Τον Σεπτέμβριο του 2001, ένας φιλόδοξος νεαρός, ο Moises Saman, βρισκόταν στα νηπιακά στάδια της καριέρας του στο φωτορεπορτάζ. Μόλις πρόσφατα είχε αποκτήσει τη πρώτη του δουλειά πλήρους απασχόλησης στην εφημερίδα της Νέας Υόρκης Newsday, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του καταγράφοντας τα νέα της ημέρας στην πόλη – από την πολιτική μέχρι την διασκέδαση και τα κουτσομπολιά. Ήταν χαρούμενος γιατί του είχαν αναθέσει την πρώτη του διεθνή αποστολή: Να πάει στην Παλαιστίνη και να φωτογραφίσει για να εικονογραφηθεί ένα άρθρο για την επέτειο της έναρξης της δεύτερης εξέγερσης της Ιντιφάντα. Μετά από λίγο όμως ο κόσμος ήρθε τούμπα.

«Φυσικά αυτό που συνέβη την 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε την πορεία της καριέρας μου», θυμάται ο Saman. «Πιστεύω ότι οι φωτορεπόρτερ και οι δημοσιογράφοι είμαστε κατά κάποιο τρόπο συνυφασμένοι με τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν στην εποχή μας. Ως εκ τούτου λοιπόν, η 11η Σεπτεμβρίου ήταν το γεγονός που πραγματικά άλλαξε τη ζωή μου».

Μετά την τελική μάχη για την εξόντωση του ISIS από την Παλιά Πόλη της Μοσούλης, 2019

Ο γεννημένος το 1974 στη Λίμα του Περού Moises, από Περουβιανό πατέρα και Καταλανή μητέρα, μεγάλωσε στη Βαρκελώνη, όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν ήταν μόλις ενός έτους. Ο Moises Saman σπούδαζε κοινωνιολογία στο California State University, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους στο πανεπιστήμιο ενδιαφέρθηκε για πρώτη φορά να γίνει φωτογράφος, επηρεασμένος από τη δουλειά των φωτορεπόρτερ που κάλυπταν τότε το πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους, η ιδέα της Παλαιστίνης εγκαταλείφτηκε, αλλά πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, ο 27χρονος Saman βρισκόταν σε πτήση για το Αφγανιστάν, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνταν μιας εισβολής που ορκίζονταν να καταρρίψουν την Αλ Κάιντα στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας». Όμως, ο Saman διαπίστωσε γρήγορα ότι δεν ήταν όλα όπως φαίνονταν. «Σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι ο πραγματικός στόχος ήταν το Ιράκ από τότε», συνεχίζει. «Έτσι κατέληξα να πάω για πρώτη φορά στο Ιράκ το 2002 και να μείνω εκεί σε όλη τη διάρκεια του πολέμου».

Μια απελπισμένη γυναίκα ψάχνει για τα δύο της παιδιά που εξαφανίστηκαν μέσα σε μια γιγαντιαία φωτιά σε ένα παράνομο πρατήριο βενζίνης στο κέντρο της Βαγδάτης, 2003.

Πρόσφατα ο Moises Saman κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Glad Tidings of Benevolence”, το οποίο επικεντρώνεται στις φωτογραφίες που τράβηξε από τον πόλεμο στο Ιράκ και τα επακόλουθά του. Το βιβλίο είναι από πολλές απόψεις ένα βαθιά προσωπικό ταξίδι του Saman. Καθώς η ρητορική γύρω από το συγκεκριμένο πόλεμο διαστρεβλωνόταν και μεταμορφωνόταν ανάλογα με τα συμφέροντα των νικητών, το ίδιο έκανε –αλλά αντιστρόφως- και η στάση του φωτογράφου απέναντι στη δική του τέχνη. Αρχικά είχε περάσει μεγάλο μέρος των πρώτων ημερών προσπαθώντας να υποστηρίξει έναν από τους πιο πολύτιμους πυλώνες της δημοσιογραφίας – της αποστασιοποιημένης αντικειμενικότητας, που του δίδαξαν οι πρώτοι του μέντορες. Αλλά καθώς οι παραστάσεις του πολέμου ήρθαν στο μυαλό του και ούρλιαζαν στο πρόσωπό του, μέσω μιας παρ’ ολίγον συντριβής ελικοπτέρου και οκτώ ημερών εγκλεισμού στη διαβόητη φυλακή του Abu Ghraib, συνειδητοποίησε ότι ήταν αδύνατο να διαχωρίσει τον δικό του ρόλο στην αφήγηση του πολέμου. Έτσι οι φωτογραφίες του μας εκπλήσουν ευχάριστα γιατί ο Saman καταφέρνει να κρατά τη προσωπκή του ματιά, ενώ ταυτόχρονα κάνει πολεμικό ρεπορτάζ. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου, ο Moises Saman έδωσε διάφορες συνεντεύξεις στον διεθνή τύπο, από όπου σταχυολογώ τα παρακάτω:

