Η πιο συνηθισμένη αναφορά στο όνομα της Lisette Model είναι αυτή που την παρουσιάζει ως δασκάλα της Diane Arbus. Το τόσο προσωπικό έργο της Arbus, αλλά και ο απρόσμενα πρόωρος θάνατός της, όταν το 1974 αποφάσισε να δώσει τέρμα στη ζωή της, κατέστησε διάσημη την ίδια και τις φωτογραφίες της και την Model γνωστή ως την “δασκάλα” της Αμερικανίδας φωτογράφου. Είναι όμως μεγάλη αδικία το γεγονός ότι μια φωτογράφος όπως η Lisette Model δεν έγινε κυρίως γνωστή για τις φωτογραφίες της, αλλά για την ιδιότητα της ως “δασκάλας” άλλων σημαντικών φωτογράφων.
Η Elise Amelie Felicie Stern, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στην Βιέννη το 1901, από τον Ιταλο-Αυστριακό Victor Hypolite Josef Calas Stern, πλούσιο ιατρό Εβραϊκής καταγωγής και την καθολική François Antoinette Félicité Picus από τη Savoy της Γαλλίας. Επειδή εκείνη την εποχή αυξανόταν ραγδαία ο αντισημιτισμός στην Ευρώπη, ο πατέρας της άλλαξε το οικογενειακό επίθετο από Stern σε Seybert και η Elise και τα αδέλφια της, Salvatòr και Olga, βαφτίστηκαν στη χριστιανική πίστη. Η οικογένεια Seybert ζούσε σε ένα παραμυθένιο αρχοντικό σε μια αριστοκρατική περιοχή της πόλης, αλλά η Elise ήταν ένα απομονωμένο παιδί σε σύγκριση τα αδέλφια της, και ειδικότερα από τη νεότερη Όλγα, που ήταν ομορφότερη και πιο έξυπνη. Πέρασε άσχημα παιδικά χρόνια, εξαιτίας της αυταρχικής συμπεριφοράς του αυστηρού πατέρα της, γεγονός που την έκανε στη συνέχεια να αποφεύγει να αναφέρεται σε αυτά. Πήγε σχολείο μόνο για δύο χρόνια, γιατί παρακολουθούσε μαθήματα στο σπίτι της. Ανάμεσα στους δασκάλους της ήταν και ο πρωτοπόρος μουσικός και συνθέτης Arnold Schoenberg, γνωστός για την εισαγωγή της 12τονης ατονικής μουσικής. Η Elise συνδέθηκε στενά με την οικογένεια του Schoenberg καθώς εκτός από δάσκαλός της ήταν και πατέρας της παιδικής της φίλης Gertrude. Ο Schoenberg όχι μόνο την μύησε στην avant-garde μουσική, αλλά την εισήγαγε και στους κύκλους των εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών-φίλων του. Ήταν μάλιστα τόσο στενά φιλικά δεμένος μαζί τους που είχε ακόμη και το πορτρέτο του ζωγραφισμένο από τον Egon Schiele.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αυστρία γνώρισε οικονομική ύφεση που επηρέασε τον πολυτελή τρόπο ζωής της οικογένειας Seybert, η οποία υποχρεώθηκε να απολύσει υπηρέτες και δασκάλους. Η Elise όμως είχε προλάβει να μάθει να μιλάει και να διαβάζει γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά, ενώ παρέμενε παθιασμένη με τη μουσική. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1924, η οικογένεια της μετακομίζει στη Γαλλία. Η μεταπολεμική Αυστρία είχε χάσει το μεγαλείο της, το 60% της επικράτειάς της, καθώς και την οικονομική και πολιτική βιωσιμότητα της. Η Elise αναζητώντας ένα συναρπαστικό κέντρο καλλιτεχνικής δραστηριότητας εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη μουσική και το λυρικό τραγούδι κοντά στην πολωνή σοπράνο Mayra Freund. Το 1932 όμως, εντελώς ξαφνικά και για λόγους που ποτέ δεν αποκάλυψε, εγκαταλείπει την μουσική και στρέφεται στη ζωγραφική παρακολουθώντας μαθήματα με τον Andre Lhote, μαθητές του οποίου υπήρξαν και οι Henri Cartier-Bresson και George Houningen Hoene. Σ’ αυτούς τους κύκλους γνωρίζει μεταξύ άλλων και τον Ρώσο κονστρουκτιβιστή ζωγράφο Evsei Konsantinovich, γνωστό ως Evsa Model, με τον οποίο τελικά παντρεύεται το 1937.
