Harry Gruyaert (1941)
Όταν στη Μάλαγα ένας Ισπανός δημοσιογράφος, με την ευκαιρία της έκθεσης του Gruyaert που ήταν αφιερωμένη στο Μαρόκο, ρώτησε τον δημιουργό γιατί επέλεξε αυτές ακριβώς τις φωτογραφίες και γιατί υπήρχε αυτό το χρώμα, ο Harry Gruyaert απάντησε: “Αυτό είναι το δικό μου Μαρόκο. Εδώ αφέθηκα να με εκπλήξουν τα χρώματα και η ατμόσφαιρά του, χωρίς την αξίωση να θέσω ζητήματα ή διλήμματα όσον αφορά τη σημερινή κατάσταση της χώρας”. Μία φαινομενικά απλή δήλωση που μπορεί να ταιριάξει όχι μόνο στο Μαρόκο (αγαπημένο του τόπο όσο ελάχιστοι άλλοι) αλλά και στις ακτές του ωκεανού ή στην Αίγυπτο, στην Ιταλία, σε όλους τους τόπους που επισκέφθηκε ο Harry Gruyaert και στους οποίους αφέθηκε στις εκπλήξεις τους. Γιατί το βασικό σημείο αυτού του φωτογράφου, που γεννήθηκε στην Αμβέρσα το 1941 και έγινε μέλος του Magnum Photos το 1981, είναι ακριβώς η έκπληξη, η ικανότητα, το γούστο, η επιθυμία να αφεθεί στα χρώματα και στις ατμόσφαιρες όπου βρίσκεται και να τα συλλάβει, χαρίζοντας σ’ εμάς ακριβώς την ίδια έκπληξη, τον αναλλοίωτο θαυμασμό που τον συνάρπασε και τον γοήτευσε.
Ο Harry Gruyaert γεννήθηκε σε μία χώρα, στο Βέλγιο, όπου έκανε τη σουρεαλιστική ζωγραφική, από τον Magritte στον Delvaux, τη σημαία της τέχνης της και ήταν η συνεισφορά της στον πολιτισμό και στη διεθνή διανόηση. Σουρεαλισμός σημαίνει ακριβώς να κοιτάζεις την πραγματικότητα με μάτια πάντοτε νέα, αναζητώντας σ’ αυτήν εικασίες, παραπομπές, αναπάντεχες ομοιοφωνίες. Οπτικές σχέσεις που είναι εκεί, κάτω από τα μάτια όλων αλλά που κανένας δεν μπόρεσε να τις συλλάβει γιατί κανένας δεν είχε την ικανότητα να το κάνει. Στον Gruyaert υπάρχει η ικανότητα, αυτού του αιώνιου ταξιδευτή, που ακριβώς επειδή ταξιδεύει, έχει το πνεύμα του έτοιμο για να εκπλαγεί από τις “οπτικές ευκαιρίες” που συναντά στη διαδρομή του. Το θέμα της ενόρασης πάντοτε ήταν παρόν στη ζωή του Gruyaert. Ο νεαρός Harry μαθαίνει τα πρώτα βήματα της φωτογραφικής τεχνικής από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν στέλεχος στην Gevaert τη Βέλγικη εταιρεία παραγωγής φωτογραφικού χαρτιού που ιδρύθηκε το 1894 στην Αμβέρσα και συγχωνεύτηκε το 1964 με τη Γερμανική Agfa. O Harry Gruyaert ενθουσιάστηκε με τη γνωριμία του με τη φωτογραφία και πολύ γρήγορα αποφασίζει να μην εγκαταλείψει αυτόν το χώρο, αντιθέτως θέλει να προχωρήσει μπροστά. Για μία χρονική περίοδο δουλεύει στο φλαμανδικό, τηλεοπτικό δίκτυο σαν διευθυντής φωτογραφίας (εδώ αρχίζει να πειραματίζεται και να αξιολογεί το ρόλο του φωτός στο εσωτερικό των συνθέσεων). Ύστερα, η φωτογραφία τον συναρπάζει: το μέσο είναι πάρα πολύ ευκίνητο, πρακτικό και προσαρμόζεται επίσης στην εντέλεια στην ανεξάρτητη και νομαδική φύση του Harry, ταξιδευτή λόγω ενστίκτου, κλίσης και επιλογής. Η προσοχή στο χρώμα είναι σταθερή, αλλά ποτέ όμως δεν γίνεται αυτοσκοπός ή αποσυνδέεται από την προσεκτική παρατήρηση των σχημάτων και από το σχέδιο των πραγμάτων. Ένα στυλ που συνενώνει ξαφνικό χρώμα και τον αινιγματικό χαρακτήρα, εμφανίζεται εξάλλου ήδη στην πρώτη του εργασία, εκείνα τα ενδιαφέροντα “ΤV Shots” που αποκαλύπτουν τις οικογενειακές, καθημερινές αντιφάσεις μίας τηλεοπτικής οθόνης φωτογραφημένης σε ένα υπνοδωμάτιο από όπου αναγνωρίζουμε τα φωτογράμματα των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου ή τις φάσεις της πτήσης του διαστημόπλοιου Απόλλων. Μετά από αυτήν την εμπειρία, εμφανίζονται για τον Gruyaert τα μεγάλα ρεπορτάζ, αυτά που αγαπά περισσότερο: μακροπρόθεσμες εργασίες, χωρίς άμεσες ημερομηνίες λήξης, σχέδια που μπορούν να βρουν την καλύτερη διέξοδό τους σε μία έκθεση ή ίσως σε ένα βιβλίο.
