Στην ιστορία της φωτογραφίας δεν είναι πολλοί οι δημιουργοί που περιόρισαν το έργο τους μόνο στην αποτύπωση του εαυτού τους. Έχω στο νου μου αρκετούς φωτογράφους που έκαναν συστηματικά αυτοπορτραίτα τους καθ΄ όλη τη διάρκεια της καριέρας τους, αλλά μόνο ελάχιστοι είναι αυτοί που ασχολήθηκαν αποκλειστικά με αυτό. Αν εξαιρέσουμε τη Cindy Sherman (1954), η οποία όμως περισσότερο μεταμφιέζεται και υποδύεται ρόλους προκειμένου να υποστηρίξει το concept που υπηρετεί από την αρχή, τότε αυτοί που απομένουν είναι: ο Αμερικανός John Coplans (1920-2003), που χρησιμοποιεί μέρη του σώματος του για να δημιουργήσει εικαστικές συνθέσεις, ο σκοτεινά εσωστρεφής Γερμανός Dieter Appelt (1935) και ο Arno Rafael Minkkinen (1945). Το έργο του γεννημένου στη Φιλανδία Minkkinen παρουσιάζει το περισσότερο ενδιαφέρον απ΄ όλους, το οποίο ακόμη και αν δεν μπορεί να θεωρηθεί κορυφαίο, τουλάχιστον σε κερδίζει με την πρωτοτυπία, την ευρηματικότητα και την εμμονή του δημιουργού του να αυτοφωτογραφίζεται προσπαθώντας να φέρει τον εαυτό σε απόλυτη αρμονία με τη φύση. Ας τον αφήσουμε να μας διηγηθεί με τα δικά του λόγια την ιστορία της οικογένειας του και τα πρώτα του παιδικά χρόνια, μέχρι την εγκατάσταση του στις ΗΠΑ.

«Ο πατέρας μου, Reino Jahannes, γεννήθηκε στο Kiso-Fukushimaun, ένα χωριό που βρίσκεται στα βουνά του νησιού Honshu στην Ιαπωνία. Ήταν το τρίτο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας Φινλανδών ιεραποστόλων που διέδωσαν τη θρησκεία του Χριστιανισμού σε έναν πληθυσμό που τους αποδέχτηκε επειδή ίσως ήταν πολύ ευγενικός ή πολύ περίεργος. Ο πατέρας μου έμαθε να περπατά στο τρένο, καθώς επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Φινλανδία σε ηλικία ενός έτους, μετά από ταξίδι δύο μηνών μέσω της Σιβηρίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η οικογένεια του επέστρεψε στη Φινλανδία, αυτή τη φορά με πλοίο μέσω του καναλιού του Σουέζ. Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Kolvisto, στην επαρχία της Karélie, πολύ κοντά την Αγία Πετρούπολη. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν λίγο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς ο πατέρας μου ανάρρωνε στο στρατιωτικό νοσοκομείο και η μητέρα μου ήταν νυχτερινή νοσοκόμα στο θάλαμο του. Παντρεύτηκαν το 1939, δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη του φινλανδικο-σοβιετικού πολέμου. Μέχρι το τέλος αυτού του πολέμου, η Φινλανδία είχε χάσει τους υπέροχους λόφους της επαρχίας της Karélie. Τα εκατοντάδες στρέμματα δάσους που κατείχε ο παππούς μου, καθώς και οι επιχειρήσεις του, ήταν πλέον υπό τον έλεγχο των Μπολσεβίκων. Εγώ γεννήθηκα το 1945 στο Ελσίνκι, που είχαν καταφύγει οι γονείς και οι παππούδες μου. Ήταν το τέλος των εχθροπραξιών στην Ευρώπη, αλλά οι πυρηνικές βόμβες δεν είχαν ακόμη πέσει στην Ιαπωνία».

«Ήμουν το τρίτο παιδί της οικογένειας και επειδή οι γονείς μου είχαν ήδη δύο αγόρια, ευχήθηκαν να αποκτήσουν κι ένα κορίτσι. Είχαν βρει ακόμη και το όνομα που θα της έδιναν: Iri. Τελικά γεννήθηκε και τρίτο αγόρι και μάλιστα με παραμορφωμένο πρόσωπο λόγω λαγωχειλίας. Όταν με είδε για πρώτη φορά, η μητέρα μου ευχαρίστησε τον Θεό που δεν ήμουν κορίτσι, τουλάχιστον θα μπορούσα να κρύψω την ασχήμια πάνω από το στόμα μου αφήνοντας μουστάκι, όπως και έκανα μεγαλώνοντας. Πρέπει να ήμουν μεγάλη απογοήτευση γι΄ αυτούς, ειδικά για τους αδελφούς μου, οι οποίοι θεώρησαν καλύτερο να μείνω στο μαιευτήριο, αφού δεν ήμουν η αδερφή των ονείρων τους. Πέρασα το πρώτο μου χρόνο στα νοσοκομεία τα γεμάτα από τη μυρωδιά των φαρμάκων, τους εκτυφλωτικούς προβολείς των χειρουργείων, τις νοσοκόμες και τα τραχιά σεντόνια. Σ΄ αυτές τις εικόνες προσθέστε και τις συνεχείς προσπάθειές μου να σκίσω τους επιδέσμους που προστάτευαν το πάνω χείλος μου μετά τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις».

