Θεμελιώδης προϋπόθεση για την κατανόηση των σκέψεων, των επιλογών και τελικά του ίδιου του φωτογραφικού έργου που άφησε πίσω της η Jenny de Vasson, είναι η γνώση της οικογενειακής της προέλευσης, των ιδανικών με τα οποία γαλουχήθηκε και του τρόπου ζωής με τον οποίο μεγάλωσε. Η Jenny Marie Nannecy Girard de Vasson, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1872 στη La Châtre, μια κωμόπολη 5.000 κατοίκων, στο Berry της κεντρικής Γαλλίας. Ήταν μοναχοκόρη του Paulin Girard de Vasson και της Nannecy de Constantin. Ο πατέρας της, όπως και ο παππούς της, ήταν δικαστής και άνηκε σε μια παλιά οικογένεια του Berry που σχετίζεται, όπως κι αυτή της συζύγου του, με τον στρατηγό Bertrand. O προπάππους της, ευγενής και αξιωματούχος του γαλλικού στόλου, είχε τραυματιστεί στο πόλεμο της ανεξαρτησίας της Αμερικής, καθώς είχε πολεμήσει εναντίον των Άγγλων υπό τις διαταγές του Μαρκήσιου La Fayette. Ο Paulin de Vasson, ο οποίος είχε χάσει τη μητέρα του σε πολύ μικρή ηλικία, σπούδασε νομικά στο Collège de Vendôme, στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του σύχναζε στους μποέμ και καλλιτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας μαζί με τον συμπατριώτη και επιστήθιο φίλο του ποιητή Maurice Rollinat, μέσω του οποίου γνώρισε τον Baudelaire. Το 1871, σε ηλικία τριάντα δύο ετών, έγινε πρόεδρος του δικαστηρίου της La Châtre και παντρεύτηκε την Nannecy de Constantin. Η μητέρα της Jenny ήταν κόρη ενός μεγάλου γαιοκτήμονα της περιοχής και εγγονή του στρατηγού Henri-Gatien Bertrand, πιστού βοηθού του αυτοκράτορα Ναπολέοντα, στα χρόνια της εξορίας του στο νησί της Αγίας Ελένης. Η οικογένεια της μητέρας της, της Marie Périgois (γιαγιά της Jenny), η οποία συνδεόταν με τους πολιτικούς Thabaud Bois La Reine και Duris Dufresne, ενθάρρυνε τη διάδοση των νέων ιδεών στο Berry, απορροή των συναναστροφών της με την υψηλή κοινωνία της πρωτεύουσας. Ως εκ τούτων λοιπόν προκύπτει αβίαστα ότι η οικογένεια της ήταν διαποτισμένη με τις ιδέες του Βολταίρου και των εγκυκλοπαιδιστών, δεν ήταν τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι ανήκαν στους υποστηρικτές της αθωότητας του Λοχαγού Dreyfus τη περίοδο που διχάστηκε η Γαλλία, λόγω της περίφημης δίκης του. Η μικρή Jenny αναφέρει στο ημερολόγιο της ότι ο παππούς της πρόσφερε μονίμως ένα σπιτάκι στο κήπο του και δωρεάν τροφή για το δάσκαλο του σχολείου, κάτι που θα έκανε εκείνη την εποχή κάθε άντρα ευτυχισμένο. Έτσι η προσωπικότητά της μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως κληρονόμος της αριστοκρατικής και φιλελεύθερης σκέψης του 18ου αιώνα που της έδωσε η οικογένειά της. Η αφοσίωση των Vason στην ανάγνωση του Revue des Deux-Mondes (μηνιαίο περιοδικό λογοτεχνικών, πολιτιστικών και επίκαιρων θεμάτων που εκδίδεται στο Παρίσι από το 1829) μαρτυρά τη σταθερή πεποίθησή τους να ανήκουν σε αυτό το ρεύμα σκέψης.
