Manuel Alvarez Bravo (1902-2002)

Ο Manuel Alvarez Bravo, είναι ο μεγαλύτερος Μεξικανός φωτογράφος και από τους πλέον καταξιωμένους της Λατινικής Αμερικής του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1902 στην Πόλη του Μεξικού, σε μια ταραγμένη περίοδο για την πατρίδα του, λόγω της Μεξικάνικης Επανάστασης του 1911, γεγονός που επηρέασε σημαντικά τη δουλειά του ως φωτογράφος. Μεγάλωσε σε φιλότεχνο περιβάλλον, καθώς τόσο ο πατέρας του, όσο και ο παππούς του ήταν ερασιτέχνες ζωγράφοι. Ανήσυχος έφηβος παράτησε το εμπορικό γυμνάσιο το 1916 και άρχισε να εργάζεται ως λογιστής στην αρχή μέχρι που σύντομα βρίσκει θέση στο Υπουργείο Οικονομικών του Μεξικού, όπου και απασχολείται σε διάφορες υπηρεσίες μέχρι και το 1930. Παράλληλα παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα λογοτεχνίας, ενώ τη διετία 1917-18 σπουδάζει μουσική και ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του San Carlos. Από την επαφή του με τη Τέχνη αποκτά ενδιαφέρον για τη φωτογραφία και την τέχνη των ιθαγενών του Μεξικού. Το 1924 αγοράζει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή και αυτοδίδακτος αρχίζει να κάνει πορτρέτα συναδέλφων του. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της καριέρας του έπαιξε η γνωριμία του με τη φωτογράφο Tina Modotti, το 1927, η οποία τον προτρέπει να στείλει φωτογραφίες του στον Edward Weston, ο οποίος με τη σειρά του τον ενθαρρύνει να συνεχίσει στη φωτογραφία. Μέσω της Modotti και της εκδότριας του περιοδικού “Mexican Folkways”, Frances Toor, γνωρίζει σημαντικούς Μεξικάνους ζωγράφους του κινήματος των muralists, ανάμεσα στους οποίους τον Diego Rivera, τον David Alfaro Siqueiros, τον Jose Clemente Orozco, και φωτογραφίζει το έργο τους για τα επόμενα χρόνια. Ο μουραλισμός σαν κίνημα στη Ζωγραφική δημιουργήθηκε στο Μεξικό μετά την επανάσταση του 1911. Η ονομασία του προέρχεται από το λατινικό murus (τοίχος). Οι μεξικάνοι ζωγράφοι του κινήματος, πίστευαν ότι έπρεπε να ζωγραφίζουν δημόσια, μνημειώδη σε μέγεθος έργα με στοιχεία από την προκολομβιανή τέχνη της Νότιας Αμερικής, αλλά και θέματα πολιτικού χαρακτήρα.

Το 1930 εγκαταλείπει τη θέση του στο Υπουργείο Οικονομικών και γίνεται ανεξάρτητος φωτογράφος. Την ίδια εποχή (1930-31) εργάζεται ως κάμεραμαν με τον Sergei Eisenstein, για την ημιτελή ταινία του «Que Viva Mexico». Ο Bravo γνωρίζει τα Ευρωπαϊκά ρεύματα στην τέχνη μέσω των γνωριμιών του με άλλους καλλιτέχνες όπως τον γάλλο ποιητή και συγγραφέα Andre Bretton, ο οποίος τον μυεί στον σουρεαλισμό. Το 1935 εκθέτει στη Νέα Υόρκη μαζί με τους Walker Evans και Henri Cartier-Bresson. Οι φωτογραφίες του απεικονίζουν την απλή καθημερινή ζωή με έναν αέρα ποτισμένο ειρωνεία και μια δόση σουρεαλισμού. Φωτογράφιζε ανώνυμους απλούς ανθρώπους και απέφευγε εσκεμμένα την φωτογράφιση πολιτικών αλλά και γενικότερα διάσημων προσωπικοτήτων της χώρας του. Έχοντας δηλώσει για τον εαυτό του: “Γεννήθηκα στην πόλη του Μεξικού, πίσω από τον καθεδρικό ναό, στον τόπο όπου είχαν κατασκευαστεί στο παρελθόν οι ναοί των αρχαίων θεών του Μεξικού”, κατανοούμε τη ματιά του που είναι βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα του μεξικανικού λαού και επικεντρώνεται στις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης καθημερινότητας, αλλά και στην αλληλεπίδραση της παροδικής και της αιώνιας ζωής, όπως αναφέρεται στο Καθολικισμό.

