Η Helga Steffens Paris ήταν μια από τις πιο ριζοσπαστικές μορφές της σύγχρονης γερμανικής φωτογραφίας. Μια καλλιτέχνιδα με εσωστρεφή προσωπικότητα, που έβλεπε την ποίηση στην καθημερινή ζωή και επέλεγε να πλαισιώνει τον κόσμο της περισσότερο με τρυφερότητα παρά με εντυπωσιασμό. Ήταν μια ντροπαλή και προσεκτική παρατηρήτρια, ο φακός της οποίας δεν ήταν ποτέ παρεμβατικός ή θορυβώδης, ποτέ ασαφής, αλλά πάντα ακριβής και ευγενικών προθέσεων. Έβρισκε την ομορφιά στο κοινότοπο, την αλήθεια στο περιθωριακό και το ανεξερεύνητο, ακολουθώντας πάντα τον ρυθμό της ζωής. Το έργο της αντανακλά την εκ μέρους της άνευ όρων προσοχή προς τον άνθρωπο.
Γεννημένη κατά την ταραχώδη περίοδο που οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο η Helga Paris πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο Ανατολικό Βερολίνο, μια πόλη που ήταν διαιρεμένη μέχρι το 1989, στη Γερμανία, μια χώρα που ήταν επίσης διαιρεμένη και διχασμένη. Μέσω της φωτογραφίας, ωστόσο, κατάφερε να ξεπεράσει τα γεωγραφικά και πολιτικά σύνορα. Με μεγάλη ενσυναίσθηση και ξεχωριστή ευγένεια, παρατήρησε και κατέγραψε έναν κόσμο που διαμορφώθηκε από τον πόλεμο, διχάστηκε από την ιδεολογία, αλλά επέζησε από τη λαχτάρα και τα όνειρα. Η Helga, με τις φωτογραφίες της, μετέδιδε αξιοπρέπεια σε όσους την είχαν στερηθεί: εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες, μέλη νεανικών υποκουλτούρων, ηλικιωμένοι, αδύναμοι άνθρωποι, μετανάστες, φίλοι και ξένοι έγιναν τα μοντέλα της, χωρίς να τους κρίνει, παρατηρώντας τους μόνο με σεβασμό και στοργή.
Τίποτα στη ζωή της Helga Steffens δεν προέβλεπε ότι θα γινόταν καλλιτέχνης. Γεννήθηκε από Γερμανούς γονείς στις 21 Μαΐου του 1938, στο Gollnow της Πομερανίας, το σημερινό Goleniów, που ανήκει πια στην Πολωνία. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά μιας οικογένειας της εργατικής τάξης. Ο παππούς της, Greulich, είχε ταξιδέψει στο παρελθόν μέχρι το Βερολίνο με τη μητέρα της Helga, τη μεγαλύτερη κόρη του Gertrud, κατά τη διάρκεια της επαναστατικής αναταραχής του 1918, για να της γνωρίσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η Gertrud, είχε ακολουθήσει τον σύζυγό της Wilhelm Steffens, στοιχειοθέτη τυπογραφείου στο επάγγελμα και κομμουνιστή στις πολιτικές πεποιθήσεις του, από τη γενέτειρά της, το Zossen του Βρανδεμβούργου, μέχρι την Πομερανία. Στη διάρκεια του Β΄Π.Π, ο Wilhelm και τα μεγαλύτερα αδέρφια της Helga, οι Wilfried και Werner βρίσκονταν στο μέτωπο όταν, τον Μάρτιο του 1945, η μητέρα και οι κόρες της Eva Maria και Helga ενώθηκαν με τα ρεύματα των προσφύγων που έφευγαν από το μέτωπο με κατεύθυνση δυτικά. Στη πορεία της μεγάλης φυγής, τραγικές εικόνες αποτυπώνονται ανεξίτηλα στα παιδικά μάτια της Helga: άνθρωποι με τις χαρακτηριστικές στολές της φυλακής σε βαγόνια τρένων, αεροπλάνα να πετούν χαμηλά, οι βόμβες να πέφτουν σφυρίζοντας με βρυχηθμό, πτώματα.
Helga Paris: Βερολίνο, 1974-1982
Η μητέρα και τα δύο κορίτσια της έφτασαν τελικά στη Zossen, όπου βρισκόταν το αρχηγείο της Ανώτατης Διοίκησης της Γερμανικής Βέρμαχτ από το 1939. Στις 21 Απριλίου του 1945 όμως, η καταχώρηση στο ημερολόγιο της μητέρας αναφέρει λακωνικά: «ΡΩΣΟΙ». Οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού παρέμειναν μέχρι το 1994 στο Zossen-Wünsdorf, όπου και εγκατέστησαν την Ανώτατη Διοίκηση των Σοβιετικών Δυνάμεων στη Γερμανία. Εκεί εγκαταστάθηκε και η Gertrud. Για εκείνη και τις δύο κόρες της, η μικρή πόλη στα νότια του Βερολίνου θα γίνει το νέο τους σπίτι. Άλλωστε ένα μέρος της ευρύτερης οικογένειας της εξακολουθούσε να ζει εκεί: οι γονείς, οι αδερφές, οι κουνιάδες και τα παιδιά τους. Οι άντρες είναι όλοι ακόμα σε πόλεμο.
Τον Μάιο του 1945, ο πατέρας Wilhelm επιστρέφει. Αλλά μόλις δύο μέρες αργότερα, τον συλλαμβάνει μια ρωσική στρατιωτική περίπολος: Δεν είχε έγκυρα χαρτιά και τον οδηγούν σε ένα στρατόπεδο. Ο κομμουνιστής Wilhelm, από μια ειρωνεία της τύχης, δεν θα συμμετάσχει στην οικοδόμηση της νέας εποχής. Η είδηση του θανάτου του στο στρατόπεδο έφτασε στην οικογένεια αρκετά χρόνια αργότερα. Τραγωδία!
