Mario Giacomelli (1925-2000)
«Για μένα η φωτογραφία είναι σαν μια μισό-κλειστη πόρτα που μπορείς να ανοίξεις. Είναι σαν μια ουλή: μια σάρκα που ανοίχτηκε, που επουλώθηκε, αλλά μπορεί να ξανανοίξει».
Ο Mario Giacomelli είναι ο φωτογράφος που έφερε στην επιφάνεια τον κόσμο του υποσυνείδητου. Οι εικόνες του, φαινομενικά τόσο απλές και φυσικές, είναι φορτισμένες με τα πιο σύνθετα συναισθήματα. Εκφράζουν τη χαρά της ζωής, τους πατρογονικούς φόβους, τον έρωτα, το λυρισμό της ποίησης, τη βία που ασκεί η αστική κοινωνία, την ελευθερία της φυγής μέσα από τη φαντασία, τους βαθύτερους συλλογισμούς πάνω στην ανθρώπινη φύση και στη Φύση γενικά. Οι φωτογραφίες του Giacomelli συλλαμβάνουν το μεταφυσικό, το ονειρικό. Αν επιχειρήσουμε να τις δούμε ψυχρά, εξετάζοντας φόρμες και μορφές, χάνουν τελείως το νόημα τους. Κι αυτό συμβαίνει επειδή η δουλειά του δεν στηρίζεται στη στείρα λογική της εικόνας, αλλά στη συναισθηματική συνέπεια μιας έρευνας στα βάθη της ανθρωπινής ψυχής την οποία ο φωτογράφος μας παρουσιάζει σε διάφορες, ίσως και αντιφατικές εκδηλώσεις της.
Ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του επαγγελματία τυπογράφο, αυτοδίδακτο και παθιασμένο ερασιτέχνη φωτογράφο, που χρησιμοποιεί τη φωτογραφική μηχανή με οδηγό αποκλειστικά και μόνο τη φαντασία και τη διαίσθηση του. Γεννημένος το 1925 στη Senigallia – μια επαρχιακή πόλη στα παράλια της Αδριατικής, κοντά στην Ανκόνα – γιος μιας αγροτικής οικογένειας με τρία παιδιά, χάνει νωρίς τον πατέρα του και αρχίζει να δουλεύει ως βοηθός σε τυπογραφείο.
Η τέχνη της τυπογραφίας τον κατακτά, εξελίσσεται σε άριστο τυπογράφο και γραφίστα και τελικά γίνεται ιδιοκτήτης της μικρής επιχείρησης. Μολονότι, λόγω της δουλειάς, συχνά αναγκάζεται να παραμελεί το σχολείο, μελετά με πάθος ποίηση και ζωγραφική και παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις στο χώρο της τέχνης. Το 1947 γνωρίζεται με τον Giuseppe Cavalli, ιδρυτή της ομάδας “La Bussola (Η Πυξίδα), και γοητεύεται από τις πολιτιστικές και αισθητικές απόψεις της ομάδας σύμφωνα με τις οποίες το θέμα σ’ ένα έργο τέχνης δεν έχει τόση σημασία όσο η σύνθεση, οι τόνοι των χρωμάτων, η έννοια του χώρου. Ο Cavalli γίνεται φίλος του και σύντροφος στην καλλιτεχνική του πορεία. Τα Χριστούγεννα του 1953 ο Giacomelli αποφασίζει να αγοράσει, με τις μικρές του οικονομίες, μια μοτοσικλέτα, αλλά την πρώτη κιόλας μέρα, τρέχοντας με τους φίλους του, καταστρέφει τον κινητήρα. Με τις 800 λίρες που του περισσεύουν αγοράζει μια φωτογραφική μηχανή, σαν παρηγοριά για τη μοτοσικλέτα που έχασε. Έτσι αρχίζει η φωτογραφική του καριέρα.
Τις πρώτες του φωτογραφίες τις τραβάει κοντά στη θάλασσα: φωτογραφίζει το κύμα στη χειμωνιάτικη ακτή της Αδριατικής. Χρησιμοποιεί τη φωτογραφική μηχανή ενστικτωδώς, χωρίς να έχει ακόμη την παραμικρή γνώση πάνω στην τεχνική της φωτογραφίας. Τον οδηγούν η αισθητική ευαισθησία του και ο ενθουσιασμός για την ανακάλυψη των εκφραστικών δυνατοτήτων που προσφέρει η χρήση αυτού του “εργαλείου”. Συνεχίζει φωτογραφίζοντας τοπία και όταν πια αισθάνεται έτοιμος να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο, αποδίδει με τις φωτογραφίες τον το εσωτερικό τοπίο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πάντα πιστός στην προσωπική ελευθερία, είναι ένας από τους λίγους φωτογράφους που δεν ακολουθεί κανένα γνωστό φωτογραφικό ρεύμα, επιδεικνύοντας μιαν έντονη και απόλυτη αυτονομία. Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο στους φωτογραφικούς κύκλους της εποχής. Πολλοί δυσκολεύτηκαν να δεχτούν την ιδιομορφία των εικόνων του, την προσωπική του άποψη στον τρόπο σύλληψης του πλάνου και την ασυνήθιστη τεχνική του. Οι κριτικοί τον κατηγόρησαν για τις “καμένες” φωτογραφίες τον, για την υπερβολή στις αντιθέσεις και για την έλλειψη νοήματος στη δουλειά του.
Πολλοί όμως ήταν εκείνοι που εκτίμησαν αυτήν ακριβώς την ιδιομορφία. Πρώτος ο Paolo Monti, ιδρυτής της ομάδας “Η Γόνδολα”, αναγνωρίζει το ταλέντο του και, παρά την έντονη καλλιτεχνική διαμάχη με την ομάδα των φωτογράφων στην οποία ανήκει ο Giacomelli, προτείνει να του δοθεί το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό για τον καλύτερο Ιταλό φωτογράφο του 1955. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1964, ο John Szarkowski – διευθυντής τότε του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης – επιλέγει, τον Giacomelli, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους φωτογράφους, για μια έκθεση που άφησε εποχή στο χώρο της φωτογραφίας. Σκοπός της έκθεσης ήταν να καταγράψει την πορεία της αισθητικής της φωτογραφικής τέχνης, παρουσιάζοντας τα έργα των 100 σημαντικότερων φωτογράφων απ’ όλο τον κόσμο.
Η συμμετοχή στην έκθεση αυτή ήταν το πρώτο βήμα προς την παγκόσμια φήμη που κατάκτησε ο Giacomelli. Μία φωτογραφία από τη σειρά “Scanno”, εκείνη του αγοριού που εμφανίζεται μετέωρο ανάμεσα σε δύο γυναικείες σιλουέτες, ήταν αυτή που διάλεξε ο Szarkowski για την έκθεση της Νέας Υόρκης και που περισσότερο ταυτίστηκε με το έργο του φωτογράφου. Το Scanno είναι ένα απομακρυσμένο χωριό στην επαρχία του Abruzzo, που ο Giacomelli επισκέφτηκε το 1957. Ένας χώρος, όπου το παρόν συναντιέται με το παρελθόν, έδωσε το υλικό για μια θαυμάσια φωτογραφική συλλογή. Αρχαίοι ρυθμοί και παραδόσεις ενός αυθεντικού πολιτισμού ξεπηδούν με αρμονία από τις φαινομενικά κοινότοπες σκηνές της καθημερινής ζωής οι οποίες, παρά την απλότητα τους, εμφανίζονται ως μη ρεαλιστικές στο φακό του Giacomelli.
Ακολουθούν άλλες εκθέσεις σε μερικά από τα σημαντικότερα μουσεία όλου του κόσμου, όπως το Metropolitan Museum της Νέα; Υόρκης, η Bibliotheque Nationale στο Παρίσι, το Victoria and Albert Museum στο Λονδίνο, το Μητροπολιτικό Μουσείο του Τόκιο, το Μουσείο Πούσκιν στη Μόσχα. Ο Giacomelli καθίσταται, στο εξωτερικό, ένας από τους πρεσβευτές της ιταλικής φωτογραφίας. Οι φωτογραφικές συλλογές του γίνονται πασίγνωστες. ‘Verra la morte e avra I tuoi occhi’ (1955-56,1966-68) είναι ο τίτλος μιας απ’ αυτές. “Θα έρθει ο θάνατος και θα έχει τα μάτια σου”: Ο τραγικός στίχος του Cesare Pavese συνοψίζει τέλεια το νόημα του φωτογραφικού ντοκουμέντου που ο Giacomelli πραγματοποίησε μέσα σ’ έναν οίκο ευγηρίας για άπορους. Η αγωνία για επιβίωση, η πίκρα για την εγκατάλειψη και η απόγνωση της ύπαρξης στα όρια του υποφερτού χαρακτηρίζουν αυτό το θλιβερό χρονικό. Ο φωτογράφος μας σοκάρει, καταγγέλλει, ίσως με κυνισμό, μια σκληρή και απαράδεκτη πλευρά της ζωής χωρίς, ούτε στιγμή, να παρασύρεται σε υπερβολικούς μελοδραματισμούς όπως άλλοι φωτογράφοι που προσέγγισαν το ίδιο θέμα. Ο φακός του, ανελέητος, καταγράφει πόσο υποφέρουν οι ηλικιωμένοι, με μόνη συντροφιά τις παραισθήσεις τους και το χρόνο που δεν κυλά στην αναμονή μιας επίσκεψης. Ποτέ όμως δεν προσβάλλει την αξιοπρέπεια τους. Ο Giacomelli γνωρίζει καλά το χώρο (η μητέρα του δούλευε σε τέτοιο ίδρυμα), τον σέβεται και τον χρησιμοποιεί για να εμβαθύνει την ερευνά του στα αινίγματα της ανθρώπινης ψυχής. Η δραματικότητα των σκηνών προσλαμβάνει μεγαλύτερη έμφαση από την εκτυφλωτική λάμψη του φλας. Ένα όργανο, το φλας, που θα χρησιμοποιήσει και σε άλλες περιστάσεις για να μπορέσει, όπως αυτός ισχυρίζεται, να φωτογραφίζει όποτε θέλει, χωρίς να λογαριάζει τον φωτισμό του περιβάλλοντος.