Η Jenny de Vasson πέρασε τη πρώιμη παιδική ηλικία της ανάμεσα στο σπίτι στο οποίο ζούσαν οι γονείς της, απέναντι από το δικαστήριο στο La Châtre και στο Château de Greuille, που ανήκε στους γονείς της μητέρας της και που βρίσκεται περίπου είκοσι χιλιόμετρα μακριά. Το Greuille, είναι ένας παλιός πύργος που περιβάλλεται από τάφρο, καταμεσής ενός απέραντου δάσος. Η Jenny θα περάσει κάποια χρόνια εκεί με τους γονείς της, καθώς οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες του πατέρας της του στοίχισαν, προσωρινά, την απόλυση του. Ο Edouard de Vasson και ο Charles Périgois, ο παππούς και ο θείος της Jenny, ήταν από παλιά στενοί φίλοι της Γεωργίας Σάνδη, το σπίτι της οποία βρισκόταν δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από το δικό τους και οι γονείς της, όπως ήταν φυσικό, συνδέονταν με τον γιο της Maurice Sand και τη σύζυγό του, Lina Calamatta. Η Jenny ήταν μόλις τεσσάρων ετών όταν πέθανε η Σάνδη, εν τούτοις τη θυμάται πολύ καλά γιατί αναφέρει αργότερα (το 1900) στο ημερολόγιο της: « Ήμουν ένα πολύ μικρό κορίτσι, φορούσα μια λευκή μπλούζα σαν να τη βλέπω ακόμα και τώρα, που άφηνε τα χέρια και τα μπράτσα μου γυμνά. Τα μαλλιά μου ήταν κομμένα κοντά, αγορίστικα. Ήταν άνοιξη και αυτή η μικρή γωνιά που ζούσαμε ήταν γεμάτη λουλούδια. Η κυρία Σάνδη πέρασε από μπροστά μου ντυμένη στα μαύρα πέπλα της. Έκοψα ένα αγριολούλουδο και της το πρόσφερα, όμως η νταντά μου, η κυρία Maurice με έπιασε από το χέρι και μου είπε με τη βελούδινη φωνή της: “Μην κόβεις τα λουλούδια, Nini, η Mme Sand δεν το θέλει, την πονάει!”
Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο φτωχός τετράχρονος εγκέφαλός μου επεξεργάστηκε τότε αυτήν την πρόταση. Πάντως με έκανε να δω κάτι που ίσως δεν μου είχε ξανασυμβεί. Είδα με πόση λάμψη έπεφτε ο ήλιος πάνω στα κομψά λουλούδια που μου απαγόρεψαν να κόβω. Ακόμη και σήμερα εξακολουθώ να λυπάμαι για τη πράξη μου αυτή. Απέκτησα μια ασαφή ιδέα για την ομορφιά και τη πεποίθηση ότι γι’ αυτό δεν πρέπει να τη καταστρέφουμε. Τα αγριολούλουδα έπαψαν να είναι παιχνίδι για μένα, και ακόμη και τώρα είναι σχεδόν οδυνηρό όταν βλέπω τους μίσχους τους να αργοπεθαίνουν από δίψα στις μικρές ζεστές παλάμες άλλων παιδιών.
Θυμάμαι την Mme Sand τέσσερις φορές συνολικά. Εκείνη τη μέρα, στον ίδιο περίπατο, καθισμένη και τυλιγμένη στα μαύρα. Μια άλλη φορά να στέκεται ακουμπισμένη σε ένα μικρό φράχτη και να επιστρέφει τη ταμπακιέρα στον πατέρα μου, και τέλος, καθισμένη στο τραπέζι του σαλονιού να διαβάζει κρατώντας ένα μεγεθυντικό φακό με ξύλινη λαβή. Δεν θυμάμαι τον ήχο της φωνής της, ίσως να μην την άκουσα καν να μιλάει. Μου φαινόταν πάντα απορροφημένη και απόμακρη από μένα. Την εύρισκα όμορφη, ή καλύτερα ευχάριστη, γιατί η λέξη ομορφιά δεν σήμαινε ακόμη τίποτα για μένα. Μου φαινόταν ψηλή, παρόλο που ήταν μικροκαμωμένη».
