Martine Franck (1938 – 2012)

Οι προσκλήσεις ήταν καλόγουστες και περιεκτικές. Ανακοίνωναν την επερχόμενη έκθεση της ταλαντούχας φωτογράφου Martine Franck στο Ινστιτούτο Σύγχρονής Τέχνης (ICA) του Λονδίνου και καλούσαν τον κόσμο να τιμήσει την καλλιτέχνιδα με την παρουσία του. Άλλη μια έκθεση από τις τόσες που διεκδικούν την προσοχή του κοινού στην πρωτεύουσα των τεχνών? Μα όχι βέβαια, υπήρχε και ατραξιόν: Ο Henri Cartier Bresson, ένας από τους μεγαλύτερους φωτογράφους του 20ου αιώνα επρόκειτο να παραστεί στα εγκαίνια. Η είδηση ήταν τυπωμένη με ανάγλυφα γράμματα για να μην διαφύγει της προσοχής των ενδιαφερομένων. Εντυπωσιακό ντεμπούτο για μια σχετικά άγνωστη φωτογράφο. Η Martine Franck όχι μόνο δεν αισθάνθηκε κολακευμένη, αλλά ένιωσε τη συνήθη ηρεμία της να πηγαίνει περίπατο. Με μιας ακύρωσε την έκθεσή της. Αφού ο κόσμος θα ερχόταν για το σύζυγό της και όχι για τη δική της δουλειά καλύτερα να μην ερχόταν καθόλου.

Η χρονιά ήταν το 1970. Στα χρόνια που ακολούθησαν προσπάθησε αλλά δεν μπόρεσε ποτέ της να ξεφύγει από τη σκιά του διάσημου άνδρα της. Όταν πέθανε, στις 16 Αυγούστου του 2012 οι εφημερίδες γέμισαν με τη νεκρολογία της: η δεύτερη σύζυγος του Cartier Bresson και υπεύθυνη για τη δημιουργία του Ιδρύματος Henri Cartier Bresson είχε αποβιώσει από λευχαιμία. Δεν τον έφτασε ποτέ σε φήμη και αναγνωρισιμότητα, όμως τα προσωπικά της καλλιτεχνικά επιτεύγματα αρκούσαν και με το παραπάνω για να δικαιολογήσουν τις σελίδες που της αφιέρωσαν οι μεγαλύτερες εφημερίδες.

Η Martine Franck γεννήθηκε στην Αμβέρσα του Βελγίου το 1938. Ο Βέλγος πατέρας της, Louis Franck, ήταν τραπεζίτης και σχεδόν αμέσως μετά τη γέννησή της Martine πήρε την οικογένεια του και μετακόμισε στο Λονδίνο, τόπο καταγωγής της βρετανίδας συζύγου του, Evelyn. Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών το 1939, ο Louis Franck εντάχθηκε στο βρετανικό στρατό. Η υπόλοιπη οικογένεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ και πέρασε τον πόλεμο στο Long Island και στην Αριζόνα, πριν επιστρέψει και πάλι στο Λονδίνο με τη λήξη του πολέμου. Ο πατέρας της ήταν ερασιτέχνης συλλέκτης έργων τέχνης και συχνά έπαιρνε μαζί του την κόρη του στις επισκέψεις του σε γκαλερί και μουσεία. Η Martine παρακολούθησε μαθήματα εσώκλειστη στο οικοτροφείο Heathfield School από την ηλικία των έξι ετών και η μητέρα της τής έστελνε μια κάρτα κάθε μέρα, συχνά με έργα ζωγραφικής. Μελέτησε την ιστορία της τέχνης από την ηλικία των 14 ετών και συνέχισε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και στη συνέχεια στην Ecole du Louvre στο Παρίσι. Η συγγραφή της διατριβής της για τον Γάλλο γλύπτη Henri Gaudier-Brzeska και την επιρροή του κυβισμού στη γλυπτική έπεισε την Franck ότι δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο στο γράψιμο, ούτε ήθελε να γίνει ακαδημαϊκός ή επιμελητής, αλλά φωτογράφος. Αν και ήταν ιδιαίτερα ντροπαλή ως νεαρή, συνειδητοποίησε ότι: ” Η φωτογραφία είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος να γίνουμε μάρτυρες της εποχής που ζούμε. Είναι ένας ιδανικός τρόπος να εκφράσω τον εαυτό μου, να πω στους ανθρώπους τι συνέβαινε χωρίς να χρειάζεται να μιλώ”.

