Erich Lessing (1923-2018)

Ο Erich Lessing αφηγήθηκε σε μια μεγάλη συνέντευξη, την φωτογραφική του καριέρα, χωρισμένη σε δύο μέρη φαινομενικά διαφορετικά μεταξύ τους αλλά που συνδέονται κατά βάθος από την ίδια, μοναδική κλωστή, που είναι η επιθυμία της διήγησης, η ανάγκη της μαρτυρίας και της δημιουργίας ντοκουμέντων όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη ακρίβεια και λεπτομέρεια, κάποιου υπαρκτού – πρόδηλου, συγκεκριμένου και συγκινητικού γεγονότος- όπως η ιστορία και η κουλτούρα του ανθρώπου.

Το πρώτο μέρος της βιογραφίας του Erich Lessingσαν φωτογράφου αρχίζει αμέσως το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η πολιτική ευαισθησία του και τα ευρωπαϊκά γεγονότα μιας ηπείρου διαιρεμένης από τον πόλεμο και τσακισμένης από το ναζισμό, τον οδηγούν να παρατηρήσει και να φωτογραφίσει την πραγματικότητα. Γιος ενός οδοντίατρου και μιας πιανίστριας εβραϊκής καταγωγής, ο Erich Lessing γεννήθηκε στη Βιέννη το 1923. Σε ηλικία 10 ετών χάνει τον πατέρα του από καρκίνο και την ίδια περίπου περίοδο ανακαλύπτει το πάθος για την φωτογραφία. Το 1939, πριν τελειώσει το Λύκειο, η ναζιστική κατάληψη της Αυστρίας τον αναγκάζει να μεταναστεύσει μόνος του – με πλαστά έγγραφα- στην Παλαιστίνη που εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό την βρετανική κυριαρχία. Εκεί ολοκληρώνει τις σπουδές και εργάζεται σε διάφορα κιμπούτς. Μέχρι το 1945 υπηρέτησε στην αεροπορία του βρετανικού στρατού σαν φωτογράφος. Η οικογένειά του θα πενθήσει πολλές φορές τα χρόνια του ναζισμού (η γιαγιά του πεθαίνει στο Theresienstadt και η μητέρα του στο Άουσβιτς) κι αυτός θα βρεθεί στην πρώτη μεταπολεμική εποχή στην Αυστρία, σε μια Ευρώπη με ένα αβέβαιο μέλλον, που πρέπει να κατανοηθεί και να ανοικοδομηθεί. Η πολιτική τον έλκει σαν ένας κόσμος προς εξερεύνηση που πρέπει να κατανοηθούν οι μηχανισμοί του, μερικές φορές μοχθηροί. Ο Lessing από το 1947 εργάζεται για το πρακτορείο Associated Press αλλά το 1951 γίνεται μέλος του Magnum. Καταλαβαίνει το μάθημα του Cartier-Bresson, αλλά ακόμα περισσότερο αυτό του Robert Capa, πραγματικού ηγέτη της ομάδας. Ακριβώς από τον Capa και από εκείνα τα πρώτα χρόνια στο Magnum, μαθαίνει να διηγείται χωρίς να στέκεται υπερβολικά σε κάθε ξεχωριστή φωτογραφία, αλλά συνθέτοντας ένα φωτογραφικό λόγο σε μια ορθολογική σειρά εικόνων, όπου υπάρχει μια ιστορία να ανακαλύψεις, πρόσωπα και καταστάσεις για να κατανοήσεις, βοηθούμενος από τα κείμενα και τις λεζάντες που τις συνοδεύουν.