Helga Paris: Βερολίνο, 1974-1982
Τα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου χαρακτηρίστηκαν από την ανακουφιστική συνύπαρξη των ορφανών κοριτσιών της οικογένειας με τις θείες και τα παιδιά τους. Μία από τις θείες ήταν τεχνικός φωτογραφικού εργαστηρίου, οπότε η φωτογραφία μπήκε στη ζωή της Helga. Το Βερολίνο, η κοντινή μητρόπολη, αποτελούσε το φυσικό σημείο αναφοράς στην καθημερινότητα όσων ζούσαν στα περίχωρα του κι έτσι όταν η Helga αποφοίτησε από το γυμνάσιο, πήγε στη πρωτεύουσα. Εκεί σπούδασε σχέδιο μόδας στη Τεχνική Σχολή για τη Βιομηχανία Ένδυσης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της ξέσπασε στην Ουγγαρία, το 1956, μια εξέγερση ενάντια στο κομμουνιστικό καθεστώς ο απόηχος της οποίας έφτασε και στην Ανατολική Γερμανία. Στη σχολή της, η Helga εντάχθηκε στον κύκλο γύρω από τον ζωγράφο Ronald Paris, ο οποίος δίδασκε σχέδιο και ιστορία της τέχνης – και στη συνέχεια έγινε σύζυγός της το 1961. Την ίδια χρονιά που χτίστηκε το τείχος του Βερολίνου.
Helga Paris: Βερολίνο, 1974-1982
Οι συχνές επισκέψεις της σε εκθέσεις ζωγραφικής και στις κινηματογραφικές αίθουσες διεύρυνε τους ορίζοντες της ανήσυχης νεαρής γυναίκας. Είναι οι ταινίες του Σεργκέι Αϊζενστάιν, των Ιταλών νεορεαλιστών και του γαλλικού μεταπολεμικού κινηματογράφου (είδε τις ταινίες στο Δυτικό Βερολίνο πριν την κατασκευή του Τείχους), που την γαλούχησαν και την επηρέασαν. Σε αυτά προστέθηκε το θέατρο, Berliner Ensemble, Gorki. Σταδιακά όμως, η ενασχόληση της με τις εικαστικές τέχνες γινόταν όλο και πιο σημαντική στη ζωή της. Μέχρι τη γέννηση του γιου της Robert το 1962, η Helga εργαζόταν ως λέκτορας ενδυματολογίας, αλλά χωρίς κανένα ενθουσιασμό: «Η μόδα δεν ήταν πια το όνειρό μου, γιατί στην Ανατολική Γερμανία όλα ήταν τόσο τυποποιημένα και όχι η ελεύθερη μόδα που είχαμε ονειρευτεί». Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, γεννήθηκε η κόρη της, Jenny. Όπως κι όλες οι άλλες μητέρες, σε αυτή τη φάση της ζωής της, η Helga Paris σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή για να αποτυπώσει την οικογενειακή ζωή και τα παιδιά της. Ο πρώτος που εκτίμησε τη δουλειά της ήταν ο οικογενειακός φίλος και μετέπειτα γνωστός φωτογράφος Peter Voigt, όταν είδε μια φωτογραφία της με τα παιδιά της να φορούν μάσκες ζώων, και την ενθάρρυνε να συνεχίσει. Ήταν το 1967, όταν η Helga αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά με τη φωτογραφία και να φωτογραφίζει συνειδητά, χωρίς καμία επίσημη εκπαίδευση ή μεγάλες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες. Μεγαλωμένη από έναν αστερισμό δυναμικών γυναικών, που κατέγραφαν με εμμονή την οικογενειακή ζωή, η Paris αντιμετώπισε αρχικά τη φωτογραφία, όχι ως τέχνη, αλλά ως μια οικεία, σχεδόν μητρική πρακτική μνήμης.
«Στην οικογένειά μου, από τη δεκαετία του 1930, τραβούσαμε πολλές απλές φωτογραφίες: ερασιτεχνικές, μικρές ασπρόμαυρες με βινιεταρισμένες άκρες. Ο ερασιτέχνης είναι ο εραστής που βγάζει φωτογραφίες από στοργή, και αυτό είχε βαθιά απήχηση μέσα μου. Έχω ακόμα μια σειρά από κουτιά παπουτσιών γεμάτα με αυτές τις παλιές φωτογραφίες από την πρώιμη παιδική μου ηλικία. Αυτές τις εικόνες έχω και στο κεφάλι μου. Νομίζω ότι μου έκαναν πραγματικά εντύπωση. Από την ενασχόλησή μου με τη μόδα, απέκτησα γνώσεις αισθητικής και σύνθεσης, έτσι ώστε οι αυτοδίδακτες δεξιότητές μου στη φωτογραφία να μπορέσουν να αναπτυχθούν γρήγορα».
Χάρη στην περιέργειά της και την προσπάθειά της να κατανοήσει τον κόσμο, η εκπαιδευμένη σχεδιάστρια μόδας, βρήκε τον τρόπο να δημιουργεί βλέποντας μέσα από το τετράγωνο σκόπευτρο μιας Flexarett, της τσέχικης φωτογραφικής μηχανής της αντίστοιχης της Rolleiflex 6Χ6. Άλλωστε, η ζωή είναι μια συνεχής διαδικασία προσέγγισης του αγνώστου και ανακάλυψης των νέων πραγμάτων με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι. Η Paris προσέγγισε τη φωτογραφία με το μάτι ενός ζωγράφου και την ευαισθησία του συγγραφέα ενός προσωπικού ημερολογίου. Εμπνευσμένη από τη σύγχρονη ζωγραφική της εποχής της, μετέφρασε τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας στην οπτική γλώσσα του ασπρόμαυρου φιλμ.