Ιρακινοί στρατιώτες επιθεωρούν ένα υπόγειο που χρησιμοποιείτο από τον ISIS ως χώρος κράτησης. Φαλούτζα, 2016.

«Πριν από είκοσι χρόνια είδα τις εναρκτήριες εκρήξεις της εισβολής των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ από την ταράτσα του ξενοδοχείου Palestine στη Βαγδάτη. Ήμουν από τους λίγους ξένους δημοσιογράφους που δεν ήταν ενσωματωμένοι στον αμερικανικό στρατό, εν τούτοις παρέμειναν για να καλύψουν την έναρξη του πολέμου στην πρωτεύουσα. Δεν ήταν ο πρώτος μου πόλεμος ως φωτογράφος, αλλά ήταν η πρώτη φορά που θα παρευρισκόμουν σε βομβαρδισμό σε ένα πυκνοκατοικημένο αστικό κέντρο.

Θυμάμαι την αφύσικη σιωπή που κάλυπτε την πόλη πριν από την εκτόξευση των πρώτων αμερικανικών πυραύλων Κρουζ. Τους είδα πριν τους ακούσω, να κατευθύνονται κατά μήκος του ποταμού προς τους στόχους τους σε αυτό που ο αμερικανικός στρατός αργότερα θα αποκαλούσε “Πράσινη Ζώνη”. Η σιωπή τελείωσε με την αντήχηση των ιρακινών αντιαεροπορικών πυροβόλων, των πράσινων και κόκκινων φυσιγγίων τους να αναβοσβήνουν στον ουρανό σαν πεφταστέρια. Στην άκρη του ματιού μου, μια τεράστια λάμψη φωτός αποκάλυψε πού χτύπησε ο πρώτος πύραυλος. Δευτερόλεπτα αργότερα, το βαθύ βουητό της έκρηξης αντηχούσε σε όλη την πόλη, με την τερατώδη ενέργειά της να ενεργοποιεί κάθε συναγερμό αυτοκινήτου στη γειτονιά».

Άποψη της Βαγδάτης μετά το χτύπημα από αμερικανικό πύραυλο Κρουζ κατά τη διάρκεια νυχτερινού βομβαρδισμού στις 21 Μαρτίου 2003.

 «Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που τραβήξαμε μαζί με τους συναδέλφους μου στην ταράτσα του ξενοδοχείου ήταν φωτογραφίες εκτός εστίασης, θολές από τη φωτιά και τον καπνό στο βάθος. Κατέγραφαν τις εικόνες που πρέπει να φανταζόταν ο Αμερικανός στρατός όταν ονόμασε την επιχείρηση «Σοκ και Δέος». Δεν έδειξαν τις οικογένειες που στριμώχνονταν στη Βαγδάτη εκείνο το βράδυ. Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν την αβεβαιότητα και τον φόβο και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη σημασία της στιγμής για το Ιράκ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον κόσμο ολόκληρο. Ωστόσο, αυτές οι θολές φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν την επόμενη μέρα στο πρωτοσέλιδο κάθε μεγάλης δυτικής εφημερίδας, πλαισιώνοντας οπτικά τη δημόσια αντίληψη εκείνων των πρώτων ημερών του πολέμου».

Πυρκαγιές πετρελαίου άναψαν κατά μήκος του ποταμού Τίγρη το βράδυ της εισβολής για να κρύψουν τη θέα των αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών που πετούσαν πάνω από τη Βαγδάτη το 2003.