Τα μέσα της δεκαετίας του ‘50, όταν το σιδηρούν παραπέτασμα των Χωρών που βρίσκονται κάτω από την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης, φαίνεται ότι βρίσκεται στο σημείο που αρχίζει να ξεθωριάζει ή τουλάχιστον να παρουσιάζει τις πρώτες “ρυτίδες”, ο Erich Lessing κατανοεί πόσο μεγάλη ευκαιρία είναι γι’ αυτόν η δυνατότητα να γνωρίσει το μπλοκ των Ανατολικών Κρατών: Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία και Ουγγαρία είναι οι προορισμοί του. Τα ταξίδια και τα ρεπορτάζ διαδέχονται το ένα το άλλο κι αυτός αρχίζει να ελίσσεται σε ένα χώρο όπου δεν είναι πάντοτε εύκολο να κινηθεί. Οι φωτογραφίες του είναι τα πρώτα βλέμματα σε έναν κόσμο κλειστό και δυσπρόσιτο.

Ήδη τον Ιούνιο του ’56 ο Lessing κατανοεί ότι η αργή αλλαγή, που άρχισε με το θάνατο του Στάλιν, βρισκόταν στο σημείο να προκαλέσει την εξέγερση της Ουγγαρίας αλλά επίσης της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας. Χάρη στη γνώση της χώρας και των ατόμων, εκείνη την 23η Οκτωβρίου του 1956 κατορθώνει μέσα σε λίγες ώρες να βρεθεί στο κέντρο της Βουδαπέστης και αρχίζει τη δημιουργία ενός φωτογραφικού corpus για την εξέγερση στην Ουγγαρία, που θα περάσει στην ιστορία.

Το ντοκουμεντάρισμά του εκείνης της σύντομης και φλεγόμενης, επαναστατικής εποχής είναι εκπληκτικό και πολύ προσεγμένο. Η γενική ατμόσφαιρα, μοναδική και ανεπανάληπτη, οι εξεγέρσεις στους δρόμους, το χάος, ο θάνατος, μια ταραγμένη καθημερινότητα αλλά επίσης και η ελπίδα ότι μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα, αποτυπώνονται τέλεια στις φωτογραφίες του Lessing, που παραμένουν μια φωτογραφική επιτομή μεγάλης δύναμης και σταθερότητας, που αναφέρεται, αγαπιέται και αντιμετωπίζεται σαν ένα παράδειγμα υψηλού φωτορεπορτάζ. Δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο και πραγματικό ντοκουμεντάρισμα της ιστορίας που τον ενδιαφέρει. Ασφαλώς η Ουγγαρία, ασφαλώς η Ευρώπη, ή οι πολιτικοί ηγέτες ή ακόμα οι συναντήσεις κορυφής όπου οι αρχηγοί κρατών αποφασίζουν το παρόν και το μέλλον των εθνών. Είναι επίσης και η φωτογραφία σαν μνήμη, καταγραφή για συλλογή και διατήρηση.

Λέγεται ότι ένα πρωί, όταν επέστρεφε στα παρισινά γραφεία του Magnumμαζί με τον “Chim” Seymour, ο Lessing βρίσκει τον συνάδελφό του Carl Perutz να κοιμάται ξαπλωμένος στην μπανιέρα. Μόνο που κάτω από αυτόν, ήταν απλωμένο το “μαλακό χαλάκι” των αρνητικών του Capa. Ασφαλώς πρόκειται για ένα μύθο. Η διαίσθηση της σημασίας ενός αρχείου σαν βασικού εργαλείου εργασίας δημιουργείται και αναπτύσσεται ακριβώς με αυτόν.

