Ο Fred Herzog γεννήθηκε ως Ulrich Herzog το 1930 στο Bad Friedrichshall του Wiirttem-berg, αλλά σύντομα όλη η οικογένεια μετακόμισε εξήντα χιλιόμετρα νότια, στη Στουτγάρδη, όπου ο πατέρας του, ονόματι επίσης Ulrich, εργαζόταν ως μηχανικός και εκπαιδευτής τεχνικών στην αλουμινοβιομηχανία Deutsche Aluminiumzentrale. Ο Ulrich senior, που ήταν καχύποπτος με τον Χίτλερ και αντίθετος στο ναζιστικό κόμμα, έλειπε συχνά από το σπίτι, καθώς η ειδικότητά του τον υποχρέωνε σε συχνές επισκέψεις σε πελάτες, όπως εταιρείες στον κλάδο των αερομεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των Dornier, Heinkel ή BMW, αλλά και στη γερμανική θυγατρική της Kodak. Η μητέρα του, Erna, ασχολούταν με το νοικοκυριό και φρόντιζε για την ανατροφή του Ulrich και των δυο αδελφών του, της Gerda και της Liselotte. Ήταν λάτρης των τεχνών, έτρεφε μια βαθιά αγάπη για τη λογοτεχνία και αρχικά υποστήριξε τους Ναζί. Μια φορά μάλιστα, το 1938, πήρε μαζί της και τον νεαρό Ulrich σε μια συγκέντρωση του Χίτλερ. Τα παιδικά χρόνια του Ulrich Herzog δεν ήταν ρόδινα. Είδε το εργοστάσιο στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας του, όπως και το σπίτι της οικογένειας, να βομβαρδίζεται, τη Στουτγάρδη να ισοπεδώνεται από τους Συμμάχους, σκοτώνοντας αρκετούς από τους γείτονές του, την μητέρα του να πεθαίνει από τυφοειδή πυρετό το 1941 και τον πατέρα του να πεθαίνει κι αυτός μέσα σε ένα χρόνο, αφότου επέστρεψε τραυματισμένος από τον πόλεμο. «Ό,τι είχα και εκτιμούσα το έχασα στον πόλεμο» θυμόταν ο Herzog αργότερα. «Αυτό που με διαμόρφωσε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν να μεγαλώνω χωρίς τους γονείς μου, που με αγάπησαν. Αυτό ήταν που με έκανε να πάρω τους δρόμους. Σχεδόν τίποτα άλλο, ούτε καν ο πόλεμος, δεν το έκανε αυτό».
Όπως όλα τα παιδιά στη Γερμανία που επέζησαν του πολέμου, ο Ulrich επέστρεψε στο σχολείο έξι μήνες μετά τη λήξη του. Κανείς από τους συμμαθητές του δεν μιλούσε για τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια του πολέμου και το θέμα αυτό γενικά αποφεύγονταν ακόμη και από τις συζητήσεις των ενηλίκων. Ο Herzog παρακολούθησε μαθήματα στο Rottweil, αλλά δεν ήταν καλός μαθητής. Περισσότερο τον γοήτευαν οι φωτογραφίες που έβλεπε στα βιβλία γεωγραφίας. Αργότερα θυμόταν πως του είχε εντυπωθεί μια φωτογραφία του βιομηχανικού λιμανιού του Βανκούβερ σε ένα σχολικό εγχειρίδιο. Το 1946, μετά το θάνατο και του πατέρα του, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη γενέτειρα του Bad Friedrichshall για να ξεκινήσει μια «μαθητεία» στην επιχείρηση των παππούδων του, σε ένα κατάστημα σιδηρικών. Ούτε όμως αυτή η προοπτική τον ενθουσίαζε. Υπήρχαν όμως και ευχάριστες στιγμές. Διακοπές στα βουνά, πεζοπορία με φίλους και πάνω απ’ όλα η διέξοδος που έβρισκε φωτογραφίζοντας με μια αναδιπλούμενη Zeiss Tessco, κληρονομιά από τον θείο του Kurt, μαζί με ένα μεγεθυντήρα Plaubel, που του επέτρεψε να στήσει έναν σκοτεινό θάλαμο και να εισχωρήσει εις βάθος στο μέσο της φωτογραφίας. Με το χαρτζιλίκι από την απασχόληση στο σιδεράδικο του παππού αγόρασε, το 1950, μια Kodak Retina, χωρίς όμως φωτόμετρο κι αυτή.
