Sebastião Salgado: Ακτιβιστής ή απατεώνας;

Για πάρα πολλά χρόνια ο Sebastião Salgado ήταν και παραμένει ο σούπερ σταρ της δημοσιογραφικής-κοινωνικής φωτογραφίας με συνεχείς αναφορές, διεθνείς εκθέσεις και βραβεύσεις, αλλά τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τους διθυράμβους, έχουν αρχίσει να ακούγονται και να γράφονται και επικριτικά σχόλια εναντίον του. Όχι απαραίτητα για την όποια ποιότητα των φωτογραφιών του, αλλά για τον τρόπο που τραβήχτηκαν αυτές οι φωτογραφίες και κυρίως για τη χρησιμοποίηση τους εκ μέρους των χορηγών του Salgado για να ωραιοποιήσουν την επιβαρυμένη κοινωνικά και οικολογικά εικόνα τους. Οι δικές μου ενστάσεις σε όλη τη διαδρομή του Salgado έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτό: οι φωτογραφίες του συζητήθηκαν, επαινέθηκαν, βραβεύτηκαν ή κατηγορήθηκαν, όχι για την ποιότητα του δημιουργού, αλλά για την αλήθεια -υποκειμενική ή αντικειμενική- στην οποία αναφερόντουσαν. Αυτό θα ήταν προφανώς δικαιολογημένο αν οι φωτογραφίες του Salgado θεωρούντο καθαρά δημοσιογραφικές ή ντουκουμενταρίστικες, οπότε η αξία τους θα περιορίζονταν στην «αλήθεια» στην οποία θα αναφέρονταν και στην ικανότητα, αλλά και το θάρρος του δημιουργού τους να βρεθεί μπροστά στα γεγονότα και να τα καταγράψει. Όμως ο κυριότερος θόρυβος γύρω από το όνομα του Salgado δεν δημιουργήθηκε για την αποκαλυπτική αλήθεια των φωτογραφιών του, αλλά για την καλλιτεχνική αξία τους. Χαρακτηριστικά μεταφέρω ένα απόσπασμα από το δελτίο τύπου, που αναδημοσιεύτηκε σε όλα τα έντυπα -εξειδικευμένα και μη- σχετικά με την απονομή του βραβείου Praemium Imperiale στον Salgado τον Σεπτέμβριο του 2021.

«Κάτι σημαντικό συμβαίνει τώρα στον χώρο της διεθνούς φωτογραφίας: ένας διάσημος δημιουργός αναγνωρίζεται από έναν μεγάλο καλλιτεχνικό θεσμό ο οποίος φέρει βαρυσήμαντο όνομα. Αλλά ίσως ακόμη πιο εντυπωσιακό να είναι το γεγονός ότι η βράβευση γίνεται από την ίδια την αυτοκρατορική οικογένεια της Ιαπωνίας.
Οι ιθύνοντες του ιαπωνικού θεσμού “The Japan Art Association” επιλέγουν ελάχιστους καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο με βασικό κριτήριο την “εξαιρετική συμβολή στην ανάπτυξη, την προώθηση και την πρόοδο των τεχνών”. Φέτος, έρχεται ως επιβράβευση και για την ίδια την τέχνη της φωτογραφίας και τον σημαντικότατο ρόλο που διαδραματίζει σήμερα στην κοινωνία, η επιλογή του ήδη πολυβραβευμένου Βραζιλιάνου φωτογράφου, αλλά και ακτιβιστή, για την φύση και άλλα κυρίαρχα κοινωνικά θέματα, Sebastião Salgado.
Όλοι γνωρίζουν τις χαρακτηριστικές του ασπρόμαυρες φωτογραφίες από διάφορα επιβαρημένα – ή μη – μέρη του πλανήτη, αλλά και την ανθρωπιστική του δράση για την προστασία φυλών της Αμερικής υπό εξαφάνιση, λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Αναμφίβολα, δεν πρόκειται για μία τυχαία ή επιδερμική επιλογή. Το βραβείο Praemium Imperiale, που φέρει μαζί του και το αξιοσημείωτο έπαθλο των 137,000 δολαρίων για κάθε έναν από τους τέσσερεις καλλιτέχνες που τελικά επιλέγονται, απονέμεται μόνο σε ηγετικές μορφές των τεχνών και της δημιουργίας σήμερα.
Ευχόμαστε και στις επόμενες διοργανώσεις, να επικρατήσει ξανά η φωτογραφία, γιατί της αξίζει, ειδικά σε μία εποχή όπου λόγω της φαινομενικής ευκολίας στη χρήση της – μέσω των κινητών μας – έχει αρχίσει κάπως να φθίνει ο ρόλος της στις ζωές όλων μας…».

Πριν όμως διαμορφώσουμε τη δική μας γνώμη για τον «ακτιβιστή» και «καλλιτέχνη» Sebastião Salgado ας δούμε τη μέχρι σήμερα δράση του. Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1944 στο Aimorés, ένα μικρό χωριό στην πολιτεία Minas Gerais της Βραζιλίας, μια πλατιά κοιλάδα φημισμένη για τα ορυχεία της. Ήταν το έκτο παιδί και το μοναδικό αγόρι, μιας πολύτεκνης οικογένειας με οκτώ παιδιά. Μεγάλωσε κάπως απομονωμένος σ’ ένα μεγάλο, αυτοτροφοδοτούμενο αγρόκτημα 1.750 στρεμμάτων, ιδιοκτησίας του πατέρα του, μέσα στο οποίο ζούσαν καμιά τριανταριά οικογένειες. Η Βραζιλία δεν είχε μπει ακόμα στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, δεν είχε αρχίσει να μακελεύει τα δάση της και ο ίδιος είχε την αίσθηση πως μεγάλωνε σ’ έναν παράδεισο. Τηλέφωνο πρωτοείδε στα δεκαπέντε, όταν πήγε στην πόλη, στο Γυμνάσιο. «Γεννήθηκα μέσα σ’ ένα αγρόκτημα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ήταν τροπικό δάσος. Ένα εκπληκτικό μέρος. Έζησα με απίθανα πουλιά και ζώα. Κολύμπησα σε ποτάμια με καϊμάν (αλιγάτορες της Νότιας Αμερικής). Ζούσαν περίπου 35 οικογένειες σ’ εκείνο το κτήμα και ό,τι παρήγαμε το καταναλώναμε. Πολύ λίγα πράγματα πήγαιναν στην αγορά. Μια φορά το χρόνο, το μόνο προϊόν που έφτανε στην αγορά ήταν τα βοοειδή που παρήγαμε. Ταξιδεύαμε 45 ημέρες περίπου για να φτάσουμε στο σφαγείο και 20 ημέρες για να επιστρέψουμε ξανά στο αγρόκτημα. Είμαι συνηθισμένος στις αχανείς εκτάσεις και στις μετακινήσεις. Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου με άφηναν να επισκέπτομαι τις μεγαλύτερες αδελφές μου, που ήταν ήδη παντρεμένες. Έκανα διαδρομές αντίστοιχες με αυτές ανάμεσα στο Παρίσι και τη Μόσχα ή τη Λισαβόνα. Η επικοινωνία δεν ήταν εύκολη…».

