Κόρη Ιταλών μεταναστών από το Φρίουλι, μαθητευόμενη μοδίστρα, ηθοποιός στα ιταλικά θέατρα του Σαν Φρανσίσκο, πρώιμη σταρ του βωβού κινηματογράφου στο Λος Άντζελες, μοντέλο μεγάλων ζωγράφων, όπως ο Diego Rivera, ερωμένη του διάσημου φωτογράφου Edward Weston, αλλά σημαντική φωτογράφος και η ίδια. Υποστηρικτής και αγωνίστρια της επαναστατικής αριστεράς, στέλεχος του αντιφασιστικού αγώνα κατά του Φράνκο στην Ισπανία, φίλη του Μαγιακόφσκυ, του Σεργκέι Αϊζενστάιν και του Πάμπλο Νερούδα, φανατική κομουνίστρια στη Μόσχα, θύμα τελικά του σταλινικού δογματισμού. Ένα σύντομο οδοιπορικό σαράντα έξι χρόνων (1896-1942), μια ζωή ως φλεγόμενη βάτος. Ξεχασμένη σε σκονισμένα αρχεία για δεκαετίες ολόκληρες, επιστρέφει κατά καιρούς στην επικαιρότητα. Το μυστήριο ωστόσο παραμένει πυκνό. Ποια ήταν αυτή η μοιραία γυναίκα;

Η Assunta Adelaide Luigia Modotti Mondini, όπως ήταν το πλήρες όνομα της Tina Modotti, γεννήθηκε στην πόλη Ούντινε της βόρειας Ιταλίας, το 1896. Ήταν παιδί μιας οικογένειας της εργατικής τάξης, με έξη παιδιά. Ο πατέρας της, ο Giuseppe ήταν κτίστης και η μητέρα της, η Assunta, ράφτρα. Ένας θείος της, ο Pietro, ήταν φωτογράφος και δίπλα σ’ αυτόν έκανε τα πρώτα φωτογραφικά της βήματα. Το 1913 (έπειτα από μια επταετή -και μάλλον δυσάρεστη- διαμονή στην Αυστρία) πήγε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί ο πατέρας της και η αδελφή της. Μικροσκοπική, εύθραυστη και σιωπηλή ήταν μια γυναίκα πανέμορφη. Φορούσε σχεδόν πάντα μπλουτζήν – πράγμα σπάνιο για τις γυναίκες της εποχής – και δεν προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν κάτι παραπάνω από τον εαυτό της. Στην αρχή δούλεψε σαν εργάτρια σε ένα εργοστάσιο μεταξωτών και κατόπιν μόνη της σαν μοδίστρα. Παράλληλα συμμετείχε σε ερασιτεχνικούς θιάσους των συμπατριωτών της, ανεβάζοντας στα ιταλικά θέατρα της πόλης, Γκολντόνι και Πιραντέλο. «Δεν ήταν ψηλή, αλλά είχε ένα όμορφο και καλοφτιαγμένο σώμα. Διέθετε εκφραστικό πρόσωπο, μεγάλο μέτωπο, μαύρα μάτια, αισθησιακό στόμα και μαλλιά στο χρώμα του δαμάσκηνου. Οι κινήσεις της ήταν αργές και αρμονικές, η φωνή της απαλή και το βλέμμα της ευαίσθητο και ζωηρό. Τα πάντα επάνω της απέπνεαν θηλυκότητα», έγραφε για την Tina Modotti ένας Αμερικανός κριτικός κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Την εποχή εκείνη, το 1918 συγκεκριμένα, άρχισε να συζεί (κάποιοι ισχυρίζονται ότι παντρεύτηκαν) με τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερο της μποέμ ποιητή και ζωγράφο Ρουμπέ ντε λ’ Αμπρέ Ρισέ, για τους φίλους «Robo» (Roubaix “Robo” de l’Abrie Riche). Σύντομα οι δυο τους έφυγαν για τη «Μέκκα» του κινηματογράφου, το Λος Άντζελες. Το πραγματικό όνομα του Robo, που ήταν ένα αγροτόπαιδο από το Όρεγκον, ήταν Ruby Ritchie, αλλά το μετέτρεψε σε γαλλικό που ταίριαζε περισσότερο στην μποέμ καλλιτεχνική ζωή που ήθελε να ακολουθήσει. Το στούντιο του συντρόφου της ήταν πάντα γεμάτο από κάθε λογής καλλιτέχνες, κι έτσι, η Modotti με την ομορφιά της δεν άργησε να καταλήξει στο σινεμά. Πρωταγωνίστησε στο φιλμ «The Tiger’s Coat» (1920), όπου υποδυόταν μια Μεξικάνα γόησσα. Οι κριτικές ήταν καλές, αλλά η συνέχεια μάλλον ατυχής. Της έδιναν πάντα ρόλους εξωτικούς. Τσιγγάνα, οδαλίσκη στο χαρέμι… τέτοια πράγματα. Δεν της άρεσε. Είκοσι πέντε χρόνων, αγράμματη, ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, να μάθει. Δύο δεύτεροι ρόλοι στις ταινίες «Riding With Death» (1921) και «I Can Explain» (1922) δε στάθηκαν ικανοί να την καθιερώσουν.

