Castore Lorenzo (1973-)

 Κείμενο: Christian Caujolle, Καλλιτεχνικός διευθυντής του Πρακτορείου VU.

 ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ

Ξεκινάμε με μια άμεση και εμφανή πρόταση ανάγνωσης. Την πρόταση αυτή θα μπορούσε να κάνει καθένας από εμάς, χωρίς καμιά σκέψη. Την πρόταση αυτή θα μπορούσαν να κάνουν και θα κάνουν σίγουρα όλοι εκείνοι που καταναλώνουν εικόνες στο πλαίσιο της κορεσμένης σε εικόνες σύγχρονης κοινωνίας -και που αποτελούν εμφανώς τη συντριπτική πλειονότητα. Ας προσποιηθούμε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη φωτογραφία και για τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ότι, αδαείς και αγνοί, αντικρίζουμε απλώς ένα σύνολο από παλλόμενες φωτογραφίες, οι οποίες μας γοητεύουν από την πρώτη στιγμή. Αντιλαμβανόμαστε το προφανές: πρόκειται για έγχρωμες φωτογραφίες. Θα επανέλθουμε, ωστόσο αυτή η διαπίστωση, που προκύπτει απλώς μετά από την πρώτη οπτική επαφή με το αντικείμενο, αποτελεί τη βάση αυτού που πρόκειται να παρατηρήσουμε. Από εδώ προκύπτει η άμεση αντίληψη της δήλωσης της ύπαρξης πολύχρωμων ακτών, η οποία, εκτός από «αντικείμενο», τόπο ή οτιδήποτε άλλο, επιβάλλεται ως η ίδια η φύση αυτού που προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε. Το συναίσθημα αυτό είναι σπάνιο, γιατί η τεχνική της έγχρωμης φωτογραφίας είναι πρόσφατη και, στην πορεία της εξέλιξής της διαθέτει μόλις περίπου πενήντα χρόνια σοβαρών αισθητικών μελετών, οι οποίες βασίζονται στην ίδια τη φύση του μέσου που χρησιμοποιείται. Ας ξεχύσουμε τους άξιους ερευνητές, οι οποίοι, από άμυλο πατάτας σε κατάλληλες κλίσεις της ακουαρέλας προσπάθησαν από την αρχή να καθορίσουν ή να ανακαλύψουν τα χρώματα, συχνά σε σχέση με ένα λογικό ενθουσιασμό για την ιστορία της τέχνης και, προφανώς, για τη ζωγραφική.

Η ιστορία της φωτογραφίας είναι ασπρόμαυρη και έως πρόσφατα, κυρίως στον τομέα της δημοσιογραφικής φωτογραφίας, οι φωτογράφοι αρκούνταν να προσαρμόζουν στο συνηθισμένο φιλμ τους ένα έγχρωμο φίλτρο και εξακολουθούσαν να τραβάνε φωτογραφίες όπως και πρώτα, κάνοντας φωτογραφία με χρώματα και όχι ακόμη έγχρωμη φωτογραφία (η αγγλική γλώσσα είναι πιο ακριβής, κάνοντας λόγο για color photography). Αρκεί να γνωρίζουμε ότι το χρώμα, ως υλικό της φωτογραφίας, επιβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στη δεκαετία του ’70 από πολύ σημαντικούς, όσο και διαφορετικούς μεταξύ τους, φωτογράφους, όπως, μεταξύ άλλων, οι William Eggleston, Stephen Shore, Joel Meyerowitz, οι οποίοι δημιούργησαν και καθιέρωσαν τις σχέσεις των πραγμάτων.

Μου φαίνεται απαραίτητο να δώσω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό, γιατί παρατηρείται αφθονία «έγχρωμων» φωτογραφιών τόσο στον τύπο όσο και στη διαφήμιση, καθώς και ένα γοητευτικό τομέα της εκδοτικής βιομηχανίας, ο οποίος πολλαπλασιάζει τα έργα που παρουσιάζουν τις ομορφιές άλλων περιοχών του πλανήτη ή την απλότητα της ιστορικής κληρονομιάς διαφόρων τόπων, όπου το χρώμα ορίζεται ως «φυσικό» δεδομένο (πιο κοντινό στην πραγματικότητα…), παραβλέποντας τις φωτογραφικές προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την επιλογή ενός φίλτρου που να παρουσιάζει τα χρώματα.

