Ο μύθος της δεκαετίας του 1960 έχει χαρακτηριστεί στη συλλογική μας συνείδηση, ως ονειρικό τοπίο, αλλά ταυτόχρονα και ως εφιάλτης. Οι στιγμές-ορόσημα και οι εμβληματικές φιγούρες του διατρέχουν τις αναμνήσεις μας σαν μια συνεχής προβολή επικαίρων: – μια θολούρα από δολοφονίες, θαυμαστές της ποπ που ουρλιάζουν, εκστατικοί χίπις και θυμωμένοι διαδηλωτές. Για όποιον έχει μεγαλώσει στο πέρασμά της, η δεκαετία αντιπροσωπεύει κάτι απίστευτα εντυπωσιακό, αλλά παράλληλα του αφήνει και μια καταπιεστική κληρονομιά στα χέρια.

Με την πρώτη ματιά, ο David Hurn μπορεί να φαίνεται ότι προσωποποιεί τις πιο λαμπερές ψευδαισθήσεις αυτής της εκθαμβωτικής δεκαετίας. Ήταν φωτογράφος σε μια εποχή που μια φωτογραφική μηχανή ήταν τόσο σέξι όσο και μια κιθάρα. Σύχναζε στα δισκογραφικά στούντιο και στα κινηματογραφικά πλατώ της δεκαετίας του 1960: Οι Beatles, ο James Bond, η Jane Fonda, ο Michael Caine και τόσοι άλλοι έχουν περάσει μπροστά από το φακό της μηχανής του. Το διαμέρισμά του στο Λονδίνο ήταν πόλο έλξης για μοντέλα μόδας, αστέρες της ποπ, ηθοποιούς και αναπόφευκτα, και γι’ άλλους φωτογράφους. Ο Ken Russell τον παρουσίασε στην τηλεόραση. Ο βραβευμένος με Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου, Αμερικανός ηθοποιός Rod Steiger προσποιήθηκε ότι ήταν ο μπάτλερ του Hurn όταν αφελείς στάρλετ έφτασαν στην εξώπορτά του.

Ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται από τις φωτογραφίες του από τη δεκαετία του 1960, πίσω από την καρικατούρα του παντοδύναμου φωτογράφου του Λονδίνου κρυβόταν ένας άνθρωπος που ήταν, και εξακολουθεί να είναι, αφοσιωμένος στην τέχνη και τη δεξιοτεχνία του επαγγέλματός του που είχε επιλέξει. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συνομηλίκους του, ο Hurn έψαχνε πέρα από τα ηδυπαθή αξιοθέατα του Swinging London και των αντίστοιχων παγκόσμιων ομολόγων τους, για να κυνηγήσει το μεγαλύτερο θέμα του: τους απλούς ανθρώπους που επιδιώκουν τα συνηθισμένα πάθη. Άλλοι φωτογράφοι της εποχής επέτρεψαν στον εαυτό τους να γίνουν περισσότερο διάσημοι από εκείνον, κλέβοντας λάμψη από τα αστέρια που μπήκαν στο σκόπευτρο. Στη φιλοσοφία του Hurn συνοψίζεται στη φράση, «ο φωτογράφος πρέπει να περνά απαρατήρητος». Ο ίδιος ήταν ένας ενσυναίσθητος ηδονοβλεψίας, σχεδόν αόρατος στη διάρκεια των λήψεων, που επέτρεπε στα μοντέλα του να νιώθουν ελεύθεροι να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να αγχώνονται γνωρίζοντας ότι βρίσκονται υπό έλεγχο. «Η ζωή όπως εκτυλίσσεται μπροστά στην κάμερα είναι γεμάτη από τόση πολυπλοκότητα, απορία και έκπληξη που θεωρώ περιττό να δημιουργήσω πρόσθετες δυσκολίες. Ευχαριστιέμαι περισσότερο να αφήνω τα πράγματα όπως έχουν», έλεγε.

Έτσι, το χαρτοφυλάκιο του Hurn είναι ένας μοναδικός συνδυασμός διασημότητας και ανώνυμης καθημερινότητας, που παρέχει μια πολύ πιο ακριβή περίληψη της δεκαετίας από μια ανθολογία πορτρέτων σούπερ σταρ. Περιλαμβάνει τόσο τα είδωλα του Χόλυγουντ, αλλά και όσους αναζητούσαν την προβολή του East End, παράλληλα με συνηθισμένες ταπεινές τελετουργίες αμετάβλητες εδώ και αιώνες. Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη της δεκαετίας, επέλεξε να εγκαταλείψει τη μυθοποίηση του σταρ-σύστεμ και να επιστρέψει στην πατρίδα του την Ουαλία, όπου μπορούσε να καταγράψει την καθημερινή ζωή με μια αδιαμφισβήτητα ποιητική ματιά, ενώ μοιραζόταν απλόχερα τις γνώσεις και την εμπειρία του σε σπουδαστές φωτογραφίας.

