Ακολουθώντας μια μακρά παράδοση Αμερικανών φωτογράφων τοπίου, που περιλαμβάνει τους Carleton Watkins, Timothy O’Sullivan και William Henry Jackson, ο Ansel Adams – χωρίς κατά την γνώμη να είναι καλύτερος από τους αναφερθέντες – εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία του μοντερνισμού και έφερε ξανά τη φωτογραφία τοπίου στο προσκήνιο, συγχωνεύοντας την τεχνική ακρίβεια με μια βαθιά και ειλικρινή αγάπη για τη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Ως συγγραφέας τεχνικών συγγραμμάτων, δάσκαλος και φωτογράφος, ο Adams έχει μεγάλη επιρροή στις μελλοντικές γενιές καλλιτεχνών, αλλά και περιβαλλοντολόγων. Θεωρείται ο πιο γνωστός και σεβαστός από όλους τους Αμερικανούς φωτογράφους τοπίου του 20ου αιώνα, ο θρύλος του οποίου συνεχίζεται μέσω των βιβλίων, των τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, και της διαδεδομένης αναπαραγωγής του έργου του σε ημερολόγια, αφίσες, καρτ-ποστάλ κλπ. Η επαγγελματική ζωή του Adams ήταν αφιερωμένη στη καταγραφή, μέσω του φακού του, των ξεχασμένων και παρθένων εθνικών πάρκων της Αμερικής και των άλλων προστατευόμενων περιοχών, κυρίως της Δυτικής ακτής. Αν και δεν αμφισβητώ τις αγνές του προθέσεις και την τελειομανία του όσον αφορά τη τεχνική αρτιότητα της δουλειάς του, εν τούτοις δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αγαπημένους μου φωτογράφους. Βρίσκω πολύ επιφανειακή τη προσέγγιση του και δεν αντιλαμβάνομαι καμιά καλλιτεχνική υπέρβαση στο φωτογραφικό του έργο. Κι ο ίδιος άλλωστε δεν επεδίωξε καλλιτεχνικές δάφνες και σχετικούς τίτλους ή αξιώματα, αλλά με τον ενθουσιασμό και τη προσήλωση του αγνού «προσκόπου» αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη φωτογράφηση και προστασία της φύσης της πατρίδας του. Ωστόσο, θεωρώ πως αξίζει να γνωρίσουμε το έργο του, τουλάχιστον ως αναγνώριση του πάθους του, αλλά και επειδή υπήρξε από τους πρωτεργάτες για την αναγνώριση της Τέχνης της φωτογραφίας και την προβολή της μέσω των μουσείων και των γκαλερί.

Ο Ansel Easton Adams γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1902 στο Σαν Φρανσίσκο. Ήταν το μοναχοπαίδι του Charles Hitchcock Adams και της Olive Bray και απόγονος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια προερχόμενη από τη Νέα Αγγλία, εκεί όπου οι πρόγονοί του είχαν μεταναστεύσει από την Ιρλανδία στις αρχές του 1700. Ο παππούς του ίδρυσε μια ευημερούσα επιχείρηση ξυλείας, την οποία στη συνέχεια κληρονόμησε ο πατέρας του. Αργότερα ο Ansel Adams θα καταγγείλει αυτή τη βιομηχανία για την εξάντληση των δασών ξυλείας “redwood”. Η οικογένεια Adams ζούσε σε ένα ειδυλλιακό Καλιφορνέζικο σπίτι που έβλεπε πέρα από τους αμμόλοφους στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, απώλεσαν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους. Ο πατέρας Charles προσπάθησε μάταια να ανοικοδομήσει την οικογενειακή περιουσία, αλλά η αλλαγή της οικονομικής τους κατάστασης επέβαλε μια πρωτόγνωρη πίεση στην οικογένεια, μέλη της οποίας ήταν επίσης η αδελφή του Charles, Olive και ο ηλικιωμένος πλέον παππούς.