Το πρώτο ταξίδι στο Μαρόκο θα γίνει το 1965 και θα αποτελέσει έναν κεραυνοβόλο έρωτα: εδώ θα επιστρέφει πολλές φορές σε διάστημα πάνω από είκοσι χρόνια. Σιγά – σιγά μετράει αυτούς τους χώρους, αυτά τα χρώματα, αυτές τις ατμόσφαιρες, δημιουργώντας μία συλλογή από εικόνες, τώρα πια διάσημη και αναγνωρισμένη (χάρη στην οποία κέρδισε το Βραβείο Kodak της φωτογραφικής κριτικής). “Αυτό που συλλαμβάνει το βλέμμα αμέσως”, είπε ο Brice Mathieussent παρουσιάζοντας τις φωτογραφίες για το Μαρόκο, “είναι η ευτυχής συγκυρία, η ασυνήθιστη διαπλοκή με αναρίθμητες τροχιές που φαίνονται σαν να πέφτουν στο φως”. Οι φωτογραφίες φαίνονται σαν θραύσματα πραγματικότητας, ψηφίδες που έχουν ληφθεί από μία κινούμενη ταινία και κάθε εικόνα – ή καλύτερα, προσεγγίζοντας τη φωτογραφική εργασία του Gruyaert με το κινηματογραφικό παρελθόν του, κάθε “στοπ καρέ”, συλλαμβάνει αυτές τις ατμόσφαιρες, πάντοτε αιωρούμενες. Είναι φωτογραφίες που δεν παραλείπουν να διηγηθούν τις τραχύτητες των τοίχων, τις πτυχές των υφασμάτων, τις ρωγμές ενός τραπεζιού σε πρώτο πλάνο. Κι όμως, όσο πιο καθαρές και συγκεκριμένες είναι, τόσο περισσότερο εμφανίζονται αινιγματικές και μυστηριώδεις, βυθισμένες σε μία σουρεαλιστική “βελγικότητα”, η οποία κατά τη διάρκεια των χρόνων έγινε το βασικό σημείο της φωτογραφίας του Gruyaert, το δικό του αναγνωρίσιμο στυλ και ταυτόχρονα, πολύ δύσκολο να μιμηθεί.
Δεν υπάρχει μόνο το Μαρόκο στη ζωή του και στην εργασία του αλλά και άλλοι προορισμοί: η Ινδία, οι ΗΠΑ, η Αίγυπτος, το Βέλγιο (θα επιστρέφει πολλές φορές στη γη της καταγωγής του στην οποία θα αφιερώσει, ένα ειλικρινές και έγχρωμο αφιέρωμα, το ωραίο βιβλίο του “Made in Belgium”) και η Γαλλία, όπου διαμένει εδώ και πολλά χρόνια. Για κάθε ιστορία υπάρχει μία επιθυμία που δεν κατευνάζεται, μέχρι να προχωρήσει, να προετοιμαστεί με τα καλύτερα εργαλεία για να συλλάβει στο φωτογραφικό χαρτί τις λεπτεπίλεπτες, χρωματικές δονήσεις του φωτός. Όταν γίνεται μέλος του Magnum, εναλλάσσει τα μεγάλα, ταξιδιωτικά ρεπορτάζ με τα assignments για διάφορα περιοδικά (μεταξύ των οποίων το National Geographic) και τις περισσότερο συνηθισμένες αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρουσες εργασίες – που κατά κύριο λόγο τις πραγματοποιεί για να συνεχίσει να πειραματίζεται – για τις μεγάλες εταιρείες και ιδρύματα, δημόσια και ιδιωτικά: Renault, Audi, Ford, Usinor, Elf, Cogema, Iveco, Lavazza καθώς επίσης και για τους γαλλικούς σιδηροδρόμους.