Σταδιακά, ο πατέρας του Salgado, ένας αυστηρός άνδρας, που κατά καιρούς εργάστηκε ως φαρμακοποιός, οδηγός γαϊδουριών, αρτοποιός και αγρότης, αποψίλωσε το δάσος. Όπως και οι άλλοι αγρότες σε ολόκληρη τη Βραζιλία, έκοβε τα δέντρα της έκτασης που του ανήκε και τα πουλούσε ως ξυλεία, ενώ ταυτόχρονα έσπειρε αφρικανικά χόρτα για να μπορεί να ταΐζει τα βοοειδή του. Με την πάροδο του χρόνου το τοπίο άλλαξε δραματικά. Στα είκοσί του θα ερωτευτεί μια νεαρή μουσικό, τη Lélia Wanick, η οποία θα στέκεται έκτοτε σαν βράχος πλάι του. Απόφοιτος της Νομικής, θα ξεκινήσει με υποτροφία ένα μεταπτυχιακό στη Μακροοικονομία, στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Την ίδια εποχή, το 1964, γίνεται στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βραζιλία. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε για μια διετία στο Υπουργείο Οικονομικών, αλλά η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και το ανελεύθερο καθεστώς της πατρίδας του οδήγησε το ζευγάρι, το καλοκαίρι του ’69, στη Γαλλία, στην «πατρίδα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας». Στο Παρίσι, μεταξύ των ετών 1969-1971, ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στη συνέχεια προσελήφθη από τον Διεθνή Οργανισμό Καφέ και ταξίδεψε συχνά στην Αφρική σε αποστολές για την Παγκόσμια Τράπεζα, γεγονός που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του.

Εκεί, στην Υποσαχάρια Αφρική έβγαλε τις πρώτες φωτογραφίες, καταγράφοντας τις επιπτώσεις της ξηρασίας. Όταν εμφάνισε το φιλμ αποφάσισε ότι θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία και έτσι το 1973 εγκατέλειψε την καριέρα του οικονομολόγου. Αρχικά εργάστηκε ως ελεύθερος ρεπόρτερ και από το 1975 συνεργάστηκε με τα φωτογραφικά πρακτορεία Sygma και Gamma. Το 1979 έγινε μέλος του Magnum και από το 1981 άρχισε η διεθνής αναγνωρισημότητά του, καθώς φωτογράφισε την απόπειρα δολοφονίας που έγινε εναντίον του προέδρου των ΗΠΑ Ronald Reagan. Η αναπάντεχη προβολή του είχε ευεργετικά αποτελέσματα και για το ίδιο το πρακτορείο, το οποίο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα στη δεκαετία του ’70. Το 1994 ο Salgado απεχώρησε από το πρακτορείο Magnum και μαζί με τη σύζυγο του Lélia δημιούργησαν το δικό τους φωτογραφικό πρακτορείο, το Amazonas Images με έδρα το Παρίσι. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι το Magnum, επειδή από την ίδρυσή του λειτουργεί ως φωτογραφικός συνεταιρισμός, διαμοιράζει τα έσοδα του από τις πωλήσεις των φωτογραφιών ισομερώς μεταξύ των μελών του και όχι κατ’ αναλογία των πωλήσεων ενός εκάστου. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτός ο λόγος της αποχώρησης του Salgado, όταν καθιερώθηκε και καθώς ήταν και πολυπράγμων, πουλούσε σαφώς περισσότερες φωτογραφίες του από τα υπόλοιπα μέλη του πρακτορείου.