Το 1878, ο Paulin de Vasson επανήλθε στο δικαστικό σώμα και διορίστηκε πρόεδρος του δικαστηρίου του Ιssoudun. Εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του και την κόρη του σε ένα ξενοδοχείο της πόλης, αν και συνέχισαν να μένουν πολύ συχνά στο Château de Greuille που βρισκόταν μόλις είκοσι χιλιόμετρα μακριά. Η Jenny de Vasson απέκτησε τη βασική της εκπαίδευση στο σπίτι, κάτι συνηθισμένο για τα παιδιά των ευκατάστατων οικογενειών εκείνης της εποχής. Η κυρίως υπεύθυνη για την εκπαίδευσή της ήταν η μητέρα της. Ως παιδί, της διδάσκει να διαβάζει, να γράφει και να μετράει, ενώ στην εφηβεία της την καθοδηγεί στη γαλλική και ξένη λογοτεχνία, στη φιλοσοφία και στην ιστορία. Για τις πιο εξειδικευμένες σχολικές γνώσεις, για τα λατινικά, και τα αρχαία ελληνικά όπως και για τα μαθήματα πιάνου, η Jenny είχε δάσκαλο που την επισκεπτόταν στο σπίτι. Η αγάπη της για την λογοτεχνία ήταν τόσο μεγάλη που την οδήγησε στο να μάθει ιταλικά και γερμανικά προκειμένου να μπορεί να διαβάζει τα μεγάλα έργα από το πρωτότυπο. Τις ώρες που δεν είχε μελέτη της άρεσε να συνοδεύει τον παππού της στα κτήματα, ή να κάνει μεγάλες βόλτες στην εξοχή. Τα βράδια, τόσο στο Greuille όσο και στο Issoudun, η οικογένεια συνήθως συγκέντρωνε αρκετούς επισκέπτες για ποικίλες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Από το σαλόνι τους περνούσαν καλλιτέχνες, βιομήχανοι, πολιτικοί και μεγαλο-ιδιοκτήτες γης, με κοινό χαρακτηριστικό ότι όλοι τους δεν φοβόντουσαν να διασχίσουν το κατώφλι ενός σπιτιού που φημιζόταν για τον φιλελευθερισμό, τη φιλομάθεια και το δημοκρατικό του πνεύμα.
Το 1888, στην ηλικία των δεκαέξι, η Jenny έκανε το πρώτο της ταξίδι με τους γονείς της επισκεπτόμενη την Ελβετία. Έκτοτε και μέχρι που ξέσπασε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, η οικογένεια της έκανε κάθε χρόνο ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό συνοδευόμενοι πάντα από φίλους τους, αν και συνήθως δημιουργούσαν και νέους εκεί που πήγαιναν. Είχαν επισκεφτεί περισσότερες από μία φορές το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες, την Ισπανία και την Ελλάδα. Ειδικά όταν επισκέπτονταν την Ιταλία προσκαλούσαν καλλιτέχνες για να τους συνοδεύσουν. Στη Βενετία, που είχαν πάει τουλάχιστον δέκα φορές, τους βρίσκουμε με τον Fernand Maillaud, τον Jean-Richard Bloch ή τον Emile Herzog. Παρά το ενδιαφέρον για το καινούργιο που ανακαλύπτεις και τις εξαιρετικές συνθήκες κάτω υπό τις οποίες έγιναν αυτά τα ταξίδια, η Jenny πάντα φοβόταν οτιδήποτε διατάραζε την κανονικότητα της καθημερινής της ζωής.
Ο πατέρας της περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του κυνηγώντας στο γειτονικό δάσος ή ζωγραφίζοντας για ώρες ακουαρέλες στα χωράφια, καθώς είχε πραγματικό ταλέντο και πάθος για τη ζωγραφική. Ο γλύπτης Emile Nivet σύχναζε στο Château de Greuille και ο ζωγράφος Fernand Maillaud φιλοξενούνταν τακτικά στο σπίτι του Issoudun. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η Jenny ήταν πάντα περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που επαγγέλλονταν ή ασχολούνταν με τη ζωγραφική, τη γλυπτική ή τη λογοτεχνία. Το 1890, ο Nivet επισκέφτηκε το Greuille συνοδευόμενος από ένα αγόρι δεκατεσσάρων ετών, που μόλις είχε χάσει τον πατέρα του. Με την καλοσύνη του προσέλκυσε τη συμπάθεια της οικογένειας de Vasson και έτσι βρέθηκε προσκεκλημένος στο Issoudun. Για τέσσερα χρόνια ο νεαρός Bernard Naudin πήγαινε σχεδόν κάθε εβδομάδα στο Issoudun, όπου η, κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη του, Jenny τον βοηθούσε στις εργασίες στα λατινικά, στα ελληνικά και στη λογοτεχνία. Πάνω απ’ όλα, του δίδαξε μουσική, η οποία αργότερα είχε πολύ σημαντική θέση στο έργο του. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας του ο, μετέπειτα σημαντικός ζωγράφος και μουσικός, Naudin, χάριζε στους οικοδεσπότες του ορισμένα από τα σχέδια που έκανε με μεγάλη επιδεξιότητα. Η ασάφεια των αναδυόμενων συναισθημάτων μεταξύ της Jenny και του Bernard ώθησε τον Paulin de Vasson να ενθαρρύνει την είσοδο του Bernard Naudin σε ένα μεγάλο παρισινό εργαστήριο. Οι δυο νέοι θα διατηρήσουν τακτική αλληλογραφία και η βαθιά και περίπλοκη φιλία τους θα διαρκέσει μια ζωή. Ο Bernard γινόταν πάντοτε δεκτός στο σπίτι των Vasson ως «γιος» τους. Ο ίδιος εξομολογήθηκε στην αδελφή του, λίγο πριν πεθάνει, ότι η Jenny de Vasson ήταν η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά στη ζωή του.
