Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεκαετίες του ΄30 και του ΄40. Ανεργία, φτώχεια, πορνεία, εγκλήματα, πόλεμος των συμμοριών. Η Νέα Υόρκη φέρνει έντονα τα σημάδια της οικονομικής κρίσης. Ένας φόνος κάθε νύχτα, κάθε ώρα ένας τύπος στο αυτόφωρο. Στις εφημερίδες, οι σελίδες των αστυνομικών ρεπορτάζ έχουν τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα, θυμίζουν σε πλοκή μυθιστορήματα του Τσάντλερ και το φωτογραφικό τους υλικό, σκηνές από φιλμ νουάρ. Σε μια εποχή κρίσης, το κοινό προσπαθεί να ξεχάσει τα δικά του προβλήματα, διαβάζοντας για τα προβλήματα των άλλων.

Μία φορά και έναν καιρό υπήρχαν έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, για τα οποία η φωτογραφία, ακόμη κι εκείνη του αστυνομικού δελτίου, είχε σημασία και ουσία. Η τηλεόραση δεν είχε αποβλακώσει ακόμη τα πλήθη και οι εφημερίδες δεν είχαν γίνει οι καταϊδρωμένοι συγγενείς της μικρής οθόνης. Οι ειδήσεις τότε, είχαν την συγκλονιστική διάσταση που προσπαθούν εις μάτην να τους δώσουν σήμερα τα δελτία των οκτώμισι. Και είχαν – ακόμη – μια παραμυθένια διάσταση στα μάτια των αναγνωστών. Τα εγκλήματα, οι βιασμοί, οι θεαματικές ληστείες τραπεζών, οι κοσμικές εκδηλώσεις της ανώτερης τάξης. Αν λοιπόν μπορούν για κάτι να περηφανευτούν οι αμερικάνικες εφημερίδες της εποχής του ’30 και του ’40, εκτός βέβαια από την εγκυρότητα τους (New York Times: τυπώνουμε όλα τα νέα που αξίζουν να δημοσιευτούν) είναι για τις ζωντανές φωτογραφίες που διηγούνται τις ιστορίες τους. Ολόκληρες δεκαετίες πέρασαν μέσα από τα μελανωμένα φύλλα των εφημερίδων της Αμερικής, με αφανείς ήρωες τους φωτογράφους.

Ο Weegee γεννήθηκε ως Usher Fellig στις 12 Ιουνίου 1899, στο Złoczów, που τότε ανήκε στην Αυστριακή Γαλικία, αλλά σήμερα ονομάζεται Zolochiv και είναι τμήμα της Ουκρανίας. Ωστόσο, η ιστορία του ξεκινά μόλις μετανάστευσε με την οικογένειά του στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1909 σε ηλικία 11 ετών, όπως χιλιάδες άλλοι σαν κι αυτόν, που ζήταγαν ένα πιο φωτεινό μέλλον στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όταν έφτασε στο νησί Ellis, άλλαξε αμέσως το όνομά του σε Arthur, που ακουγόταν καλύτερα στην Αμερική. Όπως και οι περισσότεροι μετανάστες, ο Arthur μεγάλωσε σε ακραία φτώχεια και πέρασε την παιδική του ηλικία σε ένα κτίριο στο Lower East Side στη Νέα Υόρκη, μαζί με τους γονείς του και τρία άλλα αδέλφια. Ο πατέρας του, Bernard Fellig, πουλούσε μικροπράγματα για πενταροδεκάρες, τριγυρνώντας με ένα καροτσάκι τη γειτονιά. Καθώς ήταν χειροτονημένος ορθόδοξος ραβίνος, τηρούσε απαράβατα την αργία του Σαββάτου, γεγονός που μείωνε το οικογενειακό εισόδημα.

Ο Arthur, ακόμη και σε νεαρή ηλικία, είχε μια πολύ τεταμένη σχέση με τον πατέρα του. Οι σύγχρονες αμερικανικές αντιλήψεις του γιου για τον τρόπο ζωής, έρχονταν σε αντίθεση με τον παλιό κόσμο του πατέρα και τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Τελικά, όταν η ένταση έγινε ανυπόφορη, ο Arthur έφυγε από το σπίτι σε ηλικία 14 ετών. Έγινε ένα από τα χιλιάδες παιδιά που ζούσαν στους κακόφημους δρόμους της πόλης, κοιμόταν σε παγκάκια πάρκων και εργάζονταν σ’ ένα σωρό δουλειές του ποδαριού, από πλύσιμο πιάτων και πωλητής γλυκών μέχρι βιολιστής σε φιλμ του βωβού κινηματογράφου, μέχρι που ανακάλυψε την φωτογραφία. Ο Arthur συνειδητοποίησε γρήγορα ότι ακόμη και οι φτωχοί γονείς θα ξόδευαν χρήματα για μια φωτογραφία του παιδιού τους ντυμένου με τα καλύτερα ρούχα του πάνω από ένα πόνι! Εφοδιάστηκε έτσι με ένα πόνι και αυτή ήταν η πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση με τη φωτογραφία, την οποία όμως εγκατέλειψε πολύ γρήγορα, όταν συνειδητοποίησε ότι τα έξοδα για τη φροντίδα του πόνι ήταν δυσβάσταχτα. Στη συνέχεια βρήκε δουλειά, σαν βοηθός, στο φωτογραφικό εργαστήριο των The New York Times. Ουσιαστικά η δουλειά του εκεί ήταν να στραγγίζει τα βρεγμένα φιλμ και τις εκτυπωμένες φωτογραφίες μετά το πλύσιμο. Έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι «squeegee boy», που αργότερα μετατράπηκε στο θρυλικό ψευδώνυμο Weegee. Το 1923 μεταπήδησε στον σκοτεινό θάλαμο του Acme Newspicture, του κορυφαίου πρακτορείου εκείνης της εποχής, που εφοδίαζε με φωτογραφίες τις εφημερίδες όλης της χώρας. Η εμπειρία που απέκτησε εκεί ήταν το πολύτιμο εφόδιο για το μέλλον του.