«Είχα γίνει έξι ετών όταν η οικογένειά μου μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχα περίπου την ίδια ηλικία με αυτή του πατέρα μου, όταν επαναπατρίστηκε από την Ιαπωνία. Οι γονείς μου πούλησαν το κατάστημα νεωτερισμών που είχαν σε μια μοντέρνα γειτονιά του Ελσίνκι και τα υπόλοιπα υπάρχοντά τους για να μετακομίσουμε στην Αμερική. Οι φήμες για μια νέα σοβιετική επέκταση φαίνεται πως τους είχαν οδηγήσει σ΄ αυτή την απόφασή τους. Όταν φτάσαμε στη Νέα Υόρκη και αντικρίσαμε το άγαλμα της Ελευθερίας έπρεπε να περιμένουμε στην ουρά στο Ellis Island. Οι ιαπωνικές βίζες που είχαμε, καθώς ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στην Ιαπωνία μας επέτρεψε να εισέλθουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τελωνειακοί αξιωματούχοι έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν τρία παιδιά που δεν μιλούσαν ούτε αγγλικά, ούτε όμως έμοιαζαν με γιαπωνεζάκια!»

Η οικογένεια Minkkinen εγκαταστάθηκε στο Μπρούκλιν. Ο Arno αποφοίτησε από το Κολλέγιο Wagner, το 1967, με πτυχίο στην Αγγλική Λογοτεχνία και ξεκίνησε να εργάζεται σαν διαφημιστής, γεγονός που τον οδήγησε να ανακαλύψει το πάθος του για τη φωτογραφία και να αρχίσει να κάνει αυτοπορτραίτα. Ανάμεσα στους βασικούς πελάτες του περιλαμβάνονταν μεγάλες εταιρείες, όπως η Peugeot και J&B Scotch Whisky. Μια έξυπνη διαφημιστική ατάκα που σκέφτηκε και έγραψε για τη Minolta τον οδήγησε να ασχοληθεί σοβαρά με τη φωτογραφία: «Αυτό που συμβαίνει μέσα στο μυαλό σου μπορεί να συμβεί και μέσα σε μια φωτογραφική μηχανή». Έτσι το καλοκαίρι του 1971 ο Minkkinen γράφτηκε στο Apeiron Photographic Workshops στο Millerton της Νέας Υόρκης για να σπουδάσει φωτογραφία με τον John Benson. Εκεί ήταν που ο Minkkinen αποφάσισε να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το σώμα του σαν μοντέλο του και να αφήσει τη μηχανή να είναι ο φωτογράφος, συνέχισε πάντως να εργάζεται στη διαφήμιση και να σκαρφίζεται υπέρτιτλους για τα έντυπα της Madison Avenue. Το 1972 συνέχισε τις σπουδές του στο Rhode Island School of Design με καθηγητές τον Harry Callahan και τον Aaron Siskind, αποφοιτώντας με πτυχίο στη φωτογραφία το 1974.

Στη συνέχεια και για πάνω από σαράντα χρόνια ο Minkkinen αφιερώνει τη φωτογραφική του ενασχόληση αποκλειστικά στο αυτοπορτραίτο, ενσωματώνοντας επιδέξια το σώμα του τόσο στο φυσικό τοπίο, όσο και στο αστικό περιβάλλον. Δημιουργεί όμορφες, αλλά ορισμένες φορές και αλλόκοτες φωτογραφίες που συχνά φαίνεται να αψηφούν την πραγματικότητα. Δουλεύει μόνος του, χωρίς βοηθό, γεγονός που δυσκολεύει την έτσι κι αλλιώς πολύπλοκή διαδικασία των λήψεων. Οι φωτογραφίες του είναι αποκλειστικά ασπρόμαυρες χωρίς ιδιαίτερες επεμβάσεις μετά τη λήψη. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην επικοινωνία του ανθρώπου με τη φύση γύρω του, γι’ αυτό και στις εικόνες του το ανθρώπινο σώμα πρωταγωνιστεί αλλά όχι με αισθησιακό ή ματαιόδοξο τρόπο, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος και σε κάποιες περιπτώσεις ως συνέχειά του.

Παρά τις συνεχώς αυξανόμενες ευκολίες και δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία, ο Minkkinen επιλέγει αποφασιστικά να χρησιμοποιεί αναλογικό φιλμ (μέχρι το 2012 δεν είχε φωτογραφήσει με ψηφιακή μηχανή), βασιζόμενος αποκλειστικά στην ομορφιά της φύσης και τη δική του φυσική αντοχή. «Είμαι χαρούμενος που έχω δημιουργήσει αυτές τις φωτογραφίες πριν από την έναρξη της ψηφιακής απεικόνισης, σε μια εποχή που οι μαγικές ιδιότητες της φωτογραφίας αιχμαλωτίζονταν στα φιλμ, πάνω στα οποία καταγράφονταν γεγονότα που συνέβαιναν πραγματικά και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η αλήθεια τους». Ο Minkkinen χορογραφεί έξυπνα κάθε σκηνή, μετατρέποντας το πόδι του σε ένα κλαδί δέντρου ή την πλάτη του σε ένα αστραφτερό βράχο του ποταμιού, δημιουργώντας έτσι μια οπτική ψευδαίσθηση, σύμφωνα με την οποία το σώμα του γίνεται ένα με τη φύση. «Αντί να φωτογραφίσω την εξωτερική εμφάνιση και τη πολυπλοκότητα της φύσης, θέλησα να εξερευνήσω τον εσωτερικό κόσμο των φόβων, των ελπίδων και των επιθυμιών μου σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσω με τον κόσμο εντός του οποίου ζω», δηλώνει. Σαν αποτέλεσμα αυτής της εσωτερικής του παρόρμησης οι φωτογραφίες του συνδυάζουν απρόσκοπτα την αυτοπροσωπογραφία και το τοπίο, υπενθυμίζοντας ότι οι άνθρωποι είναι μέρος του φυσικού κόσμου, και ότι το μυαλό και το σώμα αλληλοσυνδέονται, όπως και η ανθρωπότητα με τη φύση.

