Ο Jean Marquis γεννήθηκε ο 1926 στο Armentières, στη Βόρεια Γαλλία, δίπλα στα σύνορα με το Βέλγιο. Από μικρός ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός και έτσι σε ηλικία 17 ετών εντάσσεται στη θεατρική ομάδα Clairjoie στο Ινστιτούτο Diderot στη Λιλ και αρχίζει τις περιοδείες σ’ όλη τη Γαλλία. Το 1948 γίνεται βοηθός του καθηγητή δραματικής τέχνης Jean Rouvet και κατά τη διάρκεια ενός εργαστηρίου στο Phalempin γνωρίζει τη Susie Fischer, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Τον επόμενο χρόνο το ζευγάρι μετακομίζει στο Παρίσι, όπου ο Jean Marquis εργάζεται στο θέατρο, ενώ η Susie, βρίσκει δουλειά στη γραμματεία του φωτογραφικού πρακτορείου Magnum, καθώς ήταν ξαδέρφη του Robert Capa, ενός από τους ιδρυτές του πρακτορείου.
“Δούλεψα πολλά χρόνια σε θεατρικά φεστιβάλ ως ηθοποιός, αν και κατά καιρούς μου ζητούσαν να αφήσω στην άκρη το κοστούμι του ηθοποιού και να φορέσω το καπέλο του φωτογράφου για να φωτογραφίσω τις παραστάσεις. Πάντα είχα μια ερωτική σχέση με το φως, πάντα με ενδιέφερε, ειδικά όταν ο ήλιος διαχέει τις ακτίνες του μέσα από ένα αντικείμενο, όπως ένα δέντρο. Στην αρχή το συνέδεα με τη ζωγραφική. Γεννήθηκα στο Βορρά, και εκεί πάνω λατρεύουμε το φως γιατί είναι αρκετά σπάνιο, πιο σπάνιο από όσο φαντάζεστε. Με γοήτευε και η φλαμανδική ζωγραφική. Όταν ζούσα στη Λιλ πήγαινα στο Palais des Beaux–Arts όπου υπάρχει μια μεγάλη συλλογή φλαμανδικής ζωγραφικής, η οποία ενέπνευσε ουσιαστικά τη μεταγενέστερη δουλειά μου ως φωτογράφος”.
Rue Greneta, Paris, 1953 – Liverpool, 1955
Ο Jean Marquis οφείλει τα πρώτα του βήματα ως επαγγελματίας φωτογράφος στον Robert Capa, σ’ αυτή τη σημαντική διεθνή προσωπικότητα στον κόσμο της φωτογραφίας της δεκαετίας του 1950. Ο εξάδελφος της νεαρής συζύγου του πρότεινε στον Marquis πρώτα απ’ όλα να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τη φωτογραφία σε ένα εργαστήριο. Άρχισε λοιπόν να εργάζεται στο Pictorial Service στο Παρίσι καθοδηγούμενος από τον Pierre Gassman, όπου και τελειοποίησε την τεχνική της εμφάνισης και της εκτύπωσης στο σκοτεινό θάλαμο. Ήταν επίσης σε θέση να μελετά τα κοντάκτ φωτογράφων όπως ο Henri Cartier–Bresson, ο Werner Bischof και ο George Rodger, δίνοντάς του τη δυνατότητα να μάθει από πρώτο χέρι πώς προσέγγιζε ο καθένας το θέμα του. Το 1953 αφήνει το εργαστήριο για να δημιουργήσει το δικό του χαρτοφυλάκιό, με σκοπό να μπει στο Magnum. Παρακολουθεί την πορεία του ποταμού Deûle, τον οποίο συνήθιζε να βλέπει από το παράθυρο του υπνοδωματίου του ως έφηβος. Χρησιμοποιώντας το ποδήλατό του διέτρεξε κατά μήκος των καναλιών του ποταμού και φωτογράφισε εργοστάσια, σπίτια με περιποιημένες αυλές, βαρκάρηδες…Οι φωτογραφίες του εκτιμήθηκαν πολύ από τον Capa, με την υποστήριξή του οποίου έγινε δεκτός στη διάσημη οικογένεια του Magnum.