Ο Lorenzo Castore, ένας νέος Ιταλός φωτογράφος, ανήκει στη γενιά που σιγά-σιγά κάνει την εμφάνισή της, η οποία, έχοντας σοβαρή γνώση της ιστορίας της φωτογραφίας και της ιστορίας της τέχνης, αντιλαμβάνεται ότι οι «τεχνικές» επιλογές της έχουν σοβαρές συνέπειες, ανάλογα με το τι επιθυμεί να εκφράσει. Έχει ασχοληθεί με την ασπρόμαυρη φωτογραφία στο πλαίσιο ενός μεγάλου έργου, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι δικτατορίες επηρέασαν τη ζωή των ανθρακωρύχων (στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πολωνία), επιθυμώντας να εντάξει την εργασία του στην ιστορία και στις εικόνες της εποχής. Στο πλαίσιο, όμως, του παρόντος βιβλίου, επέλεξε – επιτέλους – την έγχρωμη φωτογραφία, για να μας προσκαλέσει στη δική του Κούβα, όχι χωρίς κάποια λογική.

Όποιος έχει πάει στην Κούβα, έχει εντυπωσιαστεί από τη φυσική παρουσία των χρωμάτων στο διαμάντι της Καραϊβικής, από τον τρόπο με τον οποίο το φως φανερώνει τα χρώματα στις διάφορες ώρες της ημέρας και από τη μεγαλοπρέπεια του ηλιοβασιλέματος. Η κατάσταση αυτή, παράλληλα με την αναπόφευκτη κυκλοφορία περιοδικών γεμάτων συναρπαστικές υποσχέσεις για εξωτικό περιβάλλον, το οποίο παντρεύει την Μαλεκόν με πολύτιμα απομεινάρια των περίφημων αμερικανικών αυτοκινήτων της δεκαετίας ’50, μακριών καμπριολέ με κοριτσίστικο ροζ χρώμα, με φόντο τις ξεφλουδισμένες μπεζ προσόψεις των κτιρίων, δημιούργησε μια εικονογραφία διεθνώς αποδεκτών στερεοτύπων, τα οποία δύσκολα υπερβαίνονται.

Ο Lorenzo Castore αποφάσισε να χρησιμοποιήσει χρώμα για την εργασία του στην Κούβα, καθώς και για ορισμένες εικόνες από το Μεξικό. Βρέθηκε μπροστά σε μια πραγματική αντίφαση, αποφασίζοντας να αποδώσει με χρώμα μια περιοχή του κόσμου την οποία ακριβώς τα χρώματα είναι εκείνα που μας κάνουν να την αντιμετωπίζουμε με συγκατάβαση, είτε ζωηρά είτε ξεθωριασμένα. Τις εικόνες αυτές συναντούμε ταυτόχρονα στα γραφεία τουρισμού και στα ταξιδιωτικά περιοδικά, τα οποία δεν διαχωρίζει απολύτως τίποτα, όσον αφορά την φωτογραφία.

Η Κούβα, για τον Lorenzo Castore, είναι μια πρόφαση. Απλά μια στιγμή ζωής, ευτυχίας, ανακάλυψης, ευχαρίστησης. Μια στιγμή της ζωής του κατά την οποία αποφάσισε να σπρώξει τη φωτογραφία στα όριά της. Ζει και φωτογραφίζει, δεν χαρίζεται, ούτε στον εαυτό του ούτε στους ανθρώπους που συναντά, που συναναστρέφεται και που δένεται μαζί τους. Τα μέρη που επιλέγει είναι ένα μπαρ όπου συχνάζει με τους ήρωες του έργου του, έναν ομοφυλόφιλο που γίνεται μοντέλο, και ταυτόχρονα συνένοχος στην ατέλειωτη θλίψη. Ένας δρόμος που τον μαγεύει, το φως που τον γοητεύει, ένα κορίτσι που του χαμογελά, η βροχή που μεταμορφώνει τα πάντα ανακαλύπτοντας εκ νέου τον χώρο, όπως το παλλόμενο κίτρινο που λες και «καταπίνει» ένα πρόσωπο, το οποίο εξαφανίζεται για πάντα, σαν ένα όραμα. Στη συνέχεια, σε ένα δρόμο, στο όριο μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού χώρου, ένα παλλόμενο μπλε, που φιλοξενεί την νωχέλεια προσώπων που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Λίγο πιο πέρα, σε ένα δρομάκι, ένα ξεχασμένο ποτήρι κόκκινο κρασί θα δομήσει κάθετα τον χώρο, όπως σε ένα διάδρομο ένα μωρό που μπουσουλάει. Μάλιστα, πρόκειται απλά για παιχνίδια του φωτός, από εκείνα που δημιουργούν αποχρώσεις, που επαναπροσδιορίζουν το χώρο χάρη σε χρώματα που μπερδεύονται μεταξύ τους. Πρόκειται απλά για τον απόηχο των βιωμάτων κάποιου που βρέθηκε σε εκείνο το σημείο, ή που έτυχε να παρακολουθεί τι συμβαίνει κάθε στιγμή.