«Καθώς συνέχισα να καλύπτω τον πόλεμο, κυνήγησα δραματικές λήψεις βίαιων συγκρούσεων, από αυτές που εκτοξεύουν την καριέρα ενός πολεμικού φωτοδημοσιογράφου. Οδηγήθηκα σχεδόν αποκλειστικά από τις απαιτήσεις των καθημερινών ειδήσεων και από την ανάγκη να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να τα καταφέρω. Όμως τα γεγονότα στην πορεία άρχισαν να περιπλέκουν τον ρόλο μου ως χρονικογράφου του πολέμου και αναγκάστηκα να επανεκτιμήσω τη δουλειά μου ως φωτορεπόρτερ.

Τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής συνελήφθηκα από τη μυστική αστυνομία του Σαντάμ Χουσεΐν και κρατήθηκα στη φυλακή του Abu Ghraib για οκτώ ημέρες. Εκεί, στα πιο σκοτεινά κελιά της τρομοκρατικής φυλακής, τα βογγητά των ανδρών που βασανίζονταν γέμιζαν τους διαδρόμους. Τα χτυπημένα κορμιά των συναδέλφων μου περνούσαν περιστασιακά από το κελί μου στην πτέρυγα των ξένων του συγκροτήματος, κάνοντας με να αναρωτιέμαι αν θα ήμουν το επόμενο θύμα.

Ποτέ το οπτικό μου πεδίο δεν ήταν πιο περιορισμένο, πιο ελεγχόμενο από ό,τι στη φυλακή, αλλά κατά ειρωνικό τρόπο ήταν εκεί που είδα κάτι που συνήθως κρύβεται από τα μάτια. Ο ρόλος μου είχε αλλάξει. Ήμουν ακόμα μάρτυρας των γεγονότων, αλλά χωρίς κάμερα. Ήμουν ακόμα δημοσιογράφος, αλλά τώρα και ήμουν και κρατούμενος. Είχα γίνει ένας χαρακτήρας στην κρυφή αφήγηση του πολέμου».

Νεκροταφείο στα περίχωρα της Σαμάρας στην επαρχία Salahuddin, 2010.

«Καλύπτοντας τον πόλεμο μέχρι το επίσημο τέλος του το 2011, είδα την εμφάνιση πολλών αντικρουόμενων αφηγήσεων που συνέθεταν έναν συχνά ακατανόητο ιστό του «τι πραγματικά συνέβαινε». Είδα μερικές φορές τις γραμμές να θολώνουν μεταξύ θύματος, περαστικού και δράστη. Δεν είμαι Ιρακινός και δεν προσποιούμαι ότι μιλώ εκ μέρους των Ιρακινών. Συνειδητοποίησα όμως ότι κάποια πράγματα δεν ήταν όπως τα παρουσίαζαν. Έβλεπα πώς άλλαζαν οι διαφορετικές αφηγήσεις με την πάροδο του χρόνου και πώς μερικές φορές οι επίσημες αναφορές μας πληροφορούσαν για πράγματα που συνέβαιναν, αλλά που δεν ταίριαζαν πραγματικά με αυτά που εμείς βλέπαμε. Ψεύτικες πληροφορίες σχετικά με όπλα μαζικής καταστροφής μέχρι τις ιδέες για την εισαγωγή της δυτικής δημοκρατίας στο Ιράκ, αρκετές δικαιολογίες μεταδόθηκαν στις τηλεοπτικές οθόνες και τυπώθηκαν σε εφημερίδες στη Δύση καθώς εξακολουθούσε ο πόλεμος και οι θηριωδίες του».

Στον απόηχο της εισβολής, οι αυτοκινητιστές περιμένουν στην ουρά για βενζίνη, παρά το γεγονός ότι το Ιράκ είναι μια χώρα με ένα από τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο. Βαγδάτη, 2004

«Αυτό που είδα εγώ ήταν άνθρωποι που προσπαθούσαν να προχωρήσουν στην καθημερινότητά τους», συνεχίζει. Χαρακτηριστική είναι μια φωτογραφία του στην οποία απεικονίζει έναν άνδρα ντυμένο κομψά με ένα επαγγελματικό κοστούμι και χαρτοφύλακα στο χέρι, να πηγαίνει στη δουλειά του καθώς το χάος και η βία μαίνονται πίσω του. «Η εικόνα μιλάει πραγματικά για το πώς είναι να ζεις σε μια εμπόλεμη ζώνη. Το ρολόι δεν σταματά. Όταν βρίσκεσαι σε μια συνεχή κατάσταση πολέμου, κατά κάποιο τρόπο συνεχίζεις να ζεις με αυτό».