«Για πολύ καιρό, η σχέση μου με τη φωτογραφία ήταν ανόθευτη από οποιοδήποτε είδος φωτογραφικής παιδείας. Τα οπτικά μου ερεθίσματα διαμορφώθηκαν από τα τέσσερα χρόνια σπουδών σχεδίου μόδας και – λόγω της συμβίωσης μου με τον ζωγράφο Ronald Paris – από τη ζωγραφική. Στα πρώτα μου βήματα επηρεάστηκα από το γραφιστικό έργο του Edvard Munch και του Max Beckmann. Ο Werner Heldt ήταν επίσης μια ανακάλυψη για μένα. Ένας ξεχασμένος ζωγράφος, του οποίου τα γαλήνια, καθαρά, έντονα σχέδια με κάρβουνο των δρόμων στο Βερολίνο με εντυπωσίασαν πολύ. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Francis Bacon. Τώρα γνωρίζουμε πόσο εξαιρετικά σημαντικό ήταν το έργο του Bacon για τη μεταγενέστερη ζωγραφική. Εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα από τα πορτρέτα του και από το πώς ο Bacon προσέγγιζε την προσωπικότητα αναδιαμορφώνοντας την ανθρώπινη εικόνα. Ο Bacon τόνιζε συχνά ότι χρησιμοποιούσε συμβατικές διαδικασίες, ότι δεν χρησιμοποιούσε τις λεγόμενες avant-garde τεχνικές και ότι δεν ήθελε να εφεύρει νέες μεθόδους. Δεν ένιωθε ότι ήταν μέρος της avant-garde. Δεν χρειαζόταν να είναι, επειδή αυτό που ήθελε να εκφράσει βρισκόταν σε διαφορετικό πεδίο: πρόκειται για σωματικό και συναισθηματικό σοκ».
Helga Paris: Müllfahrer (Συλλέκτες σκουπιδιών, 1972)
Η καριέρα της Paris εξελίχθηκε αργά, διαμορφωμένη από μακροχρόνιο ενδιαφέρον και διαρκή επιδίωξη ανθρώπινων σχέσεων. Η φωτογραφική μηχανή δεν της ήταν εργαλείο απομακρυσμένης παρατήρησης, αλλά μιας ήσυχης εγγύτητας. Περνούσε χρόνο με τα θέματά της – τους γείτονές της, τους θαμώνες των μπαρ, τους εργάτες, τους φίλους των παιδιών της – περιμένοντας μέχρι να νιώσει τη κατάλληλη στιγμή για να τραβήξει ένα μόνο καρέ. Η Helga Paris φωτογράφιζε μόνο ό,τι ήταν κοντά στην καρδιά της. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ «φωτογραφική αγορά» στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και ότι είχε ελάχιστες ευκαιρίες έκθεσης, της έδωσε μια μεγάλη ελευθερία για να φωτογραφίζει μόνο ότι την ενδιέφερε πραγματικά.
Helga Paris: Berliner Kneipen (Pub του Βερολίνου, 1975)
Τα πρώτα θέματα που φωτογράφισε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, έκτος από την οικογένειά της, ήταν οι γείτονες της στη πολυκατοικία που έμενε και οι εργαζόμενοι εκεί γύρω. Οι πρωταγωνιστές της πρώτης της σειράς ήταν μια ομάδα σκουπιδιάρηδων, τους οποίους ακολούθησε στη διαδρομή τους, από νωρίς το πρωί μέχρι να πάνε για ποτό μετά τη δουλειά. Μετά ενδιαφέρθηκε για τη κρεοπώλισσα, τους μηχανικούς, τους χαμάληδες που μετέφεραν βαριά φορτία στη πλάτη τους. Η Helga Paris έκανε όλους αυτούς τους ανθρώπους άξιους της τέχνης της. Στη συνέχεια άρχισε να συχνάζει και να φωτογραφίζει στις λαϊκές, συνοικιακές Βερολινέζικες pub. Η αφορμή γι’ αυτή τη σειρά ήταν η θεία της Όλγα, που στεκόταν πίσω από τον πάγκο μιας pub για πάνω από τριάντα χρόνια. Οι pub του Ανατολικού Βερολίνου εκείνης της εποχής ήταν τα πιο ανθρώπινα από όλα τα μαγαζιά, στα οποία θα μπορούσαν να συχνάζουν οι κάτοικοι μιας γειτονιάς για να γιορτάσουν όλοι μαζί γενέθλια, επετείους, το κάθε νεογέννητο. Σε σύγκριση με τα μεγάλα εστιατόρια, ήταν σαν μια επαρχιακή πόλη σε σχέση με μια μητρόπολη. Οι τακτικοί θαμώνες τους – πολλοί από αυτούς γνωρίζονταν για δεκαετίες – ήταν περήφανοι λέγοντας ότι δεν είναι το είδος του μέρους που θα πήγαινε ένας αξιοπρεπής άνθρωπος. Ωστόσο, οι περισσότεροι εκτιμούσαν την αξία τέτοιων χώρων – την ιστορική αλλά και ειδικότερα την κοινωνική τους αξία. Ακολούθως καταπιάστηκε με ένα δύσκολο θέμα φωτογραφίζοντας ηλικιωμένους και ανήμπορους στα σπίτια τους ή σε γηροκομεία. Αν και η τρυφερή ματιά που ρίχνει στους απόμαχους της ζωής είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο η Paris πλησιάζει τα θέματά της, εν τούτοις το τελικό αποτέλεσμα δεν ξεπερνά εν πολλοίς μια απλή δημοσιογραφική καταγραφή.