Καθώς η σκιά του επικείμενου Β΄ παγκοσμίου πολέμου απλωνόταν για τα καλά πάνω από την Ευρώπη, η ανάγκη της για ένα σταθερό εισόδημα γινόταν πιο επιτακτική. Επηρεασμένη από την μικρότερη αδελφή της, που δούλευε ήδη ως φωτογράφος στην Αμερική, αποφασίζει να μάθει τα βασικά της λήψης αλλά και της επεξεργασίας της φωτογραφίας με σκοπό να εργαστεί στον σκοτεινό θάλαμο. Αγοράζει μια Rolleiflex την χρήση της οποίας μαθαίνει τόσο από την εκπαιδευμένη στη σχολή του Bauhaus, Florence Henri, όσο και από τη πρώτη σύζυγο του Αndre Kertesz, την επίσης φωτογράφο Rozsa Klein που μετά το διαζύγιο της από τον ήδη επιτυχημένο σύζυγό της χρησιμοποιούσε, για λόγους αναγνωρισιμότητας, το ψευδώνυμο Rogi Andre. Μαζί της τριγυρίζει στους δρόμους του Παρισιού, αμήχανη στην αρχή, μην ξέροντας τι να φωτογραφίσει. Η Rogi της δίνει την πιο σπουδαία συμβουλή, όπως αργότερα αναφέρει η Model: «ποτέ μην φωτογραφίζεις κάτι για το οποίο δεν ενδιαφέρεσαι με πάθος» Το καλοκαίρι του 1934, κάνει μια σειρά φωτογραφιών μέσα από τις οποίες αποκαλύπτεται μια ασυνήθιστη ματιά. Σε μια επίσκεψη στην μητέρα της, σε ένα χωριουδάκι της Νίκαιας, η Model χρησιμοποιεί την παραλία σαν ένα τεράστιο υπαίθριο στούντιο και τους παραθεριστές, Άγγλους τουρίστες, ως μοντέλα σε παράξενες στάσεις. Θεωρώντας τον κόσμο γύρω της σαν μια θεατρική σκηνή, φωτογραφίζει με ένα ακατέργαστο ένστικτο, απομονώνοντας φιγούρες με την σκέψη ότι αυτό θα την βοηθήσει στην κατανόηση της ανθρωπότητας. Σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία εκείνης της σειράς που ονόμασε “Promenade des Anglais”, εμφανίζεται ένας καταφανώς πλούσιος κουστουμαρισμένος κύριος να ξαπλώνει νωχελικά στη πολυθρόνα του και να απολαμβάνει τον ήλιο της Μεσογείου. Αν και έχει αντιληφθεί την παρουσία της φωτογράφου παραμένει αδρανής και αρκείται απλώς να της στρέψει το βλέμμα του μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του. Η Model φαίνεται πως ειρωνεύεται αυτόν τον χαρακτηριστικό τύπο της ανώτερης τάξης, από την οποία προέρχεται και η ίδια και αυτή η πεποίθησή μας ενισχύεται περαιτέρω από τον τίτλο που δίνει στη φωτογραφία “Gambler Type”, αν και αυτή η αποδιδόμενη στον εικονιζόμενο ιδιότητα του τζογαδόρου δεν προκύπτει από πουθενά στη φωτογραφία.