Το 1900, μετά το θάνατο του παππού de Constantin και το μοίρασμα της περιουσίας ανάμεσα στις δύο κόρες του, η μητέρα της Jenny αποξενώθηκε από το Greuille, ένα μέρος το οποίο είχε αγαπήσει η Jenny και στο οποίο δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Οι Vasson κληρονόμησαν το αβαείο Varennes και μια μεγάλη έκταση γύρω του. Αυτό το παλιό κτίριο, το οποίο περιλαμβάνει τα υπολείμματα ενός μοναστηριού που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε εξ ολοκλήρου από τους Vasson που εγκαταστάθηκαν εκεί το 1901. Ταυτόχρονα, ο Paulin de Vasson συνταξιοδοτήθηκε και αγόρασε ένα αρχοντικό στις Βερσαλλίες. Τα μέλη της οικογένειας μοίραζαν τη ζωή τους – εκτός από την περίοδο του πολέμου – μένοντας το καλοκαίρι στο Varennes και το χειμώνα στις Βερσαλλίες, δίνοντας την ευκαιρία στη Jenny να επισκέπτεται συχνά τα θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών στο γειτονικό Παρίσι. Η καθημερινή ζωή της Jenny de Vasson δεν επηρεάστηκε από τη μετεγκατάσταση της οικογένειάς της στις Βερσαλλίες και στο Varennes. Τα πρωινά της ήταν αφιερωμένα στο πιάνο και στην ανάγνωση. Τα ενδιαφέροντα της όμως δεν περιορίζονταν μόνο στις τέχνες και τη λογοτεχνία. Μελετούσε ιστορία, φιλοσοφία, αλλά και αστρονομία και φυσική. Δεν έμενε ικανοποιημένη με μια επιφανειακή προσέγγιση στα θέματα με τα οποία καταπιανόταν, άλλα ήθελε πάντα να τα αναλύει και να εμβαθύνει σ΄ αυτά. Τις περισσότερες φορές υπήρχαν πολλοί επισκέπτες στο σπίτι, και όταν είχαν μαζί τους και παιδιά, η Jenny ασχολιόταν πάντα μαζί τους γιατί τα αγαπούσε, άσχετα αν η ίδια δεν δημιούργησε ποτέ δική της οικογένεια. Το φαγητό κατείχε επίσης μια σημαντική θέση στη ζωή των Vasson. Υπήρχαν πάντα αξιόλογοι μάγειρες που μαγείρευαν γκουρμέ εδέσματα για την οικογένεια και στους συνδαιτυμόνες της, αν και το σημαντικότερο ήταν η δυνατότητα συνάθροισης και συζήτησης που πρόσφεραν αυτά τα δείπνα.