Στην ηλικία των τεσσάρων ετών ο μικρός Ansel τραυματίστηκε από το μεγάλο σεισμό του Σαν Φρανσίσκο του 1906, όταν ένας μετασεισμός τον έριξε πάνω σε έναν τοίχο του σπιτιού του. Η σπασμένη μύτη του -σημάδι εκείνου του τραυματισμού- δεν διορθώθηκε σωστά, παραμένοντας στραβή για το υπόλοιπο της ζωής του. Ήταν ένα υπερκινητικό, ντροπαλό και ασθενικό παιδί με λίγους φίλους, που δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στη σχολική ζωή. Η χαμηλή αυτοεκτίμησή του επιδεινώθηκε από τα πειράγματα και τον εκφοβισμό από τους συμμαθητές του, εξαιτίας και της τραυματισμένης μύτης του. Βίωσε άσχημη απόρριψη από διάφορα σχολεία για κακή συμπεριφορά, και τελικά μορφώθηκε από ιδιωτικούς δασκάλους και τα μέλη της οικογένειάς του, από την ηλικία των 12 ετών. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων ο νεαρός Ansel επιζητούσε παρηγοριά στη φύση και χαιρόταν να κάνει μεγάλες βόλτες ανάμεσα στους αμμόλοφους και στο δάσος που περικύκλωναν το σπίτι της οικογένειας. Παράλληλα έμαθε μόνος του να διαβάζει νότες και πολύ σύντομα ξεκίνησε μαθήματα πιάνου. Η αγάπη του και ο ενθουσιασμός του για τη μουσική συνοδεύτηκε από την επιθυμία του να γίνει επαγγελματίας πιανίστας. Αλλά, τελικά, μία φωτογραφική μηχανή Kodak No1 Box Brownie, την οποία του δώρισε ο πατέρας του το 1916 κατά τη διάρκεια οικογενειακών διακοπών στο Εθνικό Πάρκο Yosemite, άλλαξε τα επαγγελματικά πλάνα του, καθώς άλλωστε γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι δεν είχε το ταλέντο που χρειαζόταν για να γίνει επαγγελματίας μουσικός.

Το 1919, ο Adams εντάχθηκε στο «Sierra Club», μια περιβαλλοντική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1892 με σκοπό την προστασία και την εξερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος. Λίγο αργότερα, του δόθηκε η ευκαιρία να εργαστεί σαν θερινός φύλακας του LeConte Memorial Lodge, της έδρας του Club στο Yosemite. Ο 17χρονος Adams δέχτηκε με χαρά τη δουλειά που του προσφέρθηκε επειδή θα μπορούσε να συνδυάζει τη διαμονή του στον ξενώνα του Yosemite με τη φωτογραφία, από την οποία προσδοκούσε να του δώσει τα ίδια συναισθήματα που βίωσε με τη μουσική. Η μεγάλη του αγάπη για τη φύση τον έκανα να επιστρέφει κάθε καλοκαίρι στο Πάρκο Yosemite, όπου περιπλανιόταν φωτογραφίζοντας και κάνοντας αναρριχήσεις. Το Sierra Club ήταν καθοριστικό για την πρώιμη επιτυχία του Adams σαν φωτογράφος. Δημοσίευσαν τις πρώτες φωτογραφίες του στο περιοδικό τους, το 1922 και του έδωσαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πρώτη του ατομική έκθεση στα κεντρικά γραφεία τους στο Σαν Φρανσίσκο το 1928. Έξι χρόνια αργότερα εξελέγη στο διοικητικό συμβούλιο του Sierra Club, παραμένοντας μέλος μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν τόση η αγάπη του και η αφοσίωση του στο εθνικό πάρκο, ώστε ένα χρόνο μετά το θάνατό του ένα τμήμα των βουνών της Σιέρα Νεβάδα, που αγαπούσε τόσο πολύ, μετονομάστηκε σε Ansel Adams Wilderness.