Helga Paris: Berliner Jugendliche (Νεολαία του Βερολίνου), 1981-1982
Στις αρχές της δεκαετίας του΄80, εμφανίστηκαν οι πρώτοι πανκ στη γειτονιά της, στο Prenzlauer Berg του Βερολίνου: κορίτσια με πολύχρωμα μαλλιά και περίεργα χτενίσματα, αγόρια με δερμάτινα μπουφάν, παραμάνες στα αυτιά και το Α της αναρχίας μέσα σε κύκλο ζωγραφισμένο στα ρούχα τους. Η Helga Paris παρακολουθούσε με γοητεία, αλλά και με επιφύλαξη τις δραστηριότητες τους. Αρχικά ήταν απογοητευμένη από την επιθετικότητα της μουσικής που ακουγόταν στις συναυλίες τους. «Τους φοβόμουν στην αρχή γιατί είχαν τόσο πολεμική εμφάνιση. Μετά όμως άρχισαν να έχουν και τα δικά μου παιδιά πράσινα και κόκκινα μαλλιά, όπως και οι φίλοι τους, που μαζευόντουσαν στο σπίτι μας», αναπολεί έχοντας τα γκρίζα μαλλιά της πιασμένα κότσο στο πίσω μέρος του λαιμού της. Οι νέοι σε εκείνη την ηλικία, πολύ περισσότερο αφού ανήκαν σε μια περιθωριακή κοινότητα, είχαν τη τάση να κυκλοφορούν σε μεγάλες παρέες, ακριβώς για να θεωρούνται μέρος αυτής της ομάδας. Η Paris θέλησε να τους φωτογραφίσει, αλλά ήταν σημαντικό για εκείνη να τους δείξει ατομικά. Χρησιμοποίησε το χώρο της, ένα παλιό διαμέρισμα γεμάτο με βιβλία τέχνης, ή το κλιμακοστάσιο επειδή οι περισσότεροι ήταν φίλοι των παιδιών της και έμεναν συχνά μαζί τους. Στη πορεία ανακάλυψε τι ευαίσθητα και γλυκά πλάσματα ήταν. Σε ένα χαρακτηριστικό πορτρέτο αυτής της σειράς με το τίτλο «Berliner Jugendliche», (Νεολαία του Βερολίνου), ο Almö, o ονειροπόλος πανκ με τα ξανθά βαμμένα μαλλιά χτενισμένα όρθια σαν καρφιά και το πλήθος των κονκάρδων στα πέτα, ποζάρει αγέρωχα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Όταν η Paris εκτύπωσε τη φωτογραφία πρόσεξε με συγκίνηση ότι το αγόρι κρατούσε το άλλο χέρι του κάτω από το τσιγάρο για να μην πέσει η στάχτη στο πάτωμά! Οι συναισθηματικές αποχρώσεις αυτών των φωτογραφιών με την αυστηρή σύνθεση εξακολουθούν να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των θεατών ακόμη και σήμερα. Οι εσωτερικές αμφιθυμίες αυτών που απεικονίζονται γίνονται σχεδόν απτές, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι η Paris τους φωτογράφισε ως ευαίσθητα και εκφραστικά άτομα σε μια στιγμή αυξανόμενης αυτογνωσίας και εξέγερσης, που αναζητούν την ελευθερία, ενώ δεν έχουν ακόμα βρει τη θέση τους στην κοινωνία.
Helga Paris: Sven Marquardt, 1981 – Sven Marquardt, 2018
Ανάμεσα στους πανκ που φωτογράφισε, ξεχωρίζει με το ιδιαίτερο κούρεμα σε στυλ Μοϊκάνου, ο γνωστός, σήμερα, φωτογράφος Sven Marquardt, ο οποίος απέκτησε τις πρώτες του φωτογραφικές γνώσεις πλάι στη Paris. Βέβαια ο Marquardt είναι ακόμη πιο γνωστός ως ο φοβερός «πορτιέρης» στο Berghain του Βερολίνου, ένα από τα πιο διάσημα κλαμπ στον κόσμο, το οποίο έχει ονομαστεί η «παγκόσμια πρωτεύουσα της μουσικής techno».
«Πάντα με ενδιέφεραν μόνο οι άνθρωποι. Η ανάγκη της φωτογραφικής καταγραφής της καθημερινότητας ξεκίνησε από μια εσωτερική ανάγκη. Στην Ανατολική Γερμανία, μόνο αισιόδοξες και χαρωπές φωτογραφίες εμφανίζονταν στις εφημερίδες και στο κοινό. Η πραγματική ζωή δεν τεκμηριώθηκε σχεδόν ποτέ».
Helga Paris: Λειψία, Hauptbahnhof, 1981-1982
Τη διετία 1981-1982, η Paris ταξίδευε συχνά στη Λειψία με το τραίνο. Το εστιατόριο Mitropa, στο κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό με την ερειπωμένη αρτ νουβό διακόσμηση, ήταν το δεύτερο σπίτι για τους φοιτητές, τους στρατιώτες του NVA (Εθνικού Λαϊκού Στρατού) και τους επαγγελματίες κάθε είδους που ταξίδευαν. Στις ατέλειωτες ώρες της αναμονής στο σταθμό από τις συχνές καθυστερήσεις των τραίνων, η Paris φωτογράφιζε τους ταξιδιώτες να σέρνουν κατάκοποι τις βαλίτσες τους, αλλά και τους επαγγελματίες του χώρου: Έναν κύριο με πουκάμισο με λαχούρια πίσω από τον γκισέ, να πουλάει λαχειοφόρους λαχνούς, μια μεσόκοπη κυρία με κατάλευκη στολή, έξω από τις γυναικείες τουαλέτες, τις ζαχαροπλάστισσες πίσω από τις προθήκες με τα γλυκά. Από όλους όμως τους ανθρώπους που σύχναζαν ή εργαζόντουσαν στο αλαλούμ του Hauptbahnhof της Λειψίας και τους οποίους είχε φωτογραφίσει η Paris, ξεχωρίζει ένας εμφανίσιμος σερβιτόρος, που φορά ένα τεράστιο, πολύ αστείο παπιγιόν. Η Helga, τον απεικόνισε μαεστρικά, με τρόπο τόσο τρυφερό όσο και πρωτότυπο, που η φωτογραφία ξεχειλίζει από ποιητική θλίψη. Για την αιωνιότητα.
Helga Paris: Λειψία, Hauptbahnhof, 1981-1982
«Θα φωτογραφίσω τη Halle», ήταν η αυθόρμητη αντίδραση της Helga Paris όταν, σε μια συνάντηση με συναδέλφους και καλλιτέχνες στο Ανατολικό Βερολίνο το 1983, ο φωτογράφος Arno Fischer (1927-2011) πρότεινε στην ομήγυρη να φωτογραφίσουν συστηματικά την Ανατολική Γερμανία, όπως έκαναν οι φωτογράφοι τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 για λογαριασμό του F.S.A. της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η Paris ανταποκρίθηκε στην πρόκληση και άρχισε να τεκμηριώνει τη Halle an der Saale, μια παραδοσιακή βιομηχανική πόλη στην κεντρική Γερμανία, η ζωή της οποίας εξαρτιόταν από τη χημική βιομηχανία της περιοχής. Η κόρη της σπούδαζε στο εκεί πανεπιστήμιο για να γίνει χρυσοχόος και έτσι η Helga την επισκεπτόταν συχνά. Η Halle είχε γλυτώσει, σε μεγάλο βαθμό, από την καταστροφή στον πόλεμο. Επί σοσιαλισμού, σαράντα χρόνια αργότερα, η πόλη διατηρούσε ακόμα την προπολεμική της μορφή. Οι Αρχές χρηματοδοτούσαν, κατά κύριο λόγο, την κατασκευή σύγχρονων διαμερισμάτων σε τεράστιες, ομοιόμορφες πολυκατοικίες στα περίχωρα, με αποτέλεσμα το κέντρο της παλιάς πόλης να προσφέρει μια εικόνα παρακμής με ερειπωμένες προσόψεις διατηρητέων κτιρίων, άδειους δρόμους, μισογκρεμισμένες στέγες και σημάδια εμφανούς εγκατάλειψης, μια «Ντίβα στα γκρι». Η Helga Paris γοητεύτηκε από την υπό εξαφάνιση παλιά ομορφιά των κτιρίων και θεώρησε καθήκον της να τη διατηρήσει στις φωτογραφίες της πριν εξαφανιστεί εντελώς. Για δύο χρόνια οδηγούσε με το Trabant της 175 χιλιόμετρα νότια από το Βερολίνο αποφασισμένη να φωτογραφίσει τη Halle σαν να ήταν μια «ξένη πόλη σε μια ξένη χώρα».