Η πόλη της Νέας Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του ’30 μαστιζόταν από τις συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης και ήταν δύσκολο μέρος για να κερδίσει κάποιος τα προς το ζην. Η ποτοαπαγόρευση είχε μόλις τελειώσει, αλλά οι αντίπαλες συμμορίες εξακολουθούσαν να πολεμούν μεταξύ τους για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Οι εφημερίδες αναδείκνυαν αυτούς τους «πολέμους» για να απασχολούν τις μάζες την εποχή της κατάθλιψης. Χρειαζόντουσαν συνεχώς καινούργιες φωτογραφίες για να εικονογραφήσουν αυτές τις ιστορίες. Ο Weegee, αισθανόμενος τη μεγάλη ευκαιρία για δουλειά, έγινε ανεξάρτητος φωτογράφος το 1935. Εφοδιασμένος με μια Speed Graphic 4X5 δεν άργησε να βρει τον τομέα εκείνο που του ταίριαζε καλύτερα. Η νύχτα της Νέας Υόρκης και το αστυνομικό δελτίο ήταν ιδανικά για έναν άνθρωπο που ζούσε την νύχτα και αγαπούσε τη δράση. Ζώντας σε μια άθλια γκαρσονιέρα απέναντι από τον Αστυνομικό Σταθμό της Νέας Υόρκης, ο Weegee έδινε ένα χαρτζιλίκι τους αξιωματικούς για να του δίνουν πληροφορίες για τα εγκλήματα που γινόντουσαν στην ώρα της υπηρεσίας τους. Έτσι έφτανε και φωτογράφιζε πρώτος. Περιγράφοντας το ξεκίνημά του, ο Weegee δήλωσε σχετικά: «Στη περίπτωσή μου, δεν περίμενα “μέχρι να μου δώσει κάποιος δουλειά”. Πήγα και τη δημιούργησα μόνος μου – έγινα ανεξάρτητος φωτογράφος. Και αυτό που έκανα, θα μπορούσε να το είχε κάνει κι οποιοσδήποτε άλλος. Κατέβηκα μια μέρα στο Αρχηγείο της Αστυνομίας του Μανχάταν και δούλεψα για δύο χρόνια χωρίς αστυνομική κάρτα ή οποιοδήποτε άλλη διαπίστευση. Όταν ερχόταν μια ιστορία στο τέλεξ της αστυνομίας, το μάθαινα αμέσως, έτρεχα κατευθείαν στο τόπο του εγκλήματος και μετά πούλαγα τις φωτογραφίες στις εφημερίδες. Και φυσικά, διάλεγα τις πιο αβανταδόρικες ιστορίες».

Η ταχύτητα και η ικανότητα του να αποτυπώνει την ατμόσφαιρα των εγκλημάτων γρήγορα του χάρισαν φήμη ανάμεσα στους συναδέλφους του ρεπόρτερ – όσο, βέβαια, μπορούν να χαρίσουν εκτίμηση αυτές οι λυκοφιλίες. Έτσι λοιπόν πολύ σύντομα, το 1938, απέκτησε πρώτος το βασικό προνόμιο ενός φωτογράφου που ήθελε να βρίσκεται στον τόπο του εγκλήματος «σχεδόν την ώρα που αυτό συνέβαινε». Ένα προνόμιο για το οποίο οι συνάδελφοι του θα έδιναν τα πάντα: Πήρε την επίσημη άδεια από την αστυνομία να εξοπλίσει το αυτοκίνητό του με έναν ειδικό δέκτη ασυρμάτου με το οποίο μπορούσε να παρακολουθεί τις συχνότητες που χρησιμοποιούσαν οι αστυνομικοί για να επικοινωνήσουν. Με τον ασύρματο τοποθετημένο μέσα στο αυτοκίνητο, ο Weegee περίμενε τη μοιραία κλίση στο δέκτη που θα ανακοίνωνε άλλη μια εκτέλεση από συμμορία ή αδέξια ληστεία ή έγκλημα πάθους. Λίγοι αστυνομικοί θα πρέπει να είναι αυτοί που θα έχουν δει τόσα βίαια εγκλήματα, όσα αυτά που είδε ο Weegee. Θα μπορούσε κάλλιστα να ανακηρυχθεί ο «Επίσημος Φωτογράφος της Εταιρείας Δολοφόνων», έχοντας φωτογραφίσει πάνω από 5.000 δολοφονημένα θύματα κατά τη διάρκεια της δεκαετούς καριέρας του ως φωτορεπόρτερ. Έφτανε στον τόπο του εγκλήματος πάντοτε πρώτος, μερικές φορές νωρίτερα και από την αστυνομία. «Ήμουν ο μόνος φωτογράφος», είπε κάποτε, «που είχε το δικαίωμα να ακουμπάει το πόδι του στο Κεντρικό Αστυνομικό τμήμα του Μανχάταν. Μια φορά κάποιος άλλος προσπάθησε να μπει, αλλά οι μπάτσοι δεν τον άφησαν να πλησιάσει. Οι δημοσιογράφοι τον κυνήγησαν από το γραφείο Τύπου. Τον έστειλαν στο Μπρούκλιν, εκεί που δεν συμβαίνει ποτέ τίποτε, εκτός από καμιά μικροπυρκαγιά».

Η απλή επαγγελματική ικανότητα όμως, δεν θα είχε αποδώσει τις υπέροχα βαθιές και νοηματικές φωτογραφίες που δημιούργησε ο Weegee, αν ταυτόχρονα δεν ήταν κι ένας σοβαρός και πρόθυμος μελετητής του θέματός του. Έγινε τόσο δεξιοτέχνης στο να φωτογραφίζει τη βία που κατάφερνε να αποδίδει ακόμη και τα συνηθισμένα θέματα με ενδιαφέροντα τρόπο. Για εξοικονόμηση χρόνου, εκτύπωνε τις φωτογραφίες του μέσα στο πρόχειρο εργαστήριο που είχε στήσει στο πόρτ-μπαγκάζ της καφετιάς Σεβρολέτ του. «Είχα εκεί μέσα», έλεγε, «ολόκληρο το σπίτι μου. Ένα μικρό φαρμακείο για ώρα ανάγκης, φιλμ, ακόμη και υπέρυθρο, φωτογραφικά χαρτιά, φλας, μια γραφομηχανή, μπότες πυροσβέστη, κούτες πούρων, σαλάμι, ένα επιπλέον κουστούμι, ακόμα και εσώρουχα». Η ταχύτητα του επέτρεπε να μοιράζει τις φωτογραφίες του στις εφημερίδες την ώρα που οι υπόλοιποι συνάδελφοι του έψαχναν ακόμη τον τόπο του εγκλήματος. Αποτελεσματικότητα – ποιότητα – ταχύτητα με την υπογραφή του πίσω από τα τυπωμένα χαρτιά: «Weegee ο διάσημος». Το καλύτερο τρίπτυχο για να κερδίσει του ξεροκέφαλους αστυνομικούς συντάκτες.