Ο Adams έμαθε τη τεχνική της φωτογραφίας διαβάζοντας σχετικά περιοδικά και βιβλία φωτογραφίας, συμμετέχοντας σε φωτογραφικούς συλλόγους και κυρίως παρακολουθώντας έναν επαγγελματία εκτυπωτή στο εργαστήριο του, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την μετέπειτα προσήλωση του στην επιζήτηση της τεχνικής αρτιότητας. Η πλούσια φωτογραφική δραστηριότητα που ακολούθησε – ως επί το πλείστον στραμμένη στην αποτύπωση του φυσικού περιβάλλοντος – και η μανιώδης επιδίωξη της τεχνικής τελειότητας είναι δύο από τα στοιχεία που συνετέλεσαν ώστε ο να θεωρηθεί ο Ansel Adams πρωτοπόρος αυτής της νέας, μηχανικής τέχνης, την οποία, όπως του αποδίδουν, κατάφερε να αποδεσμεύσει από τον φορτικό και ανεδαφικό παραλληλισμό της με τη ζωγραφική, αναδεικνύοντας τεχνικά το μεγαλείο της ασπρόμαυρης εικόνας.

Το 1926 ο Adams γνώρισε τον φιλότεχνο Albert Bender, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με την κοινότητα των καλλιτεχνών του Σαν Φρανσίσκο. Ήταν αυτός που του πρότεινε να δημιουργήσει ένα portfolio με τις φωτογραφίες του από τα δάση και τα βουνά με σκοπό να τις πουλήσει. Το portfolio περιλάμβανε δεκαοκτώ εκτυπώσεις, είχε τον τίτλο «Parmelian Prints of the High Sierras» (1927) και εκτυπώθηκε σε εκατό αντίτυπα. Περιλάμβανε τη φωτογραφία «Monolith, The Face of the Half Dome», την οποία ο Adams θεωρούσε ως την πρώτη πραγματικά σημαντική φωτογραφία του. Έκανε δυο λήψεις, χρησιμοποιώντας ένα κίτρινο φίλτρο μπροστά στο φακό του στη πρώτη, που ήξερε ότι θα σκουραίνει ελαφρώς τον ουρανό και ένα κόκκινο στη δεύτερη, που σκούρυνε πολύ τον ουρανό και στη συνέχεια τόνισε το λευκό χιόνι και τον λαμπερό γρανίτη του Half Dome. Η φωτογραφία που προέκυψε σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στο έργο του Adams: είχε φανταστεί από πριν το αποτέλεσμα – πώς δλδ. θα ήταν φωτογραφία πριν καν πιέσει το κλείστρο. Θα εξηγήσει αργότερα ότι: «Αυτή η φωτογραφία αντιπροσωπεύει την πρώτη μου συνειδητή προεπισκόπηση. Με το μάτι του μυαλού μου είδα από πριν την τελική εικόνα όπως θα την ήθελα». Σύντομα ο Adams θα κωδικοποιούσε αυτή τη τεχνική καθιερώνοντας τη θεωρία του «Ζωνικού Συστήματος».

Ο Bender είχε πιστέψει τόσο πολύ στο ταλέντο του Adams που αγόρασε τα πρώτα δέκα portfolios για τον εαυτό του και αναζήτησε αγοραστές για τα υπόλοιπα. Η συναναστροφή του με τον Bender στάθηκε πολύτιμη για τον Adams, καθώς τον έφερε σε επαφή με άλλους καλλιτέχνες και φωτογράφους, συμπεριλαμβανομένου του Edward Weston, τον οποίο συνάντησε στο σπίτι του Bender το 1927. Το εν λόγω portfolio παρουσιάστηκε επίσης στο Studio Best στο Yosemite, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο ζωγράφος τοπίων Harry Best. Μετά από μια μικρή περίοδο φλερτ – ο Adams μάθαινε πιάνο στη κόρη του Best και επίδοξη τραγουδίστρια, Virginia – το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1928 και απέκτησε δύο παιδιά, την Annie και τον Michael. Η Virginia στάθηκε άξια συμπαραστάτης του Ansel, εργαζόμενη σαν παραγωγός, αρχειοθέτης και διορθωτής του συζύγου της. Μετά τον θάνατό του πατέρα της, το 1935, η Virginia κληρονόμησε το στούντιο και η οικογένεια συνέχισε να λειτουργεί τη γκαλερί – μετονομάζοντας την σε Ansel Adams Gallery – μέχρι και σήμερα.