Το 1963 πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι στην Κίνα, παίρνοντας μαζί της την Leica της ξαδέλφου της. Εκεί ανακάλυψε τις χαρές της τεκμηρίωσης άλλων πολιτισμών. Επιστρέφοντας στη Γαλλία μέσω του Χονγκ Κονγκ, της Καμπότζης, της Ινδίας, του Αφγανιστάν και της Τουρκίας, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως βοηθός των φωτογράφων Eliot Elisofon και Gjon Mili στο Time-Life. Μέχρι το 1969 ήταν μια πολυάσχολη freelancer φωτογράφος για περιοδικά όπως το Vogue, το Life και το Fortune. Από το 1970 έως το 1971 εργάστηκε στο Παρίσι στο φωτογραφικό πρακτορείο Vu και ήταν ένας από τους ιδρυτές του πρακτορείου Viva το 1972. Η Ariane Mnouchkine (Αριάν Μνουσκίν) την είχε εμπιστευτεί ως την επίσημη φωτογράφο του Theatre du Soleil, μια θέση που κράτησε από την ίδρυσή του και την τίμησε για 48 ολόκληρα χρόνια. Η γοητεία που ασκούσαν στην Franck οι μάσκες και οι μεταμφιέσεις των ηθοποιών βρήκε διέξοδο στις φωτογραφήσεις των παραστάσεων για τις οποίες χρησιμοποιούσε έγχρωμο φιλμ, σε αντίθεση με το ασπρόμαυρο που χρησιμοποιούσε για όλη την άλλη δουλεία της. Αξιοσημείωτη είναι και η συνεργασία της με τον Robert Wilson, ο οποίος της είχε αναθέσει να αιχμαλωτίσει την ατμόσφαιρα της παράστασης Fables de la Fontaine στην Comedie-Francaise το 2004. Η αγάπη της για το θέατρο μεταμόρφωνε την ήσυχη διακριτικότητα της σε έκρηξη δημιουργικότητας.

Το 1966, καθώς η Franck κάλυπτε φωτογραφικά το Paris Fashion Show, πρωτογνώρισε τον Henri Cartier-Bresson. Ήταν 30 χρόνια μεγαλύτερος της, αλλά η διαφορά ηλικίας δεν στάθηκε εμπόδιο στο να της δείξει αμέσως το ερωτικό ενδιαφέρον του: «Martine, θέλω να έρθω να δω τα contacts σου» εκμυστηρεύτηκε – σε μια συνέντευξή της το 2010 στον Charlie Rose – ότι της είπε, τροποποιώντας τη φράση κλισέ που συνήθως αναφερόταν σε συλλογή γραμματοσήμων. Τα συναισθήματα ήταν προφανώς αμοιβαία. Παντρεύτηκαν το 1970 και η Franck ήταν η δεύτερη σύζυγός του Cartier-Bresson. Έζησαν μαζί μέχρι το θάνατό του το 2004.

