Αγαπώ τα φωτογραφικά βιβλία και προσπαθώ να αγοράζω όσα βρίσκω ενδιαφέροντα για να τα μελετώ. Οι νεότεροι φίλοι της φωτογραφίας με διαβεβαιώνουν ότι τώρα πια μπορείς να βρεις τη δουλειά όλων των φωτογράφων -σημαντικών και λιγότερο σημαντικών, σύγχρονων αλλά και παλαιότερων- στο διαδίκτυο εύκολα και, κυρίως, χωρίς κόστος. Ομολογώ πως έχουν εν μέρει δίκαιο, αν και η επιλογή των φωτογραφιών που συνοδεύουν το όνομα του κάθε καλλιτέχνη είναι τυχαία και καμιά φορά παραπλανητική. Πρέπει να είσαι εξοικειωμένος με το έργο του κάθε φωτογράφου τον οποίο αναζητάς, διαφορετικά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορείς να σχηματίσεις σωστή και ολοκληρωμένη γνώμη από τις φωτογραφίες του διαδικτύου. Άλλωστε από που, αν όχι από τα βιβλία, θα ανεβάσει κάποιος τις φωτογραφίες στις ιστοσελίδες? Στους σύγχρονους φωτογράφους ενδεχομένως να μπορεί να συγκεντρωθεί κάποιο υλικό από τα δελτία τύπου των εκθέσεων ή άλλων σχετικών εκδηλώσεων, αλλά πως θα μαθαίναμε για τους παλιότερους που πέθαναν πριν τη τεχνολογική επανάσταση αν δεν είχε κάποτε εκδοθεί η δουλειά τους σε βιβλίο? Ποιος, θα γνώριζε πχ. την Aenne Biermann, αν δεν είχε εκδοθεί το 1988, ο αναλυτικός κατάλογος της αναδρομικής έκθεσης της που είχε γίνει στο Βερολίνο? Από αυτόν τον κατάλογο λοιπόν, που είχα αγοράσει στο Άμστερνταμ 50,40 ολλανδικά Φιορίνια (23€ περίπου), αντλώ τις παρακάτω πληροφορίες.

Η Aenne Biermann γεννήθηκε ως Anna Sibilla Sternfeld στις 8 Μαρτίου 1898 στο Goch, μια πόλη στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία της Γερμανίας, στα σύνορα με τη Γαλλία. Ήταν το τρίτο παιδί μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας Ashkenazi. Ο πατέρας της, ο Alfons Sternfeld, διέθετε ένα βυρσοδεψείο που είχε κληρονομήσει από τον παππού της Wolfgang Sternfeld. Η μητέρα της ήταν η Julie Meck. Η μικρή Anna μεγάλωσε στο προστατευμένο αστικό περιβάλλον της οικογένειας της, χωρίς κανένα επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά με καλή εκπαίδευση και σοβαρές μουσικές σπουδές στο πιάνο και στο χώρο της μουσικής και του πολιτισμού γενικότερα.

Το 1920 η Anna Sternfeld παντρεύτηκε τον συντοπίτη της Herbert Joseph Biermann, έναν πλούσιο έμπορο κλωστοϋφαντουργίας και μετακόμισαν στη Gera, μια πόλη που αποτελούσε κέντρο της προοδευτικής γερμανικής κουλτούρας. Μετά το γάμο της άλλαξε το όνομά της σε Aenne ή Anne. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά. Το 1921 μια κόρη, τη Helga και το 1923 ένα γιο, τον Gershon, που θα αποτελέσουν τα πρώτα θέματα αυτής της αυτοδίδακτης φωτογράφου. Τις βασικές γνώσεις η Aenne θα τις πάρει από επαγγελματικά περιοδικά και σχετικά βιβλία. Με τη πάροδο του χρόνου το χόμπι της Biermann θα εξελιχθεί σε πάθος και η ίδια θα αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της «Νέας Αντικειμενικότητας».