Παράλληλα με την εμπορική ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, από το 1938 διδάσκει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του San Carlos, ενώ από το 1943 ως το 1959 εργάζεται σαν φωτογράφος και οπερατέρ στο Mexican Film Workers Guild. Το 1955 συμμετέχει στην έκθεση “Η οικογένεια του ανθρώπου” που οργάνωσε ο Edward Steichen στο ΜοΜΑ. Το 1959. ιδρύει τη Fondo Editorial de la Plastica Mexicana, μαζί με τους Leopoldo Mendez, Rafael Carrillo, και Carlos Pellicer, με στόχο την έκδοση βιβλίων για την τέχνη του Μεξικού. Συν το χρόνο αναγνωρίζεται το έργο του και βραβεύεται με πλήθος βραβείων όπως: Το Πρώτο Βραβείο concurso de fotografia, Fabrica de Cemento, La Tolteca (1931), το Sourasky Art Prize (1974), το National Art Prize (1975), το βραβείο Victor and Erna Hasselblad (1984), Master of Photography από το International Center of Photography, ενώ κερδίζει και μια υποτροφία από Ίδρυμα Guggenheim (1975). Το 1980 αναγορεύεται σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Μεξικό και ταυτόχρονα εγκαταλείπει τη Fondo Editorial de la Plastica Mexicana με σκοπό να ιδρύσει το Μεξικανικό Μουσείο Φωτογραφίας. Αφιερώνει έξη χρόνια σ’ αυτό το όραμά του μέχρι το άνοιγμα του Μουσείου, στο οποίο κρατά τη θέση του Υποδιευθυντή. Πέθανε πλήρες ημερών, το 2002, στη γενέτειρά του.

Αποσπάσματα από μια συνέντευξη του Manuel Alvarez Bravo που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φωτογράφος.

Από πότε τραβάτε φωτογραφίες;

Σχεδόν από το 1922, αν και στην αρχή όχι σοβαρά.

Ασχοληθήκατε από μικρός με τη φωτογραφία;

Όχι. Πρωτοξεκίνησα όταν ήμουν είκοσι χρονών.

Τι επιδράσεις είχε στη ζωή σας η επανάσταση τον Μεξικού;

Η εξοικείωση με το θάνατο είχε μεγάλη επίδραση επάνω μου. Στη διάρκεια της επανάστασης, στο δρόμο για το σχολείο, ακούγαμε πυροβολισμούς. Κι αργότερα, σε περιόδους ειρήνης πηγαίναμε σ’ ένα μικρό λόφο έξω από το χωριό κι εκεί βρίσκαμε συχνά κάποιο πτώμα.

Τι επίδραση είχε επάνω σας η συχνή θέα του θανάτου;

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς ακριβώς πλάθεται η ευαισθησία και η νοοτροπία του. Σίγουρα η επαφή με το θάνατο είχε σημαντική επιρροή στο χαρακτήρα μου. Ενδιαφερόμουν επίσης για μια γιορτή που γινόταν στις 12 Νοεμβρίου, την Τελετή των Νεκρών. Σ’ αυτή τη γιορτή πουλούσαν παιδικά παιχνίδια που παρίσταναν το θάνατο, όπως κρανία από ζάχαρη, τα οποία τρώγαμε.

Το ενδιαφέρον σας για τις τέχνες προήλθε από την επανάσταση ή σας επηρέασε περισσότερο η οικογένεια σας;

Με επηρέασε η οικογένεια μου.

