Τη δεκαετία του 1980 ένας νεαρός καθηγητής φωτογραφίας από το Πανεπιστήμιο του Tennessee, έχοντας κερδίσει μια υποτροφία από το Ίδρυμα Guggenheim, αποφάσισε να κάνει μια περιοδεία στο Νότο, διανύοντας 2.000 μίλια μέσα σε δέκα ημέρες. Κρατώντας μια δύσχρηστη μηχανή στούντιο 4×5 ιντσών, τοποθετημένη σε τρίποδο και τον αντίστοιχο βαρύ και πανάκριβο εξοπλισμό του, τριγυρνούσε καθημερινά  φωτογραφίζοντας πορτρέτα και εσωτερικούς χώρους. Τα μοντέλα του ήταν οι Αφροαμερικανοί που συνάντησε στις κυρίως αγροτικές, συχνά απελπιστικά στερημένες οικονομικά, νότιες κοινότητες της χώρας, όπου ο ρατσιστικός διαχωρισμός εξακολουθούσε να υφίσταται. Όλοι ήταν πολύ διστακτικοί στην αρχή, βλέποντας έναν ασιάτη, γεννημένο στο Μπρούκλιν, να τους ζητά να του επιτρέψουν να τους φωτογραφίσει στα φτωχικά τους σπίτια και μάλιστα χωρίς κανένα πρόδηλο σκοπό. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν μιλήσει ποτέ πριν με κάποιον Κινεζικής καταγωγής, αλλά τους εντυπωσίαζε ο ήρεμος χαρακτήρας του και το γεγονός ότι μιλούσε άψογα αγγλικά, καλύτερα από τους ίδιους. «Ήμουν αντικείμενο περιέργειας. Όταν χτυπούσα τις πόρτες των άγνωστων αυτών ανθρώπων, συχνά με έβλεπαν με έναν βαθμό καχυποψίας, αλλά είμαι μάλλον συμπαθητικός άνθρωπος και καθόλου εκφοβιστικός. Το γεγονός ότι μπορούσα να μιλήσω πολύ καλά αγγλικά ήταν ένα επίσης αφοπλιστικά καθησυχαστικό στοιχείο υπέρ μου. Βασικά τους έλεγα την ιστορία μου, τους εξηγούσα τι έκανα και υποσχόμουν ότι θα τους πρόσφερα εκτυπώσεις των φωτογραφιών που τους τραβούσα – και πάντα το έκανα».

Ο Baldwin Lee, που γεννήθηκε το 1951 στην Chinatown της Νέας Υόρκης, είναι γιος ενός μετανάστη από το Χονγκ Κονγκ, ο οποίος πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον στρατό των ΗΠΑ (αν και ήταν Κινέζος υπήκοος). Ο πατέρας του σπούδασε αρχιτεκτονική στο Ινστιτούτο Pratt, αλλά είχε δημιουργήσει μια ακμάζουσα επιχείρηση που προμήθευε noodles στα κινέζικα εστιατόρια της πόλης και όχι μόνο. . Μεγάλωσε, με τέσσερα άλλα αδέλφια, σ’ ένα «εντελώς προστατευτικό» περιβάλλον. «Πήγα σε ένα δημόσιο σχολείο που είχε μόνο δύο μη Κινέζους μαθητές, παρόλο που βρισκόταν στη καρδιά της Νέας Υόρκης. Η Chinatown ήταν ο αποκλειστικός μου κόσμος και μόνο όταν πήγα στο κολέγιο συνειδητοποίησα ότι συμβαίνουν κι άλλα πράγματα εδώ». Αυτό το «άλλα πράγματα» ήταν η βαθιά ανισότητα που επικρατούσε και εξακολουθεί να επικρατεί στην Αμερική. Οι γονείς του, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να προσφέρουν στα παιδιά τους τις καλύτερες δυνατότητες εκπαίδευσης και κοινωνικής καταξίωσης, είχαν προειλημμένες αποφάσεις και φιλοδοξίες σχετικά με το μέλλον του. «Ως το πρώτο αγόρι μιας οικογένειας Κινέζων μεταναστών, μου απονεμήθηκε ένα ειδικό καθεστώς, με ιδιαίτερες προσδοκίες. Όταν ήμουν πέντε ετών, ο πατέρας μου δήλωσε ότι με προόριζε για να σπουδάσω αρχιτεκτονική στο MIT, στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, μια τυπική φιλοδοξία των μεταναστών, και έτσι μερικά χρόνια αργότερα γράφτηκα εκεί». Παρά την μεγάλη ικανοποίηση των γονιών του, ο νεαρός Baldwin ένιωθε παράταιρος και «εντελώς μίζερα» σε ένα περιβάλλον προσανατολισμένο προς