Το πρώτο βιβλίο του Sebastião Salgado είχε το τίτλο «Other Americas» και εκδόθηκε το 1985 από τον Γαλλικό εκδοτικό οίκο Contrejour. Περιλάμβανε φωτογραφίες από τα πολυάριθμα ταξίδια του Salgado στη Βραζιλία, τον Ισημερινό, τη Βολιβία, το Περού, τη Γουατεμάλα και το Μεξικό, μεταξύ του 1977 και του 1984, για να καταγράψει το μεταβαλλόμενο θρησκευτικό και πολιτικό κλίμα στην περιοχή, ειδικά όπως αντικατοπτρίζεται στους αγροτικούς πολιτισμούς και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της Λατινικής Αμερικής. Στη καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, συλλογή φωτογραφιών του, ο Salgado φωτογραφίζει πορτρέτα αγροτών και αυτόχθονων πληθυσμών, τοπία και εικόνες των πνευματικών παραδόσεων των περιοχών που επισκέφθηκε, χωρίς τις υπερβολές φόρμας και περιεχόμενου που συναντάμε στις επόμενες δουλειές του. Οι υπερβολές ήταν βέβαια αυτές που τον κατέστησαν περισσότερο αναγνωρίσιμο, όπως οι φωτογραφίες του δεύτερου βιβλίου του με τίτλο «Sahel», αποτέλεσμα μιας δεκαπεντάμηνης περιοδείας (1984-1985) στην Υποσαχάρια Αφρική που επλήττετο από την ξηρασία. Συνεργαζόμενος με την ανθρωπιστική οργάνωση «Γιατροί Χωρίς Σύνορα», ο Salgado κατέγραψε τα τεράστια δεινά στις χώρες του Τσαντ, της Αιθιοπίας, του Μάλι και του Σουδάν, όπου περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν από ακραίο υποσιτισμό και συναφείς αιτίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι διάλεξε την Αφρική, ήπειρο που είχε γνωρίσει καλά ως σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, δεν ήταν για να αναδείξει τα τοπία ή το φολκλόρ της, αλλά την πείνα που τη σάρωνε. «Η Lélia κι εγώ διαπιστώναμε πως ο κόσμος ήταν χωρισμένος στα δύο: στη μια πλευρά ελευθερία για κείνους που είχαν τα πάντα και στην άλλη στέρηση για εκείνους που δεν είχαν τίποτε. Μέσα από τις φωτογραφίες μου θέλησα να δείξω αυτό τον κόσμο, τον λεηλατημένο αλλά αξιοπρεπή, σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία αρκετά ευαισθητοποιημένη, ώστε ν’ αποδεχτεί αυτήν την έκκληση». Ο Sebastião Salgado προφανώς ξέρει, ότι καμιά φωτογραφία δεν μπορεί ν’ αλλάξει από μόνη της τον κόσμο. Πιστεύει όμως ότι αν συνδυαστεί με κείμενα, βίντεο και με τη δράση ανθρωπιστικών οργανώσεων, γίνεται μέρος ενός ευρύτερου κινήματος καταγγελίας της βίας, του αποκλεισμού και της περιβαλλοντικής καταστροφής. «Δεν κατάγομαι από το βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη και δεν συμμερίζομαι την ενοχή που αισθάνονται ορισμένοι συνάδελφοί μου. Δεν φωτογραφίζω την υλική φτώχεια επειδή αισθάνομαι ενοχή… Θέλησα να δείξω τον λιμό της Αφρικής στους κατοίκους των πλούσιων χωρών, ώστε να συνειδητοποιήσουν πως η πείνα είναι η κύρια συνέπεια μιας παγκόσμιας ανισορροπίας…».

Όλα αυτά πιθανόν να φαίνονται λογικά και αρεστά σε έναν καλοπροαίρετο αναγνώστη, όμως ο τρόπος που ο Salgado φωτογραφίζει αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους που μεταναστεύουν με την ελπίδα να σωθούν δεν συνάδει με την απελπισία της τραγωδίας που βιώνουν. Οι φωτογραφίες που εικονογραφούν το «Sahel» είναι πομπώδεις, είναι ηθελημένα καλλιτεχνίζουσες. Όταν βρίσκεσαι απέναντι σε έναν τραγικό πατέρα που κουβαλά στην αγκαλιά του ένα ετοιμοθάνατο, σκελετωμένο από τη πείνα παιδί, δεν διαλέγεις χαμηλή γωνία λήψης για να αναδείξεις τη φιγούρα του πατέρα πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα με φόντο μια επίσης εξασθενισμένη καμήλα. Όταν έχεις μπροστά σου μια απελπισμένη γυναίκα που θρηνεί, δεν την πλησιάζεις με ευρυγώνιο φακό συνθέτοντας, με τις πτυχές του μαντηλιού της και με τα χέρια της που αγκαλιάζουν το πρόσωπό της, ένα ενδιαφέρον μεν κάδρο, κατάλληλο όμως για παραγωγή του Χόλυγουντ. Δεν χρησιμοποιείς τον υπάρχοντα φωτισμό για να φωτογραφίσεις δυστυχισμένα, ανήμπορα παιδάκια σαν να φωτίζεις διασημότητες σε πορτρέτα στο στούντιο. Η τραγωδία την οποία αποφάσισες να καταγράψεις για να αφυπνίσεις συνειδήσεις θέλει μια απλότητα και έναν ταπεινό ρεαλισμό, όχι μια επίδειξη τεχνικής και αισθητικής καλλιέπειας. Δεν διαφωνώ φυσικά με τις προθέσεις του, αλλά με την υψηλή αισθητική που χρησιμοποιεί για να καταγράψει την απελπισία και τον επικείμενο θάνατο. Χαρακτηριστική είναι και η φράση με την οποία προωθείται το βιβλίο «…Όμορφη παραγωγή, με προσεγμένες υποστηρικτικές αφηγήσεις…»

Αυτό το πρώιμο έργο του έγινε πρότυπο και για τις μελλοντικές φωτογραφικές αποστολές του σε όλο τον κόσμο, σχετικά με άλλους ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Έκτοτε, ο Salgado προσπάθησε ξανά και ξανά να δώσει οπτική φωνή σε εκείνα τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων που, λόγω στρατιωτικών συγκρούσεων, φτώχειας, πείνας, υπερπληθυσμού, λοιμώξεων, περιβαλλοντικής υποβάθμισης και άλλων μορφών καταστροφής, βυθίζονται κάτω από τα όρια της επιβίωσης. «Ο πλανήτης παραμένει διχασμένος», διατυμπανίζει ο Salgado. «Ο πρώτος κόσμος βρίσκεται σε κρίση υπερβολής και ο τρίτος κόσμος σε κρίση ανέχειας». Αυτή η διαφορά μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων είναι το υποκείμενο σχεδόν όλου του έργου του.

«Τι είναι αυτό με ένα θαμπό κίτρινο μέταλλο που οδηγεί τους άντρες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους και να διασχίσουν μια ήπειρο για να ρισκάρουν τη σωματική τους ακεραιότητα, την ίδια τη ζωή τους ή τα λογικά τους για ένα όνειρο;» Sebastião Salgado.