Helga Paris: Halle, Buildings and Faces, 1983-1985
Ξεκίνησε να τραβάει στιγμιότυπα της αστικής ζωής, εστιάζοντας σε δρόμους με σπίτια και περαστικούς. Οι κυρίαρχες γκρίζες προσόψεις και οι άδειοι δρόμοι ήταν μια μεταφορά για τις καταρρέουσες πρώην βεβαιότητες. Ωστόσο, οι ντόπιοι, που ένιωθαν εκτεθειμένοι στην «καθημερινή τους μιζέρια», αντιδρούσαν με κραυγαλέα δυσπιστία και επιθετικότητα. Αρνήθηκαν να συμπεριληφθούν ως κομπάρσοι σε ένα πανόραμα της πόλης τους. Ένιωθαν παγιδευμένοι. Προσπαθούσαν να αποσπάσουν το φιλμ από την μηχανή της και συχνά καλούσαν την αστυνομία. Αυτό την ώθησε να επανεξετάσει την προσέγγισή της και τελικά να χωρίσει το έργο της σε αποτυπώσεις κτιρίων και πορτρέτα ανθρώπων. Με την πάροδο του χρόνου και την επιμονή της, τελικά, κέρδισε την εμπιστοσύνη των κατοίκων. Απέφευγε να τους ξαφνιάζει φωτογραφίζοντάς τους εν αγνοία τους. Άρχισε πρώτα να τους μιλά, να τους διαβεβαιώνει ότι δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα που δεν θα ήθελαν να κάνουν και μόνο όταν είχε την απόλυτη αποδοχή τους σήκωνε τη μηχανή. «Ρωτούσα τον κάθε άνθρωπο χωριστά αν ήθελε να τον φωτογραφίσω. Και όταν έγινε σαφές ότι δεν προερχόμουν από κάποια επίσημη αρχή, ούτε φαινόταν ότι συνεργαζόμουν με τη Στάζι, κέρδισα την εμπιστοσύνη τους».
Helga Paris: Halle, Buildings and Faces, 1983-1985
Στα πορτρέτα της Helga Paris κανείς δεν έπρεπε να είναι «αισιόδοξος για το μέλλον», όπως πρόσταζε τότε η Κυβέρνηση. Με τη χαλαρή της προσέγγιση, την υπομονή και την ενθάρρυνση κατάφερε να εξερευνήσει πρόσωπα, να καταγράψει στάσεις και αυθόρμητες χειρονομίες διατηρώντας πάντα την απαραίτητη απόσταση χωρίς ποτέ να γίνεται ενοχλητική. Καλλιέργησε μια δυνατή και συνάμα ευαίσθητη τεχνική πορτρέτου, η οποία δεν προέκυψε από καμία σχολή φωτογραφίας, που διαμορφώνει στυλ και δεν ακολούθησε καμία καθιερωμένη τεχνική τάση. Υπηρέτησε μια φωτογραφική τέχνη που γεννήθηκε από αγάπη για την ανθρωπότητα. Σ΄ ένα χαρακτηριστικό πορτρέτο της στη Halle, απεικονίζει μια σωματώδη ηλικιωμένη κυρία με παλτό και καπέλο. Προφανώς τη φωτογράφισε καθώς επέστρεφε σπίτι από μια βόλτα. Στέκεται αγέρωχη σε έναν έρημο δρόμο, κοιτάζει κατευθείαν την κάμερα, με το αριστερό της χέρι στην τσέπη του παλτού της. Με το δεξί χέρι στο ύψος του στήθους, κρατά ένα τεράστιο, μυτερό, μαύρο φτερό φασιανού κατακόρυφα προς τον ουρανό σαν να ήταν μάγισσα. Μια εικόνα αυτό-επιβεβαίωσης, σε αντίθεση με όλες τις αντίξοες συνθήκες.
Helga Paris: Diva in Grey – Halle, Buildings and Faces, 1983-1985
Αυτή η σειρά των φωτογραφιών με τίτλο «Buildings and Faces», στην οποία άνθρωποι και αστικό περιβάλλον συμμετέχουν σε έναν σιωπηλό διάλογο μεταξύ τους, επρόκειτο να παρουσιαστεί σε μια γκαλερί στο παλιό κέντρο της Halle, το 1986. Αν και δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις της Helga Paris να καταγγείλει την υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων, η εικόνα της παρακμάζουσας αρχιτεκτονικής της πόλης και η αμφισβήτηση της επίσημης σοσιαλιστικής αφήγησης περί προόδου και ευημερίας δυσαρέστησε την ηγεσία του κυβερνόντος κόμματος SED (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας), διότι θεώρησε ότι η εικόνα που προβάλλεται μέσω των φωτογραφιών της ήταν πολύ αρνητική για το καθεστώς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, λίγο πριν τα εγκαίνια, με τον κατάλογο ήδη τυπωμένο, να απαγορευτεί η έκθεση, δημιουργώντας έτσι μεγαλύτερη φασαρία ακριβώς επειδή δεν πραγματοποιήθηκε. Η Paris περιορίστηκε να δείχνει αυτή την αμφίθυμη σειρά των φωτογραφιών της Halle, που γρατζουνούσε τη γυαλιστερή επιφάνεια της σοσιαλιστικής Γερμανίας, μόνο ιδιωτικά σε φίλους. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, οι αμφιβολίες και οι υποκριτικές δηλώσεις των κυβερνώντων για τη νίκη του σοσιαλισμού δεν μπορούσαν πια να κρυφτούν ή να αποσιωπηθούν. Το 1990, μετά τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας, η έκθεση θα πραγματοποιηθεί συνοδευόμενη από ένα βιβλίο με τίτλο «Diva in Grey», που περιείχε της φωτογραφίες της Paris μαζί με λογοτεχνικά κείμενα.
