Larry Towell (1953).

 

Η επαγγελματική κάρτα του Larry Towell γράφει «ανθρώπινο ον». Ποιητής αλλά και λαϊκός μουσικός ο ίδιος που συνοδεύει τα τραγούδια διαμαρτυρίας του παίζοντας μπάντζο, έχει κάνει πολλά για να διαμορφώσει το προσωπικό του στυλ στη φωτογραφία. Γιος ενός επισκευαστή αυτοκινήτων, ο Towell γεννήθηκε το 1953 στο Chatham στην επαρχία του Οντάριο στο Καναδά ήταν μέλος μιας πολυμελούς οικογένειας. Στη διάρκεια των σπουδών στις εικαστικές τέχνες στο Πανεπιστήμιο York του Τορόντο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ήρθε σε επαφή με τη φωτογραφία και διδάχτηκε τα μυστικά του σκοτεινού θαλάμου.

Στα πλαίσια της συμμετοχής του σε μια εθελοντική αποστολή στην Καλκούτα το 1976, ο Towell ξεκίνησε να φωτογραφίζει, αλλά και να γράφει. Επιστρέφοντας στον Καναδά, δίδαξε λαϊκή μουσική για να εξασφαλίσει τα προς το ζην τόσο για τον εαυτό του, όσο και για την οικογένειά του, ενώ από το 1984 εργάστηκε ως ανεξάρτητος φωτογράφος και συγγραφέας επικεντρώνοντας τη προσοχή του στους παρίες της κοινωνίας, στους στερημένους, στους μετανάστες, στους φτωχούς αγρότες. Ανάμεσα στα ρεπορτάζ που ολοκλήρωσε συμπεριλαμβάνονται αυτά για τους αντάρτες Contra στη Νικαράγουα που ξεσηκώθηκαν ενάντια στη δικτατορία του Σομόζα, για τους συγγενείς των εξαφανισμένων στη Γουατεμάλα, και για τους βετεράνους του πολέμου του Βιετνάμ, οι οποίοι επέστρεψαν στη χώρα εναντίον της οποίας πολέμησαν για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της. Το πρώτο φωτογραφικό του δοκίμιο που δημοσιεύτηκε σε περιοδικό ήταν το «Χαμένος Παράδεισος», στο οποίο εκτίθενται οι οικολογικές συνέπειες της καταστροφικής πετρελαιοκηλίδας του Exxon Valdez στην Αλάσκα. Από το 1988 ήταν δόκιμο μέλος του πρακτορείου Magnum και από το 1993 πλήρες μέλος, ο πρώτος και ο μοναδικός Καναδός.

Η καριέρα του Towell ως φωτορεπόρτερ ουσιαστικά ξεκίνησε με την κάλυψη του εμφυλίου πολέμου στο Σαν Σαλβαδόρ. Το δεκαετές ρεπορτάζ του ολοκληρώθηκε με την έκδοση του ομότιτλου βιβλίου του το 1996. Οι φωτογραφίες του λευκώματος έχουν τραβηχτεί με παραδοσιακό ασπρόμαυρο φιλμ και επικεντρώνονται στην επίδραση του πολέμου πάνω στους ανθρώπους. Χαρακτηριστικές είναι οι επιμήκεις σκιές των αμάχων που εγκαταλείπουν μια βραχώδη πλαγιά, τα πτώματα των ανταρτών που εκτελέστηκαν από κυβερνητικούς στρατιώτες, ενώ έντονα συναισθήματα προκαλεί η φωτογραφία μιας μάνας που θρηνεί στην αγκαλιά της το νεκρό παιδί της – ευθεία παραπομπή στη Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου.

Ο Towell έχει περάσει πολλά χρόνια φωτογραφίζοντας εικόνες που τεκμηριώνουν τις διαφορετικές φάσεις στη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη της Γάζας, πολλές από τις οποίες συλλέγονται στο λεύκωμα «Παλαιστίνη» που εκδόθηκε το 1999, ενώ με τη βοήθεια του βραβείου Henri Cartier-Bresson, το 2005, ολοκλήρωσε και το δεύτερο βιβλίο του σχετικά με την Παλαιστινιακή-Ισραηλινή σύγκρουση. Η συμπάθειά του προς τους ακτήμονες τον οδήγησε στους Μεννονίτες μετακινούμενους εργάτες του Μεξικού και χρειάστηκε έντεκα χρόνια για να ολοκληρώσει το έργο του, το 2000 και να εκδώσει το αντίστοιχο βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Phaidon.