την προηγμένη επιστημονική και τεχνολογική έρευνα. Βρήκε παρηγοριά σε ένα προαιρετικό μάθημα που ονομαζόταν The Creative Audience, το οποίο δίδασκε ο καταξιωμένος φωτογράφος Minor White. Σχεδιασμένο έτσι ώστε να φέρνει τους φοιτητές σε επαφή με τομείς εκτός του άμεσου πεδίου των σπουδών τους, αντανακλούσε όχι μόνο τις σκέψεις του White για την τέχνη, αλλά και το ενδιαφέρον του για τον ανατολικό μυστικισμό, τις θρησκείες και τη φιλοσοφία. Ο White, στις διαλέξεις του, περπατούσε ξυπόλητος ανάμεσα στους συχνά σαστισμένους σπουδαστές και τους ενθάρρυνε να αυξήσουν την επίγνωσή τους για τη δημιουργική διαδικασία εξασκώντας τον διαλογισμό και διαβάζοντας βουδιστικά κείμενα Ζεν. Έκανε μάλιστα και μασάζ στους ώμους των περισσότερο στρεσαρισμένων, στα χρόνια βέβαια που αυτό δεν χαρακτηριζόταν αυτομάτως ως σεξουαλική παρενόχληση.

Για τον νεαρό Lee, ο οποίος είχε ζήσει σ’ ένα πολύ στενόμυαλο περιβάλλον στην Chinatown, η παρουσία του Minor White ήταν μεταμορφωτική. «Τα πάντα πάνω του ήταν γοητευτικά για μένα», λέει, διατηρώντας τον θαυμασμό του, ακόμη και σήμερα. «Είχε το ίδιο αχνά γαλανά μάτια σαν του Paul Newman που ταίριαζαν απόλυτα με τα ήδη λευκά μαλλιά του. Ήταν επίσης ο πρώτος ανοιχτά ομοφυλόφιλος που είχα συναντήσει και μάλιστα σε μια εποχή που ήταν δύσκολο και περίπλοκο για κάποιον σαν αυτόν να το γνωστοποιεί στον κόσμο. Ο Minor ήταν εντελώς εκκεντρικός, τόσο που δεν δίσταζε να μοιραστεί τις εμπειρίες του από τη λήψη πεγιότ και άλλων ψυχοτρόπων ουσιών. Ένιωθα σαν ένα χαμένο μωρό στο δάσος και η όλη αυτή η εμπειρία με ενθουσίασε». Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι οι ριζοσπαστικές ιδέες του White για τη φωτογραφία –ήταν πρωτοπόρος της αφαίρεσης– ήταν απελευθερωτικές για τον Lee, ο οποίος βρήκε ξαφνικά την τέλεια διέξοδο για τη δική του μέχρι τότε καταπιεσμένη δημιουργικότητα. «Βλέποντας εκ των υστέρων, αυτό που πήρα από τον Minor ήταν η επιβεβαίωση ότι η φωτογραφία θα μπορούσε να είναι μια δημιουργική και ευφάνταστη ενασχόληση, ότι ήταν κάτι περισσότερο από ένα εργαλείο για την απλή καταγραφή της πραγματικότητας. Με μύησε στην ύπαρξη της τέχνης και μου έδειξε ότι η ζωή μου αφιερωμένη στη φωτογραφία θα αποκτούσε ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Πραγματικά δεν ξέρω τι θα έκανα στη ζωή μου αν δεν είχα μπει στη τάξη του». Το 1972, στην τελετή αποφοίτησής του από ΜΙΤ, ο πατέρας του νόμιζε ότι έπαιρνε πτυχίο στην αρχιτεκτονική. Η στιγμή της αλήθειας ήρθε όταν τον ρώτησε τι σκόπευε να κάνει τώρα που αποφοίτησε. Ο Baldwin του ανακοίνωσε ότι τελικά είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Ακολούθησε μια μακρά σιωπή. «Τον κοίταξα και είδα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό του. Ο πατέρας μου ήταν συγκρατημένος άνθρωπος, ποτέ πριν δεν είχε εξωτερικεύσει τα συναισθήματα του, οπότε το να τον βλέπω να αποκαλύπτει αυτή τη πλευρά του εαυτού του, που ποτέ δεν ήξερα ότι υπήρχε, ήταν οδυνηρό». Ο πατέρας του πέθανε έξι μήνες αργότερα. Ο Lee δηλώνει ότι στεναχωριέται που δεν του δόθηκε η ευκαιρία να του αποδείξει ότι ήταν δυνατόν να ζήσει, μέσω της φωτογραφίας, μια παραγωγική και ευτυχισμένη ζωή.

