Ο Rene Burri, Ελβετός από τη Ζυρίχη, γεννημένος το 1933, διηγήθηκε ότι όταν ήταν παιδί και συμμετείχε στις εκδρομές, στις Άλπεις της χώρας του, πολύ συχνά ένιωθε μια αποπνικτική αίσθηση περιορισμού. Όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά λόγω της ίδιας της ύπαρξης των βουνών που αποτελούσαν τεράστια φράγματα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον υπόλοιπο κόσμο: “Συχνά στις εκδρομές, στο τέλος κάθε αναρρίχησης, άφηνα το σκοινί για να ορμήσω προς την κορυφή. Αυτό δεν το έκανα από ματαιοδοξία για να φτάσω πρώτος. Ήθελα να απολαύσω την απέραντη θέα, ήθελα να δω όλο τον κόσμο. Αντίθετα, έβλεπα μόνο άλλα βουνά. Σκεφτόμουν ότι η φωτογραφική μηχανή θα μου έδινε την δυνατότητα να ξεφύγω από τα βουνά της Ελβετίας”. Πράγματι, η φωτογραφική μηχανή απετέλεσε το δικό του πασπαρτού, αφορμή και έφεση, για να υλοποιήσει εκείνη την ακαθόριστη ανάγκη να γνωρίσει τον κόσμο, να ψάξει με περιέργεια τις πτυχές του και να χαθεί μέσα στους δρόμους του.

Στην πραγματικότητα, στην αρχή στρέφεται στον κινηματογράφο αλλά η Ελβετία εκείνων των χρόνων δεν προσφέρει πολλά σ’ αυτό τον τομέα. Το πιο κοντινό μέσο στον κινηματογράφο του φαίνεται ότι είναι η φωτογραφία και το 1950 ο Burri γράφεται στη σχολή φωτογραφίας της Σχολής των Εφαρμοσμένων Τεχνών της πόλης του. Ο Burri ανακαλύπτει τι σημαίνει η σύνθεση με το φως, το γεγονός να το έχει σαν σύμμαχο στην κατασκευή μιας εικόνας, όταν οι σκιές δημιουργούν αρμονικά επίπεδα, πλούσια σε αναλογίες και εκφραστικές παραπομπές. Από αυτά τα μαθήματα γεννιέται το “σημάδι” του Burri: η κομψότητα μιας αρμονικής δημιουργίας, η σπάνια και πολύτιμη ικανότητα ενός σοφού παιχνιδιού γεωμετρίας, χώρων και νοημάτων. Όμως η σχολή δεν αρκεί. Εκεί έξω, υπάρχει η πραγματικότητα. “Όταν τελείωσα τη σχολή φωτογραφίας, όπου φωτογραφίζαμε μόνο φλιτζάνια του καφέ τυλιγμένα στο φως, έπρεπε να μάθω να τρέχω πίσω από τις εικόνες μου… Οι καλές φωτογραφίες είναι σαν τα ταξί την ώρα αιχμής: εάν δεν είσαι αρκετά γρήγορος, θα τα πάρει κάποιος άλλος”.

Το Παρίσι της δεκαετίας του 1950, όπου φθάνει σ’ αυτό σχεδόν σαν μια φυσική και προφανή κατάληξη, κυριαρχείται από την “ουμανιστική” φωτογραφία. Κι αυτός αρχίζει να τριγυρίζει στην πόλη αναζητώντας τις φωτογραφίες που σκέφτεται ότι θα πρέπει να είναι μαγικές και ευαίσθητες στιγμές, εξαίσια αποσπάσματα μιας χαρούμενης και ανάλαφρης ύπαρξης, όπως στις φωτογραφίες του Izis και του Doisneau. Όμως η παρόρμησή του στοχεύει ανεπαίσθητα προς την διήγηση, το ουσιαστικό ντοκουμέντο. Στο Παρίσι υπάρχει ο Henri Cartier-Bresson, ο δάσκαλος της σύλληψης των εικόνων, ο εχθρός του αστείου στη φωτογραφία. Αυτός γίνεται το σημείο αναφοράς, που είναι από εδώ και εμπρός αναπόφευκτο, για να βρει ένα λόγο και ένα προσωπικό και δυνατό στυλ. Ο νεαρός Burri χτυπάει την πόρτα του Magnum Photos, που αποτελούσε ήδη την πατρίδα του φίλου και συναδέλφου του Werner Bischof, στην αναζήτηση μιας φωτογραφικής ποιότητας, η οποία ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ήταν διαφορετική. Ένας τρόπος για να συνθέτει υπέροχες εικόνες αλλά και να μιλάει για τον κόσμο, να τον γνωρίσει. Στο Magnum η υποδοχή ήταν βιαστική: δείχνει τρία φύλλα δοκιμαστικών από το ρεπορτάζ του στους κωφάλαλους και του ζητούν να τυπώσει, σαν δοκιμή, μερικές από εκείνες τις φωτογραφίες. Φαίνεται ότι όλα έχουν τελειώσει πριν ακόμα αρχίσουν, αλλά μετά από μερικές εβδομάδες, στις σελίδες του Life, και με το “copyright Burri/Magnum”, ιδού οι φωτογραφίες του τυπωμένες σε κοινή θέα. Έτσι δημιουργείται, με άτυπο αλλά μακρόβιο τρόπο, η σχέση ανάμεσα στο πρακτορείο και τον Rene Burri.