Τα τελευταία χρόνια εγκαταλείπει το Cibachrome επιλέγοντας την ψηφιακή εκτύπωση. Κατανοεί τις δυνατότητές της και υποστηρίζει, μεταξύ των πρώτων, ότι αυτή η νέα τεχνική δεν θα πρέπει να δαιμονοποιηθεί, αλλά θα επιτρέπει ή καλύτερα θα τονίζει, τον πλούτο των χρωματικών αποχρώσεων. Η εκτύπωση των φωτογραφιών του διατηρεί συχνά μία πλοκή πλούσια σε ύλη, σε εύρος και πυκνότητα, που είναι σε θέση να ανταποδώσει ακόμα περισσότερο μία αιωρούμενη διάσταση στις εικόνες, σαν να είχαν ξεκολλήσει από τους τοίχους από όπου τις είχε συλλάβει και ακόμα φρέσκες από τους σοβάδες, πέφτουν στο εσωτερικό μίας έκθεσης ή ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Η τελευταία εργασία, “Rivages”, τίτλος ενός βιβλίου και μίας σημαντικής έκθεσης που παρουσιάστηκε το 2003 στο Rencontres de la Photographie di Arles, παρουσιάζει σε ποιο σημείο έχει φθάσει η φινέτσα αυτού του δημιουργού. Η ικανότητά του να συλλαμβάνει την τρυφερότητα των φώτων του Βορρά σε μία σειρά από παραλίες με απόμακρο ορίζοντα, οι επιβλητικοί ουρανοί, η λεπτή άμμος, είναι αριστοτεχνική. Από τη θάλασσα του Βορρά στις παραλίες της Σαρδηνίας, από τις καταιγίδες στο Biarritz στο ηλιοβασίλεμα της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, η ελεγεία του για τις παραλίες γίνεται επίσης και μία πράξη αγάπης προς τη φωτογραφία, σ’ αυτήν τη μαγική τέχνη που είναι σε θέση να κορέσει το μοβ και τα κόκκινα χρώματα και παράλληλα να συλλάβει ανεπανάληπτες στιγμές, σαν να τις έκλεψε από ένα παραμύθι με νεράιδες. Οι ίδιες νεράιδες που καθιστούν μαγική και γεμάτη φως την πραγματικότητα.
Βιογραφικό:
Γεννήθηκε στην Αμβέρσα, στο Βέλγιο, το 1941. Ο Harry Gruyaert πολύ γρήγορα θα πλησιάσει τον κόσμο της εικόνας χάρη στον πατέρα του, καθηγητή φωτογραφικής τεχνικής στην Gevaert. Μετά τις σπουδές στην Ecole du Cinema et de la Television των Βρυξελλών (1960-1963), εργάζεται τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60, ως διευθυντής φωτογραφίας για το φλαμανδικό τηλεοπτικό δίκτυο. Το 1965 ανακαλύπτει το Μαρόκο, το οποίο θα επισκέπτεται συχνά την επόμενη εικοσαετία. Αποφασίζει να γίνει φωτογράφος πλήρους απασχόλησης και προσεγγίζει τον κόσμο της φωτογραφίας μόδας (assignments για το Elle και άλλα περιοδικά). Καταλαβαίνει ότι δεν είναι η μόδα αυτό που τον ενδιαφέρει αλλά οι τόποι, στους οποίους δημιουργούνται οι φωτογραφίες: ολοένα και περισσότερο αφιερώνεται σε μία προσωπική φωτογραφία, μία φωτογραφία αναζήτησης. Στο Λονδίνο, το 1972, πραγματοποιεί την πρώτη, μεγαλόπνοη εργασία του, το “TV Shots”: πρόκειται για φωτογραφίες μίας τηλεοπτικής οθόνης, που είναι τραβηγμένες μέσα σε μία κρεβατοκάμαρα, που συλλαμβάνουν εικόνες από την Ολυμπιάδα του Μονάχου, τις πρώτες πτήσεις του διαστημόπλοιου Απόλλων, ή σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες.
Μετακομίζει στο Παρίσι αλλά συνεχίζει να ταξιδεύει και το 1976 τιμάται με το σημαντικό βραβείο Kodak της φωτογραφικής κριτικής για τις εικόνες στο Μαρόκο. Εν τω μεταξύ διευρύνει τους ορίζοντες του με έντονα ρεπορτάζ στην Αίγυπτο, Ινδία, Βιετνάμ, Μέση Ανατολή, Υεμένη, Κίνα και Ιταλία. Συνεχίζει να επισκέπτεται τη χώρα του και να τη φωτογραφίζει (το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας θα συγκεντρωθεί στον τόμο “Made in Belgium”, 2000). To 1981 γίνεται μέλος του Magnum Photos. Κατά τη διάρκεια των ετών, μαζί με τα πιο προσωπικά του σχέδια, συνδυάζει assignments για σημαντικά περιοδικά, όπως το National Geographic, εργασίες για πολυάριθμες βιομηχανίες (Renault, Audi, Ford, Elf, Iveco, Lavazza κλπ.) ή φωτογραφικές αποστολές για δημόσια ιδρύματα (το ρεπορτάζ για τη Μαδρίτη, 1992, στη Γαλλία στον κόλπο της Somme, 1990 και στην Dijon, 1995).