Ο Ulrich επισκεπτόταν συχνά το κοντινό Schwabisch Hall κι όχι μόνο επειδή ο εκεί θείος του είχε «τρεις όμορφες κόρες», όπως υπογραμμίζει ο Herzog με ένα χαμόγελο. Σε μια τέτοια επίσκεψη συνέβη εντελώς τυχαία ένα μικρό απρόσμενο γεγονός που άλλαξε τη ζωή του εικοσιδυάχρονου Ulrich. Ένας γνωστός από το μακρινό Τορόντο είχε στείλει ένα γράμμα στο οποίο, μεταξύ άλλων, ρωτούσε αν υπήρχε ένας νεαρός άνδρας που να ενδιαφερόταν για μια πιθανή θέση εργασίας στην επιχείρηση του. «Εγώ είμαι αυτός ο νεαρός άνδρας», παρενέβη αυθόρμητα ο Herzog και αυτή ήταν η αφετηρία της δεύτερης ζωής του. Ταξίδεψε με ένα πλοίο στο Μόντρεαλ και στη συνέχεια πήρε ένα τρένο για το Τορόντο, μια πόλη που δεν του άρεσε καθόλου, αλλά αυτό δεν ήταν θέμα προς το παρόν. Αρχικά εργάστηκε για τον προαναφερθέντα γνωστό, ο οποίος ειδικευόταν στο γυάλισμα και τη διανομή γυάλινων ειδών που αγόραζαν φτηνά από την Τσεχοσλοβακία. Σύντομα όμως τα παράτησε για να μπαρκάρει ως λιπαντής στα εμπορικά πλοία της Canadian Pacific Steamships. Πάνω στο καράβι έπιασε φιλίες με έναν συμπατριώτη του από το Βερολίνο, τον Gerhard Blume. Ήταν πρώην αιχμάλωτος πολέμου στη Ρωσία και αυτοδίδακτος διανοούμενος, που εισήγαγε τον Herzog σε ένα ευρύ φάσμα ιδεών από τη θρησκεία, την πολιτική, την οικονομία και την επιστήμη, ως τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Συγγραφείς όπως ο Gustave Flaubert και ο John Dos Passos θα εμπνεύσουν τον Herzog, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν πεινασμένος για τα φωτογραφικά περιοδικά. Από αυτά ενημερωνόταν για τις τελευταίες τεχνικές και αισθητικές εξελίξεις. Οι υπόλοιποι, μπαρουτοκαπνισμένοι στο πόλεμο, ναύτες του πληρώματος τον φώναζαν «Φριτζ», που σύντομα έγινε «Φρεντ» και έτσι παρέμεινε έκτοτε.
Μετά από τρία χρόνια ως ναυτικός και αφού μάζεψε κάποια χρήματα, άφησε τα καράβια και εξερεύνησε τη Βρετανική Columbia με τη μοτοσικλέτα του, μια Norton. Εκείνη την εποχή έκανε παρέα με τον Νοτιοαφρικανό Ferro Shelley Marincowitz, έναν επίσης μετανάστη που εξειδικευόταν στην ιατρική φωτογραφία. Σύντομα έγιναν στενοί φίλοι και μοιραζόντουσαν μαζί ένα διαμέρισμα κι έναν σκοτεινό θάλαμο. Ο Marincowitz ήταν αυτός που δίδαξε στον Fred Herzog μερικές από τις ιδιαίτερες τεχνικές της επιστημονικής και ιατρικής φωτογραφίας. Το 1956, τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή του στον Καναδά, ο Herzog ήταν σε θέση να υποβάλει αίτηση για μια, αρχικά μη αμειβόμενη, θέση ως ιατρικός φωτογράφος στο St. Paul’s Hospital στο Βανκούβερ. Από μια ευτυχή συγκυρία ο νεαρός ανειδίκευτος μετανάστης βρέθηκε να εργάζεται στο φωτογραφικό τμήμα του νοσοκομείου, καταγράφοντας χειρουργικές επεμβάσεις, δερματικά εξανθήματα, αρθριτικές παραμορφώσεις και αποτελέσματα ατυχημάτων. Το 1961, του δόθηκε διευθυντική θέση στο παράτημα Φωτογραφίας και Κινηματογράφου του τμήματος Βιομετρικής στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Columbia και, στο τέλος της δεκαετίας, δίδασκε φωτογραφία εκεί, όπως και στο Πανεπιστήμιο Simon Fraser.