Ο όρος περιγράφει το καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε στη Γερμανία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και εδραιώθηκε στη δεκαετία του 1920, στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Σε μια εποχή επαναστατική, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην τέχνη όπου, μετά από μια περίοδο μεγάλων ελπίδων, ένα γενικευμένο συναίσθημα παραίτησης και κυνισμού επικρατούσε στη χώρα. Το κίνημα αυτό με βασικούς εκπροσώπους στη ζωγραφική τους: Otto Dix, Max Beckmann και George Grosz, πρότεινε μια πρακτική – ρεαλιστική – παραστατική προσέγγιση του κόσμου, ενώ ερχόταν σε ρήξη με κάθε τάση ρομαντισμού ή ιδεαλισμού του κινήματος του Εξπρεσιονισμού που προηγήθηκε. Σε αντίθεση με αυτόν εκφράζει μια νέα ρεαλιστική, σκεπτικιστική αντίληψη των φαινομένων της ζωής, απαλλαγμένη πλήρως από συναισθηματισμούς, αποδίδοντας πιστά, παραστατικά, με έμφαση και καθαρές γραμμές, χωρίς προκαταλήψεις, θέματα που αντλούνται με ριζοσπαστικό τρόπο από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Ο καλλιτέχνης χαρακτηρίζεται από την επιθυμία μιας ψυχρής απεικόνισης της ανθυγιεινής και διεφθαρμένης μεταπολεμικής κοινωνίας και στρέφει το βλέμμα του προς κάθε τι το καθημερινό, το πεζό, μη έχοντας κανέναν ενδοιασμό να παρουσιάσει το σκληρό, το κυνικό, “το άσχημο”. Εκεί όπου η πολιτική δραστηριότητα ενάντια στην κοινωνική αδικία κι η αλληλεγγύη με τους καταπιεσμένους υπερτερούν, μόνο εκεί συναντάμε μεροληπτικότητα, εκεί δεν χαλιναγωγείται το συναίσθημα, ούτε συγκαλύπτεται η θέση του καλλιτέχνη. Για παράδειγμα, έργα του Otto Dix, και του George Grosz, ασκούσαν έντονη κριτική στη Γερμανική κοινωνία της εποχής με συχνές αναφορές στο φόνο ή το σεξουαλικό έγκλημα που ήταν σε άνοδο στην μετά τον πόλεμο Γερμανία. Έστρεφαν την προσοχή στην σκοτεινή όψη της ζωής και απεικόνιζαν χωρίς έλεος την πορνεία, την βία, τα γηρατειά και τον θάνατο.

Χαρακτηριστικό του πραγματισμού και της καθαρότητας της οπτικής είναι επίσης ότι θεωρεί σπουδαία την κάθε λεπτομέρεια και ότι προσπαθεί να την αποδώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και καθαρότητα, πράγμα που μεταξύ άλλων μπορεί να οδηγήσει στον υπερβολικό τονισμό της λεπτομέρειας σε σχέση με το σύνολο της εικόνας. Η οπτική μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη του φωτογραφικού φακού και μάλιστα τον υπερβαίνει ως προς την ακρίβεια: ο καλλιτέχνης σχεδιάζει τα πάντα με την ίδια καθαρότητα, ακόμα και το φόντο, το οποίο στις φωτογραφίες συχνά παρουσιάζεται θολό, εκτός εστίασης.

