Willy Ronis (1910 – 2009)

Αποσπάσματα των παρουσιάσεων που έγιναν στον Τύπο με αφορμή την  μεγάλη αναδρομική έκθεση με τίτλο «Ακολουθώντας το τυχαίο», που διοργανώθηκε στο Ριζάρειο Εκθεσιακό Κέντρο Μονοδενδρίου σε συνεργασία με το φωτογραφικό πρακτορείο Apeiron το καλοκαίρι του 2006.

Ο Willy Ronis είναι ο τελευταίος από τους μεγάλους φωτογράφους του Παρισιού. Έχει επιβιώσει όλων των σπουδαίων ομοτέχνων του και σήμερα, στα 96 χρόνια του, το φωτογραφικό έργο του ανήκει σε εκείνα που κρατούν ζωντανή τη μνήμη της Πόλης του Φωτός. Η συγκεκριμένη μνήμη αυτή δεν αποκλείει τις άγριες συγκρούσεις Αριστεράς – Δεξιάς στους δρόμους της δεκαετίας του 1930, την κατοχή του Παρισιού από τους Γερμανούς και τη φοιτητική εξέγερση του 1968. Μπορεί πότε-πότε το Παρίσι να θυμίζει σκηνικό θεάτρου, όμως στη σκηνή του διαδραματίσθηκαν σπουδαία ιστορικά γεγονότα.

Αν κάτι χαρακτηρίζει το έργο του Ronis είναι ότι οι Παριζιάνοι τον ενδιαφέρουν περισσότερο από το Παρίσι. Ακόμη και στις φωτογραφίες του με τον πλατύ ορίζοντα, στις οποίες αναδεικνύεται το μεγαλείο της πόλης, οι ανθρώπινες μορφές δεν είναι ανώνυμοι καρατερίστες, αλλά αληθινοί άνθρωποι. Για να συλληφθούν αυτά χρειάζεται μεγάλη υπομονή, ετοιμότητα, αλλά και τύχη. Στη «Μαούνα των παιδιών», μια φωτογραφία του 1959 που απεικονίζει μια σειρά μαούνες στον Σηκουάνα, ο Ronis, είχε τελείωσε τη φωτογράφηση και ετοιμαζόταν να φύγει, όταν διέκρινε δύο παιδιά να παίζουν στην τελευταία άδεια μαούνα. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο τα φωτογράφισε και αυτό το τελευταίο κλικ έκανε τη σειρά ζωντανή και αξιομνημόνευτη. Η ζωή του είναι γεμάτη τέτοιες στιγμές. Δύο εραστές φιλιούνται ψηλά σ΄ ένα μπαλκόνι της Βαστίλης. Ένα αγόρι που εικονίζεται μέσα από το ανοικτό παράθυρο, ενώ πετά το αεροπλανάκι του. Μια γυναίκα επικεφαλής, μιλάει σε μια ομάδα απεργών, στο τέλος της δεκαετίας του 1930. «Η φωτογραφία πρέπει να έχει κάποιο νόημα και οι δικές μου είναι έτσι δομημένες. Εάν υπάρχουν λάθος νότες, αυτές φαίνονται», λέει ο φωτογράφος. Και οι μουσικές αναλογίες του είναι εύκολες, γιατί από παιδί θεωρούσε τη μουσική ως την υψηλότερη τέχνη. Πριν αποφασίσει να αφιερωθεί στη φωτογραφία, ο Ronis ήθελε να γίνει βιολονίστας και παρόλο που δεν τα κατάφερε, η μουσική παραμένει μέχρι σήμερα από τα αγαπημένα του θέματα για κουβέντα.