Το 1930, σε ένα ταξίδι του στο Taos του New Mexico, όπου επέστρεφε συχνά για να φωτογραφίσει το τοπίο και την αρχιτεκτονική του, ο Adams συνάντησε τον Paul Strand αρχιτέκτονα της λεγόμενης «καθαρής» (straight ή pure) φωτογραφίας. Οι νεωτεριστικές ιδέες του Strand για μια φωτογραφία που θα αντιτίθετο στον πικτοριαλισμό, δηλαδή την τάση που ήθελε τις φωτογραφίες να μοιάζουν με ζωγραφικά έργα, επηρέασαν καθοριστικά τον Adams. Μέσω του Strand άρχισε να καταλαβαίνει ότι η φωτογραφία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κι από μόνη ως εκφραστική τέχνη. Το 1931 ίδρυσε την περίφημη ομάδα «f/64», η οποία είχε σαν «πιστεύω» την μη χειραγώγηση της φωτογραφίας από τον πικτοριαλισμό. Τα αρχικά μέλη του «Group f/64» ήταν οι Edward Weston, Henry Swift, Imogen Cunningham, Consuelo Kanaga, Willard Van Dyke, Henry Swift, Alma Lavenson και Sonya Noskowiak. Το όνομα της ομάδας παραπέμπει στη χρήση της μικρότερης ρύθμισης του διαφράγματος (f-stop) ενός φακού που οδηγεί σε μια πεντακάθαρη και με απεριόριστο βάθος πεδίου φωτογραφία. Η χρήση μηχανής μεγάλου φορμά, στερεωμένης πάνω σε τριπόδι, σε συνδυασμό με το κλειστό διάφραγμα, είχε σαν αποτέλεσμα φωτογραφίες εξαιρετικής ευκρίνειας, υψηλής αντίθεσης και καθαρότητας, εντελώς διαφορετικές από τις παραδοσιακές εικόνες με μαλακή εστίαση που ευνοούσε ο πικτοριαλισμός, εκτυπώσεις που θύμιζαν περισσότερο ελαιογραφίες παρά φωτογραφίες.

Η φήμη του Adams αυξήθηκε το 1931 μετά την έκθεση, με εξήντα φωτογραφίες του από τα βουνά της Σιέρα Νεβάδα, στο Ίδρυμα Smithsonian στην Ουάσιγκτον. Το επόμενο έτος ο Adams ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να συναντηθεί με τον «πάπα» της σύγχρονης αμερικανικής φωτογραφίας Alfred Stieglitz. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης θρυλείται ότι ο Stieglitz εξέτασε δύο φορές, απόλυτα σιωπηλός, το χαρτοφυλάκιο του Adams πριν του πει ότι ήταν μερικές από τις καλύτερες φωτογραφίες που είχε δει ποτέ. Έκτοτε οι δύο τους έγιναν στενοί φίλοι και συζητούσαν συχνά για τη φωτογραφία και για άλλα θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Ο Stieglitz  οργάνωσε μια έκθεση του Adams στη νέα του γκαλερί, «An American Place» το 1936, την πρώτη ατομική έκθεση ενός φωτογράφου 20 χρόνια μετά από την αντίστοιχη του Paul Strand στη παλιά γκαλερί του Stieglitz, την «291», το 1916.

Αναμφισβήτητα όμως ο μεγαλύτερος προσωπικός θρίαμβός του Adams ξεκίνησε το 1936 όταν, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Sierra Club πήγε στην Ουάσιγκτον, για να ασκήσει πιέσεις για τη δημιουργία ενός Εθνικού Πάρκου στο Kings Canyon. Οπλισμένος με τις φωτογραφίες του, συναντήθηκε με πολιτικούς με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να πειστούν από την τεράστια φυσική ομορφιά της περιοχής, όπως παρουσιαζόταν στις φωτογραφίες του. Αν και έφυγε χωρίς τις επιθυμητές διαβεβαιώσεις, δύο χρόνια αργότερα, εξέδωσε τις φωτογραφίες του στο βιβλίο «Σιέρα Νεβάδα: Το μονοπάτι του John Muir». Ο Adams έστειλε ένα αντίγραφο του βιβλίου στην Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων και στον Υπουργό Εσωτερικών Harold Ickes. Ο Ickes διαβίβασε το βιβλίο στον Πρόεδρο Franklin Roosevelt, ο οποίος συγκινήθηκε τόσο πολύ από τις φωτογραφίες του φαραγγιού του Adams, που υπέγραψε, το 1940, σχετικό νόμο, με τον οποίο το Kings Canyon χαρακτηρίστηκε Εθνικό Πάρκο.