Ο David Hurn γεννήθηκε το 1934 και μεγάλωσε στο Κάρντιφ της Ουαλίας, όταν το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν βάναυσο σε όσους δεν συμμορφώνονταν στις απαιτήσεις του και απέδιδε ελάχιστη αξία στην καλλιτεχνική έκφραση των μαθητών. «Ήμουν δυσλεξικός», θυμάται, «αλλά αυτό απλά δεν υπήρχε ως πάθηση όταν ήμουν νέος. Όσον αφορά τα σχολεία, ήμουν απλώς «χοντρός». Έτσι απεφοίτησα χωρίς κανένα προσόν. Ήθελα να γίνω είτε ανθρωπολόγος είτε κτηνίατρος, αλλά ανακάλυψα ότι δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω καμία από αυτές τις σταδιοδρομίες αν δεν είχα περάσει εξετάσεις στα Λατινικά, και φυσικά δεν τα κατάφερα». Μη βλέποντας τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, ο Hurn επέλεξε να υπηρετήσει την υποχρεωτική στρατιωτική του θητεία. Κυρίως λόγω της ικανότητάς του στον αθλητισμό, προσκλήθηκε στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία Sandhurst, το κέντρο εκπαίδευσης αξιωματικών του Βρετανικού Στρατού. «Θυμάμαι ότι κατά την άφιξη μου παρατήρησα μια πινακίδα πάνω από την είσοδο που έγραφε κάτι σαν: «Μπείτε εδώ και γίνετε αξιωματικός και κύριος». Ως κάποιος χωρίς προσόντα, δεν φαινόταν τόσο κακή ιδέα. Το απόλαυσα πραγματικά. Ήταν το αντίστοιχο του να πάω στο πανεπιστήμιο. Έπαιζα ράγκμπι και έμαθα τα πάντα για την οργάνωση και την ανάλυση – πράγματα που αποδείχθηκαν χρήσιμα στη μετέπειτα ζωή μου».

Αν και προοριζόταν για μια καριέρα στον στρατό, τα σχέδιά του άλλαξαν όταν ξεφύλλισε ένα αντίτυπο του περιοδικού Picture Post στις 12 Φεβρουαρίου 1955. «Ήταν μια εποχή που μας έλεγαν χοντρά ψέματα, ότι οι Ρώσοι τρώνε τα παιδιά τους, όλη αυτή η προπαγάνδα του Ψυχρού Πολέμου», λέει. «Αλλά σε αυτό το φωτογραφικό δοκίμιο για τη ζωή στη Μόσχα, είδα μια φωτογραφία ενός αξιωματικού του ρωσικού στρατού να αγοράζει στη γυναίκα του ένα καπέλο – και άρχισα να κλαίω. Το κλάμα δεν είναι κάτι που συνηθιζόταν στην αίθουσα αναψυχής των αξιωματικών στο Sandhurst. Με συγκίνησε τόσο βαθιά γιατί ο πατέρας μου έλειπε από το σπίτι για ολόκληρο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και όταν επέστρεψε στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει τη μητέρα μου στο Howell’s, ένα πολυκατάστημα στο Κάρντιφ, – με εμένα στο καροτσάκι – για να της αγοράσει ένα καπέλο. Εκτός από την έντονη αναζωπύρωση αυτής της ανάμνησης, η φωτογραφία άλλαξε επίσης τον τρόπο που σκεφτόμουν για τον ρωσικό λαό. Συνειδητοποίησα ότι ήταν ίδιοι με εσένα και εμένα, με τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες επιθυμίες. Αυτό ήταν ένα πολύ πρώιμο μάθημα για μένα σχετικά με την τεράστια δύναμη της φωτογραφίας. Τότε συνειδητοποίησα ακριβώς τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου – να εκμεταλλευτώ αυτή τη δύναμη, αλλά να τη χρησιμοποιήσω προσεκτικά. Συγκεκριμένα, ήθελα να αποτυπώσω τους ανθρώπους που αγοράζουν καπέλα για τις γυναίκες τους. Στιγμές τόσο καθημερινές, αλλά και τόσο ξεχωριστές, κοινές σε όλο τον κόσμο. Πολύ αργότερα, κοίταξα να δω ποιος είχε κάνει τη φωτογραφία που με συγκίνησε τόσο πολύ. Ήταν ένα άγνωστο όνομα για μένα εκείνη την εποχή: Henri Cartier-Bresson».