Πώς αποφασίσατε να σπουδάσετε λογιστικά και όχι κάποια από τις καλές τέχνες;

Τότε οι εποχές ήταν πολύ δύσκολες και ήταν σημαντικό να σπουδάσει κανείς κάτι που θα μπορούσε να αποφέρει κέρδη. Κάτι που θα βοηθούσε οικονομικά ολόκληρη την οικογένεια.

Κάνατε όμως και κάποια απογευματινά μαθήματα σχετικά με την τέχνη. Γιατί;

Ο κυριότερος λόγος ήταν ο ενθουσιασμός της ηλικίας μου. Επιπλέον ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι άμεσο, κάτι που ικανοποιούσε ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου. Σπούδασα λογοτεχνία στη σχολή Κλασικών Τεχνών κι έπειτα ζωγραφική. Όταν όμως πήρα τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου μού δημιουργήθηκε ένα πιο έντονο συναίσθημα ανεξαρτησίας και ικανοποίησης.

Πώς γίνατε επαγγελματίας φωτογράφος;

Όταν η Tina Modotti έφυγε από το Μεξικό στα 1930, ανέλαβα τη δουλειά της που ήταν η φωτογράφιση ζωγραφικών έργων. Εκείνη την εποχή εργαζόμουν σαν λογιστής για την κυβέρνηση.

Ποια ήταν η σχέση σας με την Tina Modotti;

Ήταν μια πολύ καλή μου φίλη. Μου έδειχνε τις φωτογραφίες της αλλά και φωτογραφίες που της έστελνε ο Edward Weston. Παρόλο που εκείνη κι ο Weston δεν ζούσαν πια μαζί είχαν παραμείνει δυο πολύ καλοί φίλοι.

Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε πρώτα το ενδιαφέρον για κείνη, οι φωτογραφίες της, η τέχνη της ή οι πολιτικές της απόψεις;

Κυρίως η καλλιτεχνική της φύση. Εξάλλου όλη η διανόηση του Μεξικού ανήκε στην αριστερή παράταξη, οι πολιτικές της απόψεις, λοιπόν, δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό.

Πώς αντέδρασαν στη δουλειά σας οι ζωγράφοι όπως ο Diego Rivera, Orozco και Siqueiros;

Πολύ θετικά. Δέχτηκα όμως και άμεση κριτική ιδιαίτερα από τον Diego Rivera. Νομίζω επίσης πως ο Diego είχε μεγάλη επιρροή και στην Tina και τον Weston. Όταν έκανε κριτική στη δουλειά μου ή σε αυτή κάποιου νεαρού ζωγράφου αναφερόταν περισσότερο στην ουσία της δουλειάς και λιγότερο στα συναισθήματα που κρύβονταν από πίσω.

Είχε δει τη δουλειά σας κανείς άλλος έξω από το Μεξικό;

Ο Henri Cartier-Bresson κι ο Paul Strand. Οι φωτογραφίες μου δε βγήκαν από το Μεξικό παρά πολύ αργότερα. Η πρώτη φορά που τις έστειλα έξω από το Μεξικό ήταν για μια έκθεση με τον Bresson. Ήταν η ίδια έκθεση που είχαμε κάνει μαζί στο Palacio de Bellas Artes στο Μεξικό, εκεί που τον πρωτογνώρισα.

Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης παρουσίασε για πρώτη φορά δείγματα της δουλειάς σας το 1931. Πώς έγινε αυτό;

Δεν τις πούλησα εγώ στο Μουσείο. Τις πούλησα στον κύριο Κάουφμαν κι εκείνος τις δώρισε στο Μουσείο.

Εκείνη την εποχή ζούσατε από το επάγγελμα του φωτογράφου;

Άρχισα να εργάζομαι σαν επαγγελματίας από το 1928.

Είχατε ταξιδέψει στο εξωτερικό;

Ναι, πήγα στο Σικάγο, μάλλον το 1935.

Ποια ήταν η γνώμη σας για τις φωτογραφίες που είδατε τότε;

Δεν είδα καθόλου φωτογραφίες σ’ εκείνο μου το ταξίδι.