Μετά το ΜΙΤ, ο Lee συνέχισε τις σπουδές του για Master στο Yale, όπου βρέθηκε κάτω από την επιρροή ενός άλλου εμβληματικού φωτογράφου, του Walker Evans, που αργότερα μάλιστα έγινε βοηθός του στο σκοτεινό θάλαμο. Έμενε συχνά στο σπίτι του θρύλου στο Κονέκτικατ και είχε επεξεργαστεί μερικά από τα σπουδαιότερα αρνητικά του Evans από το «Let Us Now Praise Famous Men». Οι αναμνήσεις του από τον Evans είναι ακόμη ζωντανές. «Ήταν ένα υποδειγματικό μέλος της αμερικανικής αριστοκρατίας, ένας δανδής που του άρεσε να φορά ακριβά αγγλικά ρούχα. Του άρεσε να έχει παρέα και ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου. Συχνά χτυπούσε την πόρτα του σκοτεινού θαλάμου και μου πρόσφερε ένα παγωτό». Ο Evans πέθανε τον Απρίλιο του 1975, τη χρονιά που ο Lee αποφοίτησε από το Yale. Ο White πέθανε έναν χρόνο αργότερα, το 1976. Όσον αφορά την εκπαίδευση του στη φωτογραφία, ο Baldwin Lee δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι καλύτερο από το να σπουδάσει δίπλα σε αυτούς τους δύο μεγάλους δασκάλους. «Αν και ήταν τόσο διαφορετικοί σαν χαρακτήρες», λέει για τους δύο διάσημους μέντορές του, «Ο Minor White ήταν ξεκάθαρος στην άποψή του ότι ο Evans δεν ήταν παρά ένας υπερεκτιμημένος τεκμηριωτής (glorified documentarian). Ο Walker Evans από την άλλη, πίστευε ότι ο White ήταν ένας φαντασμένος ψευτοκουλτουριάρης (artsyfartsy blowhard)».

Μετά την αποφοίτηση του από το Yale, και καθώς ήταν επιμελής φοιτητής, δεν δυσκολεύτηκε να βρει μια θέση βοηθού καθηγητή στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα όμως ήθελε και να φωτογραφίζει και εκείνη την εποχή ήταν του συρμού να φωτογραφίζεις ανθρώπους στο δρόμο. Ο Lee όμως ήταν εξαιρετικά συνεσταλμένος και έτσι πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο δυσκολευόμενος να πλησιάζει αγνώστους στους δρόμους της Βοστώνης για να τους φωτογραφίσει. «Ήταν πολύ δύσκολο για μένα και οι φωτογραφίες που έκανα τότε στην αρχή ήταν φρικτές, αλλά κατάφερα να μεταμορφωθώ σε έναν ατρόμητο φωτογράφο. Ήμουν αποφασισμένος. Και κάτι περισσότερο από αυτό, αναγκάστηκα να μην δέχομαι το “όχι” για απάντηση». Το 1981 έκανε ένα φωτογραφικό ταξίδι στη χώρα με τον πρώην συμμαθητή του, Philip Lorca-DiCorcia και ένα χρόνο αργότερα του δόθηκε η μεγάλη επαγγελματική ευκαιρία να γίνει καθηγητής στο Τεννεσί, όπου ίδρυσε το πρόγραμμα φωτογραφίας του πανεπιστημίου. Την ίδια χρονιά κέρδισε την υποτροφία του Ιδρύματος Guggenheim και αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι με το αυτοκίνητό του εξερευνώντας το νέο του περιβάλλον. Είχε σκοπό να συνεχίσει αυτή την υπέροχη παράδοση της ειλικρινούς καταγραφής που είχε διδαχτεί μέσα από το έργο του Walker Evans.