Από το 1979, τότε που ανακαλύφθηκε χρυσός σε μια ρεματιά της, η Serra Pelada στη Βραζιλία, μετατράπηκε σε ένα νέο πολλά υποσχόμενο El Dorado, το μεγαλύτερο υπαίθριο ορυχείο χρυσού στον κόσμο, που απασχολούσε χιλιάδες χρυσοθήρες σε φρικτές συνθήκες εργασίας. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1986 του επετράπη τελικά να επισκεφθεί και να φωτογραφίσει τα ορυχεία χρυσού, ο Salgado δεν ήταν προετοιμασμένος για το εκπληκτικό θέαμα που τον περίμενε σε αυτόν τον απομακρυσμένο λόφο στην άκρη του τροπικού δάσους του Αμαζονίου. Μπροστά του ανοιγόταν μια τεράστια τρύπα, περίπου 200 μέτρα πλάτος και άλλο τόσο βάθος, γεμάτη από σχεδόν 80.000 μισόγυμνους εργάτες, που εργάζονταν υπό την επιτήρηση της στρατιωτικής αστυνομίας. Οι μισοί από αυτούς κουβαλούσαν σάκους βάρους έως και 40 κιλών πάνω σε ξύλινες σκάλες, οι υπόλοιποι πηδούσαν από τις λασπωμένες πλαγιές μέσα στο σπηλαιώδες κενό. Τα σώματα και τα πρόσωπά τους είχαν το χρώμα του χαλκού, λεκιασμένα από το σιδηρομετάλλευμα της γης που είχαν ανασκάψει. Οι έγχρωμες φωτογραφίες κυριαρχούσαν στις γυαλιστερές σελίδες των περιοδικών όταν ο Salgado επισκέφτηκε τη Serra Pelada, ο ίδιος όμως επέλεξε το ασπρόμαυρο φιλμ, ένα ριψοκίνδυνο μονοπάτι για την εικονογράφηση της εποχής. Υιοθέτησε ένα ηρωικό ύφος φωτογραφικής προσέγγισης των εργαζομένων. Οι εργάτες ξέρουν ότι τους φωτογραφίζει, συχνά στήνονται ένας-ένας για να φωτογραφηθούν και κοιτάνε τη μηχανή κατάματα, ακόμα και κατά τη διάρκεια της δουλειάς, όταν είναι φορτωμένοι και σκαρφαλώνουν στις απότομες πλαγιές του ορυχείου. Η πιο γνωστή ίσως φωτογραφία αυτής της ενότητας απεικονίζει έναν εργάτη των ορυχείων τη στιγμή που τσακώνεται με έναν ένοπλο φρουρό. Ο εργάτης κρατάει το όπλο του αστυνομικού από την κάννη, η οποία σχεδόν ακουμπάει στο στήθος του. Αυτός όμως που φαίνεται στη φωτογραφία να έχει παγώσει από φόβο είναι ο φρουρός. Αυτή η επική αντιμετώπιση ενθουσίασε τους συντάκτες του Τύπου που πρόβαλαν τις φωτογραφίες του, όπως και το κοινό των εκθέσεων στις οποίες εκτέθηκαν. Όμως υπήρξαν και λιγοστές φωνές που ακούστηκαν -έστω και αμυδρά- για την έλλειψη πολιτικής θέσης απέναντι στις άθλιες συνθήκες και στη κακομεταχείρηση των εργατών. Αυτές οι φωνές πληθαίνουν και εντείνονται συν το χρόνο. Η κριτικός τέχνης με εξειδίκευση στη σύγχρονη εποχή και την εικαστική φωτογραφία, Γαλλίδα Dominique Baqué, σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο της (01.02.2022) στο «9 Lives magazine» αναφέρει, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη δουλειά του Salgado από τη Serra Pelada, όπως αυτή συγκεντρώνεται στο τόμο «Gold», εκδόσεις Taschen, 2019:

«Εδώ είναι που αποκρυσταλλώνεται η υπεραισθητικοποίηση των εικόνων του: ασπρόμαυρες αναλογικές φωτογραφίες με ένα εξόχως κλασικό, ακόμη και εικονογραφικό, ύφος, έντονο κοντράστ, βαριά σύννεφα στον ουρανό, έμφαση στην αναπαράσταση. Το στομφώδες έργο του Salgado θα μπορούσε να είναι απλά μια αμφισβητήσιμη και κάπως παλιακή αισθητική επιλογή, αλλά το πιο σημαντικό βρίσκεται αλλού: στην πονόψυχη απεικόνιση αυτών των σκλαβωμένων σωμάτων που παραπέμπει πλαγίως στα πάθη του Χριστού. Μήπως δεν είναι ωραία -τόσο ωραία που προκαλούν έναν θαυμασμό συμπόνιας, αν όχι και δάκρυα- αυτά τα ψηλόλιγνα, μυώδη σώματα, με το χάλκινο δέρμα τους να γυαλίζει από ιδρώτα, που η σκληρή δουλειά τα στεφανώνει με μια σχεδόν θεϊκή χάρη; Γιατί, χωρίς αμφιβολία, αυτοί οι κολασμένοι της γης, οι τελευταίοι των ανθρώπων, έσονται, όπως στη Βίβλο, πρώτοι: κάποιος Θεός θα τους σώσει. Με τη βοήθεια του οίκτου μας που τόσο πρόδηλα ζητείται, τις σιωπηλές προσευχές μας, τα δάκρυα ημών των ένοχων, αλλά συμπονετικών Δυτικών. Σίγουρα όμως όχι ξεκινώντας από μια πολιτική και ιδεολογική κριτική αυτών των συνθηκών εργασίας και του καπιταλιστικού τέρατος που, σαν τον Μολώχ, τους καταβροχθίζει έναν-έναν. Γιατί ο Salgado δεν λέει ποτέ λέξη για την πολιτική».
«Αυτό ακριβώς που κάνει τον Salgado ανυπόφορο στα δικά μου μάτια είναι τόσο η συνεχής επίκληση του οίκτου, όσο και η παντελής έλλειψη πολιτικής θέσης. Ποτέ δεν τον άκουσα να ασκεί ανοιχτή κριτική στον νεοφιλελευθερισμό και τις τερατώδεις του εκτροπές, στο πρωτοφανές χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών για το οποίο ευθύνεται, στην εμπορευματοποίηση των σωμάτων ή την εξουσία του κεφαλαίου. Όχι, ο Salgado μου ζητά απλώς να συμπάσχω με τα βάσανα των σκλαβωμένων. Αυτός είναι ένας ωραίος τρόπος για να απαλλαγείς από οποιαδήποτε δέσμευση, οποιαδήποτε ενέργεια, οποιαδήποτε θέση».
«Το χειρότερο όμως είναι ότι ο “μηχανισμός της συμπόνιας” είναι σε πλήρη λειτουργία: όποιος τολμά να επικρίνει τον Salgado, αυτόν τον νέο απόστολο του ανθρωπισμού, κατηγορείται για απανθρωπιά. Το έχω διαπιστώσει αρκετές φορές σε ό, τι με αφορά, όταν προσπάθησα να καταγγείλω την εμπορική αισθητικοποίηση της δυστυχίας. Ντροπή μου! Σε μένα και στην αναίσθητη καρδιά μου. Μόνη της σχεδόν, η Susan Sontag, στο θαρραλέο δοκίμιό της “Regarding the Pain of Others”, επιτέθηκε σφοδρά στον φωτογράφο του ανθρωπιστικού οίκτου, επικρίνοντας τόσο την “μη αυθεντικότητα της ομορφιάς” όσο και την “αισθητικοποίηση της δυστυχίας”. “Είμαι δύσπιστη”, γράφει, “απέναντι στη συμπόνια που προκαλούν οι φωτογραφίες και την οποία δεν προεκτείνει κανένας προβληματισμός. Πιστεύω ότι ο προβληματισμός πρέπει να αντικαταστήσει τη γενναιόδωρη επίκληση, η οποία συχνά δεν είναι παρά προσποιητή”.
«O Salgado ούτε σκέφτεται, ούτε προβληματίζεται. Απαιτεί μόνο τα άχρηστα δάκρυά μας. Οι σκλάβοι μπορεί να πεθάνουν – όπως οι Φιλιππινέζοι εργάτες που σκοτώνονται κυριολεκτικά στη δουλειά για να χτίσουν το γιγαντιαίο στάδιο για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ, μέσα στη γενική σχεδόν αδιαφορία – αλλά τουλάχιστον θα έχουν το δικαίωμα σε εντυπωσιακές φωτογραφίες και στην άπειρη συμπόνια μας. Αυτό σίγουρα θα τους βοηθήσει να κερδίσουν στον παράδεισο μια περισσότερο από αβέβαιη μεταθανάτια ζωή, εφόσον δεν αξιώθηκαν μία αξιοπρεπή εργασία εδώ, πάνω στη γη».

Ο Salgado για μια εξαετία, από το 1987 ως το 1993, φωτογράφησε εργάτες σε όλα τα μέρη της γης. Ταξίδεψε στη Ρωσία και σε άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ για να φωτογραφίσει τους εργάτες που δούλευαν στις βιομηχανίες με τον παλιό τεχνολογικό εξοπλισμό, παράλληλα όμως φωτογράφησε και τους εργάτες που δουλεύουν στη βαριά βιομηχανία των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών. Επισκέφτηκε χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής φωτογραφίζοντας τους εργάτες γης και τους εργάτες που δουλεύουν σε τομείς της παραγωγής με παραδοσιακές μεθόδους εργασίας. Κατέγραψε τους συλλέκτες τσαγιού στη Ρουάντα, τους κατασκευαστές φραγμάτων στην Ινδία, τους βιομηχανικούς εργάτες στα χαλυβουργεία της Γαλλίας και της Ουκρανίας, τους θεριστές ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία, τους ανθρακωρύχους θείου στην Ινδονησία και τόσους άλλους, οι οποίοι στην απεικόνιση του Salgado, διατήρησαν την αξιοπρέπειά τους κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες ζωής και εργασίας. Η δουλειά αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1993, με το τίτλο «Workers», από τον εκδοτικό οίκο Aperture. Το βιβλίο περιελάμβανε 250 φωτογραφίες σε 400 σελίδες, χωρισμένες σε έξι κατηγορίες-“Γεωργία”, “Τρόφιμα”, “Μεταλλεία”, “Βιομηχανία”, “Πετρέλαιο” και “Κατασκευές”, με εκτεταμένες λεζάντες που παρέχουν ένα ιστορικό και πραγματικό πλαίσιο για τις φωτογραφίες. Γι’ αυτό το βιβλίο ο Arthur Miller σημειώνει: «Ο Salgado αποκαλύπτει τον πόνο, την ομορφιά και τη βαρβαρότητα του κόσμου της δουλειάς στον οποίο στηρίζονται τα πάντα». Παραθέτω μια λεπτομέρεια την οποία αφήνω ασχολίαστη στη κρίση του κάθε αναγνώστη. Το 2012, το βιβλίο εκδόθηκε εκ νέου, με τον ίδιο τίτλο, αλλά με επιλογή 81 μόνο φωτογραφιών σε 125 σελίδες. Η τιμή του ήταν περίπου 100€, σαφώς ακριβότερη από την αρχική (του 1993), αλλά και την επανέκδοση του Aperture το 2005. Επιμελήτρια της έκδοσης του 2012 ήταν η Lélia Wanick Salgado στον εκδοτικό οίκο Kant.