Το 1899, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Βενετία, οι φίλοι που τους συνόδευαν είχαν μαζί τους μια φωτογραφική μηχανή και επιστρέφοντας χάρισαν στην οικογένεια των Vasson αρκετές αναμνηστικές φωτογραφίες από το ταξίδι. Μέχρι τότε ο Paulin de Vasson ζωγράφιζε ακουαρέλες για σουβενίρ, αλλά έκτοτε σταμάτησε καθώς η κόρη του, γοητευμένη από την αμεσότητα των φωτογραφιών, αγόρασε δική της μηχανή και άρχισε να φωτογραφίζει συστηματικά. Τόσο ήταν το πάθος της με τη νέα αυτή ενασχόλησή, που έφτιαξε σκοτεινό θάλαμο για να επεξεργάζεται τις φωτογραφίες που τραβούσε, τόσο στις Βερσαλλίες, όσο και στο Varennes. Περιτριγυρισμένη από έναν επιδέξιο στις ακουαρέλες πατέρα και από έναν εξαιρετικό ζωγράφο, όπως ο φίλος της Bernard Naudin, η Jenny de Vasson βρήκε στη φωτογραφία ένα μέσο αναψυχής, μια διέξοδο για να αντισταθμίσει τη δική της αδεξιότητά στο σχέδιο. Έξυπνη, καλλιεργημένη, προικισμένη με μια ισχυρή προσωπικότητα και ένα χιούμορ που συχνά μεταφέρεται με φινέτσα στις φωτογραφίες της, η νεαρή γυναίκα πρέπει να είχε υποφέρει από το γεγονός ότι δεν είχε βρει ως τότε κάτι που να την αποσπά από την καθημερινή πειθαρχία, καθώς η ενασχόληση της με τη μουσική και το πιάνο ήταν απλώς ένα ακόμη από τα «πρέπει» της καλής εκπαίδευσης για τα παιδιά των αστικών οικογενειών της εποχής της.
Στην αρχή χρησιμοποιούσε τη φωτογραφική μηχανή για να καταγράφει οικογενειακά αναμνηστικά στιγμιότυπα, τοπία και μνημεία από τα μέρη που επισκεπτόταν είτε στη Γαλλία, είτε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Καθώς όμως εξέλισσε τη τεχνική της άρχισε να φωτογραφίζει φίλους και συγγενείς από το περιβάλλον της. Όσοι τους επισκέπτονταν στο Varennes συνήθως έμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι πνευματικές συζητήσεις τους έδιναν συχνά τη θέση τους στο θέατρο. Η Jenny de Vasson και οι φίλοι της σκηνοθετούσαν και ερμήνευαν έργα από το κλασικό ή το μοντέρνο ρεπερτόριο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Jenny ζητά από τα μοντέλα της να ποζάρουν και στη συνέχεια εμφανίζει και εκτυπώνει επί τόπου τις φωτογραφίες, τις οποίες αποθηκεύει σε χάρτινα κουτιά αφού μοιράσει μερικές εκτυπώσεις στους καλεσμένους της. Οι φωτογραφίες εκείνης της περιόδου γίνονται πάνω απ’ όλα σαν παιχνίδι, για την επιπλέον απόλαυση της θεατρικής παράστασης.
Σταδιακά η Jenny de Vasson επέκτεινε το φωτογραφικό της ενδιαφέρον πέρα από τον οικογενειακό της κύκλο. Άρχισε να φωτογραφίζει τους γείτονές της και τους αγρότες της περιοχής, σημάδι της προσοχής και της συμπάθειας της και για τις άλλες κοινωνικές τάξεις εκτός από τη δική της. Η φωτογραφία εκείνη την εποχή δεν ήταν διαδεδομένη, ακόμη όμως λιγότερο στην επαρχία που ζούσε. Έτσι οι κάτοικοι του Fougerolles – του χωριού όπου βρίσκεται το Αβαείο του Varennes – ερχόντουσαν όλο και περισσότερο για να ποζάρουν με τα καλά τους, χωρίς καμία καλλιτεχνική προσποίηση, μπροστά από το φακό της «δεσποινίδος de Vasson». Οι αγνοί χωρικοί πρέπει να μαγευόντουσαν καθώς η νεαρή φωτογράφος τους χάριζε το πορτραίτο τους ή αυτό των παιδιών τους, κάτι εξαιρετικά καινοτόμο για τον τόπο και την εποχή που ζούσαν. Αυτή μάλιστα η δραστηριότητα πήρε ιδιαίτερη σημασία κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πόλεμου (1914-1918): όπως ακριβώς η μητέρα της έδινε ένα χρυσό νόμισμα, έτσι και η Jenny έδινε από μια φωτογραφία της οικογένειάς τους σε όλους τους στρατιώτες που έφευγαν για το μέτωπο ή που επέστρεφαν από αυτό με ολιγοήμερη άδεια. Μια φωτογραφία, αυτό το τεχνολογικό θαύμα που, μέσω της πιστής καταγραφής, διατηρεί την εικόνα ζωντανή και διαιωνίζει τη μνήμη μπορεί να αναπληρώσει την απουσία και να καταστήσει ανεκτό έναν χωρισμό. Λειτουργεί ως ένα είδος φυλαχτού γι΄ αυτόν που τη κουβαλά μαζί του. Τον προστατεύει. Ξέρει ότι κινδυνεύει, ξέρει ότι έχει φύγει μακριά, αλλά παρηγοριέται πιστεύοντας ότι είναι ακόμα εκεί, άλλωστε αυτό του αποδεικνύει κι η φωτογραφία – το ότι είναι ακόμα εκεί, μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του και θα είναι εκεί για πάντα!