Ήταν ένας γάμος καρδιών και μυαλών: Και οι δύο ήταν ταλαντούχοι φωτογράφοι και έντονοι παρατηρητές του κόσμου γύρω τους. Διέφερε πάντως o τρόπος δουλειάς τους. Ο Cartier-Bresson ήταν περισσότερο άμεσος κυνηγώντας, χωρίς κανένα προαποφασισμένο σχέδιο, την “αποφασιστική στιγμή”, η οποία κατέστει συνώνυμη με το έργο του. Η Franck είχε μια πιο μεθοδευμένη προσέγγιση. Αγαπούσε κι αυτή τους δρόμους και τη ζωντάνια της καθημερινότητας, αλλά ήθελε να προετοιμάζεται για τα θέματα που θα κάλυπτε, θέματα στα οποία αφιέρωνε μεγάλα χρονικά διαστήματα μέχρι να τα ολοκληρώσει. Το ζευγάρι απέκτησε μια κόρη, τη Mélanie και οι υποχρεώσεις της Franck ως μητέρας δεν της επέτρεπαν να ταξιδεύει συχνά και απροειδοποίητα, όπως επιβάλει το επάγγελμα του φωτορεπόρτερ. Αυτός ήταν και ο λόγος που καθυστέρησε να γίνει πλήρες μέλος του πρακτορείου της Magnum (μόλις το 1983), που είχε ιδρύσει ο σύζυγός της. Η Magnum υποβάλει τα μέλη της σε μια αυστηρή διαδικασία επιλογής. Μέχρι σήμερα, μόνο ελάχιστα από τα πλήρη μέλη της είναι γυναίκες: «Είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο επάγγελμα για τις γυναίκες με οικογένεια, διότι συχνά περιλαμβάνει απροειδοποίητα και μακροχρόνια ταξίδια στο εξωτερικό», λέει η Franck. «Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο έχω επιλέξει θέματα που μπορούν να γίνουν σε μεγάλο βάθος χρόνου – θα ήθελα να επιστρέφω σε έναν τόπο αρκετές φορές, αλλά μόνο για μικρό διάστημα. Γι΄ αυτό και δεν έγινα φωτογράφος ειδήσεων. Ως σύζυγος και μητέρα, δεν μπορούσα απλώς να πετάξω στο τόπο της δράσης – έπρεπε να σχεδιάσω το θέμα μου πολύ νωρίτερα »

Η Franck δεν υιοθέτησε ποτέ την άποψη που διατύπωσε η συνάδελφός της Eve Arnold ότι όλοι οι φωτογράφοι υποχρεούνται να είναι ενοχλητικοί. Η ίδια επικεντρώνεται με σεβασμό σε εκείνους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας ή σε μεμονωμένες ομάδες, στις ζωές των ανώνυμων φτωχών, περιθωριοποιημένων και ηλικιωμένων, καθώς ειδικεύτηκε κυρίως στα ανθρωπιστικά ρεπορτάζ. Ως εκ τούτου συνεργάστηκε στενά με ανθρωπιστικές οργανώσεις όπως τους “Γιατρούς χωρίς Σύνορα” και τους “Petits Frères des Pauvres” (Μικρούς Αδελφούς των Φτωχών). Σημαντικές είναι οι φωτογραφικές δουλειές της με τροφίμους γηροκομείων και πρόσφυγές στην Ασία και την Αφρική. Η Franck επέστρεφε στο θέμα της συχνά, όπως για παράδειγμα έκανε στη δεκαετία του 1990 για τη φωτογράφηση των μελών μιας πληθυσμιακά φθίνουσας γαλατικής κοινότητας 130 περίπου ανθρώπων που ζούσε στο νησί Tory, ένα “μικρό βράχο” στα βόρεια ιρλανδικά παράλια. Η κυβέρνηση προσπάθησε να διώξει τους ανθρώπους της κοινότητας από το νησί και να τους στείλει να ζήσουν στην ενδοχώρα, αλλά αυτοί έχουν αντιδράσει και έχουν διατηρήσει τον πολιτισμό τους εκεί. Αν και ένιωθε πολύ οικεία με αυτούς τους ανθρώπους, παράλληλα κράταγε και κάποιες αποστάσεις, γιατί ήξερε πως μετά από λίγο θα επέστρεφε στη ζωή της στο Παρίσι.