Γιατί πήγατε στο Σικάγο;

Είχα δυο εκθέσεις εκεί. Τη μία από αυτές οργάνωσε μια πολλή καλή μου φίλη, η Emily Edwards.

Πώς γνωρίσατε την Emily Edwards;

Τη γνώρισα στο Μεξικό. Ήταν φίλη του Diego Rivera. Ο Diego την έμαθε να αναλύει τους ζωγραφικούς πίνακες χρησιμοποιώντας τη φωτογραφία.

Το 1935 είχατε μια έκθεση στη γκαλερί Julien Levy στη Νέα Υόρκη μαζί με τον Walker Evans και τον Henri Cartier-Bresson. Είχε μεγάλη σημασία για σας αυτή η έκθεση;

Ναι. Ήταν η χαρά της επικοινωνίας, η χαρά του να κάνει ο καθένας αυτό που θέλει, η οπτική απόλαυση.

Ο Andre Breton, ηγετική μορφή των Σουρεαλιστών, είχε έρθει στο Μεξικό. Πώς γνωριστήκατε;

Έμενε στο σπίτι του Diego Rivera. Εκεί τον γνώρισα.

Ποια ήταν η γνώμη του για τις φωτογραφίες σας;

Του άρεσαν πάρα πολύ.

Πίστευε πως υπήρχε κάποιο σουρεαλιστικό στοιχείο σ’ αυτές;

Δεν νομίζω. Ο Breton είχε μια μεγάλη ικανότητα ν’ αναγνωρίζει το αυθεντικό. Μπορούσε για παράδειγμα να ξεχωρίσει αμέσως ένα ζωγράφο που προσπαθούσε να παραστήσει το σουρεαλιστή.

Ποιο ήταν το κυριότερο στοιχείο που πρόσεξε στη δουλειά σας ο Breton;

Μάλλον η σχέση ανάμεσα στις φωτογραφικές αξίες και το περιεχόμενο αν και μιλούσε και για φωτογραφική ποιότητα και φωτογραφική πραγματοποίηση. Εκείνο πάντως που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το περιεχόμενο.

Με τη λέξη περιεχόμενο εννοείτε το αντικείμενο της φωτογραφίας ή το πώς απεικονίζεται αυτό;

Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το αντικείμενο.

Ο Σουρεαλισμός είχε κάποια επίδραση επάνω σας τότε;

Μάλλον όχι. Ήξερα για το Σουρεαλισμό, είχα δει και διαβάσει σε γαλλικά περιοδικά γι΄ αυτόν και ίσως μερικές φωτογραφίες μου να ήταν επηρεασμένες από το Σουρεαλισμό.

Στα 1935 πρωτογνωρίσατε τον Paul Strand. Ποιες ήταν οι επιδράσεις αυτής της γνωριμίας;

Η αλήθεια είναι πως δεν είχα συνειδητοποιήσει τη σημασία που είχαν για μένα οι γνωριμίες με συγγραφείς, φωτογράφους και ζωγράφους.

Το 1942 η Photo League στη Νέα Υόρκη παρουσίασε μια έκθεση με φωτογραφίες σας. Πώς ήρθατε σε επαφή μαζί τους;

Μέσω του γκρουπ Anna Sokolow. Ήμουν φίλος με μια από τις κοπέλες του γκρουπ, τη Sasha, που μίλησε στον άντρα της τον Henry Rothman για μένα. Εκείνος με προσκάλεσε να εκθέσω τις φωτογραφίες μου στη Νέα Υόρκη.

Το 1959 σταματήσατε τη διδασκαλία. Γιατί;

Επειδή το 1959 δημιουργήθηκε η Fondo Editorial de la Plastica Mexicana και συμμετείχα στην οργάνωση σαν μέλος της τεχνικής επιτροπής.

Η νέα σας δουλειά, στον οργανισμό, τι ακριβώς ήταν;

Το να είσαι μέλος της τεχνικής επιτροπής σήμαινε να κάνεις φωτογραφία και να προωθείς την Μεξικάνικη τέχνη μέσα στη χώρα αλλά και στο εξωτερικό.