Henri Cartier-Bresson: Leningrad, 1954. State department store “Univermag”.

Ο Hurn γράφτηκε στη λέσχη φωτογραφίας στο Sandhurst, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό κι έτσι αποφάσισε να φύγει από τον στρατό. Ήταν πραγματικά τολμηρό: εγκατέλειψε μια καριέρα με εγγυημένες προοπτικές, για να κάνει κάτι για το οποίο δεν ήξερε τίποτα, σε έναν τομέα όπου δεν είχε επαφές. Όμως ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Αρχικά έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας πουκάμισα στο Harrods, ενώ μάθαινε να βγάζει φωτογραφίες το βράδυ, εργαζόμενος ως βοηθός στο Reflex Photo Agency στο Λονδίνο, υπό την καθοδήγηση του φωτογράφου Michael Peto. Μοιραζόταν ένα διαμέρισμα με έναν ακόμη «φυγά» από το Sandhurst, τον μελλοντικό θεατρικό συγγραφέα και σεναριογράφο John Antrobus. Οι δυο ιδεαλιστές νεαροί γοητεύτηκαν από τη θαρραλέα στάση της ουγγρικής εξέγερσης του 1956 κατά της σοβιετικής κυριαρχίας. «Φανταζόμασταν ότι θα μπορούσαμε να γίνουμε δημοσιογράφοι, κι έτσι ο John και εγώ αποφασίσαμε να πάμε στην Ουγγαρία για να καταγράψουμε την επανάσταση», θυμάται ο Hurn. «Πήρα μαζί μου την πρώτη μου σοβαρή φωτογραφική μηχανή και το φυλλάδιο με τις οδηγίες! Κάνοντας ωτο-στοπ σ’ όλη την Ευρώπη, αταφέραμε να περάσουμε τα σύνορα, βρεθήκαμε στη Βουδαπέστη και εντοπίσαμε το ξενοδοχείο όπου έμεναν όλοι οι δημοσιογράφοι. Φτάσαμε ακριβώς στην ώρα μας για να δούμε τα ρωσικά στρατεύματα που είχαν λάβει εντολή να καταπνίξουν την εξέγερση, οπότε υπήρχαν πυροβολισμοί στους δρόμους – δεν ήταν ακριβώς ένα ασφαλές μέρος για να ξεκινήσουμε τη καριέρα μας! Ευτυχώς, συναντήσαμε τους άλλους δημοσιογράφους των περιοδικών, που είχαν έλλειψη φωτογράφων, και μας πρότειναν να συνεργαστούμε μαζί τους. Ήταν προφανώς πολύ έμπειροι, οπότε ήξεραν πώς ακριβώς μπορούσαν να καλύψουν όλη τη δράση. Γρήγορα έμαθα τα δύο βασικά στοιχεία του να είσαι φωτογράφος ειδήσεων: να ξέρω πού να σταθώ και πότε να πατήσω το κουμπί».

Μετά από αυτό το βάπτισμα του πυρός, ο Hurn επέστρεψε στο Λονδίνο και εντάχτηκε στη μικρή αλλά αφοσιωμένη κοινότητα επαγγελματιών φωτογράφων της πόλης. «Συναναστρεφόμουν με έμπειρους φωτορεπόρτερ και έτσι συνειδητοποίησα ότι δεν είχε νόημα να αντιγράψω αυτό που έκαναν. Σύντομα ανακάλυψα ότι με ικανοποιούσε περισσότερο να φωτογραφίζω ανθρώπους που ζούσαν μια συνηθισμένη ζωή. Μου αρέσει να παρατηρώ τι κάνουν οι άνθρωποι – ή, ακόμα καλύτερα, ομάδες ανθρώπων. Ήμουν πάντα περίεργος, υποθέτω, και η ύπαρξη μιας κάμερας επιτρέπει σε κάποιον να καταγράψει ότι κεντρίζει την περιέργειά του. Η απίστευτη απόλαυση της φωτογραφίας είναι ότι πρέπει να είσαι εκεί για να το κάνεις. Πρέπει να βγεις έξω και να γνωρίσεις κόσμο. Δεν μπορείτε να το κάνετε μέσω τηλεφώνου ή υπολογιστή, πρέπει να συμμετάσχεις. Και το να είσαι εκεί μπορεί να είναι εξαιρετικό, ειδικά όταν είσαι με ανθρώπους που είναι πραγματικά παθιασμένοι με αυτό που κάνουν».