Μια άλλη φορά ταξίδεψε στην Ινδία και στο Νεπάλ για τρεις βδομάδες συνολικά προκειμένου να φωτογραφίσει την καθημερινή ζωή και την εκπαίδευση νεαρών μοναχών μέσα στα μοναστήρια, οι οποίοι ανατρέφονται για να γίνουν οι μελλοντικοί πνευματικοί ηγέτες του Θιβέτ. Οι νεαροί μοναχοί εκπαιδεύονται με συγκεκριμένους κανόνες δέσμευσης και ακολουθούν ένα πολύπλοκο τελετουργικό, που ανέδειξε την ικανότητα της Franck να επιλύει μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα δύσκολα προβλήματα σύνθεσης όταν φωτογραφίζει ομάδες ανθρώπων, ικανότητα που προέκυψε από τη βαθιά καλλιτεχνική της εκπαίδευση. Άλλες χαρακτηριστικές δουλειές της ήταν όταν ταξίδεψε στο μικρό χωριό Gujerat της δυτικής Ινδίας με σκοπό να καταγράψει τα νεαρά κορίτσια που κεντούσαν ακατάπαυστα για τις ανάγκες της τουριστικής βιομηχανίας ή ήταν φωτογράφισε τους έφηβους στο Newcastle.

Ανάμεσα στα ταξίδια της εύρισκε πάντα χρόνο για μια σειρά πορτραίτων σημαντικών δημιουργών. Ο Ιρλανδός ποιητής Seamus Heaney, ο Marc Chagall, ο Diego Giacometti, ο Γάλλος ζωγράφος Balthus, η συνάδελφος της Sarah Moon κάθισαν, μεταξύ άλλων, υπομονετικά μπροστά στο φακό της. Μάλιστα η τελευταία εν ζωή έκθεση της τον Οκτώβριο του 2011 στο Maison Européenne de la Photographie, περιελάμβανε 62 πορτραίτα καλλιτεχνών που τραβήχτηκαν από το 1965 έως το 2010. Ήταν η δεύτερη αναδρομική της μετά από αυτήν του 1998 στον ίδιο χώρο.

Φεμινίστρια κι η ίδια είχε δηλώσει πως είχε επηρεαστεί από το έργο τριών άλλων προγενέστερών της γυναικών φωτογράφων. Από τη Julia Margaret Cameron, για τα πορτρέτα της, από τη Dorothea Lange για την κοινωνική της συνείδηση και ευαισθησία και από τη Margaret Bourke-White για τη χρήση της φόρμας. Η αγάπη της Franck για το παιχνίδι του φωτός και των γεωμετρικών σχημάτων είναι αδιαμφισβήτητη στην εξαιρετική φωτογραφία των λουομένων στην πισίνα στο Le Brusc της Προβηγκίας το 1976. Οι οριζόντιες γραμμές από τα σχοινιά της αιώρας διασταυρούμενες με τις αντίστοιχες των αρμών στα πλακάκια της πισίνας δημιουργούν ένα ιδανικό φόντο για τις τρεις μορφές της φωτογραφίας που φαίνονται απορροφημένες στον δικό τους κόσμο: η μια, σε πρώτο πλάνο, είναι ξαπλωμένη στην αιώρα με τις καμπύλες του σώματός της σε απόλυτη αρμονία με τη καμπύλη που ξεχωρίζει τη πισίνα από μια σκοτεινή πλαγιά. Μια άλλη, στο βάθος απολαμβάνει τον ήλιο, ενώ μια τρίτη σκύβει σε στάση γιόγκα. «Έτρεχα για να βγάλω αυτή τη φωτογραφία, αλλάζοντας φιλμ στη μηχανή και κλείνοντας το διάφραγμα στον φακό, καθώς το φως του ήλιου ήταν τόσο έντονο» θυμάται η Franck. «Ένα δευτερόλεπτο αργότερα οι θέσεις των μορφών και οι σκιές τους πάνω στα λευκά πλακάκια θα είχαν αμετάκλητα αλλάξει και η ισορροπία της σύνθεσης θα είχε καταρρεύσει». Η φωτογραφία αυτή άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου και χρησιμοποιήθηκε σαν εξώφυλλο για το βιβλίο της στη σειρά I Grandi Fotografi το 2003, αλλά και στο One day to the next“.