Όταν ο Baldwin Lee έφτασε για πρώτη φορά στο Νότο, δεν ήξερε τι ακριβώς να φωτογραφίσει. Έκανε ένα ταξίδι 2.000 μιλίων, από το Τεννεσί μέσω του Μισισιπή, της Λουιζιάνα, της Αλαμπάμα, της Φλόριντα και της Τζόρτζια, διαμέσου μικρότερων παρακαμπτήριων δρόμων, φωτογραφίζοντας οτιδήποτε τον ενδιέφερε με μια κάμερα 4×5 ιντσών. «Τα θέματά μου περιελάμβαναν τοπία, αστικά τοπία, λεπτομέρειες από κοντά, νυχτερινές λήψεις, εσωτερικούς χώρους εμπορικών και οικιστικών κτιρίων και πορτρέτα ανθρώπων – λευκών και μαύρων, ηλικιωμένων και νέων, αγροτών και αστών, ευκατάστατων και φτωχών. Αφού επεξεργάστηκα τα φιλμ, επιβεβαιώθηκε η υποψία που είχα κατά τη λήψη των φωτογραφιών – αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν οι φωτογραφίες μαύρων Αμερικανών που ζούσαν στη φτώχεια». Δεν μας ξαφνιάζει η έντονη ενσυναίσθηση που ανακάλυψε ο Lee ότι έτρεφε για το θέμα. Είχε επίγνωση του πώς ήταν να συνυπάρχεις σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Ως Κινεζοαμερικανός πρώτης γενιάς, μεγάλωσε σε μια απαξιωμένη μειονότητα στην κυρίαρχη λευκή Αμερική. Αλλά ως εύπορος και λαμπρός φοιτητής, είχε την ευκαιρία να σπουδάσει με δύο γίγαντες της φωτογραφίας σε κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αυτή η εμπειρία του πρώτου ταξιδιού στο βαθύ Νότο τον τάραξε και όξυνε την αίσθηση της αδικίας που είχε γνωρίσει στη Chinatown, αλλά την είχε ήδη αφήσει πίσω του. «Πρέπει να καταλάβετε ότι, μέχρι τότε, δεν είχα βιώσει κοινότητες που ήταν αποκλειστικά μαύρες ή που αντιμετώπιζαν το είδος της φτώχειας που δεν είχε αλλάξει εδώ και εκατό χρόνια. Ήμουν μεν παιδί της δεκαετίας του 1960, που είχε συνείδηση της κοινωνικής αδικίας, αλλά το πρώτο ταξίδι που έκανα στο Νότο με αφύπνισε πολιτικά. Με εξέπληξε που Αμερικανοί συμπατριώτες μου έπρεπε να ζουν έτσι». Για τα επόμενα έξη χρόνια ο Lee επέστρεφε τακτικά στο Νότο. Εκτός από τον φωτογραφικό εξοπλισμό του κουβαλούσε μαζί του και δυο βιβλία, «ευαγγέλια» γι’ αυτόν: τα πορτρέτα του August Sander και τον κατάλογο της MoMA για το έργο του Walker Evans. Αν και ο Evans είχε φωτογραφίσει αυτό το ίδιο τοπίο μισό αιώνα νωρίτερα, εξακολουθούσε να μοιάζει το ίδιο, παρά την κατάργηση του νομικού διαχωρισμού. Ο Baldwin σταμάτησε μπροστά από ένα κτίριο κτισμένο στο ρυθμό του Ελληνικού Κλασικισμού, στο Natchez του Μισσισσιππή, ακριβώς εκεί όπου φωτογράφισε κι ο Evans το 1936. Ο μεν Walker αναζήτησε τα κλασικά σύμβολα του δυτικού πολιτισμού, ο δε Baldwin κοίταξε κατ’ ευθείαν στους ίδιους τους ανθρώπους – τους ανθρώπους που έγιναν το ανθρώπινο κεφάλαιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Evans: Greek Temple, Natchez, Mississippi, 1936 – Lee: Parthenon, Nashville, 1983

