Στην πατρίδα του την Πολωνία, ο Stanislaw Ignacy Witkiewicz απολαμβάνει τις τιμές του εθνικού ήρωα. Η αυτοκτονία του στις 18 Σεπτεμβρίου 1939, ημέρα κατά την οποία τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στα ανατολικά της χώρας του, θεωρήθηκε πράξη εθνικού ηρωισμού και όχι απεγνωσμένο διάβημα προσωπικής απογοήτευσης, με αποτέλεσμα οι καλλιτεχνικές του δραστηριότητες των τελευταίων είκοσι ετών, αν και είχαν αγνοηθεί ή/και λοιδορηθεί όσο ζούσε, ξαφνικά να ταυτιστούν με την ανεξαρτησία της Πολωνίας. Περισσότερο γνωστός ως ζωγράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων, μυθιστορημάτων και φιλοσοφικών διατριβών, η σημασία του φωτογραφικού έργου του εκτιμήθηκε πολύ αργότερα, χάρη στην εξαντλητική έρευνα που διεξήχθη από τον Stefan Okolowicz και την Ewa Franczak (κυρίως για την ανακάλυψη των αρνητικών), αλλά και με την παράλληλη έρευνα και συγγραφή της Urszula Czartoryska, που επέτρεψαν μια σαφέστερη εικόνα για τη σημασία της φωτογραφίας μέσα στο εξαιρετικά ευρύ καλλιτεχνικό έργο του Witkiewicz. Επιστέγασμα των ερευνών απετέλεσε η έκθεση των φωτογραφιών του στο Third Eye Centre’s της Γλασκόβης, που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη 50ή επέτειο από το θάνατό του (1989) και συνέπεσε με τις εορταστικές εκδηλώσεις που σηματοδότησαν την 150ή επέτειο από τη γέννηση της φωτογραφίας.
Ο Stanislaw Ignacy Witkiewicz γεννήθηκε το 1885 στη Βαρσοβία που βρισκόταν τότε στο κατεχόμενο από τη Ρωσία τμήμα της Πολωνίας. Ήταν γιος του ζωγράφου και κριτικού Stanislaw Witkiewicz και της δασκάλας μουσικής Maria Pietrzkiewicz. Μορφώθηκε στο σπίτι του από τον πατέρα και τους ιδιωτικούς δασκάλους του, κάτι συνηθισμένο για τους ευκατάστατους αστούς εκείνης της εποχής. Το 1890, όλη η οικογένεια μετακόμισε νότια, στη πόλη Zakopane στα όρη Tatra, στο τότε κατεχόμενο από την Αυστρία τμήμα της Πολωνίας. Στην ηλικία των έξι ετών, ο μικρός Ignacy άρχισε να παίζει πιάνο και να ζωγραφίζει. Ήταν μόλις οκτώ ετών, το 1893, όταν έγραψε το θεατρικό έργο, “Karaluchy (Κατσαρίδες)”, το οποίο τύπωσε ο ίδιος σ΄ ένα μικρό πιεστήριο. Σαν έφηβος, ανέπτυξε στενή φιλία με τον μελλοντικό φιλόσοφο και λογοτέχνη Leon Chwistek, τον Bronislaw Malinowski που εξελίχθηκε σε πρωτοπόρο ανθρωπολόγο και τον συνθέτη Karol Szymanowski. Το 1901, έκανε το πρώτο ταξίδι του στην Αγία Πετρούπολη και ένα έτος αργότερα έγραψε τα πρώτα φιλοσοφικά δοκίμιά του “On Dualism (στο Δυϊσμό)” και “Η φιλοσοφία του Schopenhauer και οι σχέσεις του με τους προγενέστερούς του”. Όταν αποφοίτησε και έλαβε το σχολικό πιστοποιητικό του, έγραψε πολλές περισσότερες φιλοσοφικές πραγματείες και μελέτησε ξένες γλώσσες και λογοτεχνία.