H Franck και o Cartier-Bresson, εκτός από μια φωτογράφιση φόρο τιμής στον Balthus ανέλαβαν από κοινού μόνο ένα project για τη Σοβιετική Ένωση. Η ίδια μάλιστα δήλωσε στη Daily Telegraph ότι  οι δύο τους σπάνια συζητούσαν για φωτογραφία. Φωτογράφιζαν όμως συχνά ο ένας τον άλλο και μέσα από αυτά τα κομψά, ιδιωτικά πορτραίτα τους, αποκτάμε μια εικόνα για τη σχέσης τους. Ο Cartier-Bresson εστιάζει στις καλλίγραμμες γάμπες της ή αναδεικνύει τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Άλλοτε πάλι φωτογραφίζει το γάτο της οικογένειας να κάθεται αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα που πάνω του διαγράφεται η σκιά της Martine. Η Franck μάλιστα εξέδωσε ένα μικρό βιβλίο πορτραίτων του συζύγου της στα οποία ποζάρει πάντα άψογα ντυμένος. Ανάμεσά τους και μια πιο σύνθετη λήψη τραβηγμένη στο σπίτι τους, ένα παλιό παριζιάνικο κτίριο, το οποίο έχει θέα στους κομψούς κήπους Tuileries και στο Musée d’Orsay. Η φωτογραφία δείχνει το πίσω μέρος του Cartier-Bresson καθώς έχει τραβηχτεί από πίσω. Το εύρημα της φωτογραφίας είναι η αντανάκλασή του προσώπου στον τετράγωνο καθρέφτη μπροστά του, η οποία επαναλαμβάνεται στην αυτοπροσωπογραφία που σκιτσάρει. Η χαρά που ένιωσαν καθώς έστρεφαν τους φακούς ο ένας προς τον άλλο είναι έκδηλη σε αυτά τα πορτραίτα.

Η Franck διατέλεσε αντιπρόεδρος του πρακτορείου Magnum από το 1998 έως το 2000. Το 2002, μαζί με την κόρη της Mélanie, επικεντρώθηκαν στη προσπάθεια ίδρυσης του Fondation Henri Cartier-Bresson, ενός ιδρύματος που στήθηκε με ιδιωτική χρηματοδότηση και έχει σαν στόχο αφενός μεν να παρουσιάζει και να προωθεί το έργο του Cartier-Bresson, αφετέρου δε να προσφέρει ένα βήμα προβολής για φωτογράφους και κινηματογραφιστές που μοιράζονται τις πεποιθήσεις του ζευγαριού στην παράδοση του Magnum. «Κάθε γενιά έχει τον δικό της τρόπο να εκφράζει τον εαυτό της», λέει η Franck. «Το σημαντικό είναι να έχουμε κάτι να πούμε».

Το 2005, χρίστηκε Ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής. Συνέχισε να εργάζεται ακόμη και μετά τη διάγνωση της με καρκίνο του μυελού των οστών το 2010. Πέθανε σε ηλικία 74 χρονών στο Παρίσι.

Ακολουθεί μια συνέντευξη της Martine Franck στην Ειρήνη Κοντογεωργίου που δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

Υπάρχει μια φθαρμένη από την καθημερινή χρήση λέξη που περιγράφει την προσωπικότητα της συντρόφου του Henri Cartier-Bresson. Δίπλα στο όνομα της γνωστής φωτογράφου, αυτή η λέξη αποκτά το πρωτογενές της νόημα. Η λέξη κυρία μου ήρθε αυτόματα στο μυαλό όπως την έβλεπα καθισμένη στην πολυθρόνα του λονδρέζικου διαμερίσματος. Η ιστορικός τέχνης που αποτυπώνει με ευαισθησία σε ασπρό-μαυρο φιλμ την ανθρώπινη παρουσία στο σύγχρονο κόσμο, μιλάει σταθερά και απλά, κοιτώντας ίσια στα μάτια. Προσφέρει, με γενναιοδωρία και σιγουριά, άνεση επαφής. Πρόκειται για μια πραγματικά γοητευτική γυναίκα. Οι αποστολές που έχει κάνει σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι σπουδαίοι άνθρωποι, διάσημοι και άσημοι, που έχει γνωρίσει και φωτογραφίσει, αποτυπώνονται στο λόγο της.

