψε η Carson McCullers τη συνάντησή της τον Οκτώβριο του 1940 με την Annemarie Schwarzenbach. Η νεαρή Αμερικανίδα συγγραφέας, είχε μόλις φτάσει στη Νέα Υόρκη χάρη στην επιτυχία του πρώτου της μυθιστορήματος, «The Heart is a Lonely Hunter». Το γεγονός ότι η Carson ήταν ήδη παντρεμένη και συνοδευόταν από τον σύζυγό της, δεν την εμπόδισε από το να ερωτευτεί παράφορα την όμορφη και σαγηνευτική Ελβετίδα. Αλλά Annemarie εκείνη την εποχή είχε μια θυελλώδη σχέση με την σύζυγο του Γερμανού αυτοκινητοβιομηχάνου Βαρώνη Margot von Opel και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο πάθος της Carson McCullers, αν και της άρεσε πολύ και εκτιμούσε, εκτός από το μυθιστόρημά της, τις συγγένειες που τις έφεραν πιο κοντά: και οι δύο είχαν δημοσιεύσει το πρώτο τους βιβλίο στα 23, είχαν αφήσει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στο πιάνο, υπέφεραν από την κυριαρχία αυταρχικών και κτητικών μητέρων, και οι δύο έγραφαν για τη μοναξιά και την απελπισμένη λαχτάρα για αγάπη. Χωρίς μνησικακία, η Carson McCullers θα αφιέρωσει το δεύτερο μυθιστόρημά της «Reflections in a Golden Eye» (1941) στην Annemarie. «Αγαπητή Carson, Είναι μια αποζημίωση για εμένα να διαπιστώνω ότι υπάρχει ένα ταλέντο τόσο μεγάλο όσο το δικό σου, καθώς διαβάζω ένα βιβλίο σαν αυτό», της έγραψε από την Αφρική. «Θυμάμαι τις στιγμές που καταλάβαμε η μια την άλλη, πόσο αγαπήσαμε η μια την άλλη. Μην ξεχνάς ποτέ αυτή την τρομερή υποχρέωση που έχεις να γράφεις, να προσέχεις και φροντίζεις καλά τον εαυτό σου». Χρόνια αργότερα, σε ένα δοκίμιο, η Carson McCullers θα έγραφε αναφερόμενη ξανά στην, ήδη νεκρή, αγαπημένη της: «Το πρόσωπό της έμοιαζε σαν να ήταν ζωγραφισμένο από τον Donatello, τα κοντά μαλλιά της σαν αγοριού, το σκούρο μπλε βλέμμα της σε εξέταζε διαπεραστικά, το στόμα της ήταν παιδικό και γλυκό».

Η Annemarie όμως τρέφοντας ακόμα ερωτικά αισθήματα για την Erika Mann αποπειράται ξανά να αυτοκτονήσει, βυθίζεται ακόμα περισσότερο στα ναρκωτικά και εντέλει επιστρέφει στην Ελβετία μόνο και μόνο για να οργανώσει το επόμενο ταξίδι της. Φεύγει πρώτα για το Βελγικό Κονγκό ως ανταποκρίτρια, μετά επισκέπτεται την Λισαβόνα και στη συνέχεια σμίγει με τον σύζυγο της Claude στο Μαρόκο πριν επιστρέψει για τελευταία φορά στο σπίτι της στο Σιλς της Ελβετίας. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 πηγαίνει μια βόλτα με ποδήλατο της. Πιστή στην ριψοκίνδυνη φύση της σηκώνει τα χέρια της από το τιμόνι για να αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά και στις επικίνδυνες στροφές της κατάβασης από το βουνό. Το αποτέλεσμα είναι να πέσει, να χτυπήσει το κεφάλι της και να μείνει σε κώμα για τρεις ημέρες. Όταν συνήλθε είχε αμνησία και μετά από δύο περίπου μήνες πέθανε. Η μητέρα της, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά την δυναστική της ιδιοσυγκρασία πετυχαίνει επιτέλους να ασκήσει απόλυτο έλεγχο στην αδύναμη κόρη της: δεν επιτρέπει σε κανέναν φίλο της να την επισκεφθεί όσο είναι τραυματισμένη, ούτε ακόμα στον σύζυγο της, ενώ όταν η Annemarie πεθαίνει φροντίζει να κάψει όλα τα ημερολόγια και τις επιστολές της. Ευτυχώς τα υπόλοιπα γραπτά και οι φωτογραφίες της διασώθηκαν από φίλους που είχαν πρόσβαση σε αυτά και πλέον φυλάσσονται στα Ελβετικά Λογοτεχνικά Αρχεία.

Μέσα σε μόλις 34 χρόνια ζωής αυτή η παραγνωρισμένη συγγραφέας, φωτογράφος και περιηγήτρια κατόρθωσε να χωρέσει εμπειρίες και εικόνες που ελάχιστοι σύγχρονοι της γνώρισαν. Ο φακός της επέλεγε να απαθανατίζει όχι τους σπουδαίους και ισχυρούς αλλά του ανθρώπους του μόχθου και του περιθωρίου, σκηνές καθημερινής ζωής, τοπία, ζώα και σπουδαία μνημεία του μακρινού και ένδοξου παρελθόντος της ανθρωπότητας. Έζησε στα άκρα προσπαθώντας να ξεφύγει από την σκιά μιας δεσποτικής μητέρας που θέλησε στο τέλος να σβήσει την ύπαρξη και το πνεύμα της κόρης της καίγοντας τις προσωπικές εξομολογήσεις που μαρτυρούσαν τον αληθινό εαυτό της.

Στη δεκαετία του ’90, η Annemarie Schwarzenbach άρχισε να ανακαλύπτεται εκ νέου και να εκτιμάται το έργο της. Εμφανίστηκε μια σειρά από βιογραφίες, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Vinciane Moescheler (2000) και του Dominique Laure Miermont (2004). Ομοίως είναι διαθέσιμη στα ισπανικά (Anagrama, 2006), η μυθιστορηματική ιστορία της ζωής της γραμμένη από τη Melania G. Mazzucco, «Ella, tan amada», βασισμένη σε αληθινά δεδομένα. Επίσης ένα από τα ταξίδια της Annemarie Schwarzenbach στην Ανατολή ενέπνευσε την ταινία «The Journey to the Kafiristan» (2001), του Fosco Dubini.

Χρήστος Κοψαχείλης, Νοέμβριος 2022

Το τραγούδι που έγραψε γι΄ αυτήν η Suzan Vega: