Το 1991, σε μια επίσκεψή μου στο Άμστερνταμ, έτυχε να γνωρίσω, επιφανειακά είναι η αλήθεια, τη δουλειά του Eduard “Ed” van der Elsken στην έκθεση «Once Upon A Time», που οργάνωσε το μουσείο Stedelijk λίγο μετά το θάνατό του. Το 2017, από μια ευτυχή συγκυρία – ο γιος μου έκανε το μεταπτυχιακό του στην Ολλανδία κι εγώ τον επισκεπτόμουν συχνά – βρέθηκα στη μεγαλύτερη επισκόπηση του φωτογραφικού και κινηματογραφικού έργου του ολλανδού φωτογράφου που διοργάνωσε το ίδιο μουσείο με τίτλο «Camera in Love». Στη δεύτερη συνάντηση μου με το έργο του Van der Elsken ήμουν ωριμότερος και κυρίως, είχα σαφώς περισσότερες φωτογραφικές γνώσεις και προσλαμβάνουσες για να εκτιμήσω σωστότερα τη δουλειά του και να θαυμάσω τη τόλμη και τη πρωτοτυπία του. Τον θυμήθηκα πάλι, καθώς πρόσφατα διάβασα ότι το Rijksmuseum και το Ολλανδικό Μουσείο Φωτογραφίας ανακοίνωσαν ότι σχεδιάζουν να αποκτήσουν από κοινού το αρχείο του καλλιτέχνη, με πάνω από 10.000 φωτογραφίες, που βρίσκεται στα χέρια των κληρονόμων του. Όλα τα μεγάλα μουσεία της πατρίδας του ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να αποκτήσουν τις φωτογραφίες αυτού του ατίθασου χίπη, που έζησε εντελώς αντισυμβατικά σε όλη του τη ζωή! Φαίνεται πως εκτός από την εκδίκηση, σε κρύο πιάτο σερβίρεται και η δικαίωση.

Συχνά χαρακτηρισμένος ως “φωτογράφος περιθωριακών ατόμων και καταστάσεων”, αναζήτησε στην πραγματικότητα μια αισθητική οπτική γνησιότητα, χωρίς φτιασίδια, μια ομορφιά που μερικές φορές ήταν ανοιχτά αισθησιακή, μερικές φορές μάλιστα ακόμη και ερωτική. Ο Ed van der Elsken, έχοντας την έμφυτη αίσθηση αλληλεγγύης και τη βαθιά ενσυναίσθηση για όλα τα ζωντανά πλάσματα, γοητεύτηκε από αυτούς τους περήφανους χαρακτήρες, τους γεμάτους ενέργεια και λαχτάρα για ζωή ανθρώπους και τους ενθάρρυνε με τον τρόπο του να τονίσουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους που τον ενδιέφεραν, ακόμη και υπερβάλλοντας. Φωτογράφιζε λες και βρισκόταν μπροστά σε θεατρική παράσταση, συνομιλούσε και συγχρωτιζόταν με τα άτομα που φωτογράφιζε, συμπεριφερόταν συχνά σαν σκηνοθέτης, ακόμη και πριν περάσει στο κινηματογράφο και στα ντοκιμαντέρ για τη τηλεόραση.

Γεννημένος το 1925 στο Άμστερνταμ, στα χρόνια της εφηβείας του ήθελε να ασχοληθεί με τη γλυπτική και έτσι παρακολούθησε σχετικά μαθήματα στο Ινστιτούτο Kunstnijverheidsonderwijs (Εφαρμοσμένων Τεχνών). Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο 17χρονος Ed προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση απ΄ τους Ναζί ξεγέλασε τις αρχές νοθεύοντας το δείγμα ούρων του και έπεισε τους γιατρούς ότι είναι διαβητικός. Το 1944 γράφτηκε σ’ ένα επαγγελματικό πρόγραμμα γλυπτικής, το οποίο σύντομα εγκατέλειψε, καθώς αναγκάστηκε να κρυφτεί για να γλυτώσει από τη ναζιστική καταναγκαστική εργασία. Μετά την Απελευθέρωση συμμετείχε εθελοντικά σε μονάδα εκκαθάρισης ναρκών και γνώρισε για πρώτη φορά το περιοδικό Picture Post από τους Βρετανούς στρατιώτες. To 1947 ανακάλυψε και συγκινήθηκε τόσο πολύ με το βιβλίο «Naked City» του Weegee, ώστε έστρεψε το ενδιαφέρον του στη φωτογραφία παίρνοντας μαθήματα δι’ αλληλογραφίας από το Fotovakschool στο Den Haag, αποτυγχάνοντας όμως στις τελικές εξετάσεις. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να εξελχιθεί πολύ σύντομα σε μια μοναδική φιγούρα, στο «φοβερό παιδί» της ολλανδικής φωτογραφίας. Περπατώντας στους δρόμους των πόλεων που έζησε, επηρεασμένος από το πνεύμα των καιρών, ανέπτυξε ένα ξεχωριστό, προσωπικό στυλ που κάνει τις φωτογραφίες του σχεδόν άμεσα αναγνωρίσιμες. Αυτό είναι αποτέλεσμα της προσωπικής του προσέγγισης, του τρόπου με τον οποίο συνδέεται με τα θέματα του, της μαεστρίας του στο σκοτεινό δωμάτιο σε συνδυασμό με την έντονη αντίθεση και τον χαρακτηριστικό κόκκο που έδινε το φιλμ Tri-X της Kodak που χρησιμοποιούσε.

Το 1950, απογοητευμένος επειδή διαλύθηκε ο αρραβώνας με μια συμφοιτήτρια του, έφυγε για το Παρίσι. Εκεί γνωρίστηκε με άλλους εμιγκρέ καλλιτέχνες, συγγραφείς και ποιητές που, όπως και αυτός, είχαν συγκεντρωθεί στη γαλλική πρωτεύουσα μετά τον πόλεμο. Μεταξύ αυτών ήταν και οι συμπατριώτες του: Karel Appel, Rudy Kousbroek, Remco Campert και Simon Vinkenoog, κάποιοι από τους οποίους θα εμφανιστούν αργότερα στις φωτογραφίες του. Το πρώτο καιρό εργάστηκε στο σκοτεινό θάλαμο του πρακτορείου Magnum, εκτυπώνοντας φωτογραφίες για τους Robert Capa, Ernst Haas και Henri Cartier-Bresson, ο οποίος ενθουσιάστηκε βλέποντας τις φωτογραφίες του. Στα γραφεία της Magnum γνωρίστηκε και αργότερα παντρεύτηκε την Ουγγαρέζα φωτογράφο Ata Kandó, η οποία ήταν δώδεκα χρόνια μεγαλύτερή του και είχε ήδη τρία παιδιά. Η Ata ήταν εκπρόσωπος του ανθρωπιστικού ρεπορτάζ με χαρακτηριστική δουλειά της αυτή που είχε κάνει στα δάση του Αμαζονίου ανάμεσα στις φυλές των Piraoa και Yekuana. Παράλληλα όμως είχε να παρουσιάσει και ένα λιγότερο ντοκουμενταρίστικό έργο όπως το «Dream in the Wood», το οποίο επηρέασε και τον Van der Elsken, που άφησε το ρεπορτάζ των εφημερίδων στο οποίο ήταν προσανατολισμένος εκείνη την εποχή για μια πιο προσωπική φωτογραφία.

Καθοριστική για τον Van der Elsken ήταν η επαφή του με τη μποέμ κοινωνία του Saint Germain des Prés. Έγινε φίλος με αυτούς τους αυτοκαταστροφικούς νεαρούς, τους «flaneurs» και τους καλλιτέχνες που περνούσαν στα ταραχώδη μεταπολεμικά χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στους δρόμους και στα μπαρ της Rive gauche (Αριστερής όχθης), έχοντας ορισμένοι από αυτούς εθιστεί στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Η ζοφερή κοσμοθεωρία και ο θυμός τους αντικατόπτριζαν και την κατάσταση του μυαλού του Ed, ο οποίος έψαχνε πάντα αυτό που ονόμαζε «το δικό μου είδος ανθρώπων». Και αυτό που εννοούσε – σύμφωνα με τον επιμελητή του Μουσείου Stedelijk, Hripsimé Visser – δεν ήταν οι όμορφοι και οι διάσημοι, αλλά οι άνθρωποι που προσπαθούσαν να ζήσουν ή έστω να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια. Κάποιοι από αυτούς συμμετείχαν στους Lettrist International, μια ομάδα συγγραφέων, ποιητών και φιλοσόφων της οποίας ηγείτο ο Μαρξιστής συγγραφέας και κινηματογραφιστής Guy Debord, ο οποίος χρησιμοποιούσε φωτογραφίες του Ed στα κολάζ του. Ο Van der Elsken κατέγραψε εμμονικά οτιδήποτε είχε σχέση με τα νιάτα, την επαναστατικότητα, την σεξουαλικότητα και τις υποκουλτούρες που άνθιζαν στη πόλη του φωτός. Οι χαλαρές, ανέμελες και γεμάτες ειλικρίνεια φωτογραφίες του φαίνονται ιδιαίτερα επίκαιρες ακόμη και σήμερα, σε έναν κόσμο όπου η καθημερινή καταγραφή γεγονότων γίνεται αυθόρμητα, σαν δεύτερη φύση. Ακριβώς όπως, για πολλούς, το smartphone έχει γίνει μια επέκταση του χεριού τους, ο Van der Elsken ήταν ίσως εκείνος που προανήγγειλε τον πολιτισμό της καθημερινής φωτογράφισης όταν δήλωσε ότι: «θα ήθελα να μου έχουν μεταμοσχεύσει μια κάμερα στο κεφάλι μου για να καταγράφω συνεχώς τον κόσμο γύρω μου».