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη δουλειά σας κοινωνικό πορτρέτο;

«Αυτός ο όρος είναι αρκετά περιοριστικός. Στην πραγματικότητα με ενδιαφέρει οτιδήποτε είναι ανθρώπινο. Προφανώς τα κοινωνικά προβλήματα συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό και έχω κάνει πολλή δουλειά με οργανισμούς όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα και ο Ερυθρός Σταυρός. Αλλά τα ενδιαφέροντα μου νομίζω ότι είναι ευρύτερα».

Έχετε κάνει και πολλά πορτρέτα συγγραφέων, ζωγράφων, ηθοποιών. Αντιμετωπίζεται τους διάσημους και τους άσημους ανθρώπους με τον ίδιο φωτογραφικό τρόπο;

«Τα πορτρέτα μου δεν γίνονται ποτέ στο στούντιο. Είτε πρόκειται για διάσημο καλλιτέχνη, είτε για κάποιον που ζει μέσα στη φτώχεια, πάντοτε προσπαθώ να τούς φωτογραφίζω στο σπίτι τους, επειδή ο τρόπος με τον οποίο ζουν και τα πράγματα με τα οποία περιβάλλουν τους εαυτούς τους, είναι πολύ δηλωτικά του ποιοι είναι».

Πόσο μπορεί να διεισδύσει ο φωτογράφος σε μια προσωπικότητα και αυτό να βγει στην φωτογραφία;

«Εξαρτάται. Μερικοί άνθρωποι κλείνονται μπροστά στο φακό. Άλλοι ανοίγονται. Οι βαθύτερες πτυχές ενός χαρακτήρα πάντως εκφράζονται φευγαλέα. Μπορείς να συλλάβεις μια στιγμή αλήθειας αλλά, προφανώς, αυτή ποτέ δεν δείχνει ολόκληρη την προσωπικότητα».

Υπάρχει κάτι που σας ανησυχεί στη σύγχρονη φωτογραφία από αισθητική άποψη;

«Αυτό που με εκπλήσσει και που είναι ενδιαφέρον, είναι ότι η φωτογραφία χρησιμοποιείται πάρα πολύ και ενσωματώνεται από τους ζωγράφους. Στις σύγχρονες τέχνες η φωτογραφία και το βίντεο παίζουν μεγάλο ρόλο. Δεν αισθάνομαι τόσο κοντά σ’ αυτό το είδος φωτογραφίας, αν και την καταλαβαίνω. Εργάζομαι περισσότερο στην παράδοση του ρεπορτάζ, προσπαθώντας να κάνω μια δήλωση για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, αλλά πραγματικά έχω επαφή με τη μοντέρνα άποψη της τέχνης, επειδή αγαπώ τη ζωγραφική και μ’ ενδιαφέρει το τι συμβαίνει».

Ποιο είναι το πιο έντονο συναίσθημα που αισθανθήκατε κατά τη διάρκεια της καριέρας σας;

«Ήταν στις Φιλιππίνες, σε μια δουλειά για τον Ερυθρό Σταυρό. Βρισκόμουν σε ένα από τα νησιά του νότου. Γινόταν πόλεμος και με πήγαν σε ένα νοσοκομείο όπου υπήρχαν πολλοί νεαροί άνδρες που είχαν ακρωτηριαστεί από βόμβες. Με οδήγησαν σε έναν άνδρα, περίπου είκοσι ετών, ο οποίος δεν είχε χέρια και πόδια. Με κοίταξε με συγκλονιστικό τρόπο, αλλά δεν μπορούσα να τον φωτογραφίσω. Μερικές στιγμές είναι τόσο επώδυνο το συναίσθημα, που καλύτερα να αφήνεις τη μηχανή σου.

Έχω την αίσθηση ότι ο φακός σας στρέφεται με ιδιαίτερη ευαισθησία προς τους παλαίμαχους της ζωής.