Αυτή η αστείρευτη επιθυμία του να πλησιάσει και να κατανοήσει το μυστήριο της ζωής χαρακτηρίζει σχεδόν όλο το έργο του. Το 1957 επισκέπτεται την πόλη της Lourdes, τόπο προσκυνήματος για χιλιάδες πιστούς απ’ όλο τον καθολικό κόσμο, που ελπίζουν στη βοήθεια της θαυματοποιού Παναγιάς. Το αποτέλεσμα είναι, ακόμη, ένας βαθιά ανθρώπινος και τραγικός κύκλος φωτογραφιών, ένα είδος μύησης στον κόσμο των θρησκευτικοί τελετουργιών που μαρτυρούν τη λαχτάρα για ζωή. Αναζητώντας την επαλήθευση της ανθρώπινης οδύνης, ο Giacomelli ανακαλύπτει την υπέρμετρη πίστη και τη δύναμη της ελπίδας, που μας τις μεταδίδει μέσα από εικόνες ασφυκτικά γεμάτες από ανθρώπους που τους ενώνει η ίδια αρχή: η ικεσία για τη σωτηρία.
Λίγο αργότερα, το 1962, ο Giacomelli πραγματοποιεί την περίφημη φωτογραφική ενότητα των “μικρών παπάδων”, που κάπως αμβλύνει τη δραματικότητα των φωτογραφιών του, αλλά δεν ξεφεύγει από το στόχο της υπαρξιακής αναζήτησης. Οι εκπαιδευόμενοι κληρικοί μαθητές μιας ιερατικής σχολής είναι νέοι, χαρούμενοι, αγνοί και άδολοι σαν το αμόλυντο κομμάτι της ψυχής που ο καθένας μας μεταφέρει μέσα του. Εικόνες τέτοιας γραφικής τελειότητας σίγουρα δεν προέκυψαν στην τύχη, αλλά χάρη στην εξαιρετική ικανότητα του φωτογράφου να βλέπει, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όχι μόνο την επιφανειακή όψη των πραγμάτων, μα και τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από αυτή. Σκούρες σιλουέτες κινούνται πάνω στο εκτυφλωτικό λευκό του φόντου, διαγράφοντας μαγικούς χορούς και ξέγνοιαστα παιχνίδια. Στο τέλος του σεμιναρίου η ξεγνοιασιά θα τελειώσει, η χαρά της ζωής θα θυσιαστεί χάρη στην αφοσίωση. Η αλληγορία των εικόνων συμπληρώνεται από τη μεταφορική σημασία του τίτλου που ο Giacomelli δανείζεται, γι’ άλλη μια φορά, από ένα στίχο: “Io non ho mani che mi accarezzino il viso“ (”Εγώ δεν έχω χέρια που να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο”), από ένα ποίημα του Davide Turoldo. Για άλλη μια φορά μας θυμίζει πόσο σημαντικός είναι ο δεσμός του με την ποίηση.