Η Jenny de Vasson ήταν μυημένη στους κανόνες σύνθεσης του κλασικού σχεδίου, καθώς ζωγράφιζε και η ίδια – έστω και αδέξια, αλλά δεν είχε καμιά φωτογραφική αναφορά. Ως εκ τούτου τα πορτραίτα της ξεφεύγουν από κάθε σύμβαση και δεν έχουν τίποτα κοινό ούτε με τα πορτραίτα των επαγγελματιών της εποχής. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι τότε οι επαγγελματίες φωτογράφοι προέρχονταν από τους μέτριους ζωγράφους πορτραίτων ή κατά το πλείστον από μια – ξεχασμένη στις μέρες μας – συντεχνία καλλιτεχνών, οι οποίοι με ένα μικρό ψαλίδι έκοβαν πολύ γρήγορα ένα μαύρο χαρτόνι, σχηματίζοντας έτσι το προφίλ του εικονιζόμενου. Αυτοί λοιπόν είδαν τη πελατεία τους να συρρικνώνεται από τη νέα εφεύρεση της φωτογραφίας, η οποία «εκδημοκρατικοποίησε» το πορτραίτο που παλαιότερα προοριζόταν μόνο για μερικούς προνομιούχους. Έτσι λοιπόν στράφηκαν στα φωτογραφικά πορτραίτα προσδοκώντας να διατηρήσουν και να αυξήσουν τους πελάτες τους. Οι περισσότεροι από αυτούς απέδιδαν μεγαλύτερη σημασία στη διακόσμηση του φόντου μπροστά από το οποίο τοποθετούσαν το μοντέλο τους: ζωγραφισμένοι καμβάδες που έδειχναν εντυπωσιακά τοπία, μεγαλοαστικά σαλόνια, μεγαλοπρεπείς σκάλες ή κιονοστοιχίες χρησίμευαν ως σκηνικό για να στηθούν οι φωτογραφιζόμενοι. Έθεσαν κανόνες σύνθεσης υιοθετώντας τις υφιστάμενες αισθητικές αντιλήψεις της ζωγραφικής της εποχής. Εφεύραν επίσης το «ρετουσάρισμα», με το οποίο εξαλείφεις όλες τις ενοχλητικές λεπτομέρειες του προσώπου ή του σώματος, οι οποίες καταγράφονταν πλέον με απίστευτη σαφήνεια λόγω της προόδου της οπτικής, δίνοντας έτσι στο μοντέλο την ευχάριστη εμφάνιση που θα ήθελε να έχει. Η Jenny de Vasson είχε σίγουρα φωτογραφηθεί σε στούντιο υπό αυτές τις συνθήκες, επομένως γνώριζε πολύ καλά αυτές τις πρακτικές. Εν τούτοις η ίδια επιλέγει συνειδητά τη φυσικότητα των μοντέλων της και την απογύμνωση από τα τεχνάσματα, απελευθερωμένη από τους επαγγελματικούς περιορισμούς. Φυσικά, οι άνθρωποι που φωτογράφισε προσπάθησαν να δώσουν την καλύτερη δυνατή εικόνα του εαυτού τους. Αυτή είναι μια σχεδόν φυσιολογική αντίδραση για όποιον στέκεται μπροστά από μια φωτογραφική μηχανή. Αλλά η Jenny de Vasson πέτυχε, αρνούμενη να προσθέσει οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει το πορτραίτο κολακευτικό και επομένως παραπλανητικό.