Η πρώτη φάση της ζωής του φωτογράφου Lessing, αυτή του ρεπόρτερ που ακολουθεί την επικαιρότητα και την πολιτική, τελειώνει γύρω στο 1969. Η δεύτερη φάση, εμφανίζεται τυχαία, σαν διακλάδωση της πρώτης φάσης, την οποία δεν είχε επιλέξει αλλά στη συνέχεια επιδίωξε. Το 1956, με την ευκαιρία των διακοσίων χρόνων από την γέννηση του Μότσαρτ, ο Lessing πραγματοποιεί ένα ρεπορτάζ για τη ζωή και τους τόπους όπου έζησε ο μεγάλος αυστριακός μουσικός. Η εργασία γίνεται μια επίκληση όπου αναζητείται, όσο αυτό είναι δυνατόν, η σύλληψη του πνεύματος και το συναίσθημα της εποχής του Μότσαρτ.Το αποτέλεσμα έχει μεγάλη επιτυχία και πολύ γρήγορα εμφανίζονται οι εργασίες που είναι αφιερωμένες σε άλλους μουσικούς, ενώ αργότερα, θα είναι η σειρά των μεγάλων επιστημόνων (από τον Κοπέρνικο στον Γαλιλαίο, στον Νιούτον και τον Κέπλερ…). Κάθε φορά, ο Lessing βυθίζεται στα χειρόγραφα του δημιουργού, αναζητά όπου αυτό είναι δυνατόν τα ίχνη, την πορεία, επισκέπτεται το σπίτι του, τη βιβλιοθήκη, προσπαθεί να ξεφυλλίσει τα ίδια του τα χειρόγραφα. Κάνει το ίδιο και για τους μεγάλους ζωγράφους (Vermeer, Rembrandt), ή τους μεγάλους συγγραφείς (Thomas Mann, Marcel Proust) και οι Επικλήσεις γίνονται ένα είδος εμπορικού σήματος, ένα στυλ για να περάσει με διαφορετικό τρόπο στην ιστορία. Όχι πια εκείνη η ταραγμένη που ζει μέρα με τη μέρα στους δρόμους, αλλά εκείνη που ανακατασκευάζει, που εξιχνιάζει, που φέρνει στο φως. Η “νέα” εργασία του Lessing, αυτή που καταλαμβάνει τη δεύτερη φωτογραφική ζωή του, είναι η προσεκτική και λεπτομερής καταγραφή της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς των μουσείων, πόλεων, αρχιτεκτονικών: κομμάτια της Ιστορίας του Ανθρώπου, που παρατίθενται μαζί, το ένα μετά το άλλο.

Ο Erich Lessing εξέδωσε περισσότερα από 40 βιβλία, κάποια από τα οποία θεωρούνται πλέον κλασικά, όπως για την ιστορία της Αυστρίας (Imago Austriae), για τα ταξίδια του Οδυσσέα (με πάνω από 75.000 αντίγραφα που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες εκδόσεις σε πολλές χώρες), δύο διαφορετικά βιβλία για την Παλαιά Διαθήκη, την ιταλική Αναγέννηση, τα ταξίδια του Αγίου Παύλου, τους ελληνικούς μύθους, δύο βιβλία για την τέχνη και τη θρησκεία στην αρχαία Αίγυπτο, την ιστορία της Γαλλίας και πολλά άλλα. Για κάθε εικόνα που θα δημιουργηθεί, για κάθε κομμάτι που ξαναεξετάζει, θα υπάρχει ένας νέος κόσμος να ανακαλύψει, μια αναμέτρηση και ένα αποτέλεσμα που θα πρέπει να επιτύχει. Γιατί, εάν υπάρχει κάτι που πάντοτε συνέδεε τον “πρώτο” Erich Lessing με τον “δεύτερο”, είναι η τιμιότητα της οπτικής, η απλότητα – εάν μπορούμε να μιλήσουμε για απλότητα – της οπτικής διήγησης που αποκαλύπτεται σε όλους. “Εγώ είμαι ένας ρεαλιστικός φωτογράφος”, του αρέσει να λέει για τον εαυτό του, “αλλά που παρατηρεί τον κόσμο μέσα από τα μάτια του (και όχι από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής) και σκέφτεται ότι είναι δική του αρμοδιότητα και θα πρέπει να εξιστορήσει στους άλλους την πολύπλοκη, αλλά κατά βάθος ξεκάθαρη, οπτική του κόσμου”.