“Ο Deûle ήταν μια από τις πρώτες μου ιστορίες. Το ποτάμι περνά κάτω από το παράθυρο του πατρικού μου σπιτιού. Ήταν ένα διώροφο με μια μεγάλη βεράντα, το Le Pavillon Bleu. Αποφάσισα να ξεκινήσω από τις πηγές και να κατευθυνθώ προς τη συμβολή του με τον ποταμό Marne, καθώς ο Deûle δεν ήταν ποτάμι που έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Πάντα έκανα ποδήλατο στις όχθες του. Επίσης με εντυπωσίαζαν τα ποιήματα που είχαν γραφτεί για τον Deûle. Στο σχολείο είχαμε μάθει ορισμένα. «Στη δεξιά του σκάφους του, ο βαρκάρης ρυμουλκεί το νανοσπίτο του κατά μήκος των καναλιών». Μου φάνηκε όμορφο και ξεκίνησα από εκεί. … Όταν μπαίνεις στο Magnum γίνεσαι μέλος μιας μεγάλης οικογένειας. Οι νέοι φωτογράφοι βοηθήθηκαν πάρα πολύ. Αν ήσουν εκεί σήμαινε ότι είχες κάτι σημαντικό να πεις. Οι ιδρυτές του πρακτορείου εξέταζαν τα κοντακτ για να δουν πώς είχαμε προσεγγίσει το θέμα μας και παρακολουθούσαν τη δουλειά μας. Για παράδειγμα, για μια σειρά που έκανα με μοντέλα είχε έρθει μαζί μου και ο Capa, αλλά χωρίς κάμερα. Σπάνια τον έβλεπες με κάμερα, παρά μόνο όταν ήταν έξω σε αποστολή. Ο Henri Cartier–Bresson από την άλλη είχε πάντα τη δικιά του μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό του”.
Χρησιμοποιώντας μια Leica που αγόρασε μεταχειρισμένη από τον Cartier-Bresson, ο Marquis ξεκίνησε την καριέρα του ως φωτορεπόρτερ, αλλά παράλληλα συνέχισε να αναζητά θέματα για πιο προσωπική δουλειά. Ακολουθώντας αρχικά την ουμανιστική φωτογραφική παράδοση αποφάσισε να προσαρμόσει τη δουλειά του σύμφωνα με τις κοινωνικές αλλαγές και άρχισε να κινείται προς ένα πιο στοχαστικό στυλ, φέρνοντας παράλληλα ένα νέο όραμα στη βιομηχανική φωτογραφία και στον κόσμο της εργασίας. Οι πολυάριθμες επισκέψεις στην περιοχή Corrèze του επέτρεψαν να συλλάβει σκηνές αγροτικής ζωής που πλέον δεν υπάρχουν. Φωτογράφισε αγροτικές περιοχές στις οποίες φουρνίζεται το ψωμί, πελεκούνται τα τσόκαρα και οργώνονται τα χωράφια με τον ίδιο τρόπο όπως τον 19ο αιώνα. Το οιονεί κινηματογραφικό μάτι του Marquis χαϊδεύει τα τοπία με την ευγλωττία της τέλειας σύνθεσης που μαθαίνει δίπλα στους μέντορες του Capa και Cartier-Bresson. Ο Jean Marquis φωτογράφισε επίσης εκτενώς το Παρίσι. Του άρεσε να περπατά νύχτα και μέρα σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «το θέατρο των δρόμων». Ο Marquis ήταν παθιασμένος με το νυχτερινό φως και πολύ γρήγορα έδειξε τη μαεστρία του στις αργές ταχύτητες κλείστρου και στον κόκκο των ασπρόμαυρων φωτογραφιών του. Το 1955, καθώς βρισκόταν για δύο νύχτες στο Λίβερπουλ στο δρόμο του προς το Isle of Man, έβγαλε φωτογραφίες εκπληκτικής δύναμης – σκηνές δίπλα στο λιμάνι στη σκιά των αποβάθρων.