Βλέπουμε τότε μπροστά μας το προφανές, το οποίο είναι εντελώς φωτογραφικό. Πρόκειται για αυτό που αντικρίζει ένας ταξιδιώτης που έχει πάθος με το χώρο που τον υποδέχεται, και του οποίου αποφασίζει να καταγράψει λεπτομερώς. Αποφασίζει να μην περιγράφει τίποτα, αλλά να ενταχθεί ο ίδιος στο χώρο, να τον χρησιμοποιήσει για να μιλήσει, να εκφραστεί, να μεταδώσει στοιχεία για τον εαυτό του, αλλά και να μάθει για τους άλλους, και να οδηγηθεί στο τέλος να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Δημιουργεί εικόνες και τις αποδέχεται. Γνωρίζει ότι αυτό που τον παρακινεί είναι οι απρόβλεπτες στιγμές, οι χώροι στους οποίους αυτοπροσδιορίζεται, προσανατολίζεται, εκφράζεται. Του αρέσει να μας εκπλήσσει, επέλεξε να μας κάνει να συναντήσουμε τα πρόσωπα που τον γοήτευσαν κάτω από τον ήλιο της Καραϊβικής και, πάνω απ’ όλα, να μοιραστεί μαζί μας την εμφανή γλυκύτητα του περιβάλλοντος. Μια νωχέλεια την οποία διασχίζουν διαπεραστικοί ήχοι, συνεχείς εκπλήξεις που περιμένουν το μάτι που ξέρει να τις χαϊδέψει, ένας αργός ρυθμός που μπορεί ξαφνικά να κορυφωθεί από ένα απρόσμενο μπλε που διαπερνά το χρυσό παλμό και που μας κάνει να αμφιβάλλουμε, τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα, αν η στιγμή που αιχμαλωτίσαμε ήταν πραγματική.

Γι’ αυτό, φωτογραφικά, αυτό που απομένει είναι το χρώμα. Ένα χρώμα  απόλυτα αντίθετο με όλους εκείνους που θώρησαν και αντιμετώπισαν την Κούβα ως ντεκόρ για τις εικόνες που ήθελαν να δημιουργήσουν, ένα χρώμα που αποτελεί βασικό στοιχείο ενός τόπου όπου οι άνθρωποι σμίγουν. Άνθρωποι απαλλαγμένοι από τον όποιο εξωτισμό, άνθρωποι σύγχρονοι με μας, όχι τόσο τυχεροί όσο εμείς, οι οποίοι μας λένε, ωστόσο, ότι χρώμα δεν είναι το γοητευτικό φόντο μιας σκηνής, αλλά η ύλη και η σάρκα αυτού που παρουσιάζει η φωτογραφία. Τα υπόλοιπα, όσα δεν ζήσαμε, ας τα ονειρευτούμε.

Christian Caujolle, Καλλιτεχνικός διευθυντής του Πρακτορείου VU και της ομώνυμης πινακοθήκης, Παρίσι, 2005.

