Η Brigitte Grignet γεννήθηκε στη Λιέγη το 1968 και σπούδασε διοίκηση των επιχειρήσεων, αποκτώντας MBA από το Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών. Στη συνέχεια δούλεψε για λίγο πάνω στο κλάδο της, αλλά δεν ήταν ευχαριστημένη. Ακολουθώντας τον σύντροφό της βρέθηκε, το 1996, στη Νέα Υόρκη και ερωτεύτηκε τη ζωντάνια της πόλης εκεί: «Ένιωσα ένα ηλεκτροσόκ, ένιωσα πολύ ζωντανή, βαθιά συνδεδεμένη με τον εαυτό μου και με τον έξω κόσμο. Με εντυπωσίασε ο τρόπος ζωής, τόσο διαφορετικός από αυτόν που ήξερα. Με τράβηξε η ενέργεια στους δρόμους, ο τρόπος που περπατούσαν οι άνθρωποι, το πως εξέφραζαν τον εαυτό τους. Η αντίληψη μου για τον έξω κόσμο έγινε βαθύτερη. Τα μάτια
μου ήταν ορθάνοιχτα και άρχισα να περπατάω και να φωτογραφίζω με τη μηχανή μου». Πριν επισκεφτεί τις ΗΠΑ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί σοβαρά και επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Έχοντας εμμονή με το πέρασμα του χρόνου, είχε την μάταιη επιθυμία να συλλάβει τη στιγμή και να την καταστήσει αιώνια. Όταν άρχισε να φωτογραφίζει για πρώτη φορά το κίνητρό της ήταν να δημιουργήσει ένα ημερολόγιο εικόνων, έτσι ώστε να διατηρηθούν όλες αυτές οι στιγμές και οι αναμνήσεις της. Για να βελτιώσει τις ικανότητές της παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας, αρχικά με την Joan Liftin και στη συνέχεια απέκτησε πιστοποίηση σπουδών από το International Center of Photography (ICP) και αυτό άλλαξε τη ζωή της. Συνεργάστηκε για δέκα χρόνια με τη Mary Ellen Mark, η οποία της έμαθε ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο εξαιρετικό από τη συνηθισμένη ζωή». Στη διάρκεια της συνεργασίας της με την Mark, συνειδητοποίησε ότι η φωτογραφία είναι μια καταπληκτική δικαιολογία για να ταξιδέψει, να έρθει σε επαφή με ανθρώπους, να μπει στα σπίτια και στις ζωές τους, κάτι που θα την βοηθούσε να κατανοήσει τον κόσμο και να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της.
Έτσι ξεκίνησε μια καριέρα ως ανεξάρτητη φωτογράφος βασισμένη πάνω απ’ όλα στις προσωπικές σχέσεις και το συναίσθημα. Ενδιαφέρεται για ένα είδος φωτογραφίας, που ξεπερνά τον εξωτισμό των τόπων και τη ρεαλιστική καταγραφή των στιγμών. «Ονομάζω [το είδος το οποίο με ενδιαφέρει] προσωπική ή συναισθηματική φωτογραφία-ντοκιμαντέρ, γιατί η φωτογραφία δεν είναι ποτέ αντικειμενική και δεν πρέπει να είναι. Η φωτογραφία δεν πρέπει απλώς να περιγράφει. Οι φωτογράφοι πρέπει να αντιμετωπίζουν τα συναισθήματά τους και οι φωτογραφίες τους να μαρτυρούν αυτά τα συναισθήματά. Τώρα, που διδάσκω κι εγώ, βλέπω πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για τους μαθητές να εκφράσουν μια προσωπική άποψη με τη φωτογραφία».
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, η Grignet φωτογραφίζει στο κλασικό τετράγωνο φορμά και δημιουργεί ασπρόμαυρες φωτογραφίες υψηλής αντίθεσης, τόσο από τις περιπλανήσεις και τα ταξίδια της, όσο και κοινωνικά θέματα, συγκεκριμένες ανθρώπινες καταστάσεις και, λιγότερο, επίκαιρα γεγονότα. Η προσέγγισή της είναι άμεση και τρυφερή, πολύ ευαίσθητη, αλλά, πάνω από όλα, μας φανερώνει μια διεισδυτική ματιά και μια ποιότητα, που είναι απόλυτα αναγνωρίσιμη και που αποτελεί την υπογραφή της, γνώρισμα των σπουδαιότερων εκπροσώπων της φωτογραφίας.