Τα χρόνια που ακολουθούν, οι δεκαετίες του 1950 και του 1960, είναι αυτά με συχνά ταξίδια, με την ιδιότητα του ρεπόρτερ και του απεσταλμένου σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Ανατολή, οι ΗΠΑ, η Κούβα του Φιντέλ και του Τσε Γκεβάρα (μνημειώδες είναι το πορτραίτο του Τσε με το πούρο στο στόμα… μια εικόνα διαχρονική). Ο κατ’ εξοχήν περιπλανώμενος φωτογράφος φαίνεται ότι δεν έχει ούτε πατρίδα ούτε ανάπαυση και έτσι εξηγείται η επιθυμία του να γνωρίσει και να εξιστορήσει διαφορετικές ιστορίες, πολυτάραχες από δημοσιογραφικής πλευράς, γεμάτες από ανθρωπιά που ξέρει να συλλαμβάνει πέρα από κάθε ενδεχόμενη, πομπώδη ρητορική. Οι συναντήσεις αυτών των ετών είναι πολύ σημαντικές. Με τόσους ανώνυμους πρωταγωνιστές της ζωής, ασφαλώς, αλλά και με τους βασικούς πρωταγωνιστές του πολιτισμού και της πολιτικής της εποχής μας. Αφού έτρεχε πίσω από τον Πικάσο για πέντε χρόνια, διασχίζοντας ολόκληρη την Ευρώπη, βρίσκεται στην Ισπανία όπου μαθαίνει ότι ο ζωγράφος θα παρακολουθήσει μια ταυρομαχία στο Nimes: “Μετά από μια νύχτα ταξιδιού, φθάνω τυχαία στο Hotel du Cheval Blanc. Η καμαριέρα με σπρώχνει σε μια πόρτα και ανοίγοντάς την, βρίσκομαι μπροστά στον Πικάσο, ο οποίος, καθισμένος σε ένα κρεβάτι, ετοιμάζεται να διευθύνει μια μικρή ορχήστρα μουσικών, ταυρομάχων και φίλων. Με μια μικρή παντομίμα, με προσκαλεί να τον φωτογραφίσω. Την επόμενη ημέρα, παρακολουθούμε μαζί την ταυρομαχία”.

Προστίθενται και άλλα πορτραίτα. Le Corbusier, Ingrid Bergman, Sadat, Alberto Giacometti, Nasser, Nixon, Eisenhower… Όμως ο κόσμος της ενημέρωσης αλλάζει και η τηλεόραση, με τους γρήγορους ρυθμούς της, αποφασίζει σύντομα και για τον ρυθμό και την αντίληψη του φωτορεπόρτερ. Ο Rene Burri, με την ευαισθησία του, είναι ανάμεσα στους πρώτους που το αντιλαμβάνεται. Τι νόημα έχει να ανησυχήσει για την φωτογραφική εξιστόρηση ενός δημοσιογραφικού γεγονότος, εάν με πιο γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο, η τηλεόραση κατορθώνει να μεταδώσει σε πραγματικό χρόνο τις ίδιες εικόνες και τις ίδιες πληροφορίες; Ο Burri κατανοεί ότι θα πρέπει να βρει ένα άλλο ρόλο, να εμπιστευτεί μια διαφορετική πνοή και ένα άλλο βήμα. Να προσφέρει τομές, προσεγγίσεις, ερμηνείες και απόψεις της πραγματικότητας που μόνο ένας “προνομιούχος παρατηρητής” μπορεί να έχει. Το 1962 εκδίδεται ο τόμος που είναι αφιερωμένος στους Γερμανούς (Die Deutscheri), φωτογραφίες που συλλέχθηκαν κατά την διάρκεια ετών που ήταν γεμάτα από ταξίδια και επιστροφές στη Γερμανία για να εξιστορήσει μια κοντινή χώρα που όμως είναι τόσο σύνθετη. Από τις πρώτες εικόνες της μεταπολεμικής περιόδου στην δύσκολη ανασυγκρότηση, στην αντίληψη μιας νέας γενιάς που προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω της την ογκώδη κληρονομιά του ναζισμού.