Θα αναρωτηθεί κανείς τι είναι εκείνο που κάνει τον Weegee μεγάλο – τον μεγαλύτερο φωτογράφο του αστυνομικού ρεπορτάζ και σίγουρα έναν σημαντικό ανάμεσα στους φωτογράφους εκείνους που αποτύπωσαν την ζωή των ανθρώπων. Τι ήταν αυτό που τον έκανε ήρωα κινηματογραφικής ταινίας (Το Μάτι του Ρεπόρτερ, 1992). Είναι μόνο οι φωτογραφίες του; Ή μήπως και ο τρόπος ζωής του, το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινήθηκε, οι συνθήκες δουλειάς; Προφανώς, είναι όλα τα παραπάνω. Και, ίσως, ακόμη και ο ίδιος ο χαρακτήρας του. Ο Weegee ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που δεν περηφανεύτηκαν ποτέ για τις πρωτιές και τα αποκλειστικά του. Προτιμούσε να τα πίνει με τους φίλους του στο μπαρ του Sammy. Όσοι τον γνώρισαν έλεγαν πως είχε εκείνη την παλιά αίσθηση των ανθρώπων του Τύπου. Την αίσθηση που υπαγόρευε ότι η δουλειά είναι σημαντική μέχρι να φτάσει το επόμενο φύλλο. Ήταν φιλότιμος, αλλά και νευρωτικός όταν έπρεπε να εκπληρώσει τον σκοπό του. Μια πραγματική φιγούρα της νύχτας, που οι μπάτσοι και οι δημοσιογράφοι τον φώναζαν με το παρατσούκλι του και όταν έβρισκαν χρόνο, έπιναν μαζί του ένα ποτό. Ωστόσο, αυτό που πάντοτε τον ταλάνιζε ήταν η μοναξιά. Μια αγοραφοβία που έβρισκε διέξοδο στην φωτογραφία. Ο Weegee υπήρξε πετυχημένος φωτογράφος, αλλά απελπιστικά μόνος στην προσωπική του ζωή. Βέβαια δεν ήταν και η ιδανική περίπτωση για σύζυγος. Όσοι τον γνώριζαν τον περιέγραψαν ως σοβινιστή, που παραμελούσε την προσωπική υγιεινή και που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του σε πορνεία, αναζητώντας ραντεβού με στριπτιζέζ. Η Margaret Atwood προθυμοποιήθηκε να παραβλέψει αυτά τα ελαττώματα της προσωπικότητας του. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1947, αλλά ο θυελλώδης έρωτας τους ήταν βραχύβιος – χώρισαν λίγο αργότερα μέσα στο ίδιο έτος.

Από την άλλη πλευρά, σημαντικός παράγοντας για το χτίσιμο του μύθου ήταν το ίδιο το περιβάλλον της δουλειάς του. Ο περίγυρος των καταγωγίων της Νέας Υόρκης που φωτογράφισε, και μοιάζει σήμερα συναρπαστικός, πασπαλισμένος με τον απαραίτητο μύθο που του προσέδωσε ο κινηματογράφος: Μαφιόζοι νεκροί στο πεζοδρόμιο. Πόρνες και τραβεστί στην κλούβα. Παράξενοι θαμώνες στο μπαρ. Ζευγαράκια που φιλιούνται στα πίσω καθίσματα του σινεμά. Πολυκατοικίες παραδομένες στις φλόγες. Σταρλετίτσες που ποζάρουν φιλήδονα. Εγκληματίες στο αστυνομικό τμήμα. Με λίγα λόγια η άλλη όψη της ζωής της ημέρας. Η νύχτα σε μια μεγάλη πόλη που δεν κοιμάται πολύ. Για όλους τους καθημερινούς ανθρώπους αυτή η ξένη ζωή μοιάζει συναρπαστική. Και ο Weegee είναι πάντοτε εκεί, πάντοτε τη νύχτα, για να την μεταφέρει στα σπίτια των μικροαστών.

Ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω (τον χαρακτήρα, την εποχή, τη μυθολογία, την τοπολογία) δεν θα έφτανε για να δικαιολογήσει την επιτυχία, αν δεν υπήρχε η ίδια η δουλειά του Weegee. Στο κάτω-κάτω φωτογράφοι που κινήθηκαν στα ίδια μέρη την ίδια εποχή, υπήρξαν πολλοί. Κανένας, όμως, δεν έμεινε στην επικαιρότητα περισσότερο απ’ όσο αυτή διήρκεσε. Οι εικόνες του μοιάζουν δουλειά ενός εστέτ της παρακμής. Όταν τις κοιτάζεις νοιώθεις πως δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Το καδράρισμα είναι πάντοτε απολύτως σωστό και το πάτημα του κουμπιού της μηχανής γίνεται στην πλέον κατάλληλη στιγμή. Τα πτώματα, οι φοβισμένοι άνθρωποι, μοιάζουν με κομπάρσοι του καθημερινού μελοδράματος που παίζεται τις νύχτες στους δρόμους της πόλης. Η χτυπημένη γυναίκα, ο τραυματισμένος πιστολάς, το σπίτι που φλέγεται, μεταμορφώνονται σε ενσταντανέ που κυνηγούν οι πεινασμένοι για προβολή και εντυπωσιασμό πελάτες (New York Post, New York Times, New York Sun, World Telegram). Ο τεχνητός φωτισμός τονίζει δραματικά τις εικόνες και αφήνει το φόντο να πλέει στο μαύρο της νύχτας. Οι άνθρωποι κοιτάζουν τον φακό σα να ζητούν από τον φωτογράφο βοήθεια. Και αυτός τους την ανταποδίδει με τον τρόπο του. Οι εικόνες του δείχνουν πως αγαπάει τον άνθρωπο με τα ελαττώματα του, όσο… εγκληματικά και αν είναι αυτά.