Ήταν το 1904 όταν ο νεαρός Witkiewicz ταξίδεψε για πρώτη φορά στη Βιέννη, το Μόναχο και την Ιταλία, και κατά την επιστροφή του το 1905 γράφτηκε στην ακαδημία καλών τεχνών της Κρακοβία – ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα του. Τελικά, παράτησε την ακαδημία και επέστρεψε στο πατρικό του στη Zakopane. Ένα έτος αργότερα, ήταν στη Βιέννη πάλι, που είδε μια έκθεση του Gauguin, η οποία έβαλε φωτιά στη φαντασία του και τον οδήγησε να παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής από τον Slewinski, που υπήρξε μαθητής του Gauguin. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσει, από το 1908, να ζωγραφίζει “τα τέρατα του”, αν και το ύφος του έγινε πιο προσωπικό αργότερα, όταν επισκέφτηκε το Παρίσι και είδε το έργο των φοβιστών και τους πρώτους κυβιστές. Κατά τη διάρκεια του 1910-11, έγραψε το εξαιρετικό μυθιστόρημα “Η δαιμονική γυναίκα”, το οποίο δημοσιεύθηκε πολύ μετά τον θάνατο του, μόλις το 1972.
Ο ενθουσιασμός του μικρού Ignacio για τη φωτογραφία είχε υποκινηθεί στην παιδική του ηλικία από τον πατέρα του Stanislaw Witkiewicz. Ο γηραιότερος Witkiewicz, νατουραλιστής ζωγράφος που εμπνεόταν από τη λαϊκή τέχνη των ορεινών περιοχών της Νότιας Πολωνίας είχε επινοήσει το “Στυλ του Zakopane” και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους σύγχρονους του Πολωνούς καλλιτέχνες, οι οποίοι άνοιγαν το δρόμο για την υποδοχή του ιμπρεσιονισμού σε βάρος της παρακμάζουσας πολωνικής ιστορικής ζωγραφικής. Παράλληλα φωτογράφιζε και επεξεργαζόταν μόνος του αρνητικά και εκτυπώσεις στον σκοτεινό του θάλαμο, ενώ χρησιμοποιούσε κάποιες από τις λήψεις ως βάση για μεταγενέστερους πίνακες που ζωγράφισε. Ο Stanislaw Witkiewicz, το 1899, έγραψε ένα μεγάλο και σημαντικό άρθρο το οποίο ξεκινούσε με τη φράση: «Η σημασία της φωτογραφίας για την τέχνη και για τη διανόηση γενικότερα δεν έχει ακόμη μελετηθεί σοβαρά και αρκετά ευσυνείδητα». Ο Ignacio, που ήταν δεκατεσσάρων ετών τότε, είχε σίγουρα διαβάσει το άρθρο του πατέρα του με το οποίο δήλωνε την αντίθεσή του στην επικρατούσα άποψη ότι ο καλλιτέχνης που χρησιμοποιούσε φωτογραφίες για να ζωγραφίσει ήταν μια «άψυχη μηχανή αναπαραγωγής». Για να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του ότι το κύριο χαρακτηριστικό της φωτογραφίας είναι η δυνατότητα να εκφράζει το καλλιτεχνικό πνεύμα και τα ψυχικά χαρακτηριστικά κυρίως του φωτογράφου, ανεξάρτητα από το μοντέλο, παρέπεμπε τόσο στα πορτραίτα όσο και στις αλληγορικές σκηνές του έργου της Julia Margaret Cameron, τα οποία και είχε μελετήσει σε βάθος. Από την ίδια χρονιά (1899) διασώζονται μερικές φωτογραφίες του Ignacio στις οποίες απεικονίζονται ατμομηχανές τραίνων. Από αυτές τις απρόσμενες, για έναν δεκατετράχρονο φωτογράφο, λήψεις προκύπτει ότι η επιθυμία του ήταν να περιγράψει μόνο την εξωτερική μορφή της ατμομηχανής και τη βιομηχανική της δύναμη κάνοντας πανομοιότυπες λήψεις αυστηρής τυπολογίας, αδιαφορώντας για την εντύπωση της κίνησης και επιδιώκοντας περισσότερο να αιχμαλωτίσει την ακινησία της μηχανής μέσα στο χρόνο. Αντίθετα από την απλή, μετωπική προσέγγιση στις αποτυπώσεις των ατμομηχανών μια άλλη φωτογραφία του εκείνης της εποχής (1903) έχει μια διαφορετική, εντελώς παράξενη σύνθεση. Ποζάρει ο ίδιος μαζί με την μητέρα του σε μια εντελώς αντισυμβατική πόζα στην οποία κυριαρχεί σε πρώτο επίπεδο το άδειο τραπέζι της κουζίνας. Κυρίαρχο στοιχείο της φωτογραφίας είναι τα διερευνητικά βλέμματα μητέρας και γιου που συγκλίνουν προς το κέντρο του φακού.
