Τα πεζοδρόμια της πόλης είναι γεμάτα με παιδιά με σκούρο δέρμα που παίζουν, ενώ οι γιαγιάδες τους τα παρακολουθούν προσεκτικά από τα παράθυρα. Ολόκληρες οικογένειες επιστρέφουν στο σπίτι από μια βόλτα για ψώνια στη La Marqueta. Τα πλατύσκαλα μπροστά στις ταπεινές πολυκατοικίες είναι γεμάτα με έφηβους και ενήλικες που συγκεντρώνονται τη μέρα, ή και τη νύχτα, για λίγη δροσιά από την αποπνικτική καλοκαιρινή ζέστη. Μαζεύονται μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά για να συναναστραφούν με τους γείτονες ή για να απολαύσουν τις γνώριμες ρυθμικές μελωδίες της πατρίδας τους, που ξεπηδούν από ένα γωνιακό μαγαζί. Αυτά βέβαια συνέβαιναν πολύ πριν από την κυριαρχία της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Μια εκπληκτική σειρά από νέους και ηλικιωμένους κοιτάζουν την κάμερα με μάτια που στοιχειώνουν, που εκπέμπουν θαυμασμό και φόβο, επιφυλακτικότητα και ζεστασιά, αντανακλούν τόσο την ελπίδα όσο και τον πόνο των μεταναστών από μια μακρινή χώρα, καθώς προσπαθούν να κατανοήσουν έναν παράξενο νέο κόσμο από ασφαλτοστρωμένους δρόμους και θλιβερά κτίρια από σκυρόδεμα. Αυτή ήταν η γειτονιά του East Harlem που απαθανάτισε τόσο τέλεια ο Leo Goldstein σε υπέροχες φωτογραφίες, τόσο των κατοίκων της όσο και του δυστοπικού περιβάλλοντός της. Είτε είναι μικρά αγόρια που γυαλίζουν παπούτσια σε μια γωνιά του δρόμου, είτε ένας πωλητής που πουλά καραμελωμένα μήλα, είτε ένα μοναχικό καροτσάκι με λουλούδια. Άλλοτε πάλι καταγράφει μια ομάδα ανδρών και γυναικών που βολτάρουν φορώντας τα καλά τους ρούχα μετά τη Λειτουργία της Κυριακής σε αλέες σκεπασμένες με μπάζα από την ανελέητη κατεδάφιση που προηγείται της αστικής ανοικοδόμησης.

Όταν το 1949 ο Leo Goldstein βγήκε, με την -αγορασμένη από δεύτερο χέρι- διοπτική Rolleiflex, στους δρόμους αυτού που τελικά θα γινόταν γνωστό ως Ισπανικό Χάρλεμ, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έγραφε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της φωτογραφίας. Γνωστό τότε ως East Harlem, και τελικά αποκαλούμενο «El Barrio» (Η γειτονιά) από τους ισπανόφωνους κατοίκους του, αυτό το τμήμα του Μανχάταν απορρόφησε ήδη από τη δεκαετία του 1860, εισροές μεταναστών από την Ιρλανδία, τη Γερμανία και διάφορες σκανδιναβικές και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν μετακινηθεί έξω από αυτή τη περιοχή μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την εποχή που ο Goldstein ξεκίνησε να φωτογραφίζει εκεί, αυτή η υποβαθμισμένη, αλλά οικονομικά προσιτή περιοχή είχε γίνει πόλος έλξης για Λατίνους και ισπανόφωνους μετανάστες της εργατικής τάξης από την Κούβα, το Μεξικό και τη Δομινικανή Δημοκρατία, κυρίως όμως από το Πουέρτο Ρίκο. Μια μικρή αποικία μεταναστών από αυτό το ηλιόλουστο νησί της Καραϊβικής υπήρχε στην πόλη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως άλλαξε τα δεδομένα. Δεκάδες χιλιάδες Πορτορικανοί από το νησί κλήθηκαν να πολεμήσουν και όταν αυτοί οι βετεράνοι επέστρεψαν από το μέτωπο, πολλοί επέλεξαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να κατευθυνθούν στη Νέα Υόρκη. Η βιομηχανία στις βόρειες πολιτείες χρειαζόταν φτηνό ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, ενώ η ονομαστικά αυτόνομη κυβέρνηση του Πουέρτο Ρίκο ήταν πρόθυμη να ενθαρρύνει τη μαζική μετανάστευση για να ανακόψει την κοινωνική αναταραχή μεταξύ των φτωχών μαζών του νησιού. Και δεδομένου ότι οι Πορτορικανοί ήταν ήδη πολίτες των ΗΠΑ, υπήρχαν λίγα εμπόδια στη μετανάστευση τους.

Ο Goldstein υπήρξε και ο ίδιος μετανάστης σ’ αυτές τις γειτονιές. Γεννήθηκε το 1901 στο Kishniev στην περιοχή της Βεσσαραβίας (τώρα Μολδαβία) της τσαρικής Ρωσίας. Το 1906, η οικογένειά του μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη για να ξεφύγει από τα πογκρόμ κατά των Εβραίων. Σε νεαρή ηλικία, ο Leo διαγνώστηκε με φυματίωση και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το γυμνάσιο πριν το τελειώσει. Παρά την έλλειψη επίσημης εκπαίδευσης, ο Goldstein ήταν ένας ικανός γλύπτης. Σκάλιζε σε πέτρα, γύψο και ξύλο, μια ενασχόληση, που συνεχιζόταν παράλληλα με τις δουλειές που έκανε, καθώς ήταν το τέταρτο από τα 13 παιδιά της οικογένειας και αναγκαστικά ξεκίνησε να εργάζεται από νεαρή ηλικία για να συνεισφέρει στα έσοδα. Το πώς έφτασε να φωτογραφίσει στο Ανατολικό Χάρλεμ, αν και είχε μετακομίσει αλλού κατά την περίοδο που έκανε αυτές τις φωτογραφίες, παραμένει ασαφές. Πιθανότατα προέκυψε από έναν συνδυασμό της εξοικείωσης του με αυτή τη γειτονιά, στην οποία δεν ένιωθε ξένος και του γεγονότος ότι προερχόταν από την ίδια οικονομική τάξη με τους τότε κατοίκους της και είχε βιώσει μια παρόμοια αποξένωση -γεωγραφική, πολιτιστική και γλωσσική- όταν μετανάστευσε σαν παιδί από τη Ρωσία. Επιπλέον, ως εργάτης ο ίδιος και αφοσιωμένος στις αριστερές ιδέες -παρότι βρισκόταν στην αρχή της εποχής McCarthy και του «Red Scare»- ο Goldstein σίγουρα αισθάνθηκε αλληλεγγύη με όλους όσους καταπιέζονταν και προσπαθούσαν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο στην πόλη που τους είχε υποδεχτεί.