Μια μέρα, καθώς περπατούσε στην πλατεία Τραφάλγκαρ, φωτογραφίζοντας περιστέρια με μεγάλη προσοχή, έπεσε πάνω σε έναν άλλο άντρα, ο οποίος του είπε: «Νομίζω ότι είσαι πολύ καλός φωτογράφος, γιατί όσοι είναι καλοί σε κάτι, έχουν μια εξαιρετική αίσθηση συγκέντρωσης ενώ το κάνουν». Του ζήτησε μάλιστα να δει τις φωτογραφίες του. Αφού τις είδε του είπε: «Τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν πολύ ενδιαφέρον. Συγκεντρώσου σε αυτό που κάνεις καλά: την καθημερινή ζωή». Εκείνη την εποχή, υπήρχε μικρή αγορά για τέτοιου είδους φωτογραφίες. Ωστόσο, υπήρχε κάτι καθησυχαστικό όταν άκουσα μια συμβουλή για να ακολουθήσω το δικό μου μονοπάτι. Αυτός ο άντρας του είπε ακόμη ότι ήταν μέλος μιας ομάδας που ονομαζόταν Magnum Photos. Δεν τους είχα ακούσει. Το όνομά του ήταν Sergio Larraín.

Ήταν, φυσικά, μια καλή συμβουλή. Εκείνη την εποχή υπήρχαν λίγα περιοδικά τα οποία ενδιαφερόντουσαν πρωτίστως για την επικαιρότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η φωτογραφία δεν υπολογιζόταν ως Τέχνη. Δεν υπήρχαν, ακόμη και στις μεγάλες Δυτικές πρωτεύουσες, γκαλερί αποκλειστικά αφιερωμένες στη φωτογραφία μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ή τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Έτσι ο Hurn απλά φωτογράφιζε χωρίς να έχει συνειδητά στόχο να δημιουργήσει τέχνη. Αποφασισμένος να βιοποριστεί με ό,τι αγαπούσε πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε όποιον τις ήθελε. «Χρειαζόμουν μια δουλειά και έτσι άρχισα να εργάζομαι για τα περιοδικά. Εκείνη την εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του 1960,τα καλύτερα για τα οποία μπορούσα να δουλέψω ήταν στην Αμερική: το Holiday, το Life, το Look και το The Saturday Evening Post. Αλλά έδινα τις φωτογραφίες μου σε όλους. Ανακάλυψα πολύ νωρίς ότι δεν χαιρόμουν ιδιαίτερα από το «στήσιμο» ενός πορτρέτου ή μιας σκηνής. Προτίμησα να παρατηρώ τους ανθρώπους – να απαθανατίζω αξιωματικούς να αγοράζουν καπέλα! Αλλά έκανα ό,τι χρειαζόταν εκείνη την εποχή: φωτογραφίσεις μόδας για περιοδικά όπως το Jardin des Modes και το Harpers, αναθέσεις για το περιοδικό Town του Michael Heseltine ή το Queen, όπου ο Mark Boxer ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής ή το Fleet Street – όποιος θα με πλήρωνε! Τα περιοδικά δεν πλήρωναν πολύ καλά, αλλά αν αυτό που έκανες τους ταίριαζε, τότε μπορεί να σου πρόσφεραν περισσότερα»

Πάντα όμως χρειάζεται και τύχη για να πετύχεις. Στη περίπτωση του Hurn η τύχη του χαμογέλασε όταν γνώρισε τον ηθοποιό Richard Johnson, στη διάρκεια μιας φωτογράφισης για της ανάγκες μιας συνέντευξης. Ο Johnson έμεινε ευχαριστημένος από τα πορτρέτα και προσκάλεσε τον Hurn στην Ισπανία για τα γυρίσματα του βιβλικού έπους King of Kings. Εκεί γνώρισε τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων Tom Carlile, ο οποίος επρόκειτο στη συνέχεια να δουλέψει στη ταινία El Cid, με τη Sophia Loren και τον Charlton Heston και ζήτησε από τον Hurn να παραμείνει στο πλατό ως εξωτερικός φωτογράφος, που θα έδινε φωτογραφίες για τα σημαντικά περιοδικά. Ο Carlile συνέχισε να ζητά τις υπηρεσίες του Hurn καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, με αποτέλεσμα να είναι παρών στα πλατό πολλών εμβληματικών ταινιών, μεταξύ των οποίων οι ταινίες του Sean Connery στο ρόλο του James Bond και το τολμηρό έργο επιστημονικής φαντασίας Barbarella που στηρίχτηκε στο αντίστοιχο sci-fi comic, με πρωταγωνίστρια την Jane Fonda. Ο Hurn κάλυψε επίσης το ντεμπούτο των Beatles το 1964, στο A Hard Days Night. Η άποψη του για τα σκαθάρια ως ανθρώπους και όχι ως διασημότητες είναι απρόσμενα ειλικρινής: «Δεν με ενέπνευσε δέος η εμπειρία της συνεργασίας μαζί τους. Ως άτομα, ήταν μια χαρά, αν και ο Paul ήταν λίγο πομπώδης, σκέφτηκα. Ο George φαινόταν πολύ σοβαρός και ήθελε να γίνει σπουδαίος μουσικός, ο Ringo ήταν γοητευτικός και ο John ήταν λίγο απόμακρος. Όλοι μαζί όμως είχαν τεράστιο ταλέντο. Αλλά είναι περίεργο: είχα την αίσθηση ότι ίσως δεν άρεσε και τόσο πολύ ο ένας στον άλλον».