Πώς, όμως, ξεκίνησε αυτή τη φωτογραφική του καριέρα; Ο Willy Ronis, γεννήθηκε το 1910 στο Παρίσι από ρώσους γονείς, εβραϊκής καταγωγής κι από το λύκειο ήδη αρχίζει να δείχνει τάση προς τις τέχνες. Ξεκινά σπουδές βιολιού και λίγο πριν μπούμε στη δεκαετία του ’50 ξεκινά η διεθνής αναγνώριση. Δουλεύει για όλα τα έγκυρα περιοδικά της Γαλλίας και το 1947 κερδίζει το βραβείο Kodak. Τη δεκαετία που θα ακολουθήσει οι δουλειές του φιλοξενούνται στο US Camera, Photography Year Book, Photography of the Year, ενώ ανακατεύεται και με τη μόδα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Edward Steichen οργάνωσε την έκθεση «Πέντε Γάλλοι φωτογράφοι» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, παρουσιάζοντας τη δουλειά του Brassai, του Cartier Bresson, του Izis, του Doisneau και του Ronis. Πολλές από τις προπολεμικές φωτογραφίες του ανακαλούν τον πολιτικό αναβρασμό της εποχής. Μετά τη γερμανική εισβολή, ο Willy Ronis κατέφυγε στη νότια Γαλλία για να ξεφύγει από τις διώξεις των Εβραίων, όπου αφού πέρασε έναν χρόνο σε περιοδεύοντα θεατρικό θίασο και οι Γερμανοί κατέλαβαν και τον Νότο, επέζησε κρυβόμενος στο ύπαιθρο. Με την απελευθέρωση το 1944 γύρισε στο Παρίσι και άρχισε να φωτογραφίζει την αναγέννηση της πόλης. Την επόμενη άνοιξη φωτογράφισε τους πρώτους Γάλλους αιχμαλώτους πολέμου που επέστρεψαν από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Λίγο μετά έγινε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως πολλοί συμπατριώτες του καλλιτέχνες και διανοούμενοι. «Έμεινα για 20 χρόνια και ύστερα έφυγα. Απογοητεύτηκα όπως πολλοί και αν ο σταλινισμός ήταν οδυνηρός για όλους, αυτό δεν καταρρίπτει τις αξίες και τα ιδανικά του κομουνισμού», λέει σήμερα.

Μετά τον πόλεμο, οι φωτογραφίες δεν είναι πολιτικές με την τυπική έννοια, αλλά αναζητούν το κοινό και το καθημερινό. Από το 1947 για εφτά χρόνια κατέγραψε φωτογραφικά τη ζωή στο εργατικό προάστιο Μπελβίλ Μενιλμοντάν που το όνομα του δίνει στο πρώτο του λεύκωμα. Μεσολαβούν δεκάδες βραβεία και τιμές και το 1983 συμφωνεί με το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού να παραχωρήσει μετά θάνατον ολόκληρο το έργο του στο γαλλικό κράτος. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ο Willy Ronis νιώθοντας ότι το στυλ του πια έχει παλιώσει, εγκαταστάθηκε στην Προβηγκία. Το 2000 παίρνει την απόφαση να δουλέψει το τελευταίο θέμα της καριέρας του, φωτογραφίζοντας γυμνά νεαρών γυναικών στο στούντιο. Δύο χρόνια μετά εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα και εξαντλείται αμέσως το βιβλίο “ Derriere L’Objectif ” με λεπτομερείς αναλύσεις των έργων του.

Έχοντας πλέον πάτησε τα 96, εξακολουθεί να ζει στο Παρίσι -φυσικά- κι έχει αποφασίσει ότι δεν θέλει πια να φωτογραφίζει. Ωστόσο, πριν από μία δεκαετία έκανε ελεύθερη πτώση με το αερόστατο (ο γιος του σκοτώθηκε σε μια τέτοια πτώση κι ο Ronis, θέλησε να δει πώς είναι), ενώ μέχρι πριν από μία πενταετία κυκλοφορούσε στους παριζιάνικους δρόμους με την αγαπημένη του μηχανή και ξέκλεβε στιγμές.