Σκηνή καθημερινότητας στη συνοικία Waziriyah. Βαγδάτη, 2004.

«Το 2006, όταν Σουνίτες Ιρακινοί ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον αμερικανικό στρατό για να πολεμήσουν την Αλ Κάιντα, είδα πόσο γρήγορα οι Αμερικανοί μπόρεσαν να επαναπροσδιορίσουν το αφηγηματικό πλαίσιο του πολέμου. Οι ηγέτες των ανταρτών με τα αίματα ακόμη στα χέρια τους έγιναν ευγενείς πολεμιστές στο «σουνιτικό ξύπνημα». Χρειαζόμουν μια διαφορετική προσέγγιση στη δουλειά μου ως φωτογράφος για να καταγράψω τις αντιφάσεις τους.

Μερικές από αυτές τις αλλαγές ήταν αισθητικές. Θυμάμαι μια μέρα το 2008 όταν ταξίδεψα στο Kharma στην επαρχία Anbar για να συναντήσω τον Abu Zakarya, έναν διαβόητος πρώην διοικητής των σουνιτών ανταρτών, ο οποίος είχε χρηματοδοτηθεί για να αλλαξοπιστήσει και να συνεργαστεί με τους Αμερικανούς. Παρατήρησα ότι όταν συναντηθήκαμε, φορούσε ένα ασυνήθιστο καουμπόικο καπέλο, παρόμοιο με αυτό που φορούσε ο Σαντάμ Χουσεΐν σε μια πολύ διάσημη φωτογραφία όπου κρατά ένα το τουφέκι στο χέρι, πυροβολώντας τον αέρα σε μια πολύ αρρενωπή στάση, οπότε φωτογράφισα και τον Abu Zakarya με την ίδια πόζα. Υπάρχει προφανώς ο παραλληλισμός με το να φοράς διαφορετικά καπέλα: μια μέρα μπορείς να φορέσεις ένα καπέλο του κακού άντρα και μια άλλη μέρα μπορείς να φορέσεις αυτό του καλού άντρα».

«Το 2014, βρισκόμουν σε ένα ελικόπτερο του ιρακινού στρατού που συνετρίβη, ενώ ήμουν σε μια αποστολή για τη διάσωση ανθρώπων από τη μειονότητα των Γιαζίντι που είχε αποκλειστεί στα βουνά Σιντζάρ. Οι αντάρτες των ISIS πλησίαζαν. Αφού ξεπέρασα το σοκ της συντριβής και συνειδητοποίησα ότι ήμουν καλά, ξεκίνησα τη δράση για να καταγράψω τις σκηνές. Ωθήθηκα σε δύο ρόλους ταυτόχρονα — δημοσιογράφος και άνθρωπος που επηρεάστηκε από τον κίνδυνο και τη βία του πολέμου. Αυτό είναι ένα παράδειγμα αλλαγής στη δουλειά μου που μου επιβλήθηκε λόγω περιστάσεων. Ελπίζω ότι οι φωτογραφίες μου από αυτό το γεγονός δεν μεταφέρουν μόνο το θέαμα της συντριβής, αλλά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των Ιρακινών που επλήγησαν περισσότερο από τη σύγκρουση».

Πτώση ελικοπτέρου στα βουνά Σιντζάρ, 2014

«Με τον καιρό, άρχισα να ενδιαφέρομαι να αποτυπώσω τις προσωπικές, οικογενειακές και εθνικές ιστορίες του Ιράκ και τις ζωές των ανθρώπων. Έστρεψα τη μηχανή μου από το θέαμα που παράγεται τη στιγμή της βίας στα επακόλουθα — πιο ήσυχες στιγμές που ορίζονται από την απόχρωση και την ασάφεια. Συνειδητοποίησα ότι οι ιστορίες με τις οποίες ήθελα να είμαι κοντά ήταν φωτογραφίες που κατήγγειλαν αυτό το ανθρώπινο πόνο και έδινε πρόσωπο στους Ιρακινούς που αντιμετώπιζαν τις επιπτώσεις της κακής κυβέρνησης, της φτώχειας, της διαφθοράς και φυσικά της βίας. Σε αυτές τις φωτογραφίες προσπάθησα συχνά να επικεντρώσω την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ανθεκτικότητα, να δώσω πρόσωπο στους Ιρακινούς που ζούσαν και ζουν καθημερινά με τις τεράστιες προκλήσεις της ανασφάλειας, της βίας και της φτώχειας. Προσπάθησα επίσης να καταστήσω ορατή την πολιτική δράση και τα αιτήματα της νέας γενιάς Ιρακινών που αγωνίζονται να έρθουν σε ρήξη με αυτό το παρελθόν».