Οι φωτογραφίες του Weegee, όπως τα φιλμ νουάρ -ένα κινηματογραφικό είδος που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1940- είναι μια σκοτεινά στυλιζαρισμένη εκδοχή της πραγματικότητας. Οι χαρακτηριστικές φωτογραφίες του ενέπνευσαν τα φιλμ νουάρ λόγω «της έλλειψης φυσικότητας…της ίδιας της πηγής της μελοδραματικής τους δύναμης», σύμφωνα με τον John Szarkowski. «Είναι σαν να αποκαλύφθηκαν τρομερά και φοβερά μυστικά, καθώς φωτίστηκαν στιγμιαία από τη λάμψη ενός κεραυνού», δηλαδή από την λάμψη του φλας του Weegee. Μια τέτοια φλασιά μας χάρισε μια ιδιαίτερη φωτογραφία, στην οποία οι αντιδράσεις του πλήθους που εικονίζεται δεν παραπέμπουν ακριβώς στη περιγραφή του τίτλου της: «Their First Murder». Αν και κάτι ασυνήθιστο για τον Weegee, αυτή τη φορά το πτώμα απουσιάζει από το κάδρο του. Αρκείται να καταγράψει τους αλλόκοτους μορφασμούς ενός τρομαγμένου πλήθους που έχει συγκεντρωθεί για να δει τον δολοφονημένο τζογαδόρο, που κείτεται ακόμη στο έδαφος, αλλά όχι στη σύνθεση του φωτογράφου. Τα παιδιά της γειτονιάς, στο Williamsburg του Μπρούκλιν, είδαν τη δολοφονία του Peter Mancuso, καθώς περίμενε στο αυτοκίνητό του να ανάψει το πράσινο στο φανάρι. Ένας άγνωστος ένοπλος τον πυροβόλησε, μέρα μεσημέρι, και έφυγε ανενόχλητος. Τα παιδιά και οι άλλοι παρευρισκόμενοι εκφράζουν μια σειρά από ανθρώπινα συναισθήματα, σοκαρισμένοι από αυτήν την τρομερή σκηνή: από το γέλιο, το κλάμα, την απόγνωση, την απορία, τη δυσπιστία έως την περιέργεια για την παρουσία της κάμερας. Το φλας του Weegee αντανακλάται από τα σώματα του κοινού, σχηματίζοντας ένα φωτεινό παλλόμενο περίγραμμα στο προσκήνιο, κόντρα στη σκοτεινιασμένη σιλουέτα της πόλης στο βάθος. Αυτό που κάνει αυτήν την φωτογραφία αξιοσημείωτη είναι το γεγονός ότι το πτώμα βρισκόταν στα πόδια του Weegee καθώς πήρε τη φωτογραφία. Για πρώτη φορά, ο Weegee αντιπροσωπεύει τον θεατή ως το κύριο θέμα της εικόνας του.

Μια επίσης δυνατή σκηνή φόνου, στην οποία και πάλι απουσιάζει το πτώμα, είναι η «Outline of a murder victim», στην οποία η λέξη «Head» καθορίζει τον προσανατολισμό της σωρού πάνω βρεγμένο πλακόστρωμα. Ο Paul Strand εκθειάζει την ικανότητα του Weegee σχολιάζοντας: «Σπάνια η δημοσιογραφία κάνει κάτι περισσότερο από το να περιγράψει τι συμβαίνει, σε καθαρά ενημερωτικό επίπεδο και μάλιστα με διαφορετικούς βαθμούς ακρίβειας. Αυτό ισχύει τόσο για το φωτορεπορτάζ, όσο και για παλαιότερες μορφές δημοσιογραφίας, όπως το κείμενο, το σχέδιο ή η ζωγραφική. Χιλιάδες φωτογραφίες, λέξεις και σχέδια δημοσιεύονται, των οποίων το ενδιαφέρον, αν και συχνά αληθινό και πολύ ρεαλιστικό, είναι ωστόσο στιγμιαίο και ξεχνιέται σύντομα. Δεν θυμόμαστε για πολύ το τι των γεγονότων, εκτός αν συνοδεύεται από το πώς και το γιατί με κατανοητούς όρους. Για να μας το δώσει αυτό, ο δημοσιογράφος πρέπει επίσης να γίνει και καλλιτέχνης, καταθέτοντας την κατανόησή του για τη ζωή, την ευαισθησία του και, πάνω απ ‘όλα, τη συμμετοχή του σε αυτό που βιώνει, αναδεικνύοντας ουσιαστικά την πραγματικότητα. Οι φωτογραφίες του Weegee είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα φωτογραφικής δημοσιογραφίας που έχει ξεπεράσει το μεταβατικό ενδιαφέρον. Όταν τις κοιτάζετε δεν θα ξεχάσετε ποτέ μερικά από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που βλέπετε σε αυτές. Θα συγκινηθείτε βαθιά, θα ενοχληθείτε, ίσως ακόμη και θα φοβηθείτε από την οδυνηρή αλήθεια την οποία αυτός ο άνθρωπος βλέπει και καταγράφει. Ο Weegee είναι ειδικός στο δράμα που δεν θέλουμε να δούμε οι περισσότεροι από εμάς. Στην πραγματικότητα, όταν εμείς κοιμόμαστε, ο Weegee είναι εκεί έξω και εργάζεται τις νύχτες. Είναι ο φωτογράφος όλης της βίαιης ζωής που διαδραματίζεται συνεχώς στη Νέα Υόρκη».