Αντίθετα από την επικρατούσα αντίληψη της εννοιολογικής φωτογραφίας, η Grignet εργάζεται με τον παραδοσιακό τρόπο φωτογραφικής προσέγγισης μένοντας για μεγάλα διαστήματα στα μέρη και κοντά στους ανθρώπους που την ενδιαφέρουν, επανερχόμενη ξανά και ξανά κατά διαστήματα. Έχει συνεργαστεί με το Action Against Hunger στη Γουατεμάλα, την Κολομβία και την Παλαιστίνη, καταγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης και τη θέληση για επιβίωση, αντανακλώντας τον αγώνα διαφορετικών πληθυσμών για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους και τον αγώνα τους για σεβασμό και αξιοπρέπεια. Εν τούτοις οι φωτογραφίες δεν περιορίζονται σε μια στενή δημοσιογραφική κάλυψη, αλλά είναι ποιητικές και οικουμενικές. Τόσο στην ιστοσελίδα της (http://www.brigittegrignet.com/), όσο και στις εκθέσεις ή τις δημοσιεύσεις, η Grignet συνοδεύει τις φωτογραφίες της με κείμενα σχετικά με την πηγή της έμπνευσης ή την εμπειρία της κατά τη διάρκεια των μακροχρόνιων επισκέψεων της στα μέρη που την ενδιέφεραν να φωτογραφίσει, αποσπάσματα των οποίων συνοδεύω με την παρουσίαση του έργου της.
«Είπα: “Η Νέα Υόρκη δεν είναι Αμερική”. Γέλασε σαρκαστικά. Έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν έχει νόημα. Καλύτερα να πάρετε το τρένο F και να κατευθυνθείτε προς την παραλία. Το λούνα παρκ ήταν ακόμα ανοιχτό. Κάποια ξύλινα άλογα με κοίταζαν ανέκφραστα. Το πεζοδρόμιο μύριζε χοτ-ντογκ. Μια κυρία που τάιζε μια στρατιά από γλάρους, άρχισε να με φωνάζει. Ένας άντρας με τατουάζ αγκάλιαζε μια Ρωσίδα με έντονο κόκκινο κραγιόν και δέρμα που είχε δει πολλά ζεστά καλοκαίρια. Δεν είναι εύκολο να δούμε πραγματικά τι υπάρχει γύρω μας. Αλλά είναι εκεί, όλα: ζωή, αγάπη, θάνατος».
Chiloé, La Cruz del Sur, (2002-2008)
Το 2011 βραβεύτηκε με μια επιχορήγηση του Ιδρύματος Aaron Siskind για τη δουλειάς της με τίτλο «La Cruz del Sur», που ήταν το αποτέλεσμα επανειλημμένων επισκέψεων στη νότια Χιλή, στο αρχιπέλαγος Chiloé, 1100 χιλιόμετρα νότια του Σαντιάγο, όπου ο χρόνος φαίνεται να είχε, σε μεγάλο βαθμό, σταματήσει. Η Grignet επισκέφτηκε αυτόν τον σχηματισμό των νησιών για πρώτη φορά το 2002. Έζησε εκεί χωρίς ρεύμα, χωρίς ζεστό τρεχούμενο νερό ή υγειονομική περίθαλψη. Έζησε μια πρωτόγονη ζωή, πλούσια σε μύθους σχετικούς με τη διαρκή πάλη με τη θάλασσα και τη στεριά. Η αιτία του να εξερευνήσει μια τόσο μακρινή και διαφορετική χώρα από τη γενέτειρά της, κρύβεται στη παιδική της ηλικία. «Το 1974 ήμουν έξι χρονών. Ζούσα στο Βέλγιο και δεν είχα ακούσει ποτέ λέξεις όπως «εξορία», «βασανιστήρια», «δικτατορία», «χούντα» ή «αγνοούμενοι». Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και στο σχολείο της είχε μια καινούργια μαθήτρια, την Πιλάρ, μια Χιλιανή, που ήρθε με την οικογένειά της να ζήσει στο μικρό μας βιομηχανικό προάστιο, για να ξεφύγει από το καθεστώς του δικτάτορα Πινοσέτ, που είχε καταλάβει την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1973. Όλα όσα αφορούσαν την σχεδόν συνομήλικη μου Πιλάρ, ήταν άγνωστα για μένα: η γλώσσα της, το γιατί έπρεπε να φύγει από τη χώρα της… ακόμα και το όνομά της. Φανταζόμουν άλλες ιστορίες, άλλες χώρες και άλλους ανθρώπους, φανταστικές εικόνες που μου έμειναν για πολύ καιρό. Χρόνια αργότερα, όταν μπήκα για τα καλά στα τριάντα μου, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο για τη Χιλή. Έμεινα έκπληκτη όταν είδα ότι η χώρα δεν έμοιαζε σε τίποτα από αυτά που είχα φανταστεί. Αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να τα δω μόνη μου».
