Η Debbie Fleming Caffery, η οποία γεννήθηκε το 1948 στη Νέα Iberia, μια μικρή πόλη στην ευρύτερη περιοχή του Bayou Teche της Λουϊζιάνα, είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση ατόμου που μεγάλωσε και διαμορφώθηκε σ΄ ένα τόπο που αποτελεί σημείο τομής πολλών πολιτισμών. Γυναίκα με ιρλανδέζικο επίθετο που γεννήθηκε σε μια αμερικανική πόλη, η οποία ιδρύθηκε από Ισπανούς μετανάστες σε μια επικράτεια που κυριαρχούσαν Γάλλοι έποικοι – οι επονομαζόμενοι Cajuns – που εκδιώχθηκαν από τη Nova Scotia του Καναδά και οι οποίοι βασίζονταν σε δούλους από την Αφρική για να καλλιεργούν τα χωράφια τους και να διεκπεραιώνουν τις εργασίες τους. Κάπως έτσι, αυτός ο περίεργος συνδυασμός διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών, πολιτισμών, κοινωνικών συνηθειών, ηθών και εθίμων διαμόρφωσε τελικά μια ενιαία και μοναδική κοινότητα. Μέσα από αυτό το πολυεδρικό και πολύ-πολιτισμικό πρίσμα ξεκίνησε η Caffery να βλέπει τον κόσμο.

Το Bayou Teche, που είναι ένα σύμπλεγμα παραποτάμων και καναλιών στο δέλτα του Μισισίπι, είναι χώρα του ζαχαροκάλαμου. Η Caffery μεγάλωσε παρακολουθώντας τη συγκομιδή και την επεξεργασία αυτού του πολυτίμου για την οικονομία του Νότου φυτού. Μετά την αποφοίτησή της από το Art Institute του San Francisco με bachelor για τις Καλές Τέχνες, επέστρεψε στην Λουϊζιάνα για να φωτογραφίσει τον κόσμο που ήξερε καλύτερα. Επηρεασμένη φωτογραφικά από τη δουλειά του Walker Evans, της Dorothea Lange και των άλλων φωτογράφων της F.S.A κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε το κραχ του 1922, επικεντρώθηκε, από το 1973, κυρίως τους εργάτες που δουλεύουν στα χωράφια του ζαχαροκάλαμου την περίοδο της συγκομιδής. Όπως και οι προγενέστεροί της ενδιαφέρθηκε για την αφήγηση ιστοριών μέσω των φωτογραφιών της, αλλά σε αντίθεση με αυτούς (εξαιρουμένου του Evans), το έργο της είναι περισσότερο καλλιτεχνικό παρά ντοκουμενταρίστικο. Οι εντυπωσιακές φωτογραφίες της είναι αποτέλεσμα της βαθιάς σχέσης της με τους ανθρώπους και το τόπο που φωτογραφίζει και αντικατοπτρίζει το σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζει τα θέματά της.

Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου γινόταν με το χέρι. Στη πρώτη φάση έβαζαν φωτιά στα χωράφια με σκοπό να καούν τα πεσμένα, ξερά φύλλα και οι αράχνες, αλλά και για να φύγουν μακριά τα φίδια που φωλιάζουν στις καλαμιές, προσέχοντας όμως να μη καούν οι μίσχοι και οι ρίζες. Στη συνέχεια έμπαιναν στα χωράφια οι εργάτες εφοδιασμένοι με μεγάλα μαχαίρια που μοιάζουν με ματσέτες. Επειδή το ζαχαροκάλαμο πρέπει να κοπεί σύριζα με το έδαφος, οι εργάτες αναγκάζονται να σκύβουν τόσο χαμηλά που το μέτωπό τους σχεδόν αγγίζει το χώμα. Επίπονη, σκληρή, βάρβαρη δουλειά… Γι΄ αυτήν ακριβώς μετέφεραν και χρησιμοποιούσαν τους σκλάβους. Την εποχή που φωτογράφιζε η Caffery η συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου εξακολουθούσε να γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως γινόταν για αιώνες, και απασχολούντο σ’ αυτήν κυρίως οι απόγονοι των πρώτων σκλάβων.