Το 2000 πραγματοποίησε ένα αφιέρωμα στη μαζική μετανάστευση. Ο Salgado ταξίδεψε σε 41 χώρες, ακολουθώντας τους δρόμους των πληθυσμών που μεταναστεύουν, οδηγούμενοι από την πείνα, τις φυσικές καταστροφές, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τη δημογραφική πίεση. Η δουλειά του αυτή συγκεντρώνεται στον τόμο «Migrations» (Aperture, 2000). Τα παιδιά έχουν επίσης τραβήξει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του. Η μισή του σχεδόν δουλειά για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες αφορά τα παιδιά (δεύτερη συλλογή φωτογραφιών, «The Children: Refugees and Migrants», Taschen, 2016). Στις φωτογραφίες του οι εικόνες των παιδιών εκφράζουν μάλλον με τον πιο δυνατό τρόπο την ελπίδα και το πείσμα για αγώνα, το πείσμα να μην υποκύψουν στη δυστυχία. Γι’ αυτό και με τα παιδιά ο Salgado έκανε κυρίως πορτρέτα. Με το πορτρέτο, την απεικόνιση του εκφραστικού προσώπου ενός παιδιού που κοιτάει το φακό συνήθως με αυθάδεια, μπορεί να αποδώσει με πιο δυναμικό τρόπο την αίσθηση της ελπίδας και της πεισματικής αντοχής, που ενδιαφέρεται να αναδεικνύεται από το έργο του.

Καθώς η οικολογία είναι τρομερά της μόδας αυτήν την εποχή, ο Salgado δεν θα μπορούσε να χάσει αυτή τη νέα ευκαιρία. Mετά την απεριόριστη αγάπη του για τον Άνθρωπο, ιδού και ο ευλαβικός του σεβασμός για τη Γαία, τη Μητέρα Φύση. Μεταξύ του 2004 και του 2011, ο Salgado εργάστηκε για το «Genesis», με στόχο την παρουσίαση του φυσικού περιβάλλοντος, σε μία κατάσταση, όπου δεν υπάρχει ακόμα (τουλάχιστον δεν είναι ορατή) η ανθρώπινη παρέμβαση. Το έργο αποτελείται από μια σειρά φωτογραφιών τοπίων και άγριας ζωής, καθώς και από ανθρώπινες κοινότητες που συνεχίζουν να ζουν σύμφωνα με τις προγονικές παραδόσεις και τους πολιτισμούς τους. Τι ανακαλύπτει κανείς στο «Genesis»; Τα ζωικά είδη και τα ηφαίστεια των Γκαλαπάγκος. Πιγκουίνοι, θαλάσσια λιοντάρια, κορμοράνοι και φάλαινες της Ανταρκτικής και του Νότιου Ατλαντικού. Βραζιλιάνικοι αλιγάτορες και τζάγκουαρ. Αφρικανικά λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και ελέφαντες. Η απομονωμένη φυλή Zoé, που ζει στην Λίθινη Εποχή βαθιά στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Η φυλή Korowai της Δυτικής Παπούα. Νομαδικοί κτηνοτρόφοι Dinka στο Σουδάν. Νομάδες Nenet και τα κοπάδια ταράνδων τους στον Αρκτικό Κύκλο. Κοινότητες ζούγκλας Mentawai στα νησιά δυτικά της Σουμάτρας. Tα παγόβουνα της Ανταρκτικής. Tα ηφαίστεια της Κεντρικής Αφρικής και της χερσονήσου Καμτσάτκα. Έρημοι της Σαχάρας, οι ποταμοί Negro και Juruá στον Αμαζόνιο, οι χαράδρες του Γκραν Κάνυον. Oι παγετώνες της Αλάσκας… και όχι μόνο. Έχοντας αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο, ενέργεια και πάθος στη δημιουργία αυτού του κολοσιαίου έργου, ο Salgado αποκαλεί το Genesis «επιστολή αγάπης προς τον πλανήτη».

«Στο Genesis, η φωτογραφική μηχανή μου επέτρεψε στη φύση να μου μιλήσει. Και ήταν το προνόμιό μου να ακούσω». Sebastião Salgado.

Αλλά, όπως και ο Yann Arthus-Bertrand (ο συγκεκριμένος ειδικεύεται στα «τοπία από ψηλά»), η παθιασμένη υπεράσπιση της οικολογίας δεν τον εμποδίζει να πετάει με ελικόπτερο μήνες ολόκληρους πάνω από τις περιοχές που θα φωτογραφίζει μετά in situ (επί τόπου). Για το αποτύπωμα άνθρακα, δεν βαριέσαι…

Ο Salgado και το έργο του είναι το επίκεντρο της ταινίας «The Salt of the Earth» (Το αλάτι της γης, 2014), σε σκηνοθεσία του Wim Wenders και του γιου του Sebastião, Juliano Ribeiro Salgado. Η ταινία κέρδισε ένα ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και ήταν υποψήφια για το καλύτερο ντοκιμαντέρ στα Academy Awards της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου το 2015. Βέβαια οι επικριτές του Sebastião Salgado -και κατ’ επέκταση και του Wim Wenders, τον οποίο γνωρίσαμε μάλλον πιο εμπνευσμένο στα πρώτα του βήματα- υπογραμμίζουν πως σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ-αγιογραφία για τη ζωή και το έργο του Salgado, αποσιωπήθηκε επιμελώς η ανάμειξη της πολυεθνικής εταιρείας εξόρυξης και εκμετάλλευσης φραγμάτων Vale (η πιο μισητή βραζιλιάνικη εταιρεία σύμφωνα με το BBC) στο έργο του βραζιλιάνου φωτογράφου. Η Vale είναι μια εταιρεία εξόρυξης, η οποία το 2012 ψηφίστηκε ως η χειρότερη εταιρεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις περιβαλλοντικές αξιώσεις σε έναν ετήσιο διαγωνισμό που διοργανώνουν η Greenpeace και η Διακήρυξη της Βέρνης, και που μερικές φορές ονομάζεται «το βραβείο Νόμπελ της ντροπής». Η Tepco της Ιαπωνίας, η εταιρεία που διαχειρίζεται τον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα, ήρθε δεύτερη. Για τουλάχιστον τέσσερα ολόκληρα χρόνια λοιπόν, η Vale πλήρωνε τα ταξίδια του Salgado και της ομάδας του, συμβάλλοντας πάντως ταυτόχρονα στην αναδάσωση με εκατομμύρια δέντρα μιας άγονης περιοχής που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Salgado, μιας και εκεί βρισκόταν η φάρμα του παππού του, (την οποία είχε αποψιλώσει ο πατέρας του), για να εγκαταστήσει το «Instituto Terra» του.

