Η Letizia Battaglia, η πιο φημισμένη γυναικά φωτορεπόρτερ της Ιταλίας, έχει επεξεργαστεί όλα τα αρνητικά που τράβηξε στη μακροχρόνια καριέρα της, εκτός από ένα. Ήταν το 1987 και στο φιλμ έχει αποτυπωθεί το πτώμα του Claudio, ενός 10χρονου αγοριού, που σκοτώθηκε από τη μαφία στο Παλέρμο. Ήταν μια περίοδος πολέμου. Η σικελική μαφία, γνωστή ως Cosa Nostra, ξάπλωνε στους δρόμους τους αντιπάλους της γαζωμένους από σφαίρες και δολοφονούσε εισαγγελείς ανατινάζοντας με βόμβες τα αυτοκίνητα τους. Η οικογένεια Corleone είχε αποφασίσει να κατακτήσει την πόλη, σκοτώνοντας τους αντιπάλους της, μαζί με δεκάδες αστυνομικούς, δικαστές και πολιτικούς που προσπαθούσαν να σταματήσουν αυτόν τον πόλεμο. Η Battaglia φωτογράφισε εκατοντάδες πτώματα, δημιουργώντας ένα αιματηρό αρχείο σε μαύρο και άσπρο που έδειξε το χειρότερο πρόσωπο της Σικελίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που η Battaglia φωτογράφησε το αγόρι, που σκοτώθηκε επειδή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας δολοφονίας και πλέον ο κόσμος γύρω της άλλαξε. Ο τουρισμός έχει αναγεννήσει το Παλέρμο. Τα περισσότερα από τα αφεντικά της Cosa Nostra βρίσκονται στη φυλακή και οι δολοφόνοι έχουν σταματήσει να πυροβολούν. Η Battaglia έχει επίσης αλλάξει. Τώρα, στα 84, προσπαθεί να αφήσει πίσω της τη φρίκη αυτών των ετών και να ψάξει για αθωότητα και ομορφιά.
Η Βρετάνη σκηνοθέτης Kim Longinotto γύρισε πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Shooting the Mafia» που αναφέρεται στην ιστορία της θαρραλέας Ιταλίδας φωτογράφου και φωτορεπόρτερ που έγινε μία από τους σημαντικότερους κοινωνικούς ιστορικούς της Ιταλίας με το έργο της φωτογράφησης της βάναυσης πραγματικότητας της μαφίας και των θυμάτων της στη Σικελία. Χρησιμοποιώντας τις φωτογραφίες της Battaglia δίπλα σε αποσπάσματα ειδήσεων της εποχής και σε σκηνές από κλασικές ασπρόμαυρες ιταλικές ταινίες, το «Shooting the Mafia», αποτελεί, μεταξύ άλλων, μια ρεαλιστική αντίδραση ενάντια στις εξωραϊσμένες απεικονίσεις της μαφίας στις παραγωγές του Χόλιγουντ.
Η Letizia Battaglia θυμάται ακόμα έντονα το πρώτο πτώμα που φωτογράφησε: έναν άντρα να κείτεται κάτω από μια ελιά σ’ ένα χωράφι στη Σικελία, το ένα πόδι του χωρίς παπούτσι και από πάνω του ένας αστυφύλακας με παρατηρητικό βλέμμα. Το γεγονός ότι επρόκειτο για μαφιόζο που είχε δολοφονηθεί σε κάποιο τοπικό ξεκαθάρισμα, δεν έχει καμιά σημασία, επιμένει η φωτογράφος μιλώντας για εκείνην την εποχή που οι Ιταλοί αποκαλούν «τα χρόνια του μολυβιού» στον Peter Bradshaw, απεσταλμένο του Guardian που την επισκέφτηκε στο σπίτι της στο Παλέρμο τον Νοέμβριο του 2019. “Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον θάνατο”, λέει. Αφορμή για τη συνέντευξη ήταν η επίσημη προβολή της ταινίας που είχε πάρει εξαιρετικές κριτικές και εκείνες τις μέρες ξεκινούσε να προβάλλεται στη Βρετανία.