Οι φωτογραφίες της Caffery από τη συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου είναι σκόπιμα δραματικές. Κυριαρχούνται από τους σκιώδεις τόνους του πρωινού φωτός και οι σκοτεινές, υποβλητικές εικόνες της εκφράζουν τη συναισθηματική σχέση της με τη γη και τον λαό της. Η εξαιρετική χρήση του φωτός και της σκιάς μετασχηματίζουν υποδειγματικά τις μορφές και το τοπίο, ακροβατώντας μεταξύ της καταγραφής και της δημιουργικής τέχνης. Οι φωτογραφίες της φαίνεται να υπονοούν κάποια πρωτόγονη σχέση μεταξύ του ανθρώπου, της φωτιάς, της γης και του ζαχαροκάλαμου. Όταν η Caffery στρέφει τη φωτογραφική μηχανή της στη νότια Λουϊζιάνα, εισέρχεται άθελά της σε μια πλούσια ιστορία που περιλαμβάνει δουλεία, εμφύλιο πόλεμο, οικονομικούς κύκλους με άνθηση και παρακμή, απεργίες, και εκβιομηχάνιση. Όπως ο William Faulkner μετουσίωσε τις ιστορίες που άκουγε στη πατρίδα του, την Οξφόρδη του Mississippi, σε μυθοπλασία έτσι και η Caffery εντάσσει σχήματα και σκιές στα κάδρα της με απώτερο σκοπό να καταφέρει τελικά οι φωτογραφίες της να υπερβούν τα θέματα που περιγράφουν. Το ίδιο σχολαστικά με τον Faulkner προσέχει ώστε να μην αποκαλύψει πάρα πολλά στο θεατή, αφήνοντας χώρο για το μυστήριο. Η μαγεία στις φωτογραφίες της προέρχεται από την ικανότητά της να ενσωματώνει τα στρώματα ιστορίας και πολιτισμού που επικάθονται στα θέματά της.

Polly

Το 1984, καθώς οδηγούσε σε έναν επαρχιακό δρόμο παρατήρησε μια γυναίκα που έβγαινε από μια ετοιμόρροπη καλύβα. Αν και είχε περάσει πολλές φορές από το ίδιο σημείο ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε εκεί σημεία ζωής – νόμιζε ότι η καλύβα ήταν ακατοίκητη και εγκαταλελειμμένη. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα συνέχιζαν να οδηγούν. Η Caffery όμως σταμάτησε, χαιρέτησε και συστήθηκε στη γυναίκα. Αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο για τους ανθρώπους του Αμερικάνικου Νότου και ιδιαίτερα στις μικρές αγροτικές κοινότητες, όπου οι άνθρωποι είναι πιο πρόθυμοι να μιλήσουν σε ξένους. Αυτή η αυθόρμητη αντίδραση της ήταν το πρώτο βήμα μιας ισχυρής φιλίας που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη φωτογράφο και τη Polly Joseph και ταυτόχρονα υπήρξε καθοριστική και για την εξέλιξη της φωτογραφικής σταδιοδρομίας της. Η Caffery, για τα επόμενα έξη χρόνια, επέστρεφε συχνά και φωτογράφιζε τη Polly μέσα ή γύρω από τη καλύβα της, αν και το περισσότερο χρόνο τον ξόδευαν συζητώντας. Δυο γυναίκες διαφορετικής ηλικίας, χρώματος και καταβολών που απλά κάθονταν και μιλούσαν με τις ώρες…

Τα πορτραίτα της Polly και οι υπόλοιπες λήψεις από τον προσωπικό της χώρο είναι εξαιρετικές. Αν και η Caffery χρησιμοποιεί την ίδια τεχνική χαμηλού φωτισμού που προσδίδει μια θεατρικότητα στις φωτογραφίες της και προσεγγίζει το θέμα της ισορροπώντας ανάμεσα στη καλλιτεχνική και τη φωτογραφία-ντοκουμέντο, εν τούτοις το αποτέλεσμα διαφέρει από τη προηγούμενη δουλειά της, καθώς ξεχειλίζουν από μια τρυφερότητα και ζεστασιά που λείπει από τις αντίστοιχες φωτογραφίες της με τους εργάτες στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου. Ακόμη και όταν η Polly δεν εμφανίζεται στη φωτογραφία, η στιβαρή παρουσία της γίνεται αισθητή. Ήταν στενά συνδεδεμένη με το σπίτι της, με την τοπική κοινότητα, με τη θέση της στον κόσμο, και ήταν ευτύχημα που η Caffery μπόρεσε με κάποιον τρόπο να μας το μεταδώσει. Η σειρά «Polly» αποκαλύπτει μια έντονη έλξη και έναν βαθύ σεβασμό της φωτογράφου προς την ιστορία του τόπου της και τις ρίζες του πολιτισμού του. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε ένα ζευγάρι παιδικών παπουτσιών στο παράθυρο της Polly και ένα μολυβένιο στρατιωτάκι δίπλα τους, με το φως να μπαίνει από τις κουρτίνες, αισθανόμαστε τα ίχνη της προσωπικής ιστορίας των ανθρώπων που έζησαν στο χώρο και τα οποία η Caffery κατάφερε να αιχμαλωτίσει στα φιλμ της.