 «Οι περισσότεροι άνθρωποι ξοδεύουν μια ολόκληρη ζωή κυνηγώντας χίμαιρες, γοητεύονται από ό,τι δεν τους ανήκει και δεν θα γίνει ποτέ δικό τους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι καθετί απόμακρο είναι και πολύτιμο. Δεν ακολούθησα ποτέ αυτή τη θεωρία, ούτε στην τέχνη μου ούτε στη ζωή μου. Πάντα αγαπούσα να παρατηρώ και να φωτογραφίζω ανθρώπους που δεν φοβούνταν να κοιτάξουν βαθιά μέσα στα μάτια ή στον φακό μου.» λέει ο Willy Ronis, αναπολώντας τα χρόνια των φωτογραφικών περιπετειών του. «Χορτασμένος και ευτυχισμένος» όπως αυτοχαρακτηρίζεται στα 96 χρόνια του, και με διαύγεια πνεύματος που ταιριάζει απόλυτα με εκείνη του βλέμματος του, μίλησε στο «Βήμα της Κυριακής» για τα αμέτρητα «κάδρα» της ζωής του, το μυστήριο της φωτογένειας και τους αγαπημένους συναδέλφους και φίλους του Robert Capa και Henri Cartier Bresson.

Η απόλυτη καταξίωση ήρθε στη ζωή του το 1979, όταν τιμήθηκε από τη Γαλλία με το Μεγάλο Βραβείο Τεχνών και Γραμμάτων για τη Φωτογραφία. Είχαν προηγηθεί σχεδόν 60 χρόνια δημιουργικής περιπλάνησης στην Πόλη του Φωτός – φέρει άλλωστε με μεγάλη υπερηφάνεια τον τίτλο του «φωτογράφου του Παρισιού» – όπως και σε πολλές άλλες ολόκληρου του κόσμου. «Η πρώτη φορά που επισκέφθηκα την Ελλάδα ήταν το 1938, σε ηλικία 28 ετών. Μη σας ξεγελά η φωνή μου, έχω γεννηθεί το 1910!» λέει αστειευόμενος για την ηλικία του κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής του συνέντευξης. Ένας γνωστός του από τον στρατό είχε ιδρύσει ένα πρακτορείο ταξιδιών και του πρότεινε να τον συνοδεύσει τραβώντας φωτογραφίες για τα διαφημιστικά φυλλάδια, χωρίς αμοιβή. Πραγματοποίησαν δύο ταξίδια με το καράβι στη Μεσόγειο, το δεύτερο εκ των οποίων είχε ως σταθμούς τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και την Ελλάδα. «Έμεινα μόλις δύο ημέρες στη χώρα σας, ούτε θυμάμαι όμως πόσες φωτογραφίες τράβηξα. Εντυπωσιάστηκα τόσο με την ιδέα ότι είχα σε απόσταση αναπνοής όλα αυτά που θυμόμουν από το σχολικό βιβλίο της ιστορίας, το οποίο είχε και φωτογραφία από έναν αρχαίο ναό. Όταν βρέθηκα μόνος μου εκεί ψηλά, στην Ακρόπολη, ήταν πολύ νωρίς το πρωί – ούτε 8 η ώρα – άρχισα να κλαίω από τη χαρά μου. Αυτή είναι η πιο αξέχαστη εικόνα μου από τη χώρα σας και από τις πιο πολύτιμες της ζωής μου» θυμάται.

Η γνωριμία του με τον διευθυντή του πρακτορείου Apeiron Γιάννη Δήμου τη χρονιά της μεγάλης βράβευσης του (1979) σηματοδότησε την αρχή μιας φιλίας και μιας συνεργασίας που σφραγίστηκε με σειρά σημαντικών εκθέσεων, όπως είναι και η τρέχουσα. «Κάθε έκθεση που διοργανώνεται προς τιμήν μου με γεμίζει με ένα αίσθημα χαράς και ταυτόχρονα νοσταλγίας, διότι δυστυχώς δεν μπορώ να βρεθώ στη χώρα σας. Τα πόδια μου δεν μου επιτρέπουν πια να ταξιδεύω ή να βγαίνω στον δρόμο να φωτογραφίζω, τα μάτια μου όμως δεν με έχουν προδώσει, αγαπώ να κοιτάζω τις εικόνες που έχω τραβήξει, το βλέμμα είναι το ασφαλέστερο μέσο, με πηγαίνει εκεί ακριβώς που θέλω, στη στιγμή που πάτησα το κουμπί, κάνοντας εκείνο που κοιτούσα εγώ δώρο σε όλους» σημειώνει.