Helga Paris: Εργαζόμενες στο Εργοστάσιο Ένδυσης VEB Treffmodelle, 1984
Το 1984, σε μια ανάθεση από την Εταιρεία Φωτογραφίας της ΛΔΓ, η Paris επέλεξε να φωτογραφίσει τις εργαζόμενες στο Εργοστάσιο Ένδυσης VEB Treffmodelle. Καθώς είχε κάνει τη πρακτική στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, ήταν εξοικειωμένη με τις συνθήκες εργασίας εκεί και γνώριζε τις παλαιότερες από τις εργάτριες. Οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο χώρο εργασίας με φυσικό φωτισμό και ελάχιστη σκηνοθεσία, αποτυπώνουν την απτή αξιοπρέπεια, τη γυναικεία φιλαρέσκεια, αλλά και την ανεξάντλητη αντοχή τους στην εργασία σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα που συνήθως απεικονιζόταν με κλισέ. Η Paris εξήγησε στις εργαζόμενες ότι δεν ήθελε κάτι το ιδιαίτερο από αυτές και τους ζήτησε να καθίσουν ή να σταθούν όπως τους βόλευε. Αυτό δημιουργούσε το μεταξύ τους αίσθημα ηρεμίας που χρειαζόταν. Τους ζήτησε μόνο να μην ποζάρουν στη κάμερα και έκανε τις λήψεις γρήγορα. Πριν αρχίσουν να σκέφτονται πως θα φανούν στη φωτογραφία, το κλείστρο είχε ήδη απελευθερωθεί. Ήθελε να τις φωτογραφίσει στη φάση που ήταν ακόμη ήρεμες και δεν αναλογίζονται τον εσωτερικό διάλογο που είχαν ξεκινήσει μαζί της. Έτσι οι γυναίκες που κοιτάζουν σοβαρά και με ειλικρίνεια τη κάμερα, απεικονίστηκαν με τρυφερή φυσικότητα μέσα σε ένα άχαρο βιομηχανικό περιβάλλον. «Πάντα με έλκυε το καθημερινό, το μη θεαματικό. Δεν το φωτογράφισα όμως απλά και αποστειρωμένα, αλλά προσπάθησα να το φανταστώ όσο πιο αληθινό και συναρπαστικό γινόταν. Αυτό σημαίνει ότι όταν φωτογράφιζα γυναίκες σε εργοστάσια ή ανθρώπους στο δρόμο, έπρεπε να δημιουργήσω ένα συγκεκριμένο επίπεδο εμπιστοσύνης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσουν να συναντήσουν το βλέμμα μου με έναν υψηλό βαθμό αυτοπεποίθησης. Κάθε πρόσωπο είναι μια εμπειρία. Ακόμη και τα πιο ασήμαντα ή μη ελκυστικά εκλύουν μια απρόβλεπτη ομορφιά».
Helga Paris: Εργαζόμενες στο Εργοστάσιο Ένδυσης VEB Treffmodelle, 1984
Μέχρι το 1989, η Helga Paris φωτογράφισε όλο το Ανατολικό Βερολίνο και έγινε η χρονικογράφος της καθημερινότητας στη ΛΔΓ. Ωστόσο, η ώρα της αλλαγής και της πτώσης του Τείχους δεν φαίνονται στις φωτογραφίες της. Εκείνη την εποχή, τα πράγματα της φαίνονταν πολύ έντονα. Ανακουφίστηκε όμως, όπως λέει η ίδια: «Ησύχασα που δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο χτένιζαν τώρα τη ΛΔΓ και φωτογράφιζαν τα πάντα. Δεν χρειάστηκε να φωτογραφίσω αυτή την κατάρρευση για το υπόλοιπο της ζωής μου». Το έργο της Helga Paris χαρακτηρίζεται από μια βαθιά υποκειμενική αντίληψη που τελικά συνδέεται με μια συνειδητή απόφαση. Σε σχέση με την ιστορική πτώση του Τείχους του Βερολίνου, του συμβόλου της διαίρεσης της Γερμανίας και του Ψυχρού Πολέμου, παρέμεινε επίσης πιστή στην ανθρωπιστική της θέση: οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι. Ενώ πολλοί γύρισαν την πλάτη τους στην παλιά Γερμανία, η Paris συνέχισε να την προσεγγίζει.
Helga Paris: Hellersdorf, 1998
Στη σειρά της «Hellersdorf», που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κατέγραψε τους κατοίκους των τελευταίων προκατασκευασμένων, πολυώροφων κτιρίων που κατασκευάστηκαν από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας, που βρίσκονται στο ανατολικό άκρο του παλιού Βερολίνου. Το πάλαι ποτέ όραμα μιας σύγχρονης ανάπτυξης προσανατολισμένης στο μέλλον είχε ήδη δώσει τη θέση του σε έναν κόσμο σε αναταραχή. Η Helga Paris στεκόταν στον σταθμό του μετρό Kaulsdorf Nord πολλά απογεύματα και έβλεπε πλήθος ανθρώπων που επέστρεφαν από το κέντρο της πόλης, από τη δουλειά ή από τα ψώνια και σκεφτόταν ότι ο οποιοσδήποτε από αυτούς θα μπορούσε να είναι πιθανός υποψήφιος για να του κάνει ένα πορτρέτο. Όμως οι εποχές είχαν αλλάξει, της ήταν πρακτικά αδύνατο να πλησιάσει ξένους και άγνωστους ανθρώπους στον δρόμο για να τους φωτογραφίσει. Αντιδρούσαν απέναντί της με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τους θαμώνες της σειράς «Berlin Pubs» του 1975, στην οποία η αυτοπεποίθηση και η αίσθηση της παράδοσης του προλεταριακού τους υποβάθρου της ήταν οικείες. Έτσι ήρθε σε επαφή με ανθρώπους μέσω συλλόγων, ιδρυμάτων, σχολείων και ούτω καθεξής, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια σειρά πορτρέτων σε εσωτερικούς χώρους με ανοιχτόχρωμο φόντο, χωρίς καμία πληροφορία ή εμπλοκή του περιβάλλοντος. Παρά τις προθέσεις της, τα ομαδικά πορτρέτα αυτής της σειράς, παρά τη τεχνική τους αρτιότητα, δεν εκπέμπουν τη σπιρτάδα και την αθωότητα των αντίστοιχων της δεκαετίας του’80.
