George Rodger (1908-1995)

Γνωστός ως “Ο ήσυχος Άγγλος”, λόγω του μοναχικού χαρακτήρα του και της χαμηλών τόνων συμπεριφοράς του, ο George Rodger περιέγραψε τον εαυτό του ως ονειροπόλος που ασχολήθηκε με τη φωτογραφία για να δει τι είχε να του προσφέρει ο κόσμος πέρα από τους ορίζοντές του. Αυτή η εξερεύνηση θα τον έφερνε στην έρημο, στη ζούγκλα, στον πόλεμο και σε πολλά μέρη του κόσμου. Γεννήθηκε το Μάρτιο του 1908 στο Hale, στο Cheshire, από μία οικογένεια σκωτσέζικης καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και της εφηβείας η λογοτεχνία απορροφά και θρέφει τον νεαρό George, μαζί με μία ισχυρή επιθυμία ανεξαρτησίας: “Ήμουν γοητευμένος από τον Κόνραντ”, αναφέρει, “και από τον Στήβενσον… Ήταν αρκετά της μόδας ανάμεσα στα παιδιά εκείνης της εποχής η επιθυμία να το σκάσουν μακριά, στη θάλασσα, κι εγώ το είχα σκεφτεί πολύ σοβαρά αφήνοντας πίσω μου τη χέρσα γη και τα ρείκια’’. Σε ηλικία 18 ετών αποφασίζει να ακολουθήσει το κάλεσμα της θάλασσας: μπαρκάρει στο Matra, ένα φορτηγό πλοίο του Εμπορικού Ναυτικού και ταξιδεύει, γνωρίζοντας χώρες, ζώντας εμπειρίες που τον ενθουσιάζουν και τον κάνουν να αναπτύξει μία βαθιά ευαισθησία για τους ανθρώπους. Μετά από δύο χρόνια και μερικούς γύρους γύρω από τον κόσμο, το 1929 σταματάει στις Ηνωμένες Πολιτείες: “Όπως κατάλαβα πολύ γρήγορα, δεν ήταν ακριβώς η καλύτερη χρονιά για να πάω στην Αμερική. Η οικονομική ύφεση είχε αρχίσει και βρέθηκα εντελώς απένταρος”. Για να επιβιώσει, καταπιάνεται με διάφορες δουλειές.

Το 1935 επιστρέφει πίσω στη πατρίδα του. Αν και είχε περιπλεύσει όλο τον κόσμο, εν τούτοις ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που επισκεπτόταν το Λονδίνο. To BBC έψαχνε ένα φωτογράφο για το ένθετο περιοδικό, The Listener και ο Rodger είναι έτοιμος να γνωρίσει μία νέα εμπειρία. Έτσι αρχίζει, “επί το έργον”, μία μαθητείαπου θα αποδειχθεί ότι είναι απαραίτητη. Ο George διαθέτει την ετοιμότητα και την ικανότητα της ταχείας μάθησης για να κινείται σαν φωτογράφος. “Δεν θα μπορούσα ποτέ να τραβήξω τις φωτογραφίες μου με τους Μασάι”, θα πει στη συνέχεια, “εάν δεν είχα μάθει να χειρίζομαι μία φωτογραφική μηχανή σαν ένα πράγμα εντελώς φυσικό”.