Δεν είναι όμως όλα National Geographic, και η «επιστολή αγάπης προς τον πλανήτη» (η εποποιία «Genesis» των εκθέσεων και του βιβλίου του) θα απαιτούσε ίσως ένα πιο διακριτικό sponsoring. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι το 2015 σημειώθηκε η κατάρρευση του φράγματος του Bento Rodrigues, το οποίο συνεκμεταλλεύεται η Vale. Το ατύχημα στοιχίζει τη ζωή σε 19 ανθρώπους. Από τις ίδιες κατασκευαστικές ανωμαλίες, τέσσερα χρόνια μετά, το 2019, προκλήθηκε μία ακόμη χειρότερη καταστροφή από την κατάρρευση του φράγματος του Brumadinho, ιδιοκτησίας Vale και αυτό, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 270 άνθρωποι. Η Vale κατέχει επίσης ένα ποσοστό 9% από το φράγμα Belo Monte, ένα έργο που επικρίθηκε πολύ, και που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 από την τότε στρατιωτική κυβέρνηση της Βραζιλίας. Σύμφωνα με το Amazon Watch, το φράγμα εκτόπισε είκοσι έως σαράντα χιλιάδες άτομα και απειλεί δυνητικά χίλια πεντακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα πλούσιας σε βιοποικιλότητα ζούγκλας. Όλα αυτά μοιάζουν να έρχονται σε αντίθεση με τις προθέσεις του Salgado για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Vale κατηγορήθηκε επίσης ότι αναδασώνει την Αμαζονία με ακατάλληλα δέντρα. Φυτεύει ευκαλύπτους, δέντρα ξένα προς το εκεί περιβάλλον, που καταναλώνουν πολύ νερό και φτωχαίνουν τη γη. Πόσο ηθικό είναι να χρηματοδοτείται η φωτογράφιση του πλανήτη από εταιρείες που τον απομυζούν και τον καταστρέφουν;

Ο Βρετανός φωτογράφος, συγγραφέας και εκπαιδευτικός Lewis Bush, με αφορμή την έκθεση «Sebastião Salgado – Genesis», στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, αναφέρεται στις ενστάσεις του σχετικά με τη συγκεκριμένη χορηγία της Vale γράφοντας στο Disphotic (Writing on photography), στις 10 Ιουνίου 2013: «Βέβαια, το να αποδεχτείς μία χορηγία από μια εταιρεία με την οποία ενδέχεται να διαφωνείς θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος να δοκιμάσεις και να πετύχεις κάποια αλλαγή. Ένας τρόπος για να ανοίξεις μία συζήτηση για τα θέματα που πιστεύεις ότι είναι σημαντικά, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα οδηγήσεις αυτήν την εταιρεία σε μία πιο υπεύθυνη συμπεριφορά στο μέλλον. Αλλά από την άλλη πλευρά, η αποδοχή αυτού του είδους των χορηγιών κινδυνεύει να μετατρέψει το έργο σου σε μια φτηνή άσκηση δημοσίων σχέσεων, προσφέροντας αξιοπιστία σε εταιρείες που θα έπρεπε, σε κάθε ευκαιρία, να εκτίθενται και να λογοδοτούν δημόσια. Ο Hans Haacke (Γερμανός καλλιτέχνης που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη και θεωρείται κορυφαίος εκφραστής της Θεσμικής Κριτικής), ο οποίος με την τέχνη του και τα γραπτά του ασκεί εδώ και πολύ καιρό κριτική στο είδος των σχέσεων που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στα πολιτιστικά ιδρύματα και τις μεγάλες εταιρείες, υποστηρίζει ότι η χορηγία σπάνια αποτελεί πράξη αλτρουισμού και ουσιαστικά αποζητά σχεδόν πάντα μία ανταλλαγή. Είναι μία “ανταλλαγή κεφαλαίου: χρηματιστικό κεφάλαιο από τη μεριά των χορηγών και συμβολικό κεφάλαιο από τη μεριά των χρηματοδοτούμενων”. Σύμφωνα με τον Haacke, το συμβολικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύει ή συμβάλλει στην δημόσια αποδοχή, στην αναγνώριση των εταιρειών και σε ένα ευνοϊκό πολιτικό κλίμα γύρω από τις δραστηριότητες του χορηγού. Σημειώνει επίσης ότι ο φορολογικός εκπεστέος χαρακτήρας των πολιτιστικών δωρεών σημαίνει ότι οι επισκέπτες του μουσείου συχνά επιδοτούν στην πράξη, με το δικό τους εισιτήριο, τις φορολογικές ελαφρύνσεις των εταιρειών που κάνουν τις χορηγίες.
Οι χορηγίες των μουσείων είναι ένα σχετικά καυτό θέμα τα τελευταία χρόνια, με ιδρύματα όπως η Tate Modern και η National Gallery να δέχονται πυρά για τις σχέσεις τους με ορισμένους χορηγούς. Επικοινώνησα με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, το οποίο φιλοξενεί την έκθεση, για να διαπιστώσω αν είχαν κάποια άποψη περί του θέματος και μία επίσημη πολιτική σχετικά με τις εταιρείες από τις οποίες δέχονται χορηγίες, δεδομένου ότι είναι ένα μουσείο με μία πολύ προβεβλημένη ιστορία περιβαλλοντικής προστασίας.
Η θέση του μουσείου δεν ήταν και πολύ σαφής. Η ουσία ήταν ότι “Με την αποδοχή της χορηγίας, το Μουσείο αναγνωρίζει τόσο τη θετική δέσμευση της Vale για συνεχείς πρωτοβουλίες μέσω του Vale Fund for Sustainable Development όσο και την αρνητική δημοσιότητα γύρω από το έργο τους”. Με άλλα λόγια, γνωρίζουν τι εστί Vale. Προσπάθησα επίσης να έρθω σε επαφή με τον ίδιο τον Salgado, αλλά χωρίς επιτυχία».