Η σχέση του με τον Carlile επέτρεψε στον Hurn να τραβήξει τις αναμφισβήτητα πιο διάσημες φωτογραφίες του τράβηξε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. «Ο Tom μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Έβγαλα αυτή την τρομερή Bmovie ταινία». Όλοι πιστεύαμε ότι θα ήταν καταστροφή. Η κινηματογραφική εταιρεία δεν μπήκε καν στον κόπο να φτιάξει μια διαφημιστική αφίσα όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, ήταν τόσο πεπεισμένοι ότι θα κατέβαινε σε μερικές εβδομάδες.» Η B-movie ταινία αποδείχθηκε ότι ήταν η Dr. No, του 1962, η πρώτη ταινία James Bond με πρωταγωνιστή τον Sean Connery. Για το From Russia With Love, ο Carlile ζήτησε από τον Hurn να τραβήξει μερικά πορτρέτα του Connery, κρατώντας το περίστροφο της επιλογής του Bond, το Walther PPK. «Πήγαμε στο στούντιο και οι άνθρωποι της παραγωγής είχαν ξεχάσει να φέρουν το όπλο μαζί τους. Εκείνη την εποχή έκανα σκοποβολή και έτσι τους είπα ότι είχα ένα αεροβόλο πιστόλι Walther στο σπίτι. Αν και είχε πολύ μεγαλύτερη κάννη από το PPK, υποψιαζόμουν ότι κανείς δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά. Το σχέδιο ήταν ότι το στούντιο θα έσβηνε με αερογράφο το μεγαλύτερο μέρος της κάννης από τη λήψη προτού σταλεί τις φωτογραφίες στον Τύπο, έτσι ώστε να φαίνεται ακριβές. Αλλά το ξέχασαν και γι’ αυτό οι φωτογραφίες του James Bond, που κρατούσε το λάθος πιστόλι, έκαναν τον γύρο του κόσμου!».

Το 1965, ο Hurn προσκλήθηκε να γίνει μέλος του πρακτορείου Magnum Photos, του θρυλικού συνεταιρισμού που είχε ιδρυθεί το 1947. «Ανήκε στους ίδιους τους φωτογράφους κάτι που το έκανε ένα πολύ πιο συμπαθητικό μέρος για δουλειά από οποιοδήποτε άλλο εμπορικό πρακτορείο». Για ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1960, ο Hurn είχε ένα διαμέρισμα στο Porchester Gardens, στο Bayswater, ανάμεσα σε μια κοινότητα φωτογράφων που συλλογικά ξαναέγραφαν το βιβλίο κανόνων του επαγγέλματός τους. «Μαζευόμασταν όλοι μαζί για να μιλήσουμε για τη δουλειά μας. Καθόμασταν όλοι στο εστιατόριο The Bistro μερικές φορές την εβδομάδα – άνθρωποι όπως ο Elliott Erwitt, ο Rene Burri και ο Marc Riboud, οι σπουδαίοι φωτορεπόρτερ και όποιος άλλος βρισκόταν εκεί κοντά. Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από το να μιλάς με άλλους φωτογράφους που έπαιρναν τη δουλειά τους τόσο σοβαρά όσο εσύ».

