Εκφραστικές, σκοτεινές, ενίοτε προκλητικές, αλλά και απόλυτα σαγηνευτικές, οι φωτογραφίες του Suzuki Tatsuo είναι αναμφισβήτητα επηρεασμένες από τη ξεχωριστή οπτική γλώσσα που διαμορφώθηκε στα πλαίσια του κινήματος Provoke στα τέλη του ’60 και στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, στην Ιαπωνία. Ο Suzuki γεννήθηκε στο Τόκιο το 1965, ακριβώς τη στιγμή που ο Takuma Nakahira και ο Yutaka Takanashi (ο Daidô Moriyama εντάχθηκε λίγο αργότερα) έθεταν τα θεμέλια για αυτό που θα γινόταν σύντομα το πιο αξιοσημείωτο και πιο διαχρονικό καλλιτεχνικό κίνημα της Ιαπωνίας. Το Provoke Group, είχε σκοπό να προκαλέσει, όπως άλλωστε υποδηλώνει και το όνομά του. Οι σκληρές, σκοτεινές και δυσοίωνες φωτογραφίες του κινήματος δημιουργήθηκαν κυρίως ως αντίδραση ενάντια στην φιλοαμερικανική αισιοδοξία της έκθεσης «The Family of Man» που μεταφέρθηκε στο Τόκιο στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η «Οικογένεια του Ανθρώπου», που επιμελήθηκε ο Edward Steichen, μολονότι διέδωσε διεθνώς τη φωτογραφία μέσω της παγκόσμιας περιφοράς της έκθεσης, σφραγίστηκε από μια έντονα συναισθηματική φωτοδημοσιογραφική αντίληψη περιορίζοντας τη φωτογραφία σε επιφανειακές θεματικές ενότητες.

Λίγο πριν δημιουργηθεί το κίνημα της πρόκλησης στα τέλη της δεκαετίας του 1960, είχε ιδρυθεί μια άλλη ομάδα με το όνομα Kompora, το στυλ της οποίας μπορεί να θεωρηθεί ως το διαμετρικό αντίθετο της Provoke. Ο όρος “Kompora” είναι ένα τυπικά ιαπωνικό σύνθετο που δημιουργήθηκε από το συνδυασμό των αγγλικών όρων «σύγχρονη» και «φωτογραφία». Και τα δύο κινήματα, “Provoke” και “Kompora” σχηματίστηκαν ως μέσο αντίδρασης στη δημοσιογραφική φωτογραφία, η οποία ήταν κυρίαρχη εκείνη την εποχή. Οι οπαδοί της Provoke αρνήθηκαν να τηρήσουν τις παραδοσιακές συνταγές σύνθεσης: κρατούσαν την φωτογραφική μηχανή υπό γωνία – σε σχέση με τη γραμμή του ορίζοντα – αποδεχόντουσαν τα ανεστίαστα τμήματα του κάδρου, αποτύπωναν έντονες αντιθέσεις και κοκκώδεις υφές με αποτέλεσμα εξαιρετικά ριζοσπαστικές φωτογραφίες. Η Ομάδα Kompοra ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο δηλώνοντας ότι: «Πρέπει να διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από κάθε ιδεολογία και να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα με έναν ήρεμο, αντικειμενικό και μη συναισθηματικό τρόπο, δουλεύοντας όσο το δυνατόν ακριβέστερα, εστιάζοντας σε κοινές, καθημερινές εικόνες και γεγονότα». Το βασικό σημείο αναφοράς της Kompοra ήταν η «Contemporary Photographers: Toward a Social Landscape», μια έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο George Eastman House στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, το 1966 και στην οποία συμμετείχαν οι Garry Winogrand, Bruce Davidson, Lee Friedlander, Danny Lyon και Duane Michals. Στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν ξεκάθαρες και ακριβείς απεικονίσεις της καθημερινής ζωής, μέσα από ένα προσωπικό οπτικό ιδίωμα. Παρά τη φιλοδοξία για ψυχρή αντικειμενικότητα, ωστόσο, ορισμένες από τις φωτογραφίες τους φαίνονται το ίδιο αινιγματικές και ανησυχητικές, όσο και αυτές του Provoke.

