Μία από τις καλύτερες φωτογράφους της εποχής της, αν και το έργο της δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε, η Ruth Orkin είναι μια βραβευμένη φωτορεπόρτερ, αλλά και κινηματογραφίστρια, οι φωτογραφίες της οποίας αποτυπώνουν τη γοητεία και τη ζεστασιά της καθημερινότητας. Η δουλειά της χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και ευαισθησία, καθώς και από βαθύ σεβασμό για τα θέματά που φωτογράφισε. Μέσα από τον φακό της, κομμάτια της καθημερινής ζωής –στιγμές δράματος, ρομαντισμού και ευθυμίας– εμποτισμένα με μια αίσθηση ίντριγκας, μετατρέπονται σε στιγμιότυπα, σαν από κάποια παραγωγή του Χόλυγουντ της εποχής, μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε.
Η Ruth, που γεννήθηκε στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης το 1921, ήταν το μοναχοπαίδι του Samuel Orkin, ο οποίος κατασκεύαζε παιχνίδια και της Mary Ruby, ηθοποιού της εποχής του βωβού κινηματογράφου. Η οικογένεια μετακόμισε στο Χόλυγουντ όταν η Ruth ήταν ακόμα πολύ μικρή και τα παιδικά της χρόνια συνέπεσαν με την άνοδο της κινηματογραφικής βιομηχανίας των ΗΠΑ και την οικονομική ευημερία της εποχής. Ο κινηματογράφος ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής της μικρής Ruth, καθώς συνόδευε τη μητέρα της σε πρεμιέρες ταινιών και φανταχτερές τελετές του Χόλυγουντ από πολύ μικρή ηλικία.
Η Mary Ruby κρατούσε λευκώματα γεμάτα φωτογραφίες και αποκόμματα από τις συμμετοχές της στις βωβές ταινίες, κάτι που ενέπνευσε τη Ruth να ξεκινήσει ένα ημερολόγιο για τις ταινίες που έβλεπε. Αυτή η παιδική τελετουργία θα εξελισσόταν σε ένα δια βίου πάθος για τήρηση αρχείων, από λευκώματα φωτογραφιών και συλλογή αυτόγραφων, μέχρι ιστορίες που έγραψε για τη ζωή της και ημερολόγια που εικονογραφούσε με τις φωτογραφίες της. Ήταν μόλις δέκα ετών όταν έλαβε την πρώτη της φωτογραφική μηχανή, μια φτηνή Univex από βακελίτη που τότε κόστιζε 39 cents και τραβούσε έξι καρέ ανά ρολό. Η μικροσκοπική κάμερα με το εξωτερικό σκόπευτρο χωρούσε άνετα στα χεράκια της μικρής Ruth, η οποία την χρησιμοποιούσε για να φωτογραφίζει τους φίλους και τους δασκάλους της στο σχολείο. Θα σας φανεί αστείο ή ίσως και κομπασμός, αλλά έχω κι εγώ μια Univex που σκονίζεται στο ράφι με τις υπόλοιπες –λειτουργικές ή μη- μηχανές μου. Δυο χρόνια αργότερα, στα δώδεκά της, απέκτησε και ένα σετ σκοτεινού θαλάμου, το οποίο της επέτρεψε να εμφανίζει μόνη της τα φιλμ και να εκτυπώνει τις φωτογραφίες, στη κουζίνα του σπιτιού της.