Το 1953 o διευθυντής του τμήματος φωτογραφίας του Μ.ο.Μ.Α, Edward Steichen, παρακινούμενος πιθανότατα από τον Robert Frank, επισκέφτηκε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις προκειμένου να επιλέξει φωτογράφους για τις εκθέσεις που προετοίμαζε. Σε μια μεγάλη συγκέντρωση ολλανδών φωτογράφων στο στούντιο του Paul Huf στο Άμστερνταμ, παρευρέθηκε και ο Ed van der Elsken, ο οποίος εντυπωσίασε τον Steichen, όχι μόνο από τη ποιότητα των φωτογραφιών του, αλλά και από την αυτοπεποίθηση του, καθώς σε αντίθεση από τους υπόλοιπους συνάδελφούς του που είχαν προσκομίσει σχετικά λίγες φωτογραφίες τους για επιλογή, ο ίδιος έφερε σχεδόν ολόκληρο το έργο του. Ο Steichen αναγνώρισε τον Van der Elsken ως τον καλύτερο από όλους και πέρασε ένα μεγάλο μέρος της βραδιάς κοιτάζοντας τις φωτογραφίες του. Τον ενθάρρυνε μάλιστα να συνεχίσει τη φωτογράφιση των θαμώνων του Saint Germain des Prés με σκοπό την έκδοση ενός βιβλίου με αυτό το υλικό. Για την ιστορία αναφέρω πως δεκαοκτώ φωτογραφίες του Van der Elsken συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση Postwar European Photography (1953), ενώ συμμετείχε μαζί με άλλους πέντε συμπατριώτες του και στην έκθεση The Family of Man (1955). Ο ίδιος ο Steichen εικονίζεται μάλιστα σε μια φωτογραφία του Van der Elsken να κάθεται παρέα με τη σύντροφό του Ata Kandó σε ένα τραπέζι του Cafe Chez Morneau στο Παρίσι.

Ενθαρρυμένος από τη προτροπή του Steichen ο Ed συνέχιζε να φωτογραφίζει στην Αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Ανάμεσα στους μποέμ θαμώνες γνώρισε τη «μούσα» του, την Vali Myers, η οποία είχε γεννηθεί το 1930 στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας. Χορεύτρια, αλλά και ζωγράφος, έφτασε στο Παρίσι το 1949, ζούσε στους δρόμους και στις καφετέριες του St. Germain des Prés και συνέχισε να σχεδιάζει, να χορεύει και να προκαλεί τους άνδρες με τον αισθησιασμό της. Ο Van der Elsken συνεργάστηκε με τον Ολλανδό γραφίστα Jurriaan (William) Schrofer για τον τρόπο με τον οποίο θα δημοσίευε τις φωτογραφίες του. Κατέληξαν σε μια μορφή φωτο-νουβέλας, στην οποία οι φωτογραφίες θα συνοδεύονταν και με ένα κείμενο που θα αφηγείτο μια σχεδόν αυτοβιογραφική ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα. Η Vali Myers, που αναφέρεται ως «Ann», είχε τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο χαρακτήρας του αφηγητή, του Μεξικανού «Manuel» προφανώς είναι – με ορισμένες αυθαίρετες υπερβολές – το alter ego του ίδιου του φωτογράφου. Το προσχέδιο του βιβλίου δυσκολεύτηκε να προσελκύσει το ενδιαφέρον κάποιου εκδοτικού οίκου, αλλά το διάσημο – τότε – βρετανικό περιοδικό Picture Post, δημοσίευσε, το 1954, τις φωτογραφίες και το κείμενο σε μια διαδοχική σειρά τεσσάρων τευχών με τίτλο «Γιατί ο Roberto εγκατέλειψε το Παρίσι;». Οι συντάκτες του περιοδικού θεώρησαν απαραίτητο να ενημερώσουν τους αναγνώστες ότι αυτές δεν ήταν φωτογραφίες από κάποια ταινία, αλλά από μια «πραγματική ιστορία για ανθρώπους που όντως υπάρχουν». Γι΄ αυτό άλλωστε χρησιμοποίησαν και το πραγματικό όνομα του εμφανιζόμενου (Roberto) και όχι αυτό του χαρακτήρα στο βιβλίο (Manuel).