Οι κινηματογραφικές αναθέσεις ήταν λαμπερές, αλλά αποτελούσαν μόνο ένα μικρό μέρος της δουλειάς του David Hurn. Αν και ποτέ δεν σκέφτηκε τον εαυτό του ως φωτορεπόρτερ στο στυλ των φίλων του Philip Jones Griffiths, Ian Berry ή του Don McCullin, υπήρχαν περιπτώσεις που μπήκε στην καρδιά μιας είδησης και χρησιμοποίησε το ένστικτό του και την εμπειρία του για να παραδώσει αξιοσημείωτο ρεπορτάζ. Το πιο οδυνηρό από αυτά τα περιστατικά τον βρήκε στο μικρό χωριό ανθρακωρύχων της Ουαλίας Aberfan το 1966, λίγο αφότου το δημοτικό σχολείο είχε τυλιχθεί από ένα τεράστιο ποτάμι λάσπης μετά από μέρες έντονων βροχοπτώσεων. Εκατόν δεκαέξι παιδιά και είκοσι οκτώ ενήλικες έχασαν τη ζωή τους στην καταστροφή. «Είμαι Ουαλός κι έτσι κατάλαβα πώς λειτουργούσε η κοινότητα και τι σήμαινε η εξόρυξη για το χωριό. Ο φίλος μου Ian Berry και εγώ τραβούσαμε φωτογραφίες καθώς οι ανθρακωρύχοι έσκαβαν απεγνωσμένα μέσα στα συντρίμμια και τη λάσπη για τα δικά τους παιδιά. Μερικές φορές ήταν θυμωμένοι μαζί μας που ήμασταν εκεί με μια κάμερα. Αλλά μετά οι ντόπιοι συνειδητοποίησαν ότι αν δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι ή φωτογράφοι στη σκηνή, για να δείξουν στον κόσμο τι είχε συμβεί, τότε θα συνέχιζαν να συμβαίνουν τραγικά πράγματα όπως αυτό. Καταφέραμε να ασκήσουμε ηθική πίεση στις αρχές για να βεβαιωθούν οι κάτοικοι ότι δεν θα ξανασυμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Αργότερα έλαβα γράμματα από ανθρώπους που με ευχαριστούσαν που ήμουν εκεί. Μου φάνηκε ότι αυτό ήταν ένα από τα πιο αξιόλογα πράγματα που έκανα ποτέ, και ενίσχυσε την ισχυρή μου άποψη ότι η δημοσιογραφία μπορεί και πρέπει να είναι ένα αξιοπρεπές επάγγελμα».

Σε πιο ευτυχισμένες εποχές, ο Hurn εξερευνήστε τα στριπτιτζάδικα του Soho με τη μυθιστοριογράφο Nell Dunn ή απλώς χάζευε με την κάμερά του σε μια κατάμεστη αίθουσα με χορευτές τα βράδια του Σαββάτου στο Hammersmith Palais, ή φωτογράφιζε παραθεριστές που έκαναν ηλιοθεραπεία στο Herne Bay. Στα μέσα του ’60, ακολουθώντας τα χνάρια του συγγραφέα Irwin Shaw περιπλανήθηκε στη Μεσόγειο. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες του από την Ελλάδα, που χαρακτηρίζουν εκείνη την εποχή, αν και μας φαίνονται τόσο μακρινές σήμερα. Μια άλλη εμβληματική φωτογραφία του είναι τραβηγμένη στη Σκωτία. Σε μια συγκέντρωση ιδιοκτητών αυτοκινήτων MG, ο Hurn φωτογράφισε έναν ηλικιωμένο κύριο που έπαιζε αμέριμνος με ένα μπαλόνι. Πόσο χαρούμενο και αισιόδοξο στιγμιότυπο, που σου δίνει τόσες ελπίδες για τα γεράματά σου! «Αυτή η φωτογραφία μιλάει επίσης για ένα ουσιαστικό πρόβλημα της φωτογραφίας: ότι κάνεις μια εικόνα ενός άλλου ανθρώπου. Πάντα ήμουν ευαίσθητος στο να μην εισβάλλω πολύ στο χώρο των θεμάτων μου. Το πρώτο πράγμα που κάνω όταν κοιτάζω τα κοντάκτ είναι να διαγράφω αμέσως τις φωτογραφίες που πιστεύω ότι είναι με οποιονδήποτε τρόπο προσβλητικές για τους εικονιζόμενους. Προσπαθώ πάντα να φωτογραφίσω τους ανθρώπους ως σύμβολο —στην προκειμένη περίπτωση, έναν ηλικιωμένο άνδρα που απολαμβάνει τις μικρές χαρές— αλλά θυμάμαι επίσης ότι είναι αληθινοί άνθρωποι. Πολλά χρόνια μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας, έλαβα ένα γράμμα από τη σύζυγό του που μου έλεγε ότι ο άνδρας της είχε πεθάνει. Μου είπε επίσης ότι είχαν δει τη φωτογραφία να δημοσιεύεται ξανά και ξανά σε όλο τον κόσμο και κάθε φορά τους έδινε μεγάλη χαρά. Ήταν τόσο υπέροχο να σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι στις φωτογραφίες μου, αν και δεν προσπάθησα να μάθω ποιοι ήταν, είχαν απολαύσει πραγματικά τη φωτογραφία».