O Ansel Adams συνέχισε τις τοπιογραφίες του μέχρι που ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, οπότε μετακόμισε στην Ουάσιγκτον, και εργάστηκε σαν φωτορεπόρτερ για το υπουργείο εσωτερικών. Τρεις μήνες μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, τον Δεκέμβριο του 1941, εκδόθηκε διάταγμα το οποίο αποφάσισε ότι όλοι οι Αμερικανοί Ιαπωνικής καταγωγής που ζούσαν στην Καλιφόρνια, το Όρεγκον και την Ουάσιγκτον, θα μεταφερόντουσαν σε προσωρινές εγκαταστάσεις κράτησης. Το κέντρο μετεγκατάστασης Manzanar βρισκόταν στην κοιλάδα Owens, στην ανατολική βάση των βουνών της Σιέρα Νεβάδα. Ο Adams κλήθηκε να καταγράψει τη ζωή στο στρατόπεδο και επισκέφτηκε το Manzanar δύο φορές. Σε μια από τις ελάχιστες δημοσιογραφικού τύπου φωτογραφίες του Adams διακρίνουμε τρεις Αμερικανο-Ιάπωνες άνδρες να διαβάζουν την τοπική εφημερίδα στα σκαλιά του Γραφείου Ελεύθερου Τύπου. Οι άντρες είναι προσεκτικά τοποθετημένοι, ώστε οι φιγούρες τους να ξεπροβάλλουν στο προσκήνιο, και να πλαισιώνονται από τα υπόλοιπα κτίρια του στρατοπέδου, ενώ οι χιονισμένες κορυφές των βουνών της Σιέρα Νεβάδα δεσπόζουν στον ορίζοντα. Μια καλοφτιαγμένη φωτογραφία, σύμφωνα με τις αρχές της Straight Photography, ωστόσο δεν μας υποδηλώνει τη τραγωδία αυτών των αθώων ανδρών που είδαν ξαφνικά τη ζωή τους να καταστρέφεται. Γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο η Dorothea Lange επέκρινε τις φωτογραφίες του Adams από το Manzanar, θεωρώντας ότι παρέβλεψε συνειδητά να αναδείξει τις αδικίες που διαπράχθηκαν εις βάρος των πολιτών που βρέθηκαν εκεί. Εντούτοις, ο μεταγενέστερα επιμελητής φωτογραφίας του Μ.ο.Μ.Α, John Szarkowski διάβασε διαφορετικά την εικόνα, δηλώνοντας ότι ο Adams ήθελε να δείξει ότι «παρά τις αδικίες που υπέστησαν, οι Ιαπωνο-Αμερικανοί είχαν διατηρήσει τη συνοχή τους, την αξιοπρέπεια τους και τη θέλησή τους για ζωή». Ο ίδιος ο Adams ήταν απογοητευμένος που δεν μπορούσε να συνεισφέρει στην πολεμική προσπάθεια (λόγω της ηλικίας του) και ήλπιζε ότι με τις φωτογραφίες του, θα συνέβαλλε επισημαίνοντας την αδικία που αντιμετώπιζαν οι Ιαπωνο-Αμερικανοί που ζούσαν στη δυτική ακτή. Η δουλειά αυτή εκδόθηκε το 1944 με τίτλο: «Born Free and Equal».

Ο Adams είχε δεσμευτεί καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής στην προώθηση της φωτογραφίας ως καλής τέχνης. Το 1940, βοήθησε στην ίδρυση του τμήματος φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Μ.ο.Μ.Α) της Νέας Υόρκης και αργότερα συνδιοργάνωσε με τον πρώτο επιμελητή του τμήματος Beaumont Newhall την πρώτη του έκθεση εκεί: «Εξήντα Φωτογραφίες: Μια έρευνα της αισθητικής της κάμερας». Στα χρόνια που ακολούθησαν, ανέπτυξε μια στενή φιλία με τους Beaumont και Nancy Newhall, ταξιδεύοντας μαζί τους στη Νοτιοδυτική Ακτή και τη Νέα Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του 1940.