Στα φιλοσοφικά του γραπτά, ο Witkiewicz διατυπώνει τον προβληματισμό του πάνω στη μοναδικότητα της ύπαρξης και στην ιδέα της αναζήτησης της προσωπικής ταυτότητας. Αντίστοιχα στις φωτογραφίες, αλλά και στα ζωγραφικά του έργα η κυρίαρχη εμμονή μου ήταν το πορτραίτο. Πιο συγκεκριμένα τον απασχολούσε κυρίως το πρόσωπο του εικονιζόμενου, έχοντας ουσιαστικά αποκλείσει το υπόλοιπο σώμα, που κυριαρχούσε στις συμβατικές προσωπογραφίες του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αναζητήσεων του είναι μια σειρά φωτογραφικών πορτραίτων και αυτοπορτραίτων που έκανε στη διετία 1912-13, στη Zakopane. Σ’ αυτά τα πορτραίτα ο Witkiewicz γεμίζει ασφυκτικά όλο το κάδρο με την εικόνα του προσώπου, υποβαθμίζοντας με αυτό τον τρόπο την ίδια την υπόστασή του προσώπου, καθιστώντας το απροσδιόριστο, απόκοσμο, ασαφές. Το πολύ κοντινό πλάνο και η συχνή χρήση της ελαφρά θολής απεικόνισης ενδεχομένως να είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Witkiewicz θέλει να εκφράσει την υπαρξιακή ανησυχία του, ότι κατά βάση ο κάθε άνθρωπος είναι μόνος του και έχει να αντιμετωπίσει την αδιαφορία του κόσμου. Μια τέτοια συστηματική και εκ του πλησίον απεικόνιση του ανθρώπινου προσώπου ήταν άνευ προηγουμένου στη φωτογραφία, σε μια εποχή μάλιστα που δεν είχαν ακόμη κατασκευαστεί φωτογραφικοί φακοί που επέτρεπαν την εστίαση σε τόσο κοντινή απόσταση. Ο Ignacio επέκτεινε τη δυνατότητα εστίασης χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι υδραυλικού σωλήνα ανάμεσα στο σώμα της μηχανής και το φακό, επιτυγχάνοντας αυτό που στη συνέχεια θα ονομάζεται close-up. Η τεχνική του Witkiewicz προηγήθηκε -και κατά τη γνώμη μου παρέμεινε αξεπέραστη- από την αντίστοιχη μεταγενέστερη του Rodchenko ή των διάφορων άλλων φωτογράφων που συσχετίζονται με το κίνημα “Neue Sachlichkeit” (Νέα Αντικειμενικότητα) στη Γερμανία της δεκαετίας του 1920.