Chiloé, La Cruz del Sur, (2002-2008)
Η Grignet επισκέφτηκε το αρχιπέλαγος επτά φορές καταγράφοντας τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής των κατοίκων του. Η απομόνωση του Chiloé έχει δημιουργήσει μια ισχυρή αίσθηση ταυτότητας, συγγένειας και κοινότητας. Το νησί έχει αναπτύξει τη δική του μυθολογία και κουλτούρα, ωστόσο, η Grignet άφηνε ένα ανοιχτό ερώτημα για το πόσο καιρό θα συνεχιζόταν αυτός ο τρόπος ζωής. Με την έλευση των νέων τεχνολογιών, την ανάπτυξη της αλιείας του σολομού και του τουρισμού ήταν αναπόφευκτες οι οικονομικές αλλαγές – και μαζί με αυτές η καταστροφή αιώνων κοινωνικών δομών και πολιτιστικών παραδόσεων.
«Αυτή η όμορφη μέρα είναι ακόμα πολύ ζωντανή στη μνήμη μου. Φύγαμε από το σπίτι νωρίς το πρωί για να περπατήσουμε στην άλλη πλευρά του νησιού Meulin και να επισκεφτούμε τη θεία Carmen, που μένει εκεί μόνη με τα σκυλιά της. Είχε ζέστη και λιακάδα, μετά από αρκετές μέρες συνεχούς βροχής, όπως συμβαίνει συχνά στο Chiloé, ακόμη και στη μέση του καλοκαιριού. Όταν έβγαινε ο ήλιος ήταν όμορφα, φέρναμε το ραδιόφωνο και χορεύαμε στα χωράφια. Η Carmen έκλαιγε από ευτυχία και η Ercilla αποκοιμιόταν πάνω στη κοιλιά της μητέρας της. Η Candelaria ήταν χαρούμενη που περνούσε το καλοκαίρι με τη κόρη της, γιατί δούλευε σε διαφορετικό νησί. Οι γυναίκες συχνά πρέπει να αφήνουν τα παιδιά τους στους παππούδες και τις γιαγιάδες όταν βρίσκουν δουλειά μακριά από το νησί τους. Ένιωσα ότι ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που δεν επιθυμούμε τίποτα άλλο, αλλά απλά είμαστε εκεί, στο παρόν».
