Η καλλιτεχνική διαδρομή του Κeiichi Τahara, που πέθανε πρόσφατα στις 6 Ιουνίου 2017, ταυτίζεται απόλυτα με την εξέλιξη της Τέχνης της φωτογραφίας τα τελευταία πενήντα-εξήντα χρόνια, όπως τουλάχιστον αυτή παρουσιάζεται στις εκθέσεις των μεγάλων γκαλερί και στα μουσεία σύγχρονης Τέχνης. Από την προσπάθεια υπέρβασης της πραγματικότητας όπως αυτή καταγραφόταν στα ασπρόμαυρα φιλμ των δεκαετιών του ’60 και του ’70 η δημιουργική διαδικασία πέρασε σε περισσότερο εικαστικές προτάσεις, στις οποίες μεγαλύτερη σημασία είχε η ίδια η πρόταση και λιγότερο το φωτογραφικό αποτέλεσμα για να καταλήξει σε μια νέα Τέχνη η οποία δεν φαίνεται να πιστεύει στην αυτονομία του φωτογραφικού μέσου, αλλά απλώς χρησιμοποιεί το φως ή/και τη φωτογραφία σαν αντικείμενο στην προσπάθεια επίτευξης ενός καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Αν και δεν συγκινούμαι από αυτή την εξέλιξη θα αφήσω τους ιστορικούς της τέχνης, τους κοινωνιολόγους, αλλά κυρίως, τους οικονομολόγους του μέλλοντος να αποφανθούν για την ανάγκη αυτής της μεταστροφής.
Ο Κeiichi Τahara γεννήθηκε στο Κyoto της Ιαπωνίας στις 21 Αυγούστου 1951. Τελείωσε το γυμνάσιο της Οσάκα και επηρεασμένος από τον παππού του, τον επαγγελματία φωτογράφο Yoshitaro Miyagawa, άρχισε να ασχολείται και αυτός με την φωτογραφία, από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Αυτοδίδακτος, έστρεψε το ενδιαφέρον του και τον φακό της Asahi Pentax του στα τοπία της Ιαπωνίας που καλύπτονταν από ένα μουντό φωτισμό. Σε ηλικία 21 ετών συμμετείχε σαν υπεύθυνος φωτισμού και φωτογράφος της θεατρικής ομάδας Red Buddha, με την οποία επισκέφτηκε το 1972 την Ευρώπη για παραστάσεις. Έκτοτε ο Τahara παρέμεινε στο Παρίσι επιδιώκοντας να εργαστεί σαν φωτογράφος και κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να αναγνωρισθεί η δουλεία του και να θεωρείται πλέον σημαντικός δημιουργός με έργο ιδιαίτερο και άξιο προσοχής
Εντυπωσιασμένος από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και τον διαφορετικό τρόπο ζωής σε σχέση με την Ιαπωνία ο νεαρός Κeiichi τριγυρίζει στο Παρίσι και φωτογραφίζει προσόψεις κτιρίων, άδειους δρόμους και πλατείες με ασπρόμαυρο φιλμ και έντονες σκιές. Οι φωτογραφίες αυτές αποτελούν το πρώτο δείγμα δουλειάς του Tahara και περιλαμβάνονται στη σειρά «Ville» (Πόλη, 1973-1974). Στη συνέχεια μια ατυχής συγκυρία τον υποχρεώνει να μένει για μεγάλο διάστημα περιορισμένος στο σπίτι του. Τότε στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό και τα κτίρια του Παρισιού, όπως τα αντικρίζει από τη σοφίτα ενός επταώροφου κτιρίου, χωρίς ανελκυστήρα, στην παριζιάνικη φοιτητική συνοικία Quartier Latin, καδραρισμένα όμως από τα πλαίσια του παραθύρου και παραμορφωμένα από τα θολά τζάμια, έτσι που να σε οδηγούν σε έναν άλλο ονειρικό κόσμο. Σε αυτό βοηθά και η βαρεία καταθλιπτική, απειλητική ατμόσφαιρα του Παρισινού ουρανού που φιλτράρεται μέσα από τις σκονισμένες ή υγρές γυάλινες επιφάνειες και αποτυπώνεται στην χονδρόκοκκη εμουλσιόν του TRI-X της Kodak. Ο Τahara μετατρέπει όλα αυτά τα ετερόκλητα ενοχλητικά στοιχεία – την παρουσία της βρωμιάς στα τζάμια, τα κάγκελα του παραθύρου, τις στέγες που εμποδίζουν το βλέμμα να επεκταθεί στο άπειρο – σε αισθητικό πλεονέκτημα που προσθέτει μια υφή, μια επικάλυψη πατίνας ένα νέο καδράρισμα στα φαινομενικά τυχαία στιγμιότυπα. Η λιτότητα στη σύνθεση των εικόνων αυτής της σειράς που την ονομάζει «Fenêtres» (Παράθυρα), υπογραμμίζει την οξύτητα της παρατήρησης του φωτογράφου και αναδεικνύει αυτές τις φωτογραφίες περισσότερο σε «απεικονίσεις συναισθημάτων». Τη σειρά αυτή τη συνέχισε μέχρι το 1980, ακόμη και όταν μετακόμισε σε άλλα διαμερίσματα στην Place d’Italie αρχικά και στο Saint-Mandé στη συνέχεια.