Όταν έφτανε σε μια νέα πόλη, επισκεπτόταν το αστυνομικό τμήμα και τους έλεγε ότι σχεδίαζε να τραβήξει φωτογραφίες με ακριβό φωτογραφικό εξοπλισμό και ζητούσε να του υποδείξουν τις περιοχές που έπρεπε να αποφύγει για τη δική του ασφάλεια. Ο τοπικός σερίφης του υποδείκνυε τα φτωχότερα σημεία της πόλης. Στη συνέχεια, ο Lee επισκεπτόταν αυτές τις γειτονιές, στις οποίες κατοικούσαν κυρίως μαύροι. Το ζητούμενο για τον Lee ήταν να αναδείξει την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια, όσων στέκονταν μπροστά στη μηχανή του και όχι να τονίσει τη φτώχεια τους ή να περιοριστεί στα στερεότυπα. Η διαδικασία της φωτογράφισης ήταν βαθιά συνεργατική. Άλλωστε η χρήση μιας βαριάς μηχανής 4×5 ιντσών τοποθετημένης σε τρίποδο αποκλείει την πιθανότητα να περάσει απαρατήρητος. «Δεν υπήρχε τρόπος να πάρω μια φωτογραφία στα κρυφά σε μια κάμερα σαν τη δική μου, ούτε είχα σκοπό να το κάνω. Κάθε φωτογραφία ήταν μια συνεργασία. Ξεκινούσα μια συνομιλία, ακολουθούσε μια ανταλλαγή ιδεών και μετά ζητούσα να μου δοθεί η άδεια. Ήταν μια πολύ απλή συναλλαγή, γιατί δεν είχα κανένα απώτερο κίνητρο. Απλώς με ενδιέφερε ο καθένας που φωτογράφιζα ξεχωριστά. Σε κάθε άτομο, είδα κάτι ιδιαίτερο πριν τον πλησιάσω. Είναι φορές που η εξωτερική συμπεριφορά κάποιου μπορεί να μεταφέρει κάτι από την ταυτότητα του. Υπάρχουν άπειροι τρόποι με τους οποίους ένα άτομο μπορεί να σταθεί, να κρατήσει το κεφάλι του, να κοιτάξει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Μερικοί άνθρωποι το κάνουν καλύτερα από άλλους χωρίς να το συνειδητοποιούν και παρουσιάζονται στον κόσμο ως ξεχωριστά άτομα. Ο κόσμος αποκτά ενδιαφέρον μόνο αν διεισδύσεις στις πραγματικές ιδιαιτερότητές του που τον κάνουν ατομικό και μοναδικό». Σε μια από τις πιο συγκινητικές φωτογραφίες της σειράς, ένας νεαρός μαύρος ακουμπάει σε ένα δέντρο σε μια χωμάτινη αλάνα. Το ένα χέρι του ακουμπάει στη μέση του. Το χέρι είναι κομψά λυγισμένο, προεξέχοντας τον αγκώνα προς τα έξω. Το μάτι μας ακολουθεί το άλλο του χέρι, μυώδες και τεντωμένο, καθώς εκτείνεται προς τα πάνω. Μόνο τότε βλέπεις τι πιάνει ο νεαρός. Είναι ένα σχοινί, που βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου έξω από το κάδρο, δεμένο σε ένα κλαδί του δέντρου. Αν γνωρίζεις έστω και λίγα πράγματα από την ιστορία του Νότου, αν έχει ακούσει έστω και μια φορά το «strange fruit» της Billie Holiday, είναι αδύνατο να μην κάνεις συνειρμούς βλέποντας αυτό το σκοινί να κρέμεται πάνω από το κεφάλι ενός μαύρου αγοριού. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Lee δεν ήταν αυτός που είδε το σκοινί στη σύνθεση της φωτογραφίας. Ήταν ο νεαρός που το παρατήρησε, ο νεαρός που άπλωσε το χέρι του. Αυτό το πορτρέτο, όπως και τα υπόλοιπα άλλωστε, έγιναν με την πλήρη συμμετοχή του εικονιζόμενου.