Με τα χρήματα της επιχορήγησης του Ιδρύματος Aaron Siskind η Grignet επέστρεψε στη Χιλή το 2012 για να φωτογραφίσει μια άλλη περιοχή 92.000 ψυχών περίπου, που βρίσκεται σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και αδιατάρακτες περιοχές του κόσμου, στο Aysén της Παταγονίας. Το οικοσύστημά της είναι από τα πιο παρθένα που υπάρχουν ακόμα. Η περιοχή φιλοξενεί μερικά από τα πιο σπάνια φυτά και τροπικά δάση, πολλά απειλούμενα είδη ζώων, ποτάμια με υψηλή υδάτινη βιοποικιλότητα και τα μεγαλύτερα πεδία πάγου εκτός της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής. Από το 2007, η κυβέρνησης της Χιλής επεδίωκε να κατασκευάσει πέντε φράγματα και υδροηλεκτρικούς σταθμούς στην ευρύτερη περιοχή, προκειμένου να υποστηρίξει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, τη βιομηχανία εξόρυξης στο βορρά και την αύξηση της παραγωγής
ενέργειας. Τα φράγματα θα δημιουργούσαν τεχνητές λίμνες, αλλάζοντας αμετάκλητα το οικοσύστημα, πλημμυρίζοντας γόνιμες κτηνοτροφικές εκτάσεις, πατρογονικές κατοικίες, καταστρέφοντας έναν παραδοσιακό τρόπο της ζωής και της ανεξερεύνητης γης, άγνωστη ακόμη και από τους περισσότερους Χιλιανούς. Οι οικολογικές οργανώσεις αντιδρούσαν σε αυτά τα σχέδια και η ευαισθησία της Grignet την οδήγησε για μια ακόμη φορά στη Χιλή. Εν τούτοις, οι φωτογραφίες της δεν δείχνουν ίχνος ακτιβισμού. Απεικονίζουν μια ήσυχη παραδοσιακή ζωή κοντά στη φύση και τους σκληρά εργαζόμενους κατοίκους της Παταγονίας να ζουν φτωχικά, αλλά ευτυχισμένοι. Η συνεχής πίεση από τους πολίτες και η αναγνώριση της απειλούμενης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην περιοχή έκαναν την κυβέρνηση να απορρίψει τελικά το έργο το 2014.
Τα παιδιά των ψαράδων, Οστάνδη, 2014
Πίσω στη πατρίδα της η Grignet ασχολήθηκε με ένα ευαίσθητο θέμα, φωτογραφίζοντας τους νεαρούς τρόφιμους του ναυτικού οικοτροφείου IBIS και δημιουργώντας τη σειρά «Τα παιδιά των ψαράδων», το 2014. Το IBIS δημιουργήθηκε το 1906 από τον βασιλιά Αλβέρτο στην Οστάνδη, για να προσφέρει μια στέγη και ένα ναυτικό σχολείο σε ορφανά αγόρια, των οποίων οι πατεράδες είχαν χαθεί στη θάλασσα. Σήμερα, το IBIS δεν είναι μόνο ορφανοτροφείο, αλλά λειτουργεί και ως ένα οικοτροφείο για αγόρια που προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες και υποφέρουν από συναισθηματική ή κοινωνική παραμέληση ή αγόρια που παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς. Υπάρχουν 110 αγόρια το πολύ, ηλικίας από 6 έως 16 ετών. Πηγαίνουν στο δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια παρακολουθούν μαθήματα τεχνικής ναυτικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κάποια παιδιά επιστρέφουν στην οικογένειά τους τα Σαββατοκύριακα, αλλά αν και το οικοτροφείο είναι ανοιχτό όλο το χρόνο, μερικά αγόρια σπάνια επισκέπτονται το προβληματικό σπίτι τους. Η Grignet πλησίασε διακριτικά και φωτογράφησε τους έφηβους, σε στιγμές ξεγνοιασιάς ή στην ώρα της εκπαίδευσης με υπομονή και συμπόνια. Άλλοτε έστρεψε το φακό της σε πολλαπλές αντανακλάσεις και στις κτιριακές εγκαταστάσεις του οικοτροφείου.
Το 2016, ασχολήθηκε και πάλι με παιδιά και μάλιστα βραβεύτηκε με το βραβείο Magnum Emergency Fund για το έργο της «Welcome», που τεκμηριώνει την σκληρή πραγματικότητα των ασυνόδευτων παιδιών που ζητούσαν άσυλο στο Βέλγιο. Μεταξύ των βραβευμένων εκείνης της χρονιάς ήταν και ο Άγγελος Τζωρτζίνης για τις φωτογραφίες του με τους μετανάστες στη Μυτιλήνη.