Στην εφηβεία της η Ruth είχε τέσσερις αγάπες: Τον κινηματογράφος, τη φωτογραφία, τη μουσική και ποδήλατο. Όταν έγινε δεκάξη χρονών, ενθουσιασμένη από τις εξωτικές ιστορίες που διάβασε στο βιβλίο του ταξιδιωτικού συγγραφέα Richard Halliburton, «The Royal Road to Romance», πραγματοποίησε ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι με το ποδήλατο της γύρω από το Σαν Φρανσίσκο. Ενθαρρυμένη από την επιτυχία αυτής της προσπάθειάς της σχεδίασε την επόμενη δυσκολότερη περιπέτειά. Ξεκινώντας από το Λος Άντζελες διέσχισε τις κατά μήκος τις Η.Π.Α με στόχο να επισκεφθεί την Παγκόσμια Έκθεση του 1939 στη Νέα Υόρκη. Χρειάστηκε τέσσερεις μήνες για να ολοκληρώσει αυτή τη σόλο περιπέτειά της, επισκεπτόμενη συγγενείς και πόλεις που ήθελε να δει φωτογραφίζοντας παράλληλα κατά τη διαδρομή, στέλνοντας ανταποκρίσεις της στην εφημερίδα Philadelphia Daily Ledger. Πραγματική πρωτοπόρος, διανυκτέρευε στα καταλύματα της οργάνωσης American Youth Hostel, που εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να γίνονται δημοφιλή για τους νεαρούς ποδηλάτες και τους λάτρεις των εκδρομών και της αναψυχής που δεν είχαν πολλά χρήματα να ξοδέψουν για διαμονή και τροφή. Για να τεκμηριώσει το ταξίδι της με το ποδήλατο, η Orkin είχε αγοράσει μια νέα μηχανή —τη μεσαίου φορμά Pilot 6— ικανή να καταγράφει 12 καρέ σε φιλμ ρολό 120. Μετά την επιστροφή της στην Καλιφόρνια, τύπωσε 300 φωτογραφίες από τα αρνητικά της, τις οποίες οργάνωσε σε ένα λεύκωμα με λεπτομερείς λεζάντες. Συνήθως σκόπευε πολύ προσεκτικά και περίμενε αρκετά πριν απελευθερώσει το κλείστρο για να πετύχει υψηλή αναλογία επιτυχημένων φωτογραφιών.
Παρά την αγάπη της για τη φωτογραφία, το αληθινό πάθος της Orkin ήταν ο κόσμος του κινηματογράφου. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην επιρροή που είχε από τη μητέρα της, αλλά και στο γεγονός ότι ζούσε στο Χόλυγουντ και όσο νάναι γοητευόταν από τον κόσμο του σινεμά. Αφού εγγράφηκε για λίγο στο Los Angeles City College, βρήκε δουλειά ως η πρώτη γυναίκα κλητήρας που προσλήφθηκε από τα στούντιο της Metro-Goldwyn-Mayer, ελπίζοντας να ξεκινήσει την καριέρα της στον κινηματογράφο. Σύντομα όμως απογοητεύτηκε όταν ανακάλυψε ότι το σωματείο κινηματογραφιστών δεν επέτρεπε στις γυναίκες να γίνουν μέλη του, οπότε –σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν εκείνη την εποχή- δεν θα είχε την ευκαιρία να γυρίσει ταινία ποτέ. Ωστόσο αυτό το μεράκι της το πέρασε στη φωτογραφία, καθώς πολλές από τις φωτογραφίες της είναι τραβηγμένες σε σειρές ή σε σεκάνς, σαν να γύριζε μια ταινία. Ελπίζοντας ακόμα να βρει τον δρόμο της στον κινηματογράφο, η Orkin εντάχθηκε στο Γυναικείο Βοηθητικό Σώμα Στρατού, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επειδή οι διαφημίσεις για τη κατάταξη υπόσχονταν την ευκαιρία να μάθει σκηνοθεσία. Αλλά αντί να σταλεί στη Νέα Υόρκη όπου θα εκπαιδεύονταν στον κινηματογράφο κατέληξε στο Μοντιτσέλο του Αρκάνσας. Όταν τελικά απολύθηκε με τιμητική διάκριση, πήγε στη Νέα Υόρκη και έγινε μέλος της Photo League, τα μέλη της οποίας φωτογράφιζαν τις εργατικές και φτωχές γειτονιές της πόλης, σε μια προσπάθεια προώθησης της ανάγκης κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Για να εξασφαλίζει τα προς το ζην βρήκε δουλειά ως φωτογράφος σε νυχτερινά κέντρα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, τράβαγε επίσης πορτρέτα μωρών για να βγάλει επιπλέον χρήματα, τα οποία της επέτρεψαν να αγοράσει τη πρώτη της «επαγγελματική» φωτογραφική μηχανή, μιας Contax 35 mm.