Το 1938 η Lisette μαζί με τον σύζυγό της επισκέπτεται την αδελφή της στη Νέα Υόρκη. Ο έρωτας με «… την ομορφιά των αυτοκινητόδρομων και την ποίηση των ουρανοξυστών…» της μητρόπολης ήταν κεραυνοβόλος. Αποφασίζουν να μην επιστρέψουν και αυτό ίσως στάθηκε σωτήριο για τη Model δεδομένου ότι μετά από λίγο ξέσπασε ο πόλεμος στην Ευρώπη, που στοίχισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους και στον αδελφό της που πέθανε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης Εβραίων στην Αυστρία. Όταν οι οικονομίες της εξαντλούνται ζητά δουλειά σε ένα εργαστήριο που τύπωνε φωτογραφίες για τις εφημερίδες, υπεύθυνος του οποίου ήταν ο Ralph Steiner. Εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ όταν είδε το portfolio “Promenade des Anglais”, που την συστήνει αμέσως στον Alexey Brodowitch, art director του Harper’s Bazaar, ο οποίος με τη σειρά του, όχι μόνο της πρόσφερε δουλειά στο περιοδικό, αλλά την γνώρισε στον Beaumont Newhall, διευθυντή τότε του τμήματος φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MοMA) της Νέας Υόρκης, ο οποίος την συμπεριέλαβε τον ίδιο κιόλας χρόνο (1940) στην εναρκτήρια έκθεση του Τμήματος Φωτογραφίας του MοMA με τίτλο “Sixty Photographs: A Survey of Aesthetics Camera”. Η συμμετοχή της στην έκθεση είχε σαν αποτέλεσμα να γνωρίσει πολύ σύντομα τους σπουδαίους φωτογράφους εκείνης της εποχής: Ansel Adams, Berenice Abbott, Edward Weston, Paul Strand, Margaret Bouke White. Η είσοδος της στους φωτογραφικούς κύκλους της Αμερικής έγινε τόσο αναπάντεχα και εντυπωσιακά λες και την είχε αγγίξει το μαγικό ραβδί κάποιας νεράιδας. Η επαγγελματική της επιτυχία όμως δεν ήταν ανάλογη. Το γεγονός ότι ήταν γυναίκα αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στην εποχή της. Εκτός από το Harper’s Bazaar, που ήταν γυναικείο περιοδικό, άλλα περιοδικά όπως το Life ή το Look απέρριπταν την δουλειά της. Δεν ήταν άλλωστε έτοιμα να δεχτούν τις απόψεις της και την αισθητική της. Το 1942 έκανε μια σειρά από φωτογραφίες μαύρων παιδιών σε αναμορφωτήρια για το Look, αλλά δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ γιατί ο υπεύθυνος αποφάσισε να ξαναγίνει η φωτογράφηση με…λευκά παιδιά αυτή τη φορά. Ακόμη και ο Paul Strand της έλεγε για τη δουλειά της πως ήταν καλή για την Ευρώπη, αλλά ακατάλληλη για την Αμερική. Βέβαια η Model δεν ήταν η μόνη που είχε προβλήματα στη κατανόηση και την αποδοχή του έργου της. Τις ίδιες δυσκολίες αντιμετώπιζε εκείνη την εποχή και ο επίσης μετανάστης Andre Kertesz, του οποίου η δουλειά στο Παρίσι του μεσοπολέμου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, στην Αμερική τον υποχρέωναν σε στερεότυπες, αυστηρά επαγγελματικές λήψεις. Ό,τι ξέφευγε από τα συνηθισμένα δεν δημοσιευόταν, κάτι που απλά επιβεβαιώνεται από την απόλυση του Walker Evans και της Dorethea Lange από την ομάδα του F.S.A, καθώς και με την άρνηση της έκδοσης του βιβλίου του Robert Frank, “The Americans”, λίγα χρόνια αργότερα μια που η εικόνα της Αμερικής που παρουσίαζε το βιβλίο δεν διέθετε τίποτα από την αστραφτερή λάμψη και την πολυτέλεια που επιθυμούσε η αστική τάξη των Αμερικάνων. Για την ιστορία σημειώνω ότι το εμβληματικό βιβλίο του Frank εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1958.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που εντυπωσίασαν την Model ερχόμενη στη Νέα Υόρκη ήταν οι πολυσύχναστοι δρόμοι και οι φρενήρεις ρυθμοί της πόλης. Η “Times Square”, (1940) είναι μια από τις πρώτες φωτογραφίες της μητρόπολης στην οποία καταγράφεται η γοητεία της φωτογράφου προς το νέο περιβάλλον στο οποίο καλείται να ενσωματωθεί. Η Model έκανε μια μεγάλη σειρά φωτογραφιών με πόδια ανθρώπων σε βηματισμό, υποδηλώνοντας έτσι ότι η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη σύγχρονη και ενεργητική. Έστεκε καθημερινά στο οικονομικό κέντρο της, την Wall Street, τις μεσημεριανές ώρες της μεγάλης κίνησης. Με μια ριζοσπαστική αίσθηση της σύνθεσης γάμπες, πόδια, παπούτσια, τακούνια, μετατρέπονται από την κίνηση σε σιλουέτες κόντρα σε ένα αφαιρετικό φόντο πεζοδρομίων ή βρεγμένων δρόμων. Ασυνήθιστη και πρωτότυπη ήταν και η θέση από την οποία σκόπευε, με τη μηχανή χαμηλά έτσι ώστε η προοπτική να μοιάζει με το βλέμμα ενός μικρού παιδιού ή ενός ζητιάνου που κάθεται στο πεζοδρόμιο.