Το πάθος του για την τεχνική αρτιότητα τον οδήγησε στο να αναπτύξει, μαζί με τον Fred Archer, και να καθιερώσει το περίφημο «Ζωνικό Σύστημα», δηλαδή τη θεωρία μιας συστηματικής οργάνωσης της λήψης, της εμφάνισης του φιλμ και της εκτύπωσης της τελικής ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Το Ζωνικό Σύστημα στηρίζει την ονομασία του στον προσδιορισμό έντεκα ζωνών που ξεκινούν από το απόλυτο μαύρο (Ζώνη 0) και φτάνουν στο απόλυτο λευκό (Ζώνη Χ), περνώντας από ενδιάμεσους γκρίζους τόνους που διαφέρουν μεταξύ τους κατά ένα στοπ. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο αριθμός των ζωνών δεν καθορίστηκε αυθαίρετα. Η διαβάθμιση των τόνων δεν έγινε τυχαία, αλλά ανταποκρινόταν στους γκρίζους τόνους που μπορούσαν να αναπαραχθούν σε κάθε καλό φωτογραφικό χαρτί. Το πρακτικό μυαλό του Adams βασίστηκε στο εύρος του φωτογραφικού χαρτιού για τον καθορισμό του εύρους της κλίμακας. Τι νόημα θα είχε άλλωστε να έχουμε μια θεωρητική κλίμακα περισσοτέρων ζωνών, όταν μπορούσαμε να τυπώσουμε στο φωτογραφικό χαρτί μόνο (9) διαβαθμίσεις του γκρίζου ενδιάμεσα από το απόλυτο μαύρο ως το απόλυτο λευκό. Για να μπορέσουν όμως να αναπαραχθούν τόσοι τόνοι του γκρι στο χαρτί θα έπρεπε το φιλμ να φωτιστεί και κυρίως να εμφανιστεί με εξειδικευμένο τρόπο, γεγονός που επιτρέπει την εφαρμογή του Ζωνικού Συστήματος μόνο με μηχανές στούντιο, οι οποίες δέχονται μεμονωμένα φιλμ και ως εκ τούτου ο φωτογράφος μπορεί να επιλέξει την καταλληλότερη εκφώτιση και εν συνεχεία εμφάνιση για το κάθε ένα ξεχωριστά. Η ανάπτυξη αυτής της τεχνικής επέτρεψε την προεπισκόπηση της τελικής φωτογραφίας (previsualization of the final print) πριν τη λήψη ακόμη και επηρέασε τις μεταγενέστερες γενιές των φωτογράφων που αναζητούσαν το τέλειο αρνητικό, ώστε κατόπιν να είναι σε θέση να αναπαράξουν χιλιάδες αντίτυπα της ίδιας φωτογραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του Ζωνικού Συστήματος αποτελεί μια φωτογραφία που τράβηξε το 1941 ο Adams που εικονίζει την ανατολή της σελήνης πάνω από ένα μικρό νεκροταφείο στο χωριό Hernandez, στο Μεξικό. Ο ίδιος περιγράφει ότι είδε την σκηνή καθώς γύριζε σπίτι του, μετά από μια κοπιαστική μέρα. Ο καπνός από μια μακρινή φωτιά είχε δημιουργήσει ένα απόκοσμο σκηνικό, το οποίο όμως εξαφανιζόταν πολύ γρήγορα. Αναγκάστηκε να δράσει εξαιρετικά γρήγορα και χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του υπολόγισε εμπειρικά τόσο την έκθεση όσο και την τοποθέτηση στο ζωνικό σύστημα, χωρίς να προλάβει να κάνει υπολογισμούς και μετρήσεις. Η εικόνα αυτή πουλήθηκε σε παραπάνω από 1.000 μοναδικά αντίτυπα επί 4 δεκαετίες βοηθώντας τον σημαντικά να αποκτήσει μια οικονομική σταθερότητα.