Χρησιμοποιεί τον εαυτό του σαν ένα ουδέτερο σώμα, τις περισσότερες φορές χωρίς να εμφανίζει το πρόσωπο του, καθιστώντας έτσι δυνατή τη ταύτιση του κάθε θεατή με το εικονιζόμενο σώμα. Μέσα από τις φωτογραφίες του δεν προβάλλεται το «εγώ», ούτε υπάρχουν πληροφορίες για να δημιουργήσουν μια μυθοπλασία για τον ίδιο τον φωτογράφο. Το σώμα επανατοποθετείται μέσα στη φύση γυμνό χωρίς τη πολιτιστική του ενδυμασία και τους κώδικες που αυτή φέρει. Καθώς μάλιστα οι περισσότερες φωτογραφίες του είναι τραβηγμένες σε μέρη απροσπέλαστα και ανεπηρέαστα από την εξέλιξη ή τον τουρισμό και την ανθρώπινη απληστία για αιώνες, τότε το αποτέλεσμα καθίσταται και αχρονικό. Ένα γυμνό σώμα ενταγμένο σε ένα παρθένο τοπίο θα μπορούσε να ήταν σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο από την εμφάνιση του πρώτου ανθρώπου στη γη και εντεύθεν. Στις ελάχιστες φορές που ο φωτογράφος δείχνει και το πρόσωπό του το κάνει περιπαιχτικά, νικημένος ίσως από μια καλοπροαίρετη, κινησιουργό ματαιοδοξία: «Βάζω το πρόσωπό μου μερικές φορές για να υπενθυμίσω στους θεατές ποιος είμαι», δηλώνει. «Πρέπει να ξέρουν ότι είμαι εγώ αυτός που φτιάχνει την εικόνα.»

Ο Minkkinen πιστεύει ότι η τόσο στενή σχέση του με τη «μητέρα φύση» – και ακόμη περισσότερο με το νερό – αντικατοπτρίζει τις φινλανδικές του ρίζες. Το στοιχείο του νερού – πάνω στο οποίο βλέπουμε να ακουμπούν τα πόδια του, κάτω από το οποίο βυθίζεται το κορμί του, ή μέσα στο οποίο αφήνεται να επιπλεύσει ελεύθερος – παρέχει το κοινό έδαφος για το σουρεαλιστικό όραμά του. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση λοιπόν το ότι το δεύτερο βιβλίο του, αυτό με το οποίο ουσιαστικά καθιερώθηκε, έχει τίτλο: «Waterline» (1994).

Τα περισσότερα από τα πιο γνωστά έργα του έχουν γίνει στα γαλήνια τοπία των σκανδιναβικών χωρών, στις λίμνες και τις πεδιάδες της γενέτειρας χώρας του, αλλά και στο Fosters Pond της Μασαχουσέτης, στις βοριοανατολικές ακτές των ΗΠΑ, όπου βρίσκεται το, εμπνευσμένο από τη Φινλανδία, σπίτι του. Στις φωτογραφίες του οι φυσικοί τόποι απεικονίζονται σαν τα κλασσικά τοπία της σχολής της «Δυτικής ακτής», αλλά χωρίς το εκτυφλωτικό φως που βλέπουμε στις φωτογραφίες του πατριάρχη Ansel Adams. Ο ήλιος και η σκιά δεν υπάρχουν στο έργο του Minkkinen. Ούτε σύννεφα, ούτε βροχή, ούτε ουράνιο τόξο. Δεν υπάρχει καλός ή κακός καιρός στη «χώρα» του. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν στο φως της αυγής ή του σούρουπου. Όλα λούζονται σε ένα διαχρονικό φως, χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον. Μέσα σ΄ αυτό το τοπίο ο Minkkinen τοποθετεί το σώμα του σαν εύπλαστη ύλη, δίνοντας της όλες τις πιθανές μορφές που μπορεί να πάρει. Το σώμα του – πάντα γυμνό όπως την ημέρα που γεννήθηκε – προβάλλεται τεμαχισμένο και καμουφλαρισμένο, όπως στις μαγικές εικόνες, απελευθερωμένο από ηθικές προκαταλήψεις, αλλά και από το νόμο της βαρύτητας, καθώς σε ορισμένες φωτογραφίες φαίνεται να αιωρείται ή να είναι έτοιμο να πετάξει. Το νερό λειτουργεί σαν καθρέπτης μέσα στον οποίο οι φόρμες επαναλαμβάνονται δημιουργώντας οφθαλμαπάτες. Σε μια λήψη που έκανε στο Nauvo της Φινλανδίας, κουλουριάζεται στη λάσπη μιας λίμνης με αποτέλεσμα η λερωμένη πλάτη του να μοιάζει με κορμό ή βράχο που ξεπροβάλει από την ήρεμη επιφάνεια του νερού. Σε μια άλλη θαυμάζεις τη τόλμη του καθώς φωτογραφίζεται ξαπλωμένος πάνω στο χιόνι, με το είδωλο του να αντανακλάται σε μια λιμνούλα με νερό ακριβώς μπροστά στα πόδια του. Εξίσου ευρηματικές και εντυπωσιακές είναι τα αυτοπορτραίτα του στα οποία εμφανίζεται εντελώς ενσωματωμένος στο φυσικό τοπίο, όπως αυτό, στη Stranda της Νορβηγίας, στο οποίο ισορροπεί σε ένα δέντρο έτσι ώστε το πόδι και ο μηρός του να σχηματίζουν ένα κλαδί που εκτείνεται από τον κορμό. «Δεν υπάρχει ηλικία στη φωτογραφία όταν εικονίζεται ένα ανέγγιχτο τοπίο και ένα γυμνό σώμα», λέει.