Παρόλο που οι κοινότητες που φωτογράφισε ο Lee είχαν στη συντριπτική τους πλειονότητα χαμηλό εισόδημα, υπάρχουν περισσότερα πράγματα να δεις στο έργο του από τη φτώχεια, ακριβώς επειδή υπάρχουν περισσότερα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους από τη κοινωνική και οικονομική θέση τους στη ζωή. Υπάρχει τρυφερότητα στο τρόπο με τον οποίο ακουμπά το κεφαλάκι του ένα μικρό κορίτσι στο στήθος ενός ενήλικα. Υπάρχει φλόγα ανάμεσα στο ζευγάρι –αν και δεν βρίσκονται στη πρώτη τους νιότη- καθώς αγκαλιάζονται κάτω από μια πόρτα. Υπάρχει αξιοπρέπεια και βαθειά πίστη στην ηλικιωμένη κυρία με το πεντακάθαρο φόρεμά της που πηγαίνει στην εκκλησία. Υπάρχει υπερηφάνεια στη στάση των χεριών και στο βλέμμα του παιδιού με τη μεγάλη πόρπη της ζώνης του καθώς στέκεται αγέρωχο στην αγκαλιά του πατέρα του. Αλλά υπάρχει ταλαιπωρία και θλίψη στα μάτια πολλών νεαρών μαύρων. Ένα μικρό αγόρι που φαίνεται απογοητευμένο σε μια σκυφτή στάση κρατώντας το χέρι ενός ακόμη μικρότερου κοριτσιού που τον κοιτάζει για παρηγοριά. Τρυφερά νεαρά πρόσωπα φαίνονται σαν φάντασμα πίσω από σκισμένες και ξεφτισμένες σήτες κουνουπιών, που δεν μπορούν να κρατήσουν έξω ούτε έντομα, ούτε κανέναν άλλο κίνδυνο. Οι εικόνες του Lee δεν υποκύπτουν ούτε στην εκμετάλλευση ούτε στον συναισθηματισμό, κάτι που είναι πιο εμφανές στις φωτογραφίες του με παιδιά. Είναι ξεκάθαρο ότι ο άντρας που στέκεται μπροστά τους τα παίρνει στα σοβαρά. Αυτό μπορεί να είναι ο υψηλότερος έπαινος μου: ο Baldwin Lee έπαιρνε τους ανθρώπους στα σοβαρά.

«Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν πώς, όταν πλησίαζα έναν ηλικιωμένο μαύρο άνδρα και άρχιζα να του μιλάω, αυτός θα υιοθετούσε μια χαμηλότερη ιεραρχική κοινωνική θέση σε σχέση με εμένα. Όλη η στάση του και η συμπεριφορά του θα άλλαζαν. Υπήρχε ένα αδιόρατο χαμήλωμα του κεφαλιού και το βλέμμα του θα ήταν πάντα στραμμένο προς τα κάτω. Υπήρχε αυτού του είδους η υπακοή, η οποία προκαλείτο επειδή δεν ήμουν μαύρος. Έβλεπα κατάματα αυτό που η ιστορία της υποδούλωσης και της υποταγής είχε προκαλέσει σε έναν ολόκληρο πληθυσμό. Ήταν μια οδυνηρή διαπίστωση για μένα». Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που φωτογράφησε ο Lee, υπαινίσσονται ακόμα κι όταν δεν είναι κανείς παρών στο κάδρο. Τα δεινά τους υποδεικνύονται με μικρές, αλλά ενδεικτικές λεπτομέρειες του περιβάλλοντός τους. Στενοί εσωτερικοί χώροι ξύλινων παραγκών με ιερές εικόνες και ξύλινους σταυρούς καρφωμένους στους τοίχους. Κουζίνες με ταπετσαρία από χρησιμοποιημένα χαρτόκουτα δημητριακών. Ένα πλημμυρισμένο χωράφι με ένα σπίτι στη μέση σε κάνει να φοβάσαι για την οικογένεια που είναι αναγκασμένη να μένει μέσα σ’ αυτό. Τα σπίτια είναι τόσο ερειπωμένα που είναι θαύμα που στέκονται ακόμη όρθια, πόσο μάλλον που κατοικούνται. Αυτές οι φωτογραφίες θα μεταμόρφωναν τον Lee και θα άλλαζαν για πάντα την αντίληψή του για τη χώρα που γεννήθηκε και θεωρεί πατρίδα του, τους ανθρώπους της και τον εαυτό του. «Μεγαλώνοντας, γνώριζα τη φτώχεια με έναν καθαρά εννοιολογικό τρόπο. Δεν ήξερα πραγματικά τι ήταν μέχρι που την είδα, και ήταν σαν ένα χαστούκι στο πρόσωπο μου. Φωτογράφισα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ρίγκαν, ο οποίος μιλούσε για μια σταδιακά αυξανόμενη ευημερία της οικονομίας. Πού; Έγινα έξαλλος. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχε και αυτή η Αμερική».

Για ένα διάστημα, ο Lee φωτογράφιζε συνέχεια στο Νότο. Το 1989 όμως αποφάσισε να σταματήσει. Δεν ήταν ότι φοβήθηκε. Η μόνη εχθρότητα που αντιμετώπισε προερχόταν από λίγους λευκούς κατοίκους των περιοχών που επισκεπτόταν. Κάποιοι σήκωσαν το τουφέκι και στόχευσαν στο πρόσωπό του. Υπάρχουν πολλά που διακυβεύονται εκεί για μερικούς ανθρώπους, όταν ξαφνικά βλέπουν έναν ξένο, ειδικά έναν ξένο με φωτογραφική μηχανή. Σταμάτησε όμως γιατί αναπόφευκτα κουράστηκε, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Τα συνεχή μοναχικά ταξίδια με το αυτοκίνητο, τα φθηνά ξενοδοχεία, η έλλειψη πόρων, αλλά ακόμη περισσότερο, αυτά που έβλεπε κάθε μέρα, τον επηρέαζαν και τον βάραιναν πολύ. Ξύπνησε μια μέρα και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στη λάθος πλευρά της γραμμής που χωρίζει τον μάρτυρα από τον ηδονοβλεψία. Ξαφνικά η απόσταση ανάμεσα στη ζωή του και στη ζωή των ανθρώπων που φωτογράφιζε ήταν μια τεράστια γέφυρα που έπρεπε να διασχίσει. Συναισθηματικά και σωματικά εξαντλημένος από το όραμα που τον είχε ωθήσει να κάνει αυτό το έργο, ο Baldwin κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να σταματήσει. Αυτό συνέβη την εποχή που γεννήθηκε το πρώτο του παιδί. Η μητέρα του Lee επισκέφτηκε το ζευγάρι και προθυμοποιήθηκε να αγοράσει μια κούνια για το μωρό. Ο Lee και η σύζυγός του αρνήθηκαν ευγενικά επειδή σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν μια κούνια-αντίκα, που είχαν βρει σ’ ένα παλαιοπωλείο, αλλά ένας φίλος τους προειδοποίησε ότι δεν θα ήταν ασφαλής επειδή τα κάγκελά της δεν μπορούσαν να ρυθμιστούν, όπως στις καινούργιες. «Στο επόμενο ταξίδι, βρέθηκα στην Augusta της Τζόρτζια και φωτογράφιζα στο δρόμο, κοντά σε ένα γραφείο τελετών. Ένα νεαρό ζευγάρι μαύρων με είδε, με ρώτησε αν ήμουν φωτογράφος και μου ζήτησε να τους ακολουθήσω στο γραφείο. Μέσα σ’ ένα ανοικτό μικροσκοπικό φέρετρο βρισκόταν το μωρό τους. Δεν είχαν κούνια και το μωρό, όπως στριφογύριζε πάνω στο στρώμα τους, πιάστηκε ο λαιμός του στα σεντόνια, κύλισε κάτω από το κρεβάτι και πνίγηκε. Το γεγονός με συγκλόνισε. Εγώ ζούσα μια ζωή που μπορούσα να σκεφτώ και να διαλέξω τι είδους κούνια να αγοράσω και αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα. Δεν είναι εύκολο να διαχωρίζεις αυτά τα πράγματα για πάντα. Έφτασα στο σημείο να νιώθω ένοχος, να νιώθω ότι εκμεταλλευόμουν αυτούς τους ανθρώπους. Είδα τη φιλοδοξία μου να αρχίζει να με κάνει να γίνω κάποιος που δεν ήθελα να γίνω. Έτσι είπα, τελείωσε!»