Young Lovers of Liverpool, 1955
“Είναι ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι στη φωτογραφία των Young Lovers of Liverpool. Μόνο όταν κοίταξα στην κάμερα είδα το ζευγάρι να στέκεται εκεί. Καθώς χρησιμοποίησα μια πολύ αργή ταχύτητα, μπορείτε να δείτε το ίχνος των φώτων του σκάφους που αναχωρεί. Πέρασα όλη τη νύχτα φωτογραφίζοντας το Λίβερπουλ πριν ξεκινήσω για το Isle of Man. Το Λίβερπουλ εκείνη τη νύχτα ήταν εκπληκτικό. Το επόμενο πρωί είχα την τύχη να συναντήσω μια μεγάλη πορεία λιμενεργατών που απεργούσαν, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Ιρλανδοί. Ερχόμουν από το Λονδίνο όπου είχα φωτογραφίσει και τις δύο πλευρές των εκλογών, το Συντηρητικό και το Εργατικό κόμμα για τους New York Times”.
Η παλιά αγορά των Les Halles, ρυμουλκά στο Σηκουάνα, απεργίες, διαδηλώσεις, ιπποδρομίες, εξέχοντες πολιτικοί, συγγραφείς και καλλιτέχνες, κάθε θέμα καλύφθηκε από τον Jean Marquis με τρυφερή ματιά και πάθος για το φυσικό φωτισμό. Ο Marquis αποκαλύπτει το ευαίσθητο όραμα του για τον άνθρωπο και την εποχή του: “Είναι οι ζωές των ανθρώπων που με ενδιαφέρουν. Ήμουν φωτογράφος εξωτερικού χώρου και όχι φωτογράφος στούντιο”». Όποιο και αν είναι το θέμα, ο Marquis αφήνει τα συναισθήματα και την ενσυναίσθησή του να λάμψουν με απλότητα, χωρίς επιφύλαξη. Οι φωτογραφίες του ξεχωρίζουν τόσο από την αντιμετώπιση του φωτός και την εκλεπτυσμένη προσέγγιση του μαύρου και του λευκού, όσο και από το απόλυτα μοντέρνο καδράρισμα. Το θέατρο, ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία είχαν πάντα μεγάλη επιρροή στο έργο του. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 κάλυψε συναυλίες μουσικών της τζαζ που βρέθηκαν στο Παρίσι, όπως του Sidney Bechet, του Bud Powell και του Chet Baker, εκδηλώσεις υψηλής μόδας και δούλεψε για την βιομηχανία της έβδομης Τέχνης.
Chet Baker – Επίδειξη μόδας στο atelier Givenchy – Bud Powell
“Αυτό που μου αρέσει είναι να φωτογραφίζω στο δρόμο – για μένα είναι σαν ένα μεγάλο θέατρο. Μπορεί να ακούγεται κοινότοπο να το πω αυτό, αλλά είναι αυτό που νιώθω. Μου άρεσε το περπάτημα, έτσι φωτογράφιζα τις ηλικιωμένες κυρίες στη rue du Petit Musc και στις Les Halles το 1962. Το Παρίσι ήταν πραγματικά συναρπαστικό εκείνη την εποχή. Όταν ο Bob (Capa) μου ανέθεσε για πρώτη φορά φωτογραφίσεις μόδας, σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το σωστό για μένα. Μου πρότεινε να κάνω μια φωτογράφιση με τρία κορυφαία μοντέλα: την Bettina, τη Suzy Parker και τη Sophie Litvak, που όλες τους βρισκόντουσαν στην ακμή της καριέρας τους. Έμαθα πολλά σε αυτή τη δουλειά ακόμα και έξω από τη σφαίρα της φωτογραφίας: πώς να προσεγγίζω τους ανθρώπους στον κόσμο της μόδας, τις διασημότητες (κ.λπ.). Αυτές οι τρεις νεαρές γυναίκες ήξεραν πώς να ποζάρουν στην κάμερα, δεν χρειάστηκε να τους πω τι να κάνουν. Η Bettina ήταν μοντέλο που δούλευε για τον Givenchy. Η Suzy Parker ήταν στη Chanel και η Sophie εργαζόταν για τον Dior πριν παντρευτεί τον σκηνοθέτη Anatole Litvak. Ένας φωτογράφος πρέπει να έχει τα μάτια του παντού, όχι μόνο στο πίσω μέρος της μηχανής του αλλά και στα πλάγια. Ο Capa με έβαλε επίσης να δουλέψω για τον κινηματογράφο. Ήταν επιστήθιος φίλος της Gina Lollobrigida που ήταν μεγάλη σταρ εκείνη την εποχή, όταν γύριζε την ταινία «Le Grand Jeu». Οι φωτογραφίες που τράβηξα για αυτήν την ταινία δεν ήταν φωτογραφίες στούντιο – είχαν ήδη κάποιον για αυτό – ήταν για τον Τύπο. Η δουλειά μου ήταν να επικεντρωθώ στην Gina, αλλα φυσικά και στους άλλους ηθοποιούς όπως ο Jean–Claude Pascal, o Raymond Pellegrin και ο Arletty”.