Ο Burri βλέπει, καταγράφει, σημειώνει, προβληματίζεται, με ικανότητά να περικλείει σε μια τυπικά τέλεια φωτογραφία ένα σύνολο πληροφοριών που σαρώνει, συμπαρασύρει και εκπλήσσει, βρίσκοντας σ’ αυτή την συλλογή μια ώριμη και πλήρη φόρμα. Εάν ο όγκος παραμένει ακόμα και τώρα ένας ακρογωνιαίος λίθος των φωτογραφικών εκδόσεων, η καθημερινή πρακτική του Rene Burri να μην υποχωρεί, να αναζητά νέους δρόμους για την επικοινωνία και την έκφραση, δεν έχει διακοπές.

Παρά το γεγονός ότι δημιούργησε σημαντικά πορτραίτα, υπέγραψε σημαντικά, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, ότι γι’ αυτόν θα θυμούνται εκθαμβωτικές εικόνες, η πορεία του προχωρά εξερευνώντας διαφορετικούς δρόμους, μερικές φορές εννοιοκρατικούς, άλλες φορές μινιμαλιστικούς, αλλά πάντοτε στην καρδιά του γεγονότος της ανθρώπινης ύπαρξής του. Όπως είπε η Corinne Diserens, στο βιβλίο “One World”, “ο Burri υπερβαίνει τα ξεχωριστά γεγονότα για να ακολουθήσει τις διαδικασίες που τον οδηγούν στη σύλληψη της ουσίας της ανθρώπινης ζωής. Αν και ταξίδεψε στα πιο “θερμά” σημεία του κόσμου, οι εικόνες του δεν είναι βίαιες. Παρουσιάζουν την σύγχρονη ζωή, αλλά οι βιαιότητές της, ο πόνος και τα βάσανά της, οι θρίαμβοι και οι απολαύσεις της εξυψώνονται στην έννοια της ανθρώπινης υπόστασης”

Βιογραφικό:

Γεννημένος στη Ζυρίχη το 1933, ο Rene Burri μελετά σύνθεση, σχέδιο και ζωγραφική στο Ινστιτούτο Τέχνης της γενέθλιας πόλης του. Αργότερα, όταν θα γίνει φωτογράφος, θα επιστρέφει στα πρώτα του ενδιαφέροντα με μια σειρά από κολάζ σε σχήμα ημερολογίου όπου ενσωματώνει λογοτεχνία, ζωγραφική και φωτογραφία. Κατά την περίοδο 1953-1955 εργάζεται σαν σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και αρχίζει να χρησιμοποιεί μια Leica κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Το 1955 έρχεται σε επαφή με το Magnum Photos μέσω του Werner Bischof και το πρώτο του ρεπορτάζ στα κωφάλαλα παιδιά δημοσιεύεται από το Life και από άλλα ευρωπαϊκά περιοδικά. Το 1956 ο Burri ταξιδεύει στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, πραγματοποιώντας μια σειρά από ρεπορτάζ κατά παραγγελία του Magnum. Ιταλία, Τσεχοσλοβακία, Τουρκία, Αίγυπτος, Συρία, Ιράκ, Ελλάδα, Λατινική Αμερική, αποτελούν μόνο μερικούς από τους προορισμούς του. Το 1959 γίνεται μέλος του Magnum Photos. Δημοσιεύει σε περιοδικά όπως το Life, Look, Stem, Paris Match, Epoca, Du. Η εργασία του στη Γερμανία, με την επιμέλεια του Robert Delpire και με εισαγωγή του Jean Baudrillard, δημοσιεύεται στη γερμανική έκδοση το 1962 και στη γαλλική έκδοση το 1963. Αυτά τα χρόνια πραγματοποιεί μεγάλα ρεπορτάζ και φωτογραφίζει καλλιτέχνες όπως: Πικάσο, Giacometti και Le Corbusier για το ελβετικό περιοδικό Du. Το 1963, ενώ εργάζεται στην Κούβα, δημιουργεί πορτραίτα του Φιντέλ Κάστρο και του νεαρού τότε Τσε Γκεβάρα. Τη δεκαετία του ‘60 και’70 εργάζεται σαν ρεπόρτερ στις εμπόλεμες περιοχές της Αιγύπτου, του Ισραήλ, του Βιετνάμ και του Βηρυτού. Το 1982 γίνεται πρόεδρος του Magnum Photos και δύο χρόνια αργότερα, στην Kunsthaus της Ζυρίχης, ανοίγει μια πρώτη αναδρομική έκθεση, αφιερωμένη στο έργο του. Το 1991 ονομάζεται Ιππότης του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών του Γαλλικού Κράτους και το 2004 παρουσιάζεται στο Παρίσι μια νέα, μεγάλη αναδρομική έκθεσή του, η οποία αφού παρουσιάστηκε σε μερικές από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, φθάνει και στην Ιταλία, στο κτίριο Arengario του Βασιλικού Ανακτόρου στο Μιλάνο το 2005. O Rene Burri πέθανε νικημένος από τον καρκίνο στις 20 Οκτωβρίου του 2014, σε ηλικία 81 ετών,