Η Tina όμως αδιαφόρησε εντελώς, αφού στο μεταξύ είχε αναγνωριστεί ως εξέχον μέλος της καλλιτεχνικής κοινότητας του Λος Άντζελες και είχε προλάβει να γευτεί τη γλυκιά ζωή και να χριστεί μόνιμο μοντέλο του ανερχόμενου φωτογράφου Edward Weston, με τον οποίο γρήγορα έγιναν εραστές. Ο Robο, ως γνήσιος μποέμ, δεν το πήρε κατάκαρδα. Διατήρησε τη φιλία του με το ζευγάρι, και μάλιστα τον Οκτώβριο του 1921 αναχώρησε για το Μεξικό με σκοπό να πραγματοποιήσει μια έκθεση με έργα δικά του, αλλά και του Weston. Η ολιγόμηνη παραμονή του στο Μεξικό του κόστισε τη ζωή, γιατί κόλλησε ευλογιά και άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Πόλης του Μεξικού τον Μάρτιο του 1922. Συντετριμμένη, η Tina πέρασε τα σύνορα για να θάψει το σύντροφό της. Η «Γη των Άκρων», όπως της είχε περιγράφει ο Robo το Μεξικό, τη γοήτευσε. Έμεινε στην Πόλη δύο μήνες, όπου γνώρισε κόσμο κι έκανε όνειρα. Ο καιρός εκείνος ήταν περίοδος πολιτικών και καλλιτεχνικών ζυμώσεων στο Μεξικό, που αναζητούσε το πρόσωπό του μεταξύ του παλιού και του καινούργιου, να ξαναβρεί το παρελθόν του και να σμιλέψει το μέλλον του. Στο διάστημα που έμεινε στο Μεξικό Σίτυ οργάνωσε μια πολύ επιτυχημένη έκθεση με έργα του Weston, του Robo, αλλά και άλλων καλιφορνέζων καλλιτεχνών στην Εθνική Ακαδημία Καλών Τεχνών. Όμως ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα της την ανάγκασε να επιστρέψει στις Η.Π.Α.

Όταν γύρισε στο Λος Άντζελες πήρε μια μεγάλη απόφαση, να επιστρέψει στο Μεξικό. Χρειάστηκε πάνω από ένα χρόνο για να πείσει και τον Edward Weston να εγκαταλείψει τη γυναίκα του Flora και τα τρία από τα τέσσερα παιδιά του. Τελικά μπήκαν στο πλοίο το καλοκαίρι του 1923 παίρνοντας μαζί τους και τον μεγαλύτερο γιο του Weston, Chandler. Το Μεξικό τους περίμενε με ανοιχτές αγκάλες, τη Modotti τουλάχιστον, που από την πρώτη στιγμή δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η νέα της πατρίδα, φουρτουνιασμένη ακόμη από τον εμφύλιο πόλεμο της περασμένης δεκαετίας, υποσχόταν περιπέτειες, εμπειρίες και πλήρη ελευθερία κινήσεων. Γεμάτη ενθουσιασμό, η Tina έφτιαξε καινούργιο σπιτικό, φρόντισε να φέρει σ’ επαφή τον Weston με εξέχοντα μέλη της μεξικάνικης καλλιτεχνικής κοινότητας και ανέλαβε τη διαχείριση του συνόλου των υποθέσεών τους. Εκείνη την εποχή ο Weston έβγαλε μία σειρά από θαυμάσια γυμνά της Modotti. Εκτός όμως από μοντέλο η Modotti μπήκε στο σκοτεινό θάλαμο για να βοηθήσει τον αγαπημένο της. Φυσικά, εκτός από βοηθός, έγινε και μαθήτρια. Και τελικά η φωτογραφία ήταν εκείνη που έκανε τη Modotti όχι μόνο ανεξάρτητη, αλλά και καλλιτέχνιδα.