Το αγαπημένο θέμα της Model ήταν οι άνθρωποι. Τους φωτογράφιζε παντού. Στους δρόμους, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, σε λαϊκά εστιατόρια, σε καμπαρέ, σε μπαρ για ξενύχτηδες. Χαρακτηριστική είναι μια σειρά φωτογραφιών της με τίτλο “Sammy’s, Nick’s, Gallagher’s” από τα ονόματα των μαγαζιών που σύχναζε. Φωτογράφιζε τους ανθρώπους τόσο απροκάλυπτα που συχνά έδειχναν ξαφνιασμένοι. Δεν επεδίωκε να τους γνωρίσει, να συνομιλήσει μαζί τους, ούτε καν ζητούσε την άδεια τους να τους φωτογραφίσει. Επέλεγε άτομα που από μόνα τους εντυπώνονται στη μνήμη μας, πρόσωπα που θεωρούνται “ακραία” και έξω από τον κοινωνικό περίγυρο. Παχύσαρκα σώματα, αλλόκοτες γκριμάτσες, παραμορφωμένα πρόσωπα, ζητιάνους, ανάπηρους, τυφλούς. Μεγεθύνει την εντύπωση και με τον τρόπο που φωτογραφίζει. Κοντινές λήψεις με πρόσωπα που ξεπηδούν έξω από το κάδρο, δυνατές φόρμες με σιλουέτες, αυστηρά κάδρα, τολμηρές διαγώνιες. Σε μια εποχή που το φωτορεπορτάζ θεωρείτο συναρπαστικό επάγγελμα και τα περιοδικά χρησιμοποιούσαν (και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν) τις φωτογραφίες για να προβάλλουν στο κοινό τους μια εικόνα ενός κόσμου φανταχτερού καλοζωϊσμένου με λυμένα προβλήματα και υψηλά ιδανικά, η Model έρχεται να ταράξει αυτή την καλοφτιαγμένη αυταρέσκεια της ανώτερης τάξης, ότι δηλαδή περιτριγυρίζεται από γοητευτικούς ανθρώπους, τέλειους και “normal” από κάθε άποψη.
Μια φωτογραφία που συμπυκνώνει το ενδιαφέρον της Model για τις αστικές φιγούρες, τα περίεργα άτομα που διαμορφώνουν την εικόνα της Νέας Υόρκης, τους ονομαζόμενους “freaks” (τα φρικιά-αριστοκράτες που θα συναντήσουμε αργότερα στο έργο της Arbus), είναι το πορτραίτο του ερμαφρόδιτου “Albert-Alberta”, (1945). Το εικονιζόμενο άτομο ζούσε στο Παρίσι και ήταν γυναίκα ως την ηλικία των 35 ετών, έχοντας μάλιστα γεννήσει και τέσσερα παιδιά. Μετά τη τέταρτη γέννα της όμως αργά αλλά σταθερά μετατράπηκε σε άνδρα. Η φωτογραφία υπογραμμίζει την ασάφεια μεταξύ των δύο φύλων του ερμαφρόδιτου, κυρίως μέσω του ντυσίματος του. Στη γυναικεία αριστερή πλευρά, φορά μισό σουτιέν, έχει αποτριχωμένη γάμπα με βριαχιολάκι στον αστράγαλο και φορά γόβα με ψηλό τακούνι, ενώ στην αρσενική δεξιά πλευρά δεν φοράει σουτιέν, εκθέτει το τριχωτό πόδι του και φοράει κάλτσα και ανδρικό παπούτσι. Το έντονα μακιγιαρισμένο πρόσωπο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κλασσικό ανδρικό κούρεμα της κεφαλής του/της Albert-Alberta, που εργαζόταν ως performer-διασκεδαστής στο φαντασμαγορικό υπόγειο της 42ης οδού όπου στεγαζόταν το περίφημο Flea Circus του Hubert. Σ΄ αυτό το δημοφιλές, για την avant-garde κοινωνία της Νέας Υόρκης, μέρος εμφανίζονταν από ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί μέχρι μασίστες και ζογκλέρ που κατάπιναν φλόγες και σπαθιά. H Diane Arbus ήταν τακτικός θαμώνας του Flea Circus μέχρι το 1966 που έκλεισε και πολλοί πρωταγωνιστές των show ή πελάτες πόζαραν σαν μοντέλα στις φωτογραφίες της.