Ο Erich Lessing συμμετείχε σε σεμινάρια και workshop φωτογραφίας στην Arles, στην Biennale της Βενετίας, στο Ahmadabad της Ινδίας, σαν εμπειρογνώμων για το πρακτορείο των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (Unido), στην καλοκαιρινή Ακαδημία του Στρασβούργου και στην Ακαδημία Εφαρμοσμένης Τέχνης της Βιέννης. Ανάμεσα στα βραβεία που έλαβε υπενθυμίζουμε το βραβείο του American Art Editors για την εργασία του κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Ουγγαρίας το 1956, το Βραβείο Nadar για το βιβλίο του για την Οδύσσεια το 1966. Έλαβε επίσης το βραβείο του αυστριακού κράτους για τη φωτογραφία και το μετάλλιο Imre Nagy, που του παρέδωσε ο πρόεδρος της Ουγγρικής Δημοκρατίας.

O Erich Lessing διηγείται:

Για μένα η φωτογραφία είναι κάτι το εμπορικό, είναι χειροτεχνία και δεν είναι πάντοτε μια μορφή τέχνης. Μια μορφή χειροτεχνίας εάν θέλετε, υψηλού επιπέδου, όπως θα μπορούσε να το αντιληφθεί ο ξυλουργός Chippendale, που επιβεβαίωνε πάντοτε ότι είναι ένας χειροτέχνης που απασχολείται σε μια εργασία για την οποία πληρώνεται και ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτό του σαν έναν καλλιτέχνη. Είμαι πεπεισμένος ότι η έννοια του καλλιτέχνη είναι μια ρομαντική – γερμανική ιδέα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Καταλαβαίνετε, ο καλλιτέχνης με το μπερέ στο κεφάλι που περιμένει να τον ασπασθεί η Μούσα της έμπνευσης. Εγώ δεν νιώθω καλλιτέχνης, αλλά ένας χειροτέχνης που δημιουργεί μια εργασία κατόπιν παραγγελίας, αν και έχει τύχει να αρχίσω πολλές από τις εργασίες μου από μια προσωπική πρωτοβουλία κι ύστερα να τις “πουλήσω”. Κι έπειτα, πάντοτε χρησιμοποιούσα τη φωτογραφία σαν ένα όχημα για να κάνω τα πράγματα που με ενδιαφέρουν περισσότερο στη ζωή.

Κρίνω την ανθρωπότητα με πολύ σοβαρό τρόπο, σε όλες τις επιδιώξεις και επιθυμίες της και σε οποιαδήποτε άλλη ανάγκη προκύπτει όπως η θρησκεία, η πνευματικότητα και τα πολιτικά γεγονότα. Αυτό ήταν κι ακόμα είναι, το σημείο εκκίνησης για την αναπαραγωγή πινάκων, γλυπτών, αφιερωμάτων, έτσι όπως ήταν για τις φωτογραφίες που δημιούργησα στο πρώτο μέρος των 50 ετών μου στη φωτογραφία.

Ποτέ δεν σκέφθηκα να κάνω κάτι που δεν θα ήταν η εξιστόρηση ιστοριών. Και ήταν ακριβώς η φωτογραφική μηχανή το μέσο που χρησιμοποίησα γι’ αυτό. Όμως δεν προχωράω στο δρόμο με την μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό μου. Πιάνω την μηχανή μου μόνο για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Εγώ παρατηρώ τον κόσμο μέσα από τα μάτια μου, όχι μέσα από το φακό. Δεν ερμηνεύω τίποτα, δεν αλλοιώνω τίποτα στον σκοτεινό θάλαμο. Εγώ είμαι ένα φωτογράφος της πραγματικότητας.

Ήθελα να παρουσιάσω την ιστορία και να διηγηθώ ιστορίες. Είμαι ένας παρατηρητής, ποτέ ένας ηθοποιός. Εάν αληθεύει το γεγονός ότι πολλοί φωτογράφοι είναι voyeur, τότε είμαι κι εγώ, στο μέγιστο βαθμό, ένας αφηγητής που παίρνει απαραίτητα όλα αυτά στα σοβαρά, αλλά που δεν σταματάει ποτέ να κοιτάζει και να κοινοποιεί αυτό που βλέπει – υπό την μορφή εικόνων.

Alessandra Mauro : Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum – Εκδόσεις Hachette (2005)