Ο Goldstein άρχισε να ενδιαφέρεται για τη φωτογραφία σε μια εποχή που μόλις είχε αρχίσει η τριτοβάθμια εκπαίδευση στο μέσο. Στο Rochester, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, είχε ιδρυθεί το Institute of Technology, που το χρηματοδοτούσε η Kodak. Στην περιοχή του Σικάγο μπορούσε κάποιος να σπουδάσει στο Institute of Design, σε ένα πρόγραμμα που καθιέρωσε εκεί ο Ούγγρος μετανάστης Laszlo Moholy-Nagy, ο οποίος το είχε επινοήσει για το Bauhaus της Βαϊμάρης και το μετέφερε στις ΗΠΑ, λίγο πριν την έναρξη του Β’.Π.Π. Μερικές ακόμη σχολές σε όλη τη χώρα πρόσφεραν μαθήματα φωτογραφίας, τα περισσότερα από τα οποία όμως έδιναν έμφαση στις διάφορες εφαρμοσμένες τεχνικές: φωτογράφιση προϊόντων, πορτρέτα στούντιο, αρχιτεκτονικές και επιστημονικές χρήσεις κ.λπ..Εκτός από αυτές τις περιορισμένες επιλογές, που ήταν διαθέσιμες κυρίως σε όσους ήταν φοιτητές στα κολέγια, οι υπόλοιποι που ήθελαν να μάθουν πώς να βγάζουν φωτογραφίες με τις μηχανές τους έπρεπε να καταφύγουν στα ήδη άφθονα εγχειρίδια και περιοδικά που απευθύνονταν στους ερασιτέχνες ή να παρακολουθήσουν κάποια περιστασιακά εργαστήρια, στα οποία δίδασκαν προσωπικότητες όπως ο Ansel Adams και ο Minor White. Όμως ο ασφαλέστερος τρόπος ήταν να εγγραφούν στη κοντινότερη φωτογραφική λέσχη που υπήρχε στη πόλη τους. Αυτές οι λέσχες, ακόμη και στην Ελλάδα, έπαιξαν έναν σημαντικό, αλλά ακόμα παραγνωρισμένο, ρόλο τόσο στην εκπαίδευση των μελών τους, όσο και στην κοινωνικοποίησή τους, εννοώντας την ένταξή τους σε ένα τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, ακόμη και διεθνές δίκτυο ανθρώπων που μοιράζονταν ένα κοινό ενδιαφέρον για τη φωτογραφία. Σε αυτές τις λέσχες ο ερασιτέχνης μπορούσε με ελάχιστο κόστος να βρει έμπειρους φωτογράφους για να του δείξουν πως να χρησιμοποιεί τη μηχανή του, πώς να εμφανίζει τα φιλμ και να εκτυπώνει τις φωτογραφίες του στο σκοτεινό θάλαμο της λέσχης, ακόμη και να του δίνουν συμβουλές για το πως θα βελτιώσει τη ποιότητα των φωτογραφιών του. Για πολλούς αυτές οι λέσχες λειτούργησαν ως σημεία εισόδου τους στον επαγγελματικό χώρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Goldstein, προκειμένου να βελτιώσει τις γνώσεις του, εντάχθηκε στη πιο φημισμένη λέσχη της Νέας Υόρκης, τη Photo League, η οποία ιδρύθηκε το 1930, στην αρχή της Μεγάλης Ύφεσης και ο αρχικός της τίτλος ήταν Worker’s Camera League. Ήταν μια σαφώς αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων εκδοχή των παραδοσιακών φωτογραφικών λεσχών που υπήρχαν τότε στις ΗΠΑ. Τα μέλη της έδιναν έμφαση στο κοινωνικό ντοκιμαντέρ με απώτερο σκοπό την κοινωνική μεταρρύθμιση. Δεν ήταν το αποκλειστικό μέλημα τους, αλλά ήταν σίγουρα σαφώς προσανατολισμένοι προς αυτή την κατεύθυνση – τη φωτογραφική εκδοχή του κοινωνικού σχολιασμού. Αυτή η προσήλωση ήταν εντελώς ασυνήθιστη από άποψη περιεχομένου και στάσης στις άλλες φωτογραφικές λέσχες. Μοναδική μεταξύ τέτοιων λεσχών, όχι μόνο στην περιοχή της Νέας Υόρκης, αλλά και σε εθνικό επίπεδο, άσκησε τεράστια επιρροή που είναι αισθητή ακόμα και σήμερα. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι, παρά τη πολιτική τους τοποθέτηση, οι φωτογραφίες που τράβηξαν τα μέλη της Λίγκας αν και ξεχειλίζουν από ανθρωπιά, απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν στρατευμένες και μονοδιάστατες.

Όταν ο Goldstein εντάχθηκε στη Photo League το 1949, στη σκοτεινή εποχή του Γερουσιαστή George McCarthy, η λέσχη είχε ήδη ταξινομηθεί ως ανατρεπτική οργάνωση από τον Γενικό Εισαγγελέα των ΗΠΑ Tom C. Clark και είχε μπει στη μαύρη λίστα του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ από το 1947. Και μόνο αυτό δείχνει τη δέσμευσή του Leo στα ιδανικά της λέσχης και το θάρρος του, αλλά υποδηλώνει ότι και η εμπλοκή του στη Λίγκα διήρκεσε μόλις δυο χρόνια πριν κλείσει οριστικά το 1951. Σ΄ αυτό το σχετικά μικρό χρονικό διάστημα ο Goldstein πρόλαβε να συναντήσει τα θρυλικά πλέον μέλη της Photo League όπως οι Paul Strand, Ralph Steiner, Berenice Abbott, Sol Libsohn, Sid Grossman (που υπηρέτησε ως διευθυντής του Photo League School), Walter Rosenblum, Eliot Elisofon, Morris Engel, Jerome Liebling, Aaron Siskind, Dan Weiner, Lou Bernstein, Arthur Leipzig, Louis Stettner, Lisette Model και Ruth Orkin. Άλλοι αξιόλογοι φωτογράφοι που, αν και δεν ήταν επίσημα μέλη, συμμετείχαν στις δραστηριότητες της λέσχης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όπως οι Margaret BourkeWhite, W. Eugene Smith, Helen Levitt, Arthur Rothstein, Beaumont Newhall, Nancy Newhall, Richard Avedon, Weegee, Robert Frank, Ansel Adams, Edward Weston και Minor White. Στη Photo League είχε επίσης εμπιστευτεί τη συλλογή των φωτογραφιών του ο Lewis Hine (1874-1940) και οπωσδήποτε αυτή η πνευματική κληρονομιά, όπως και το πνεύμα του προκάτοχου του Jacob Riis (1849-1 914) καθοδηγούσαν τα μέλη της Λίγκας. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ένα πιο γόνιμο πνευματικό και δημιουργικό περιβάλλον για έναν ανερχόμενο φωτογράφο.