Παράλληλα με τη λήψη των αυτοπορτραίτων του ο Minkkinen ξεκίνησε, το 1979, και μια άλλη σειρά φωτογραφιών, γεμάτη προσωπική ζεστασιά και οικειότητα, με αφορμή τη γέννηση του γιου του Daniel. Η πρώτη φωτογραφία τραβήχτηκε λίγες μέρες μόνο μετά τη γέννησή του και η σειρά ολοκληρώθηκε δεκαοκτώ χρόνια αργότερα με την ενηλικίωση του. Σε όλες αυτές τις φωτογραφίες, στις οποίες καταγράφεται εμφανώς το πρόσωπο του Daniel, εμφανίζεται υπαινικτικά και η φιγούρα του πατέρα του – ποτέ όμως το πρόσωπό του. Στα πρώτα του Χριστούγεννα ο μικρός, καθισμένος στο πάτωμα, στρέφει το κεφάλι του προς τα πάνω, αναζητώντας το βλέμμα του «μπαμπά», ο οποίος στηρίζει τη πλατούλα του με τα πόδια του – το μόνο μέρος του σώματός του που φαίνεται στο κάδρο. Στην ηλικία των τεσσάρων ξαπλώνει, σαν να ήταν στο κρεβάτι του, πάνω στα πόδια του πατέρα του, που φαίνεται οριζοντιωμένος, σαν να αιωρείται πάνω από το δάπεδο. Τρία χρόνια αργότερα τα πελώρια χέρια του Arno εκτείνονται πίσω από το κεφάλι του Daniel είτε σαν μια μεγάλη αγκαλιά που θα τον προστατεύει για πάντα, είτε σαν μεγαλοπρεπείς φτερούγες που θα του δώσουν τη δύναμη να πετάξει μακριά. Μεγαλώνοντας ο Daniel φαίνεται να ποζάρει όλο και πιο βαριεστημένα μπροστά στο φακό, σαν ένας κλασσικός έφηβος που συμμετέχει δυσφορώντας στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Ο γιος κοιτάζει μπροστά, έστω και αβέβαια, το μέλλον, ενώ ο πατέρας του, μέσω των πορτραίτων του γιου, κοιτάζει προς τα πίσω, ενθυμούμενος τα δικά του νεανικά χρόνια.

Ανάμεσα στις φωτογραφίες του Minkkinen υπάρχουν και ορισμένα πορτραίτα γυναικών. Και πάλι υπεισέρχεται και ο ίδιος στη σύνθεση, είτε πρόκειται για τη σύζυγό του Sandra – σχηματίζοντας με το χέρι του και με ένα κλαδί πάνω από το κεφάλι της ένα προστατευτικό κύκλο γύρω της – είτε για άλλες γυναίκες. Σε όλα αυτά τα γυναικεία πορτραίτα η συμμετοχή του είναι σαφέστατα υποστηρικτική ή προστατευτική. Σε κάποιες προσφέρει το χέρι του για να στηρίξει το πηγούνι ή το πρόσωπο των μοντέλων του, ενώ αλλού το κεφάλι του χρησιμοποιείται σαν μαξιλάρι στήριξης για την ξαπλωμένη φίλη του. Σε ένα καθαρά αυτοβιογραφικό του σημείωμα αναφέρεται στη δημιουργία των γυναικείων πορτραίτων: «Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, πάντα ήθελα να εμφανίζονται και γυναίκες στις φωτογραφίες μου. Το έκανα που και που, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Οι εικόνες εξακολουθούσαν να είναι περισσότερο εστιασμένες σε μένα παρά στα συναισθήματά μου απέναντι στις γυναίκες. Το 1992 ξεκίνησα πάλι, προσπαθώντας να αναδημιουργήσω το συναίσθημα που ένιωσα για το αντίθετο φύλο κατά τα εφηβικά μου χρόνια. Η εξωτερική μου εμφάνιση είχε πολλά μειονεκτήματα τότε, λόγω της χειρουργικής επέμβασης στο πρόσωπό μου. Η μύτη μου ήταν βαθουλωμένη, όπως είναι ακόμα σήμερα, οι ουλές από το χειρουργημένο χείλος μου δεν είχαν ακόμη κρυφτεί κάτω από μουστάκι. Τα δόντια μου ήταν στραβά. Ήμουν πολύ ψηλός, αλλά αδύνατος, κοκαλιάρης. Αυτό όμως που έκανε την κατάσταση ακόμη πιο αφόρητη ήταν ότι μου άρεσαν τα ομορφότερα κορίτσια στο σχολείο ή στους δρόμους του Μπρούκλιν όπου μεγάλωσα. Δεν είχα επιτυχία στα κορίτσια και ποτέ δεν έπαψα να βασανίζομαι από αυτές τις επιθυμίες μου κατά τη διάρκεια των εφηβικών μου χρόνων. Εύρισκα παρηγοριά παίζοντας σκάκι με το πατέρα μου. Το σκάκι με βοήθησε να καταλάβω ότι στη ζωή, εκτός από τη φυσική ομορφιά υπάρχει επίσης και η ομορφιά του νου και η ομορφιά της ψυχής. Μου πέρασε η σκέψη να ακολουθήσω το παράδειγμα των προγόνων μου: να γίνω ιεραπόστολος στην Ιαπωνία. Αλλά μετά από ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο, όπου σπούδασα φιλοσοφία, ανακάλυψα τη δική μου αλήθεια. Αποφάσισα ότι έπρεπε να αφουγκραστώ την εσωτερική μου φωνή και να αγκαλιάσω τον επίγειο κόσμο, τον κόσμο των παθών που είχα δει μόνο πίσω από τα παρασκήνια. Τότε ήταν που έκανα κάτι το αδιανόητο για μένα μέχρι τότε: ζητήστε από τα πιο όμορφα κορίτσια του κολεγίου να γνωριστούμε καλύτερα. Μου άρεσε πολύ να είμαι στην παρέα τους, να παίρνουμε το πλοίο από το Staten Island στο Μανχάταν για μια βόλτα στο κόλπο, και στη καλύτερη περίπτωση απλώς να κρατάω τα χέρια τους στη γέφυρα. Οι συζητήσεις μας ήταν υπέροχες. Τις γνώρισα ως ανθρώπους, όχι ως αντικείμενα πόθου. Μέσα σε ένα χρόνο, είχα αλλάξει εντελώς. Είχα μάθει να δέχομαι τους φυσικούς μου περιορισμούς και να αντλώ δύναμη από αυτούς. Με μια από αυτές τις φίλες, ανακάλυψα μια πολύτιμη διαφορά. Ένιωσα ότι είχε τα ίδια συναισθήματα που είχα κι εγώ γι’ αυτήν. Μπόρεσα να το δω ξεκάθαρα από τον τρόπο που κράτησε το χέρι μου ένα δροσερό βράδυ, σε μια επίσημη υπαίθρια δεξίωση. Καθώς έκανα τη σειρά των φωτογραφιών στην Asikkala και στη Sysmà, δίπλα στη λίμνη Paijanne στη Φινλανδία, είχα μόνο μια ιδέα στο μυαλό μου: να επικεντρωθώ στους γυναικείους λαιμούς, εκείνο το μέρος που συνδέει το σώμα με το μυαλό, το πάθος με την ψυχή. Σκαφτόμουν το νεαρό κορίτσι που είχα γνωρίσει σε εκείνη τη δεξίωση – και που αργότερα θα γινόταν η γυναίκα μου. Εξακολουθώ να αναλογίζομαι με συγκίνηση τον θάρρος που βρήκα προκειμένου να αρπάξω το λαιμό της και με τα δύο μου χέρια, για να τη φιλήσω».