Δυο χρόνια αργότερα το βιβλίο με τίτλο «Love on the Left Bank» εκδόθηκε από τον ολλανδικό οίκο Bezige Bij. Το αδιέξοδο love story που περιγράφει το κείμενο περιστρέφεται γύρω από έναν Μεξικανό που φτάνει στο Παρίσι με ωτο-στοπ από τη Στοκχόλμη, ο οποίος ερωτεύεται την πανέμορφη Ann, που συχνάζει στα μπαρ και χορεύει ξέφρενα στα υπόγεια κελάρια που έπαιζαν τζαζ μουσική. Η Ann, της οποίας ο αδελφός πολεμά στη Κορέα, δεν δείχνει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Manuel, περιβάλλεται συνεχώς από άντρες, προτιμά να κάνει σεξ και να αποκτήσει κάποτε παιδί από κάποιον μαύρο – επειδή είχε βαρεθεί τους «νευρωτικούς, ηλίθιους λευκούς», όπως έλεγε, ενώ είχε παράλληλα ερωτική σχέση με την Geri. Τη νύχτα που ο Manuel εκπληρώνει το πόθο του και κάνει για πρώτη φορά έρωτα με την Ann, παίρνει τη μεγάλη απόφαση και την επομένη μέρα επιστρέφει στη χώρα του με έξοδα της πρεσβείας, καθώς είναι απένταρος. Στο σπίτι του πια, στη Cuernavaca, λαμβάνει μια επιστολή από την Ann, που τον πληροφορεί ότι τόσο αυτή, όσο και η Geri, έχουν κάποιο αφροδίσιο νόσημα και υποψιάζονται ότι έχει κολλήσει κι αυτός. Τέλος της ιστορίας! Όλη η ξέφρενη ζωή στο μεταπολεμικό Παρίσι συμπυκνωμένη σε δέκα γραμμές. Και μια σημαντική ιστορική λεπτομέρεια: Το Picture Post, λογόκρινε την αφροδίσια νόσο, ενάντια στις επιθυμίες του Van der Elsken, βάζοντας τον Roberto να επιστρέφει στο Μεξικό επειδή νοστάλγησε τη μαγειρική της μαμάς του! Ας τον έκανε τουλάχιστον Έλληνα.

Το κείμενο είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό και εν μέρει φανταστικό. Ο τρόπος ζωής των μποέμ της Rive gauche που περιγράφει ο αφηγητής δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα της εποχής: «Ζούσαν κυρίως ζητιανεύοντας ή κλέβοντας μικροπράγματα για να αγοράσουν χασίς. Κάποιες νύχτες εργάζονταν στη Κεντρική Αγορά μεταφέροντας καφάσια. Έτρωγαν ένα κομμάτι ψωμί στο δρόμο. Τη νύχτα σούφρωναν μπουκάλια γάλα που έμεναν αφύλακτα στο πεζοδρόμιο έξω από τα γαλακτοκομεία. Με τριάντα φράγκα μπορούσες να πάρεις τηγανιτές πατάτες στη Place de I’Odeon. Όταν τα πράγματα ήταν καλύτερα μπορούσες να χτυπήσεις  κεφτεδάκια με εκατό φράγκα και ένα λίτρο κρασί για λιγότερο από εξήντα φράγκα. Κοιμόντουσαν σε καφετέριες, σε ένα παγκάκι στο κήπο του Λουξεμβούργο ή σε σταθμευμένα αυτοκίνητα στη Place Saint Sulpice. Κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορούσαν να κοιμηθούν στον κινηματογράφο ή στο μετρό. Όταν είχαν κάποια καινούργια ερωμένη, έβρισκαν ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο». Μόνο κάποιος που το είχε ζήσει από πρώτο χέρι μπορούσε να γράψει: «Κοιμόμουν κάτω από μια αναποδογυρισμένη βάρκα στην προκυμαία κοντά στο Hotel de Ville, έχοντας βάλει δυο φάκες για τα ποντίκια δίπλα μου. Κατά τη διάρκεια της ημέρας περιπλανιόμουν στους δρόμους. Ένα βράδυ περπατούσα κατά μήκος της λεωφόρου St.Germaine des Pres. Κοντά στο μετρό Mabillon, ένας καλοντυμένος άντρας μου πρόσφερε ένα κονιάκ. Με πήγε σε αρκετά νυχτερινά κλάμπ. Η τζαζ που έπαιζαν μου ήταν αδιάφορη. Σε ένα κελάρι είδα ένα κορίτσι με πορτοκαλί μαλλιά και έντονο μακιγιάζ γύρω από τα μάτια της. Φορούσε σακάκι και ένα πράσινο πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος. Χόρευε σαν αφροαμερικάνα. Ο καλοντυμένος άντρας προσφέρθηκε να μοιραστεί το δωμάτιό του μαζί μου. «Όχι ευχαριστώ», είπα. Πέρασα τη νύχτα σε ένα παγκάκι στη λεωφόρο». Ήταν επίσης γνωστό ότι ο Van der Elsken ήταν κρυφά ερωτευμένος με την Vali Myers και την ακολούθησε παντού για δύο χρόνια με τη φωτογραφική του μηχανή, αν και δεν προχώρησαν ποτέ σε σχέση. Βέβαια σε κάποια σημεία δανείζεται εμπειρίες άλλων συντρόφων του εκείνης της εποχής, όταν πχ αναφέρεται στη φυλάκιση του Manuel επειδή δεν είχε να πληρώσει τον λογαριασμό, όταν χτυπημένος από ζήλια ακολούθησε την Ann και τον ναύτη εραστή της σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο (at the Greek’s στο πρωτότυπο).