Μεγαλύτερη συγγένεια με τα πορτραίτα του Witkiewicz φαίνεται να έχουν τα περιστασιακά αυτοπορτραίτα που έκανε ο ζωγράφος Edvard Munch (γνωστότερο έργο του “Η κραυγή”, 1893) μεταξύ των ετών 1904 και 1909. Εκείνη την εποχή ο Munch, που υποβαλλόταν σε κλινική ψυχοθεραπεία, προσπάθησε παρομοίως να γεφυρώσει το κενό μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου στο έργο τέχνης, αλλά οι φωτογραφικοί πειραματισμοί του, αν και σημαντικοί, ήταν πιο αποσπασματικοί και λιγότερο ολοκληρωμένοι από τα αντίστοιχα πορτραίτα του Witkiewicz. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι και ο ίδιος ο Ignacio είχε υποστεί, το 1912, μια ισχυρή ψυχολογική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας είχε κλειστεί στον εαυτό του φοβούμενος το πλήθος που το ένιωθε απειλητικό και είχε ζητήσει τη βοήθεια ψυχιάτρων. «Έζησα ένα τερατώδες συναίσθημα ότι ήμουν τρελός – αλλά αυτή τη φορά όχι απεικονιστικά, αλλά πραγματικά …» έγραφε σχετικά. Ανάμεσα στα πορτραίτα εκείνης της περιόδου βρίσκονται και ορισμένα του πατέρα του, τον οποίο επισκέπτεται και φωτογραφίζει για τελευταία φορά στο Lovranno, το 1913. Την ίδια εποχή δημιουργεί μια σειρά πορτραίτων και της αρραβωνιαστικιάς του, Jadwiga Janczewska. Η γλυκύτατη νεαρή ερωτευμένη ποζάρει πρόθυμα μπροστά από το φακό του μνηστήρας της και τίποτα στο βλέμμα της δεν προδίδει το τραγικό τέλος που βάζει η ίδια στη ζωής αυτοκτονώντας ένα χρόνο αργότερα, μετά από έναν έντονο καυγά με τον Witkiewicz, πράξη που στοίχειωσε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Συγκλονισμένος από τον χαμό της Janczewska, ο Ignacio συνοδευόμενος από τον παιδικό του φίλο Malinowski, αφήνει τη Πολωνία και πραγματοποιεί ένα μεγάλο ταξίδι σε Κεϋλάνη και Αυστραλία. Όπως ο Gauguin και ο Artaud, η εμπειρία του από τις νότιες θάλασσες συνέβαλε στην πεποίθησή του ότι ο Δυτικός πολιτισμός είχε αρχίσει να εκφυλίζεται. Ο κλονισμένος ψυχισμός του όμως τον οδηγεί να τσακωθεί με τον Malinowski, να επιστρέψει στην Ευρώπη και με το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου να καταταχτεί στο στρατό του Τσάρου στην Αγία Πετρούπολη, ως πολίτης της ρωσικής αυτοκρατορίας. Ο πρεσβύτερος Witkiewicz, ο οποίος έτρεφε έντονα αντιρωσικά συναισθήματα, στεναχωρήθηκε βαθιά από αυτή τη κίνηση του γιου του και πέθανε λίγο αργότερα, το 1915, ενταφιαζόμενος με τιμές εθνικού ήρωα στη Zakopane. Την ίδια χρονιά ο Ignacy προήχθη σε ανώτερο αξιωματικό του συντάγματος Pavlovsky, αλλά πληγώθηκε σε μια μάχη στο Molodechno κοντά στο Μινσκ. Όντας ανώτερος αξιωματικός ο Ignacy απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια, τα οποία εκμεταλλεύτηκε για να αρχίσει να πειραματίζεται με ναρκωτικά και να παίρνει μέρος σε οργιώδη πάρτυ με πολύ αλκοόλ που οργάνωνε το περιβάλλον του Rasputin. Όταν η επανάσταση των σοβιέτ ανέτρεψε τον Τσάρο το 1917, ο Witkiewicz εκλέχτηκε σε πολιτικό κομισάριο του συντάγματός του και έτσι έζησε από κοντά τις ταραχώδεις αλλαγές και την βία που συνόδεψε την επικράτηση της επανάστασης.