Δίνει την ίδια συμβουλή σε όσους επίδοξους φωτογράφους τον πλησιάζουν:

«Πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζετε την ιστορία αυτής της τέχνης, να μάθετε ότι έχουν υπάρξει πολύ σημαντικοί δημιουργοί πριν από εσάς, εδώ και 150 χρόνια περίπου. Όπως δεν επιτρέπεται σε έναν ζωγράφο να αγγίξει πινέλο προτού δει τα αριστουργήματα του Μανέ ή του Βαν Γκογκ, έτσι και ένας φωτογράφος δεν μπορεί να οπλίσει τη μηχανή του αν δεν έχει ιδέα, για παράδειγμα, ποιος ήταν ο Bresson ή ο Capa».

Θεωρεί ότι το αιώνιο ερώτημα «τι είναι φωτογένεια;» δεν θα απαλλαγεί ποτέ από τον συγκεκριμένο επιθετικό προσδιορισμό: «Είναι κάτι που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να απαντήσει. Είναι ένα μυστήριο… το μεγάλο μυστήριο της φωτογραφίας. Η φωτογένεια θα έπρεπε να ανήκει στα… επτά θαύματα του κόσμου. Υπάρχει σε όλες τις αναπαραστατικές μορφές της τέχνης που σχετίζονται με την αποτύπωση της ανθρώπινης έκφρασης».

 Ποιο είναι άραγε το μεγαλύτερο μάθημα που τον δίδαξε η ζωή κοιτάζοντας τη μέσα από τον φακό; «Μέσα στα κάδρα μου “οχύρωνα” τους ομοίους μου, άνδρες και γυναίκες, βλέποντας τους πάντα με ένα αίσθημα συμπάθειας. Ξέρω πολύ καλά ότι υπάρχουν κακοί άνθρωποι στον κόσμο. Αλλά από τη στιγμή που πήρα την απόφαση να περιπλανηθώ παντού με τη μηχανή μου συλλέγοντας εικόνες της καθημερινής ζωής είπα στον εαυτό μου ότι εκείνο που θα κυριαρχούσε στα έργα μου θα ήταν η καλοσύνη. Επέλεξα να κρατήσω το καλό κομμάτι του κόσμου μέσα σε τέσσερις γωνίες. Είδα και το κακό, αλλά το άφησα συνειδητά απ’ έξω» καταλήγει.

Έχει αποφασίσει πως δεν θα ξανατραβήξει καμία φωτογραφία. Κι όμως αυτές που έχει βγάλει μέχρι σήμερα φτάνουν για να ασχολούμαστε μαζί του για πολλά χρόνια ακόμα. Εραστής των δρόμων του Παρισιού, των καναλιών, των συνηθειών, των μικροσκοπικών μαγαζιών, των λαϊκών μπαρ, των απλών ανθρώπων, των παλαιών επαγγελμάτων, των μικρών παιδιών, των καλλιτεχνών, της τζαζ.

«Ποτέ δεν έβγαλα μία φωτογραφία από κακία», λέει ο Ronis, μιλώντας σε συνέντευξη του στο Associated Press. «Ποτέ δεν ήθελα να φαίνονται αστείοι οι άνθρωποι στο φακό μου. Έτρεφα πάντα πολύ μεγάλο σεβασμό για τα πρόσωπα που φωτογράφιζα». Η γλυκιά αυτή δήλωση απεικονίζεται περίτρανα στην έκθεση στη Ριζάρειο. Η έκθεση είναι χωρισμένη σε πέντε τμηματικές ενότητες:

  • Στην πρώτη με τίτλο «Πριν από τον πόλεμο 1926-1940» συναντάμε ανθρώπους στην ύπαιθρο, στο μετρό, σε μια απεργία στο εργοστάσιο της Σιτροέν, σε διαδηλώσεις, ενίοτε και σε στιγμές χαλάρωσης στην εξοχή.
  • Στη δεύτερη, που είναι αφιερωμένη στο Παρίσι, θα γνωρίσουμε ζευγάρια της εποχής σε τρυφερές στιγμές και σε αποχαιρετισμούς. Θα μπούμε στα καταστήματα, σε λούνα παρκ, σε εκθέσεις, στο Λούβρο, στα σχολεία, στα εστιατόρια, στα τρένα και τα λεωφορεία. Θα περπατήσουμε στα πάρκα αλλά και στις διασημότερες γειτονιές (από την Πλας Βαντόμ ως τις όχθες του Σηκουάνα).
  • Στην τρίτη ενότητα ο χάρτης διευρύνεται και το ταξίδι φτάνει σε ολόκληρη τη Γαλλία για να μάθουμε τα ήθη της γαλλικής επαρχίας.
  • Στην τέταρτη, με τίτλο «Αλλού», ο Ronis, ταξιδεύει σε ολόκληρη την Ευρώπη και φτάνει ως τα μέρη μας (στην έκθεση υπάρχουν φωτογραφίες του από την Αλβανία, το Ναύπλιο, το Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη).
  • Και τέλος, η έκθεση ολοκληρώνεται με τα «Γυμνά και τα πορτρέτα» όπου συναντά κανείς προσωπικότητες της τέχνης όπως τον Ζακ Πρεβέ, τον Ντζάνγκο Ράινχαρτ, τον Πικάσο, τον Σάρτρ, την Ιζαμπέλ Ιπέρ και γυμνόστηθες πολλές φιλενάδες του οι οποίες έμελλε να είναι τα μοντέλα στις τελευταίες φωτογραφίες που τράβηξε.

Ακολουθεί μια συνέντευξη του Willy Ronis στην Άννα Σκαρλάτου, που δημοσιευτηκε στη Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στις 24/11/1996.

Τι σας ώθησε να γίνετε φωτογράφος; Υπήρχε αγάπη για τη φωτογραφία από τη νεαρή ηλικία ή ανήκετε σ’ αυτούς που «ανακάλυψαν» τη φωτογραφία στην πορεία της ζωής τους;

Α! εγώ έγινα φωτογράφος από ατύχημα και όχι επειδή είχα την έφεση. Ο στόχος μου ήταν να γίνω συνθέτης. Είχα σπουδάσει μουσική κι ενώ ακολουθούσα εκείνο το δρόμο, αρρώστησε σοβαρά ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν φωτογράφος και διατηρούσε στούντιο. Με ήθελε δίπλα του, για να κρατήσω εγώ τη δουλειά του.

Δηλαδή, ο χώρος της φωτογραφίας δεν σας είχε συγκινήσει μέχρι εκείνη την εποχή;

Οι φωτογραφίες που έβλεπα επί τέσσερα χρόνια, 1932-1936, στο στούντιο του πατέρα μου δεν με ενδιέφεραν καθόλου. Εξάλλου, όσο καιρό ήμουν δίπλα του, θεωρούσα τον εαυτό μου ερασιτέχνη φωτογράφο. Εκτός τούτου, εκεί τα πράγματα ήταν στημένα. Επικρατούσε ένα ψεύτικο κλίμα. Έτσι, όταν πέθανε ο πατέρας μου από καρκίνο το 1936, εγώ δραπέτευσα από το στούντιο του.

Και η μοιραία συνάντηση με την 8η τέχνη;

Αυτή έγινε το ίδιο διάστημα. Όταν αποκαλύφθηκε στα μάτια μου η μεγάλη φωτογραφία του Brassai, του Kertesz, σε ένα από τα διεθνή φεστιβάλ που διοργάνωνε την εποχή εκείνη η Γαλλική Φωτογραφική Ένωση στο Παρίσι. Αυτό ήταν το ερέθισμα το οποίο μου διέγειρε τη φαντασία και με έκανε να αποφασίσω να γίνω επαγγελματίας. Τότε συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα μέσω της φωτογραφίας να εκφράσω, όσα η μοίρα μου, μου απαγόρευε να πω με λόγια. Δούλεψα, λοιπόν, ως φωτορεπόρτερ από το ΄36 ως το 1939, που ξέσπασε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Η εποχή του 1936 με συγκινούσε γιατί γινόντουσαν πολλές κοινωνικές ανακατατάξεις στη ζωή του Παρισιού, ανακατατάξεις που είχαν να κάνουν με το λαϊκό μέτωπο. Απαθανάτισα εκείνη την εποχή, παρ’ όλο που αισθανόμουν τα γεγονότα εκείνα περισσότερο ως άνθρωπος, παρά ως επαγγελματίας. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου δεν φωτογράφισα. Μόνο μετά την απελευθέρωση.