«Ούτε φωτοδημοσιογράφος, ούτε στρατευμένος. Φωτογράφος σκέτο». Salgado.

Ο Salgado βέβαια έχει τις δικές του απόψεις, τις οποίες αναπτύσσει στη Γαλλίδα δημοσιογράφο Isabelle Francq, σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του «Από τη γη μου στη Γη» (De ma terre à la Terre – μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Στερέωμα, 2016): «Όλες μου οι φωτογραφίες αντιστοιχούν σε στιγμές που τις έζησα έντονα. Η ζωή, η ζωή μου με ώθησε να τις δημιουργήσω. Γιατί υπήρξε μέσα μου μια οργισμένη παρόρμηση που με έσπρωχνε στον συγκεκριμένο τόπο. Άλλοτε με καθοδηγούσε η ιδεολογία, άλλοτε απλώς η περιέργεια…».
«Όταν με ρωτούν πώς οδηγήθηκα στην κοινωνική φωτογραφία-ντοκουμέντο, απαντώ ότι είναι απλώς προέκταση της πολιτικής στράτευσης και των ριζών μου»
«Ανησυχώ παρατηρώντας ότι σχεδόν κάθε τεχνολογικό επίτευγμα, τελικά, μας απομονώνει. Καθώς συνεχίζεται η υλική εξέλιξη, ο καθένας μας καθίσταται ικανός να κάνει ολοένα και περισσότερα μόνος του, στη γωνιά του. Ωστόσο, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία συλλογικότητας. Εμείς, αντίθετα, διασπάμε τους δεσμούς μας με τους άλλους, γινόμαστε ατομικιστές. Κανείς δεν μπορεί να με πείσει ότι ο ατομικισμός είναι αξία, όπως ούτε ο κυνισμός εξάλλου. Το ζήτημα δεν είναι να γυρίσουμε πίσω. Κανείς δεν θέλει να εγκαταλείψει τις ανέσεις της σύγχρονης ζωής… Όμως δεν πρέπει να χάσουμε τα σημεία αναφοράς μας, το ένστικτό μας, την πνευματικότητά μας. Αυτό που μας βοήθησε να επιβιώσουμε ως σήμερα είναι η αίσθηση της κοινότητας. Κι αυτό θέλησα να μεταγγίσω στις φωτογραφίες μου».
«Όταν κληρονόμησα τη γη από τον πατέρα μου, ήταν λιγότερο από μισό τοις εκατό τροπικό δάσος, όπως και όλη η γύρω περιοχή. Για να οικοδομήσουμε την ανάπτυξη της Βραζιλίας, καταστρέψαμε μεγάλο μέρος των δασών μας. Το ίδιο έγινε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, και στην Ινδία, παντού στον πλανήτη. Για να οικοδομήσουμε την ανάπτυξη, ερχόμαστε σε μια τεράστια αντίφαση καταστρέφοντας τα πάντα γύρω μας. Αυτή η φάρμα που είχε χιλιάδες βοοειδή τώρα είχε μερικές εκατοντάδες και δεν ξέραμε πώς να το αντιμετωπίσουμε. Η Lélia είχε μια υπέροχη ιδέα, μια τρελή ιδέα. Μου είπε: “Γιατί δεν επαναφέρουμε το τροπικό δάσος που υπήρχε νωρίτερα; Λες πως έχεις γεννηθεί στον παράδεισο. Ας χτίσουμε τον παράδεισο ξανά”. Αρχίσαμε να φυτεύουμε και τον πρώτο χρόνο χάσαμε πολλά δέντρα, τον δεύτερο λιγότερα, και σιγά-σιγά, αυτή η νεκρή γη άρχισε ν’ αναγεννάται. Αρχίσαμε να φυτεύουμε εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα, μόνο τοπικά είδη, αυτόχθονα, ώστε να δημιουργήσουμε ένα οικοσύστημα ίδιο μ’ εκείνο που καταστράφηκε. Και η ζωή επανήλθε μ’ έναν θαυμάσιο τρόπο. Ήταν αναγκαίο για μας να μετατρέψουμε τη γη μας σε εθνικό πάρκο. Τη μεταμορφώσαμε. Δώσαμε τη γη πίσω στη φύση. Κι έγινε εθνικό πάρκο. Δημιουργήσαμε το Ινστιτούτο Terra και φτιάξαμε ένα μεγάλο περιβαλλοντικό έργο».

Το ρητορικό ερώτημα της εισαγωγής «Ακτιβιστής ή απατεώνας;» θα παραμένει αναπάντητο, απ’ όσους δεν μπορούν να ελέγξουν και να επιβεβαιώσουν τις αντικρουόμενες απόψεις, υποστηρικτών και επικριτών του φωτογράφου. Το φαραωνικό έργο του θα παραμείνει, αναμφίβολα, σταθμός στη κοινωνική φωτογραφία-ντοκουμέντο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποδέχομαι την ιδιότητα του «καλλιτέχνη φωτογράφου» με την οποία προβάλλεται από τα μέσα. Άλλωστε εκτιμώ πως και ο ίδιος θα απέρριπτε έντονα έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, παρά την αισθητική αρτιότητα του έργου του.

Χρήστος Κοψαχείλης, Σεπτέμβριος 2022

Πηγές:
Sebastião Salgado: Από τη γη μου στη Γη / Μτφρ. Κατερίνα Σχινά, – εκδόσεις Στερέωμα, 2016
Lewis Bush: Sebastião Salgado and cultural capital – Disphotic (Writing on photography), 10 Ιουνίου 2013
Dominique Baqué: Sebastião Salgado, l’imposture (Η απάτη) – 9 Lives magazine, 01.02.2022