1945: Ο Leonard Bernstein δίπλα στην αδελφή του Shirley
Η πρώτη της ανάθεση ήταν από τους New York Times, το 1945, για να φωτογραφίσει τον Leonard Bernstein με τη συμφωνική ορχήστρα της πόλης. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της περιπλανώμενη στους δρόμους της πόλης, απαθανατίζοντας απλές εικόνες της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένων χαριτωμένων πορτρέτων παιδιών της γειτονιάς της. Έτσι οδηγήθηκε στη δημοσίευση του πρώτου της μεγάλου φωτογραφικού δοκιμίου, με τίτλο «Jimmy, the Storyteller», στο οποίο πρωταγωνιστεί ένα μικρό αγόρι, στο περιοδικό Look, το 1946, και πέρασε το υπόλοιπο της δεκαετίας αναλαμβάνοντας εργασίες για κορυφαία περιοδικά, όπως το LIFE, το Ladies Home Journal και το Cosmopolitan, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πιο αξιόλογα ονόματα από τον κόσμο της μουσικής, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Εκτός όμως από τις τακτικές αναθέσεις των περιοδικών, ήταν επίσης παραγωγική στο να κεφαλαιοποιεί και τις δικές της ιδέες. Όσο πρωτοπόρος και περιπετειώδης ήταν όταν τόλμησε το ταξίδι με το ποδήλατο, άλλο τόσο εφευρετική και καινοτόμος ήταν και ως φωτογράφος. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, τόλμησε να στείλει μια επιστολή τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης, ζητώντας να της επιτρέψουν να φωτογραφίσει τις καλοκαιρινές μουσικές εκδηλώσεις του φεστιβάλ Tanglewood, στη Δυτική Μασαχουσέτη. Αν και έλαβε μια σύντομη απάντηση που έλεγε ότι δεν χρειάζονταν κανέναν και ότι «η ελεύθερη πρόσβαση στους ελευθέρους επαγγελματίες φωτογράφους θα ήταν πολύ περιορισμένη», η Orkin αποφάσισε να κάνει το ταξίδι ούτως ή άλλως. «Πήρα τις μηχανές μου, όλο τον εξοπλισμό του σκοτεινού θαλάμου και το βιολοντσέλο μου. Το βιολοντσέλο θα ήταν ένα ισχυρό άλλοθι σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να μεταμφιεστώ σε σπουδαστή μουσικής», αναφέρει σε ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό της. «Έστησα τον εξοπλισμό μου στο υπόγειο του ξενοδοχείου. Όπως τελικά αποδείχτηκε, δεν δυσκολεύτηκα να μπω στο γήπεδο και σύντομα ο εκπρόσωπος της Ορχήστρας επέτρεψε τη λήψη φυτογραφιών στους δημοσιογράφους των εφημερίδων και των περιοδικών για να συνοδεύσουν τα άρθρα τους. Το Tanglewood ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ήταν σαν μια καλοκαιρινή κατασκήνωση, μια κερδοφόρα εργασιακή εμπειρία σε ένα θέρετρο. Δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο ενθουσιασμένη, παραγωγική και χαρούμενη». Η Orkin επέστρεφε στο Tanglewood κατά τη διάρκεια πολλών καλοκαιριών. Δημοσίευσε μάλιστα και έναν κατάλογο, με τις φωτογραφίες της, που απεικόνιζαν πολλούς από τους πιο σημαντικούς μουσικούς και συνθέτες του κόσμου εκείνης της εποχής.
Έχοντας αποκτήσει εμπειρία από τη φωτογράφιση συναυλιών, το περιοδικό LIFE, το 1951, ανέθεσε στην Orkin να ταξιδέψει στο Ισραήλ με την Ισραηλινή Φιλαρμονική Ορχήστρα. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, πέρασε αρκετούς μήνες ζώντας σε κιμπούτς, όπου φωτογράφιζε διαρκώς καταγράφοντας τις εμπειρίες της. Πριν επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, σταμάτησε στην Ιταλία για να επισκεφθεί τη Ρώμη, τη Βενετία και τη Φλωρεντία. Κατά τη διάρκεια αυτού του σύντομου διαλείμματος η Orkin έκανε μερικές από τις πιο γνωστές φωτογραφίες της καριέρας της. Στη Φλωρεντία, συναντήθηκε τυχαία με συμπατριώτισσά της, την 23αχρονη Ninalee “Jinx Allen” Craig, μια φοιτήτρια των Καλών Τεχνών. Άρχισαν να συζητούν για τις κοινές εμπειρίες που είχαν ως νεαρές γυναίκες και μάλιστα ανύπαντρες, που ταξίδευαν μόνες τους. Η Ruth Orkin είχε μια ιδέα: «Έλα», πρότεινε στη Craig, «ας βγούμε έξω να τραβήξουμε φωτογραφίες για να δούμε πώς θα είναι στη πραγματικότητα». Έτσι τα επόμενα πρωινά, ενώ οι Ιταλίδες καθόντουσαν μέσα στα σπίτια τους και ετοίμαζαν το μεσημεριανό φαγητό της οικογένειας, η Jinx χάζευε τα αγάλματα, διάλεγε τσάντες στο παζάρι, ζητούσε οδηγίες από τους τροχονόμους και φλέρταρε σε καφετέριες ενώ τη φωτογράφιζε η Ruth. Σε μόλις τρεις ρολά φιλμ, αυτή η αυτοσχέδια φωτογράφιση θα πρόσφερε στην Orkin την πιο διάσημη σειρά φωτογραφιών της με τίτλο «American Girl in Italy», που περιλαμβάνει και την εμβληματική φωτογραφία της, στην οποία η πανέμορφη Jinx περπατά αγέρωχα, γεμάτη αυτοπεποίθηση, μόνη της, στους δρόμους της πρωτεύουσας της Τοσκάνης, ενώ ένα πλήθος ανδρών –κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης- την κοιτάζουν εξεταστικά ή την φλερτάρουν, όπως μόνο οι Ιταλοί εκείνης της εποχής ήξεραν. Σήμερα με το κίνημα Me Too στην επικαιρότητα, ενδεχομένως να μην είχε γίνει μια τέτοια αυθόρμητη φωτογράφιση, ή να είχε διαφορετικές αναγνώσεις. Εκείνη την εποχή όμως οι δυο νεαρές γυναίκες εκείνο που επεδίωκαν ήταν να περάσουν ένα μήνυμα προς όλες τις άλλες γυναίκες: να μην επιτρέψουν στους άνδρες να τις αποτρέψουν από το να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Άλλωστε και ο αρχικός τίτλος της σειράς ήταν «Don’t Be Afraid to Travel Alone». Κατά της δεκαετίας του ‘50, η Orkin συμμετείχε σε δύο σημαντικές εκθέσεις φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ): στην «Young Photographers» (1950) και στην «The Family of Man» (1955).
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη λήξη του Β΄.Π.Π, οι νέοι ένιωθαν εντονότερη την ανάγκη να κοινωνικοποιηθούν και να διασκεδάσουν. Η Orkin είχε εμπλακεί βαθιά στη ζωντανή φωτογραφική σκηνή της Νέας Υόρκης και παρακολούθησε πολλά από τα πάρτι, τις διαλέξεις και τις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν από επαγγελματικές ενώσεις όπως η New York Photo League και η American Society of Magazine Photographers (ASMP). Σε ένα πάρτι της ASMP λοιπόν, συνάντησε για πρώτη φορά τον φωτογράφο και σκηνοθέτη Morris Engel, το 1945. Ο Engel τότε είχε μόλις ολοκληρώσει τη θητεία του ως φωτογράφος μάχης του Πολεμικού Ναυτικού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν μάλιστα παρών στη περίφημη “D–Day”, στην απόβαση της Νορμανδίας. Φωτογράφος πριν και μετά τον πόλεμο της γνωστής για τις αριστερές πολιτικές θέσεις της, εφημερίδας PM, -με την οποία συνεργάζονταν επίσης οι Weegee, Margaret Bourke–White και Arthour Leipzig -ήταν επίσης ελεύθερος επαγγελματίας για πολλά από τα μεγαλύτερα περιοδικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Engel εγκατέλειψε πρόσκαιρα τη φωτογραφία για να ακολουθήσει μια καριέρα στον κινηματογράφο. Κατασκεύασε μια ελαφριά φορητή κάμερα 35 mm, με την οποία μπορούσε να φιλμάρει κρατώντας τη στο χέρι. Αυτή η πατέντα δεν επέτρεπε την ταυτόχρονη εγγραφή του ήχου κι έτσι ο ήχος και οι διάλογοι προστίθεντο αργότερα. Του επέτρεπε όμως να είναι ευέλικτος και να εργάζεται με μικρό προϋπολογισμό και με λιγότερο προσωπικό.