Η σταθερή απασχόληση στο νοσοκομείο και στο πανεπιστήμιο επέτρεπε στον Herzog να αφιερώσει τον ελεύθερο χρόνο του η προς όφελος της προσωπικής του φωτογραφίας. Μπορούσε να επιλέξει ο ίδιος τον τρόπο και τα θέματα με ευκολία, χωρίς πίεση και χωρίς να αναγκάζεται να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες του. Δεν ήταν υπόχρεος ή υπόλογος σε κανέναν – εκτός από τα δικά του υψηλά πρότυπα. Η Retina διαδέχθηκε το 1957 μια Leica M3. Η τεχνολογία ήταν (και παραμένει) σημαντική και ο Herzog ήταν σίγουρα ένας εξαίρετος τεχνίτης, αλλά η τεχνολογία ήταν (και παραμένει) το μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός. Ο Fred Herzog ξεκίνησε, πώς θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, με ασπρόμαυρο φιλμ. Οι πρώιμες φωτογραφίες του από τις βιτρίνες των παλαιοπωλείων, των βιβλιοπωλείων και των κουρείων, ήταν τα πρώτα βήματα προς την προσέγγιση που σύντομα θα χαρακτήριζε το σύνολο του έργου του. Το Βανκούβερ είχε τις πλούσιες και ευπρεπείς περιοχές του, αλλά φυσικά, αυτές δεν ήταν για τον Herzog. Ένιωθε ότι «οι νέες, καθαρές και ασφαλείς γειτονιές δεν γεννούν ενδιαφέρουσες εικόνες. Αυτό που ελπίζουν να ανακαλύψουν οι φωτογράφοι έχει να κάνει με την άτακτη ζωντάνια του δρόμου. Τους καθημερινούς ανθρώπους με τους οποίους διασταυρώνεσαι στις γωνιές των δρόμων, αυτούς που συναντάς στις πλατείες, στα μπιλιάρδα και στις παμπ, όπου οι τακτικοί θαμώνες νιώθουν σαν στο σπίτι τους».
Το 1960, ο Herzog είχε ήδη ξεκινήσει να φωτογραφίζει στο Βανκούβερ, όταν ανακάλυψε, στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, ένα ήδη αρκετά φθαρμένο αντίγραφο των «The Americans», του Robert Frank. «Δεν χόρταινα να βλέπω αυτό το βιβλίο» δήλωσε αργότερα «Είχε ένα ρευστό, κομψό ύφος και μια κριτική στάση για τον αμερικανικό υλισμό, με την οποία ταυτίστηκα». Το εμβληματικό αυτό βιβλίο, που εντυπωσίασε τον Herzog, εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Robert Delpire στη Γαλλία το 1958 και στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα χρόνο αργότερα, όπου όμως, αρχικά, γνώρισε πολύ μικρή αποδοχή. Η καινοτόμος ρήξη του Frank με το καθιερωμένο στυλ, η «άτεχνη» αισθητική του στιγμιότυπου, το τολμηρό κάδρο, ο έντονος κόκκος του ασπρόμαυρου Tri-X, η ματιά του φωτογράφου στις απλές στιγμές της καθημερινής αμερικανικής ζωής, σε συνδυασμό με έναν μάλλον καταθλιπτικό τόνο προκάλεσαν αμηχανία στο κοινό, αυθόρμητη απόρριψη και σκληρή κριτική στα ειδικά – κι όχι μόνο – έντυπα μέσα. Ο Herzog θαύμαζε τον, γεννημένο στην Ελβετία, Frank, ο οποίος με το έργο του ενθάρρυνε τον μόλις έξι χρόνια νεότερο συνάδελφό του να εξερευνήσει κι ο ίδιος καλλιτεχνικά την υιοθετημένη χώρα του και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, εκτός της πεπατημένης διαδρομής. Στυλιστικά, όμως, υιοθέτησε μια διαφορετική προσέγγιση.
Αν ο Herzog διδάχτηκε το ύφος από έναν καλλιτέχνη, τότε αυτός ήταν ο Walker Evans, τον οποίο περιέργως, ανακάλυψε λίγο αργότερα, το 1962, όταν ξεφύλλισε το American Photographs, (το οποίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά το 1938), στο σπίτι ενός φίλου του γιατρού στο Σιάτλ. «Όταν κοίταξα τις φωτογραφίες έμεινα έκπληκτος. Το εύρος του οράματος [του Evans] συναγωνίζεται μόνο την ακρίβεια με την οποία καδράρει το περιεχόμενο και ενσταλάζει ένα βαθύτερο νόημα στις φωτογραφίες του». Αυτό που ο Herzog αναγνώρισε στον Evans, και αυτό που πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να αναγνωρίζουν σε αυτόν, ήταν όχι το εξωτερικό στυλ του, αλλά η προσωπική «υπογραφή» του. Αλλά αυτή η τόσο ιδιαίτερη ματιά του Evans, που τον έκανε να ξεχωρίζει, δεν ήταν αποκλειστικά δική του εφεύρεση. Όπως ο Herzog θαύμασε και εμπνεύστηκε από την «υπογραφή» του Evans, έτσι κι αυτός είχε θαυμάσει και είχε επηρεαστεί από την «υπογραφή» του προγενέστερού του, Eugene Atget. Έχει πολλούς κρίκους αυτή η αλυσίδα στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, και ο Fred Herzog αποτελεί σίγουρα μέρος της. Ο Evans είχε εξερευνήσει πολλά από τα μοτίβα και τα θέματα που βρίσκουμε στις φωτογραφίες του Herzog: ασήμαντες βιτρίνες και ταμπέλες καταστημάτων, άδειους, παραμελημένους χώρους, τη πατίνα της πόλης, και την αντικρουόμενη συνύπαρξη παλιού και νέου. Όπως ο Herzog, έτσι κι ο Evans βρισκόταν σε αντίθεση με τη γενική στροφή της σύγχρονης κοινωνίας προς την αποξένωση και την προσωπική ευδαιμονία με κάθε μέσο. Και οι δύο τους έψαχναν για τα καθημερινά αξιοθέατα και για αντικείμενα για τα οποία ένιωθαν μεγάλη στοργή. Και οι δύο κατάλαβαν ότι τα δευτερεύοντα πράγματα που υφίστανται οξεία πίεση από τις δυνάμεις της κατ’ επίφαση προόδου είναι συχνά τα κλειδιά για την κατανόηση της ιδιαίτερης σημασίας μιας εποχής.