Το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση τόσο με το περιεχόμενο, όσο και με τον πρωτότυπο, για την εποχή του, γραφιστικό σχεδιασμό του. Ο Jurriaan Schrofer εμπνεύστηκε από τις ταινίες του σινεμά και υιοθέτησε ένα layout με κινηματογραφικά στοιχεία, όπως το flashback. Το αποκορύφωμα της αφήγησης εμφανίζεται από τη πρώτη σελίδα και αυτό που ακολουθεί είναι η αναδρομική αφήγηση των εμπειριών του Manuel στο Saint Germain des Prés. Αν και το τέλος της σχέσης των τριών πρωταγωνιστών περιγράφεται από την αρχή, ο αναγνώστης το συνειδητοποιεί μόνο όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα όταν επανεμφανίζεται, σε μικρότερο μέγεθος – σαν τραγική ειρωνεία – η αρχική φωτογραφία, αλλά και μια ακόμη μεγαλύτερη που εικονίζει την Ann και τη Geri, ως πιθανό (?) ζευγάρι.

Το γεγονός ότι ο Van der Elsken φωτογράφιζε με διαφορετικού τύπου μηχανές – είχε μια Nikon και μια Leica για φιλμ 35mm, αλλά και μια Rolleicord για φιλμ 6Χ6, έδωσε τη δυνατότητα στον Schrofer να συνδυάζει τετράγωνες και ορθογώνιες φωτογραφίες, κάθετες ή οριζόντιες. Μια πολύ κοντινή λήψη στα πρόσωπα της Ann και του Manuel καταλαμβάνει πλήρως ένα δισέλιδο «σαλόνι», ενώ κάποιες μικρότερου μεγέθους φωτογραφίες τυπώνονται σαν κοντάκτ σε μια σελίδα. Λάτρεις της τζαζ και οι δυο συντελεστές του βιβλίου, ακολουθούν μια ρυθμική ανάπτυξη των φωτογραφιών. Παρόμοιου θέματος εικόνες, όπως ένα αγόρι και ένα κορίτσι που αγκαλιάζονται και φιλιούνται στο μπαρ, επαναλαμβάνονται και διασταυρώνονται στις σελίδες. Προς το τέλος του βιβλίου, καθώς κορυφώνεται η ένταση, οι φωτογραφίες μεγαλώνουν και εκτείνονται σε όλο το μήκος της σελίδας. Το κείμενο μας λέει ότι φυλακισμένος Manuel ονειρεύεται την Ann και στην απέναντι σελίδα η Ann/Myers ποζάρει μπροστά σε ένα ξεφτισμένο τοίχο, στον οποίο δεσπόζει γραμμένη με μεγάλα λευκά γράμματα η λέξη «rêve» (όνειρο) περικοπή από τη λέξη «grève»: «απεργία»! Εξυπνάδες θα πει ο κακόπιστος πιουρίστας, τρυφερά έξυπνο θα απαντήσω εγώ. Στις επόμενες σελίδες η Myers εμφανίζεται ως pin-up girl, σαν μια μυστηριώδης femme fatale, μια νάρκισσος που μπορεί να αγαπήσει μόνο το είδωλο της. Στη συνέχεια ακολουθούν πέντε σελίδες με σουρεαλιστικά σχέδια αυτοπροσωπογραφιών από κάρβουνο της ίδιας της Myers, στα οποία το εθισμένο στο όπιο σώμα της σκιαγραφείται λιπόσαρκο και το πρόσωπό της φαίνεται καταρρακωμένο από την καταναγκαστική αυτοκαταστροφή. Ο εφιάλτης του Manuel φτάνει σε μια δραματική κορύφωση μέσα από μια σειρά φωτογραφιών της Ann, η οποία στο τέλος με τα χλωμά της μάτια κλειστά φαίνεται να φιλά το είδωλό της, ακολουθούμενη από μια μαύρη κενή σελίδα.