Ο διαφορετικός τρόπος που ο Towell προσεγγίζει τα θέματά του αποκαλύπτεται στις φωτογραφίες που πήρε το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, στη Νέα Υόρκη. Εκείνη τη μέρα το γραφείο του Magnum είχε μια συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου στο κέντρο του Μανχάταν. Όταν κατέστη σαφές ότι αυτό που συνέβαινε στους πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου ήταν μια τρομοκρατική επίθεση, όλοι οι φωτογράφοι του Magnum άρπαξαν τις φωτογραφικές μηχανές τους και κατευθύνθηκαν στο κέντρο της πόλης. Ο Towell δεν έστρεψε το βλέμμα του ούτε στη κατάρρευση των κτιρίων, ούτε στις δραματικές εικόνες των σωμάτων που πέφτουν από ψηλά από τους φλεγόμενους πύργους. Φωτογραφίζει ένα κουστουμαρισμένο στέλεχος επιχειρήσεων να διαβάζει ήρεμα ένα κομμάτι χαρτί στη μέση του δρόμου, ενώ τα συντρίμμια είναι σκορπισμένα τριγύρω του και η σκόνη εξακολουθεί να κρέμεται στον αέρα, δημιουργώντας μια από τις πιο εμβληματικά εικόνες από εκείνη την τραγική μέρα. Εκτός από τα πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένα διεθνή ρεπορτάζ του, ο Towell για πάρα πολλά χρόνια φωτογραφίζει την οικογένεια του και τους φίλους του μέσα και γύρω από το 75 στρεμμάτων αγρόκτημα του στο Lambton County του Οντάριο. Το αποτέλεσμα αυτού του φωτογραφικού ημερολογίου κυκλοφόρησε το 2008 με τίτλο «The World From My Front Porch».

Τον ίδιο χρόνο (2008) στα πλαίσια του 10ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, παρουσιάστηκε το ντοκιμαντέρ της Mary-Ellen Davis, “Territories” (Εδάφη), που αποτελεί ένα πορτρέτο του Larry Towell. «Με τον Larry μας συνδέει προσωπική φιλία. Πέρα όμως από αυτό, το γεγονός που με ώθησε να κάνω αυτήν ταινία ήταν η πολυσχιδής προσωπικότητά του. Πρόκειται για έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, που οι αντιλήψεις και η στάση του απέναντι στα παγκόσμια προβλήματα συνάδουν με τη δική μου οπτική για τα πράγματα και για τον κόσμο», ανέφερε σχετικά η M. E. Davis και συμπλήρωσε: «Ανεξάρτητα από το θέμα του, ο Larry Towell θεωρεί τον εαυτό του “φωτογράφο οικογενειών”. Αυτό ακριβώς το αίσθημα οικειότητας που δημιουργεί ο τρόπος δουλειάς του, αποτέλεσε το κίνητρο μου για να τον κινηματογραφήσω». Ο Larry Towell με την ευκαιρία προβολής αυτής της ταινίας επισκέφτηκε την Ελλάδα και δέχτηκε να παραχωρήσει τη συνέντευξη που ακολουθεί στη Καλλιόπη Λαγοδήμου, για το περιοδικό Ταχυδρόμος:

Κύριε Towell, είστε ένας ευρέως αναγνωρισμένος φωτογράφος που έχει βρεθεί σε εμπόλεμες ζώνες και πολύ δύσκολες αποστολές. Μιλήστε μας για τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις σας στα «Εδάφη» που πήγατε να αποθανατίσετε. Ποιες ιστορίες συνήθως κρύβονται πίσω από τις φωτογραφίες σας;