Πώς έγινε κι εκθέσατε φωτογραφίες σας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Μόσχας το 1945;

Συγκέντρωναν φωτογραφίες για τη Μόσχα, έτσι έδωσα κι εγώ. Δεν τις ξαναείδα από τότε.

Το 1955 ο Edward Steichen σας προσκάλεσε να συμμετάσχετε στην έκθεση «Οικογένεια του ανθρώπου» στην οποία παρουσιάσατε δυο φωτογραφίες σας. Ποια ήταν η γνώμη σας για την έκθεση;

Νομίζω πως ήταν μια από τις σημαντικότερες εκθέσεις που έγιναν ποτέ, όχι τόσο από φωτογραφική άποψη αλλά περισσότερο σαν σύλληψη.

Πώς γνωρίσατε τον Steichen;

Δεν τον γνώρισα προσωπικά. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης είχε αρκετές φωτογραφίες μου κι έτσι με ήξερε εκείνος. Από το μουσείο έστελναν γράμματα στους φωτογράφους και τους ζητούσαν να στείλουν φωτογραφίες στο Μουσείο.

Υπήρχε κάποιο φιλοσοφικό ενδιαφέρον που γινόταν φανερό στη δουλειά σας εκείνη την εποχή;

Νομίζω πως η οπτική φιλοσοφία του καλλιτέχνη διαμορφώνεται πιο ελεύθερα από εκείνη του συγγραφέα ή του φιλόσοφου. Δε χρειάζεται να υπάρχει μεγάλη πειθαρχία. Ο φωτογράφος εργάζεται τόσο με τα μάτια όσο και με το μυαλό του.

Έχετε ταξιδέψει στην Ευρώπη. Πιστεύετε πως η δουλειά σας σχετίζεται περισσότερο με την Ευρωπαϊκή ή την Αμερικάνικη φωτογραφία;

Νομίζω πως περιλαμβάνει και τα δύο. Έχει περισσότερη σχέση με την Μεξικάνικη τέχνη και το Μεξικάνικο τρόπο ζωής παρά με τις φωτογραφικές παραδόσεις.

Η δουλειά σας μοιάζει γεμάτη προσωπικό συμβολισμό. Νομίζετε πως εργάζεστε σε μια συμβολική παράδοση;

Πιστεύω πως τα σύμβολα που μπορεί να βρει κάποιος στις φωτογραφίες μου αναφέρονται απαραίτητα στη ζωή και το θάνατο. Φυσικά όμως υπάρχουν και σύμβολα που δεν αναφέρονται σε αυτά τα δύο στοιχεία αλλά στο Φροϋδικό συμβολισμό, όπου τα σύμβολα παρουσιάζονται τακτικά. Δημιουργείς για παράδειγμα, ένα εξωτερικό σύμβολο, ένα σύμβολο που βρίσκεται εκεί και μπορεί να αναφέρεται στις συνεχείς σου απασχολήσεις. Είναι αλήθεια πως οποιαδήποτε δουλειά μπορεί να έχει σύμβολα που δημιουργήθηκαν ασυνείδητα, αλλά είναι επικίνδυνο να τα λαμβάνει κανείς σοβαρά υπόψη.

Φαίνεται να πραγματεύεστε ένα είδος σεξουαλικότητας στα γυμνά σας. Ζητάτε από το θεατή να κοιτάξει και να καταλάβει ένα ολόκληρο νέο σημείο αναφοράς. Είναι κάτι που κάνετε σκόπιμα;

Νομίζω πως σ’ ένα μεγάλο μέρος γίνεται συνειδητά. Για παράδειγμα, τα ξαπλωμένα γυμνά απεικονίζουν τη γυναίκα, αλλά παρουσιάζουν ταυτόχρονα τον κίνδυνο αυτής της ζωής.