«Υπήρξα και η ίδια μετανάστρια στη Νέα Υόρκη. Το 1996, όταν ήμουν 27 χρονών, πούλησα τα πάντα και ετοίμασα τις βαλίτσες μου για να ακολουθήσω τον καλό μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με την αλαζονεία μιας λευκής Ευρωπαίας με μεταπτυχιακούς τίτλους στα οικονομικά, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να θεωρήσω τον εαυτό μου μετανάστρια. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα τη θέση μου, μετά από μια σειρά κακοπληρωμένες δουλειές του ποδαριού, που περιλάμβαναν μοίρασμα φυλλαδίων στην Times Square, υπάλληλος σε αυτόματα πλυντήρια ρούχων, ψήστης σε αλυσίδα φτηνών εστιατορίων και μοντέλο σε μαθήματα ζωγραφικής. Πολλές και κουραστικές ώρες. Χρειάστηκαν χρόνια για να ανέλθουν οι οικονομικές απολαβές μου. Η ειρωνεία είναι ότι μετά από δεκαπέντε χρόνια, αποφάσισα να επιστρέψω στο Βέλγιο για να νιώσω ότι μπορώ να μεγαλώσω την κόρη μου σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι κάποια μέρα θα έβλεπα ως μοναδική διέξοδο να στείλω το παιδί μου μόνο του σε ένα τόσο επικίνδυνο ταξίδι».
Η Grignet είχε ασχοληθεί ξανά στο παρελθόν με ένα τόσο καθαρά δημοσιογραφικό θέμα, όταν, στις αρχές της καριέρας της, επισκέφτηκε πολλές φορές την Παλαιστίνη, στα πλαίσια της συνεργασίας της με το Action Against Hunger (2005-2008). «Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή είναι ίσως μια από τις πιο προβεβλημένες συγκρούσεις στην ιστορία. Κάθε μέρα ακούμε για τα Κατεχόμενα, αλλά το μόνο που μπορούμε να δούμε στις ειδήσεις είναι ένα αίσθημα σύγχυσης και βίας. Πίσω από τις συγκλονιστικές εικόνες που βλέπουμε στην τηλεόραση, κρύβονται ανθρώπινα πρόσωπα, οικογένειες, καθημερινότητα. Μπορούμε να συνδεθούμε με τους ανθρώπους μόνο όταν ακούσουμε τις ιστορίες τους. Διαφορετικά, το να διαβάζεις για βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και πολιτικά προβλήματα δεν σημαίνει κάτι για πολλούς ανθρώπους». Στη Παλαιστίνη η Grignet χρησιμοποίησε έγχρωμο φιλμ, αλλά το συγκλονιστικό δράμα των κατοίκων που βρίσκονται σε κατάσταση ομηρείας μεταξύ της ισραηλινής επεκτατικής πολιτικής, της Χαμάς και των στρατηγικών των Παλαιστινιακών Αρχών, την εμπόδισε να υπερβεί την δημοσιογραφική καταγραφή και να δημιουργήσει ένα περισσότερο προσωπικό έργο
Η Grignet είχε διατηρήσει τη φιλία της με μια Πολωνή συνάδελφό της από την εποχή που παρακολουθούσαν μαζί μαθήματα στο ICP. Ως εκ τούτου έχει επισκεφτεί και φωτογραφήσει αρκετές φορές τη Πολωνία και έχει παρατηρήσει τις δραματικές αλλαγές που συνέβαιναν στην χώρα από το 2015, τη χρονιά που ανέλαβε την εξουσία το εξαιρετικά συντηρητικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS). Στα κείμενα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες της η Grignet μιλά για την ανησυχία που προκαλεί στους πολίτες η αντιδημοκρατική μετατόπιση της κυβέρνησης και για το τεταμένο κλίμα που διχάζει ολοένα και περισσότερο τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών και των μικρών πόλεων, που υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό το κυβερνών κόμμα, σε αντίθεση με τους κατοίκους των μεγαλύτερων πόλεων και της πνευματικής ελίτ, που κυρίως αντιτίθενται στην κυβέρνηση. Εν τούτοις τίποτα αυτά που περιγράφει στα κείμενα δεν προκύπτουν από τις φωτογραφίες της. Σ’ αυτές εικονογραφεί μια ήρεμη επαρχιακή ζωή, ολόλευκες χήνες να βολτάρουν στους αγρούς και παιδάκια να παίζουν χαρούμενα.