Το 1970, επέλεξε να αφήσει πίσω τον κόσμο των παραγγελιών των περιοδικών και της ειδικής φωτογραφίας των σκηνών στις ταινίες και να αποτραβηχτεί στο πιο ήπιο, αλλά όχι λιγότερο εύφορο έδαφος της Ουαλίας. Για ένα χρόνο ζει με την τότε σύζυγό του, την Αμερικανίδα ηθοποιό Alita Naughton, σε ένα τροχόσπιτο, φωτογραφίζοντας τη χώρα πέρα ως πέρα. Οι φωτογραφίες αυτές, όπως φυσικά και άλλες μεταγενέστερες εκδόθηκαν στο βιβλίο του: Wales: Land of My Father. Το 1973, ευτυχισμένος που ήταν μακριά από τη φασαρία του Λονδίνου, αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα στη μεγάλη καριέρα του ιδρύοντας τη Σχολή Φωτογραφίας Ντοκιμαντέρ στο Νιούπορτ, όπου δίδαξε μέχρι το 1989. Εκατοντάδες μαθητές επωφελήθηκαν έκτοτε από την τεχνογνωσία του, την οποία μοιράστηκε με ένα ευρύτερο κοινό στο βιβλίο του, για το οποίο συνεργάστηκε με τον Bill Jay, με τίτλο: On Being a Photographer.

Γράφει σχετικά αναφερόμενος σε εκείνη την εποχή: «Το μέλλον της φωτογραφίας ρεπορτάζ βρίσκεται στους φωτογράφους και στους ανθρώπους που δημοσιεύουν φωτογραφίες. Μπορούν να κάνουν επιλογές. Πιστεύω ότι σε μια κοινωνία όπου κάθε ατομική γνώμη μετράει, η φωτογραφία στα καλύτερά της έχει μια μοναδική ικανότητα να καθοδηγεί, να βοηθήσει να γίνουν οι εναλλακτικές λύσεις διανοητικά και συναισθηματικά σαφείς, να επισημάνουμε το ψέμα, να επισημάνουμε την ανειλικρίνεια, να αναδείξουμε την ανοησία, να φέρουμε κοντά τους ανθρώπους, να γκρεμίσουμε τα φράγματα της προκατάληψης και της άγνοιας και να δείξουμε ιδανικά που αξίζει να επιδιώξουμε. Πρέπει να εμπιστευόμαστε τις ιδιαιτερότητες του μέσου μας. Εάν είμαστε πραγματικά περίεργοι ή γοητευμένοι ή κάτι μας ενδιαφέρει βαθιά, τότε μπαίνουμε στον πειρασμό να παρέμβουμε, να ελέγξουμε, να αλλάξουμε, να βελτιωθούμε. Εάν έχουμε σεβασμό για το γεγονός, δεν θέλουμε να το επηρεάσουμε ή να το αλλάξουμε. Στο βαθμό που γνωρίζουμε ότι η φωτογραφία δεν είναι τέλεια, στο βαθμό που είναι δυνατόν να είμαστε μη παρεμβατικοί, μη απαιτητικοί, μη ελπίζουμε, δεν βελτιώνουμε, στο βαθμό που αυτή η υποκειμενική δραστηριότητα επιτυγχάνει ένα συγκεκριμένο είδος αντικειμενικότητα. Αν γνωρίζουμε ρεαλιστικά ότι αυτή η αγάπη, αυτή η εμπλοκή, φέρνει μαζί της ένα συγκεκριμένο είδος τύφλωσης, νιώθω σίγουρος ότι παράγει επίσης ένα συγκεκριμένο είδος αλήθειας».

Μανιώδης συλλέκτης φωτογραφιών, δημιούργησε μια μεγάλη συλλογή ανταλλάσσοντας έργα του με άλλους σύγχρονούς του φωτογράφους. Το 2017 ο Hurn δώρισε 1500 φωτογραφίες του και 700 φωτογραφίες άλλων στο Εθνικό Μουσείο της Ουαλίας, στο Κάρντιφ, όπου εκτίθενται σε περιοδικές εκθέσεις.