Αυτό που της έχει μείνει πιο πολύ από εκείνη τη μέρα, σαράντα χρόνια αργότερα, είναι η οσμή που κρεμόταν στην καλοκαιρινή αύρα. “Έκανε πολλή ζέστη και το πτώμα βρισκόταν εκεί από μέρες, – μπορώ ακόμα να νιώσω εκείνη την ατμόσφαιρα θανάτου”, λέει η γυναίκα που αποτύπωσε αυτή την ατμόσφαιρα όσο κανένας άλλος φωτογράφος στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Ακμαία και παθιασμένη ακόμα με την κοινωνική και πολιτική ζωή της γενέτειράς της, αναφέρεται στις φωτογραφίες της ως «αρχείο του αίματος», λέγοντας με στωικό ύφος: “Η φωτογραφία δεν αλλάζει τίποτα. Η βία συνεχίζεται, η φτώχεια συνεχίζεται, παιδιά εξακολουθούν να σκοτώνονται σε ηλίθιους πολέμους”. Κι όμως, οι φωτογραφίες της εκτός από συγκλονιστικά ντοκουμέντα μιας σκοτεινής εποχής, είχαν χρησιμοποιηθεί κάποτε και ως αποδεικτικά στοιχεία της σύνδεσης του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Giulio Andreotti με το οργανωμένο έγκλημα, καθώς δύο από αυτές τον έδειχναν να συνομιλεί με τον αρχιμαφιόζο Nino Salvo, τον οποίο ο Andreotti είχε αρνηθεί ότι γνώριζε. Η ίδια η Battaglia είχε ξεχάσει τη λήψη των συγκεκριμένων φωτογραφιών, αλλά η αστυνομία ψάχνοντας τα αρχεία της βρήκε αυτές δύο ενοχοποιητικές για τον Andreotti φωτογραφίες από το 1979. Αυτές οι εικόνες ήταν η μόνη φυσική ένδειξη για τις συνδέσεις αυτού του ισχυρού πολιτικού με τη σικελική μαφία. Η χρησιμότητά τους έγινε εμφανής μόλις 15 χρόνια μετά τη λήψη τους.
Η Lettizia βρήκε στη φωτογραφία το κατάλληλο πεδίο για να εκφράσει το επαναστατικό πνεύμα της. Γεννημένη το 1935, ασχολήθηκε με τη φωτογραφία στα χρόνια της εφηβείας της στο μεταπολεμικό Παλέρμο μέχρι να ακολουθήσει την οικογένεια της στην Τεργέστη, όπου μετεγκαταστάθηκαν. Αντιδρώντας στην αυστηρή ανατροφή της, παντρεύτηκε έναν πλούσιο ηλικιωμένο άνδρα σε ηλικία μόλις 16 ετών. Ενάντια στις πιθανότητες, ο γάμος κράτησε πάνω από 20 χρόνια, στη διάρκεια του οποίου απέκτησε τρία κορίτσια, τα οποία πήρε μαζί της όταν επέστρεψε τελικά στη Σικελία, μετά το διαζύγιο της το 1971.
Όταν ήταν μικρή, η φιλοδοξία της ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά η ασταθής δημοσιογραφική καριέρα της διακόπηκε απότομα τη στιγμή που έπιασε στα χέρια της μια φωτογραφική μηχανή ενώ ήταν ήδη σαράντα ετών. Στην αρχή πίστευε ότι θα μπορούσε να πουλήσει καλύτερα τα άρθρα της εάν συνοδευόταν από φωτογραφίες, αλλά στη συνέχεια η φωτογραφία εξελίχθηκε σε πάθος για τη Battaglia. “Θυμάμαι που σκέφτηκα ότι μ’ αυτό εδώ το εργαλείο στα χέρια μου, μπορώ να τα βάλω με όλον τον κόσμο”, λέει. “Ξαφνικά, δεν είχα ανάγκη από χάδια και φιλιά. Ήμουν γεμάτη αυτοπεποίθηση και αίσθηση ανεξαρτησίας. Δεν είχε να κάνει όμως μόνο με ένα νέο μέσο έκφρασης του εαυτού μου. Με την κάμερα, μπορούσα να εκφράσω την ταραχή του κόσμου γύρω μου”. Το 1974 δημιούργησε μαζί με τον νέο της σύντροφο Franco Zecchinο το πρακτορείο «Informazione fotografica», στο οποίο σύχναζαν μεταξύ άλλων ο Jojef Koudelka και ο Ferdinado Scianna. Παράλληλα ξεκίνησε να εργάζεται ως φωτορεπόρτερ στην αριστερή εφημερίδα L’ Ora μέχρι το 1992 που αναγκάστηκε να αναστείλει την έκδοσή της.