Η “Λουόμενη του Coney Island”, (1941) είναι άλλη μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωτογραφίες της Model. Η παχύσαρκη κολυμβήτρια ποζάρει σαν ντίβα, που ξαπλώνει πάνω στην άμμο, στηρίζοντας το κεφάλι με το λυγισμένο χέρι της, χαμογελώντας όλη την ώρα στη φωτογραφική μηχανή. Η Model χρησιμοποίησε τον αυθορμητισμό του στιγμιότυπου για να περιγράψει τη ζωτικότητα και την έκφραση χαράς αυτής της κοινής καθημερινής γυναίκας, παρουσιάζοντάς την ως θεά. Αυτή η φωτογραφία εικονογράφησε κατάλληλα ένα άρθρο που παρουσίαζε το Coney Island ως ανοιχτό δημοκρατικό χώρο αναψυχής και δημοσιεύτηκε στο Harper’s Bazaar. Με αυτή τη φωτογραφία αποσκοπούσε να ενθαρρύνει το μοντέλο της και όλες τις αναγνώστριες που μπορούσαν να ταυτιστούν με την εικόνα του, προκειμένου να δηλώσουν με αυτοπεποίθηση κοιτώντας κατάματα τους θεατές: «Τι το παράξενο βλέπετε? Δεν έχετε ξαναδεί εύσωμη κολυμβήτρια?» Αυτή η ξεκάθαρα υποστηρικτική θέση της φωτογράφου έρχεται σε αντίθεση με τις προθέσεις της στη σειρά “Promenade des Anglais”, εκεί όπου είχε ως στόχο κυρίως να σατιρίσει τους μεγαλοαστούς παραθεριστές.
Και πάλι όμως χρησιμοποιεί τη σάτιρα όχι για να κοροϊδέψει τους ίδιους τους εικονιζόμενους, αλλά για να δείξει ότι η ψευδαίσθηση της φωτογραφίας των περιοδικών δεν είναι η ακριβής αντανάκλαση της πραγματικότητας. Είναι τόσο προσωπικό το ύφος της και τόσο πρωτότυπο το έργο της, που ξαφνιάζει τους κριτικούς της εποχής της στην Αμερική, οι οποίοι αποδοκιμάζουν τη δουλειά της καθώς δεν είναι σε θέση να την κατανοήσουν. Οι φωτογραφίες της εμπνέονται από τις αξίες και τις τεχνικές της ευρωπαϊκής κουλτούρας της δεκαετίας του 1930. Άφησε την Ευρώπη σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς και οι κοινωνικοί σχολιαστές χρησιμοποιούσαν τη σάτιρα και την αίσθηση του παραλόγου σαν μοναδικό όπλο στην άνοδο και την εξάπλωση του φασισμού και της αντίληψης για την ανωτερότητα της Άριας φυλής.
Βέβαια δεν έβγαινε να φωτογραφήσει έχοντας όλα αυτά από πριν στο μυαλό της, απλά αυτά ήταν τα θέματα που κέντριζαν το ενδιαφέρον της. Η ίδια έλεγε: «Δεν θέλω να αποδείξω τίποτα. Η μηχανή είναι το εργαλείο της αποκάλυψης. Φωτογραφίζουμε όχι μόνο ό,τι γνωρίζουμε αλλά και πράγματα που δεν ξέρουμε. Συλλαμβάνεις μια στιγμή που δεν θα ξανά υπάρξει και μένει ζωντανή για πάντα. Περιτριγυριζόμαστε από χιλιάδες εικόνες. Οι περισσότερες είναι αόρατες στα μάτια μας επειδή έχουμε τυφλωθεί από την ρουτίνα. Εστιάζοντας κάπου τον φακό βάζω ένα ερώτημα. Και μερικές φορές η φωτογραφία δίνει την απάντηση. Τελικά δεν είμαι κάποια που ξέρει κάτι ή που θέλει να υποδείξει, αντιθέτως είμαι αυτή που μαθαίνει. Όταν φωτογραφίζω λέω στον εαυτό μου, ας δούμε τι γίνεται στον κόσμο, ας το ψάξουμε, πώς φαίνονται αυτοί οι άνθρωποι, τι υποτίθεται ότι σημαίνουν; Φωτογραφίζω τόσο ελεύθερα που αν δεν εμφάνιζα μόνη μου τα φιλμ μου δεν θα ήξερα αν οι φωτογραφίες ήταν δικές μου».