Η φωτογραφική μηχανή του Giacomelli, την οποία χρησιμοποιεί, εδώ και δεκαετίες είναι απλούστατη: μια παμπάλαια μηχανή-σώμα πάνω στην οποία είναι προσαρμοσμένος ένας απλούστατος φακός, που μαζί παράγουν αρνητικά 6×8,5 cm. Όπως λέει ο ίδιος, “δεν είναι πια ένα τεχνικό μέσο, αλλά ένα πνευματικό εργαλείο”. Η εμφάνιση των φιλμ του δεν είναι λιγότερο προσεγγιστική: όλα αυτά τα χρόνια δεν χρησιμοποίησε ποτέ ένα θερμόμετρο για να μετρήσει τη θερμοκρασία των υγρών. Κι εδώ δεν πρόκειται για φιλαρέσκεια, αλλά μια αρχική στάση του φωτογράφου: ότι δεν είναι τόσο σημαντικό το φωτογραφικό μέσον, μα αυτό που βρίσκεται μπροστά στη φωτογραφική μηχανή. Αν η φωτογραφική διαδικασία έχει περιθώρια ανοχής πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που συνήθως της αποδίδονται, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει όμως και το γεγονός ότι η υπέρβαση κάποιου κανόνα συνέπεσε όχι μόνο με μια ακριβή εκφραστική πρόθεση, αλλά και με μια τυπολογική ταυτότητα του πρώτου αντικειμένου που επιλέχθηκε απ΄ αυτόν: το αγροτικό τοπίο των Marche.
Τραβάει φωτογραφίες μόνο όταν βλέπει κάτι που βρίσκεται σε συντονισμό με τις εσωτερικές αναζητήσεις του. Όταν όμως η εικόνα που ψάχνει δεν υπάρχει στο απέραντο σκηνικό της πραγματικότητας, ο Giacomelli δεν διστάζει να την πλάσει ο ίδιος. Γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι να αποτυπώσει την πραγματικότητα, αλλά να καταστήσει ορατούς τους συλλογισμούς του και τις σκέψεις του. Αυτή η εμμονή στα προσωπικά του οράματα δεν τον αφήνει να ακολουθήσει καμία περπατημένη οδό, παρά μόνο το ένστικτό του. Γι’ αυτό ο Giacomelli είναι ο μόνος δάσκαλος του εαυτού του και για τον ίδιο λόγο είναι σχεδόν αδύνατο να αντιγράψει κανείς το στιλ του. Πράγματι, ο Giacomelli δεν έχει μαθητές ούτε οπαδούς που τον μιμούνται, γιατί η τεχνική και το στιλ του δεν διδάσκονται. Μας δίνει όμως, με το σύνολο του έργου του, το παράδειγμα και τη θεωρητική προτροπή για μια φωτογραφία ελεύθερη, μια τέχνη που εφευρίσκει συνεχώς καινούριες διεξόδους, αναζητώντας τον κόσμο πίσω από τις επιφάνειες των πραγμάτων.
Για μένα το τοπίο είναι αυτή η γη που δε βρίσκει ποτέ ησυχία. Το υλικό για τις εικόνες των τοπίων το δημιούργησε ο άνθρωπος με τη δουλειά του. Τα σημάδια που ψάχνω και φωτογραφίζω είναι ο καρπός του ιδρώτα του και της κούρασης του. Αν στις φωτογραφίες μου τοπίων δεν υπάρχει ποτέ ο ουρανός, είναι γιατί από κει πάνω στον χωρικό που δουλεύει τη γη δεν έρχεται τίποτα, κι εκείνο που του λείπει δεν μπορεί να το βρει παρά στη γη.
Στο τοπίο αυτά τα μαύρα κι αυτά τα άσπρα είναι σημαντικά: το μαύρο είναι η ζωή του χωρικού, το λευκό είναι ο ήλιος, εκείνη η ελπίδα που μπορεί να πεθάνει.
Εκείνο το άσπρο κι εκείνο το μαύρο, σχεδόν αναγνώσιμο, καταστρέφει ένα μέρος εκείνου του ρεαλισμού που η φωτογραφική εικόνα μπορεί να δώσει. Στις φωτογραφίες μου δεν υπάρχει τίποτα το αφηρημένο αλλά μόνο το ουσιαστικό.
Στις εικόνες που εγώ πραγματοποίησα αμφιβάλλω αν υπάρχει κάτι τυχαίο. Στη φωτογραφική εικόνα, εκείνη τη στιγμή που σταματάς, βάζεις μέσα όλα τα πράγματα που είχες προηγουμένως αποθηκεύσει με την εμπειρία, τη ζωή.
Πηγές:
- Αφροδίτη Οικονομίδου : Mario Giacomelli – Περιοδικό Φωτογράφος
- Silvio Giachino : Mario Giacomelli – Φωτογραφική Συγκυρία, Θεσσαλονίκη 1992
- Mario Giacomelli : Charta Edition