Η πρώτη φωτογραφία της χρονολογείται από τον Φεβρουάριο του 1924. Απεικονίζει τον αγαπημένο της Edward Weston με την φωτογραφική μηχανή του και είναι φανερό πως έχει δεχτεί τις επιρροές και τις συμβουλές του. Ακολουθεί τα προστάγματα της νέας, για εκείνη την εποχή, «straight photography» (άμεσης φωτογραφίας), όπου υπερέχει η δραματική και ρεαλιστική αποτύπωση του αντικειμένου. Την ίδια προσέγγιση χρησιμοποιεί και στις μετέπειτα σπουδές της πάνω σε «νεκρές φύσεις» και αντικείμενα: λουλούδια, φυτά, σπίτια, τηλεφωνικές γραμμές, μέχρι και ποτήρια. Τα πειραματικά της φωτογραφικά δοκίμια προδίδουν ένα πνεύμα ανήσυχο κι έναν εσωτερικό κόσμο πλούσιο σε συναισθήματα. Η Modotti, δέχθηκε επίσης αμέτρητες επιρροές από τα ταξίδια της στο Μεξικό και ειδικά από το έργο του φίλου της Diego Rivera ο οποίος μάλιστα την είχε χρησιμοποιήσει σαν μοντέλο για να ζωγραφίσει ένα γυμνό της, στην τοιχογραφία «La Tierra Virgen» (1928), στο παρεκκλήσι της Γεωπονικής Σχολής του Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Chapingo. Με το ευαίσθητο βλέμμα της κι ένα κλικ μιας Graflex σφραγίζει ανθρώπινες στιγμές, για τη ζωή, τον έρωτα, την παράδοση αλλά και τη δυστυχία του μεξικανικού λαού. Οι φωτογραφίες της πάντα με τον υπάρχοντα φυσικό φωτισμό για να μην αλλοιώνει την πραγματικότητα κι ένα θόλο φόντο ώστε ο θεατής να επικεντρώνεται κατευθείαν στο θέμα, αποτυπώνουν την αύρα του ταραγμένου μετεπαναστατικού Μεξικού, ενώ παράλληλα συσχετίζουν μια κοινωνική ανησυχία, η οποία θα καταλήξει αργότερα σε μια βαθιά πολιτική στράτευση.

Η Modotti εργάστηκε πυρετωδώς για οχτώ μήνες και τον Νοέμβριο του 1924 είδε δέκα έργα της να εκτίθενται πλάι σ’ εκείνα του Edward Weston, στη γκαλερί Aztecland. Τη χαρά της για το γεγονός διαδέχτηκε η θλίψη από την αναχώρηση του Weston. Δέσμιος των ηθικών του συμβάσεων και της αμερικανικής κουλτούρας, ο εραστής της αποφάσισε να επιστρέφει στο Λος Άντζελες. Εγκατέλειψε το Μεξικό τον Δεκέμβριο του 1924, αφήνοντας πίσω του την Tina να «διευθύνει» το στούντιο του. Την επόμενη χρονιά, η Modotti τραβάει, μια φωτογραφία που, κατά τη γνώμη μου, δείχνει τη προσπάθεια της για συμφιλίωση μεταξύ τέχνης και πολιτικής. Δεκάδες μεξικανούς εργάτες να παρελαύνουν με αφορμή την απεργία της Πρωτομαγιάς τραβηγμένους από ψηλά με το φως του ηλίου να αντανακλά στα σομπρέρο τους. Σε αυτή τη φωτογραφία καταφέρνει να συνδυάσει την έντονη φόρμα του Weston και το πολιτικό της αίσθημα. Εκείνη την εποχή η Modotti ορίστηκε από την Γραμματεία Δημόσιας Εκπαίδευσης του Μεξικό, ως η επίσημη φωτογράφος του κινήματος των μουραλιστών. Ο μουραλισμός σαν κίνημα στη Ζωγραφική δημιουργήθηκε στο Μεξικό μετά την επανάσταση του 1911. Η ονομασία του προέρχεται από το λατινικό murus (τοίχος). Οι μεξικάνοι ζωγράφοι του κινήματος, πίστευαν ότι έπρεπε να ζωγραφίζουν δημόσια, μνημειώδη σε μέγεθος, έργα με στοιχεία από την προκολομβιανή τέχνη της Νότιας Αμερικής, αλλά και θέματα πολιτικού χαρακτήρα. Η καθημερινή ενασχόληση της Tina Modotti με τη φωτογράφηση των έργων του Diego Rivera, του Jose Clemente Orozco και άλλων, την βοήθησε να εξελίξει το ύφος της, όπως αυτό αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες της από εσωτερικούς χώρους, αστικά τοπία και λουλούδια.