Σημαντικές εκθέσεις και τόμοι όπως (Lumieres blanches /1986, Μαρόκο /1990, Made in Belgium /2000, Rivages /2003) περιλαμβάνουν τις φωτογραφίες του. Σε κάθε εργασία, η έρευνα είναι διαρκής και ακριβής, στην προσπάθεια σύλληψης, όσο καλύτερα γίνεται, της λεπτότητας του φωτός και της δύναμης του χρώματος.
O Gruyaert διηγείται:
Η εργασία μου διηγείται πολλά για μένα και τα θέματα που φωτογραφίζω. Εγώ δεν δημιουργώ δημοσιογραφικά δοκίμια. Ασφαλώς δεν αρνούμαι την αξία της δημοσιογραφίας, αλλά δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Στο τέλος, αυτό που είναι σημαντικό για μένα, είναι η δύναμη κάθε ξεχωριστής εικόνας. Η καθεμία μπορεί να ειδωθεί μαζί με τις άλλες, που έχουν δημιουργηθεί στο ίδιο θέμα και όλες μαζί μπορούν να δημιουργήσουν μία συσσώρευση έντασης – σαν να επρόκειτο για ένα εγκώμιο του απεικονιζόμενου θέματος ή μία βαθιά εμπειρία σ’ αυτό το ίδιο το θέμα. Ποτέ δεν θέλησα να κάνω κάτι διαφορετικό από τη φωτογραφία…
Ενώ οι εικόνες για το Μαρόκο ήταν πάντοτε ωραίες από αισθητικής άποψης – εκεί η εργασία περιστρέφεται ακριβώς γύρω από την ομορφιά – στο Βέλγιο ήταν η κοινοτυπία του τοπίου, όσον αφορά το θέμα, με την ύλη και το χρώμα, να δίνουν τα ερεθίσματα. Υπάρχει μία σουρεαλιστική ιδιότητα αυτής της χώρας που με γοητεύει, ένα είδος γοητείας που είναι πολύ οπτική, αλλά που είναι δύσκολο να τη συλλάβεις όταν βρίσκεσαι εκεί λίγο καιρό”. Πολλές από τις καλύτερες φωτογραφίες που πραγματοποίησα στο Βέλγιο, τις τράβηξα μόλις κατέβηκα από το τρένο που έρχονταν από το Παρίσι.
Ο ζωγράφος Pierre Alechinsky είπε ότι η τέχνη θα έπρεπε να είναι μία θεραπεία – κάτι που κάνεις γιατί το έχεις πραγματικά ανάγκη. Δεν ισχυρίζομαι ότι κάνω τέχνη – αν και ελπίζω ότι κάποια από τις εικόνες μου μπορεί να φθάσει σ’ αυτό το επίπεδο. Είναι πολύ φιλόδοξο να ισχυριστείς ότι “είμαι ένας καλλιτέχνης”, έτσι λέω μόνο “είμαι ένας φωτογράφος”. Αντιμετωπίζω τη φωτογραφία σαν μία θεραπεία, κάτι που έχω ανάγκη να κάνω. Εάν δεν τραβήξω φωτογραφίες για ένα μήνα, είναι κάτι που μου λείπει πολύ. Είναι μία σχέση με τον κόσμο του οποίου νιώθω την ανάγκη, μία απόσταση: σαν να είμαι ταυτόχρονα πιο παρών και κατά κάποιο τρόπο λιγότερο παρών. Μπορώ να δημιουργήσω επαγγελματικές φωτογραφίες, τραβώντας σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις ή σε οποιαδήποτε άλλη εργασιακή κατάσταση. Μου αρέσει να το κάνω. Μου αρέσει να βρίσκω οπτικές λύσεις σύμφωνα με τις διάφορες ανάγκες. Όμως η φωτογραφία που νιώθω πιο κοντά σ’ εμένα είναι αυτή που δημιουργείται από αυτήν την προσωπική, ασυγκράτητη ανάγκη.
Alessandra Mauro : Harry Gruyaert, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum Photos – Hachette (2005)