Εκτός από την καθιέρωση του Ζωνικού Συστήματος ο Adams έγραψε επίσης μια σειρά τεχνικών βιβλίων σχετικών με τη φωτογραφία. Κυριότερη είναι η τριλογία των εγχειριδίων: «Η φωτογραφική μηχανή», «Το αρνητικό» και «Το τύπωμα». Η προθυμία του Adams να μοιραστεί τις γνώσεις του για τη φωτογραφία σήμαινε ότι είχε μεγάλη ζήτηση ως καθηγητής φωτογραφίας σε πολλές σχολές και πανεπιστήμια, όπως το Art Center College of Design στο Λος Άντζελες, όπου δίδασκε από το 1941. Το 1952, μαζί με τους Beaumont και Nancy Newhall, Dorothea Lange, Minor White και άλλους, συν-ίδρυσε το φωτογραφικό περιοδικό «Aperture», το οποίο κυκλοφορεί ακόμη και σήμερα. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ως φωτογράφος, απέσπασε τρεις υποτροφίες Guggenheim, ενώ το 1966 εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Το 1967 βοήθησε στη δημιουργία των «Φίλων της Φωτογραφίας», μιας ομάδας που ιδρύθηκε για την προώθηση της φωτογραφίας ως καλής τέχνης. Το 1980, του απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Jimmy Carter. Το βραβείο ήταν μια αναγνώριση της συμβολής του Adams τόσο στη φωτογραφία, όσο και στη διατήρηση του αρχέγονου αμερικανικού τοπίου. Στη προσφώνηση του, ο Πρόεδρος δήλωσε ότι: «Μέσω της οράματος και της προσπάθειας του Adams έχει διασωθεί ένα μεγάλο μέρος της Αμερικής για τους μελλοντικούς Αμερικανούς».

Αν και η φήμη του βασίζεται στα εμβληματικά τοπία του, ο Adams δημιούργησε επίσης ένα μικρό αριθμό πορτραίτων, αλλά και «νεκρών φύσεων». Όπως και στα τοπία του, ο Adams χρησιμοποίησε μια πιο σύγχρονη προσέγγιση, αναμορφώνοντας μια καθεστηκυία αντίληψη που προσομοίαζε τις φωτογραφίες στο παραδοσιακό είδος ζωγραφικής. Χωρίς να παραμορφώνει τα αντικείμενα μπροστά από το φακό του (όπως, για παράδειγμα, έκανε ο Weston), ο Adams χρησιμοποίησε το ευρύ βάθος πεδίου για να τονίσει πρωταρχικά στοιχεία και σχέσεις μεταξύ αντικειμένων που θα συνήθως έμεναν απαρατήρητα. Με αυτή την έννοια υπέδειξε τον τρόπο με τον οποίο ο φωτογράφος θα μπορούσε να προκαλέσει τον θεατή, ώστε αυτός να αναγνωρίσει την ομορφιά των καθημερινών αντικειμένων χρησιμοποιώντας τη φωτογραφική μηχανή για να αφαιρέσει ή να “απελευθερώσει” τα αντικείμενα από την αρχική τους χρήση.

Από τη δεκαετία του 1960, η εκτίμηση της φωτογραφίας ως μιας μορφής τέχνης είχε επεκταθεί και σ’ αυτό είχε συνεισφέρει πολύ η τεχνική αρτιότητα των φωτογραφιών του Ansel Adams. Μεγάλες γκαλερί και μουσεία, όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης που φιλοξένησε μια αναδρομική του έκθεση του το 1974, συναγωνίζονταν για το ποια θα παρουσιάσει τα έργα του. Ο Adams συνέχισε να φωτογραφίζει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στη συνέχεια αφιερώθηκε στο ίδρυμα «Φίλοι της Φωτογραφίας» και κυρίως ασχολήθηκε με την επίβλεψη των εκθέσεων του και με την εκτύπωση αρνητικών, ώστε να ικανοποιηθεί η ζήτηση για τα έργα του.