Rue du Petit Musc, Paris, 1951 – Estaminet, Nord, 1953
Το 1956, συνοδευόμενος από άλλους επτά διακεκριμένους φωτογράφους του Magnum, συμμετείχε στην έκθεση «Magnum Photo: Gesicht der Zeit» (Το πρόσωπο του Χρόνου), που παρουσιάστηκε σε πέντε πόλεις της Αυστρίας. Πενήντα χρόνια αργότερα οι φωτογραφίες της έκθεσης βρέθηκαν ξανά μέσα στα κάδρα τους στις αποθήκες του πρακτορείου και εκτέθηκαν σε μια περιοδεύουσα έκθεση με τον τίτλο «Magnum’s First». Την ίδια χρονιά η φωτογραφία του Rue du Petit Musc επιλέγεται και εκτίθεται στην έκθεση «The Family of Man» στο MOMA της Νέας Υόρκης. Μετά τον τραγικό θάνατο του Capa, ο Jean Marquis και η σύζυγός του νιώθουν άβολα στο πρακτορείο και παραιτούνται. Η Susie αρχίζει να εργάζεται για το φωτογραφικό τμήμα του περιοδικού Time και ο Marquis ξεκινά τη συνεργασία του με το L’Express. Η τελευταία αποστολή του για το Magnum ήταν στη Γιουγκοσλαβία για τη σύνοδο κορυφής των αδέσμευτων κρατών με Τίτο, Νάσερ και Νεχρού. Οι πρώτες του συνεργασίες στη L’Express επικεντρώθηκαν στη φιγούρα του αρχηγού του Ριζοσπαστικού Κόμματος, Mendès France, ο οποίος ήταν σταθερά αντίθετος με τη Γαλλική Αποικιοκρατία και που διαπραγματεύτηκε με τον Βιετναμέζο κομμουνιστή ηγέτη Χο Τσι Μινγκ τη συμφωνία αποχώρησης των Γαλλικών στρατευμάτων από την Ινδοκίνα, όταν ανέλαβε τη Κυβέρνηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πιο ένθερμος πολέμιος αυτής της συμφωνίας ήταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν. Ο Jean Marquis είχε γίνει μάρτυρας από πολύ νωρίς, μέσω του μαχητικού σοσιαλιστή πατέρα του, των συζητήσεων που δίχαζαν τη γαλλική κοινωνία, ήξερε τα διακυβεύματα και ποιοι ήταν οι παίκτες. Μπορούσε λοιπόν να συλλάβει την εντυπωσιακή στάση ενός ρήτορα στο μπαλκόνι, την ευγλωττία ενός ιδιαίτερου βλέμματος, ή μια χαρακτηριστική χειρονομία, καθιστώντας αισθητή όλη την πολιτική δραματουργία.