Όπως το ύφος της έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτο, ακριβώς ίδια παραμένει και η διαδικασία την οποία ακολουθεί. Κάθε κύκλος δουλειάς της Caffery απαιτεί σοβαρή επένδυση χρόνου. «Η έλξη που αισθάνομαι για ένα θέμα, είτε πρόκειται για πρόσωπο, ζώο, κατάσταση ή τόπο, εξελίσσεται σε μια σχέση και αισθάνομαι σαν να ερωτεύομαι», έχει πει. «Περνάω χρόνια φωτογραφίζοντας μέχρι να ολοκληρώσω τα περισσότερα από τα θέματά μου. Χωρίς το βασικό συστατικό του χρόνου, αυτές οι έντονες σχέσεις θα ήταν ανύπαρκτες». Η σειρά-πορτρέτο της Polly Joseph εκδόθηκε τελικά σε βιβλίο το 2005, εκτέθηκε σε περιόδευσα έκθεση και συνέβαλε στην εδραίωση της καριέρας της φωτογράφου.

Μεξικό

Το Μεξικό είναι μια παρεξηγημένη χώρα γεμάτη από δοξασίες και παράδοξα. Η πολύχρονη ιστορία του, το βάρος του πολιτισμού του και ο πλούτος του φυσικού του τοπίου, κρύβονται κάτω από το πέπλο της φτώχειας και της σύγχρονης οικονομικής δυσπραγίας. Πιστή στη συνήθειά της να ξοδεύει μεγάλα χρονικά διαστήματα προκειμένου να ολοκληρώσει κάποιο θέμα της, η Caffery για αρκετά χρόνια από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ταξίδευε τακτικά σε ένα μικρό χωριό στο βορειοανατολικό Μεξικό. Εκεί έμεινε σε ένα μικρό κτίριο κοντά σε μια καθολική εκκλησία. Στο Μεξικό – και όχι μόνο εκεί – η εκκλησία αποτελεί το κέντρο του χωριού και γύρω της περιστρέφεται όλη η κοινωνική ζωή των κατοίκων με τα μικρά ή μεγάλα μυστικά και πάθη τους, με τις τελετές και τους εορτασμούς των θρησκευτικών εορτών. Σε κοντινή απόσταση από την εκκλησία υπήρχε και μια μικρή καντίνα με μια βοηθητική καλύβα δίπλα της, που τα βράδια χρησιμοποιείτο περιστασιακά ως πορνείο. Παρόλο που ο αρχικός της σκοπός της Caffery ήταν να τεκμηριώσει φωτογραφικά τη ζωή στο χωριό όπως αυτή περνούσε μέσα από το πνευματικό κέντρο της κοινότητας, στη συνέχεια αισθάνθηκε όλο και περισσότερο την ανάγκη να διερευνήσει τα απρόβλεπτα περιστατικά και τα πιο γήινα πάθη που αναπτύσσονταν στο γεμάτο καπνούς περιβάλλον της καντίνας.Το 2005 μάλιστα πήρε μια υποτροφία από το Ίδρυμα Guggenheim με σκοπό να συνεχίσει το έργο της φωτογραφίζοντας τις γυναίκες που εργάζονται σε οίκους ανοχής στο Μεξικό.

Η δουλειά που προέκυψε από αυτή τη περίοδο εκδόθηκε το 2009 σε βιβλίο με τίτλο «The Spirit and The Flesh». Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του έχουν πλούσιες τονικές αντιθέσεις και η πολύπλοκη χρήση εκ μέρους της Caffery των σκιών και του φωτός προσδίδουν στο αποτέλεσμα μια κομψή ομορφιά. Ο ιδιόμορφος αισθησιασμός που αναδεικνύεται καταγράφοντας το ταραγμένο συναισθηματικό τοπίο διαπερνά το έργο και αποκαλύπτει μια δέσμευση τόσο με το θέμα όσο και με μια σειρά ανθρώπινων συναισθημάτων που σπάνια βλέπουμε στη σύγχρονη φωτογραφία. Η ίδια δήλωσε γι’ αυτή τη περίοδο: «Ένιωσα απίστευτα άνετα σε μια κουλτούρα πλούσια σε εορτασμούς θρησκευτικών εορτών, με ισχυρούς, ανεξάρτητους, πολύ συναισθηματικούς ανθρώπους, σαν τους ανθρώπους με τους οποίος μεγάλωσα στη Λουϊζιάνα, τόσο στο εκκλησιαστικό περιβάλλον όσο και στη καντίνα. Ο πορνείο έφερε νέα στοιχεία στο έργο μου: μυστικά, αισθησιακές ανάγκες, επιθυμία, πόθο και συχνά απροσδόκητη αγάπη. Αισθάνθηκα βυθισμένη στην αντίθεση του φωτός και του σκότους, της αμαρτίας και της συγχώρεσης, του θανάτου και της ζωής που έρχονταν μέσα και γύρω από τον χώρο της εκκλησίας».