Ο Tatsuo Suzuki ενηλικιώθηκε όταν η επιρροή του Provoke έφτανε στο αποκορύφωμά της, ωστόσο ο ίδιος δεν άρχισε να φωτογραφίζει σοβαρά παρά μόνο το 2008, όταν τράβηξε για πρώτη φορά μια φωτογραφία στους δρόμους της Enoshima (ένα μικρό νησί νότια του Τόκιο) που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι αυτό ακριβώς ήθελε να κάνει. Ως μαθητής στο γυμνάσιο και στη συνέχεια στα χρόνια του κολεγίου ο Tatsuo έπαιζε κιθάρα σ’ ένα συγκρότημα πανκ-ροκ μουσικής. Εκείνες οι μέρες είχαν πλέον τελειώσει, αλλά μπορεί κανείς ακόμα και σήμερα να πάρει μια αίσθηση της πανκ μουσικής του παρελθόντος στις σκληρές φωτογραφίες δρόμου με τις οποίες καταπιάστηκε στη συνέχεια. Για πολλά χρόνια δούλευε στις πωλήσεις για την εταιρεία πληροφορικής Fujitsu, αλλά με τον καιρό συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να ξεχνάει πώς να εκφράζει τα συναισθήματά του και τη φαντασία του. Η επαφή με τη φωτογραφία του έδωσε αυτή τη διέξοδο.

Εκτός από ένα χρόνο που παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας, είναι ουσιαστικά αυτοδίδακτος και όπως και οι προαναφερθέντες συμπατριώτες του, δίνει μεγαλύτερη σημασία στη διαίσθηση και την υποκειμενικότητα, παρά στη τεχνική ακρίβεια. Μετά τις πρώτες του λήψεις, άρχισε να εθίζεται όλο και περισσότερο στο μέσο θεωρώντας ότι η τέχνη της φωτογραφίας ήταν τελικά πολύ ενδιαφέρουσα. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει με ψηφιακές μηχανές, κυρίως τα Σαββατοκύριακα που δεν εργαζόταν και πολύ σύντομα υιοθέτησε την ασπρόμαυρη εκδοχή των εικόνων του, καθώς ένιωθε ότι αποτύπωνε πιο αποτελεσματικά τον γρήγορο ρυθμό της αστικής ζωής στη Shibuya του Τόκιο, όπου φωτογραφίζει, αλλά και το πάθος και τα συναισθήματα των θεμάτων του. Από το 2014, παράτησε τη δουλειά του για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φωτογραφία. «Ο στόχος μου φωτογραφίζοντας στο δρόμο είναι να δείξω ότι ο κόσμος είναι όμορφος, ενδιαφέρων, υπέροχος, αν και μερικές φορές σκληρός. Αυτό το κάνω με τη φωτογραφία, βλέποντας τον κόσμο μέσα από τα δικά μου μάτια. Νιώθω χαρά όταν φωτογραφίζω και νιώθω διπλά χαρούμενος όταν κάποιος αισθάνεται συγκίνηση βλέποντας τις φωτογραφίες μου», λέει ο Tatsuo.