Με αυτές τις πρώτες φωτογραφίες του ο Τahara έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς σε τεχνάσματα έξω από τη φύση της φωτογραφίας για να πρωτοτυπήσει ή για να εντυπωσιάσει, αρκεί απλά να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα του φωτογραφικού μέσου με ευφυΐα. Σαν απάντηση στις «φωτογραφίες» χωρίς μηχανή, στα γρατζουνισμένα αρνητικά, στις επεμβάσεις σε Polaroid ή σε πολύπλοκες κατασκευές ο Τahara κοιτάζει ξανά χιλιοφωτογραφημένα θέματα, αλλά καταφέρνει να τα παρουσιάσει πρωτότυπα. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε από το τοπίο έξω από το παράθυρο του, στα λερωμένα τζάμια του παράθυρου και τελικά μέσα στο δωμάτιο, αντανακλώντας τις διαθέσεις και τα συναισθήματα του από μέρα σε μέρα. Η δουλειά του είναι το αποτέλεσμα εκείνων των σκέψεων και των βλεμμάτων, όπως καταγράφηκαν στα αρνητικά.
Ο Τahara συνέχισε τις αναζητήσεις του, αυτή τη φορά με έναν εντελώς αφηρημένο τρόπο, στη σειρά «Éclats» (Λάμψεις, Εκρήξεις 1979-1983). Για την δημιουργία αυτών των φωτογραφιών στρέφεται τώρα στο εσωτερικό του δωματίου του και φωτογραφίζει τις λαμπρές αντανακλάσεις του φωτός πάνω στους τοίχους ή στα άλλα αντικείμενα γύρω του. Αποτυπώνει ένα φως που εκρήγνυται βίαια και τα θραύσματα του πλημμυρίζουν τον χώρο. Οι σκιές, οι οποίες είναι και οι μόνες παρουσίες στην εικόνα, έχουν πάψει να είναι σκοτεινές και έχουν μετατραπεί σε εκτυφλωτικές λάμψεις. Αυτή του την ιδέα την συνεχίζει, σαν στείρα επανάληψη όμως, χωρίς την αρχική της πρωτοτυπία, χρησιμοποιώντας μεγάλη μηχανή Polaroid (20Χ25), πάντα με ασπρόμαυρο φιλμ. Τώρα πια γίνεται περισσότερο εικαστικός με κατασκευές που περιλαμβάνουν σπασμένα τζάμια, καθρέπτες, ή τσαλακωμένα αλουμινόχαρτα σε σκούρο φόντο και πάντα με ένα έντονο φως να αντανακλάται πάνω τους.