Το οξύμωρο με το έργο του Herzog είναι ότι, ενώ οι ήρωές του – ο Frank και ο Evans και πριν απ’ αυτούς ο Atget και ο συμπατριώτης του Sander – χρησιμοποιούσαν ασπρόμαυρο φιλμ, είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή, ο ίδιος πολύ σύντομα στράφηκε ενστικτωδώς στο χρώμα. Γιατί το χρώμα είναι μέρος της καθημερινότητας. Γιατί ακόμη και τα χρώματα ορίζουν τη κουλτούρα της συγκεκριμένης εποχής. Χρησιμοποίησε μάλιστα το φιλμ διαφανειών Kodachrome, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1935. Ήταν ένα πολύ λεπτόκοκκο φιλμ, εξαιρετικά κορεσμένο σε χρώμα, με μεγάλη οξύτητα και η Kodak είχε επιστρατεύσει τον Edward Weston για να το διαφημίσει τον πρώτο καιρό. Το Kodachrome κόστιζε πολύ ακριβότερα από τα ασπρόμαυρα φιλμ της αγοράς. Όσοι το επέλεγαν έπρεπε να ξεπεράσουν όχι μόνο το οικονομικό εμπόδιο, αλλά και κάτι επιπλέον: Ο φωτογράφος έπρεπε να στείλει το φιλμ σε ένα από τα λίγα εργοστάσια επεξεργασίας της Kodak, ανά τον κόσμο, και μετά να περιμένει μια με δυο εβδομάδες για να πάρει πίσω τις εμφανισμένες διαφάνειες στο γνωστό κίτρινο κουτάκι. Κανένα ρεπορτάζ τραβηγμένο με αυτό το φιλμ δεν μπορούσε να δημοσιευτεί γρήγορα στα περιοδικά. Αυτό που θα είχε τρελάνει τους φωτορεπόρτερ δεν ενόχλησε τον Herzog. Συνέχισε να φωτογραφίζει με τους ρυθμούς του, χωρίς τους περιορισμούς προθεσμιών, χωρίς τη πίεση του χρόνου και χωρίς τον ανταγωνισμό που διέκρινε τους επαγγελματίες. «Φωτογραφίζοντας μόνο λίγες ώρες την ημέρα και όχι κάθε μέρα, είχα την ελευθερία να κάνω αυτό που ήθελα». Ο Herzog τράβηξε το πρώτο του ρολό Kodachrome το 1953 και έκτοτε παρέμεινε πιστός σ’ αυτό σε όλη του τη ζωή. Δεν ήταν πολύ ευαίσθητο στο φως (25 ASA) και έτσι απαιτούσε σχετικά αργές ταχύτητες κλείστρου, αλλά και αυτό ταίριαζε στο στυλ του Herzog. Προτιμούσε την αργή παρατήρηση μακριά από τις «αποφασιστικές στιγμές» που βρίσκονταν σε εφημερίδες και εικονογραφημένα περιοδικά. Με τη Retina, ο Herzog χρησιμοποιούσε τακτικά τρίποδο. Με τη Leica και με μια καλή τεχνική μπορούσε να κρατά την μηχανή αρκετά σταθερή, ώστε να κάνει εκθέσεις ακόμη και μισού δευτερολέπτου, όταν χρειαζόταν να κάνει νυχτερινές λήψεις. Καθώς τα Kodachrome δεν απαιτούσαν καμία δραστηριότητα στο σκοτεινό θάλαμο, ο Herzog μπορούσε να αφιερώσει μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου του περιπλανώμενος, σκεπτόμενος, παρατηρώντας και φωτογραφίζοντας έξω στον κόσμο. Με μεγάλη συνέπεια έκανε κατά μέσο όρο δύο φιλμ την εβδομάδα. Αυτό αντιστοιχεί σε πολύ περισσότερα από 100.000 λήψεις σε μια περίοδο περίπου τριάντα χρόνων, από το 1960 ως το 1990.
Το Kodachrome ήταν τόσο θρυλικό, ώστε να αναφέρονται και άλλοι καλλιτέχνες –πλην των φωτογράφων– σε αυτό. Ο Paul Simon στο ομώνυμο τραγούδι του 1973 τραγουδά: «Kodachrome, Μας δίνει αυτά τα ωραία φωτεινά χρώματα, μας δίνει τα πράσινα των καλοκαιριών. Σε κάνει να νομίζεις ότι όλος ο κόσμος είναι μια ηλιόλουστη μέρα». Όταν το 2010, μετά από 75 χρόνια ιστορίας, η Kodak ανακοίνωσε τη διακοπή της παραγωγής και της επεξεργασίας του, ο αντίκτυπος ήταν τόσο μεγάλος, που λίγα χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης Mark Raso γύρισε μια ομότιτλη ταινία που αναφέρεται στον αγώνα δρόμου ενός ετοιμοθάνατου φωτογράφου να προλάβει να εμφανίσει τα Kodachrome του τη τελευταία μέρα πριν κλείσει και το Dwayne’s Photo, το τελευταίο εργαστήριο επεξεργασίας τους στο Parsons του Κάνσας.
Ο Herzog επέλεξε να χρησιμοποιεί την μικρή, διακριτική και ελαφριά Leica M3 για να μη τραβά τη προσοχή και να περνά σχεδόν απαρατήρητος στο δρόμο. Όλες του οι φωτογραφίες έγιναν με τον κλασικό νορμάλ φακό των 50χιλ και έναν μικρό τηλεφακό 135χιλ. Ο ελάχιστος εξοπλισμός ήταν για τον Herzog, ο οποίος ήταν απασχολημένος με πλήρες ωράριο, σίγουρα ένα συν. Εύκολα μπορεί κανείς να τον φανταστεί να γυρίζει σπίτι από μια κουραστική μέρα στο νοσοκομείο και να αρπάζει τη φωτογραφική μηχανή του για να βγει αμέσως έξω στους δρόμους. Ο καιρός φαίνεται συχνά να έχει χρησιμεύσει ως κίνητρο για τους φωτογράφους. Στο έργο του Saul Leiter, υπάρχει συχνά χιόνι στο έδαφος και οι φωτογραφίες του είναι συχνά σκοτεινές και χειμωνιάτικες. Ο Herzog προτιμά να φωτογραφίζει όταν δεν βρέχει και σε ήπιες θερμοκρασίες. Οι σκιές που αποτυπώνονται ξανά και ξανά αποδεικνύουν ότι φωτογραφίζει αναγκαστικά τις απογευματινές ώρες, όταν το φως είναι πιο ήπιο και πιο ζεστό, χωρίς όμως το παιχνίδι των σκιών να γίνεται έκδηλο μέρος της αισθητικής του. Ο Herzog αποφεύγει τις δραματικές σκηνές. Σκιές, ναι, αλλά κυρίως απαλές και όχι όπως στη δουλειά των συναδέλφων του Alex Webb ή του Κωνσταντίνου Μάνου, οι οποίοι έχουν κάνει τον συνδυασμό των έντονων χρωμάτων και της βαριάς σκιάς συστατικό στοιχείο της δουλειάς τους. Ο Herzog είναι ένας υπέροχος αφηγητής, στον κόσμο του οποίου πρέπει κανείς να διεισδύσει και να τον διαβάσει. Δεν υπάρχουν γεγονότα με την έννοια της φωτογραφίας ρεπορτάζ. Είναι πολύ περισσότερο μια χαλαρή ματιά στη ροή της ζωής, της οποίας η επιφάνεια παρουσιάζεται με απαλά χρώματα.
Όταν φωτογράφιζε ανθρώπους, ο Herzog σπάνια τραβούσε πάνω από μία στάση. «Όταν σε αντιληφθούν οι άνθρωποι, η εικόνα έχει χαθεί οριστικά. Δεν μπορείς να το επαναλάβεις. Μόλις σας προσέξουν οι άνθρωποι, πρέπει να τα παρατήσετε. Αυτό είναι. Τα έκανες θάλασσα». Συχνά φωτογράφιζε κρατώντας τη μηχανή χαμηλά, στο ύψος της μέσης, σε μια προσπάθεια να μη γίνει αντιληπτός και να αποτυπώσει τον αυθορμητισμό της στιγμής. Το μεγάλο βάθος πεδίου που εξασφάλιζε χρησιμοποιώντας κλειστά διαφράγματα, του επέτρεπαν μια εκ των προτέρων εστίαση, ώστε να μένει απερίσπαστος από τα τεχνικά δίνοντας έμφαση στη σύλληψη της εικόνας: παιδιά στο New Westminster τσακώνονται στο δρόμο, ένα αγόρι στην Chinatown κρατώντας δύο ζωντανά κοτόπουλα, μια γυναίκα βγαίνει από ένα γωνιακό κατάστημα με ένα παγωτό στο χέρι. «Πολλές χειρονομίες εξαφανίζονται σε μια στιγμή, αλλά μια φωτογραφία στην οποία οι εικονιζόμενοι ποζάρουν δεν φαίνεται αληθινή», τονίζει ο Fred Herzog. «Δεν πρέπει να στερείτε από τους ανθρώπους την φυσική γλώσσα του σώματός τους. Γι’ αυτό τραβάω από το ισχίο. Δεν σηκώνω την κάμερα στο πρόσωπό μου, δεν ζητάω άδεια. Ποτέ δεν το συζητώ πρώτα μαζί τους». Άλλοτε πάλι φωτογράφιζε τους ανθρώπους από πίσω, μερικές φορές κόβοντας δραματικά την εικόνα έτσι ώστε να φαίνεται μόνο το κάτω μέρος του σώματός τους. Όπως στη φωτογραφία μιας μεγαλύτερης γυναίκας και ενός κοριτσιού που περιμένουν σε ένα πεζοδρόμιο. Σ’ αυτήν την περίπτωση παίζει με τους αποχρώσεις. Το βαθύ κόκκινο του πλισέ φορέματος της γυναίκας αντηχεί στο καλσόν και τα παπούτσια του κοριτσιού. Υπάρχουν επίσης πολλές φωτογραφίες του με ανθρώπους που κοιτάζουν έντονα μέσα ή έξω από τα παράθυρα. Σε όλο του το έργο, το σκηνικό είναι μια χαρακτηριστική πόλη στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, λουσμένη με ένα φωτεινό φυσικό φως που τονίζει το βαθύ κόκκινο και το σκούρο πράσινο των ξύλινων πορτών και παραθυρόφυλλων.