Παρά τις πρώτες αποτυχίες που αντιμετώπισε ενώ προσπαθούσε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, η επιθυμία της Orkin δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς και έτσι συνεργάστηκε με τον Engel και με τον συγγραφέα Raymond Abrashkin, για την παραγωγή της ταινίας “Little Fugitive” (Ο Μικρός Φυγάς). Το 80λεπτο, ασπρόμαυρο φιλμ, που μιλάει για ένα 7χρονο αγόρι που φεύγει από το σπίτι του και περνά τη μέρα του στο Coney Island, έχοντας την λανθασμένη εντύπωση ότι έχει σκοτώσει τον μεγαλύτερο αδερφό του, έχει λάβει διεθνή αναγνώριση, χρησιμοποιώντας μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, (1953), προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου και προβλήθηκε σε περισσότερες από 5.000 αίθουσες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η γλυκόπικρη ιστορία για τις περιπέτειες του μικρού αγοριού επηρέασε τους μελλοντικούς εξέχοντες ανεξάρτητους σκηνοθέτες στην Αμερική, αλλά και τους Γάλλους κινηματογραφιστές του Νέου Κύματος. Ο Francois Truffaut χρησιμοποίησε μια παρόμοια ιδέα για την ταινία του «Τα 400 χτυπήματα» (1959) και έχει δηλώσει σχετικά: «Το Νέο Κύμα δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ αν δεν υπήρχε ο νεαρός Αμερικανός Morris Engel, ο οποίος μας έδειξε τον δρόμο προς την ανεξάρτητη παραγωγή με την ωραία ταινία του Little Fugitive». Στη διάρκεια των γυρισμάτων η Orkin και ο Engel παντρεύτηκαν. Η Orkin αναμείχθηκε ως μοντέρ, συν-σεναριογράφος και συν-σκηνοθέτης και στην δεύτερη ταινία του Engel, «Lovers and Lollipops», πριν περιορίσει προσωρινά το ενδιαφέρον της στην ανατροφή των παιδιών της οικογένειας, του Andy και της Mary, που γεννήθηκαν το 1959 και το 1961 αντίστοιχα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η χρυσή εποχή των περιοδικών με πλούσια φωτογραφική εικονογράφηση είχε αρχίσει να φθίνει. Η Orkin, αν και συνέχισε να φωτογραφίζει για το υπόλοιπο της καριέρας της, το έκανε πια με χαλαρότερους ρυθμούς. Πέρασε πολλές ώρες φωτογραφίζοντας τα παιδιά της σε κάθε δωμάτιο του διαμερίσματός τους, χρησιμοποιώντας προβολείς για να εξασφαλίσει καλό φως. Ένα άλλο θέμα στο οποίο επικέντρωσε τη προσοχή της ήταν να φωτογραφίζει από το παράθυρο στον δεύτερο όροφο του διαμερίσματος της στο Upper West Side. Συνέχισε να φωτογραφίζει από το παράθυρο ακόμη και όταν μετακόμισαν στον 15ο όροφο ενός άλλου διαμερίσματος με θέα στο Central Park. Καθώς όμως η απόσταση πια ήταν πολύ μεγάλη για να φωτογραφίζει το οικείο θέμα της, τους ανθρώπους, έστρεψε το ενδιαφέρον της στα δέντρα και στις σκηνές του πάρκου. Ενώ η δουλειά της στα περιοδικά είχε σχεδόν εξαφανιστεί, οι ευκαιρίες για εκθέσεις, διαλέξεις, και διδασκαλία έδωσαν σιγά-σιγά ένα καινούργιο ενδιαφέρον στη ζωή της Orkin. Έκανε την πρώτη της αναδρομική έκθεση στο Nikon House το 1974 και στη συνέχεια έδωσε διαλέξεις στο International Centre of Photography (ICP). Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε να διδάσκει στη Σχολή Εικαστικών Τεχνών και να εκθέτει τις φωτογραφίες της στη Γκαλερί Witkin. Το 1978 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο «A World Through My Window» για να ακολουθήσει το «More Pictures from My Window» το 1983. Η Orkin δημοσίευσε επίσης μια αναδρομική μονογραφία, «A Photo Journal», το 1981, με ασπρόμαυρες και ελάχιστες έγχρωμες φωτογραφίες της και πλούσια αυτοβιογραφικά κείμενα, από τα οποία προήλθαν και οι πληροφορίες αυτής της παρουσίασης. Από πολλές απόψεις, αυτά τα βιβλία της επέτρεψαν να ολοκληρώσει τον κύκλο της καριέρας της πριν από το θάνατό της, σε ηλικία μόλις 63 ετών, το 1985.
Χρήστος Κοψαχείλης, Απρίλιος 2023