Ακόμη όμως και ανάμεσα στις σκληρές σκηνές που φωτογράφιζε μπορούσες να διακρίνεις μια χαραμάδα ανθρωπιάς ή/και κάποιο χιούμορ. Σε μια φωτογραφία του αποτυπώνει την αγνή, απροσποίητη χαρά των παιδιών καθώς καταβρέχονται ενθουσιασμένα από το νερό που εκτοξεύεται με ορμή από ένα πυροσβεστικό κρουνό, μια καυτή καλοκαιρινή μέρα στους δρόμους του Lower East Side, στη Νέα Υόρκη. Ο αυθορμητισμός της στιγμής καθρεφτίζεται στις εκφράσεις των παιδικών προσώπων. Μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1942, ο Weegee κατάλαβε τη σημασία να αποτυπώσει αυτές τις ανέμελες και εφήμερες στιγμές κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που οι Αμερικανοί και ο υπόλοιπος κόσμος, δεν είχαν και πολλές αφορμές ξεγνοιασιάς και ευχαρίστησης. Πριν καλά-καλά ξεπεραστούν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και αβεβαιότητας, ο κόσμος βρέθηκε να πολεμά σ΄ έναν ολέθριο πόλεμο. Υπήρχαν πολλά γεγονότα που έκαναν τους ανθρώπους να ανησυχούν, αλλά αυτή η φωτογραφία, που προσφέρει ένα ανάλαφρο κομμάτι ζωής της Νέα Υόρκη, λειτουργεί ως μια αισιόδοξη υπενθύμιση ότι εξακολουθούν να υπάρχουν λόγοι για να χαίρεσαι καθημερινά. Ο Weegee είχε την έμφυτη ικανότητα να συλλαμβάνει μια τέλεια, χρονική στιγμή, είτε φωτογράφιζε ενήλικες κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών στιγμών τους, είτε παιδιά που έπαιζαν ανέμελα στο δρόμο. Και παρόλο που φωτογράφιζε ως επί το πλείστον τη νύχτα, ήταν ικανότατος και στο να καταγράφει στιγμές ευτυχίας που διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Όσο αφορά το χιούμορ, αυτό ξεπηδά αβίαστα στη φωτογραφία του με τίτλο: «Απλά προσθέστε βραστό νερό». Εδώ εικόνα καταγράφει τους πυροσβέστες που προσπαθούν να σβήσουν μια φωτιά που έχει ξεσπάσει στο κτίριο της American Kitchen Products, στη κορφή του οποίου μια πινακίδα διαφημίζει λουκάνικα για Hot-Dog (Hygrade Frankfurters). Ο σουρεαλιστικός τίτλος της φωτογραφίας οφείλεται στη ταμπέλα «Simply Add Boiling Water», που βρίσκεται στη μέση του φλεγόμενου κτιρίου και η οποία φαίνεται να παρακινεί τους πυροσβέστες για το πώς θα κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Η ακόμα μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι το κτίριο βρίσκεται στην Water Street! Η ικανότητα του Weegee να εκμεταλλευτεί το χιούμορ ή και την ειρωνεία, ακόμη και στις πιο φρικτές στιγμές, αποδείχτηκε ένα ισχυρό πλεονέκτημά, που του αύξησε τις πιθανότητές του για να πουλήσει τις φωτογραφίες του στο Τύπο. Στο τεύχος του περιοδικού Minicam Photography, τον Ιούλιο του 1937, δημοσιεύτηκε αυτή η εικόνα με τη λεζάντα: «Η πινακίδα που βρίσκεται στη μέση του κτιρίου αναφέρεται στα λουκάνικα, όχι στους πυροσβέστες!» – χαρακτηριστικό δείγμα της ασυναγώνιστης ικανότητας του Weegee να μπολιάσει μια φωτογραφία με μαύρο χιούμορ.

Σιγά-σιγά ο Weegee θα ξεκολλήσει από την αστυνομία για να πετάξει με τα δικά του φτερά. Δεν περιμένει να έρθει το έγκλημα σ΄ αυτόν. Δημιουργεί με το φωτογραφικό του στυλ, σχολή. Μια ολόκληρη γενιά νέων φωτορεπόρτερ προσπαθεί να μιμηθεί τις φωτογραφίες του, οι οποίες μέσα στη λογική του στιγμιαίου, κρύβουν μια βαθιά αίσθηση της ισορροπίας, της γεωμετρίας και του φωτός. Τις πιο «σκληρές» φωτογραφίες του τις αγοράζουν η Daily News και η Post. Οι υπόλοιπες πηγαίνουν στις πιο «οικογενειακές» εφημερίδες και στο Glamour Photography, συνοδευόμενες συνήθως μ΄ ένα δικό του κείμενο, με το οποίο διηγείται για πρώτη φορά τις αυθεντικές νύχτες του. Ήταν ο πρώτος φωτογράφος στην Αμερική που είδε την υπογραφή του δίπλα στις φωτογραφίες του.

Αξιοσημείωτη είναι η συνεργασία του Weegee με την ΡΜ Daily, μια φιλελεύθερη καθημερινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη από τον Ιούνιο του 1940 έως τον Ιούνιο του 1948. Ανάμεσα στις πρωτοτυπίες της ΡΜ, ήταν ότι δημοσίευε πολλές και μεγάλες φωτογραφίες, στοιχείο δανεισμένο από τα εβδομαδιαία ειδησεογραφικά περιοδικά της εποχής. Μια άλλη καινοτομία της ήταν το γεγονός ότι δεν δεχόταν διαφημίσεις, σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από τις πιέσεις των επιχειρηματικών συμφερόντων. Προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της έκδοσης μόνο από την στήριξη των αναγνωστών της, κάτι που τελικά αποδείχτηκε ουτοπιστικό. Αυτές οι αποκλίσεις πάντως από τα πρότυπα της λειτουργίας των εφημερίδων δημιούργησαν ενθουσιασμό στον κλάδο. Περίπου 11.000 άτομα υπέβαλαν αίτηση για τις 150 διαθέσιμες θέσεις εργασίας όταν η ΡΜ Daily προσέλαβε για πρώτη φορά προσωπικό. Η προέλευση του ονόματος της παραμένει άγνωστη. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι ονομάστηκε ΡΜ επειδή κυκλοφορούσε το απόγευμα, Post Meridien. Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι πρόκειται για την συντομογραφία του Picture Magazine. Λόγω των ριζοσπαστικών καινοτομιών της και της φιλελεύθερης γραμμής της κατηγορήθηκε ότι κατευθύνεται από κομμουνιστές, ωστόσο η εφημερίδα αντιτάχθηκε συχνά στις πολιτικές του Κομμουνιστικού Κόμματος (CP) των ΗΠΑ και ενεπλάκη σε εκδοτικές διαμάχες με την εφημερίδα του CP, την Daily Worker.