Pierre Mendès France – Robert Oppenheimer – Marguerite Duras
“Μόλις είχα κάνει ένα ρεπορτάζ για το ριζοσπαστικό κόμμα – ο πατέρας μου ήταν ριζοσπάστης σοσιαλιστής. Φωτογράφισα αυτό το σημαντικό συνέδριο με τους Daladier, Herriot, τα παλιόπαιδα της Γ’ Δημοκρατίας και φυσικά τον Mendès France, που με είχε εντελώς μαγέψει. Η ευφυΐα αυτού του ανθρώπου με άφησε με γουρλωμένα μάτια από θαυμασμό. Δεν υπήρχε θέμα να πω κάτι, ήταν τόσο λαμπρός, ήταν γνωστός ως “Ο Πρόεδρος”. Ο εκδότης Philippe Grumbach δημοσίευσε δύο σελίδες με φωτογραφίες μου στο L’Express συν το εξώφυλλο με τον Mendès. Μετά από αυτό είχα μεγάλη ζήτηση, ο Grumbach προσφέρθηκε ευγενικά να με προσλάβει για να καλύψω μια μόνιμη διαθέσιμη θέση, αλλά δεν ήταν αυτός ο τρόπος δουλειάς που μου άρεσε. Ήθελα να είμαι ελεύθερος ρεπόρτερ και να παραμείνω έτσι. Αρνήθηκα τη μόνιμη θέση, αλλά δέχτηκα να συνεργαστώ ως ελεύθερος επαγγελματίας”.
Συνεργάζεται τακτικά με τα έντυπα του οργανισμού Time Inc, για τα οποία φωτογραφίζει εξέχοντες πολιτικούς, συγγραφείς καλλιτέχνες και οικονομολόγους μέχρι το 1970. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά πορτραίτα του ξεχωρίζουν αυτά του γλύπτη Giacometti, της Marguerite Duras, αλλά και του -πάλι επίκαιρου λόγω της πρόσφατης κινηματογραφικής ταινίας- Robert Oppenheimer. Το περιοδικό Sports Illustrated τον στέλνει να καλύψει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα ράλι του Μόντε Κάρλο και τις 24 ώρες στο Λε Μαν. Το 1963 συνεργάζεται με τον Louis Aragon και εικονογραφεί το βιβλίο του «Il ne m’est Paris que d’Elsa» (Το Παρίσι είναι μόνο η Έλσα για μένα). Το 1967 φεύγει για το Αλγέρι για να δουλέψει στο πλατό του «L’Etranger» (Ο Ξένος) του Λουκίνο Βισκόντι και το 1969 συνεργάζεται με τον Φρανσουά Τρυφώ στα γυρίσματα της ταινίας «La Sirène du Mississippi». Στη διάρκεια του Γαλλικού Μάη του 1968 καλύπτει τα γεγονότα με τις συγκρούσεις μεταξύ της αστυνομίας και διαδηλωτών στα αυτοσχέδια οδοφράγματα. Συνεργάζεται επίσης με το Science & Vie, καλύπτοντας πολιτικά θέματα, όπως τις διαδηλώσεις κατά της OAS, της ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας ή αναδεικνύοντας προβλήματα της εργατικής τάξης, όπως τα ρεπορτάζ του για την απεργία στα εργοστάσια της Renault, για την κηδεία των θυμάτων του μετρό Charonne στο Παρίσι, και τις συνθήκες εξόρυξης στο ορυχείο στο Merlebach.
“Ως άνθρωπος από τον Βορρά, ήμουν πολύ συγκινημένος που κατέβηκα στο ορυχείο. Δεν είναι τόσο εύκολο να αποκτήσετε πρόσβαση, καθώς είναι ένας κλειστός και ιδιωτικός κόσμος. Κατάφερα να πάω για το Science & Vie. Δεν υπήρχε απολύτως κανένα φως εκεί κάτω, ήταν αδύνατο να στήσεις ένα σύστημα φωτισμού ή ακόμα και να κατεβάσεις ένα φλας. Είχα μόνο μια λάμπα στο κράνος μου. Ήταν καταπληκτικό γιατί οι ανθρακωρύχοι έκαναν μια ελαφριά κίνηση ενώ δούλευαν. Δεν ήθελα να επέμβω, οπότε δεν τους ζήτησα να ποζάρουν για μένα. Χρησιμοποίησα πολύ αργές ταχύτητες κλείστρου και μεγάλο διάφραγμα στη Leica που χρησιμοποιούσα εκείνη την εποχή. Ακούω ακόμα και τώρα τον ήχο του κλείστρου. Θυμάσαι τέτοια πράγματα”.