Η Caffery έχει επίσης εξερευνήσει την επαρχία της Πορτογαλίας και συνεχίζει να φωτογραφίζει αγροτικές κοινότητες στη Λουιζιάνα. «Η έρευνά μου στη φωτογραφία είναι μια διαδικασία βελτίωσης της αντίληψης μου σχετικά με το μυστήριο της ζωής», δηλώνει η Caffery. Οι εικόνες της είναι μυστηριώδεις. Άνθρωποι και τοπία, όπως τους καταγράφει η Caffery, περιβάλλονται από μια ατμόσφαιρα ομίχλης, καπνού και φωτιάς. Οι αργές ταχύτητες έκθεσης που χρησιμοποιεί σε συνδυασμό με τα θολά και εσωστρεφή στοιχεία του κάδρου συμβάλλουν στην προσπάθεια της για κατανόηση του ανεξήγητου.

Άλλα θέματα με τα οποία έχει καταπιαστεί περιλαμβάνουν το κυνήγι του αλιγάτορα και τα επακόλουθα του τυφώνα “Κατρίνα”. Παρόλο που δεν ήταν φωτορεπόρτερ, η Caffery προσλήφθηκε από το περιοδικό People για να φωτογραφίσει τους πρόσφυγες από τους θύλακες στο Baton Rouge. Μια υποτροφία από το Open Society Institute της επέτρεψε να συνεχίσει τη μελέτη της σχετικά με τα θύματα του τυφώνα που είχε σαν αποτέλεσμα την ηλεκτρονική έκδοση του λευκώματος «Portrait of Neglect».

Αλφάβητο

Το τελευταίο βιβλίο που κυκλοφόρησε η Caffery έχοντας στο μυαλό της την εγγονή της στην οποία και το αφιερώνει, είναι το «The Alphabet» (2015) που αποτελεί μια παιχνιδιάρικη παρουσίαση ενός μικρού μέρους του τεράστιου φωτογραφικού αρχείου της. Όπως προϊδεάζει ο τίτλος του, το βιβλίο μας ξαναγυρίζει στις πιο αθώες στιγμές της παιδικής ηλικίας. Μας θυμίζει τα πρώτα χρόνια του νηπιαγωγείου όταν στους τοίχους της αίθουσας κρέμονταν ευδιάκριτες κάρτες με χαριτωμένα σχέδια ζώων και αντικειμένων το όνομα των οποίων άρχιζε με το αντίστοιχο γράμμα της αλφαβήτου. Έτσι και στο βιβλίο της η Debbie Fleming Caffery κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα ταιριάζοντας τα γράμματα με τις φωτογραφίες της με ενδιαφέρουσες και συχνά εντελώς απροσδόκητες συνδέσεις. Αν και ο σκύλος, ο ελέφαντας, η πεταλούδα και η κουκουβάγια έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρο στην εικονογράφηση των αλφαβηταρίων, είμαι σίγουρος ότι ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ένα φιλί για το γράμμα «Φ», ούτε ένας μπόμπιρας μασκαρεμένος σε Ζορό για το «Ζ»! Δεν είναι πολλοί οι φωτογράφοι που έχουν ένα τόσο ευρύ φάσμα φωτογραφιών προκειμένου να δημιουργήσουν μια τέτοια αλφαβητική ποικιλία. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο κάθε γράμμα καλλιγραφικά γραμμένο στην αριστερή σελίδα συνοδεύεται στα δεξιά με μια από τις όμορφες ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Caffery δίνοντας στον αναγνώστη μια τρυφερή νοσταλγική αίσθηση την οποία μπορεί να μοιραστεί με όλα τα μέλη της οικογένειάς του.

Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω διαπίστωσα ότι παρασυρμένος από την θεματολογική παρουσίαση της δουλειάς της Caffery δεν ανέφερα πουθενά τις καταπληκτικές φωτογραφίες των τριών παιδιών της που έκανε από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησης της. Θα ήταν ουσιαστική παράλειψη η μη αναφορά σε αυτές τις φωτογραφίες που όμοιες τους δεν θα βρεις σε κανένα οικογενειακό άλμπουμ αναμνηστικών φωτογραφιών, αλλά εναρμονίζονται πλήρως με το υπόλοιπο έργο της.

Χρήστος Κοψαχείλης, Νοέμβριος 2019

Βιβλιογραφία:

Debbie Fleming Caffery: Carry Me HomeSmithsonian (1990)

Debbie Fleming Caffery: The Shadows – Twin Palms Publishers (2002)

Debbie Fleming Caffery: Polly – Twin Palms Publishers (2005)

Debbie Fleming Caffery: The Spirit &The Flesh – Radius Books (2009)

 Debbie Fleming Caffery: The Alphabet – Fall Line Press (2015)