Χαρακτηριστική φωτογραφία αυτής της λογικής – και ίσως μια από τις πιο δυνατές της – είναι αυτή που εικονίζει μια μητέρα με το παιδί της μπροστά από έναν γυμνό, κάπως ερειπωμένο τοίχο, η υφή του οποίου ταιριάζει απόλυτα με το λεκιασμένο φόρεμα της γυναίκας. Το σφιχτό πλαίσιο της σύνθεσης δεν αφήνει στο μάτι καμία πιθανότητα διαφυγής. Η γυναίκα με τα χέρια ενωμένα στα γόνατά της, αν και κοιτάζει ήρεμα κατευθείαν προς το φακό, εν τούτοις μας δίνει την εντύπωση ότι το μυαλό της είναι αλλού. Η σταθερότητα του βλέμματος της έρχεται σε αντίθεση με την ανήσυχη, λοξή ματιά του παιδιού, που φαίνεται να παραξενεύεται από την ικανότητα αυτού του περίεργου μηχανήματος που θα αιχμαλωτίσει αιώνια την εικόνα του. Από τη ποιότητα των εκτυπώσεων που διασώθηκαν γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι η σκηνοθεσία και η σύνθεση των κάδρων της ήταν σίγουρα πιο σημαντικά για αυτήν από το να κάνει προσεκτικές εκτυπώσεις. Η πνευματική καλλιέργεια της Jenny de Vasson και το καλλιτεχνικό ένστικτό της υποκαθιστούν την έλλειψη των εξειδικευμένων φωτογραφικών γνώσεων. Οι «αναμνηστικές» φωτογραφίες των καθημερινών ανθρώπων του περίγυρού της αποκτούν μνημειακές ιδιότητες μέσα από τη ματιά της φωτογράφου. Το νεαρό χωριατόπουλο, που ασφυκτιά από το στενό κολάρο γύρω από το λαιμό του, ποζάρει με κάθε επισημότητα κρατώντας (από ευγένεια μπροστά στη κυρία?) το καπέλο στα χέρι του. Αντίθετα με τα πομπώδη σκηνικά των επαγγελματικών στούντιο, η λιτή σκάλα πίσω του και το αναρριχώμενο γιασεμί πλάι του συγκροτούν μια δυναμική σύνθεση που καθηλώνει τον θεατή και αποθεώνει τον δημιουργό.
Διασώζεται μια σειρά πορτραίτων που εικονίζουν κατοίκους του Fougerolles να ποζάρουν για λογαριασμό της Jenny de Vasson σε ένα συγκεκριμένο σημείο του χωριού. Σε όλες διακρίνουμε το ίδιο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, ένα πυκνόφυλλο φίκο που χρησιμοποιείται σαν φόντο ή εναλλακτικά έναν τοίχο που χάνεται στο βάθος. Ικανοποιημένη από το ταπεινό αυτό σκηνικό η φωτογράφος δημιουργεί μια εκπληκτική τυπολογία καταφέρνοντας να αποτυπώσει όλο το φάσμα των διαφορετικών προσωπικοτήτων των κατοίκων που παρελαύνουν μπροστά από τη μηχανή της. Δεν μπορούμε παρά να εντυπωσιαστούμε από την αυστηρότητα και τη λιτότητα της σύνθεσης, η οποία όμως οδηγεί σε μια σπάνια υπέρβαση της περιγραφής. Οι εικονιζόμενοι παύουν να είναι αγρότες ή χωρικοί, επιστήμονες ή υπηρετικό προσωπικό. Δεν υποβαθμίζονται, ακόμη και όταν ποζάρουν άκομψα, ούτε εξιδανικεύονται στεκόμενοι αγέρωχα. Οι φωτογραφίες της de Vasson αποφεύγουν τα κλισέ. Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί αυτόν τον περιορισμένο χώρο, καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει την έννοια του χρόνου: σε μερικές φωτογραφίες η μετωπική λήψη εκφράζει το διαχρονικό, το αιώνιο. Σε άλλες εικόνες το βάθος, που υποδηλώνεται με την ασαφή σιλουέτα ενός χαρακτήρα στο παρασκήνιο, μας επαναφέρει στο σήμερα. Ασυναίσθητα ο νους ενός ενήμερου θεατή θα ανατρέξει στα αντίστοιχα (αν και λίγο μεταγενέστερα) πορτραίτα του August Sander που περιλαμβάνονται στο κλασσικό πλέον έργο του: «Ο Άνθρωπος του 20ου αιώνα». Αν και για ορισμένους μπορεί να θεωρηθεί ανίερη η τοποθέτηση της de Vasson στο πλάι ενός από τα «ιερά τέρατα» της τέχνης της φωτογραφίας, ωστόσο η σύγκριση είναι αυτή που καθορίζει τα μεγέθη και οδηγεί στην άντληση της όποιας ικανοποίησης και σε αυτή τη σύγκριση τα έργα της Jenny de Vasson δεν υστερούν.