Πολυταξιδεμένος, ο Minkkinen θεωρεί τον εαυτό του πολίτη «του κόσμου». Ενδιαφέρεται να γνωρίσει την ιστορία και τον πολιτισμό της κάθε χώρας που επισκέπτεται και δεν παραλείπει να φωτογραφίζεται, με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, μπροστά στα αξιοσημείωτα μνημεία του τόπου. Έτσι έχει οδηγηθεί σε μια ακόμη σειρά «αναμνηστικών» αυτοπορτραίτων του, την λιγότερο ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου, όπου ποζάρει μπροστά στο Rancho De Taos στο Μεξικό και τις γόνδολες της Βενετίας ή χρησιμοποιεί τους στύλους του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα για να συνθέσει το κάδρο του. Το 2012 ήταν η τελευταία φορά που επισκέφτηκε τη χώρα μας με αφορμή την έκθεση του έργου του στο Athens House of Photography. Στα πλαίσια της επίσκεψης έδωσε τη παρακάτω συνέντευξη στην Χριστίνα Καλλιγιάννη του περιοδικού photonet.

Έχετε φωτογραφήσει ξανά στην Ελλάδα;

Θέλω να έχω μια πραγματική επαφή με το μέρος το οποίο φωτογραφίζω. Είχα επισκεφθεί την Ελλάδα στο παρελθόν – σχεδόν πριν 25 χρόνια. Πήγα στη Σαντορίνη και τράβηξα μια φωτογραφία. Αλλά δεν ήξερα πολλά για το μέρος. Και τελικά μου φαινόταν σαν η φωτογραφία να ήταν «λάθος». Ότι δεν έπρεπε να έχει γίνει γιατί δεν είχα τη γνώση και την επαφή που ήθελα. Τώρα που ξαναγύρισα νομίζω ότι έχω περισσότερη αίσθηση του μέρους. Κι έτσι τράβηξα και αυτή τη φορά μια φωτογραφία, στην Ακρόπολη, και τώρα νομίζω ότι η φωτογραφία αυτή είναι πιο σωστή, καθώς έχω πια μεγαλύτερη γνώση και αίσθηση του τόπου όπου ήρθα. Μια φορά στο τόσο, κάνω μια φωτογραφία σε έναν ιερό τόπο. Και μαθαίνω την ιστορία του μέρους αφού έχω κάνει τη φωτογραφία, αλλά γνωρίζω ότι πρόκειται για ιερό τόπο.

Είναι πολύ έντονη στο έργο σας η σχέση μεταξύ του ανθρώπινου σώματος και της φύσης. Πιστεύετε σε αυτή τη σχέση σε κάθε έκφανση της ζωής, ανεξάρτητα από τη φωτογραφία;

Ναι! Αφού τελειώσαμε την επίσκεψη στο πανέμορφο Μουσείο της Ακρόπολης είπα στην σύζυγό μου ότι ενώ δεν πιστεύω σε Θεούς, ίσως μπορεί να πιστεύω σε αυτό για το οποίο μιλούν: μιλούν για φωτιά, για γη, για αέρα και για πράγματα που υπάρχουν εκεί έξω που μπορώ να αγγίξω. Πιστεύω και στους Θεούς της Φινλανδίας, καθώς μιλούν για τη φύση, για το νερό και για τη γη. Και γνωρίζω ότι είναι όλα μυθοπλασίες, αλλά αν πρόκειται να είμαι ένα «ενήλικο αγόρι» μπορώ να καταλάβω τον κόσμο καλύτερα από αυτή την οπτική. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι που επιμένουν στην ύπαρξη «παραδείσου» δεν αγαπούν την γη τόσο πολύ. Έχουν κάτι στο μυαλό τους αλλά για τους εαυτούς τους, γι’ αυτό που σκέφτονται οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Οι άνθρωποι που αγαπούν τη γη και τις δυνάμεις του φυσικού κόσμου έχουν όλο τον κόσμο στο μυαλό τους, γιατί αποτελούν ένα τόσο μικρό κομμάτι του. Και αυτό είμαι κι εγώ.