Ένα άλλο θέμα που την ενδιέφερε και ξόδεψε αρκετά φιλμ γι΄ αυτό ήταν οι αντανακλάσεις πάνω στις γυάλινες επιφάνειες. Εκμεταλλευόταν τα πολλαπλά είδωλα που δημιουργούντο και τα χρησιμοποιούσε σαν φυσικό, ανεπιτήδευτο φωτομοντάζ. Έχοντας στο μυαλό της τις αντίστοιχες φωτογραφίες αντανακλάσεων από τα παριζιάνικα παράθυρα του Atget των χρόνων του ’20, χρησιμοποίησε τις βιτρίνες για να πλαισιώσει το χάος της πόλης, καθώς επίσης και για να προσδώσει μια αισθητική film noir, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή στην Αμερική. Η σκοτεινή σιλουέτα ενός κυρίου με καπέλο στο κεφάλι συλλαμβάνεται από το φακό της καθώς καθρεφτίζεται σε μια βιτρίνα του Lower East Side. Ο εικονιζόμενος στέκεται ακριβώς μπροστά στο παράθυρο, και κοιτάζει το εσωτερικό του καταστήματος με τα διπλωμένα σεντόνια στα ράφια. Οι αντανακλάσεις στο τζάμι της βιτρίνας θολώνουν τα όρια μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, οι σωροί των λινών ασπρορούχων συγχωνεύονται με την πρόσοψη και τους πύργους ενός κτιρίου απέναντι από το στενό δρόμο, οι ταμπέλες των καταστημάτων εμφανίζονται στο πλάι της ανδρικής μορφής και ένα ανδρικό καπέλο δεσπόζει στο κάτω μέρος της φωτογραφίας. Ένα μεγάλο φεγγάρι που έχει ανατείλει ψηλά στον ουρανό στο πάνω άκρο της εικόνας έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τους κατάλευκους στρογγυλούς ηλεκτρικούς λαμπτήρες που κρέμονται πάνω από τα εμπορεύματα.
Η Model ενδιαφερόταν έντονα για τη μαύρη αμερικάνικη τέχνη και θαύμαζε ιδιαίτερα την Αφροαμερικάνικη μουσική και λογοτεχνία. Όπως πολλοί Ευρωπαίοι της γενιάς της αγαπούσε την jazz, την οποία ταύτιζε με την Αμερική και σύχναζε στα μέρη που μπορούσε να ακούσει τους μουσικούς της. Ανάμεσα στα πολλά πορτραίτα μουσικών της jazz που έκανε ξεχωρίζω το “Singer at Café Metropole”, (1946), μια δυναμική λήψη από χαμηλά που παρουσιάζει μια τραγουδίστρια που ξεχειλίζει από ενέργεια. Το παράδοξο της φωτογραφίας επιτείνεται τόσο από το στραβό κάδρο, όσο και από τα μαλλιά της τραγουδίστριας που ανορθώνονται προς τα πάνω λες και την έχει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτό το ακαριαίο στιγμιότυπο αιχμαλωτίζει όλη την ένταση των ερμηνευτών της jazz. Ακριβώς αντίθετη είναι μια άλλη εκπληκτική φωτογραφία της Billy Holiday, νεκρή στο φέρετρο της. Η Model σκόπευε να εκδώσει ένα βιβλίο που θα συγκέντρωνε τη δουλειά από τους μουσικούς, όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ αυτή την ιδέα της. Ανάμεσα στα πορτραίτα ξεχωρίζουν αυτά των Louis Armstrong, Ella Fitzerald, Bud Powell, Chico Hamilton, Frank Sinatra, αλλά και επιφανών συγγραφέων όπως του Henry Miller, του Dylan Thomas και άλλων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 αρχίζει να διδάσκει στο New School for Social Research, ένα προοδευτικό ίδρυμα στο οποίο δίδασκαν μεταξύ άλλων η Berenice Abbott και ο John Cage. Από τότε η επαγγελματική φωτογραφική της δραστηριότητα ελαττώνεται σημαντικά. Ο βασικότερος λόγος αυτής της μεταστροφής στη καριέρα της υπήρξε η συμμετοχή της στην New York Photo