Πώς ήταν τα πράγματα τότε στο Παρίσι;

Μετά την απελευθέρωση και για τα επόμενα δέκα χρόνια, τα πράγματα ήταν εκπληκτικά στο Παρίσι. Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο δημιουργικά μου. Η εποχή που ήταν δύσκολη ήταν αυτή του δεύτερου μέρους της δεκαετίας του ’60. Το 1970 αποφασίσαμε με τη σύζυγο μου να μετακομίσουμε στο νότο, στο σπίτι που είχαμε αγοράσει το 1947. Ζήσαμε στην Προβηγκία μέχρι το 1980. Εκεί δίδασκα φωτογραφία σε πανεπιστήμια της Μασσαλίας και της Αβινιόν.

Και η επιστροφή σας στην πόλη του φωτός;

Επιστρέψαμε στο Παρίσι, το 1983, όταν πλέον τα φώτα της δημοσιότητας είχαν αρχίσει να πέφτουν για καλά πάνω μου. Μόνο που γινόμουν γνωστός έξω από τη χώρα μου. Η αναγνώριση μου στον τόπο μου, δυστυχώς, ήρθε αργά.

Η ζωγραφική ποιο ρόλο έχει παίξει στη ζωή σας; Αν σκεφτεί κανείς ότι οι φωτογράφοι της γενιάς σας στην πλειονότητα τους προέρχονταν από το χώρο της ζωγραφικής;

Εγώ δεν ζωγράφιζα. Σχεδίαζα όμως, πότε στο δωμάτιο μου και πότε στο Λούβρο.

Αν κάποιος δεν ήξερε ποια συγκυρία σας ανάγκασε να γίνετε φωτογράφος, θα πίστευε ότι η όμορφη πόλη του Παρισιού αποτέλεσε το ερέθισμα ώστε να γίνετε φωτογράφος;

Το Παρίσι συμφωνώ, ήταν ένα ωραίο μέρος για να ζει και να δουλεύει ένας φωτογράφος. Το Παρίσι όμως εκείνο το προπολεμικό.

Εσείς καταφέρατε και το διασώσατε μέσα από τις φωτογραφίες σας.

Σας ευχαριστώ που το λέτε. Να, δείτε αυτές τις φωτογραφίες. Βλέπετε πώς ήταν τότε. Πρέπει, ωστόσο, να σας πω ότι λατρεύω πέρα από τη μουσική και την αρχιτεκτονική.

Θα ήθελα να μου πείτε τι ήταν τελικά αυτό που θέλατε να κρατήσετε στις φωτογραφίες σας.

Αυτό που με ενδιέφερε πάντα ήταν η ουσία της καθημερινής ζωής. Συχνά λέω στις διαλέξεις μου: Το 95% της δουλειάς μου θα μπορούσατε να το είχατε κάνει εσείς. Εμένα κανείς δεν με εξουσιοδότησε να τραβάω αυτές τις φωτογραφίες που τραβάω. Το κάνω, ενώ περπατάω στο δρόμο. Φωτογραφίζω αυτό, που οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν.

Πιστεύετε ότι ένας φωτογράφος πρέπει να παίζει το ρόλο του ψαρά των εικόνων, όπως ήταν και ο φίλος σας ο Robert Doisneau ή να είναι πάντα σε εγρήγορση;

Ένας φωτογράφος πρέπει να είναι και ψαράς και κυνηγός.

Πηγές:

  • Άννα Σκαρλάτου : Willy Ronis – Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 24/11/1996
  • Ματούλα Κουστένη : Willy Ronis, Ο θρύλος του Παρισιού – Ελευθεροτυπία
  • Αστερόπη Λαζαρίδου : Willy Ronis – Το άλλο Βήμα, 15/8/2006