Μετά από την ανακωχή, ο Witkiewicz επέστρεψε στην Πολωνία και αποφάσισε συνειδητά να γίνει καλλιτέχνης. Από το 1920 μέχρι το 1925 έγραψε εικοσιπέντε θεατρικά έργα, τα οποία όμως δεν έτυχαν μεγάλης αποδοχής, σε αντίθεση με τις εκθέσεις των ζωγραφικών πινάκων του που γνώριζαν μεγαλύτερη επιτυχία. Το 1925, λόγω της οικονομικής δυσχέρειας στην οποία είχε περιέλθει, εγκατέλειψε τη πρωτοποριακή ζωγραφική για να κερδίσει τον επιούσιο ως ζωγράφος πορτρέτων. Παράλληλα συνέχιζε τα ελεγχόμενα πειράματά του με τα διάφορα ναρκωτικά (μορφίνη, κοκαΐνη, κ.λπ.), υπό την επήρεια των οποίων ζωγράφιζε ή έγραφε τα έργα του. Το 1932 δημοσίευσε ένα άρθρο του σχετικά με την επίδραση της νικοτίνης, του αλκοόλ και των ναρκωτικών στη δημιουργική διαδικασία. Το 1927 δημοσιεύτηκε το δεύτερο μυθιστόρημα του “Αντίο στο φθινόπωρο” και το 1930 το τρίτο “Insatiability (Ακόρεστο)”, ενώ το τέταρτο μυθιστόρημά του, “Η μόνη διέξοδος”, που ξεκίνησε εκείνη τη περίοδο, αφέθηκε ημιτελές. Στο τελευταίο μισό της δεκαετίας του ’30, ο Witkiewicz επικεντρώθηκε στην δημιουργία μιας θεατρικής ομάδας της “The Formists’ Theatre” που ανέβασε ορισμένα από τα έργα του και συνέχισε το γράψιμο άρθρων για τη φιλοσοφία και το θέατρο.
Παράλληλα με τις λοιπές δραστηριότητες του συνέχισε να φωτογραφίζει μόνο που αυτή η δεύτερη φωτογραφική περίοδός του –μπορούμε να την οριοθετήσουμε λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30– δεν έχει την ίδια ποιότητα και εσωτερικότητα με την αντίστοιχή της δεκαετίας του ’10. Παρότι εξακολουθούν να τον απασχολούν οι ίδιες ανησυχίες σχετικά με την ταυτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η μεταγενέστερη φωτογραφική προσέγγιση του είναι πιο επιφανειακή και εύπεπτη στηριγμένη σε θεατρικές πόζες και σκηνικές μεταμορφώσεις-ρόλους. Σκηνοθετεί μια σειρά φωτογραφιών στις οποίες εικονίζεται ο ίδιος –αν και τις λήψεις τις κάνουν άλλοι συνεργάτες του, συνήθως ο Jozef Glogowski. Σε αυτές τις φωτογραφίες ο Witkiewicz υποδύεται τον δικαστή, τον χούλιγκαν, το βαποράκι που πλασάρει ναρκωτικά ή σε κάποιες άλλες εμφανίζεται μεταμφιεσμένος σε κινέζο ή ποζάρει σαν τον Ναπολέοντα. Οι περίεργες αυτές φωτογραφίες συνοδεύονται με αντίστοιχα παρόδοξους τίτλους όπως: “The Best Smile of Lord Fitzpur at the Southampton Regatta“. Σε κάθε περίπτωση αυτή η δουλειά δεν μπορεί επ’ ουδενί να συγκριθεί με τα πρώιμα αριστουργήματα του. Η ιστορία πάντως στάθηκε διπλά άδικη απέναντι στο φωτογραφικό έργο του Witkiewicz. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του, συμπεριλαμβανομένων των εξαιρετικών σειρών πορτραίτων που έκανε στη Zakopane στη διετία 1912 – 13 καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φωτογραφίες που έκανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Κεϋλάνη και την Αυστραλία δεν διασώθηκαν και έτσι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι φανταστούμε τις εικόνες που μπορεί να προέκυψαν από το πάντρεμα των φυσιογνωμικών εμμονών του Witkiewicz με τις ανθρωπολογικές φιλοδοξίες του Malinowski. Ομοίως, δεν έχουμε ιδέα για το αν η “Πολλαπλή Αυτοπροσωπογράφια” που έγινε στην Αγία Πετρούπολη μεταξύ 1915 και 1917 ήταν ένα μεμονωμένο φωτογραφικό πείραμα ή, όπως είναι το πιθανότερο, ένα αντίτυπο που διασώθηκε από μια πιο εκτεταμένη σειρά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 οι προσωπικοί του δαίμονες και η επιδείνωση της διεθνούς κατάστασης τον οδήγησε ξανά σε κατάθλιψη, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να αυτοκτονήσει τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν πληροφορήθηκε την εισβολή των Ρώσων στην Πολωνία.
Χρήστος Κοψαχείλης, Νοέμβριος 2019