Η έκδοση του «Love on the Left Bank» προκάλεσε αναταραχή στον ολλανδικό τύπο. «Δεν μπορούμε να επαινέσουμε μια τόσο άσχημη δημοσίευση» ισχυρίζεται το αριστερό περιοδικό Vrij Nederland, που είχε ιδρυθεί το 1941 σαν εφημερίδα αντίστασης κατά της Γερμανικής κατοχής. Αλλά υπάρχουν και οι υποστηρικτές του. Ο ζωγράφος και ποιητής Lucebert γράφει «πόσο όμορφα ανθίζουν τα λουλούδια του κακού και της απελπισίας στο περιθώριο της φθοράς». Η κυκλοφορία του βιβλίου του Ed van der Elsken συμπίπτει χρονικά με την έκδοση του «New York 1954-55» του William Klein (1956), ενώ δυο χρόνια αργότερα (1958) θα εκδοθεί στη Γαλλία το θρυλικό πια «The Americans» του Robert Frank με εισαγωγικό κείμενο από τον πάπα των Μπίτνικ Jack Kerouac. Το δε φαινόμενο του συνδυασμού φωτογραφιών και μιας ποιητικής-φανταστικής ιστορίας, που κυλάει, σαν ένας διάλογος, παράλληλα με αυτές, σεβόμενη όμως την αυτονομία τους το βρίσκουμε και στο πρώτο βιβλίο του Roy DeCarava, «The sweet flypaper of life» που εκδόθηκε το 1955. Σε κάθε περίπτωση το «Love on the Left Bank» συγκαταλέγεται ισότιμα στη κληρονομιά που ενέπνευσε μεταγενέστερους καλλιτέχνες όπως ο Ken Schless – Το «Invisible City» (1988) οφείλει πολλά στο «Love on the Left Bank», τόσο από πλευράς φωτογραφικού ύφους, όσο και στησίματος του βιβλίου – o Larry Clark, o Wolfgang Tillmans, η Nan Goldin, αλλά και ακόμη και πιο σύγχρονους, όπως η Paulien Oltheten (γεν.1982). Η Goldin μάλιστα δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον Van der Elsken πνευματικό της πρόγονο. Βλέποντας μια φωτογραφία εκείνης της εποχής, στην οποία ο, μεταγενέστερα διάσημος ποιητής της κουλτούρας των χίπις, Simon Vinkenoog φιλιέται σφιχταγκαλιασμένος με τη φίλη του, δηλώνει: «Είναι τόσο γυμνοί που μπορώ να νιώσω τη σάρκα τους. Μόλις συνειδητοποίησα ότι αναγνώρισα τον πνευματικό μου πρόγονο. Πραγματικά. Τα συναισθήματα μου είναι παρόμοια με εκείνα που έχεις όταν βρίσκεις έναν χαμένο αδελφό ή όταν συναντιέσαι με έναν εραστή από τα παλιά».

Το 1955, o Ed πραγματοποιεί τη πρώτη του ατομική έκθεση εξήντα-δυο φωτογραφιών στο Art Institute of Chicago. Την ίδια χρονιά επέστρεψε στο Άμστερνταμ μαζί με την Ata Kando και τα παιδιά της, αλλά μετά από λίγο χώρισαν. Αμέσως μετά τον επαναπατρισμό του εντάσσεται στην avant garde οργάνωση καλλιτεχνών Co.Br.A – από τα αρχικά των πόλεων Κοπεγχάγη, Βρυξέλες, Άμστερνταμ, από τις οποίες προέρχονταν τα μέλη της. Συνεχίζει να φωτογραφίζει την αναδυόμενη υπόγεια κουλτούρα της πόλης του. Οι νέοι απογοητευμένοι από τις παραδοσιακές κοινωνικές αξίες, τριγύριζαν έξω στους δρόμους συνήθως ντυμένοι με δερμάτινα τζάκετ, άκουγαν τζαζ, χόρευαν ροκ εν ρολ και παρακολουθούσαν αμερικανικές ταινίες. Το 1956 καταγράφει τη συμπαράσταση του ολλανδικού λαού προς την Ουγγρική Επανάσταση και την αντίδραση στη σοβιετική επέμβαση. Με διαβατήριο το δημοσιευμένο βιβλίο του έρχεται σε επαφή με την ολλανδική τηλεόραση και αρχίζει να ενδιαφέρεται και για το φιλμάρισμα. Μαζί με τον δημοσιογράφο Jan Vrijman γυρίζει τη πρώτη του ταινία 16mm στη Γενεύη. Το 1957 ταξιδεύει στην Κεντρική Αφρική, στα σύνορα μεταξύ του Κονγκό και της Γαλλικής Ισημερινής Αφρικής συνοδευόμενος από την επίσης φωτογράφο, Gerda van der Veen, η οποία θα γίνει η δεύτερη σύζυγός του. Δώδεκα μήνες αργότερα, οι φωτογραφίες του δημοσιεύονται στο βιβλίο «Bagara», την επιμέλεια του οποίου έκανε πάλι ο Jurriaan Schrofer. Το 1959 εκδίδει νέο βιβλίο με το τίτλο «Jazz», μια ζωντανή ωδή στην έκρηξη της τζαζ στο Άμστερνταμ, στο οποίο συγκεντρώνει τις φωτογραφίες του από τις εκστατικές νυχτερινές συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν στη μουσική σκηνή του Concertgebouw μεταξύ του 1955 – 1959.