Ο Weegee ήταν ο βασικός φωτογράφος της ΡΜ Daily από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας της. Είχε μια τακτική εβδομαδιαία αμοιβή και πληρωνόταν για κάθε φωτογραφία του, που έδινε στην εφημερίδα, είτε δημοσιευόταν, είτε όχι. Η ΡΜ έδωσε στον Weegee την ελευθερία να δημιουργήσει ένα ευρύτερο σώμα δουλειάς, την εποχή που οι άλλες εφημερίδες ήθελαν μόνο φωτογραφίες από τις σκηνές των εγκλημάτων. Για τον Weegee, η συνεργασία του με την ΡΜ ήταν εφαλτήριο για την εξέλιξη του ως καλλιτέχνη. Στις σελίδες της μπόρεσε να δημοσιεύσει φωτογραφίες όπως αυτή στην οποία απεικονίζονται δυο γυναίκες που ωρύονται, η Henrietta Torres και η κόρη της Ada, που την αγκαλιάζει με απόγνωση. Η αγωνία και η απελπισία είναι ζωγραφισμένη στα παραμορφωμένα από τη θλίψη πρόσωπά τους, καθώς παρακολουθούν αβοήθητες την ώρα που μέλη της οικογένειας τους είναι παγιδευμένα στο φλεγόμενο κτίριο πίσω τους. Τα έντονα φωτισμένα πρόσωπα τους πλαισιώνονται από το σκοτάδι, προσθέτοντας περισσότερο δράμα στην εικόνα. Η φωτογραφία, με τον τρόπο που την έχει συνθέσει ο Weegee, έχει χάσει τη σύνδεσή της με το αρχικό περιστατικό, της πυρκαγιάς, τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1940, χωρίς τίτλο, σε ένα άρθρο της PM Daily σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της απεικόνισης «πραγματικών» και κατασκευασμένων συναισθημάτων.

Αν και είχε σκληραγωγηθεί απέναντι στις φρικιαστικές σκηνές που φωτογράφιζε, ο Weegee δεν έμενε απρόσβλητος από τη δυστυχία που φωτογράφιζε. Έστρεφε πάντα την προσοχή του στους ανθρώπους και όχι στο γεγονός. Προσπαθούσε «να εξανθρωπίσει την είδηση», όπως έλεγε. Σε αντίθεση με τους συντάκτες των εφημερίδων, ο ίδιος καταλάβαινε ότι περιλαμβάνοντας μια εικόνα των ανθρώπων των οποίων οι ζωές καταστράφηκαν από τη φωτιά, σφυρηλατεί μια συναισθηματική σύνδεση μεταξύ του θεατή και των χαρακτήρων που φωτογράφισε, κάνοντας έτσι το γεγονός πιο προσωπικό για τους αναγνώστες. Βεβαίως αυτή η προσέγγιση τον έφερνε σε σύγκρουση με τους συντάκτες ειδήσεων. «Αν ήταν πυρκαγιά θα έλεγαν: “Πού είναι το φλεγόμενο κτίριο;”. Εγώ απαντούσα: “κοίτα, όλα τα φλεγόμενα κτίρια μοιάζουν ίδια. Εδώ είναι οι άνθρωποι που καταστράφηκαν από το φλεγόμενο κτίριο».

Τον Αύγουστο του 1941 ο Weegee πραγματοποίησε μια μεγάλη έκθεση στη Photo League. Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη ότι οι φωτογραφίες πρέπει να εκτίθενται τακτοποιημένες στη σειρά, ο Weegee υιοθέτησε έναν εντελώς ανορθόδοξο τρόπο κρεμάσματος, με ανομοιογενή μεγέθη κάδρων, άναρχη διάταξη, προκλητικές λεζάντες και μεγάλα επεξηγηματικά κείμενα. Η έκθεση είχε τον παραπλανητικό τίτλο «The Photo League Presents Weegee in Murder is My Business», καθώς εκτός από τις συνηθισμένες για τον Weegee αιμοσταγείς φωτογραφίες φόνων, περιελάμβανε και πορτρέτα παραθεριστών στο Coney Island, παιδιά που κοιμόντουσαν στις σκάλες ασφαλείας για να αποφύγουν τον καύσωνα, σκηνές από τη Νέα Υόρκη μετά τη φονική χιονοθύελλα του 1941, αλλά και χαριτωμένα στιγμιότυπα από τον διαγωνισμό Perfect Baby. Η έκθεση είχε τόσο μεγάλη επιτυχία και ανταπόκριση στο κοινό, που η Λίγκα αναγκάστηκε να οργανώσει και μια δεύτερη, με τις ίδιες περίπου φωτογραφίες προσθέτοντας και μερικές νέες δολοφονίες αυτή τη φορά. Παρά την επιπλέον φήμη που απέκτησε η Photo League λόγω της επιτυχίας των εκθέσεων, ορισμένα μέλη θεώρησαν ότι οι φωτογραφίες του Weegee δεν αντικατοπτρίζουν την κοινωνική συνείδηση που προσπαθούσε να καλλιεργήσει η Λίγκα. Αυτός ο σκεπτικισμός εκ μέρους των συναδέλφων του ανάγκασε τον Weegee να αλλάξει τους τίτλους ορισμένων φωτογραφιών του στην δεύτερη έκθεση. Ο θετικός αντίκτυπος των εκθέσεων είχε σαν αποτέλεσμα την επέκταση της φήμης του Weegee και πέρα από τους στενά δημοσιογραφικούς κύκλους. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) αγόρασε πέντε φωτογραφίες του το 1943 και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στις εκθέσεις Action Photography και Art in Progress, που διοργάνωσε ο Edward Steichen δύο και τρία χρόνια αργότερα. Προσκλήθηκε για διαλέξεις στο New School for Social Research και ακολούθησε η συνεργασία του με το Vogue.