Η πιο γνωστή φωτογραφία του είναι και η πιο αλλόκοτη: Ένας άντρας που κρατά τσιγάρο στο μπανταρισμένο χέρι του, φαίνεται να κάνει σινιάλο σ’ ένα λεωφορείο που πλησιάζει, ενώ μια ηλικιωμένη κυρία πίσω του κοιτάζει με απορία, κρατώντας αποστάσεις. Η αντίθεση τους τονίζεται σε μυριάδες μικρές λεπτομέρειες: Ο άντρας μισοκλείνει τα μάτια του θαμπωμένος από τον ήλιο. Ένα κομμάτι ματωμένου αιμοστατικού προσπαθεί να επουλώσει το κόψιμο από το πρωινό ξύρισμα στο πηγούνι του. Η γυναίκα κοιτάζει ευθεία μπροστά, κρατώντας ένα κατάλευκο ζευγάρι γάντια στα χέρια της. Ένα κόκκινο γραμματοκιβώτιο είναι ευθυγραμμισμένο σε μια όμορφα κλιμακωτή διάταξη στο πίσω μέρος του συνόλου των μορφών. Η δυναμική προοπτική της σύνθεσης θα μπορούσε να movie ταινία ή ένα θρίλερ του Χίτσκοκ.
Όταν δεν φωτογραφίζει ανθρώπους έλκεται από την οπτική ποίηση των πινακίδων και των βιτρινών, όπως ο Walker Evans, μια από τις πρώτες επιρροές του αλλά και κτίρια με έναν μοναδικό τρόπο, που υποδεικνύει ότι ο επιστημονικός φωτογράφος Fred Herzog δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, όχι μόνο στις επαγγελματικές λήψεις του, αλλά και στην ανεξάρτητη δουλειά του. Μια φωτογραφία από το πρώτο φιλμ Kodachrome που χρησιμοποίησε – συγκεκριμένα, η CPR Pier & Marine Building του 1953 – το κάνει αυτό σαφές. Η κατακόρυφη λήψη δείχνει στο κάτω μέρος μια σειρά ομοιόμορφων κτιρίων που λάμπουν από το έντονο κίτρινο φως του ήλιου, ενώ στο επάνω μέρος της σύνθεσης, το Marine Building, που ολοκληρώθηκε το 1930, εξαφανίζεται σε μια μπλε ομίχλη. Σ’ αυτή τη φωτογραφία ισορροπούν υπέροχα μια σειρά αντιθέσεων: Μια πιο ζεστή απόχρωση κόντρα σε μια ψυχρή, μια καθαρή δομή με μια διάχυτη, ένας οριζόντιος προσανατολισμός με έναν κατακόρυφο, το πάνω με το κάτω. Στη Howe and Nelson (1960), ένας μοντέρνος ουρανοξύστης υψώνεται πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα, που οριοθετείται από μια σειρά παλαιότερων χαμηλών σπιτιών και καταστημάτων. Μια ήσυχη ματιά του φωτογράφου που δημιουργεί μια αβίαστη ισορροπία. Το Fire, English Bay (1981) αναμφίβολα θα είχε αποτύχει ως ρεπορτάζ για τις εφημερίδες, αλλά ο αφοπλιστικά χαλαρός τρόπος με τον οποίο τραβήχτηκε δημιουργεί μια πιο διαρκή εντύπωση του τραγικού γεγονότος κόντρα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει. Αυτές οι τρεις τυχαίες φωτογραφίες, αν και είναι πολύ διαφορετικές, μοιράζονται την ίδια αίσθηση ταπεινότητας, τάξης και σαφήνειας σκοπού. Αλλά όπως λέει ο ίδιος ο Herzog: «Η φωτογραφία δεν έχει καμία σχέση με τα μαθήματα που έχετε παρακολουθήσει και τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεστε. Η φωτογραφία είναι το πώς βλέπεις, το πώς σκέφτεσαι και το ποιος είσαι». Η φωτογραφία ως παράθυρο, αλλά και ως καθρέφτης, για να παραθέσω τη θρυλική φράση του Szarkowski. Ο Fred Herzog φέρνει τα αυτά δύο μαζί – χωρίς να ξεχνάει το χρώμα.