Το 1960, ο Ed και η Gerda πούλησαν όλα τα υπάρχοντά τους και με ένα επίδομα από την ολλανδική τηλεόραση ξεκίνησαν για ένα ταξίδι δεκατεσσάρων μηνών σε όλο τον κόσμο, από τη Δυτική Αφρική, στη χερσόνησο της Μαλαισίας, στις Φιλιππίνες, στο Χονγκ Κονγκ και από την Ιαπωνία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό. Με την επιστροφή τους στην Ολλανδία, ο Van der Elsken άρχισε να εργάζεται για ένα λεύκωμα με τις φωτογραφίες από αυτό ταξίδι, με τίτλο «Sweet Life» (ο τίτλος αναφερόταν στο όνομά ενός μικρού ατμόπλοιου στις Φιλιππίνες), αλλά δυσκολεύτηκε να βρει εκδότη μέχρι και το 1966, που τελικά εκδόθηκε στην Ιαπωνία σε έξη γλώσσες με έξη διαφορετικά εξώφυλλα. Το βιβλίο είναι ένα εκτεταμένο, πληθωρικό χρονικό του ταξιδιού του και των συναντήσεων του με μια σειρά ανθρώπων στους δρόμους – από χαρούμενους εραστές έως άπορους ζητιάνους. Παρόλο που θεωρήθηκε μια αποτυχία εκείνη την εποχή και έμεινε στα αζήτητα, σήμερα κοστίζει μεταξύ 700-1000€ και θεωρείται ευρέως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Van der Elsken. Απογοητευμένος από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε για να εκδίδει τα βιβλία του, αλλά και από την ισχνή αποδοχή τους, αφιέρωσε περισσότερη ενέργεια στη δημιουργία ταινιών. Καταγράφει τις συνθήκες ζωής στις φτωχές συνοικίες της πόλης και τη κατεδάφιση της Waterlooplein, της εβραϊκής γειτονιάς του Άμστερνταμ με σκοπό την αξιοποίηση της περιοχής. Η χώρα παρασύρεται στη δίνη του επαναστατικού ενθουσιασμού της δεκαετίας του ’60. Το ολλανδικό κίνημα διαμαρτυρίας Provo οργανώνει happenings, οι φοιτητές καταλαμβάνουν το γραφείο της πρυτανείας του πανεπιστημίου και οι ταραχές διαταράσσουν το γάμο της πριγκίπισσας Beatrix με τον Claus von Amsberg. Ο Ed είναι εκεί, καταγράφοντας την αναταραχή στην πόλη. Γυρίζει επίσης, ως ντοκιμαντέρ για τη τηλεόραση, την εγκυμοσύνη της Gerda και τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους, της Daan Dorus, με σκηνές που μπλέκουν την οικογενειακή ζωή του φωτογράφου με αυτήν της Nieuwmarket, της υποβαθμισμένης γειτονιάς του Άμστερνταμ με τα κόκκινα φανάρια, στην οποία βρισκόταν τότε η κατοικία τους.

Το 1966, το Μουσείο Stedelijk οργανώνει την πρώτη ατομική του έκθεση στην Ολλανδία. Πιστή στο πνεύμα της εποχής και στο ανατρεπτικό ύφος του Van der Elsken, η έκθεση είναι στημένη σαν ένα μεγάλο happening: όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με φωτογραφίες σαν ένα τεράστιο κολάζ και οι επισκέπτες μπαίνουν στην αίθουσα περπατώντας πάνω σε μια γιγαντιαία εκτύπωση μιας γυμνής γυναίκας, που καλύπτει το πάτωμα. Τον ίδιο χρόνο ξεκινά τη συνεργασία του με το πρώτο lifestyle ολλανδικό περιοδικό, το Avenue, που κρατά για μια δεκαετία. Στη διάρκεια αυτών των ετών ταξιδεύει συνεχώς, από τη Κούβα, όπου φωτογραφίζει τον Fidel Castro μέχρι το Suriname για να φωτογραφίσει τη φυλή των Akurio και το Bangladesh για να καλύψει το λιμό που έπληττε τη χώρα. Το 1972 επισκέπτεται την πρώην μούσα του, Vali Meyers, η οποία ζούσε πλέον στο Ποζιτάνο, στο κόλπο του Αμάλφι. Την πείθει να συμμετάσχει στην έγχρωμη 36λεπτη ταινία του «Death in the Port Jackson Hotel», αναπολώντας τα ανέμελα χρόνια τους στο Παρίσι.