Τα μέλη της Photo League συμμετείχαν συχνά σε ομαδικές θεματικές εκθέσεις. Μία από αυτές ήταν η «Harlem Document» που αποτελείτο από φωτογραφίες δέκα φωτογράφων με επικεφαλής τον Aaron Siskind, που είχαν τραβηχτεί στη πενταετία 1936-1941. Αν και αυτή η έκθεση ήταν προγενέστερη της ένταξης του Goldstein στη Λίγκα, και δεν διασώθηκε σε καμία δημοσίευση εκείνη την εποχή, είναι σίγουρο ότι στα αρχεία της λέσχης θα βρίσκονταν εκτυπώσεις και σημειώσεις από το συγκεκριμένο έργο, οι οποίες μπορεί κάλλιστα να είχαν χρησιμεύσει ως πρότυπο για την μεταγενέστερη φωτογράφιση του Goldstein στο Ισπανικό Χάρλεμ.

Η χρήση του μεσαίου φορμά της Rolleiflex από τον Goldstein έχει κι ένα άλλο, λιγότερο άμεσα ορατό, αποτέλεσμα στις φωτογραφίες του. Απ’ τη μια η μηχανή ήταν αρκετά μικρή –σε σχέση με τις προηγούμενες μηχανές στούντιο ή τις θρυλικές φορητές Graflex-, ώστε να μην γίνεται ενοχλητική η παρουσία του φωτογράφου. Απ’ την άλλη δεν μπορεί κανείς να τη χειριστεί τόσο γρήγορα όσο μια τηλεμετρική 35 mm. Δεν προσφέρεται δηλαδή για λήψεις όπως αυτές που συνήθως συνδέουμε με τη «φωτογραφία δρόμου». Όπως γίνεται εύκολα φανερό ο Goldstein, έκανε σαφή τη παρουσία του στους ανθρώπους που φωτογράφιζε, δεν «έκλεβε» τις εικόνες τους. Τους έδινε την ευκαιρία να ποζάρουν όπως οι ίδιοι ήθελαν, σεβόμενος τις προσωπικότητές τους. Επιπλέον, ο φωτογράφος που χρησιμοποιεί μια τέτοια διοπτική μηχανή, τη κρατά συνηθέστερα, στο ύψος της μέσης, κοιτάζοντας προς τα κάτω το είδωλο που σχηματίζεται στο θαμπόγυαλο. Κατά συνέπεια, ο φακός βρίσκεται χαμηλότερα και κοιτάζει ελαφρώς προς τα πάνω στις λήψεις των ενηλίκων, και αντιμετωπίζει τα παιδιά κατά μέτωπο, από το δικό τους ύψος. Αυτό επιφέρει μια θετική ψυχολογική επίδραση, πρώτα απ’ όλα στον άνθρωπο που φωτογραφίζεις (είναι λιγότερο συγκρουσιακό από το να κοιτάς αφ υψηλού) και στη συνέχεια στην ίδια την εικόνα και, μέσω αυτής, στον θεατή. Το να κοιτάς κάποιον από χαμηλότερη θέση εξυψώνει τον φωτογραφιζόμενο, και ειδικά αν τον προσεγγίζεις έχοντας άμεση οπτική επαφή και απόλυτο σεβασμό, όπως στα περισσότερα πορτρέτα του Goldstein.

Εκτός από το East Harlem, ο Goldstein φωτογράφησε επίσης στο Μεξικό και στη Γουατεμάλα κατά τη δεκαετία του 1960. Υπήρξε μαθητής του Paul Strand, στα χρόνια της μαθητείας του στη Photo League και κράτησε επαφή μαζί του μετά τη διάλυση της Λίγκας. Η επιρροή του Strand στον Leo είναι ξεκάθαρη στα πορτρέτα που έκανε στο Μεξικό. Ο Leo τράβηξε επίσης μια σειρά φωτογραφιών στην ύπαιθρο του Βερμόντ την ίδια περίοδο. Το ενδιαφέρον να διατηρήσει ένα αρχείο με μερικά από τα όμορφα κτίρια στις γειτονιές της πόλης της Νέας Υόρκης τον οδήγησε να δημιουργήσει μια άλλη σειρά από φωτογραφίες κτιρίων στο Μπρούκλιν. Αυτή η τελευταία δουλειά στεγάζεται σήμερα στα αρχεία του Μουσείου της Πόλης της Νέας Υόρκης.