Συνήθως περπατά στην πόλη και ρωτά τους περαστικούς αν μπορεί να τραβήξει τη φωτογραφία τους. Κάποιες άλλες φορές δεν ρωτάει καθόλου και απλώς τραβάει μια αυθόρμητη λήψη. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως στο να αιχμαλωτίζει τους ανθρώπους στην κανονική τους καθημερινότητα και λιγότερο στο να κατασκευάσει τις τέλειες συνθέσεις. Ο Tatsuo περιγράφει το φωτογραφικό του στυλ ως συναισθηματικό, παρορμητικό και παραστατικό. «Η έμπνευσή έρχεται κυρίως από μέσα μου», λέει. «Πιστεύω ότι οι φωτογραφίες μπορούν να είναι μια αντανάκλαση αυτού που συμβαίνει στο μυαλό ενός φωτογράφου». Οπότε αν υπάρχει μια αντιληπτή σκοτεινή πλευρά στη δουλειά του, παραδέχεται ότι πιθανότατα αντανακλά την επίσης σκοτεινή εσωτερική του κατάσταση. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο να καταγράφει χιουμοριστικές ή κωμικές σκηνές δρόμου, αλλά έλκεται περισσότερο με καταστάσεις που έχουν υψηλό βαθμό έντασης και πολυπλοκότητας: Ένα κορίτσι που προχωρά σε μια διάβαση πεζών, μια σακούλα με ψώνια από τη μπουτίκ του Yves Saint Laurent να έχει κλειστεί έξω από τη πόρτα του τραίνου, δυο περιστέρια στη μέση της πτήσης τους, πόδια που περπατούν στην αποβάθρα του μετρό – ανάμεσά τους και ένα τεχνητό μέλος. Για τον Tatsuo, κάθε μέρα είναι μια καινούργια μέρα και πρέπει πάντα να κοιτάζει κανείς το μέλλον. Συνήθως δεν του αρέσει να κοιτάζει την προηγούμενη δουλειά, παρά μόνο να μαθαίνει από αυτήν και να προσπαθεί να βελτιωθεί σε αυτήν. Σύμφωνα με τα λόγια του, η φωτογραφία που βγάζει σήμερα ελπίζει να είναι καλύτερη από αυτή που τράβηξε χθες. «Δεν συνθέτω το κάδρο και περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να τραβήξω τη φωτογραφία. Η ομορφιά της φωτογραφίας δρόμου είναι η λήψη μιας εικόνας που δεν μπορείς καν να φανταστείς. Τείνω να απελευθερώνω το κλείστρο όταν οι αισθήσεις μου συγχρονίζονται με τη σκηνή στην πόλη. Είναι κυρίως θέμα αισθητηριακής αντίληψης».

Η φωτογραφία του Tatsuo αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή της κλασικής φωτογραφίας δρόμου, με ασπρόμαυρες εικόνες πλούσιες σε αντιθέσεις, που αποτυπώνουν την καθημερινή ζωή στο Τόκιο, με έμφαση το απροσδόκητο και την ομορφιά της στιγμής. Στο χαρτοφυλάκιό του βρίσκουμε υπομονετικούς Ιάπωνες να περιμένουν στιβιασμένοι το μετρό στην αποβάθρα ή εξαντλημένους γιάπης και κοιμούνται στη διάρκεια της επιστροφής, ηλικιωμένους που κοιτούν βλοσυρά τη κάμερα, ερωτευμένα ζευγάρια να κάθονται σε παγκάκια και καφετέριες, μοναχικούς κάτοικους της μεγαλούπολης που περπατούν ή ξαποσταίνουν προσηλωμένοι συνεχώς στην οθόνη του κινητού τους. Ένα τέχνασμα στο οποίο καταφεύγει με επιτυχία συχνά, είναι να φωτογραφίζει ανθρώπους που στέκονται πίσω από τη τζαμαρία ενός καφέ, καθώς αυτός πέρνα απ’ έξω. Αυτή η τεχνική τον προστατεύει από την πιθανή απροθυμία τους να φωτογραφηθούν, καθώς μέχρι να το συνειδητοποιήσουν και να αντιδράσουν, ο Suzuki έχει ήδη απομακρυνθεί. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιεί και τις αντανακλάσεις πάνω στα τζάμια για να κάνει τα κάδρα του πιο σύνθετα. Συνδυάζοντας δυναμικά τα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής με πορτρέτα τραβηγμένα «από κοντά» ανθρώπων που περπατούν δρόμους, η πρακτική του αρθρώνει το δικό του ξεχωριστό όραμα για την πόλη και τους κατοίκους της: τις μοναδικές πολυπλοκότητες, τις ιδιοσυγκρασίες και το πνεύμα της. «Μέσα από τα δικά μου μάτια και τα κάδρα μου στο δρόμο θα ήθελα να εκφράσω την ένταση του ρυθμού της πόλης, την τεταμένη ατμόσφαιρα και, γενικά, τα συναισθήματα που είναι εγγενή  με την ζωή στη πόλη». Η επιρροή του Moriyama είναι αναμφισβήτητη στις σκοτεινές και αλλόκοτες λήψεις του Tatsuo, όπως επίσης και τα πολύ κοντινά πλάνα του πάνω στους περαστικούς θυμίζουν έντονα άλλους προγενέστερούς φωτογράφους δρόμου, όπως ο Bruce Gilden ή ο Harvey David Allan. Ο ίδιος αναφέρει ως κύριες φωτογραφικές του επιρροές τον Robert Frank, τον William Klein και τον Jojef Koudelka.