Αξιοσημείωτα επίσης είναι και τα αυτοπορτραίτα της. Σε ορισμένα οργανώνει το κάδρο της και στη συνέχεια ζητά από ένα συγγενή ή φίλο της να απελευθερώσει το κλείστρο για να φανερωθεί μια τυπική πόζα. Όπως σ΄ αυτήν την ολόσωμη που εικονίζεται μπροστά στη βιβλιοθήκη της ή σε μια λιγότερο συμβατική σύνθεση, στην οποία αναδεικνύεται πίσω από το περίγραμμα ενός παραθύρου με ένα βάζο τριαντάφυλλα μπροστά της. Υπάρχουν όμως και φωτογραφίες στις οποίες παίζει με την εικόνα της με μεγάλη τολμηρότητα. Μπορούμε να διακρίνουμε το προφίλ της να διαγράφεται με αρκετή δόση νεωτερικότητας πίσω από το προφίλ της Germaine Brigot που ποζάρει σε πρώτο πλάνο, σε μια φωτογραφία του 1903 και θα έπρεπε να περιμένουμε να περάσουν 65 χρόνια για να δούμε μια αντίστοιχη σύνθεση να εμφανίζεται σε εξώφυλλο ροκ μπάντας (The history of the Byrds, 1973). Ακόμη πιο avant-garde για την εποχή του μπορεί να χαρακτηριστεί το πορτραίτο μιας νεαρής γυναίκας στο οποίο παρεισφρέουν ανακλώμενα αντικείμενα ή και άλλα πρόσωπα, μαζί και αυτό της ίδιας της φωτογράφου σε μια κομψή, αλλά δαιδαλώδη σύνθεση.
Η Jenny de Vasson πέθανε από στηθάγχη στις 15 Φεβρουαρίου 1920, σε ηλικία σαράντα επτά ετών. Προαισθανόμενη το τέλος της είχε προλάβει να καταστρέψει όλα τα χειρόγραφα με τις λογοτεχνικές της απόπειρες, όπως και τα σχέδια και τα ζωγραφικά της έργα, αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Δεν έπραξε, ευτυχώς, το ίδιο και με τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει κατά την εικοσάχρονη ενασχόληση της με το μέσο, καθώς θεωρούσε ότι είχαν περισσότερο συναισθηματική και «αναμνηστική» διάσταση και λιγότερο καλλιτεχνική υπόσταση. Δυστυχώς το μεγαλύτερο αρχείο του έργου της καταστράφηκε το 1942, όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής λεηλάτησαν την οικογενειακή κατοικία των Vasson, στις Βερσαλλίες. Ότι έχει διασωθεί προέρχεται από τις εκτυπώσεις και τις γυάλινες πλάκες που βρέθηκαν στη κατοικία στο Varennes, επιμελώς φυλαγμένες σε χάρτινα κουτιά αρχειοθετημένα και ταξινομημένα με ταμπέλες κολλημένες πάνω τους που έγραφαν «καλές», «μέτριες» ή «κακές». Ο φωτογράφος Jean-Marc Zaorski τις ανακάλυψε το 1980 και επιμελήθηκε την έκδοση του λευκώματος «Jenny de Vasson, une femme photographe au debut du siècle» (Herscher, 1982), δίνοντας έμφαση κυρίως στα πορτραίτα που είχε τραβήξει. Από τις ελάχιστες φωτογραφίες άλλου θέματος που περιλαμβάνονται στο βιβλίο σχηματίζεται η πεποίθηση ότι σίγουρα υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες εικόνες που αξίζει να αναδειχτούν. Και μόνο η φωτογραφία που τράβηξε στο διάδρομο της Gallerie Uffici με το φως να μπαίνει διαγώνια από τα παράθυρα της εσωτερικής αυλής και να στριμώχνει, αφύσικα, μια κυρία με εντυπωσιακό καπέλο στην άκρη του κάδρου ή η τελευταία φωτογραφία του βιβλίου, η μόνη χωρίς ανθρώπινη παρουσία, με μια μοναχική ξύλινη πολυθρόνα μπροστά σε έναν άδειο τοίχο, μας πείθουν ότι αξίζει να ξανακοιτάξουμε το αρχείο της.
Χρήστος Κοψαχείλης, Μάρτιος 2021