Το 2002 διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου, αλλά πλέον έχει αναρρώσει πλήρως. Εκείνη την εποχή, έχοντας πρόσφατη την εμπειρία της ασθένειας και της θεραπείας του είχε δηλώσει σχετικά με τον επιχειρούμενο διαχωρισμό των ειδών της φωτογραφίας: «Τα διάφορα είδη φωτογραφίας δεν πρέπει να συγκρίνονται και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Ακόμη και αν θέλετε να μπείτε στον πειρασμό μιας τέτοιας αξιολόγησης, νομίζω ότι υπάρχουν πραγματικά μόνο δύο σημαντικά είδη φωτογραφίας που διεκδικούν την πρώτη θέση: Το πρώτο είναι η ιατρική φωτογραφία, γιατί σώζει ζωές. Το 2002, είχα καρκίνο και έκανα κολονοσκόπηση, οι γιατροί έβαλαν ένα συγκεκριμένο είδος κάμερας στον οργανισμό μου που κατέγραψε τα προσβεβλημένα κύτταρα και τελικά μου έσωσε τη ζωή. Αυτές ήταν αναμφίβολα οι πιο σημαντικές φωτογραφίες στον κόσμο για μένα. Οι άλλες σημαντικές φωτογραφίες είναι αυτές που βρίσκονται στα οικογενειακά άλμπουμ. Όταν το σπίτι κάποιου καίγεται ή όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα του, πολύ συχνά, το οικογενειακό άλμπουμ είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται να πάρει μαζί του. Το πολυτιμότερο πράγμα στη ζωή του είναι αυτές οι φωτογραφίες – περιέχουν μνήμη, αγάπη και τις εικόνες των αγαπημένων του».

Αυτή η πεποίθηση στηρίζεται και σε μια άλλη αντίστοιχη προσωπική του εμπειρία. Ο πατέρας του, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πήγε σε ένα γηροκομείο όχι μακριά από το μέρος που έμενε ο Hurn. Πήγαινε για να τον βλέπει συχνά και μάλιστα του έβγαζε φωτογραφίες κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν. Μια φορά, πήγε εκεί και καθώς έφευγε, ο πατέρας του καθόταν χαμογελαστός στην καρέκλα του και του κουνούσε το χέρι αποχαιρετώντας τον. Αυτή ήταν η τελευταία φωτογραφία που του τράβηξε, καθώς ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμη ο Hurn φτάσει στο σπίτι του.

Στα 80 του, ο αειθαλής David Hurn, θέλησε να εξερευνήσει τη σχέση του ανθρώπου και τον αντίκτυπο του στο τοπίο στο οποίο ζούμε. Αυτό απαιτούσε ένα εντελώς νέο σύνολο προβληματισμών- που εύκολα μπορούν να υιοθετήσουν άλλοι φωτογράφοι όταν σχεδιάζουν ένα τέτοιο έργο- αλλά ο Hurn δεν ήθελε να γίνει εννοιολογικός καλλιτέχνης για χάρη του. «Η ιδέα να μπεις σε ένα αυτοκίνητο και να τραβάς, κάθε 400 γιάρδες, συνέχεια φωτογραφίες από το παράθυρο από τη Νότια στη Βόρεια Ουαλία και μετά να γράψεις πέντε σελίδες κειμένου εξηγώντας γιατί αυτό είναι σημαντικό νομίζω ότι θα με κούραζε μέχρι θανάτου. Προσωπικά δεν έχω καμία επιθυμία να δημιουργήσω ή να σκηνοθετήσω ιδέες», λέει και συνεχίζει: «Οι άνθρωποι θέλουν να αποκαλούνται καλλιτέχνες. Ωραία, αλλά τι εννοείς κανείς με αυτό; Μερικές φορές νομίζω ότι ο όρος του καλλιτέχνη χρησιμοποιείται με τρόπο που υπονοεί “Είμαι καλύτερος από σένα”. Υποψιάζομαι επίσης ότι όσοι τον χρησιμοποιούν πιστεύουν ότι σημαίνει και περισσότερα χρήματα. Ωστόσο, πολλοί φωτογράφοι που εργάζονταν στις μέρες μου για τα περιοδικά τώρα χαρακτηρίζονται ως «καλλιτέχνες» —σκεφτείτε πχ τον Bill Brandt, τον Walker Evans, τον CartierBresson…όλοι τους εργάστηκαν για τα περιοδικά και έκαναν «επαγγελματικές φωτογραφίες» για μεγάλο μέρος της ζωής τους. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι στις μέρες μας καλλιτέχνης θεωρείται ο οποιοσδήποτε, αρκεί μια γκαλερί να αισθάνεται ότι μπορεί να κερδίσει χρήματα με το να βάζει το έργο του στους τοίχους της».

Χρήστος Κοψαχείλης, Οκτώβρης 2023

Πηγές:

  • Peter Doggett: – The 1960s Photographed by David Hurn.
  • Συνέντευξη του David Hurn στον Alexander Strecker για το LensCulture