Ο Rodger κοιτάζει γύρω του: μελετά τα πιο σημαντικά περιοδικά, όπως το Life ή το Vu, και ενδιαφέρεται κυρίως για την δουλειά των άλλων, που όπως κι αυτός, προσπαθούν τα ίδια χρόνια να δώσουν ένα όνομα και ένα προορισμό στον ξεχωριστό τρόπο της εργασίας τους: “το φωτορεπορτάζ”. Το 1937 αφήνει το BBC και συνεργάζεται με το πρακτορείο Black Star. Οι φωτογραφίες του δημοσιεύονται στα Tatler, Sketch, Bystanderκαι στο Illustrated London News. Η ετοιμότητα, η τεχνική ικανότητα και οι ανάγκες του πολέμου, τον οδηγούν να δημιουργήσει αξιομνημόνευτες φωτογραφίες, μεταξύ των οποίων η περίφημη σειρά του Λονδίνου κατά τον πόλεμο – η καθημερινή ζωή, με επίκεντρο τα αντιαεροπορικά καταφύγια και τον πολύπλοκο τρόπο επιβίωσης κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών. Οι φωτογραφίες του δεν περνούν απαρατήρητες από το Life και το περιοδικό προσφέρει στον νεαρό φωτογράφο ένα συμβόλαιο τεσσάρων εβδομάδων που πολύ γρήγορα θα παραταθεί μέχρι δύο χρόνια. Σ’ αυτήν την περίοδο ο Rodger δεν μένει άπρακτος. Φωτογραφίζει, ταξιδεύει, συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις, ξεχωρίζει για τον ηρωισμό του (θα τιμηθεί με 18 μετάλλια, αν και ποτέ δεν θα το αναφέρει). Ακολουθεί τα στρατεύματα στη Σαχάρα, στην Τεχεράνη, στην Ινδία, στη Βιρμανία, στην Αλγερία, όπου θα γνωρίσει το συνάδελφο και φίλο του Robert Capa. Με τον Capa γεννιέται ένας ισχυρός δεσμός φιλίας: δύο άτομα τόσο απόμακρα που όμως συνδέονται με μία βαθιά εκτίμηση και μία ειλικρινή φιλία. Μαζί θα βρεθούν στο ιταλικό μέτωπο και αργότερα θα αποτυπώσουν την απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία και την απελευθέρωση της Ευρώπης από το ναζισμό. Πάντα, οι φωτογραφίες του συνοδεύονται από μεγάλες σημειώσεις και ενδιαφέροντα κείμενα, από όπου αναδύεται η αυθεντική αγωνία να καταλάβει, να συμμετάσχει με τον κόσμο στις τραγωδίες του. Ακολουθώντας τα συμμαχικά στρατεύματα αποτυπώνει την απελευθέρωση της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Εν συνεχεία θα γίνει ο πρώτος φωτογράφος που θα περάσει μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν – Μπέλσεν. Αυτή η εμπειρία θα τον συγκλονίσει σαν ένα μαστίγωμα. Αυτή η 20η Απριλίου του 1945 θα σηματοδοτήσει μία καμπή στη ζωή του. Η εικόνα των εκατοντάδων συσσωρευμένων πτωμάτων ή ετοιμοθάνατων, τον συγκλονίζει. Δεν είναι μόνο η φρίκη που θα τον κάνει να κοκαλώσει. Είναι κυρίως οι εικόνες που τραβάει, δυνατές και με μεγάλη επίδραση, αυτές που θα τον ταρακουνήσουν: “Το φυσικό ένστικτο ενός φωτογράφου είναι πάντοτε να δημιουργήσει καλές φωτογραφίες, με τη σωστή έκθεση, τη σωστή σύνθεση. Ήταν συγκλονιστικό στο Μπέργκεν – Μπέλσεν το γεγονός ότι προσπαθούσα να δημιουργήσω καλές φωτογραφίες με τον ίδιο πάντοτε τρόπο, έχοντας όμως μπροστά μου νεκρούς. Τότε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάτι βαθιά μέσα μου που ήταν εντελώς λάθος, διαφορετικά θα έπρεπε να αποχωρήσω. […] Από εκείνη τη στιγμή, αποφάσισα ότι δεν θα ξαναφωτογράφιζα άλλους πολέμους ή δεν θα κέρδιζα χρήματα με τη δυστυχία των άλλων. Ενδεχομένως, θα μπορούσα και να σταματήσω να είμαι ένας πολεμικός φωτογράφος’’.