Εκείνο που γίνεται εύκολα αντιληπτό στο έργο του από τη πρώτη ματιά είναι η συνεχής αναζήτηση των έντονων αντιθέσεων και η λαμπερή παρουσία ενός εκτυφλωτικού φωτός. Ο ίδιος μας λέει : «…Όταν έφτασα στην Ευρώπη εντυπωσιάστηκα από την ισχυρή δύναμη της ενέργειας του φωτός με την οποία δεν είχα μέχρι τότε πειραματισθεί. Το φως στην Ιαπωνία ήταν πάντα υποτονικό, δεν έχει τίποτα κοινό με αυτό της Γαλλίας. Και η φύση του φωτός, είμαι σίγουρος ότι έχει αντίκτυπο στο τοπίο, στους ανθρώπους, ακόμη και στη γλώσσα που μιλάμε. Η σφοδρότητα του φωτός, ιδιαίτερα στο δειλινό, ήταν τόσο βίαια που είχα την αίσθηση ότι τα μόρια του φωτός κατείχαν μια τρομερά καταστρεπτική δύναμη που επιτίθετο σε όλα τα σχήματα, τους όγκους και τα χρώματα και μετέτρεπε τον κόσμο γύρω μου σε δυνατές αντιθέσεις του άσπρου και του μαύρου. Παρατηρώντας συνεχώς κατανόησα ένα πολύ ενδιαφέρον πράγμα. Ότι αυτό που κοίταζα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον αέρα που υπήρχε ανάμεσα σε μένα και το παράθυρο, ή την σκόνη που κολλούσε στο τζάμι, ή άλλοτε πάλι το κάδρο που δημιουργούσε το παράθυρο, ή το τοπίο πέρα στον ορίζοντα ή ακόμη και το ίδιο το φως που κυριαρχούσε πάνω σε όλα αυτά. Το βλέμμα μου μετακινιόταν συνεχώς αναζητώντας αυτό που ονομάζουμε «απόσταση» και το οπτικό μου πεδίο διευρυνόταν ή ελαττωνόταν συνεχώς ακόμη και αν αυτό δεν γινόταν συνειδητά. Εκείνες τις στιγμές τα αντικείμενα και ο ενδιάμεσος χώρος τους περιοριζόντουσαν στο κάδρο του σκόπευτρου και με την επίδραση των σκέψεων και των συναισθημάτων που προκαλούσε η όραση συχνά γίνονταν διφορούμενα και ασαφή. Επειδή η έκπληξη μου ήταν τόσο μεγάλη ή ίσως επειδή το είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όλα τα τοπία που αντίκριζα με την επίδραση του φωτός άρχισαν βαθμηδόν να μετατρέπονται σε σκηνικά. Τα κτίρια διαβρώνονταν από την επίδραση του φωτός και οι σκιές φαίνονταν να ξεπετάγονται από την επιφάνεια των τοίχων. Τα αντικείμενα γύρω μου απορροφούσαν αυτή την ενέργεια του φωτός, αποκτούσαν ζωή από αυτήν και όταν την εξέπνεαν πίσω δημιουργούσαν σκιές, οι οποίες αποσπώμενες από τα ίδια τα αντικείμενα σχημάτιζαν μια άλλη ανεξάρτητη ύπαρξη σφύζουσα από ζωή…»
Με αυτές τις φωτογραφίες ο Τahara κατάφερε σύντομα να διακριθεί, κερδίζοντας το βραβείο νέου φωτογράφου στην Αρλ το 1977 και το βραβείο της Kodak Γαλλίας το 1978. Με αφορμή ένα ημερολόγιο κατά παραγγελία της εταιρείας κατασκευής φωτογραφικών φακών Tamron, ο Τahara έκανε το 1985 μια σειρά γυναικείων γυμνών. Επηρεασμένος από τη προηγούμενη δουλειά του ανακατεύει το γυμνό σώμα ή μάλλον ορισμένα μέρη του, με διάφορα υλικά περισσότερο ή λιγότερο διαφανή αλλά πάντα αστραφτερά. Οι συνθέσεις του θυμίζουν τους πειραματισμούς του στις εκρήξεις φωτός των «Éclats». Η πραγματικότητα συναντά την αντανάκλασή της, το σώμα ενώνεται με τη σκιά του που προβάλλεται πάνω σε τοίχους ή στην επιφάνεια τεντωμένων υφασμάτων. Το φως είτε εισβάλει ορμητικά απ’ έξω, είτε παρουσιάζεται στο κάδρο με τη μορφή ενός ηλεκτρικού λαμπτήρα, πρωταγωνιστεί και πάλι, μετατρέποντας τη φωτογραφία σε ένα πεδίο πλαστικών πειραματισμών. Η ανθρώπινη ύπαρξη χάνεται μέσα σε αυτά τα αφηρημένα υλικά, που είναι τοποθετημένα σε πολλά επίπεδα. Το γυμνό περισσότερο υπονοείται με την ύπαρξη ενός προφίλ, μιας πλάτης, ενός στήθους, παρά απεικονίζεται, προσθέτοντας γοητεία και μυστήριο, έννοιες συνυφασμένες με τη γυναικεία παρουσία.