«Άρχισα να φωτογραφίζω “Εδάφη” το 1993, διότι πίστευα ότι θα υπάρξει μια καινούρια χώρα στη Μέση Ανατολή και ένα τέλος στις μακρόχρονες συγκρούσεις Ισραηλινών με Παλαιστίνιους. Δεν πήγα για να φωτογραφίσω τις συγκρούσεις αλλά τη νέα χώρα που υποτίθεται ότι θα δημιουργούνταν. Ξεκίνησα λοιπόν αυτό το ταξίδι. Αυτό δεν συνέβη ποτέ. Εγώ φωτογράφισα την αποτυχία της αποκατάστασης της ειρήνης για τα επόμενα περίπου δεκατρία χρόνια. Προσέγγισα το ξεκίνημα του πολέμου, αλλά και την ολοκλήρωσή του. Έγραψα δύο βιβλία για τις παλαιστινιακές συγκρούσεις και κατέληξα στο ότι, εάν δεν συνέβαινε κάτι θετικό εκεί, δεν θα ξαναπήγαινα. Προσπάθησα σκληρά και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Από τη στιγμή όμως που δεν είχα ελπίδες για μια δίκαιη ειρήνη, τουλάχιστον όχι σύντομα, αφού ο δίκαιος αγώνας των Παλαιστινίων για απελευθέρωση είχε πολύ δρόμο για να κερδηθεί, δεν ήθελα να ξαναγυρίσω. Οι ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις φωτογραφίες μου έχουν να κάνουν με τα όσα είδα, με τις αληθινές εμπειρίες μου στην Παλαιστίνη, οι φωτογραφίες μου είναι μια καταγραφή τού τι συνέβη, ποιο υποτίθεται ότι ήταν το τέλος του πρώτου πολέμου, που έφτασε σε ένα τέλος, και το ξέσπασμα του δεύτερου που με έφερε πίσω στην Παλαιστίνη και με έκανε να γράψω ένα καινούριο βιβλίο με τίτλο No mans land”. Ακόμα κι όταν βραβεύτηκα το 2003, που πίστευα ότι θα φωτογράφιζα τη συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών και τη διαδικασία να αποκατασταθεί η ειρήνη, κάτι που τελικά δεν έγινε, αυτό που προσπαθούσα να κάνω ήταν να περνώ το χρόνο μου κοντά σε κάθε κίνηση για ειρήνη: φωτογράφιζα πολλές ομάδες ανθρώπων, ομάδες, για παράδειγμα, που υποστήριζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και που δεν τις κάλυπταν καθόλου τα μέσα. Αυτές οι ομάδες συνεργάζονταν με τους Παλαιστίνιους, διαμαρτύρονταν με τους Παλαιστίνιους κι αυτό ήταν πολύ θετικό γιατί οι ομάδες αυτές δούλευαν όλες μαζί και δεν παρουσιάζονταν ούτε από την κυβέρνηση ούτε από τον Τύπο».

Νιώσατε ποτέ την αίσθηση του φόβου ή την ανάγκη να εγκαταλείψετε την αποστολή σας εξαιτίας του κινδύνου που έπρεπε να αντιμετωπίσετε;

«Να τα εγκαταλείψω, όχι. Ξέρετε, δεν πιστεύω πολύ στην εικόνα του πολεμικού φωτογράφου. Είναι λίγο ψεύτικα αυτά. Δεν είμαι πολεμικός φωτογράφος, βρίσκομαι όμως εκεί για να φωτογραφίσω την πατρίδα και την απώλεια πατρίδας. Μαθαίνεις από την εμπειρία σου αν αυτό που κάνεις είναι χαζό ή όχι. Όταν δεν έχεις την εμπειρία, προφανώς θα κάνεις χαζά πράγματα».

Είναι όμως επικίνδυνο να βρίσκεσαι εκεί. Είναι αδιανόητο να μην αισθανθήκατε ποτέ φόβο.