Ο Edward Weston γύρισε στο Μεξικό το 1926 συνοδευόμενος αυτή τη φορά με τον άλλο του γιο, τον Brett. Ξαναβρέθηκε και ξαναχώρισε με την Tina. Η σχέση τους ξεθώριασε πια, μετεξελίχθηκε σε φιλία. Μακριά ο ένας από τον άλλο, ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Ο Edward Weston συνέχισε να φωτογραφίζει τις «νεκρές φύσεις» που του χάρισαν τη διασημότητα, ενώ η Tina αγωνίστηκε να συνδυάσει την τέχνη με την πολιτική. Οι φακοί της φωτογραφικής μηχανής της έγιναν «τα μάτια της εργατικής τάξης». «Κοιτάζω τους ανθρώπους και βλέπω την τάξη τους, όχι το χρώμα ή το ντύσιμό τους», έλεγε. «Κοιτάζω τις κοινωνικές αλλαγές και τα φαινόμενα με όρους οικονομικούς, όχι ανθρώπινους ή πνευματικούς». Κατά τη διάρκεια της δεύτερης παραμονής του Weston στο Μεξικό τους ανετέθη από την Anita Brenner η εικονογράφηση του βιβλίου της «Idols behind Altars» (Είδωλα πίσω από τους βωμούς- Εκδόσεις Parson & Clarke,1929). Για την ανάγκη αυτής της φωτογράφησης η Tina μαζί με τον Edward και τον Brett Weston ταξίδεψαν πέρα ως πέρα το Μεξικό από τον Ιούνιο ως τον Νοέμβριο του 1926 φωτογραφίζοντας έργα ζωγραφικής, κεραμικής, θρησκευτικά αγάλματα, τάματα και γενικά τη τέχνη των ιθαγενών. Με την ολοκλήρωση της παραγγελίας ο Weston επέστρεψε οριστικά στη Καλιφόρνια.

Οι πολιτικές, αριστερές της ανησυχίες της είχαν ήδη φανερωθεί όταν το Μάη του 1922 δημοσίευσε στο μικρό νεοϋορκέζικο φιλολογικό περιοδικό The Dial ένα ποίημα με τίτλο Plenipotentiary (Πληρεξούσιος):

Θέλω να κρεμαστώ από τον ουρανό

Και να πέσω στην Ευρώπη

Να λυγίσω μετά σαν λαστιχένια μπάλα

Ν’ αγγίξω με τα χέρια το ταβάνι του Κρεμλίνου

Να το πετάξω στον Κάιζερ

Να προσέχεις

θα κόψω το φεγγάρι σε τρία κομμάτια

Το μεγαλύτερο, θα ‘ναι δικό σου

Μην το φας γρήγορα.

Έτσι, σαν έτοιμη από καιρό, αναμείχθηκε με τα κοινωνικά κινήματα της χώρας, εντάχθηκε το 1925 στη «Διεθνή Κόκκινη Βοήθεια» (οργάνωση που συνέδραμε τους πολιτικούς πρόσφυγες και τους καταπιεσμένους όλων των εθνών) κι έγινε, το 1927, μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Μεξικού. Σε επιστολή της προς τον Edward Weston εξηγούσε τη στάση της: «Μου είναι αδύνατο να κάνω ό,τι μου έλεγες. Να λύσω τα προβλήματα της ζωής με την αφοσίωσή μου στα προβλήματα της τέχνης. Στην περίπτωσή μου, η ζωή πάντοτε προσπαθεί να επισκιάσει την τέχνη και η τέχνη υποφέρει. Βάζω πάρα πολλή τέχνη στη ζωή μου και επομένως δεν μου μένουν και πολλά για να δώσω στην τέχνη».