Helga Paris: Αναμνήσεις από τη Zossen, 1994
Μετά την επανένωση, η Paris αφοσιώθηκε και πάλι στην ιδιωτική της ζωή. Και ίσως για πρώτη φορά ασχολήθηκε μόνο με τον εαυτό της, με την καταγωγή της, τους φόβους της. Δημιούργησε τη σειρά «Αναμνήσεις από τη Z», στην οποία δείχνει τη Zossen, την πόλη στην οποία βίωσε το τέλος του πολέμου κοντά σε μια οικογένεια γυναικών που έχουν χάσει τους άντρες τους. Σε ορισμένες από τις φωτογραφίες αυτής της σειράς χρησιμοποιεί αργή ταχύτητα κλείστρου και σκόπιμη κίνηση της κάμερας κατά την έκθεση για να ανακαλέσει το πέρασμα του χρόνου. Θυμάται τη ρωσική εισβολή, τα παιδικά της χρόνια κοντά σε 60.000 σοβιετικούς στρατιώτες που στάθμευαν στη Zossen μετά τον πόλεμο, το πώς η μητέρα της αντάλλαξε τα σεντόνια με ψωμί, πώς ήταν ξυπόλυτη το καλοκαίρι, τα βάσανα και τον θάνατο στενών συγγενών και τα παιδικά παιχνίδια που έπαιζαν στη σκιά των καταρρέουσων ιδεολογιών. Οι φωτογραφίες της ταλαντεύονται μεταξύ τραύματος και έκπληξης. Δείχνουν πώς η φωτογραφία που μοιάζει με μνήμη είναι αποσπασματική, μέρος μόνο μιας μεγαλύτερης και πιο ολοκληρωμένης αφήγησης, όπως αυτή που δείχνει ένα κοριτσάκι να κρύβεται πίσω από ένα δέντρο, καθώς στο βάθος παρελαύνει ένα στρατιωτικό άγημα. Οι φωτογραφίες που τράβηξε η Helga Paris εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δείχνουν χαμογελαστούς νεαρούς άντρες με παράξενα παλιομοδίτικα μαγιό σε μια λίμνη, ένστολους σε ένα μικρό δάσος προφανώς φωτογραφισμένους κρυφά, απειλητικούς τοίχους στρατώνων και την ανησυχητική φωτογραφία του κεφαλιού μιας μαϊμούς. Φωτογράφισε επίσης τους απλούς κατοίκους της πόλης σε ιδιωτικές στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς. Το 1994, κατέγραψε, με φανερή ικανοποίηση, την αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού. Σε μια ταινία ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στην ίδια, η φωτογράφος φαίνεται να στέκεται σε μια στροφή του δρόμου. Κάθε φορά που την προσπερνά ένα από τα ρωσικά στρατιωτικά οχήματα, πατάει το κουμπί του κλείστρου. Φαίνεται χαλαρή, σχεδόν ευδιάθετη.
Helga Paris: Αναμνήσεις από τη Zossen, 1994
Όταν επετράπησαν τα ταξίδια στην άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, η Paris ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη καθ’ οδόν για να επισκεφτεί την αδερφή της Eva Maria, η οποία ζούσε στο Μόντρεαλ. Σε συνδυασμό με αυτό το ταξίδι, δημιούργησε μια εντυπωσιακή παρουσίαση φωτογραφιών τοποθετημένων σε φύλλα χαρτονιού: μια ματιά σαν ημερολόγιο, πάνω σε αυτή τη δυτική μητρόπολη, που αποτελείται από αρχιτεκτονικά θραύσματα, φευγαλέες χειρονομίες και την ανωνυμία της αστικής ζωής, με τα δικά της σχόλια συνοπτικά γραμμένα. Στη Νέα Υόρκη, ένα χωνευτήρι της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, φωτογράφισε μια συνάντηση Ρώσο-Εβραίων βετεράνων του Β’Π.Π, εστιάζοντας σε ξεριζωμένους ανθρώπους και ανθρώπους που συχνά παραβλέπονται.
Helga Paris: Ρώσο-Εβραίοι βετεράνοι του Β’Π.Π, Νέα Υόρκη, 1995
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Paris δημιούργησε το «My Alex», μια σειρά πορτρέτων στην Alexandrplatz, τον συγκοινωνιακό κόμβο στο κέντρο του Βερολίνου. Ενθουσιασμένη από αυτή την εμπειρία, συνέχισε να κάνει πορτρέτα αγνώστων, αλλά στην Ιταλία αυτή τη φορά, κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής της (1995-1996). Η κραυγαλέα αρρενωπότητα και η θεατρικότητά των νεαρών ανδρών που συναντούσε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Ρώμης κέντρισαν το ενδιαφέρον της. Κρατώντας ένα σημείωμα που έγραφε: «Είμαι η Helga Paris. Μπορώ να σας φωτογραφίσω;» αντιμετώπισε αυτούς τους άγνωστους άνδρες με ειλικρίνεια και γοητεία, προσθέτοντας μια επιπλέον φωτογραφική απόχρωση στη δέσμευσή της να παρουσιάζει την ανθρώπινη ευαισθησία.