Παράλληλα με την καριέρα του σαν φωτογράφος δεν ξεχνά την πρώτη του αγάπη, το θέατρο. Κάθε καλοκαίρι, από το 1965 ως το 2000, εργάζεται ως ηθοποιός, ειδικά για το φεστιβάλ Les Nuits de l’Enclave in Valréas ερμηνεύοντας αρκετούς ρόλους από έργα των Σαίξπηρ, Μπρεχτ, Τσέχοφ, Γκολντόνι, Μαριβό, και Μπαλζάκ. Παίζει επίσης και διευθύνει εργαστήρια για τις διεθνείς θεατρικές συναντήσεις της Άνω Κορσικής που ίδρυσε ο Robin Renucci.
Το 1989 αποσύρθηκε από την επαγγελματική του δραστηριότητα ως ρεπόρτερ. Πήγαινε όμως στο Βερολίνο κάθε χρόνο μέχρι το 1994 για να φωτογραφίσει τις αλλαγές μετά την πτώση του Τείχους και ως ενεργός πολίτης αναμείχθηκε το 1995 με τα πλήθη που διαμαρτύρονταν ενάντια στους νόμους της Debré για τη μετανάστευση και φωτογράφισε τις σχετικές διαδηλώσεις.
Η επιλογή του να εργάζεται ως ένας ανεξάρτητος φωτογράφος του έδωσε την ευκαιρία και την ελευθερία να τραβήξει φωτογραφίες που δεν εγκλωβίζονται απαραίτητα σ’ ένα θέμα. Η προσωπική του δουλειά και οι επαγγελματικές του αποστολές φαίνεται να είναι αδιάκριτα συνυφασμένες. Οποιαδήποτε προσπάθεια διαχωρισμού τους αποβαίνει άκαρπη. Τα κοντάκτ δείχνουν ξεκάθαρα ότι σπάνια περιοριζόταν αυστηρά στη λήψη φωτογραφιών που σχετίζονταν με το θέμα που κάλυπτε. Ο Marquis κρατούσε πάντα στην ιδιοκτησία του τα αρνητικά του -κάτι όχι πάντα δεδομένο για τους φωτογράφους των πρακτορείων εκείνης της εποχής- και κυρίως επέλεγε μόνος του τις φωτογραφίες που θα δημοσιεύονταν.
Ο Marquis, αν και γαλουχήθηκε με το δόγμα της «αποφασιστικής στιγμής» του μέντορά του, εν τούτοις ο ίδιος διαφοροποιείται από το λεξιλόγιο του Henri Cartier-Bresson για να περιγράψει τη φωτογραφική πράξη. Η αυστηρότητα της κατασκευής και η τελειότητα της σύνθεσης δεν αποτελούν σήμα κατατεθέν στις φωτογραφίες του. Αυτή η διαφοροποίηση δεν υποδηλώνει αναγκαστικά μια κριτική στάση, αλλά απλώς αποκαλύπτει μια διαφορά στην ιδιοσυγκρασία και μια διαφορετική σχέση με τον κόσμο που φωτογραφίζει. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Jean Marquis πέτυχε πολύ περισσότερα από την αποτύπωση μιας φυσιογνωμίας ή από την ακινητοποίηση μιας δράσης πάνω στα αρνητικά του. Πίσω από την συμπαθητική του φιγούρα κρύβεται ένας οξυδερκής παρατηρητής της συμπεριφοράς, των διαθέσεων, ενδεχομένως και των ιδιοσυγκρασιών των ανθρώπων που φωτογραφίζει.
Χρήστος Κοψαχείλης, Νοέμβριος 2023
Πηγή: Christophe Berthoud: Jean Marquis – Centre Regional de la Photographie Nord Pas-de-Calais – 2001