«Όταν είσαι φωτορεπόρτερ, μεταφέρεσαι πολύ γρήγορα από το ένα μέρος στο άλλο και πολλές φορές δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται ακριβώς. Έχω δουλέψει σε δουλειές που χρειάστηκαν πολύ καιρό για να ολοκληρωθούν. Στο Ελ Σαλβαδόρ έμεινα δέκα χρόνια, στη Νικαράγουα κατέγραφα για καιρό τις παραβιάσεις των στοιχειωδών δικαιωμάτων στον πόλεμο. Όταν γίνεται λαθρεμπόριο όπλων, όταν καίγονται χωριά και βιάζονται γυναίκες, ποιος νικά στη μάχη; Αν είσαι φωτορεπόρτερ, λοιπόν, προσπαθείς να μπεις στην ψυχή των ανθρώπων, να εισβάλεις στον τόπο τους, στα πράγματά τους, να περάσεις μαζί τους ώρες και να κάνεις γρήγορες λήψεις. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω εγώ. Και μπορεί να βρεθείς κάποιες φορές σε πολύ βίαιες καταστάσεις, αλλά μαθαίνεις από τα λάθη σου. Εγώ, εξάλλου, δεν είμαι από τους φωτογράφους που αποθανατίζουν μόνο βία».

Ποια είναι η κυριότερη δυσκολία που αντιμετωπίζει κανείς όταν ψάχνει να καταγράψει τέτοιου είδους γεγονότα;

Οι δυσκολίες αρχικά έχουν να κάνουν με το πώς θα φτάσεις εκεί και πώς θα καλύψεις τα έξοδά σου. Ύστερα, θα πρέπει  να βγεις έξω να κάνεις κάτι εντελώς δικό σου, να γυρίσεις να εμφανίσεις το φιλμ και μετά να το πουλήσεις αμέσως στα μίντια, γιατί η μάχη θα έχει τελειώσει πριν γυρίσεις σπίτι. Κι εγώ δεν δουλεύω με ψηφιακή μηχανή, δουλεύω με φιλμ. Το επόμενο ζήτημα είναι ποιος θα σου εκδώσει τη δουλειά σου. To Magnum και τα υπόλοιπα πρακτορεία είναι σε ύφεση γιατί όλο και περισσότεροι φωτογραφίζουν με ψηφιακές μηχανές που το αποτέλεσμα είναι πιο γρήγορο – κι έτσι τα ΜΜΕ δεν μπορούν να περιμένουν πολλές φορές το χρόνο που χρειάζεται για να εμφανιστεί ένα φιλμ. Επομένως, ποιο είναι το κοινό σου και πώς θα βρεις το κοινό σου είναι μία ακόμη δυσκολία. Γι’ αυτό και ασχολούμαστε πολλές φορές με βιβλία και εκθέσεις, γιατί αποτελούν έναν τρόπο προσέγγισης του κοινού. Χωρίς όμως τα μέσα, χωρίς την πρόσβαση στα περιοδικά, η δουλειά δεν έχει την ίδια σημασία. Πρέπει να έχεις πρόσβαση στο κοινό – και αυτό είναι το δύσκολο σημείο. Κι ύστερα υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες, εάν έχεις κάρτα δημοσιογράφου, για ποια χώρα τη χρειάζεσαι, εάν δεν την έχεις, τι προβλήματα αντιμετωπίζεις. Υπάρχουν και πιο πρακτικά ζητήματα, όπως το αν δουλεύεις μόνος σου ή με άλλους, αν χρησιμοποιείς διερμηνέα ή αν χρειάζεσαι αυτοκίνητο. Στην πρώτη μου δουλειά ήμουν μόνος, πεζοπόρος, με την κάμερα στο χέρι και δεν ήξερα ούτε τη γλώσσα. Το φωτορεπορτάζ λοιπόν έχει να κάνει πάνω απ’ όλα με την εμπειρία».

Και πώς ξεπερνιούνται όλες αυτές οι δυσκολίες;

«Μαθαίνεις από την εμπειρία σου. Ο φωτογράφος που είναι ελεύθερος επαγγελματίας έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη γνώμη του βάσει της εμπειρίας του και δεν πρέπει να ανησυχεί για εκδότες ή οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να είναι έντιμος με τον εαυτό του και να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Όταν ξεκίνησα κι εγώ σε περιοχές που δεν ήξερα, φοβόμουν γιατί δεν γνώριζα τι θα αντιμετωπίσω, φοβόμουν ότι θα αποτύχω, κι είναι συναισθήματα που οποιοσδήποτε θα είχε. Στον κόσμο της φωτογραφίας, πολλοί φωτογράφοι δημιουργούν πράγματα μέσα στα στούντιό τους, εκεί εφαρμόζουν την τέχνη τους. Η τέχνη του φωτορεπόρτερ όμως είναι να αποκτά εμπειρία πρώτα. Προσπαθώντας, λοιπόν, ξεπερνάς τα εμπόδια».