             “Μου ζητήθηκε να γράψω κάτι για αυτό το βιβλίο και μάλλον δεν ξέρω πώς να αρχίσω. Πρώτα-πρώτα, αυτές τις φωτογραφίες τις τράβηξα στην Αβάνα και στην Πόλη του Μεξικού από το 2001 ως το 2002. Την περίοδο αυτή ένιωθα την απόλυτη ανάγκη να εργαστώ χωρίς να λάβω υπόψη καμιά σύμβαση, χωρίς να πρέπει να δικαιολογήσω ή να εξηγήσω τι ακριβώς έκανα και γιατί. Μια ανάγκη απόλυτη, άμεση για κάτι. Δεν θα μιλήσω για τη σπουδαιότητα που είχε μερικές φορές το αποτέλεσμα αυτής της απόλυτης ανάγκης που ένιωθα. Πρώτα απ’ όλα δεν μπορώ να το κάνω από σεμνότητα. Εξάλλου, δεν είμαι εγώ εκείνος που πρέπει να ερμηνεύσει ή να δώσει μια ονομασία σε αυτό που κάνω. Επιπλέον, δεν καταφέρνω να βρω τα λόγια για να απαντήσω σε ορισμένα ζητήματα και έτσι ελπίζω πως κάποιοι άλλοι θα μπορέσουν, με τα δικά του λόγια ο καθένας, να εκφράσουν αυτό που εγώ δε μπορώ.

            Το βέβαιο είναι πως ήθελα να κάνω έγχρωμες φωτογραφίες εκεί όπου τα χρώματα ήταν ενεργά και ασκούσαν ισχυρή συναισθηματική επίδραση, και δεν έδιναν απλώς μια ρεαλιστική ή/και διακοσμητική όψη της εικόνας. Όπως μου συμβαίνει πολύ συχνά, επέλεξα να εργαστώ αυθαίρετα και να ακολουθήσω το ένστικτό μου. Θα αναφερθώ ξανά στην αίσθηση απόλυτης ανάγκης, η οποία είναι η μόνη αναπόφευκτη και απόλυτα αναντίρρητη πτυχή τού να κάνουμε φωτογραφίες, επειδή μαζί με αυτήν μεταβάλλεται κάθε φορά και ο δρόμος που ακολουθούμε για να προσεγγίσουμε την αλήθεια. Η αλήθεια βέβαια είναι μεγάλη κουβέντα, πιστεύω όμως ότι είναι η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει όλα αυτά στα οποία αναφέρομαι.

            Δεν πιστεύω στο ταλέντο αυτό καθαυτό, δεν πιστεύω απόλυτα στο στιλ και δεν πιστεύω καθόλου στη φωτογραφία. Συχνά μάλιστα δεν πιστεύω καν στον εαυτό μου. Αν στη ζωή μου ασχολούμαι με τη φωτογραφία, είναι τυχαίο: το κάνω για να μπορέσω να αποστασιοποιηθώ από τον εαυτό μου, για να αντικρίσω τον εαυτό μου στα μάτια των άλλων και για να δω τους άλλους μέσα μου, για να δημιουργήσω σχέσεις με τα πάντα. Θέλω όμως να πιστεύω ότι, αν ο δρόμος στον οποίο με οδήγησε η ζωή μου ήταν διαφορετικός, θα είχα κάνει κάτι άλλο, ό,τι κι αν ήταν, με την ίδια απόλυτη αφοσίωση, χαρά ή πόνο, με τον οποίο κάνω τώρα φωτογραφία.

            Ζούμε με την έγνοια τού να ζήσουμε αληθινά, χωρίς να κάνουμε τη ζωή μας να μοιάζει με τη ζωή του διπλανού μας, να ζήσουμε αληθινά για εμάς τους ίδιους, έχοντας την πεποίθηση ότι μια πραγματικά ειλικρινής ζωή είναι μοναδική και εξ ορισμού ανεπανάληπτη». *Από το “Le porte regali” του Pavel Florenskij