Ένας πίνακας με άλογα που διακοσμούν ένα κρησφύγετο ανταρτών στο οποίο επιτέθηκαν οι αμερικανικές δυνάμεις στα περίχωρα της Βαγδάτης, 2008.

«Είμαι φωτορεπόρτερ, με τον υψηλότερο σεβασμό για τους συναδέλφους μου και το επάγγελμά μου. Αλλά όπως κάθε δουλειά ή επάγγελμα, χρειάζεται (αυτό)κριτική και προβληματισμό. Τα 20 χρόνια που πέρασαν από τότε που τράβηξα αυτές τις λήψεις στην ταράτσα του ξενοδοχείου στη Βαγδάτη, μου έδειξαν τα όρια της τεκμηρίωσης του πολέμου. Δεν πιστεύω πλέον ότι είναι δυνατόν να είσαι αντικειμενικός, αμέτοχος μάρτυρας του πολέμου. Θα ήθελα να φέρω κι άλλους φωτορεπόρτερ σε μια πιο ειλικρινή και ανοιχτή συζήτηση σχετικά με τις ασάφειες της δουλειάς μας και πώς θα μπορούσαμε να ξαναπλαισιώσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τις ιστορίες που λέμε για τη βία, τις συγκρούσεις και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η κληρονομιά αυτού του πολέμου είναι ακόμα νωπή και αίολη, αλλά στοιχηματίζω ότι αν μιλήσετε στις οικογένειες των ανθρώπων που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα, δεν υπάρχουν πολλά να αμφισβητηθούν. Αυτό ήταν ένα καταστροφικό γεγονός ειδικά για αυτούς, γιατί έχασαν έναν γιο, μια κόρη, πατέρα, μητέρα – και αυτή η απώλεια ενώνει και τις δύο αντίπαλες πλευρές».

Σχεδόν τρία χρόνια μετά την ανακάλυψη των λειψάνων ενός αγνοούμενου συγγενή που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της σεχταριστικής βίας που κατέκλυσε τη Βαγδάτη, γυναίκες συγγενείς θρηνούν κατά τη διάρκεια μιας κηδείας στη Νατζάφ το 2010

Συγκεντρώνοντας τις φωτογραφίες μου για ένα βιβλίο για τον εορτασμό της 20ής επετείου του πολέμου, συμπεριέλαβα λέξεις και κείμενα — επιστολές στρατιωτών, αποσπάσματα, αναφορές ποπ κουλτούρας, διορθωμένες επίσημες μεταγραφές, λίστες με τους νεκρούς του Ιράκ — που προκαλούν ερωτήσεις σχετικά με τις ανταγωνιστικές αφηγήσεις του πολέμου.

Ποιος έχει τη δύναμη να αφηγηθεί μια σύγκρουση; Ποιος καθορίζει τις παραμέτρους του πλαισίου; Ποια εγκλήματα ή θύματα θα είναι ορατά και σε βάρος τίνος; Δεν δίνω καμία απάντηση. Αλλά υποστηρίζω ότι είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε να κάνουμε τις ερωτήσεις.

Στις μέρες μας ο Saman θεωρείται ένας από τους κορυφαίους πολεμικούς ανταποκριτές στον κόσμο, αν και είναι άδικο για τη δουλεία του να τον περιορίσεις μόνο στον ρόλο του ρεπόρτερ. Είναι μέλος του φημισμένου πρακτορείου Magnum Photos από το 2010. Το 2011 μετακόμισε στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου είχε την έδρα του για τρία χρόνια, ενώ κάλυπτε την “Αραβική Άνοιξη” για τους New York Times και το The New Yorker. Σήμερα ζει στο Αμμαν της Ιορδανίας μαζί με την σύζυγό και τη μικρή τους κόρη.

Χρήστος Κοψαχείλης, Σεπτέμβριος 2023