Μεξικό, 2018-2019
Η πιο πρόσφατη σειρά φωτογραφιών της Grignet τραβήχτηκε στο Μεξικό, σε μια χώρα που, στα μάτια της Brigitte, κατοικούν μικρά κορίτσια με μεγάλα φορέματα, φορτηγατζήδες που διανύουν ατέλειωτα χιλιόμετρα και πολλά σκυλιά. Όταν προσκλήθηκε στην Οαχάκα για ένα καλλιτεχνικό happening, το 2018, ένιωσε ότι επέστρεφε σε ένα οικείο μέρος. Περίπου 400 χιλιόμετρα νότια της Πόλης του Μεξικού, η Οαχάκα διεκδικεί τον αυτόχθονα πολιτισμό της. Το παρελθόν είναι παντού και οι κύκλοι του χρόνου φαίνεται να προσκαλούν τον επισκέπτη να ξεχάσει τη διαφθορά, τη βία, τη μετανάστευση, αλλά οι δραματικές ειδήσεις που αφορούν το Μεξικού δεν είναι ποτέ πολύ μακριά. Οι κοινωνικές ανισότητες σπρώχνουν τακτικά τους ανθρώπους στο δρόμο. Χώρα του σουρεαλισμού, του φανταστικού και του μυστηρίου, το Μεξικό ζει με τις αντιφάσεις του. «Συχνά έτρεχα μακριά από τους πολυσύχναστους τουριστικούς δρόμους του κέντρου και δραπέτευα στη Σιέρα, στα βουνά. Οι ώρες που περνούσα στα λεωφορεία ήταν ώρες περισυλλογής. Ο André Breton έγραψε ότι “η δύναμη του συμβιβασμού της ζωής και του θανάτου” ήταν “το κύριο αξιοθέατο που μας παρασύρει στο Μεξικό”. Υπήρχε μια διαχρονική αίσθηση στον τρόπο με τον οποίο οι μητέρες περπατούσαν και κουβαλούσαν τα παιδιά. Ξυπνούσα από τον ήχο των εφήβων που έπαιζαν παραδοσιακά τραγούδια στο βιολί τους. Ατελείωτα όνειρα, χωρίς μελαγχολία».
Χρήστος Κοψαχείλης, Φεβρουάριος 2025
Συνέντευξη στον Simon Fontaine με αφορμή την έκθεση της Brigitte Grignet στην γκαλερί art karoo, τον Μάρτιο του 2016.
Γιατί ασχοληθήκατε με τη φωτογραφία;
Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία! Η φωτογραφία ήταν μέρος της ζωής μου όπως και για πολλούς ανθρώπους, αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ επαγγελματικά. Με τη φωτογραφία ασχολήθηκα σχετικά αργά, γιατί πρώτα έκανα άλλες σπουδές – έπρεπε να βρω δουλειά. Ήρθα σε επαφή με τη φωτογραφία όταν βρέθηκα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το να μετακομίσεις σε μια άλλη χώρα είναι αρκετά λυτρωτικό, βλέπεις τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Έκανα λοιπόν εργαστηριακά μαθήματα μία φορά την εβδομάδα και μετά μια καθηγήτρια με ενθάρρυνε να συνεχίσω. Και ακολούθησα τη συμβουλή της. Η επαγγελματική στροφή μου προς τη φωτογραφία ήταν ενστικτώδης, ήταν αυτό που μου άρεσε και είναι αυτό που μου ταιριάζει. Μου επιτρέπει να εκφραστώ και να απελευθερωθώ από πολλά πράγματα.
Γιατί περιορίζετε τη δουλειά σας στο είδος της φωτογραφίας ντοκιμαντέρ;
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η πραγματικότητα. Δεν είμαι εννοιολογικό άτομο και από την άλλη δεν συμφωνώ στο να βάζω ετικέτες στα έργα, είναι περίπλοκο και δεν εξυπηρετεί πουθενά. Αναλαμβάνω κάποιες παραγγελίες, αλλά η προσωπική μου δουλειά είναι να πάω πέρα από τις «ειδήσεις». Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από την πραγματικότητα.