Το 2015, ο Suzuki Tatsuo πήρε τη πρωτοβουλία να συστήσει μαζί με άλλα δέκα άτομα μια ομάδα, τη VoidTokyo. Πρόκειται για φωτογράφους που ασχολούνται με τη «φωτογραφία δρόμο», δραστηριοποιούνται κυρίως στο διαδίκτυο, αλλά που θέλουν να έχουν και εκτυπωμένες τις φωτογραφίες τους, είτε για εκθέσεις, είτε δημοσιευμένες σε περιοδικά. Ως εκ τούτου η ομάδα εκδίδει ετησίως το ομότιτλο περιοδικό VoidTokyo, το οποίο προβάλει επιλεγμένες φωτογραφίες των μελών της.

Ο Suzuki Tatsuo είναι ένας από τους οκτώ Ιάπωνες φωτογράφους που επιλέχθηκαν προσωπικά από τον Gerhard Steidl, στο πλαίσιο του εναρκτήριου «Steidl Book Award» και των οποίων τα βιβλία εκτυπώθηκαν στον θρυλικό εξοπλισμό εκτύπωσης του Göttingen. Το 2016, ο ανοικτός διαγωνισμός, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Post bookshop στο Τόκιο και την Takeo Paper Mill, συγκέντρωσε 700 υποβολές. Το «Friction / Tokyo Street» του Tatsuo ήταν το τρίτο φωτογραφικό άλμπουμ που εκδόθηκε, το 2020, ανάμεσα στους οκτώ νικητές. Γι’ αυτή του τη πρωτοβουλία, ο Gerhard Steidl τιμήθηκε με το Sony World Photography Award για την «εξαιρετική συμβολή του στη φωτογραφία» – η πρώτη φορά που λαμβάνει αυτήν την αναγνώριση ένας εκδότης και όχι ένας φωτογράφος. Η σχετικά πρόσφατη αυτή έκδοση έκανε τον Tatsuo ευρύτερα γνωστό και πέρα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία έτσι κι αλλιώς έχει συγκεντρώσει πολλούς θαυμαστές, λόγω της συνεχούς παρουσίας του. Οι θαυμαστές του μάλιστα δεν δίστασαν να τον υπερασπιστούν όταν η Fuji, δεχόμενοι παράπονα για τον τρόπο που φωτογραφίζει στο δρόμο, αδιαφορώντας για τη συναίνεση των φωτογραφιζομένων, ανακάλεσε τη στήριξή της προς αυτόν και πλέον δεν τον θεωρεί επίσημο πρεσβευτή της.

Στις μέρες μας ζει στη Γιοκοχάμα, στις παρυφές της ιαπωνικής πρωτεύουσας, όπου συνεχίζει να αιχμαλωτίζει την ένταση της πόλης, στις ίδιες πάντα ασπρόμαυρες αποχρώσεις που τον κατέστησαν τόσο δημοφιλή στο διαδίκτυο.

Χρήστος Κοψαχείλης, Μάρτιος 2024