Helga Paris: Λεγεωνάριοι, Ρώμη, 1995-1996
«Κατά τη διάρκεια μιας παραμονής μου στη Ρώμη, παρατηρούσα συνεχώς αυτά τα πρόσωπα των νεαρών και ένιωθα ότι τα γνώριζα, ότι μου ήταν οικεία από την ιταλική τέχνη, από τον Masaccio, τον Giotto, τον Raphael, είτε ως μαθητές του Ιησού, είτε ως μισθοφόροι στη βάση του σταυρού του, είτε σε απεικονίσεις πλήθους. Μια ηλικιωμένη Ρωμαία φώναξε «Λεγεωνάριοι» όταν με είδε να φωτογραφίζω αυτούς τους άνδρες, και ήταν σαφές ότι το έλεγε με περιφρονητικό τρόπο. «Λεγεωνάριοι», έγινε ο κωδικός για το ερευνητικό μου βλέμμα: Λεγεωνάριοι που έπρεπε να πουλήσουν τον εαυτό τους, που αγωνίζονταν να τα βγάλουν πέρα, που θα μπορούσαν να είναι θύματα ή θύτες σε αυτόν τον αγώνα. Ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός Τέρμινι ήταν το αγαπημένο τους στέκι. Η ανωνυμία των μαζών τους προσέφερε προστασία και ίσως ακόμη μια ευκαιρία για μια μικροδουλειά ή μια απροσδόκητη περιπέτεια. Δεν έχουν άλλη επιλογή στη ζωή τους παρά να είναι δυνατοί, βίαιοι και ατρόμητοι».
Helga Paris: Peter Brasch – Ronald Paris – Sascha Anderson
Παρά το γεγονός ότι ο γάμος της με τον ζωγράφο Ronald Paris διαλύθηκε νωρίς, όταν τα παιδιά τους ήταν ακόμη μικρά, η Helga εξακολούθησε να είναι μέλος ενός μεγάλου κύκλου καλλιτεχνών και συγγραφέων του Ανατολικού Βερολίνου, πολλοί εκ των οποίων στάθηκαν μπροστά από τον φακό της. Τα πρόσωπα που απεικονίζονται στη σειρά «Πορτρέτα Καλλιτεχνών» (1967-1993), μαρτυρούν την πνευματική ζωντάνια όλου του φάσματος των καλλιτεχνών στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Christa Wolf, Tike Erb, Sarah Kirsch, Peter Brasch, Sascha Anderson, Ronald Paris. Erich Arendt, Heiner Muller και Carlfriedrich Claus, Ralf Kerbach και Cornelia Schleime, είναι μερικοί από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της δημιουργικής σκηνής της Ανατολικής Γερμανίας που συγκεντρώνονται σε αυτά τα πορτρέτα. Μέσα από τον φακό της Paris, φαίνονται αρκετά προσιτοί και οικείοι, συχνά βυθισμένοι σε σκέψεις ή σε άμεση επικοινωνία με τη φωτογράφο.
Η Helga Paris, εκτός από τα πορτρέτα των διασήμων φίλων της και αυτά των αγνώστων στους δρόμους, στις pub ή στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στάθηκε και η ίδια μπροστά από τη μηχανή της δημιουργώντας, σε βάθος χρόνου, μια μεγάλη σειρά αυτοπορτρέτων, η οποία αποτελεί μια αποκαλυπτική πτυχή του έργου της. Οι πρώτες αυτοπροσωπογραφίες χρονολογούνται από την αρχή της καριέρας της και είναι λήψεις του ειδώλου της μέσα από τον καθρέφτη. Από το 1981 όμως και μέχρι το 1989 – χρονιά που ταυτίζεται με τη πτώση του Τείχους – τα αυτοπορτρέτα της τυποποιούνται. Η Paris κοιτάζει κατευθείαν το φακό χωρίς καμία σκηνοθεσία, σαν να κοιτάζει την εικόνα της σε έναν καθρέφτη, πάντα περίεργη για τη συνάντηση με τον εαυτό της, αντανακλώντας το συναισθηματικό φάσμα μιας γυναίκας που αντιμετωπίζει τον εαυτό της με ένα συγκεντρωμένο βλέμμα, καθώς ο χρόνος προχωρά.
Helga Paris: Aυτοπορτρέτα, 1981-1989, Γκαλερί Fotografiska, 2025
Γύρω στο 2008, συνειδητοποιώντας ίσως ότι είχε ήδη «πει όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν», αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να ολοκληρώσει το έργο της – πιθανώς τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι το πάθος της για τη φωτογραφία δεν ήταν πλέον ίσο με την επείγουσα ανάγκη της εποχής της ριζικής αλλαγής που γρήγορα και σθεναρά ξεπερνούσε τη δική της προσέγγιση. Η Helga Paris πέθανε στο διαμέρισμά της στο Βερολίνο στις 5 Φεβρουαρίου 2024, σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας το αρχείο της με περίπου 230.000 αρνητικά και 6.300 φιλμ στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου, στην οποία ήταν μέλος της από το 1996. Μέχρι το τέλος της ζωής της, η Helga Paris παρέμεινε αφοσιωμένη στο είδος της αργής, προσεκτικής ματιάς που καθόριζε την πρακτική της. Οι φωτογραφίες της, οι οποίες δεν κυνήγησαν ποτέ το πνεύμα της εποχής, αλλά αντίθετα ακολούθησαν την διαρκή περιέργειά της για τους ανθρώπους, μας υπενθυμίζουν ότι η ιστορία δεν βρίσκεται μόνο στις μεγάλες στιγμές ή στα πολιτικά θέματα, αλλά και στο συνηθισμένο πρόσωπο, το φθαρμένο δωμάτιο, τον ημιφωτισμένο δρόμο. Η Paris, με συμπόνια και σαφήνεια, έδωσε σε αυτές τις καθημερινές στιγμές τη θέση που τους αξίζει στο οπτικό αρχείο. Σε μια εποχή ανανεωμένων διχασμών, το έργο της μας υπενθυμίζει σιωπηλά τι μας ενώνει ακόμα.
Χρήστος Κοψαχείλης, Σεπτέμβριος 2025
Πηγές:
Helga Paris: Diva in Grau, Mitteldeutscher Verlag, 1991
Helga Paris: For Us, KEHRER, 2025
Αναδρομική έκθεση στη γκαλερί Fotografiska, στο Βερολίνο, 2025