Προς το τέλος της εποχής της συνεργασίας του με την PM Daily, η Wilma Wilcox, η κοινωνική λειτουργός που έγινε η γυναίκα της ζωής του, θα τον πείσει να βγάλει στη δημοσιότητα το κρυμμένο του υλικό σ’ ένα βιβλίο. Αν και χρειάστηκε τρία χρόνια για να βρει εκδότη, ο Weegee δημοσίευσε τελικά μια συλλογή φωτογραφιών του με τίτλο «The Naked City» (H Γυμνή Πόλη), το 1945. Τρεις διαδοχικές εκδόσεις εξαντλημένες. Επιτυχία, που τον έκανε ευρύτερα γνωστό, έξω από τον κύκλο των αστυνομικών και των δημοσιογράφων. Η αλαζονική και επιβλητική προσωπικότητα του Weegee, η σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ και η περίεργη συμπεριφορά ήταν τόσο σοκαριστική όσο οι φωτογραφίες του. Ο αυτοανακηρυγμένος ως «Ο μεγαλύτερος φωτογράφος του κόσμου», για να ικανοποιήσει ακόμη περισσότερο τους αναγνώστες του, δεν δίσταζε να σκηνοθετήσει τις φωτογραφίες του. Μετακινούσε τα πτώματα, τοποθετούσε στη σωστή θέση τους συλληφθέντες, καθώς καθόντουσαν στις κλούβες της αστυνομίας, ενώ κι ο ίδιος πόζαρε δίπλα σε βόμβες και πυρκαγιές ή πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Ήταν εξπέρ της αυτό-προώθησης και εκπαίδευσε προσεκτικά το κοινό του.

Το βιβλίο εκτός από τις φρικτές φωτογραφίες των δολοφονιών ή τις εντυπωσιακές λήψεις των πυρκαγιών, περιελάμβανε και φωτογραφίες ανθρώπων που απολαμβάνουν τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Ακόμη και σ’ αυτές όμως, επενέβαινε, όταν πίστευε ότι θα έκανε μια πιο αβανταδόρικη λήψη. Σε μια πολύ γνωστή φωτογραφία του με τίτλο «The Fashionable People», ο Weegee σκοπεύει σε δύο πλούσιες γυναίκες, την Margaret Kavanaugh και την Lady Decies, οι οποίες κοσμούσαν τακτικά τις κοινωνικές στήλες των περιοδικών, καθώς περπατούν αγέρωχα προς την κάμερά του, αδιαφορώντας για την ατημέλητη γυναίκα που ζητιανεύει δίπλα τους. Οι στιλπνές, λευκές γούνες των γυναικών, καθώς υπερφωτίζονται από το φλας του Weegee δημιουργούν μια έντονη αντίθεση με τα σκούρα, φθαρμένα και λερωμένα ρούχα της προφανώς μεθυσμένης γυναίκας, ενώ η άτεγκτη αδιαφορία τους απέναντί της συμπληρώνει το κοντράστ της ανισότητας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Πιστεύοντας ότι ο φωτογράφος είχε συλλάβει στιγμιαία και αυθόρμητα αυτή τη λήψη, η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Life, περισσότερο για να κριτικάρει και να ταπεινώσει τις δυο κοσμικές κυρίες. Ωστόσο, σύντομα ήρθε στο φως η αλήθεια. Ο, πάντα ο σόουμαν, Weegee είχε προετοιμάσει και σκηνοθετήσει τη συνάντηση. Η ατημέλητη, μεθυσμένη γυναίκα ήταν τακτική θαμώνας σε ένα μπαρ, στο οποίο που συχνάζει κι ο Weegee. Έτσι την γνώριζε και αφού αγόρασε το άφθονο ποτό της, την έφερε στα εγκαίνια της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης στον εορτασμό του Diamond Jubilee. Περίμενε υπομονετικά τις δύο πλούσιες κοσμικές κυρίες και έγνεψε στη μεθυσμένη γυναίκα να τις πλησιάσει όταν μπήκαν στο κάδρο του. Παρά την αποκάλυψη της αλήθειας, η φωτογραφία αυτή θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ως το σημαντικότερο έργο του Weegee, ενώ το περιοδικό Time, την χαρακτήρισε μία από τις «100 πιο σημαντικές φωτογραφίες όλων των εποχών».

Η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου ώθησε τον παραγωγό του Χόλυγουντ Mark Hellinger να αγοράσει τα δικαιώματα του τίτλου. Το 1948, η αισθητική του Weegee αποτέλεσε τα θεμέλια για την ομώνυμη ταινία του Hellinger, The Naked City. Βασίστηκε σε ένα σκληρό βιβλίο που γράφτηκε από τον Malvin Wald, σχετικά με την έρευνα για τη δολοφονία ενός μοντέλου στη Νέα Υόρκη. Ο Wald προτάθηκε για Όσκαρ για το σενάριο, που έγραψε μαζί με τον Albert Maltz, o οποίος αργότερα θα μπει στη «Μαύρη Λίστα» την εποχή του Μακάρθι. Αργότερα ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε ξανά για μια νατουραλιστική τηλεοπτική αστυνομική σειρά και στη δεκαετία του 1980, υιοθετήθηκε από ένα συγκρότημα, το Naked City, με επικεφαλής τον αυτοσχεδιαστή μουσικό της Νέας Υόρκης, John Zorn.

Αυτή η υποτιθέμενη βιογραφία της Νέας Υόρκης ήταν το αποκορύφωμα της καριέρας του Weegee. Η νύχτα και το κυνήγι της είδησης αρχίζει να τον κουράζει. Αποφασίζει να αποσυρθεί από τον θρόνο του και να πάει στο Χόλυγουντ. Σκέφτηκε ότι η βιομηχανία του κινηματογράφου θα είχε περισσότερα χρήματα από τον Τύπο. Λάθος σκέψη. Η σκοτεινή πλευρά του Χόλυγουντ ήταν πονηρότερη και πολύ πιο σκληρή από αυτή της Νέας Υόρκης. Για οκτώ χρόνια φωτογράφιζε αστέρια του σινεμά, παίζοντας με παραμορφωτικούς φακούς, ανάμεσά τους και την Marilyn Monroe. Όμως, φαίνεται πως ήταν το δυνατό του σημείο. Το 1953, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του «Naked Hollywood», αλλά δεν τον ικανοποίησε. Είναι ένας ακόμη ανάμεσα στους δεκάδες φωτογράφους και αδυνατεί να μπει στη λογική των δημοσίων σχέσεων και των «επώνυμων φιλιών». Από «Weegee ο μάγος» είχε γίνει πλέον απλώς Weegee. Βρισκόμενος στο Χόλυγουντ, ο Weegee εμφανίστηκε στην ταινία του 1949, «The SetUp», έχοντας έναν ρόλο κομπάρσου που χτυπά το κουδούνι σ’ έναν αγώνα πυγμαχίας. Δούλεψε επίσης ως φωτογράφος πλατό για την ταινία του Stanley Kubrick, «S.O.S, Πεντάγωνο καλεί Μόσχα». Ο πρωταγωνιστής της ταινίας μάλιστα, ο Peter Sellers, υιοθέτησε για τον χαρακτήρα του στην ταινία, την προφορά του Weegee. Η ταινία «The Public Eye» (Το μάτι του Ρεπόρτερ), του 1992, βασίζεται στον χαρακτήρα και τη ζωή του Weegee, ενώ μερικές από τις φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία τραβήχτηκαν από τον ίδιο. Επίσης και η ταινία «Nightrawler», του 2014, ήταν εμπνευσμένη από τον Weegee.