Καθώς η Modotti βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στη κομμουνιστική πειθαρχία και πρακτική άλλαξε τα πολύχρωμα ρούχα της με ωχρά και γκρίζα αυστηρά φορέματα, μάζεψε σε κότσο τα εβένινα και λαμπερά μαλλιά της. Άφησε πίσω τις παλιές φιλίες που δεν συμμερίζονταν το σκοπό που εκείνη ασπαζόταν τώρα πια και έδωσε μια άλλη φωτογραφική προσέγγιση στη φτώχεια του Μεξικού, που μέχρι τότε την είχε αντιληφθεί μόνο σαν μέρος του σκηνικού. Φωτογράφισε τον πόνο και το μόχθο των Μεξικανών με μια ματιά τρυφερή και ταυτόχρονα οργισμένη. Στις φωτογραφίες που έβγαλε στο διάστημα αυτό κι οποίες δημοσιεύτηκαν σε αριστερά περιοδικά του Μεξικό όπως το «El Machete», διακρίνεται μια πολιτική και κοινωνική εγρήγορση, στοιχείο που λείπει εντελώς από την αντίστοιχη δουλειά του Weston.

Το 1927, μετά τον οριστικό χωρισμό της με τον Weston η Modotti άρχισε να συζεί με το ζωγράφο Xavier Guerrero, βοηθό του Rivera, τον οποίο είχε πρωτογνωρίσει στο Λος Άντζελες σε μια έκθεση Μεξικανικής Τέχνης. Χώρισαν γρήγορα όμως, όταν εκείνος μετακόμισε στη Μόσχα για να σπουδάσει στις κομματικές σχολές. Η Tina αντικατέστησε στην καρδιά της τον Guerrero με τον εξόριστο Κουβανό επαναστάτη Χούλιο Αντόνιο Μέλα (Julio Antonio Mella). Ο εικοσιπεντάχρονος τότε Μέλα, ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας, είχε ήδη πλάσει το θρύλο του πολέμιου της δικτατορίας του Ματσάδο και ήταν μύθος της λατινοαμερικάνικης Αριστεράς. Η δολοφονία του, στις 10 Ιανουαρίου του 1929, καθώς περπατούσαν μαζί στο δρόμο, συγκλόνισε τη Modotti, επειδή κατάλαβε πως το Μεξικό άλλαζε, έπαιρνε τέλος ο καιρός της ανοχής και άρχιζε το κυνήγι των «μαγισσών». Η δίκη γύρω από τη δολοφονία του Μέλα χρησίμευσε για να σπιλωθεί η φήμη της Modotti. Οι συντηρητικοί κατήγοροί της υποστήριξαν ότι ο τρόπος ζωής και οι πολιτικές της δραστηριότητες ήταν ανήθικες. Αυτές οι κατηγορίες αναστάτωσαν την ελίτ του Μεξικού, που μέχρι εκείνο το σημείο συνέρρεαν στο στούντιό της, για να τους κάνει τα πορτρέτα τους. Πριν ξεριζωθεί για μια ακόμη φορά, οργάνωσε την πρώτη της ατομική έκθεση στο κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης (14 Δεκεμβρίου 1929). Εκεί, στον κατάλογο των έργων, έγραφε: «Δεν προσπαθώ για την παραγωγή έργων τέχνης, προσπαθώ για την παραγωγή έντιμων φωτογραφιών. Επειδή η φωτογραφία δημιουργείται μόνο στον παρόντα χρόνο και βασίζεται σε ό,τι αντικειμενικά υπάρχει μπροστά στην κάμερα, είναι το καταλληλότερο μέσο για την απεικόνιση όλων των γεγονότων της πραγματικής ζωής».