Ο Goldstein είχε φτιάξει ένα σκοτεινό θάλαμο στο υπόγειο της πολυκατοικίας που έμενε για να επεξεργάζεται τα αρνητικά και για να τυπώνει τις φωτογραφίες του. Ο γιος του Leo, Fred, θυμάται ότι ο πατέρας του εργαζόταν πολύ σκληρά στο θάλαμο, τυπώνοντας τις φωτογραφίες του ξανά και ξανά μέχρι να αποκτήσει τις φωτεινές και τις σκιερές περιοχές της εικόνας όπως ακριβώς τις ήθελε. Ο τελειομανής Goldstein πίστευε ότι η εμφάνιση και η εκτύπωση των φωτογραφιών του από τον ίδιο, ήταν το ίδιο δημιουργική διαδικασία όσο και η λήψη της φωτογραφίας. Ήταν τόσο απόλυτος σε αυτό που απέρριψε την πρόσκληση για να υποβάλει αρνητικά για χρήση στην έκθεση Family of Man, επειδή θεώρησε ότι το να τυπώσει κάποιος άλλος μια φωτογραφία από το αρνητικό του δεν θα αντιπροσώπευε πραγματικά το έργο του.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Goldstein ξεκίνησε ένα τελευταίο του σχέδιο με σκοπό να φωτογραφίσει πέτρινα γλυπτά σε παλιά κτίρια, κυρίως στο Upper West Side του Μανχάταν, όπου ζούσε τότε. Ως ερασιτέχνης γλύπτης ο ίδιος, ανησυχούσε ιδιαίτερα για τη διατήρηση αυτών των ιδιαίτερων καλλιτεχνικών εκφράσεων, οι οποίες επρόκειτο να καταστραφούν στα πλαίσια της ευρύτερης ανοικοδόμησης για τον εκσυγχρονισμό της πόλης. Εργαζόταν για τη δημοσίευση ενός βιβλίου με αυτές τις φωτογραφίες όταν αρρώστησε και πέθανε. Μετά το θάνατο του, το 1972, δεν βρέθηκε κανένα από τα αρνητικά του. Ενδεχομένως θα είχαν πεταχτεί όταν διαλύθηκε ο σκοτεινός του θάλαμος, γεγονός που δείχνει πόσο λίγο αναγνωρισμένη ήταν η αξία του έργου του εκείνη την εποχή. Αυτές που έχουν διασωθεί είναι περίπου 250 καλά τυπωμένες φωτογραφίες του, οι οποίες εκπέμπουν ηρεμία και τρυφερότητα και αντανακλούν τα συναισθήματα του Goldstein όταν προσέγγιζε για να φωτογραφίσει τους κατοίκους του Harlem. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές και κοινωνικές του θέσεις, οι φωτογραφίες μένουν μακριά από μια ρηχή καταγγελτική συνθηματολογία και αντανακλούν έναν βαθύ ανθρωπισμό και την αγάπη του για τους γείτονες της διπλανής πόρτας.

Οι λάτρεις της φωτογραφίας πρέπει να αισθάνονται πολύ τυχεροί που διασώθηκε, έστω και αυτό το μικρό μέρος του έργου του. Λίγες ήταν οι φωτογραφίες του που είχαν παρουσιαστεί σε εκθέσεις και δημοσιεύσεις του έργου της Photo League. Ξεκινώντας με τη συμμετοχή του στην έκθεση «This Is the Photo League» (1948-1949) και στο βιβλίο «This Was the Photo League» που εκδόθηκε πολύ αργότερα, το 2001, από την γκαλερί Stephen Daiter & John Cleary. Η δουλειά του συμπεριλήφθηκε επίσης στην αναδρομική έκθεση «The Photo League, 1936-1951», που οργανώθηκε από τον Howard Greenberg στη γκαλερί Photofind στο Woodstock της Νέας Υόρκης το 1985. Καθώς λοιπόν η συντριπτική πλειονότητα των φωτογραφιών του Leo δεν είχε προβληθεί ή αναπαραχθεί ποτέ, είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι το 2019 εκδόθηκε το βιβλίο «Leo Goldstein: East Harlem – The Postwar Years», που περιέχει 70 φωτογραφίες του, με επιμέλεια της εγγονής του Naomi Goldstein, προκειμένου να διασωθεί το έργο του και να δοθεί η ικανότητα σε ένα ευρύτερο κοινό να το γνωρίσει.

Χρήστος Κοψαχείλης, Οκτώβριος 2023

Πηγές:

  • Leo Goldstein: East Harlem – The Postwar Years, PowerHouse Books, 2019
  • D. Coleman: Leo Goldstein in East Harlem
  • Naomi Goldstein: About the Artist Leo Goldstein