Το όνομά της Νέας Αντικειμενικότητας (γερμανικά: Neue Sachlichkeit) επινοήθηκε στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής μετα-εξπρεσιονισμού, στην Kunsthalle στο Mannheim της Γερμανίας το 1925 όταν ο ιστορικός της τέχνης Gustav Friedrich Hartlaub δήλωσε ότι “τα έργα είχαν έναν κοινό παράγοντα: απεικονίζουν πορτραίτα, φύση ή νεκρή φύση όσο πιο αντικειμενικά γίνεται τονίζοντας την καθαρή αντικειμενικότητα”. Από την δήλωση αυτή γεννιέται η ιδέα του ονόματος “Νέα Αντικειμενικότητα” η οποία κυρίως υποδηλώνει την ρεαλιστική τεχνοτροπία των καλλιτεχνικών έργων. Ουσιαστική θεωρητική βάση της “Νέας Αντικειμενικότητας” δεν υπάρχει και οι πραγματικές δηλώσεις των εκπροσώπων της είναι ελάχιστες. Θα πρέπει να στηριχθεί κανείς στα ίδια τα έργα, αν θέλει να προσδιορίσει την ουσία της. Σε γενικές γραμμές ο τύπος του «Νέο Αντικειμενικού» ζωγράφου και χαράκτη, όπως αυτός εμφανίζεται στη συγκεκριμένη δεκαετία, παρουσιάζει έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει πολύ-ταξιδέψει και ούτε αισθάνεται την ανάγκη να γυρίσει τον κόσμο. Δεν εκφράζεται με το λόγο, σπάνια συντάσσει μανιφέστα, δεν είναι λογοτεχνικός τύπος. Είναι απασχολημένος με την τέχνη του, ζωγραφίζει, χαράζει και συχνά εξασκεί και κάποιο άλλο επάγγελμα για την εξασφάλιση του επιούσιου. “Ο κυνισμός και η παραίτηση είναι η αρνητική πλευρά της Neue Sachlichkeit. Η θετική της πλευρά εκφράζεται με τον ενθουσιασμό για την άμεση πραγματικότητα ως αποτέλεσμα της επιθυμίας να αντιμετωπίσει κανείς τα πράγματα εντελώς αντικειμενικά, σε υλική βάση, χωρίς να τα επενδύει αμέσως με εξιδανικευμένες σημασίες”. σημειώνει ο G.F. Hartlaub σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1929. Το κίνημα έληξε το 1933 με την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (καθώς πολλοί καλλιτέχνες της νέας αντικειμενικότητας είχαν συσχετιστεί με αυτή) και την άνοδο των Ναζί. Δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες που προτίμησαν την έξοδο από τη χώρα και τη φυγή από το Χιτλερικό καθεστώς.

Από τη νέα αντικειμενικότητα επηρεάστηκαν και άλλοι τομείς της τέχνης όπως ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η μουσική, η αρχιτεκτονική, αλλά και η φωτογραφία. Παρά το γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκε κάποια συγκεκριμένη ομάδα υπό το όνομα της Νέας Αντικειμενικότητας πολλοί καλλιτέχνες παρασύρθηκαν στην ρεαλιστική απεικόνιση. Οι φωτογράφοι που επηρεάστηκαν από αυτό το ρεύμα παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα της καθημερινότητας όπου οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής δεν επιτρέπουν την λεπτομερή παρατήρησή της. Βάζουν σε πρώτο πλάνο όσα είναι γύρω μας και δεν τα βλέπουμε. Ασχολήθηκαν με την φύση, με καθημερινά αντικείμενα, αστικά ή βιομηχανικά κτίρια και καθημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες αναδεικνύοντας την αισθητική τους αξία. Εγκαταλείπουν την υποκειμενική αισθητική προσέγγιση και κατευθύνονται προς την διαύγεια και την ευκρίνεια που προσφέρει το φωτογραφικό μέσο. Προς την καθαρά εστιασμένη φωτογραφία. Η “Νέα Αντικειμενικότητα” αποτελεί συνέχεια της “Νέας Οπτικής” (New Vision) που εισήγαγε ο Ούγγρος φωτογράφος Laszlo Moholy-Nagy. Αυτές ήταν οι δύο τάσεις χαρακτηρίζονται από υπερβολικά λεπτομερείς εκτυπώσεις, έντονα περιγεγραμμένα αντικείμενα, επίμονο φως, που εξαφανίζει τις σκιές και πάνω από όλα από την επιλογή σαφών και συγκεκριμένων αντικειμένων με ξεκάθαρες φόρμες ως περιεχόμενο. Περιγραφή που πλησιάζει στην straight photography της Αμερικής, του Alfred Stieglitz, του Paul Strand και της ομάδας του f/64 (Ansel Adams, Edward Weston, Imogen Canningham, κλπ). Κύριοι εκπρόσωποι και αξιόλογοι φωτογράφοι της Νέας Αντικειμενικότητας στην Ευρώπη ήταν οι: Albert Renger-Patzsch (1897 – 1966), Karl Blossfeldt (1865 – 1932), August Sander (1876 – 1964), Hans Finsler (1891 – 1972), Karl Struss (1886 – 1981), Ralph Steiner (1899 – 1986), φωτογράφος, πρωτοπόρος του ντοκιμαντέρ και βασικός κινηματογραφιστής της avant-garde της δεκαετίας του 1930 στην Αμερική. Η Biermann επηρεάστηκε από  αυτούς τους σύγχρονούς της καλλιτέχνες που γνώρισε εκείνη την εποχή, και κυρίως από τους φωτογράφους Renger-Patsch, Sander και Lucia Moholy, και έτσι στο τέλος της δεκαετίας του 1920 εξέθετε τις φωτογραφίες της μαζί τους σε μεγάλες εκθέσεις, όπως στις Deutscher Werkbund” (Γερμανική Ομοσπονδία Εργασίας, 1929) και “Das Lichtbild” (Η φωτογραφία, 1930) στο Μόναχο, στη “Fotografie der Gegenwart” (Σύγχρονη Φωτογραφία, 1929) στο Folkwang Museum στο Essen, στη “Film und Foto” (1929) στη Στουτγάρδη, στη “Die Neue Fotografie” (Η Νέα Φωτογραφία, 1931) στη Βασιλεία και στο Palais des Beaux Arts στις Βρυξέλλες (1932) κάνοντας έτσι το έργο της γνωστό.