Δέκα χρόνια μετά την αναχώρηση του για το Χόλυγουντ, επέστρεψε ξανά στη Νέα Υόρκη και καταπιάστηκε με τη «φωτογραφική καρικατούρα» πολιτικών. Τώρα πια η δουλειά είναι μόνο μέσον συντήρησης. Η μοίρα του αρχίζει και μοιάζει απελπιστικά με εκείνη των αδύναμων ανθρώπων που κάποτε φωτογράφιζε. Η τηλεόραση αρχίζει να σκοτώνει το επάγγελμά του. Το 1957, αφού διαγνώστηκε με διαβήτη, άφησε την εργένικη ζωή και μετακόμισε στο σπίτι της Wilma Wilcox, της γυναίκας την οποία γνώριζε από τη δεκαετία του 1940 και που του είχε συμπαρασταθεί ως τότε. Περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και στη Ρωσία δουλεύοντας για την Daily Mirror, του Λονδίνου, μέχρι το 1968, όταν άφησε τη τελευταία του πνοή στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 69 ετών. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να έρθουν ξανά στη δημοσιότητα οι παλιές φωτογραφίες του. Ήταν το 1980 όταν η Wilma Wilcox πρωτοστάτησε στην ίδρυση του The Weegee Portfolio Incorporated, που δημιούργησε μια αποκλειστική συλλογή φωτογραφικών εκτυπώσεων από τα αυθεντικά αρνητικά του Weegee. Η Wilma δώρισε ολόκληρο το αρχείο του Weegee – 16.000 φωτογραφίες και 7.000 αρνητικά – στο International Center of Photography (ICP) στη Νέα Υόρκη και αυτή η μεταβίβαση έγινε η πηγή για πολλές εκθέσεις και βιβλία που εκδόθηκαν και αναθέρμαναν το ενδιαφέρον του κοινού για το έργο του.

Για πολλούς, η σκληρή, «αντικαλλιτεχνική» ματιά του δεν επέτρεπε την κατάταξη του φωτογραφικού του έργου ανάμεσα σε εκείνα των σημαντικών φωτογράφων. Ωστόσο, ο ίδιος μόνο αδαής περί την εξέλιξη της φωτογραφίας δεν ήταν. Θαύμαζε τους συναδέλφους της γενιάς του (Walker Evans, Dorothea Lange, Ben Sahn κ.α.) και αναγνώριζε το ανθρωποκεντρικό καλλιτεχνικό τους έργο. Ωστόσο, ήξερε καλύτερα πως ο δικός του τομέας θα ήταν η ταραγμένη νυχτερινή ζωή της πόλης (της όποιας πόλης). Όταν, μετά από χρόνια, οι φωτογραφίες του τυπώθηκαν ξανά, οι ειδικοί διαπίστωσαν πως η ματιά του Weegee υπήρξε άκρως διεισδυτική και «καλλιτεχνική», όσο και αν αυτό ουδέποτε υπήρξε στις προθέσεις του. Στις φωτογραφίες που έκανε εκτός επαγγέλματος (από τον κόσμο των Night Club, τους λουόμενους του Κόνι Άιλαντ, τους θεατές του σινεμά) ο Weegee μεταδίδει την ίδια ένταση που έχουν οι φωτογραφίες του αστυνομικού δελτίου με περισσότερη, όμως, γαλήνη και αγάπη. Χωρίς να το επιδιώκει, δημιούργησε το φωτογραφικό ημερολόγιο μιας πόλης σε μια δεδομένη εποχή. Όπως θα κάνει αργότερα ο Garry Winogrand, όπως είχαν κάνει ήδη ο Izis και ο Brassai στο Παρίσι.

Ο Weegee, ο άνθρωπος που δεν δίστασε να αφήσει σημείωμα στη Μαφία λέγοντας : «Παρακαλώ, μην αφήνετε τα θύματά σας μέσα στις μαύρες λιμουζίνες, δεν βγαίνουν καλά στις φωτογραφίες μου», τελειώνει την αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε το 1961, με τον δικό του μοναδικό τρόπο: «Στη Νέα Υόρκη μ’ έναν τουλάχιστον φόνο κάθε νύχτα, έκανα, το λιγότερο πέντε χιλιάδες ρεπορτάζ μέσα σε δέκα χρόνια. Χρησιμοποίησα δέκα φωτογραφικές μηχανές, χάλασα πέντε αυτοκίνητα, κατανάλωνα είκοσι τσιγάρα κάθε βράδυ και πέντε φλιτζάνια καφέ. Πέντε δολάρια ο φόνος για την Sun,τριάντα δολάρια για το Life Magazine. Για μένα το έγκλημα πληρωνόταν. Εγώ έφτιαξα τις διάσημες εικόνες αυτής της εποχής της βίας. Κι ενώ τραβούσα τις φωτογραφίες μου, φωτογράφιζα ταυτόχρονα και συνειδητά την ψυχή αυτής της μεγάλης πόλης που αγάπησα και γνώρισα σαν την τσέπη μου».

Χρήστος Κοψαχείλης, Σεπτέμβριος 2017

Πηγές:

  • Arthur Fellig – Weegee : Weegee´s New York 1935-60 / Schirmer Art Books
  • Paul Strand : Weegee gives journalism a shot of Creative Photography
  • Ralph Steiner : Weegee lives for his work and thinks before shooting
  • Cynthia Young : Unknown Weegee
  • Luc Sante : City of Eyes
  • Γιάννης Δημητριάδης : Weegee – Περιοδικό Φωτοχώρος Νο8, 1997
  • Σταυρούλα Παναγιωτάκη : Weegee, ζώντας και πεθαίνοντας στη Νέα Υόρκη – ΚΛΙΚ