Οδηγώντας μια Vespa και εξοπλισμένη με τη φωτογραφική της μηχανή, η Battaglia τριγύριζε στα δρομάκια του Παλέρμο, μέρα και νύχτα. Ήταν πάντα η πρώτη που έφτανε στη σκηνή του εγκλήματος, συχνά ακόμη και πριν από την αστυνομία και τους συγγενείς. Μία θλιβερή φωτογραφία από το 1982 απεικονίζει τρία σώματα να κείτονται άψυχα πάνω στις καρέκλες που κάθονταν σε ένα μίζερο δωμάτιο. Μια πόρνη και δύο από τους πελάτες της, που έκαναν χρήση ηρωίνης σκοτώθηκαν γιατί δεν είχαν προμηθευτεί τα ναρκωτικά από τη μαφία. “Ήταν ένα τόσο μικρό δωμάτιο”, λέει, “και όταν έφτασα ήταν γεμάτο ανθρώπους: αστυνομικοί, γιατροί, δικαστές. Έπρεπε να περιμένω εκεί μέχρι που, ένας-ένας, έφυγαν και έμεινα μόνη με τα άψυχα σώματα. Χρειάστηκε μια αιωνιότητα, αλλά έπρεπε να είμαι μόνη από σεβασμό για τους νεκρούς.”
Μια άλλη εντυπωσιακή φωτογραφία δείχνει αρκετούς μαφιόζους που κάθονται στη σειρά σε μια αίθουσα του δικαστηρίου. Ο νεαρότερος κοιτάζει αλαζονικά το φακό της φωτογραφικής μηχανής, ενώ το δάχτυλό του δείχνει προς το στόμα του. “Μου λέει: Θα σου τινάξω τα μυαλά”, αφηγείται η Battaglia, η οποία έζησε με συχνές απειλές θανάτου για δύο δεκαετίες. “Ήταν τρομερά χρόνια”, θυμάται η Battaglia, φυσώντας σιγά-σιγά τον καπνό από το τσιγάρο της. “Δεν ήξερες ποιοι ήταν οι φίλοι σου και ποιοι οι εχθροί σου. Το πρωί, έβγαινα από το σπίτι και δεν ήξερα αν θα επέστρεφα το βράδυ. Τα αφεντικά θα μπορούσαν να ζητήσουν το κεφάλι μου, κάθε λεπτό.”
Εκτός από τα θύματα της μαφία, η Battaglia φωτογραφίζει και τη καθημερινότητα του Παλέρμο. Τζογαδόρους που παίζουν ζάρια, φτωχά κοριτσάκια που πουλούν λουλούδια για μερικές δεκάρες, σκληρά αγοράκια που μιμούνται τους μεγαλύτερους με ψεύτικα (?) πιστόλια στα χέρια και παντού απλωμένες μπουγάδες. Απορρίπτει πάντως ασυζητητί τον χαρακτηρισμό «ρομαντική» για τον εαυτό της. “Όχι, με τίποτα! Η φωτογραφία δεν είναι κάτι ρομαντικό για μένα, δεν είναι κάτι τόσο μπανάλ. Για να δημιουργήσεις μια πραγματικά σπουδαία φωτογραφία, πρέπει να δουλέψεις σκληρά και να είσαι ελεύθερος. Ένας καλός φωτογράφος πρέπει να βρίσκεται μέσα στη φωτογραφία έτσι ώστε ο θεατής να νιώσει την παρουσία του… Δεν τραβούσα ασπρόμαυρες φωτογραφίες για αισθητικούς λόγους. Όταν φωτογραφίζεις τους νεκρούς, το ασπρόμαυρο φιλμ είναι ο στοιχειώδης τρόπος για να δείξεις διακριτικότητα και σεβασμό. Το ασπρόμαυρο δημιουργεί τη δική του σιωπή και για μένα η σιωπή είναι πολύ σημαντικό πράγμα…”. Εκκωφαντική σιωπή, αλλά και καταπληκτική ομορφιά υπάρχει στο πορτρέτο της Rosario Schifani, το οποίο τραβήχτηκε στην κηδεία του συζύγου της, ενός σωματοφύλακα που σκοτώθηκε σε μια βόμβα αυτοκινήτου που στόχευσε τον φίλο