Ταξιδεύετε πολύ. Ζείτε στη Φινλανδία;

Στην καρδιά μου ζω στη Φινλανδία, και στη δουλειά μου είμαι πάντα απασχολημένος με project που γίνονται εκεί, αλλά είμαι και σαράντα χρόνια παντρεμένος με τη γυναίκα μου που είναι Αμερικανίδα, οπότε είμαι και λίγο Αμερικανός – αλλά έχω πάει πολύ και στη Γαλλία και αισθάνομαι και λίγο Γάλλος και λίγο Ιταλός. Και έχω βρεθεί στην Κίνα τρεις ή τέσσερις φορές. Και στους φοιτητές μου, στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, προσπαθώ να τους ενθαρρύνω να μην είναι «Αμερικάνοι» αλλά να είναι «πολίτες του κόσμου». Με τον τρόπο αυτό, και η ματιά σου και τα μηνύματά σου και η κοινωνική σου οπτική γίνονται λιγότερο επικεντρωμένα σε εσένα.

Υπάρχει όμως κάποιο μέρος με το οποίο αισθάνεστε περισσότερο συνδεδεμένος, σε σύγκριση με όλα τα άλλα μέρη που έχετε επισκεφθεί και φωτογραφίσει;

Ναι, είναι πάντα η Φινλανδία. Στην Φινλανδία μπορείς να είσαι μόνος, μπορείς να είσαι γυμνός για τέσσερις ή πέντε ώρες αν επιθυμείς (όχι φυσικά στο δρόμο, αλλά αν είσαι στη φύση, σε ένα δάσος ή σε ένα νησί) – γενικά κανείς δεν ενοχλείται ή απορεί – και αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά. Στην Αμερική, αφού τραβήξω μια φωτογραφία, πρέπει να ντυθώ αμέσως. Στη Φινλανδία μπορεί να τραβήξω μια φωτογραφία, και μην ξέρω πού είναι τα ρούχα μου μετά.

Υπάρχει διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στις σκανδιναβικές χώρες και τον υπόλοιπο κόσμο;

Ναι υπάρχει! Υπάρχει μεγαλύτερη επαφή με τη φύση. Οι Φιλανδοί όταν πηγαίνουν διακοπές, δεν αισθάνονται τόσο ότι αφήνουν τις δουλειές τους, όσο ότι επιστρέφουν στη γη. Με κάθε τρόπο. Πίνουν, αλλά όχι για να μεθύσουν, απλά για να πιουν. Πίνουν από ποτάμια απευθείας και εμπιστεύονται την επαφή με τη γη. Υπάρχει μια σεμνότητα και ταπεινότητα στην ύπαρξη του ανθρώπου και των ζώων. Μια σκέψη που συχνά εκφράζω είναι ότι ο χρόνος μας στη γη είναι πολύ μικρός. Εμείς δεν το συνειδητοποιούμε. Εγώ νομίζω ότι θα ζήσω για πάντα και όλοι κατά κάποιο τρόπο νομίζουμε το ίδιο. Αλλά η γέννησή μας είναι ένα θαύμα και το ίδιο είναι και ο θάνατός μας. Αφήνουμε χώρο για άλλους ανθρώπους να έρθουν μετά από εμάς. Στην ουσία, αν ο πλανήτης μπορεί να επιβιώσει, μας «παίρνει» μέσα του. Και είναι το ίδιο θαύμα με τη γέννησή μας. Κανείς δεν ήξερε ότι επρόκειτο να γεννηθούμε. Οπότε όλο αυτό βγαίνει μέσα στις φωτογραφίες μου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει φωτογράφος. Εγώ είμαι μέσα στην εικόνα. Δεν υπάρχει καν βοηθός. Υπάρχει μόνο η μηχανή που «κάθεται» μόνη της σε έναν βράχο ή δεμένη από κάπου και εγώ πατάω ένα κουμπί και ένας ολόκληρος μηχανισμός αρχίζει να κινείται.

Ακόμη και στην φωτογραφία στην Νορβηγία, όπου φαίνεται ότι μάλλον χρειάστηκε περισσότερος χρόνος από τη χρονοκαθυστέρηση των 9 δευτερολέπτων της μηχανής για να πάτε από το σημείο όπου βρίσκεται η μηχανή στο σημείο όπου στέκεστε εσείς, στην άκρη του βράχου!