CPR Pier & Marine Building – Howe and Nelson – Fire, English Bay
Ο Herzog χρησιμοποιούσε έγχρωμο φιλμ πολύ πριν η έγχρωμη φωτογραφία θεωρηθεί ως ένα σοβαρό μέσο, είτε για έργα τεκμηρίωσης, είτε για τη καλλιτεχνική φωτογραφία. Όπως χλεύασε αργότερα ο ίδιος: «Ακριβώς όπως γνωρίζαμε ότι μόνο ο φρέσκος σολομός της ανοικτής θάλασσας είναι καλός, έτσι ξέραμε τότε ότι και το χρώμα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μόνο για όμορφα ενσταντανέ. Τοπία, κύκνοι, λουλούδια, ηλιοβασιλέματα και αναμμένα κεριά ήταν εντάξει. Για όλα τα άλλα οι “ειδικοί” σήκωναν τα φρύδια». Καθώς λοιπόν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα η «σοβαρή» καλλιτεχνική φωτογραφία ήταν, σχεδόν αποκλειστικά, ασπρόμαυρη, το έργο του Herzog άργησε να εκτιμηθεί. Κάποια στιγμή μάλιστα, στη δεκαετία του 1980, προσπάθησε να δωρίσει τη φωτογραφική του συλλογή στην Εθνική Πινακοθήκη της Οττάβα, αλλά η πρόταση του απορρίφθηκε, λέγοντας ότι τους ενδιέφερε μόνο η ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Εκτός από τον Herzog υπήρχαν και λίγοι άλλοι σύγχρονοί του που χρησιμοποιούσαν έγχρωμο φιλμ: Η Helen Levitt, η οποία όμως παραμένει γνωστή κυρίως για την ασπρόμαυρη δουλειά της. Ο Saul Leiter, ο οποίος επίσης χρησιμοποίησε το χρώμα ως μέσο έκφρασης από νωρίς. Αλλά και αυτός για δεκαετίες – εκτός από την ομαδική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το 1953 – δεν έλαβε σχεδόν καθόλου την αρμόζουσα προσοχή με την έγχρωμη δουλειά του και στην πραγματικότητα προσέλκυσε για πρώτη φορά τη διεθνή προσοχή μετά τη δημοσίευση του Early Color, ενός βιβλίου του που εκδόθηκε από τον Steidl, μόλις το 2006. Ακόμη και το εμβληματικό Democratic Forest του William Eggleston, που περιλαμβάνει την έγχρωμη δουλειά του από τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, εκδόθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, το 1989.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, η πρωτοποριακή σκηνή της φωτογραφίας στο Βανκούβερ στράφηκε προς τις πιο απροκάλυπτα εννοιολογικές και αλληγορικές πρακτικές για τις οποίες θα γινόταν σύντομα γνωστή διεθνώς. Αν και ο κυριότερος εκπρόσωπός της, ο Jeff Wall, υιοθέτησε το ύφος του ντοκιμαντέρ και μάλιστα απεικόνισε παρόμοιες τοποθεσίες του Βανκούβερ, όπως και ο Herzog, ο ίδιος ο Herzog εξακολουθούσε να παραμένει κάτω από τα ραντάρ της δημοσιότητας, ίσως επειδή το έργο του δεν ήταν αρκετά αυτοαναφορικό – ή επειδή κι ο ίδιος δεν ήθελε να το προβάλει ως τέτοιο. Το 1986, μετά από μια έκθεση που είχε κάνει στη Presentation House Gallery το έργο του άρχισε να εκτιμάται από λίγους και πιστούς θαυμαστές (ανάμεσα τους και ο Jeff Wall), αλλά και πάλι δεν ήταν ευρέως γνωστό και προβεβλημένο.