League, ένα συνεταιριστικό εκπαιδευτικό σωματείο αφιερωμένο στην κοινωνική μεταρρύθμιση. Στη σκοτεινή εποχή του Γερουσιαστή George McCarthy η εν λόγω οργάνωση εξετάστηκε από την Επιτροπή Αμερικανικών Δραστηριοτήτων και τελικά ταξινομήθηκε ως κομμουνιστική οργάνωση από το FBI. Η ίδια η Model το 1954 δέχτηκε πρόταση για να προσληφθεί ως πληροφοριοδότης του FBI, αλλά αρνήθηκε, με αποτέλεσμα το όνομά της να μπει στη Μαύρη Λίστα εθνικής ασφάλειας. Έκτοτε δυσκολευόταν να βρει ευκαιρίες για εργασία δεδομένου ότι πολλοί πελάτες της ήταν επιφυλακτικοί και ως εκ τούτου στράφηκε αποκλειστικά στη διδασκαλία. Στα τριάντα χρόνια που δίδαξε δημιούργησε γύρω από το όνομα της ως δασκάλα έναν μύθο, ικανό να προσελκύει ακόμη και έμπειρους και καταξιωμένους φωτογράφους στα μαθήματα της, όπως οι Larry Fink, Peter Hujar, John Gossage, Charles Pratt, Eva Rubinstein και Rosalind Solomon. Η Diane Arbus ήταν η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Παρακολούθησε μαθήματα μαζί της το 1957 και η Model ήταν αυτή που την σύστησε για την υποτροφία Guggenheim το 1962. Η επιρροή της Model στο έργο της Αrbus είναι φανερή, επιρροή που οφείλεται κυρίως στην έντονη προσωπικότητα της σαν δασκάλα και όχι από αυτό καθ’ αυτό το φωτογραφικό της έργο. Αν και τα έργα τους συγγενεύουν θεματολογικά, ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τους ανθρώπους όταν φωτογράφιζαν ήταν εντελώς διαφορετικός. Για την Model ο κόσμος φάνταζε σαν μια σκηνή θεάτρου και η ίδια έψαχνε για να βρει τις δυνατές προσωπικότητες που θα την συγκινούσαν. Αντίθετα για την Diane Arbus ο κόσμος που φωτογράφιζε ήταν έντονα πραγματικός. Τα μοντέλα της δεν υποδύονται κανένα ρόλο. Παρουσιάζονται έτσι όπως ακριβώς είναι, με την Arbus εντελώς αποστασιοποιημένη, χωρίς ίχνος συμπάθειας, αλλά ούτε και ειρωνείας απέναντι τους.
Σαν δασκάλα η Model μετέδωσε γενναιόδωρα τη γνώση και το πάθος της για τη φωτογραφία. Παρότρυνε τους μαθητές της να μην φοβηθούν να ρισκάρουν επιλέγοντας θέμα ή τρόπο φωτογράφισης. Αλλά και σαν φωτογράφος επηρέασε τις επόμενες γενιές με τη τολμηρή ματιά και το καινοτόμο σφικτό καδράρισμά της, το οποίο παροτρύνει το θεατή να κοιτάξει προσεκτικότερα τους ανθρώπους, τόσο στις φωτογραφίες της, όσο και γύρω του. Η Model, όπως όλοι οι σημαντικοί δημιουργοί, εμπλούτισε τις φωτογραφίες της με μια ιδιαίτερα προσωπική παρατήρηση του κόσμου, πλημμυρισμένη από δυνατά καλλιτεχνικά συναισθήματα υπερβαίνοντας έτσι την μηχανική ουδέτερη ικανότητα του φωτογραφικού φακού να καταγράφει απλώς την πραγματικότητα. Οι μαθητές της Model δεν είχαν την ευκαιρία να βλέπουν τη δουλειά της. Η ίδια δεν τους έδειχνε ποτέ τις φωτογραφίες της και οι συμμετοχές της σε ομαδικές εκθέσεις, όπως αυτή στην περίφημη, αν και αμφιλεγόμενη, “The family of the Man” το 1955, δεν ήταν αρκετές για να κάνουν το έργο της ευρύτερα γνωστό. Χρειάστηκε η επιμονή του Gerhard Sander, εγγονού του περίφημου Γερμανού φωτογράφου August Sander, ο οποίος διηύθυνε μια γκαλερί στη Νέα Υόρκη, για να πεισθεί η Model για μια μεγάλη αναδρομική