Η Aenne Biermann ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1925 και καθώς πέθανε πολύ νέα, το 1933, η ποσότητα των φωτογραφιών της είναι περιορισμένη. Τράβηξε περίπου 3.000 αρνητικά, αλλά αν λάβουμε υπόψη μας ότι το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της κατασχέθηκε και καταστράφηκε από τους Ναζί, που ανήλθαν στην εξουσία δυο βδομάδες μετά το θάνατό της, επειδή θεώρησαν τη “Νέα Αντικειμενικότητα” μορφή «εκφυλισμένης τέχνης», με αποτέλεσμα να διασωθούν περίπου τετρακόσιες εκτυπώσεις μόνο, αρκετές όμως για να αντιληφθούμε ότι “η ευφυΐα της Biermann τη βοήθησε να καταλάβει ότι η παρέμβαση του φωτογράφου στην πραγματικότητα μπορεί να γίνει με τρόπους απλούς, εμφανείς και φωτογραφικούς”, όπως σημειώνει ο Πλάτων Ριβέλλης στο βιβλίο του “Σκέψεις για τη Φωτογραφία”.

Στις πρώτες της φωτογραφίες επικεντρώνεται στα παιδιά της με τη συνηθισμένη διάθεση με την οποία κάθε γονιός θέλει να διαφυλάξει μνήμες της παιδική ηλικίας των παιδιών του. Με τη πάροδο του χρόνου όμως και θέλοντας να διατυπώσει τη βαθιά διαφωνία της με το συμβατικό-επαγγελματικό τρόπο φωτογράφισης πορτραίτου, τα παιδιά της, αλλά και τα πρόσωπα του περιβάλλοντός της, γίνονται απλώς οι αφορμές για να φωτογραφίζει με αποτέλεσμα τα πορτραίτα τους να αποκτήσουν μια άλλη δυναμική, με κοντινές λήψεις, εκφραστικά βλέμματα, τολμηρά κροπαρίσματα και οτιδήποτε άλλο εκτός από αναμνηστικά στιγμιότυπα. Στη συνέχεια στρέφει το ενδιαφέρον της στα φυτά και στα δέντρα, με μια αισθητική παρόμοια με αυτήν που έχουμε γνωρίσει στις αντίστοιχες φωτογραφίες του group f/64. Όχι τόσο της ψυχρής καταγραφής και της καλλιτεχνίζουσας απεικόνισης των λαχανικών του Weston, αλλά περισσότερο στο τρυφερό πλησίασμα της Cunningham στους μίσχους και στα άνθη των λουλουδιών. Η Biermann αναζητούσε την «αρχιτεκτονική δομή», για τις «ζωντανές μορφές, όπως τα λουλούδια, τα φύλλα και τα φυτά», για να χρησιμοποιήσω τα δικά της λόγια.