Οι επίδεσμοι που υπάρχουν σε μερικά από τα γυμνά έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία;

Οι επίδεσμοι προέρχονται από μια οπτική εμπειρία. Πολύ πρόσφατα ανακάλυψα τη σχέση αυτή. Έβλεπα συχνά το γκρουπ Anna Sokolow και οι κοπέλες συνήθιζαν να βάζουν επιδέσμους στα πόδια τους για τις πρόβες.

Ο κάκτος δίπλα στη γυναίκα και ο τρόπος που φοράει εκείνη τους επιδέσμους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράξενα θρησκευτικός.

Δε νομίζω. Μπορεί όμως και να έχει κάποια σχέση, αφού έχει να κάνει με τη θυσία. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι επιμένουν να διαβάζουν και να εξηγούν τις φωτογραφίες μου και να βρίσκουν τα πράγματα που έχουν επηρεάσει τη δουλειά μου, άρχισα να το σκέφτομαι κι εγώ και αποφάσισα πως η «Bohemia» του Ρουσώ είχε μεγάλη επιρροή επάνω μου.

Μερικές φορές στις φωτογραφίες σας φαίνεται πως το φως όχι μόνο δε δίνει ζωή, αλλά την καταπιέζει κιόλας.

Πιστεύω πως το φως και η σκιά έχουν την ίδια δυαδικότητα που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Κατά κάποιο τρόπο η σκιά, η έλλειψη του φωτός, είναι η άρνηση του φωτός.

Πρόσφατα η δουλειά σας αναγνωρίστηκε από μια μεγάλη μερίδα κόσμου. Πώς νιώθετε ύστερα από αυτή την αναγνώριση;

Δε νομίζω πως ένας καλλιτέχνης πρέπει να αλλάζει όταν η δουλειά του αναγνωριστεί από τον κόσμο. Είναι μεγάλη ικανοποίηση να βλέπεις πως αυτό που κάνεις είναι σημαντικό, μπορείς να επικοινωνείς με τους άλλους ανθρώπους, είναι πολύ ενδιαφέρον και σε γεμίζει με ένα συναίσθημα χαράς. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει ν’ αναζητάς την αναγνώριση – απλά συμβαίνει. Πιστεύω πως η δουλειά του καλλιτέχνη πρέπει να έχει τη μορφή της έρευνας, της αναζήτησης, της εξέτασης. Είναι σαν να πετάς μια πέτρα στο νερό, πετάγονται πιτσιλιές. Από την αρχή ξεκινάς με την αναγνώριση του περίγυρού σου. Έπειτα ο κύκλος μεγαλώνει ώσπου έρχεται η γενική αναγνώριση. Θα ήταν αδύνατο να δημιουργεί κανείς χωρίς τη δυνατότητα της επικοινωνίας.

Τι προσπαθήσατε να δώσετε στον κόσμο;

Τις ανθρώπινες εμπειρίες μου.

Η δουλειά σας αντανακλά ένα συναίσθημα μοναξιάς.

Η μοναξιά βρίσκεται στην ιδιοσυγκρασία της Ισπανίας και της Λατινικής Αμερικής. Η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τη μοναξιά.

Υπάρχει κάποιος φωτογράφος που να θαυμάζετε πραγματικά;

Θαυμάζω πολλούς φωτογράφους, για διαφορετικούς λόγους τον καθένα. Ο Ansel Adams, για παράδειγμα, είναι εκπληκτικός. Ένας ακαδημαϊκός που κατάφερνε να αποδώσει το συναίσθημα χρησιμοποιώντας την άψογη τεχνική του. Υπάρχουν επίσης και καλοί φίλοι τους οποίους θαυμάζω όπως ο Cartier-Bresson, ο Paul Strand, ο Bill Brand…

Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να συμβεί με τη Μεξικάνικη φωτογραφία στο μέλλον;

Θα ήθελα να δω και στο Μεξικό εκδόσεις όπως της Contrejour και Afterimage. Εκδόσεις με λιγότερα λόγια, περισσότερες αναπαραγωγές και καλύτερη ποιότητα φωτογραφιών.

Πηγές: Manuel Alvarez Bravo – Masters of Photography / Aperture