Η φωτογραφία είναι επίσης μια κατάσταση του νου. Μου αρέσει να βλέπω πώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Όλοι βλέπουμε διαφορετικά τη πραγματικότητα ανάλογα με το παρελθόν μας, τι φάγαμε το πρωί, τι είδαμε… Το ζήτημα της φωτογραφικής άποψης είναι σημαντικό, γιατί παρέχει πολλές πληροφορίες για τον δημιουργό – ποιος πραγματικά είναι και τι θέλει να κάνει.
Ζούμε σε ένα είδος θορύβου και οπτικής φασαρίας. Πώς σκέφτεσαι το μέλλον της φωτογραφίας;
Μπορεί να βομβαρδιζόμαστε από εικόνες, αλλά υπάρχει έλλειψη παιδείας στη φωτογραφία. Συχνά όταν ρωτάω τους λάτρεις της φωτογραφίας για το όνομα ενός φωτογράφου, δεν μπορούν να μου πουν ή αυτά που ξέρουν είναι συχνά επιφανειακά, λίγο αφελή και πολύ εμπορικά. Το είδος των εικόνων που διατηρούνται είναι στην πραγματικότητα ναρκισσιστικές. Ο κόσμος αρκείται στο επιφανειακό διάβασμα.
Όσο για το μέλλον του φωτορεπορτάζ, νομίζω πως είναι σκοτεινό και αβέβαιο. Τα έντυπα δεν απαιτούν πλέον συγκεκριμένη άποψη. Πώς να μπορέσουν οι επαγγελματίες να επιβιώσουν, όταν όλοι τώρα πια έχουν μια κάμερα στο χέρι και οι εφημερίδες ζητούν υλικό και από ερασιτέχνες φωτογράφους. Μια έρευνα αποκάλυψε ότι οι εφημερίδες πληρώνουν από μηδέν ως επτά ευρώ ανά εικόνα… Με άλλα λόγια, τίποτα απολύτως και αυτό είναι τρελό! Η Mary Ellen Mark μας έλεγε στα μαθήματά της: «Μη γίνετε φωτογράφοι». Υπάρχουν όλο και περισσότεροι φωτογράφοι και αυτό είναι καλό, αλλά είναι εις βάρος του επαγγέλματος. Οι επαγγελματίες φωτογράφοι αναγκάζονται να βρουν άλλες δουλειές για να επιβιώσουν. Πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους λειτουργίας.
Αν έπρεπε να διαλέξεις μόνο μία ταινία…
Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι η «Η διπλή ζωή της Βερόνικα» του Kieslowski. Λατρεύω την ατμόσφαιρα που δημιουργεί, μπορείς να μπεις απόλυτα μέσα σε αυτήν και μου έμεινε. Η φωτογραφία της είναι επίσης όμορφη.
Ένα βιβλίο…
Διαβάζω πολλή αμερικανική λογοτεχνία. Ένα βιβλίο που μου άφησε πολύ καλή εντύπωση ήταν το «A Confederacy of Dunces» του John Kennedy Toole. Είναι απολαυστικό και είναι γεμάτο πράγματα που λένε την ιστορία της Αμερικής. Δεν είναι δύσκολη λογοτεχνία, διαβάζεται εύκολα και όταν το ξεκινήσεις δεν μπορείς να το σταματήσεις. Απλώς λέει μια ιστορία.
Και μόνο ένας άλλος καλλιτέχνης…
Μόνο ένας καλλιτέχνης; Αυτό δεν γίνεται! Στη ζωγραφική, δεν έχω αγαπημένο ζωγράφο, αλλά με γοητεύει ο Constant Permeke. Μου άρεσε το φως στους πίνακές του, το οποίο μπορεί να βρεθεί και στα πορτρέτα Φλαμανδών ζωγράφων. Στη φωτογραφία, η Helen Levitt, ο Jacques-Henri Lartigue (τι θα κάναμε χωρίς Lartigue…) και ο Robert Frank για τους «Αμερικανούς». Αυτοί είναι κλασικοί που όλοι τους γνωρίζουν, αλλά παραμένουν πραγματικά αξεπέραστοι. Στη σύγχρονη φωτογραφία, μια φωτογράφος που βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα είναι η Vanessa Winship. Μου αρέσουν κυρίως φωτογράφοι που δουλεύουν με ασπρόμαυρο. Στο χρώμα μου αρέσει πολύ ο Denis Dailleux.