Είναι ενδιαφέρουσα ιστορία γιατί έχει σχέση με την πρόσφατη επαφή μου με την ψηφιακή εικόνα. Άρχισα να αποκτώ επαφή με την ψηφιακή εικόνα τους τελευταίους εννέα μήνες (σ.σ.: η συνέντευξη έγινε το 2012) καθώς δεν θέλω, αν εξαφανιστεί το φιλμ, να χάσω την επαφή μου με τη φωτογραφία. Κι έτσι όταν ανακάλυψα ότι μπορεί μια ψηφιακή εικόνα να μείνει «απαραβίαστη» όπως το αρνητικό και μπορείς αμέσως να δεις αν έχει «πειραχθεί», τότε είπα ότι ναι μπορεί και να μπορώ να δουλέψω και με ψηφιακό μέσον. Γι’ αυτή τη φωτογραφία ήμασταν προσκεκλημένοι σε ένα φεστιβάλ στη Νορβηγία και είχαμε πάει σε μια μεγάλη βόλτα με τον Υπουργό Πολιτισμού. Στο σημείο αυτό πηγαίνει και η Βασίλισσα της χώρας, υπάρχει μάλιστα κι ένας θρόνος από πέτρα πίσω από τη γωνία που δεν φαίνεται στην εικόνα. Μας πήγε λοιπόν εκεί και ήμαστε αυτός, η σύζυγός μου κι εγώ, ο Alex Webb και η Rebecca Norris. Πήρα μερικές γρήγορες φωτογραφίες και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Και με κοιτάζει ο Υπουργός Πολιτισμού και μου λέει «δεν θα τραβήξετε καμιά φωτογραφία;» του λέω «ξέρετε τι κάνω;» και μου απαντάει «Είστε ευπρόσδεκτος» κι έτσι κατάλαβα ότι μου έδινε την άδεια να τραβήξω όποια φωτογραφία ήθελα. Κι έτσι είπα στον Alex ότι «χρειάζομαι να είσαι η “χρονοκαθυστέρησή” μου». Και κατάλαβε αμέσως τι εννοούσα. Οπότε έβαλα μαύρη ταινία μπροστά στη μηχανή και του είπα «όταν θα με δεις να στέκομαι εκεί θα μετρήσεις εννέα δευτερόλεπτα, θα γυρίσεις το βλέμμα σου αλλού και θα πατήσεις αυτό». Έτσι έγινε αυτή η φωτογραφία. Αφού γύρισα πίσω, ξαφνικά ακούω ένα δυνατό χειροκρότημα και βλέπω στο επάνω επίπεδο μια ομάδα Γιαπωνέζων τουριστών ! Όλες οι φωτογραφίες είναι δύσκολες και ίσως και επικίνδυνες. Αλλά σε αυτή την εικόνα ο φόβος του θανάτου είναι τεράστιος. Γιατί είσαι στην άκρη και αισθάνεσαι τον αέρα σαν κρύο σεντόνι γύρω σου.

Όμως ακόμη και με τις ψηφιακές μηχανές, φωτογραφίζετε σε ασπρόμαυρο;

Ναι, και δεν αλλάζω τίποτε στις φωτογραφίες μου. Από το 1971 που ξεκίνησα να φωτογραφίζω, σχεδόν αμέσως συνειδητοποίησα ότι αν πείραζα τις εικόνες στην πραγματικότητα δεν θα «δούλευαν» δεν θα έλεγαν αυτό που ήθελα.

Παρ’ όλα αυτά πιστεύετε ότι μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους φοιτητές σας και όσους συμμετέχουν στα σεμινάριά σας σε όλο τον κόσμο, αφού μάλλον οι περισσότεροι από αυτούς είναι σαφώς υπέρ των ψηφιακών μέσων και του «πειράγματος» των εικόνων με τα λογισμικά;

Ως δάσκαλος δεν διδάσκω αυτό που κάνω εγώ αλλά αυτό που θέλουν να κάνουν αυτοί. Είμαι και ιστορικός, οπότε μπορώ να «μπω» σε όλους τους τομείς της φωτογραφίας: τοπίο, πορτρέτο, ντοκουμέντο, εμπορική, προσωπική έκφραση. Και μπορώ να τους καθοδηγήσω. Δεν με πειράζει να θέλει κάποιος να «πειράξει» τις εικόνες του μετά τη λήψη. Αρκεί να είναι ξεκάθαρο. Μια πολύ όμορφη γυναίκα ρώτησε σχετικά με τη δουλειά ενός καλλιτέχνη και έκανε τρεις ερωτήσεις: Τι προσπαθεί να κάνει ο καλλιτέχνης; Το κάνει τελικά; Αξίζει συνολικά τον κόπο; Καμιά φορά μπορεί να μην υπάρξει «επικοινωνία» μεταξύ του καλλιτέχνη και του θεατή. Αλλά αν τελικά υπάρξει, και αν ο καλλιτέχνης ήθελε να υπάρξει επικοινωνία με κοινό που ποτέ δεν έχει γνωρίσει και δεν πρόκειται να γνωρίσει, τότε έχει επιτευχθεί κάτι πολύ σπουδαίο. Γιατί τελικά δεν είναι ότι θέλεις τη φήμη για εσένα προσωπικά αλλά για το έργο σου. Και αυτό είναι που ελπίζω κι εγώ. Θέλω να πεθάνω κάνοντας φωτογραφίες. Έχω πολλές φωτογραφίες από μέρη που εάν η φωτογραφία είχε εφευρεθεί πριν τον Ιησού Χριστό θα φαινόταν ότι έχουν παραμείνει ακριβώς τα ίδια. Και μου αρέσει πολύ αυτό. Δεν συμβαίνει σε όλες τις εικόνες μου. Αλλά όταν βλέπεις κάτι που υπήρχε ήδη πριν από την έλευση του Ιησού Χριστού, και μπορώ να κάνω την φωτογραφία του μέρους σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε αισθάνομαι πολύ καλά. Και αυτό είναι το σημαντικό – δεν με νοιάζει να ξέρει ο κόσμος ποιος είμαι εγώ αλλά θέλω να ξέρουν τις φωτογραφίες μου.

Είχατε κάποιες έντονες καλλιτεχνικές επιρροές στο έργο σας; Είχατε ποτέ επιρροή από τον Dali, καθώς υπάρχει μια τέτοια «παραπομπή» στο έργο του, κυρίως στις εικόνες με τα δάχτυλα και τα χέρια;