της Battaglia, τον Giovanni Falcone, έναν άφοβο δικαστή κατά της μαφίας. Ο θάνατός του όπως και αυτός του συνεργάτη του Paolo Borsellino τον ίδιο χρόνο (1992), ήταν η αιτία να αποτραβηχτεί -για λίγο- η Battaglia από τον κόσμο. “Ήμουν σε απόγνωση,” λέει, κοιτάζοντας με πόνο. “Υπήρχαν πάρα πολλοί νεκροί. Μερικές φορές βρισκόμουν στο τόπο του εγκλήματος τεσσάρων ή πέντε διαφορετικών δολοφονιών μέσα σε μια μέρα. Φωτογράφησα τόσους πολλούς νεκρούς που ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι βρέθηκα με ένα τεράστιο αρχείο αίματος. Ο Falcone και ο Borsellino αποτελούσαν σύμβολα ελπίδας και αλλαγής για τους κατοίκους της Σικελίας, αλλά εγώ τους αγάπησα και ως ανθρώπους. Η δολοφονία τους μου στοίχισε πάρα πολύ. Ήθελα να πεθάνω. Έπρεπε να ανακτήσω τον εαυτό μου, αλλά ήταν τόσο δύσκολο, τόσο οδυνηρό “.
Μετά τη δολοφονία των δυο δικαστικών οι πολίτες δημιούργησαν κινήματα διαμαρτυρίας κατά της Cosa Nostra. Η δολοφονία Falcone αποδείχθηκε μπούμεραγκ κατά της Μαφίας. Έχασαν το όποιο λαϊκό έρεισμα είχαν. Ορκίζονταν στο «λόγο τιμής», αλλά όπως δείχνουν οι φωτογραφίες της Battaglia δεν υπήρχε τίποτα έντιμο σε ότι έκαναν. Πολλά από τα θύματά τους ήταν νέοι ακτιβιστές, συνδικαλιστές, αληθινά αξιότιμοι άνθρωποι που αμφισβητούσαν τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Υπό την πίεση των πολιτών το κράτος αναγκάστηκε πια να αντιδράσει και έστειλε στη Σικελία το στρατό σε μια χωρίς προηγούμενο επιχείρηση. Ένα χρόνο μετά, το 1993, ο ηθικός αυτουργός της επίθεσης συνελήφθη. Ήταν ο Salvator “Toto” Riina, αρχηγός της Μαφίας από το Κορλεόνε. Στη συνέχεια συνελήφθησαν περισσότεροι από 4.000 μαφιόζοι στη Σικελία κατά τη δεκαετία του ’90. “Όταν η αστυνομία τους συνελάμβανε, τους πλησίαζα, όσο το δυνατόν πιο κοντά, για να τους φωτογραφήσω, με τις χειροπέδες στα χέρια τους. Ήθελα τα αφεντικά να με κοιτάζουν στα μάτια, ακόμη και με το τίμημα να μπορέσουν να με φτύσουν κατάμουτρα. Αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος για να αμφισβητήσω τη μαφία”. Δεν είναι σύμπτωση, ότι το Παλέρμο, χωρίς σκοτωμούς, αναγεννήθηκε. Η πόλη ονομάστηκε το 2018 ιταλική πρωτεύουσα του πολιτισμού και το επόμενο έτος φιλοξένησε τη Manifesta, την πιο σημαντική διεθνούς φήμης έκθεση πρωτοποριακής Τέχνης της Ευρώπης. Το Παλέρμο συμπεριλήφθηκε επίσης στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, το 2017. “Αλλά ο αγώνας δεν έχει τελειώσει”, δηλώνει η Battaglia. “Είναι αλήθεια ότι η μαφία δεν πυροβολεί πια, αλλά δεν πρέπει να καθησυχαζόμαστε. Μπορούμε να συνεχίσουμε να πολεμάμε τη μαφία με την ομορφιά. Η ομορφιά μας κάνει να καταλάβουμε τι μπορεί να χάσουμε και πάλι.”