            Η ζωή είτε είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την τέχνη, είτε είναι το ίδιο πράγμα. Έτσι, λοιπόν, λέω ότι δεν πιστεύω στη φωτογραφία, γιατί είναι μόνο ένα όργανο, ένα πάθος το οποίο με βοηθό να αντιμετωπίσω κάτι πιο βαθύ και απόλυτο. Το ίδιο πιστεύω και για το στιλ, μπορώ σήμερα να κάνω έγχρωμες φωτογραφίες, αύριο ασπρόμαυρες, να χρησιμοποιήσω διάφορες φόρμες, να αλλάξω εντελώς θέμα και κώδικα επικοινωνίας. Το μόνο που μετράει είναι η ενέργεια που απελευθερώνει αυτό που κάνουμε, η μορφή που του δίνουμε είναι ένα ένδυμα που φοράμε ανάλογα με τη διάθεσή μας. Εξάλλου, πιστεύω ότι είναι πολύ επικίνδυνο να ταυτιζόμαστε ή να νιώθουμε άνετα με μια εμφάνιση. Εκτός απ’ όλα αυτά, είναι και η αίσθηση ήττας που δεν φεύγει ποτέ. Για παράδειγμα, το ότι έχω τη δυνατότητα να δημοσιεύσω το Paradiso είναι πάνω απ’ όλα μια μεγάλη ελευθερία, μου επιτρέπει να επωμισθώ κάτι που είναι σημαντικό για να μπορέσω να κάνω ένα οριστικό βήμα μπροστά. Το γεγονός ότι επιδιώκω αυτή τη θαυμαστή πραγματικότητα, η οποία δεν ξέρω ούτε τι είναι ούτε, πολύ περισσότερο, πώς να φτάσω εκεί, είναι κάτι το ατέρμονο, κάποιες φορές με αποκαρδιώνει, κάποιες άλλες με τονώνει, δεν υπάρχει όμως γυρισμός, η πορεία είναι ατέλειωτη, έτσι κοιτάζω μόνο μπροστά για να κάνω εκείνο που δεν έχει γίνει ακόμη, ή για να το κάνω καλύτερα, έχοντας ωστόσο επίγνωση του ότι και πάλι θα είναι ελαττωματικό, ατελές, ανολοκλήρωτο. Όπως κι εμείς οι ίδιοι. Μια παρτίδα σκάκι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Εν ολίγοις, όλα αυτά για να πω – και θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Alberto Giacometti – ότι ό,τι κάνω το κάνω «για να δαγκώσω την πραγματικότητα, για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, για να τραφώ, για να μεγαλώσω, για να μάθω να προστατεύομαι και να επιτίθεμαι καλύτερα, για να κάνω καλύτερη εντύπωση, για να προοδεύσω όσο το δυνατόν περισσότερο σε όλους τους τομείς, σε όλες τις κατευθύνσεις, για να προστατεύομαι από την πείνα, από το κρύο, από το θάνατο, για να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο ελεύθερος, περισσότερο ελεύθερος για να προσπαθήσω – με τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου – να δω καλύτερα, να καταλάβω καλύτερα αυτά που με περιβάλλουν, να καταλάβω καλύτερα για να είμαι όσο το δυνατόν πιο ελεύθερος και πιο δυνατός, για να ξοδεύω και να ξοδεύομαι όσο το δυνατόν περισσότερο σε αυτό που κάνω, για να ζήσω την περιπέτεια μου, για να ανακαλύψω νέους κόσμους, για να πολεμήσω στον πόλεμό μου, για τη χαρά, για την ηδονή του πολέμου, για τη χαρά του να κερδίζω και να χάνω» ** Από το “Scritti” του Alberto Giacometti.

            Νομίζω ότι δεν μπορώ να προσθέσω τίποτε άλλο”.

Lorenzo Castore

 Βιογραφικό:

Ο Lorenzo Castore γεννήθηκε στη Φλωρεντία στις 22 Ιουνίου 1973. Το 1981 μετακομίζει στη Ρώμη με τη μητέρα του. Τελειώνει το κλασικό Λύκειο και εγγράφεται στη Νομική. Το 1992 περνάει ορισμένους μήνες στη Νέα Υόρκη, όπου αρχίζει να φωτογραφίζει στο δρόμο. Επιστρέφει στη Ρώμη και αρχίζει μαθήματα φωτογραφίας. Εν τω μεταξύ, φωτογραφίζει την περιοχή Stazione Termini. To 1997 κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ινδία, ακολουθώντας τη διαδρομή των ινδουιστών προσκυνητών στο Himachal Pradesh. Με το υλικό που συγκεντρώνει κάνει την πρώτη του έκθεση φωτογραφίας στη γκαλερί της οδού via della Minerva 5, στη Ρώμη. Το 1999, μόλις πάρει το πτυχίο του, φεύγει για το Κόσσοβο, όπου καταγράφει τη ζωή μιας ομάδας ηλικιωμένων Σέρβων, οι οποίο ζουν έγκλειστοι σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι, το οποίο πολιορκείται από Αλβανούς του Κοσσόβου. Κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Πολωνία, στη Σιλεσία, περιοχή όπου οι περισσότεροι κάτοικοι είναι ανθρακωρύχοι. Την ίδια χρονιά κατακτά το βραβείο “Dintorni dello sguardo”. To 2000 πηγαίνει ξανά στην Πολωνία, κατόπιν για άλλη μια φορά στην Ινδία, στο κρατίδιο Uttar Pradesh. Πρώτη έκθεση της δουλειάς του για τη Σιλεσία με τίτλο “Szczesc Boze”, στο Πολωνικό Ινστιτούτο Πολιτισμού της Ρώμης. Το 2001 πηγαίνει ξανά στην Ινδία, και στη συνέχεια στην Πολωνία και στη Νέα Υόρκη. Πραγματοποιεί τη φωτογραφική καταγραφή της κατασκευής του Teatro degli Arcimboldi, μια δουλειά που θα διαρκέσει σχεδόν δυο χρόνια. Πραγματοποιεί εκθέσεις στη Βαρσοβία, τη Γένοβα, το Μιλάνο, το Κατοβίτσε, την Καρμπόνια, το Γκλιβίτσε, τη Ζυρίχη και την Κρακοβία. Μέρος της δουλειάς του για τη Νέα Υόρκη, σχετικά με την 11η Σεπτεμβρίου, παρουσιάζεται με τον τίτλο “Babylon, New York” στην Εθνική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης της Ρώμης.

To 2002, μετά από δυο μακρές περιόδους παραμονής στην Αβάνα, γεννιέται το Paradiso. Εκθέτει το έργο του για τη Σιλεσία στην Βαρσοβία και το “Babylon, New York” στο Μόναχο. Το 2003 εκθέτει στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου της Εταιρείας Καλών Τεχνών του Μιλάνου τις φωτογραφίες για το P-Zero και εκδίδει τον σχετικό κατάλογο. Το portfolio του Paradiso δημοσιεύεται στα περιοδικά “Zoom” και “Photo Nouvelles”. Εργάζεται επί μακρόν στο Sulcis, περιοχή της Σαρδηνίας, στο πλαίσιο του έργου Nero, για λογαριασμό της Ανθρωπιστικής Εταιρείας (Societa Umanitaria). To 2003 φωτογραφίζει επίσης την Biennale της Βενετίας για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λουξεμβούργου και την ταινία Private του Saverio Costanzo. Κερδίζει το βραβείο Mario Giacomelli. Συμμετέχει στο Διεθνές Φεστιβάλ Φωτογραφίας της Ρώμης στη συλλογή Circa 35, στην έκθεση «Η στιγμή που χωρίζει την φωτογραφία από τον κινηματογράφο» στους χώρους του Ιδρύματος Agnelli στο Τορίνο, καθώς και στην ομαδική έκθεση Unique για την πέμπτη επέτειο της Γκαλερί VU στο Παρίσι. Προβολή του DVD του έργου Paradiso στην εκδήλωση Rencontres d’Arles, στις Βρυξέλλες, το Παρίσι και την Κρακοβία. Η πρώτη ατομική έκθεση του Paradiso παρουσιάζεται στην Πινακοθήκη Grazia Neri στο Μιλάνο. Συμμετέχει μαζί με τον Michael Ackerman σε μια έκθεση με τίτλο Fedeli alia linea επ’ ευκαιρία του Μήνα της Φωτογραφίας στην Κρακοβία. Διδάσκει σε workshops στα καταστήματα Fnac της Γένοβας, της Βερόνας, της Νάπολης και του Μιλάνο και στη Ρώμη στην “Scuola Romana di Fotografia”. Το 2004 εκθέτει το Paradiso στο Παρίσι στην Γκαλερί VU, μια σύνθεση των 5 χρόνων που εργάστηκε στην Σιλεσία στο Spazio San Fedele στο Μιλάνο και το Nero στην Καρμπόνια, στο Palazzo Reale στο Μιλάνο και στην Κρακοβία. Η εκδοτική εταιρεία Federico Motta Editore δημοσιεύει το βιβλίο Nero.

Το 2005 κερδίζει το βραβείο European Publishers Award for Photography και εκδίδεται το Paradiso από την Apeiron Photo με πρόλογο του Christian Caujolle που παρατίθεται στην αρχή αυτής της παρουσίασης.