Ο γνωστότερος φωτογράφος του Μεξικού, o Manuel Alvarez Bravo, διαχωρίζει τη φωτογραφική καριέρα της Modotti σε δυο εντελώς διακριτές περιόδους: τη «Ρομαντική» και την «Επαναστατική». Η πρώτη περιλαμβάνει τις φωτογραφίες που έβγαλε τον καιρό που πέρασε ως βοηθός στην αρχή και ισότιμος συνεργάτης στη συνέχεια του Weston μέχρι την αναχώρησή του, ενώ η δεύτερη που οριοθετείτε μετά την οργάνωση της στο Κόμμα, συνοψίζεται στην αναδρομική έκθεση του 1929, η οποία διαφημίστηκε σαν «Η Πρώτη Επαναστατική Φωτογραφική Έκθεση στο Μεξικό». Έξι εβδομάδες μετά το τέλος της έκθεσης, η απόπειρα δολοφονίας του Μεξικανού προέδρου Πασκουάλ Ορτίζ Ρούμπιο έγινε αφορμή για διώξεις των ριζοσπαστών. Έτσι η Tina Modotti συνελήφθη ως ύποπτη. Έμεινε στη φυλακή δεκαπέντε μέρες και αφέθηκε ελεύθερη με παρέμβαση φίλων της και με τη δέσμευση ότι θα εγκατέλειπε αμέσως τη χώρα. Στις 24 Φεβρουάριου του 1930 υποχρεώθηκε να τηρήσει τη δέσμευση της. Το εμπορικό πλοίο «SS Edam» τη μετέφερε στην Ευρώπη, στο Ρότερνταμ για την ακρίβεια, όπου όμως την περίμεναν πράκτορες του Μουσολίνι, έτοιμοι να τη συλλάβουν και να την οδηγήσουν στα ιταλικά κρατητήρια. Έδρασαν ευτυχώς οι σύντροφοί της από την «Κόκκινη Βοήθεια», φυγαδεύοντάς τη στο Βερολίνο. Η Tina έμεινε στην πόλη οχτώ μήνες, προσπαθώντας μάταια να ανοίξει στούντιο. Οι τεχνικές προδιαγραφές των ευρωπαϊκών φωτογραφικών χαρτιών ήταν διαφορετικές απ’ αυτές του Μεξικού και επιπλέον η έλλειψη οικονομικών πόρων τής δημιουργούσε αφάνταστες δυσκολίες. Απογοητευμένη, έγραφε στον Weston: «Θυμάμαι συχνά την εξαίρετη φράση του Νίτσε που μου είπες κάποτε: “Ό,τι δε με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό”. «Σε διαβεβαιώνω πως η τρέχουσα περίοδος της ζωής μου μ’ έχει φέρει πολύ κοντά στο θάνατο…».


Απελπισία λοιπόν και νέα φυγή, αυτή τη φορά για τη Μόσχα. Στην πρωτεύουσα των Σοβιέτ, η Modotti αφοσιώθηκε στα κομματικά της καθήκοντα εργαζόμενη σαν μεταφράστρια στην Κομιντέρν, εγκαταλείποντας για πάντα την τέχνη της φωτογραφίας, καθώς απέρριψε επανειλημμένα προτάσεις για να αναλάβει τη θέση της επίσημης φωτογράφου του Σοβιετικού Κομουνιστικού Κόμματος. Δέχτηκε πάντως να διευθύνει τη γαλλική «Κόκκινη Βοήθεια» και το 1933 μετακόμισε στο Παρίσι μαζί με τον νέο εραστή της, τον Βιτόριο Βιντάλι (Vittorio Vidali), έναν συμπατριώτη της από τη Βόρεια Ιταλία, στέλεχος της μυστικής αστυνομίας GPU του Στάλιν, που έπαιζε τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ της σοβιετικής κατασκοπείας. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, ο Βιτόριο Βιντάλι (γνωστός και ως Κάρλος Κοντρέρος), συμμετείχε τόσο στη δολοφονία του Χούλιο Αντόνιο Μέλα, όσο και στην μεταγενέστερη (1940, επίσης στο Μεξικό) του Λέων Τρότσκι. Έτσι η τοιχογραφία του Diego Rivera «The Arsenal» (1928), από τον κύκλο «Political Vision of the Mexican People», μοιάζει προφητική. Στο κέντρο της, διακρίνεται η Frida Kalho να μοιράζει όπλα, ενώ η Tina Modotti, στη δεξιά πλευρά του έργου, τροφοδοτεί με πυρομαχικά τον Χούλιο Αντόνιο Μέλα, κάτω από το καχύποπτο, όπως αποδείχτηκε βλέμμα του Βιτόριο Βιντάλι με το μαύρο καπέλο. Η Modotti και ο Βιντάλι, φεύγοντας από το Μεξικό, έμειναν για δύο χρόνια στο Παρίσι, πήγαν για λίγο στη Μόσχα το 1935 και στις αρχές του 1936 ταξίδεψαν στη σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο Ισπανία. Με το ψευδώνυμο «Μαρία», η Tina αναδείχθηκε σε μορφή του δημοκρατικού κινήματος, συντονίζοντας την περίθαλψη των τραυματιών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων μακριά από τα πεδία των μαχών.

Η πτώση της Μαδρίτης το 1939 σήμανε την οριστική ήττα των δημοκρατικών και την αρχή μιας νέας περιπέτειας για την Tina Modotti. Σκαρφάλωσε στα Πυρηναία, μπήκε στη Γαλλία και επιβιβάστηκε στο υπερωκεάνιο «Queen Mary» με το ψευδώνυμο Κάρμεν Ρουίθ Σάντσες. Το πλαστό της διαβατήριο κίνησε τις υποψίες των μεταναστευτικών αρχών στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια εξαιτίας της κομμουνιστικής της δραστηριότητας δεν της επέτρεψαν την είσοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι λοιπόν την έστειλαν στο Μεξικό, ως ένα ακόμη όνομα ανάμεσα στα σαράντα χιλιάδες συνολικά που περιλάμβανε ο κατάλογος των εκεί Ισπανών προσφύγων. Για δύο χρόνια η Modotti έμεινε στη σκιά σαν παράνομη στον τόπο που τόσο είχε λατρέψει. Το 1941 οι μεξικανικές αρχές αποφάσισαν να της προσφέρουν πολιτικό άσυλο και να της επιτρέψουν τη μόνιμη παραμονή. Όμως η ζωή της είχε πια καταστραφεί, αφού είχε χάσει φίλους και γνωστούς, τη βασάνιζαν σοβαρά προβλήματα με την καρδιά και τα πόδια της και τσακωνόταν καθημερινά με τον Βιντάλι. «Τον μισώ με όλη μου την ψυχή, είμαι όμως αναγκασμένη να τον ακολουθήσω ως το τέλος», είχε εκμυστηρευτεί στον Ισπανό στρατηγό Βαλεντίν Γκονζάλεθ, χαρακτηρίζοντας «μάρτυρα» τον εαυτό της.

Ο θάνατος συνάντησε την Tina Modotti στην Πόλη του Μεξικού, στις 5 Ιανουαρίου του 1942. Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου προς τιμή του Πάμπλο Νερούδα, στο σπίτι του Ελβετού αρχιτέκτονα Χέινς Μέιερ (Hannes Meyer), αισθάνθηκε δυσφορία, ζήτησε συγνώμη από τη συντροφιά και βγήκε στο δρόμο για να πάρει ένα ταξί. Βήχοντας, είπε στον οδηγό να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο. Δεν πρόλαβε να φτάσει ζωντανή. Άφησε την τελευταία της πνοή στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Η νεκροψία έδειξε πλήρη σωματική κατάρρευση, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να υποπτευθούν ότι τη δηλητηρίασε ο Βιντάλι. «Ήξερε πολλά για την GPU κι έπρεπε να πεθάνει», έγραψαν μερικές μεξικανικές εφημερίδες, επικαλούμενες απόρρητες πηγές πληροφοριών. Δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Η κηδεία της φωτογράφου ήταν απλή, χωρίς φανφάρες. Τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία παλιοί της φίλοι, συναγωνιστές και μέλη του Κομουνιστικού Κόμματος. Σκεπασμένο με την κόκκινη σημαία και εκατοντάδες λουλούδια, το φέρετρο κατέβηκε στον τάφο. Κάποιοι έβγαλαν λόγο, κάποιοι άλλοι σιώπησαν. Στην ταφόπλακά της είναι σκαλισμένοι οι πρώτοι στίχοι ενός ποιήματος που ο Νερούντα συνέθεσε για εκείνη «Tina Modotti, αδελφή μου, δεν κοιμάσαι – όχι δεν κοιμάσαι! Και η καρδιά σου τώρα ακούει το ρόδο του χτες, το ρόδο το νέο…». Οι υφαντουργοί της Πουέμπλα έδωσαν το όνομά της σ’ έναν καινούργιο αργαλειό.

Δυόμισι μήνες μετά το θάνατο της Tina Modotti, μια επιτροπή από Μεξικανούς και ξένους καλλιτέχνες οργάνωσε έκθεση πενήντα φωτογραφιών της στην «Galeria de Arte Modemo». Μαζί τους, σε περίοπτη θέση, τοποθετήθηκε το φημισμένο πορτραίτο της, φιλοτεχνημένο από τον Edward Weston. Εικόνα μιας γυναίκας που, όπως είχε πει και ο δημιουργός του, «έζησε βαθιά τη ζωή της, την έζησε έντονα και δίχως να φοβηθεί τίποτε». Η Tina Modotti ίσως να είχε βυθιστεί στη λησμονιά σαν φωτογράφος αν δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο της μια άλλη αντισυμβατική Ιταλο-Αμερικανίδα, η Λουίζ Βερόνικα Τσικόνε, η διάσημη Μαντόνα, η βασίλισσα της ποπ. Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 άρχισε να συλλέγει φωτογραφίες της Modotti και το 1995, πούλησε μια Mercedes για να χρηματοδοτήσει την πρώτη αναδρομική έκθεση της Modotti στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Η αναπάντεχη προβολή εκτόξευσε τις τιμές των φωτογραφιών της Modotti – τα «Τριαντάφυλλά, 1925» της πουλήθηκαν σε δημοπρασία στο «Σόθμπυ» αντί 165.000 δολαρίων – ξανάφερε στο προσκήνιο το όνομα της κι έγινε αφορμή για μια σειρά από εκθέσεις και εκδόσεις, προβάλλοντας μια ζωή τόσο ενδιαφέρουσα, όσο και περιπετειώδη. Έκτοτε συμπόσια και μελέτες αφιερώνονται στο έργο της, ενώ οι γκαλερί αναζητούν αγωνιωδώς να εκθέσουν μερικές από τις μόλις διακόσιες πενήντα φωτογραφίες της που διασώζονται.

To 2011, η ζωή της εκδόθηκε και σε κόμικ: Tina Modotti, Από την Τέχνη στην Επανάσταση. Στην ελληνική έκδοση (Εκδόσεις ΚΨΜ, 2013) ο πρόλογος της Εύης Παρασκευής Γούσια κλείνει με τα παρακάτω λόγια: «Κάπου είχα διαβάσει πως η τέχνη είναι η εξουσία του αισθήματος και η πολιτική η εξουσία της λογικής. Εάν ρωτούσαμε σήμερα την Τίνα, που δοκιμάστηκε και στα δύο αγκαθωτά μονοπάτια, ίσως και να μας το επιβεβαίωνε. Το σίγουρο είναι ότι οι δρόμοι του κόσμου είναι γεμάτοι ποιητές και επαναστάτες, ανώνυμους και ονομαστούς. Που δεν παραδίδονται σε κανέναν πόλεμο, κι ας αλλάζει αυτός μορφή. Τρέχουν σε ανοιχτούς ορίζοντες, περνάνε τα σύνορα με απροσδιόριστη ελπίδα και γίνονται σύμβολο. Όπως λέει και ο Πάμπλο Νερούδα, η ανάμνηση της Τινα Μοντότι είναι εύθραυστη και διάφανη, σα πάχνη. Επιστρέφει όμως από την αχλή του μύθου, μέσα από φωτογραφίες, γράμματα και μαρτυρίες της περιόδου εκείνης που χρωμάτισε όλο τον προηγούμενο αιώνα-γεννήτορα».

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούλιος 2017

Πηγές:

  • Χρήστος Ξανθάκης : Τα πολλά πρόσωπα της Tina Modotti – Περιοδικό Madame Figaro
  • Tina Modotti, Η ζωή μιας φωτογραφίας φωτογραφία μιας ζωής – Καθημερινή
  • Tina Modotti : Masters of Photography – Aperture
  • Angel de la Calle : Tina Modotti, Από την Τέχνη στην Επανάσταση – Εκδόσεις ΚΨΜ, 2013