Η ωριμότητα όμως του Τahara αποκαλύπτεται στη σειρά πορτραίτων με ανθρώπους της Τέχνης, την οποία ξεκίνησε το 1978 και την συνέχισε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Σε αυτές τις φωτογραφίες συμπυκνώνονται οι απόψεις του πάνω στην αισθητική διαμάχη του λαμπρού φωτισμού με το πυκνό σκοτάδι, ενώ προσθέτει και τον προβληματισμό του για τον τρόπο απεικόνισης ενός προσώπου στη φωτογραφία. Στα πορτραίτα ο Τahara αρχικά φαίνεται να ενδιαφέρεται μόνο για τις αδρές γραμμές των χαρακτηριστικών του προσώπου, όπως αυτές αναδεικνύονται από τον κυρίαρχο έντονο φωτισμό, και τις χρησιμοποιεί για να τις εντάξει στο κάδρο του συμπληρωματικά μαζί με τα άλλα στοιχεία που περικλείει ώστε να ολοκληρώσει μια ισορροπημένη σύνθεση. Είναι φορές που δημιουργεί μία ασάφεια, χρησιμοποιώντας ανεστίαστα κάδρα, ή θολώνοντας την εικόνα πίσω από ένα πέπλο καπνού από τσιγάρο. Άλλοτε πάλι η κίνηση μένει μετέωρη, ενώ συνήθως υπάρχει μια αίσθηση αβεβαιότητας στη σχέση ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο πλάνο, ανάμεσα στο υποκείμενο, τον εικονιζόμενο και στα αντικείμενα του φόντου. Χρησιμοποιεί τον σκληρό φωτισμό με τον οποίο τεμαχίζει τα πρόσωπα. Ουσιαστικά υπάρχει μονάχα μια κάθετη φωτεινή δέσμη που φωτίζει ένα μικρό τμήμα του προσώπου συμπιέζοντας το υπόλοιπο στο σκοτάδι. Σπανιότερα η φωτεινή δέσμη κινείται οριζόντια. Η ανθρώπινη φιγούρα χάνει το περίγραμμά της και ενσωματώνεται στο κενό που τη περιβάλλει, με μόνη εξαίρεση τα μάτια που προσπαθούν να αποσπαστούν από την εικόνα. Τα μάτια ήταν και η αφορμή για να ξεκινήσει ο Τahara τα πορτραίτα. «…Η επιθυμία μου να φωτογραφίσω πορτραίτα γεννήθηκε όταν έψαξα μέσα στα βλέμματα των ανθρώπων για ένα κόσμο καθαρά πλασματικό. Στάθηκαν αφορμές για να διηγηθώ ιστορίες. Πιστεύω πως ήθελα να δω όλα τα τοπία που οι άνθρωποι έχουν στο βάθος των ματιών τους και έπειτα να δω τη σκηνή φωτισμένη από το βλέμμα τους.»
Κοιτώντας προσεκτικά τα πρόσωπα στα πορτραίτα του Τahara ανακαλύπτεις την υπέρβαση του φωτογράφου. Αντί να είμαστε εμείς, οι θεατές, αυτοί που παρατηρούμε την φωτογραφία, είναι η ίδια η φωτογραφία, ο εικονιζόμενος στο πορτραίτο αυτός που μας εκπλήσσει, που μας κοιτά ερευνητικά, που μας εξετάζει, που μας ρωτά, θέλοντας να διεισδύσει μέχρι το βάθος της ψυχής μας. Η δουλειά του Τahara μας πείθει ότι πηγάζει από την προγονική Ιαπωνική παράδοση, που αρνείται τη θεώρηση του χώρου σαν ένα άδειο δοχείο μέσα στο οποίο πρέπει να τοποθετηθούν σε προκαθορισμένες θέσεις τα έμψυχα και τα άψυχα αντικείμενα. Όπως στην παραδοσιακή Ιαπωνική αρχιτεκτονική, στο θέατρο, στην καλλιγραφία, στην τελετουργία του τσαγιού, στην σύνθεση των λουλουδιών, κάθε τι θέτει πάντα το ζήτημα της κίνησης, της μετάβασης, της κορύφωσης της έντασης. Το εσωτερικό με το εξωτερικό, το μικρό με το μεγάλο, το φωτεινό με το σκιερό, το μαύρο με το άσπρο, το φυσικό με το μεταφυσικό δεν έρχονται σε αντίθεση, δεν εναντιώνονται με ανταγωνιστική διάθεση, αλλά συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και στο έργο του Τahara.
Κοντά στην αντίληψη του Bill Brandt, που χρησιμοποίησε πρώτος τη φωτογράφηση γυμνού σε φυσικούς χώρους με έντονο κοντράστ, ευρυγώνιους φακούς, και την αντίληψη του σώματος σαν μέρους του φυσικού τοπίου, έρχονται να σταθούν οι φωτογραφίες του Τahara με μοντέλο τον πολύ σπουδαίο Ιάπωνα χορευτή Min Tanaka. Ο Tanaka γεννήθηκε στο Τόκιο το 1945. Εκπαιδεύτηκε στο κλασσικό μπαλέτο και τον αμερικανικό σύγχρονο χορό στη δεκαετία του 1960. Το 1974 ξεκίνησε τη δική του καριέρα και σταδιακά εξελίχθηκε στον πιο γνωστό χορευτή της τεχνικής μπούτο (butoh dance). Από το 1985, ο Tanaka ζει σε ένα χωριό στα βουνά, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει παράλληλα με την καθημερινή ασχολία του με γεωργικές εργασίες να βρίσκεται στη πρωτοπορία του χορού ενσωματώνοντας διάφορες μορφές τέχνης, όπως μουσική αυτοσχεδιασμού, σύγχρονη μουσική και όπερα, αλλά και εικαστικές τέχνες. Έχει εμφανιστεί στην ταινία “Twilight Samurai” σε σκηνοθεσία Yoji Yamada το 2002, αλλά και στη Χολιγουντιανή “47 Ronin“, μεταξύ άλλων ανεξάρτητων πειραματικών ταινιών. Επιπλέον, ο Tanaka έχει συγγράψει βιβλία όπως το “My Bare Body“, και το “Conscious Body, Contagious Mind“. Οι δυο Ιάπωνες καλλιτέχνες συνεργάστηκαν για μια τριετία (1978-1980) σε μια προσπάθεια εξερεύνησης της σχέσης μεταξύ φυσικού φωτός και ανθρώπινου σώματος. “Πώς το φως επηρεάζει την αντίληψη; Τι γίνεται με τα συναισθήματα; Είχα εμμονή με αυτά τα ερωτήματα εκείνη την εποχή”, θυμάται ο φωτογράφος. Καθώς φωτογράφιζε τον Min Tanaka, ο Tahara πειραματίστηκε με διάφορους τύπους φωτισμού, σε διαφορετικές περιοχές και εποχές του χρόνου. Οι χώροι περιελάμβαναν αστικό και φυσικό περιβάλλον: από το Παρίσι, τη Ρώμη και τη Νέα Υόρκη, από την Ισλανδία και το Μπορντό, μέχρι το Τόκιο, τη παραλία του Kujuu-Kurihama και τα δάση του Akikawa-Keikoku. Το κίνητρο του φωτογράφου ήταν να παρατηρήσει πώς το ακάλυπτο σώμα του χορευτή με το ξυρισμένο γυαλιστερό κεφάλι και τους οι γυμνασμένους μυς του, προσαρμόζεται στα εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Στο Μπορντό, η φωτογράφιση έγινε μέσα σε ένα εγκαταλειμμένο από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο αποβατικό σκάφος. “Το φως και οι αναμνήσεις συνυπάρχουν σε αυτόν τον τεράστιο μη επανδρωμένο χώρο όπου ένα μοναχικό ανθρώπινο σώμα προχωρά πάνω στο αστραφτερό μαύρο δάπεδο σε απόλυτη ηρεμία. Ο θόρυβος του κλείστρου της μηχανής και της προώθησης του φιλμ ήταν οι μόνοι ήχοι που συνόδευαν τα βήματά μας”. Παρόλο που το έργο αυτό έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί τα τελευταία 35 χρόνια, το 2016, εξήντα έξη φωτογραφίες αυτής της συνεργασίας εκδόθηκαν σε βιβλίο με το τίτλο “Photosythesis 1978-1980” και εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο σύνολό τους στην Εθνική Πινακοθήκη της Πράγας από τον Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 2017.