O Rene Burri διηγείται:

Όταν άρχισα αυτό το επάγγελμα, πίστευα ότι μπορούσα ν’ αλλάξω τον κόσμο με τις φωτογραφίες μου, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι έκανα λάθος.

Δεν είναι η άσκηση αυτής της δουλειάς που σε βγάζει από αυτή την πλάνη, είναι τα άτομα που μέσα σε ελάχιστο, χρονικό διάστημα σου αφαιρούν κάθε αυταπάτη. Όμως θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να πιστεύεις. Παρ’ όλα αυτά, έχω παραμείνει αισιόδοξος.

Τα πρώτα χρόνια της φωτογραφίας ο κόσμος φωτογραφίζονταν φορώντας τα κυριακάτικα ρούχα. Όταν η φωτογραφία έγινε “κινητή” και συνεπώς πιο επιθετική, άρχισε να συλλαμβάνει τα θέματα από μια άλλη, οπτική γωνία, που δεν ήταν πάντοτε ευνοϊκή.

Εκείνη τη στιγμή, διαπιστώνεται ένα είδος διαστροφής. Εγκαθιδρύεται μια προπαγάνδα της βίας: “Τράβηξες ωραίες φωτογραφίες με πτώματα;”. Το σημερινό κλίμα κινείται από τον μοραλισμό στην ηδονοβλεψία. Παρ’ όλα αυτά αναζητείται η αλήθεια. Όμως η αλήθεια του ανθρώπου ερμηνεύεται, δεν μπορεί να φωτογραφηθεί εύκολα.

Είδα φρικιαστικά πράγματα και εκείνες τις στιγμές αναρωτήθηκα “προσοχή, γέρο μου, εκτός από το να βλέπεις τα πράγματα θα πρέπει και να κοιτάζεις μέσα. Με αυτές τις εικόνες μπορείς να ρίξεις στάχτη στα μάτια”. Αγωνίζεται συνεπώς όταν φωτογραφίζει, σε σκληρές καταστάσεις και παλεύει ξανά στην επιστροφή, για να υπερασπιστεί την ελευθερία της έκφρασής του και την δική του οπτική γωνία.

Σε ένα νεαρό φωτογράφο θα έλεγα να είναι περίεργος, η ζωή είναι υπέροχη και ταυτόχρονα φρικτή, τα άτομα είναι ικανά για τα χειρότερα πράγματα αλλά και για τις ομορφότερες πράξεις. Για μένα η αισθητική είναι αδιαίρετη από την ουτοπία, από την επιθυμία ενός καλύτερου κόσμου που ασφαλώς ο κόσμος θα καταστρέφει. Μα ακόμα και όταν ήμουν παιδί και κάποιος κατέστρεψε τους πύργους μου από άμμο, ποτέ δεν σταμάτησα να τους χτίζω. Πριν από τριάντα χρόνια ήταν πιο εύκολο για ένα νεαρό φωτογράφο, θα πρέπει να επιμένει πολύ και να μην αποθαρρύνεται. Επίσης θα πρέπει να χρησιμοποιεί την περιέργειά του στη ζωή, να ζεις είναι πιο σημαντικό από το να αναπτύσσεις ένα προσωπικό στυλ στην φωτογραφία.

Ορισμένα από τα βιβλία που έχει δημοσιεύσει: Die Deutschen (1962), Gauchos (1968), Greece (1974), Rene Bum (1983), Ein Amerikanischer Traum(1986), One World (1988), Che Guevara (1997), Rene Burri Photo Poche (1998,), Cuba y Cuba (1999), Le Corbusier (1999), Luis Barraga (2000), Rene Burri : Photographies – Phaidon (2004).

 

Alessandra Mauro : Rene Burri, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum Photos – Hachette