Με αφορμή μια μεγάλη έκθεση 72 φωτογραφιών του Adams που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη την άνοιξη του 2010 με την υποστήριξη της πρεσβείας των ΗΠΑ και οι οποίες αποτελούν μέρος μιας ομάδας πρωτότυπων φωτογραφιών («Museum Set») που είχε επιλέξει ο ίδιος ο δημιουργός ως αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του έργου του, παρευρέθηκαν στην Αθήνα και μίλησαν στα ΜΜΕ η κόρη του και διαχειρίστρια του έργου του Annie Adams Helms και ο φωτογράφος Allan Ross, που υπήρξε βοηθός του και πέρασε πολλές ώρες μαζί του στον σκοτεινό θάλαμο στη δεκαετία του 1970. «Οι φωτογραφίες του ήταν η έκφραση των συναισθημάτων του για ό,τι έβλεπε: τα βουνά, τους ανθρώπους, οτιδήποτε βρισκόταν στον δρόμο του. Αυτές οι φωτογραφίες δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο εκείνος έβλεπε τα πράγματα» δήλωσε στο BHMagazino ο Allan Ross, για να συμπληρώσει η κόρη του: «Δεν τον ενδιέφερε η αποτύπωση της πραγματικότητας. Δεν άλλαζε, βέβαια, τις φόρμες των πραγμάτων όπως συνήθως έκαναν οι σύγχρονοι φωτογράφοι, αλλά άλλαζε τους τόνους των χρωμάτων τους. Για παράδειγμα, μπορεί να έκανε τον ουρανό πιο σκοτεινό, δίνοντας έτσι έναν πιο “δραματικό” τόνο». Αν και προς το τέλος της καριέρας του φωτογράφισε χρησιμοποιώντας έγχρωμο φιλμ, έμεινε γνωστός για της ασπρόμαυρες φωτογραφίες του. «Πίστευε ότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία μπορούσε να εκφράσει το πώς ένιωθε εκείνος για ό,τι έβλεπε – αντίθετα με την έγχρωμη φωτογραφία, που περισσότερο αποτυπώνει την πραγματικότητα» θα μας πει η κόρη του και ο Ross θα συμπληρώσει: «Από την έγχρωμη φωτογραφία έχεις συγκεκριμένες προσδοκίες, περιμένεις να δεις τον ουρανό γαλάζιο, όπως και το νερό του ωκεανού ή της θάλασσας. Με την ασπρόμαυρη φωτογραφία μπορείς να αποδώσεις τα πράγματα με έναν πολύ προσωπικό, ποιητικό, τρόπο».

Πέθανε στις 22 Απριλίου του 1984 στη Καλιφόρνια από ανακοπή καρδιάς, ενώ έπασχε και από καρκίνο. Ο Ansel Adams παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του ο πατριάρχης της φωτογραφίας στην Αμερική. Η τεχνική τελειότητα των φωτογραφιών του ουδέποτε αμφισβητήθηκε από κανέναν. Στις φωτογραφίες του η αμερικανική φύση παρουσιάζεται επιβλητική, αγέρωχη, μεγαλειώδης μοιάζοντας αδάμαστη και ανέγγιχτη από τον άνθρωπο δίνοντας πολλές φορές την αίσθηση του άβατου. Εντούτοις η φήμη του στάθηκε μάλλον δυσανάλογη προς την ουσιαστική καλλιτεχνική προσφορά του, και οφείλεται πολύ περισσότερο στη χαρισματική παρουσία του μέσα στον αμερικανικό καλλιτεχνικό χώρο και φυσικά στη σφραγίδα του πάνω στην τεχνική της φωτογραφίας. Η άριστη τεχνική όμως δεν είναι το ζητούμενο στη Τέχνη. Ο καλλιτέχνης οφείλει να εξαφανίζει τη τεχνική πίσω από το έργο του, για να μην αποσπά τη προσοχή του θεατή από την ουσία της επικοινωνίας με αυτό. Ο Adams έδωσε προτεραιότητα στην τεχνική αρτιότητα των φωτογραφιών του εις βάρος του περιεχομένου. Πολυτιμοποίησε τη φωτογραφία-αντικείμενο και τη κατέστησε προϊόν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ήταν ο πρώτος του οποίου οι φωτογραφίες πουλήθηκαν μέσω γκαλερί σε υψηλές τιμές και μάλιστα όχι σε ελάχιστα αντίτυπα, αλλά σε πολλαπλά, μη αριθμημένα. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν είναι κακό, αλλά έτσι άνοιξε τη κερκόπορτα στην εμπορευματοποίηση της τέχνης της φωτογραφίας.

Χρήστος Κοψαχείλης, Απρίλιος 2021