Από την επιλογή των πρώτων του θεμάτων θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τον Τahara εσωστρεφή, αφού πέρασε τουλάχιστον έξη χρόνια φωτογραφίζοντας ότι μπορούσε να δει μέσα από το παράθυρο του δωματίου του, πριν στραφεί για να μελετήσει για άλλα πέντε χρόνια τις αντανακλάσεις του φωτός μέσα στο ίδιο το δωμάτιό του. Οι φωτογραφίες εκείνης της περιόδου χαρακτηρίζονται πιο πολύ σαν εσωτερικές ανιχνεύσεις παρά σαν εξωτερικές ανακαλύψεις. Την εξωστρέφεια του θα την εκδηλώσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 καθώς θα ταξιδέψει σε ολόκληρη την Ευρώπη δημιουργώντας ένα τεράστιο σύνολο φωτογραφιών αρχιτεκτονικών λεπτομερειών και κτιρίων του 19ου αιώνα, που εκδόθηκε από τη Taschen σε μια πολυτελή τετράτομη έκδοση 996 σελίδων με τίτλο “Architecture Fin-de-Siècle”.
Στη δεκαετία του ’90 το ενδιαφέρον του Τahara στρέφεται στις εγκαταστάσεις (installations) που βασίζονται εξ ολοκλήρου στο φως, τις οποίες ονομάζει light sculpture ή lightscapes. Η στροφή του Τahara συντελέστηκε από τη σκέψη του ότι δεν ήθελε να περιοριστεί στη φωτογραφία, δηλαδή στα αποτελέσματα (φυσικά και χημικά) του φωτός πάνω στα φωτοευαίσθητα υλικά, αλλά επειδή θέλησε “Να δει την ύπαρξη του ίδιου του φωτός. Να πιάσει το φως με το δικό του χέρι”. Τέτοια έργα του βρίσκονται σε πολλά μέρη του πλανήτη, όχι μόνο σε μουσεία αλλά και σε διάφορες άλλες τοποθεσίες όπου έχουν εγκατασταθεί μόνιμα, όπως για παράδειγμα το “Garden of Light” στο Hokkaido, όπου εγκαθίστανται φωτιστικά γλυπτά σε δημόσιο χώρο που καλύπτεται από ένα μέτρο χιονιού έξι μήνες του έτους. Το φως αλλάζει ως απάντηση στη μουσική δικής του σύνθεσης. Το 1993 στην τάφρο του Κάστρου της Angers, εγκαταστάθηκε το πρώτο φωτιστικό γλυπτό στη Γαλλία, το “Fighting the Dragon”, ενώ το 2000 εγκαταστάθηκε στο Canal Saint-Martin, στο Παρίσι, το “Echos du Lumières”.
Χρήστος Κοψαχείλης, Σεπτέμβριος 2017
Χρήστος Κοψαχείλης
Βιβλιογραφία
- Keichi Tahara : Photographs / Paris Audiovisuel, 1991
- Keichi Tahara : Photosythesis 1978-1980 / SuperLabo, 2015
- Keichi Tahara : Architecture Fin-de-Siècle / Taschen, 2017