Μία νέα φάση άρχισε να γεννιέται. Μαζί με τον φίλο του Capa και τους συναδέλφους Seymour, William Vandivert και Cartier-Bresson δημιουργούν, το 1947, τον πρώτο συνεταιρισμό φωτογράφων στον κόσμο. To Magnum Photos ήταν η απάντηση στις νέες, επαγγελματικές ανάγκες του, κάτι περισσότερο από ένα απλό πρακτορείο: ένα είδος οικογένειας, ένα σύμβολο αλληλεγγύης και συνεργασίας, του οποίου ένιωθε την ανάγκη σ’ αυτήν την περίοδο της μεταπολεμικής αβεβαιότητας. Για το Magnum, ο Rodger θα ταξιδέψει στη Μέση Ανατολή και κυρίως στην Αφρική. Σιγά – σιγά η γνώση της ηπείρου, της άγριας ζωής της, των πάρκων αλλά κυρίως των λαών της, θα αποτελέσει το βασικό ενδιαφέρον του. Μεταξύ του 1941 και 1980 πραγματοποιεί 15 ταξίδια, σε αντίστοιχους τόπους προορισμού, δημιουργώντας μία φωτογραφική ελεγεία για τη ζωή και τις συνήθειες των αφρικανικών λαών.

Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού από την Πόλη του Ακρωτηρίου στο Κάιρο, τραβάει καταπληκτικές φωτογραφίες της Νούβιας φυλής Kordofan. Οι φωτογραφίες θα δημοσιευτούν πρώτα στο National Geographic (1951), στη συνέχεια στο λεύκωμα Villagedes Noubas (1955), συνοδευόμενες από ένα κείμενο του ίδιου του Rodger. Η δουλειά αυτή αποτελεί, ακόμα και σήμερα, μία από τις κορυφές της φωτογραφίας ντοκουμέντο.

Ο Rodger δεν περιορίζεται στη φωτογράφηση. Γνωρίζει, καταγράφει σαν συμμετέχων παρατηρητής, σαν εθνολόγος, τα πρόσωπα, τα σώματα, την υπερηφάνεια, τους άγραφους νόμους που διέπουν τη ζωή και τον αγώνα των Νούβιων. Δεν είναι το θέμα να κρίνει αλλά να γνωρίσει και να βρει τον τρόπο, έτσι ώστε η κατανόηση και η συμμετοχή να αποτυπωθούν στο φωτογραφικό χαρτί. Οι “θλιμμένοι τροπικοί” του είναι στην Αφρική. Εδώ ο Rodger θα πει ότι έχει βρει τη σωτηρία του, στη συνάντηση με ένα πολιτισμό που του φαίνεται καθαρός, βαθιά θρησκευτικός, συνδεδεμένος με τη φύση που τον βοηθάει να διώξει τις βάρβαρες αναμνήσεις ενός πολέμου και των στρατοπέδων συγκέ­ντρωσης. Μετά τους Νούβιους, άλλες εικόνες και άλλα ταξίδια θα ακολουθήσουν και το 1981, στην τελευταία αποστολή του, θα καταγράψει, σαν ο πρώτος λευκός άνθρωπος, την τελετή της περιτομής ενός πολεμιστή Μασάι. Μέχρι τα γεράματά του αυτός ο διακεκριμένος Άγγλος, ψηλός και με διαπεραστικά, γαλάζια μάτια, έμοιαζε περισσότερο με έναν επαρχιώτη τζέντλεμαν παρά με φωτο­ρεπόρτερ.

Στις 25 Ιουλίου του 1995, μετά από μακρά ασθένεια, ο George Rodger πεθαίνει από καρκίνο στην Αγγλία, λίγο πριν τα εγκαίνια της μεγάλης, αναδρομικής έκθεσης, στο Barbican του Λονδίνου, όπου θα τιμηθεί. Το υλικό που άφησε είναι μεγάλο: μία κληρονομιά από εικόνες αλλά και από έναν έντονο τρόπο ζωής, που διέπεται από τη δύναμη και το θάρρος να επιλέξει και στη συνέχεια να ακολουθήσει μέχρι τέλος, τις δικές του επιλογές.

O Rodger διηγείται:

 Ερώτηση: ‘Τι θα πρέπει να κάνω για να γίνω ένας φωτογράφος όπως εσείς;”…Πώς μπορείς να απαντήσεις σε κάτι που δεν έχει μία τεχνική εξήγηση, που είναι δυσδιάκριτο και προέρχεται από μέσα σου;

Βέβαια, στην αρχή θα πρέπει να αποκτήσεις τεχνική εξοικείωση, θα πρέπει να το κάνεις, εάν θέλεις να πειραματιστείς αισθητικά, χρησιμοποιώντας εργαλεία που είναι καθαρά μηχανικά. Αλλά ύστερα, θα πρέπει να γίνουν αυτοματοποιημένα αντανακλαστικά, που θα πρέπει να ξεχάσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ενστικτώδεις κινήσεις, όπως όταν ανοίγεις το στόμα σου για να δαγκώσεις ένα μήλο.Τότε, όταν αυτά τα αντανακλαστικά θα έχουν αποκτηθεί, θα μπορέσεις να συγκεντρωθείς σ’ αυτό που βλέπεις στο φακό, γιατί μόνο μέσα από το φακό θα μπορέσεις να καθορίσεις τη σύνδεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την προσωπική σου ερμηνεία που θέλεις να δώσεις σ’ αυτήν την πραγματικότητα, θυμήσου το. Το κάθε πράγμα που βλέπεις κοιτάζοντας προς τα κάτω, στη γυάλινη πλάκα της δικής σου Rolleiflex είναι η πραγματικότητα – τα πράγματα έτσι όπως είναι. Η φωτογραφία είναι αυτό που εσύ θα αποφασίσεις τι θα κάνεις με όλα αυτά.

Κοιτάζοντας στο φακό σου, αυτό που θα δεις μπορεί να είναι ωραίο ή διασκεδαστικό ή μπορεί να είναι θλιμμένο. Η καρδιά σου μπορεί να σταματήσει από τη φρίκη όλων αυτών ή τα μάτια σου να καλυφθούν από οίκτο ή ντροπή. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα κι εσύ θα πρέπει να μάθεις πως να τη διαχειριστείς. Νομίζω ότι κανένας δεν μπορεί να σου δείξει με ποιο τρόπο να δράσεις, εκτός από το να σε προτρέψει να είσαι τίμιος με τον ίδιο σου τον εαυτό.

Ασφαλώς, δεν μπορείς να ερμηνεύσεις τι βλέπεις στο φακό και να το μετατρέψεις σε μία καλή φωτογραφία χωρίς να έχεις τη σωστή γνώση για τι πράγμα πρόκειται, θα πρέπει να νιώσεις κάποια σχέση γι’ αυτό που φωτογραφίζεις, θα πρέπει να είσαι μέρος αυτού και ταυτόχρονα να παραμένεις αρκετά απόμακρος και να το κοιτάζεις με αντικειμενικό τρόπο. Σαν να παρατηρείς από την πλατεία του θεάτρου μία κωμωδία που την ξέρεις ήδη απ’ έξω κι ανακατωτά. Δυστυχώς, δεν υπάρχει μία φόρμουλα για να αποκτήσεις αυτήν την “απομνημονευμένη γνώση”, αυτήν την κατανόηση.

Είναι κάτι που θα γεννηθεί αυθόρμητα βαθιά μέσα σου.

Απόσπασμα από μία επιστολή που έστειλε ο George Rodger στον γιο του Jonathan, στις 15 Ιουλίου 1970.

Alessandra Mauro : Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum – Εκδόσεις Hachette (2005)