“Θα έλεγα πάντως ότι παραμένω αισιόδοξη παρά τα όσα έχω δει», δηλώνει. «Πρέπει να είμαι. Όχι για μένα, αλλά για τους νέους ανθρώπους. Καταλαβαίνω ότι την έχουν ανάγκη την ελπίδα και πρέπει να την προσφέρω όσο μπορώ. Η πολιτική τους προσφέρει μόνο μίσος. Εγώ μπορώ να τους υποδείξω την ομορφιά. Η καρδιά μου δεν έχει σκληρύνει με τα χρόνια. Πάντα υπάρχει ελπίδα και πάντα πρέπει να αγωνίζεται κανείς γι’ αυτήν”.
Η Letizia Battaglia, ούσα πάντα ένα πολιτικοποιημένο άτομο, κατείχε από το 1985 έως το 1991 θέση στο δημοτικό συμβούλιο του Παλέρμο με τους Πράσινους, ενώ από το 1991 ως το 1996 ήταν αναπληρώτρια στην Περιφερειακή Συνέλευση της Σικελίας, συντελώντας καθοριστικά στην εξοικονόμηση κονδυλίων και την αναβίωση του ιστορικού κέντρου του Παλέρμο. Ίδρυσε και για ένα διάστημα διηύθυνε τον εκδοτικό οίκο, Edizioni della Battaglia, ενώ ίδρυσε επίσης ένα μηνιαίο περιοδικό για τις γυναίκες, το Mezzocielo. Εργάζεται για τα δικαιώματα των γυναικών και, πιο πρόσφατα, για τους κρατούμενους.
Ανάμεσα στις διακρίσεις που έχει λάβει για το φωτογραφικό έργο της ξεχωρίζουν τα βραβεία W.Eugene Smith (1985), Life-Τime Achievement (1999), Dr.Erich Salomon (2007) και Cornell Capa Infinity από το Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας (2009). Σήμερα ζει στο ιστορικό κέντρο του Παλέρμο με τον 13χρονο σκύλο της, Pippo, και από το 2017 διευθύνει το Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας, το οποίο λειτουργεί ως μουσείο, γκαλερί, αλλά και σχολή φωτογραφίας. Το νέο της θέμα είναι ένα κορίτσι ηλικίας 10 ετών, της ίδιας ηλικίας με τον δολοφονημένο Claudio, σε μια φωτογραφία με τίτλο: «Η ομορφιά της Greta». “Αυτό το έργο, κατά κάποιο τρόπο, ξεκινά από το φιλμ που δεν εμφάνισα ποτέ, από το δολοφονημένο παιδί, που ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να τυπώσω”, λέει. “Η ηλικία των 10 ετών είναι η εποχή της αθωότητας. Για μένα, η αθωότητα είναι συνώνυμη με την ομορφιά. Η ηλικία των 10 ετών είναι μια μαγική στιγμή στη ζωή. Σε εκείνη την εποχή, ονειρευόμαστε, ονειρευόμαστε ένα θαυμάσιο μέλλον. Ωστόσο, ο θάνατος αυτού του αθώου παιδιού, που σκοτώθηκε επειδή είχε δει μια δολοφονία, με χαρακτήρισε για πάντα. Αφαλιρεσαν το δικαίωμα στη ζωή. Το δικαίωμα να ονειρευτείς. Γι’αυτό, από την καταστροφή της ζωής, αποφάσισα να προχωρήσω στην δημιουργία της ζωής. Από τη φρίκη στην ομορφιά.”
Χρήστος Κοψαχείλης, Ιανουάριος 2020
Πηγές:
- Sean O’Hagan: Archive of blood: how photographer Letizia Battaglia shot the mafia and lived / The Guardian / 27 Nov 2019
- Letizia Battaglia: Passion, Justice, Freedom – Photographs of Sicily / Aperture / 1999