Ένας άλλος λόγος που τον οδήγησε στην απόφαση να σταματήσει να φωτογραφίζει στο Νότο ήταν και η πεποίθησή του ότι μετά από τόσο καιρό μπορούσε εύκολα πια να κάνει καλές φωτογραφίες με αυτούς τους ανθρώπους. Καθώς λοιπόν δεν ήθελε να επαναλαμβάνεται, προτίμησε να σταματήσει. Έχοντας μελετήσει σε βάθος το έργο του Walker Evans, πίστευε –και ίσως δικαιολογημένα -ότι ο μεγάλος του δάσκαλος, είχε δημιουργήσει το καλύτερο έργο του μέχρι το 1935-6. Έκτοτε συνέχιζε να φωτογραφίζει μέχρι τον θάνατό του, το 1975, αλλά χωρίς να αγγίξει ξανά τη προηγούμενη ποιότητά του. Προσπαθώντας να αποφύγει τη παρακμή, ο Lee σταμάτησε να φωτογραφίζει. «Η σπανιότητα είναι εγγενής στο μεγαλείο και νομίζω ότι οι καλλιτέχνες που συνεχίζουν να εργάζονται μετά την περίοδο της κορύφωσης της δημιουργικότητάς τους λένε ψέματα στον εαυτό τους», ισχυρίζεται, «Έχω μια απολυταρχική στάση απέναντι στη δημιουργικότητα: πρέπει να σταματήσεις όταν είσαι στην ακμή σου». Ίσως ακούγεται τραβηγμένη μια τέτοια άποψη, αλλά την μεταφέρω για προβληματισμό.

Το αρχείο που προέκυψε από αυτήν την επταετία περιέχει σχεδόν δέκα χιλιάδες ασπρόμαυρα αρνητικά, τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν ακόμη στην αφάνεια. Στα επόμενα χρόνια ο Lee αφοσιώθηκε στη διδασκαλία μέχρι το 2014, οπόταν και αποσύρθηκε. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε η μονογραφία του, «Photographing Black Lives in America’s South», με επιμέλεια από τον φίλο του φωτογράφο και επίσης ακαδημαϊκό, Mark Steinmetz. Το βιβλίο περιέχει καμιά ογδονταριά φωτογραφίες ενός παραμελημένου κόσμου, τον οποίο κατέγραψε ο Lee με πειθαρχία, πάθος, γνήσιο ενδιαφέρον και ρίσκο και αποτελεί ένα από τα πιο διαπεραστικά και οδυνηρά έργα της εποχής του.

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούνιος 2023

Πηγές:

  • https://www.baldwinlee.com/
  • Mark Steinmetz: Photographing Black Lives in America’s South – Times Magazine, 25 Feb, 2015
  • Gerald Casey: Baldwin Lee: Southern Journeys – Aperture, issue 244, 13 Oct, 2021
  • Sala Elise Patterson: Journeys to the South – British Journal of Photography, 12 Sep,2022
  • Margaret Renkl: The Troubling and Humane Photography of Baldwin Lee – New York Times, 31 Oct,2022
  • Sean O’Hagan: Baldwin Lee: A Southern Portrait, 1983-1989 – The Guardian, 11 Mar,2023