της έκθεση το 1976. Και πάλι ήταν ο ίδιος ο Sander εκείνος που προθυμοποιήθηκε να τυπώσει τα παλιά αρνητικά της γιατί η ίδια εύρισκε συνεχώς προφάσεις για να αναβάλλει αυτήν την έκθεση. Λίγο αργότερα, το 1979, εκδόθηκε και η πρώτη της μονογραφία από τις εκδόσεις Aperture με πρόλογο της Berenice Abbott, αλλά τότε η Model ήταν ήδη 79 χρονών. Την επιμέλεια του βιβλίου είχε ο γνωστός της από τα χρόνια του Harper’s Bazaar, Marvin Israel, ο οποίος αναπαρήγαγε 52 φωτογραφίες της σε σχετικά μεγάλη κλίμακα ώστε να αντιστοιχούν στην προτιμώμενη από την Model διάσταση των 16×20 ιντσών (40×50εκ) που χρησιμοποιούσε για να τυπώνει τις φωτογραφίες της. Η πληρέστερη πάντως μονογραφία για το έργο της εκδόθηκε το 1990 με αφορμή μια μεγάλη αναδρομική έκθεση που διοργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά. Σ΄ αυτήν παρουσιάστηκαν, εκτός από τις γνωστές φωτογραφίες της, έργα της τα οποία είχαν θεωρηθεί μικρότερης σημασίας και παρέμειναν άγνωστα μέχρι τότε. Ανάμεσά τους μια σειρά φωτογραφιών που είχε κάνει το 1953, όταν πέρασε πέντε μήνες στην Ευρώπη, στην οποία είχε επιστρέψει με σκοπό να πουλήσει ότι είχε απομείνει από την οικογενειακή της περιουσία. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού η Model υπήρξε εξαιρετικά παραγωγική. Μεταξύ των χιλιάδων αρνητικών υπήρχαν φωτογραφίες αγαλμάτων, κτιρίων και μνημείων που τράβηξε γοητευμένη από την αναγεννησιακή τέχνη και αρχιτεκτονική. Αν και ορισμένοι μπορεί να μπερδευτούν και να θεωρήσουν αυτή τη δουλειά τυπικό δείγμα τουριστικών αναμνηστικών στιγμιότυπων, εν τούτοις μια προσεκτική ματιά σε πείθει ότι έχουν πολλά κοινά με το υπόλοιπο έργο της. Η φωτογραφία μιας μαρμάρινης προτομής στο μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώμη έχει εξαιρετική ομοιότητα με τα πορτραίτα της Model. Το φαλακρό κρανίο του Ρωμαίου αξιωματούχου με τις δραματικές σκιές, το έντονο κοντράστ και τους ισχνούς γυμνούς ώμους του μοιάζει τόσο ευάλωτα ανθρώπινο που παραπέμπει ευθέως στα πορτραίτα των μοναχικών ανθρώπων της Model από τους δρόμους και τα καφέ της Νέας Υόρκης.
Το 1965 έλαβε, με μεγάλη καθυστέρηση καθώς το επεδίωκε από τη δεκαετία του ΄50, την υποτροφία του ιδρύματος Guggenheim. Με την υποτροφία επικεντρώθηκε στη φωτογράφιση ηλικιωμένων πιθανόν σαν μια προσπάθεια αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού Η Model συνέχισε να φωτογραφίζει μέχρι το τέλος της ζωής της, αν και απέφευγε να τυπώνει τις φωτογραφίες της. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, είχε χάσει τους περισσότερους φίλους της, ενώ το 1976 πέθανε και ο σύντροφος της ζωής της, Evsa. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την κοινωνική απομόνωσή της οπότε το μόνο που της είχε απομείνει ήταν η διδασκαλία την οποία δεν σταμάτησε ποτέ καθώς έδινε διαλέξεις μέχρι τον θάνατό της το 1983. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της στην Dianora Niccolini εξέφρασε την έντονη επιθυμία της να την θυμούνται περισσότερο σαν φωτογράφο και λιγότερο σαν δασκάλα.
Χρήστος Κοψαχείλης, Οκτώβριος 2019