Επηρεάστηκα από Φιλανδούς ζωγράφους κυρίως, αλλά περιέργως έχω να σας πω και μια ενδιαφέρουσα ιστορία με τον Dali. Προσωπικά δεν τον ήξερα. Ήμουν 21 ή 22 χρόνων, στη Νέα Υόρκη. Περπατούσα στην 57η οδό και 5η Λεωφόρο και εμφανίζεται ένας τύπος με έναν κουβά πάγο: τον πετάει στο δρόμο και ξαναμπαίνει μέσα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, οπότε μπήκα. Ακούω χειροκροτήματα και βλέπω μια μικρή ομάδα ανθρώπων – ανοίγει μια αυλαία και εμφανίζεται ένας μεγάλος πίνακας με έναν άνθρωπο να πετιέται πίσω από ένα τραίνο και κάτω από όλα αυτά να φαίνεται και η μορφή του Ιησού (σ.σ. «Ο Σταθμός του Περπινιάν»). Εντυπωσιάστηκα και καθώς (ενώ ήμουν χίπης τότε) ήμουν αρκετά αξιοπρεπώς ντυμένος, έμεινα και μπήκα στην ομάδα και έφτασα σε αυτόν τον κοντό άνθρωπο με το μουστάκι και του έσφιξα το χέρι. Μετά από έναν χρόνο, σε ένα μάθημα ιστορίας τέχνης που είχα πάρει, ο καθηγητής μας έδειξε ένα slide και τον αναγνώρισα και έτσι κατάλαβα ότι είχα συναντήσει τον Dali. Έτσι απλά! Ίσως και να υπάρχει επιρροή από εκεί. Γιατί ήταν ένας κόσμος «του μυαλού», του πνεύματος. Αρχικά ήθελα να γίνω συγγραφέας και εργαζόμουν και στη διαφήμιση που μου αρέσει πάρα πολύ. Δούλευα για την Minolta και έγραψα έναν υπέρ-τίτλο «Ό,τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό σου, μπορεί να συμβεί και μέσα στη μηχανή σου». Και πιστεύω ότι ναι, ίσως υπάρχει επιρροή του Dali σε αυτόν τον τίτλο που σκέφτηκα.

Πώς όμως μπορείτε να καθοδηγήσετε τους φωτογράφους – μαθητές σας να το επιτύχουν αυτό; Να «πραγματοποιήσουν» με τη μηχανή τους αυτό που έχουν στο μυαλό τους που ίσως να μην είναι πάντα εύκολο;

Χωρίς να σημαίνει ότι η μέθοδός μου είναι η καλύτερη, τους προτρέπω πάντα να συνειδητοποιήσουν τους περιορισμούς και να τους εξαφανίσουν. Να εντοπίσουν τους κινδύνους, να τους παρακάμψουν και να πειραματίζονται. Επίσης καλό είναι να μην εξαντλείσαι τόσο με το πού θες να πας αλλά και με τη διαδικασία. Και πάνω από όλα να ξέρει κανείς μέσα του ότι [αυτό που θέλει να κάνει] μπορεί να το επιτύχει. Ό,τι είδος φωτογραφίας και να κάνεις, πρέπει να ξέρεις ότι μπορείς να το κάνεις. Αναπτύσσοντας αυτό, αναπτύσσεις και την ικανότητά σου να το καταφέρεις.

Διδάσκετε σε όλο τον κόσμο. Βλέπετε διαφορές στη νοοτροπία μεταξύ των νέων και ανερχόμενων φωτογράφων στα διαφορετικά μέρη του κόσμου; Ποιοι είναι πιο «πολλά υποσχόμενοι»;

Ας ξεκινήσουμε με το ποιοι είναι πιο «διδασκόμενοι». Ποιοι διδάσκονται πιο εύκολα, γιατί αυτό είναι ο κλειδί. Μπορεί να συναντήσεις ανθρώπους που είναι τόσο πεπεισμένοι ότι ξέρουν τι κάνουν, που δεν είναι πρόθυμοι να μάθουν και ό,τι κι αν ακούσουν απλώς επιστρέφουν σε ότι ήδη έκαναν. Νομίζω ότι οι πιο πρόθυμοι για μάθηση είναι στη Σκανδιναβία. Και για αυτό επιτυγχάνουν σαν φωτογράφοι. Γιατί είναι σεμνοί και πρόθυμοι να μάθουν, να πειραματιστούν και να αλλάξουν. Μεγαλύτερη αντίσταση έχω βρει στους Γάλλους. Αυτοί προτάσσουν την πνευματική σκέψη στην δημιουργία εικόνας και αυτό τελικά τους εμποδίζει. Στην Ιταλία η φωτογραφία είναι πολύ «νέα», και δεν υπάρχει ακόμη αρκετή εκπαίδευση.

Και οι Έλληνες φωτογράφοι που είχατε την ευκαιρία να συναντήσετε;

Πρέπει να παραδεχθώ ότι οι Έλληνες φωτογράφοι έχουν μια παράδοση. Και πρέπει να την σπάσουν. Η εντύπωσή μου είναι ότι οι Έλληνες είναι πολύ πρόθυμοι να μάθουν και εμπιστεύτηκαν τις εργασίες που τους ανέθεσα. Ανέθεσα σε καθέναν μια διαφορετική εργασία και θέλησαν να μάθουν γιατί τους ανέθεσα στον καθένα την εργασία που επέλεξα για αυτόν/ην. Kαι τους εξήγησα: σε κάποιους θέλησα να τους απομακρύνω από αυτό που ήδη έκαναν ώστε να κάνουν κάτι διαφορετικό, κάποιους άλλους να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο σε αυτό που έκαναν και από κάποιους ζήτησα να κάνουν κάτι σχεδόν αδύνατον. Αλλά με εμπιστεύτηκαν.

Χρήστος Κοψαχείλης, Μάρτιος 2021

Βιβλιογραφία:

  • Frostbite – Morgan and Morgan, (1978),
  • Waterline – Aperture, (1994),
  • Body Land – Smithsonian Books, (1999),
  • SAGA: The Journey of Arno Rafael Minkkinen – Chronicle Books, (2005),
  • Homework: The Finnish Photos – Like (2008),
  • Balanced Equation – Lodima Press, (2010),
  • Minkkinen – Kehrer Verlag, (2019).