Fred Herzog: Wreck at Georgia, 1966 – Jeff Wall: Bad Goods, 1985
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Herzog είχε αποσυρθεί από την επαγγελματική του καριέρα. Υπήρχε περισσότερος χρόνος για να ανατρέξει στο τεράστιο αρχείο που είχε συγκεντρώσει. Οι διαφάνειες ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση. Η έγχρωμη φωτογραφία ήταν πλέον πανταχού παρούσα στη σύγχρονη τέχνη, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Herzog ήταν πώς να κάνει εκτυπώσεις που να ανταποκρίνονταν στη χρωματική παλέτα των διαφανειών του. Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις διαφάνειές του ήταν εξαιρετικά πλούσιες, αλλά καμία από τις διαθέσιμες τεχνικές εκτύπωσης δεν μπορούσε να τις αποδώσει πιστά. Η τυπική διαδικασία ως τότε ήταν να χρησιμοποιείς τα υλικά της Cibachrome για να κάνεις έγχρωμες εκτυπώσεις στο σκοτεινό θάλαμο, μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την υψηλή αντίθεση, τον υπερκορεσμό, το απαγορευτικό κόστος και τα λίγα μέσα ελέγχου του αποτελέσματος. Ο Herzog εξακολουθούσε να ενημερώνεται για τις τεχνολογικές εξελίξεις και γύρω στο 2001 είχε γίνει σαφές ότι η λύση στο πρόβλημα θα ήταν η ψηφιακή τεχνολογία. Οι διαφάνειες θα μπορούσαν να σαρωθούν, το ελαφρύ ξεθώριασμα και οι χρωματικές αποκλίσεις μπορούσαν να διορθωθούν και οι τυχόν γρατσουνιές να αφαιρεθούν. Από αυτά τα ψηφιακά αρχεία, θα μπορούσαν να γίνουν εκτυπώσεις inkjet με πλούσιους τόνους και μεγάλη πιστότητα στο πρότυπο. Επιτέλους, θα μπορούσε να εκτιμηθεί πλήρως ομορφιά του έργου του Fred Herzog.
Το 2007, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση φωτογραφιών του στην Πινακοθήκη του Βανκούβερ. Υπάρχουν λίγοι καλλιτέχνες που μπορώ να θυμηθώ, που έχουν βιώσει τόσο αργά την επιβεβαίωση για το έργο μιας ζωής. Μπορεί να χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τα 77 του, αλλά μετά από αυτήν την έκθεση ο Herzog έγινε “ροκ σταρ” από τη μια μέρα στην άλλη και πέρασε από την ανωνυμία στη φήμη, ιδιαίτερα μεταξύ των ντόπιων που θυμούνταν τα μέρη και τα πρόσωπα που είχε φωτογραφίσει. «Ο κόσμος ήρθε στην έκθεση και ξέσπασε σε κλάματα επειδή αναγνώρισαν ότι υπήρχε μια πόλη που είχαν ξεχάσει». Αν και ο Herzog το αγνοούσε εκείνη την εποχή, οι φωτογραφίες του κατέγραφαν το παλιό κέντρο του Βανκούβερ πριν μεταμορφωθεί πλήρως. Οι εικονιζόμενοι ήταν κυρίως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης. Επίσης στο έργο του εμφανίζονται συχνά οι εθνικές, πολιτιστικές και φυλετικές μειονότητες, όπως και οι βιτρίνες, οι φωτεινές επιγραφές και οι άνθρωποι από τις φτωχικές γειτονιές του Βανκούβερ. Οι φωτογραφίες του έρχονται σε έντονη αντίθεση με τις στερεότυπες φωτογραφίες, οι οποίες συχνά επικεντρώνονται σε σημαντικά τουριστικά αξιοθέατα, τα βουνά, τον ωκεανό και τη φύση γενικότερα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των φωτογραφικών του περιπλανήσεων, το Βανκούβερ είχε τη τύχη να αποτυπωθεί από έναν αφοσιωμένο και στοχαστικό καλλιτέχνη-παρατηρητή, που επιθυμούν όλες οι πόλεις.
Ο Herzog είναι ο φωτογράφος της εσκεμμένης απόστασης από τις αγορές και τις μόδες, τις ατμόσφαιρες και τις τάσεις. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ιδιαίτερη φύση και η συνοχή του φωτογραφικού του έργου. Είναι κάποιος που ακολούθησε τον δρόμο του με πλήρη ανεξαρτησία. Σεμνός, χωρίς έπαρση, αλλά πεισματάρης, με μεγάλη συνέπεια, και ταυτόχρονα γεμάτος ενσυναίσθηση. Το έργο που άφησε πίσω του αποκαλύπτει την φαινομενική ευκολία και χαλαρότητα με την οποία φωτογράφιζε, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ της καθημερινής ζωής και της φωτογραφικής μεταμόρφωσής της, λες και η ζωή και η φωτογράφιση ήταν αδιαχώριστα για τον φωτογράφο.
Ο Fred Herzog απεβίωσε στις 9 Σεπτεμβρίου του 2019, στο αγαπημένο του Βανκούβερ. Την ίδια μέρα άφησε τα εγκόσμια και ο Robert Frank, στην άλλη πλευρά του Καναδά, στο Inverness της Nova Scotia.
Χρήστος Κοψαχείλης, Μάρτιος 2024