Τα ενδιαφέροντα και οι δραστηριότητές σας δεν περιορίζονται μόνο στη φωτογραφία. Στην πραγματικότητα είστε, όπως έχετε δηλώσει, φωτογράφος, μουσικός, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, αγρότης… Πώς τα συνδυάζετε όλα αυτά;

«Μπορεί να είμαι όλα αυτά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι και καλός σε όλα. Το να λες μια ιστορία περιλαμβάνει και άλλες πλευρές. Πώς συνδυάζονται όλα; Είναι ένα πείραμα. Η ψηφιακή φωτογραφία μάς έχει κάνει κακό, πώς θα επιβιώσουμε εμείς αυτή την εποχή που δεν χρησιμοποιούμε την ψηφιακή μηχανή; Το καλό όμως της ψηφιακής τεχνολογίας είναι η ευκολία τού να καταγράψεις ήχο, βίντεο, να μεταδόσεις πληροφορίες κ.ά. Όταν ταξιδεύω, λοιπόν, έχω μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή, τη βιντεοκάμερα, το μικρόφωνο, ηχητικά, μπαταρίες και είμαι σαν ένα κινούμενο στούντιο εγγραφής. Κάπως έτσι ξεκίνησα να συλλέγω πράγματα καθώς ταξίδευα στον κόσμο. Η τέχνη για μένα πια δεν είναι μόνο οι φωτογραφίες. Κρατώ και σημειώσεις και, όταν θέλω να γράψω σοβαρά, ίσως να γράψω ποιήματα που μπορεί να βασίζονται στην παρατήρηση και την εμπειρία μου. Στο Magnum έχουμε κάτι που το λέμε “συναίσθημα του Magnum” και εκεί με τη βοήθεια των πολυμέσων παρουσιάζουμε κάποια κομμάτια online είτε από φωτογραφήσεις είτε από βίντεο. Κάτι άλλο που κάνω είναι να ηχογραφώ δικά μου κομμάτια στο στούντιο μου ή να γυρίζω βίντεο, να φτιάχνω CDs με μουσική και ποίηση που μπορεί να αγοράσει κανείς. Τα δουλεύω όλα αυτά ταυτόχρονα γιατί θέλω να πειραματίζομαι και να πρωτοπορώ».

Όποιο κι αν είναι το θέμα της φωτογράφησής σας, πάντα εστιάζετε στους ανθρώπους, στην ανθρώπινη επαφή. Γιατί;

«Γιατί αυτό είναι που μετράει πραγματικά. Δεν με ενδιαφέρουν τα τοπία. Έγινα φωτογράφος για τους ανθρώπους, όχι για τα χρώματα και τα τοπία. Ποτέ δεν με ενδιέφερε ο εξωτισμός. Ασχολούμαι με τη φωτογραφία γιατί μου αρέσει να είμαι συμμέτοχος σε ιστορίες».

Πώς αποφασίσατε να γίνετε φωτογράφος;

«Ταξίδεψα ως συγγραφέας στην Κεντρική Αμερική στις αρχές του 1980, γινόταν πόλεμος κι όταν είδα τις δυσκολίες των ανθρώπων, δεν με ενδιέφερε πια να παριστάνω τον καλλιτέχνη. Ήθελα να τους βοηθήσω και να γίνω η φωνή αυτών που δεν μπορούν να μιλήσουν. Κι ύστερα πήγα στο Magnum, έγινα φίλος με πολλούς φωτογράφους που με υποστήριξαν και με επηρέασαν θετικά με το να λένε τη γνώμη τους για τη δουλειά μου».

Χρήστος Κοψαχείλης, 2017

Πηγές:

  • Καλλιόπη Λαγοδήμου : Larry Towell, Το συναίσθημα του φακού.- Ταχυδρόμος, 2008
  • Larry Towell : Les MennonitesPhaidon
  • Larry Towell : The World From My Front Porch