Το 1927 ένας φίλος της γεωλόγος, ο Rudolf Hundt, της ζήτησε «πολύ ακριβείς φωτογραφίες» ορυκτών για την επιστημονική του εργασία. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά ανούσιων φωτογραφιών, αλλά αυτή η διαδικασία σε συνδυασμό με την επιθυμία της να μεταμορφώσει απλά, καθημερινά χρηστικά αντικείμενα με τη βοήθεια του τεχνικού φωτισμού και της επεξεργασίας στο θάλαμο, την οδήγησε σε μια άλλη σειρά φωτογραφιών οικιακών σκευών. Αυτή η εμπειρία ώθησε τη Biermann να δηλώσει ότι: “Συνειδητοποίησα όλο και πιο καθαρά ότι ο φωτισμός ήταν κρίσιμης σημασίας για τη σαφήνεια του έργου. Η επίδραση του φωτός στην γυαλισμένη επιφάνεια ενός μεταλλικού σκεύους, οι εκπληκτικές αντιθέσεις του άσπρου και του μαύρου, η επίλυση του προβλήματος της σωστής διευθέτησης των όγκων μέσα στο πλαίσιο της φωτογραφίας, μου προκάλεσαν ανεξάντλητες δημιουργικές εκπλήξεις”. Χαρακτηριστική φωτογραφία της εκείνης της περιόδου είναι η Keramiktasse (1929), στην οποία έχει φωτογραφίσει από ψηλά ένα κεραμικό φλιτζάνι με το πιατάκι του, ενώ έχει προσθέσει και τμήματα από δυο άλλα φλιτζάνια για να συμπληρώσει τη σύνθεση. Αυτή η εικόνα είναι χαρακτηριστική του τρόπου φωτογράφισης σύμφωνα με την αισθητική της “Νέας Αντικειμενικότητας” της δεκαετίας του ΄20. Την ίδια εποχή, ορμώμενη από τις ίδιες ανησυχίες, δημιουργεί μια σειρά γυμνών, περισσότερο γεωμετρικών συνθέσεων και λιγότερο ως καθόλου αισθησιακής ομορφιάς.

Η Biermann κέρδισε τη δημόσια αναγνώριση για πρώτη φορά στα τέλη του 1928, όταν ο Γερμανός ιστορικός τέχνης και φωτογράφος Franz Roh δημοσίευσε ένα άρθρο που αναφερόταν στις φωτογραφίες της με τα φυτά. Δυο χρόνια αργότερα όμως, και ενώ είχαν μεσολαβήσει οι συμμετοχές της σε ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας με σημαντικούς ομότεχνους της, ο Roh εξέδωσε ένα βιβλίο με 60 φωτογραφίες της Biermann. Το λεύκωμα αυτό αποτελούσε τον δεύτερο από τους οκτώ προγραμματισμένους τόμους μιας φιλόδοξης αλλά μη ολοκληρωμένης σειράς, της “Fototek”, που σκοπό είχε τη προβολή των σύγχρονων φωτογράφων της εποχής. Ο πρώτος τόμος είχε αφιερωθεί στο έργο του Laszlo Moholy-Nagy.

Ο θάνατος της από ηπατική ανεπάρκεια το 1933, την βρήκε στην ακμή της καριέρας της. Ο φίλος της Rudolf Hundt, που είχε παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξή της και αμέσως μετά τη πτώση του ναζισμού έγραψε το βιβλίο “Εις μνήμη της Aenne Biermann” συνέδεσε την αιτία του θανάτου της με τις υπερβολικά πολλές ώρες που εργαζόταν στο σκοτεινό θάλαμο και στη συνεχή επαφή της με τα χημικά, χωρίς την απαιτούμενη χρήση προληπτικών μέτρων εξαερισμού του χώρου κλπ. Σε αναγνώριση της δουλειάς της, το Μουσείο της Gera απονέμει, από το 1992 και κάθε χρόνο, το βραβείο Aenne Biermann για τη σύγχρονη γερμανική φωτογραφία.

Χρήστος Κοψαχείλης, Αύγουστος 2017

Βιβλιογραφία:

  • Roh Franz: Fotos von Aenne Biermann – Das Kunstblatt, 1930
  • Hundt Rudolf: Zum Gedenken an Aenne Biermann – Geraer Kulturspiegel, 1947.
  • Aenne Biermann: Fotografien 1925-33 – Serie Folkwang, Nishen, 1987