«Έχω κάνει δύο βιβλία που αφορούν τα γηρατειά. Αυτά έγιναν όταν έψαχνα να καταγράψω ένα παγκόσμιο θέμα. Συχνά, όταν ένας φωτογράφος ξεκινάει, φωτογραφίζει παιδιά ή γέρους, επειδή είναι εύκολο να αναπτύσσεις σχέσεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Συχνά οι γέροι είναι μόνοι τους και είναι ευτυχισμένοι όταν έχουν κάποιον να μιλήσουν. Τους αρέσει να φωτογραφίζονται. Έχω αντιληφθεί όμως ότι στους ανθρώπους δεν αρέσει να τους υπενθυμίζουν ότι θα γεράσουν και γι΄ αυτό δεν θέλουν να βλέπουν φωτογραφίες με γέρους».

Ποια μηχανή και ποιο φακό προτιμάτε και γιατί;

«Δεν είμαι “τεχνολογικώς εξελιγμένη”. Πάντοτε εργάζομαι με μια Leica και ελάχιστους φακούς των 50 ή 35 mm. Για τα τοπία χρησιμοποιώ 90 ή 135 mm και πολύ σπάνια 28 mm. Χρησιμοποιώ ελαφρύ εξοπλισμό, γιατί έχω πρόβλημα με την πλάτη μου. Δεν μου αρέσουν οι φακοί των 200 mm, εκτός αν πρόκειται για τη θεατρική μου δουλειά στο “Θέατρο του Ήλιου”, κατά την οποία τους προτιμώ».

Είχατε συναντήσει ποτέ τον Έλληνα φίλο του Bresson, το ζωγράφο Τσαρούχη;

«Ναι, τον ήξερα πολύ καλά. Νομίζω ότι πρόκειται για τον πιο έξυπνο άνθρωπο που έχω συναντήσει ποτέ. Ήταν ο πιο ευφυής. Ήταν σπουδαίος συνομιλητής, πολύ πνευματώδης και παρατηρητικός και βέβαια ένας πολύ σπουδαίος ζωγράφος».

Αυτός είχε πει ότι η φωτογραφία δεν είναι τέχνη. Ποια είναι η δική σας γνώμη;

«Δεν ήξερα ότι είπε τέτοιο πράγμα. Μπορεί και να μην είναι τέχνη Είναι βέβαια ένας τρόπος όρασης του κόσμου. Ένας πολύ σωματικός τρόπος. Νομίζω ότι όσο πιο μορφωμένος είσαι, όσο πιο πολύ έχεις διαβάσει, όσο περισσότερη τέχνη έχεις δει, τόσο πιο πολλά μπορείς να δείξεις με τη φωτογραφία».

Πώς αισθάνεστε που είστε μια φωτογράφος σύζυγος ενός μύθου της φωτογραφίας;

«Αισθάνομαι τυχερή που βρέθηκα δίπλα σε ένα σύντροφο ο οποίος πάντοτε με ενθάρρυνε, με έσπρωχνε προς τα πάνω και ήθελε να δουλεύω».

Ήταν δάσκαλος για σας;

«Αν και ήμουν ήδη φωτογράφος όταν γνωριστήκαμε με έχει προφανώς επηρεάσει τρομερά. Δεν είχαμε όμως ποτέ σχέση δασκάλου-μαθητή.».

Αν αξιολογούσατε τις αξίες τέχνη και τεχνική για τη φωτογραφία, ποια Θα βάζατε πρώτη;

«Αντί για τέχνη θα έλεγα ευαισθησία. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη φωτογραφία. Η τεχνική είναι κατά τη γνώμη μου το λιγότερο σημαντικό».

Νομίζετε ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος μέσα από τη φωτογραφία;

«Νομίζω ότι ο κόσμος σε αλλάζει μέσα από τη φωτογραφία. Μια πλευρά του φωτογράφου εξελίσσεται, επειδή είναι σε επαφή με τον κόσμο. Δεν νομίζω ότι οι φωτογράφοι μπορούν να αλλάξουν τίποτα πέρα από τον εαυτό τους».

Χρήστος Κοψαχείλης

Πηγές:

  • Ειρήνη Κοντογεωργίου : Συνέντευξη με την Martine Franck-Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
  • Martine Franck : De Temps En Temps – Le Petit Frères
  • Martine Franck : One day to the next – Thames & Hudson