Έχοντας χωρίσει κι από τη Gerda, ο Ed γνωρίζει μια ακόμη φωτογράφο, την Anneke Hilhorst που κάνει ωτοστόπ στην άκρη του δρόμου. Λίγο αργότερα, το 1973, θα μετακομίσει κοντά του, στο αγρόκτημά όπου ζούσε στο Edam. To 1976 η Memisa, μια Βέλγικη μη κυβερνητική οργάνωση που αγωνίζεται για τη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη για τους πιο ευάλωτους, του αναθέτει ένα ντοκιμαντέρ για το Τρίτο Κόσμο. Μαζί με την Anneke θα ταξιδέψουν σε Πακιστάν, Ταϋλάνδη, Βόρνεο, Ινδία, Μαλάουι, Μαδαγασκάρη, Βραζιλία, Αϊτή και Νήσους του Σολομώντα για να ολοκληρώσουν μετά από δυο χρόνια το φιλμ «What They are Doing Is a Good Thing». Όπου και αν πήγαινε όμως, ο Van der Elsken επέστρεφε πάντα στην πόλη που τον ανέδειξε. Το 1979, δημοσίευσε το «Άμστερνταμ!», ένα λεύκωμα αγάπης με πολύχρωμες σκηνές δρόμου από την πολύβουη πόλη με τους διαφόρων φυλών κατοίκους της. Την ίδια χρονιά θα γεννηθεί το τρίτο παιδί του Ed, ο Johnny Cowboy.

Αν και συνέχισε τα επαγγελματικά του ταξίδια ο Van der Elsken άρχισε παράλληλα να φωτογραφίζει τον μικρόκοσμο γύρω από την αγροικία του, με αποτέλεσμα το βιβλίο «Adventures in the Countryside», με εικόνες της υπαίθρου εξίσου δραματικές και δυναμικές, όπως οι φωτογραφίες της πόλης. Γοητευμένος από το λαό της Ιαπωνίας, από τη πρώτη φορά που την επισκέφτηκε, ο Ed επέστρεψε άλλες δεκατέσσερις φορές για να καταγράψει με τον δικό του μοναδικό τρόπο την έντονη αντίθεση ανάμεσα στις παραδοσιακές ιαπωνικές αξίες και στον επιβληθέντα καπιταλιστικό τρόπο ζωής της Δύσης. Το 1988, δημοσίευσε μια συλλογή αυτών των φωτογραφιών του στο βιβλίο «The Discovery of Japan». Ταυτόχρονα διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη σε τελικό στάδιο. Στο εν τω μεταξύ, πάντα δραστήριος είχε συνδυάσει αρμονικά τη φωτογραφία και τα φιλμ για τη τηλεόραση δημοσιεύοντας άλλα δεκατρία βιβλία και σκηνοθετώντας περισσότερες από 20 ταινίες με τη συνεργασία της Hillhorst. Δουλεύοντας μέχρι το τέλος της ζωής του, έστρεψε την κάμερα προς τον εαυτό του και με τη βοήθεια της Anneke μας αποχαιρέτησε με ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο καταγράφει την πορεία της ασθένειάς του και τιτλοφορείται «Bye». Πέθανε ένα χρόνο αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου του 1990.

Χρήστος Κοψαχείλης, Απρίλιος 2021

I sing the praises of life. I’m not more complicated than that. I sing everything: love, courage, beauty but also anger, blood, sweat and tears.

Βιβλιογραφία:

  • Love on the Left Bank  –  Bezige Bij, 1956 // Dewi Lewis, 2017
  • Bagara  –  Bezige Bij, 1958
  • Jazz – Generic, 1959 // Steidl, 2007
  • Sweet Life –  Harry N. Abrams 1966 // Errata Editions, 2012
  • Eye Love You –Van Holkema 1977 // Van Zoetendaal, 2016
  • Amsterdam! –  Van Holkema 1979 // Lubberhuizen, 2014
  • The Discovery of Japan – Fragment 1988
  • Hong Kong – Dewi Lewis, 1997
  • Lust For Life – Dewi Lewis, 2017
  • Camera in Love – Prestel, 2017

Πηγές: