Η Marion Post-Wolcott είναι γνωστή για τις περίπου 9.000 φωτογραφίες ντοκουμέντα που τραβήχτηκαν για λογαριασμό της Farm Security Administration (FSA), από το 1938 έως το 1942, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της Αμερικής. Μαζί με τους Dorothea Lange, Walker Evans, John Vashon και άλλους φωτογράφους που παρήγαγαν εμβληματικές εικόνες για την FSA, η Post-Wolcott κατέγραψε τις εκπληκτικές ανισότητες πλούτου της Αμερικής, τις φυλετικές της σχέσεις, τη φτώχεια και τη στέρηση που βιώθηκε κατά τη διάρκεια της Ύφεσης και τα οφέλη για τον πληθυσμό από τις ομοσπονδιακές επιδοτήσεις και τα αντίστοιχα προγράμματα. «Ως φωτογράφος του FSA, δεσμεύτηκα να αλλάξω τη στάση των ανθρώπων εξοικειώνοντας την Αμερική με τα δεινά των μη προνομιούχων, ειδικά στην αγροτική Αμερική», είπε κάποτε.

Πριν γίνει φωτογράφος της FSA η Post-Wolcott, κέρδιζε τα προς το ζην κάνοντας φωτογραφίες για περιοδικά και εφημερίδες. Αρχικά εργάστηκε ως ελεύθερη επαγγελματίας, αλλά, το 1937 και το 1938 εργαζόμενη ως φωτορεπόρτερ, αλλά και στο σκοτεινό θάλαμο των εφημερίδων, η Post-Wolcott κατέρριψε όλα τα εμπόδια των φύλων. Βασιζόμενη στις κοινωνικές της ανησυχίες και το καλλιτεχνικό της όραμα για την απεικόνιση ζητημάτων που χρειάζονταν επανόρθωση, η Post-Wolcott δημιούργησε έναν εξαιρετικό αριθμό φωτογραφιών και με την απασχόλησή της με το επάγγελμά της φωτογράφου αμφισβήτησε πολλά κοινωνικά ήθη σχετικά με την ευπρέπεια των νεαρών γυναικών που ζουν μακριά από το σπίτι της οικογένειας και ταξιδεύουν μόνες τους. Αν και εργάστηκε επαγγελματικά μόνο για λίγα χρόνια, η επιμονή και η καλλιτεχνία της έχουν εμπνεύσει πολλά άρθρα, βιβλία και εκθέσεις, ενώ οι φωτογραφίες της εξασφάλισαν την ανεξίτηλη καταγραφή της αμερικανικής ζωής στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Marion γεννήθηκε από τον Walter Post και την Marion “Nan” Hoyt, στις 7 Ιουνίου του 1910, στο Montclair του New Jersey. Ο πατέρας της ήταν ένας συντηρητικός ομοιοπαθητικός γιατρός, ενώ η μητέρα της ήταν ένθερμη ακτιβίστρια για κοινωνικούς και προοδευτικούς σκοπούς. Η Nan Hoyt Post περιόδευσε τη χώρα με αυτοκίνητο, δημιουργώντας γραφεία οικογενειακού προγραμματισμού για τη Margaret Sanger, ιδρύτρια του Planned Parenthood. Οι τόσο αντίθετοι χαρακτήρες του ζευγαριού τους έφερναν συχνά σε σύγκρουση, με τελικό αποτέλεσμα έναν οδυνηρό χωρισμό, όταν η Marion ήταν δεκατριών ετών. Μετά το διαζύγιο των γονιών τους, η Marion και η μεγαλύτερη αδερφή της Helen φοίτησαν εσώκλειστες στο Edgewood, ένα προοδευτικό οικοτροφείο, μικτής εκπαίδευσης, όπου ενθαρρύνθηκαν να σκέπτονται και να αποφασίζουν μόνες τους για τη ζωή τους.

Οι δυο αδελφές περνούσαν τα Σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια στη Νέα Υόρκη στο διαμέρισμα της μητέρας τους στο Greenwich Village, παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις και καλλιτεχνικές εκθέσεις, συναναστρεφόμενες με τους μποέμ καλλιτέχνες και μουσικούς φίλους της. Από το 1927 έως το 1929 η Marion σπούδασε σύγχρονο χορό και παιδαγωγικά προσχολικής εκπαίδευσης στο New School for Social Research και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, με σκοπό να γίνει δασκάλα. Πλήρωνε τα δίδακτρα φροντίζοντας μικρά παιδιά και διδάσκοντας σε νηπιαγωγείο στο Κονέκτικατ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μετακόμισε στη Μασαχουσέτη για να διδάξει στο σχολείο μιας μικρής πόλης, στην οποία ζούσαν οι εργαζόμενοι μιας γειτονικής αλευροβιομηχανίας. Οι ταξικές διαφορές που παρατηρούσε, ανάμεσα στα προνομιούχα παιδιά των ιδιοκτητών των μύλων, στα οποία δίδασκε τη μέρα και στους εξαντλημένους εργάτες που έβλεπε τα βράδια μετά από μια κουραστική μέρα, την αναστάτωσαν. Όταν η ύφεση προκάλεσε το κλείσιμο της αλευροβιομηχανίας και του σχολείου, απογοητεύτηκε με το «αμερικάνικο σύστημα».

Όταν, την άνοιξη του 1932, πέθανε ο πατέρας της η Marion χρησιμοποίησε χρήματα από το μερίδιό της στη κληρονομιά για να σπουδάσει χορό στο Παρίσι και, αργότερα, παιδοψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου βρισκόταν η αδερφή της Helen, η οποία εργαζόταν ως μαθητευόμενη πλάι στην φωτογράφο Gertrude “Trude” Fleischmann. Η Marion Post έδειξε στην αδελφή της, αλλά και στην Fleischmann μερικές από τις φωτογραφίες της και της είπαν ότι άξιζε να δοκιμαστεί στη φωτογραφία, γιατί, όπως χαρακτηριστικά είχε πει η Trude, «είχε καλό μάτι». Η Βιέννη εκείνη την εποχή γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη για τους «ξένους» με την άνοδο του ναζισμού και του φασισμού. Οι Εβραίοι και οι αντιναζί φίλοι των αδελφών Post είχαν βρει ζωγραφισμένες σβάστικες στις προσόψεις των σπιτιών τους και λίγο αργότερα είδαν τα χωράφια και τους φράκτες τους να παίρνουν φωτιά. Καθώς η κατάσταση χειροτέρευε, τα διαμερίσματα των σοσιαλιστών εργατών δέχονταν εμπρηστικές βόμβες, ενώ η Marion πέρασε αρκετούς μήνες δουλεύοντας με μεγάλο κίνδυνο σε τοπικά σχολεία για να βοηθήσει τα άστεγα παιδιά, που είχαν στερηθεί τα σπίτια τους από τους εμπρησμούς. Η Helen είχε φύγει από την Ευρώπη πριν από την απόπειρα του Ναζιστικού Κόμματος της Αυστρίας να ανατρέψει την κυβέρνηση, τον Ιούλιο του 1934. Όταν το Πανεπιστήμιο της Βιέννης έκλεισε λόγω των εντάσεων, ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα της έστειλε στη Marion ένα εισιτήριο επιστροφής, αλλά όχι άλλα χρήματα, αναγκάζοντάς την ουσιαστικά να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έφτασε στις 16 Οκτωβρίου του 1934 και εγκαταστάθηκε με την Helen στο Port Chester. Οι αδερφές συμμετείχαν στο «Kίνημα Eνάντια στον Πόλεμο και τον Φασισμό» (League Against War and Fascism) και βοήθησαν για να συγκεντρωθούν χρήματα και για να μεταναστεύσουν Εβραίοι, συμπεριλαμβανομένης και της Trude Fleischmann, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στα τέλη του 1934, η Marion μετακόμισε στο Croton-on-Hudson για να διδάξει στο προοδευτικό Hessian Hills School. Ανάμεσα στα μαθήματα έκανε πορτρέτα των μαθητών της και φωτογραφίες για το περιοδικό του σχολείου. Παράλληλα πεταγόταν και μέχρι τη Νέα Υόρκη για να παρακολουθεί διαλέξεις για τη φωτογραφία στη Photo League. Έχοντας κάνει μια σειρά φωτογραφιών με εργάτες ορυχείων στο Πίτσμπουργκ, έδειξε αυτή τη δουλειά της στους ιθύνοντες της Λίγκας, μιας και εναρμονιζόταν με το πνεύμα και τους στόχους της οργάνωσης. Εντυπωσιασμένοι από τη δουλειά της Post, ο Paul Strand και ο Ralph Steiner την προσκάλεσαν να συμμετάσχει σε μια ομάδα νεαρών φωτογράφων που συναντιόντουσαν στο διαμέρισμα του Steiner για χαλαρές συζητήσεις. Εκεί ανέπτυξε στενές φιλίες με τα μέλη του Group Theatre, μιας μικρής θεατρικής εταιρείας που ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1931. Τυλιγμένη με κουβέρτες τον χειμώνα, πήγαινε τα Σαββατοκύριακα με το αμάξι της από το Croton-on-Hudson στους καναπέδες των ηθοποιών φίλων της, οι οποίοι έγιναν το θέμα των πρώτων της δημοσιευμένων φωτογραφιών, στο περιοδικό Stage.

Το 1936 Marion Post επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να εργαστεί ως ανεξάρτητος φωτογράφος. Δημοσίευσε μερικές φωτογραφίες της στο διάσημο Survey Graphic, στη ΡΜ (μια βραχύβια αριστερή ημερήσια εφημερίδα της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1940), στη Woman Today και στο Building America, αλλά γενικά δυσκολευόταν να βρει δουλειές. Το καλοκαίρι του 1937, πήγε στο Τεννεσί για να συναντήσει τους Strand και Steiner που είχαν ιδρύσει την Frontier Films τον προηγούμενο χρόνο. Η Marion δούλεψε ως φωτογράφος σκηνής για το φιλμ “The People of the Cumberlands”, μια ταινία που γυρίστηκε για να υποστηρίξει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Βοηθός σκηνοθέτη σ’ αυτήν την ταινία υπήρξε ο Elia Kazan. Η Post κατέγραψε επίσης τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων στην ύπαιθρο του Τεννεσί. Οι περισσότερες από αυτές τις φωτογραφίες χάθηκαν, αλλά μία βρίσκεται στη συλλογή Frontier Films της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και μια άλλη εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού The New York Times της 10ης Ιουλίου 1938 , συνοδεύοντας ένα άρθρο με τίτλο, “People of the Tennessee Valley“.

Όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, συνέχισε να ψάχνει για δουλειά ως φωτογράφος, βασιζόμενη στις διανομές συσσιτίων για να έχει τουλάχιστον ένα γεύμα την ημέρα. Λίγο πριν εγκαταλείψει απογοητευμένη τη φωτογραφία και να επιστρέψει στη διδασκαλία, ο Ed Stanley, επικεφαλής του Associated Press, τη βοήθησε να βρει μια θέση στο Philadelphia Evening Bulletin. Η πρόσληψη μιας γυναίκας φωτογράφου δεν έγινε εύκολα αποδεκτή από τους υπόλοιπους, μόνο άνδρες, συναδέλφους της. Οι αντιδράσεις τους ήταν ακραία σεξιστικές. Ουρούσαν στα χημικά που χρησιμοποιούσε για να εμφανίσει τα φιλμ, έσβηναν τα τσιγάρα τους στις τυπωμένες φωτογραφίες της που περίμεναν να στεγνώσουν, της πετούσαν σαΐτες. Αφού κατάφερε να τους αντιμετωπίσει με σθένος και στωικότητα, της ανέθεσαν να καλύπτει τις ειδήσεις μόδας και τις κοινωνικές εκδηλώσεις για τη σελίδα των γυναικών. «Δεν με έστελναν εκεί που υπήρχε αίμα και δράση, φυσικά, αλλά το φωτο-ρεπορτάζ για τις εφημερίδες ήταν μια ανεκτίμητη εμπειρία για μένα. Έμαθα να εργάζομαι παραγωγικά εντός των προθεσμιών και βελτίωσα την ικανότητά μου στο σκοτεινό θάλαμο». Το να δουλεύει μια γυναίκα σαν φωτορεπόρτερ σε εφημερίδα εκείνη την εποχή ήταν τόσο ασυνήθιστο, που σε ένα σχετικό άρθρο με τίτλο «Παράξενες δουλειές για γυναίκες», το επάγγελμα και το πορτρέτο της ήταν πρώτο-πρώτο στη λίστα, ακολουθούμενη από μια οδοντίατρο, μια τσαγκάρισσα, δύο αδερφές που δούλευαν ως κρεοπώλισσες, μια αφισσοκολήτρια και μια πωλήτρια προϊόντων στο Reading Terminal Market.

Η Marion βαρέθηκε πολύ σύντομα τα ρεπορτάζ με τα γυναικεία θέματα στην εφημερίδα. Για καλή της τύχη, ο Ralph Steiner έδειξε το χαρτοφυλάκιό της στον Roy Stryker, τον επικεφαλής του τμήματος φωτογραφίας της Farm Security Administration (FSA), με έδρα την Ουάσιγκτον. Η FSA ήταν μια κυβερνητική υπηρεσία που δημιουργήθηκε με σκοπό την καταπολέμηση της αγροτικής φτώχειας κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφού έλαβε συστάσεις από τους Steiner, Strand και Ed Stanley, ο Stryker επικοινώνησε αμέσως με την Post για συνέντευξη. Την προσέλαβε επί τόπου και η Marion ήταν η πρώτη γυναίκα φωτογράφος πλήρους απασχόλησης της FSA. Η Dorothea Lange ανήκε μεν ήδη στο προσωπικό από το 1935, αλλά εργαζόταν μόνο με μερική απασχόληση και έκανε πολύ λιγότερες φωτογραφίες για την οργάνωση.

Από το 1938 έως το 1942, η Marion ταξίδεψε σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, χρησιμοποιώντας την έξωθεν καλή της εμφάνιση και τους φιλικούς της τρόπους για να πλησιάζει τα θέματά της. Στην πρώτη της αποστολή στην FSA, επισκέφτηκε τη Δυτική Βιρτζίνια, όπου η μητέρα της είχε παλαιότερα διανείμει έντυπα για τον οικογενειακό προγραμματισμό. Η έμπειρη, στο να πλησιάζει άγνωστους ανθρώπους, μητέρα της, της έδωσε ορισμένες συμβουλές προκειμένου να καταλαβαίνει καλύτερα τους ανθρώπους που ήθελε να φωτογραφίσει. Η πρώτη απ’ όλες ήταν να παρατηρεί τα ρούχα της μπουγάδας που κρέμονται στα σχοινιά για να στεγνώσουν, από τα οποία θα έπαιρνε πολύτιμες πληροφορίες για τα μέλη και την οικονομική κατάσταση της κάθε οικογένειας.

Όσο ενδιαφέρουσα κι αν της φαινόταν η ανάθεση, τόσο δύσκολη ήταν και η αποστολή της. Έπρεπε να ταξιδεύει μόνη της σε κοινωνικά συντηρητικές περιοχές, να περιηγηθεί σε δρόμους με κακή σήμανση, να αναζητήσει ασφαλή μέρη για φαγητό και ύπνο, να πλένει και να επιδιορθώνει τα ρούχα της, να επισκευάζει την κάμερα και το αυτοκίνητό της, να κρατά σημειώσεις και επεξηγήσεις για τις φωτογραφίες που έστελνε πίσω και, το χειρότερο, να γράφει φλύαρες, φιλικές επιστολές που θα την έκαναν να αισθάνεται συνδεδεμένη με τα κεντρικά γραφεία στην Ουάσιγκτον. Ο Stryker μάλιστα χρησιμοποίησε την ελκυστικότητα και τις κοινωνικές δεξιότητες της Marion και για έναν ακόμη λόγο. Οι αντικρουόμενες ατζέντες μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών οργανισμών βοήθειας και η σύγκρουση ανάμεσα στους τοπικούς και στους εθνικούς στόχους, συχνά μείωναν την αποτελεσματικότητα της FSA. Έτσι την έστελνε ως εκπρόσωπό του για να εξομαλύνει δύσκολες καταστάσεις ή σε ατελείωτες εργασίες ρουτίνας που έπρεπε να εκτελέσει ακόμη και όταν έπρεπε να ανταποκριθεί σε ένα σφιχτό πρόγραμμα, μερικές φορές οδηγώντας τη νύχτα για να ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις της.

Jitterbugging – Joan Stampleman and English Strunsky at home

Οι κοινωνικές επαφές της Marion Post τη βοήθησαν να αποκτήσει πρόσβαση σε στις εργατικές κατοικίες και την ελευθερία να βρεθεί σε αφροαμερικανικές γειτονιές και σε άλλα μέρη που δεν θα μπορούσε να πάει χωρίς συστάσεις και συνοδούς. Οι φωτογραφίες της τεκμηριώνουν τα οφέλη των κρατικών επιδοτήσεων προς τους αγρότες και απεικονίζουν τους φυλετικές διαχωρισμούς, αλλά απαθανάτισε επίσης στιγμές υπέρβασης, όπως στο Jitterbugging (1939), μια εμβληματική εικόνα Αφροαμερικανών που χορεύουν σε ένα κλαμπ. Η ίδια θέλησε να αναδείξει και τις ακραίες ανισότητα ανάμεσα στους πλουσίους και τους φτωχούς της χώρας. Έτσι έπεισε τον Stryker για την ανάγκη να συμπεριληφθεί η κάλυψη των ανώτερων και των μεσαίων στρωμάτων στο ιστορικό αρχείο της οργάνωσης. Τον Απρίλιο του 1939, όταν η Marion βρίσκοταν στο Miami Beach, πήγε στο σπίτι των γονιών της φίλης της, Joan Stampleman, την οποία γνώριζε μέσω του Group Theatre. Επιπλέον, ο σύζυγος της Joan ήταν ο Abraham Isserman, δικηγόρος της Frontier Films. Η Marion φωτογράφισε την Joan στο μπαρ του οικογενειακού της σπιτιού με τον πρόεδρο της εταιρείας ξυριστικών λεπίδων Gillette, English Strunsky που ήταν παντρεμένος με την αδελφή της Joan. Αυτές οι φωτογραφίες είχαν ιντριγκάρει τους θεατές για δεκαετίες, επειδή είναι τόσο διαφορετικές από τις περισσότερες εικόνες στο αρχείο της FSA.

Παρά την αφοσίωσή της και τις αποδεδειγμένες ικανότητές της, η Marion Post δεν έφτασε ποτέ στο επίπεδο αναγνώρισης που απολάμβαναν από τον Stryker ορισμένοι άλλοι από τους άνδρες συναδέλφους της. Σπάνια της έδινε την ευκαιρία να αναπτύξει πλήρως τις ιστορίες της, όπως έκανε αντίστοιχα με το έργο του Russell Lee, για παράδειγμα, τον οποίο εκτιμούσε τόσο πολύ. Τον Απρίλιο του 1941, η Marion Post συνάντησε τον Leon (Lee) Oliver Wolcott, βοηθό του Υπουργού Γεωργίας Henry Wallace. Ο Lee ήταν απόφοιτος του Brown University και χήρος με δύο μικρά παιδιά. Ερωτεύτηκαν με πάθος και παντρεύτηκαν στις 6 Ιουνίου του ίδιου έτους. Η Marion Post-Wolcott προσπάθησε να συνεχίσει την καριέρα της καθώς και να μεγαλώσει τα παιδιά του συζύγου της, αλλά, με τον πόλεμο προ των πυλών, με τα δελτία φαγητού, αυτοκινήτων, ελαστικών και βενζίνης να την περιορίζουν και τις γυναίκες να μετατοπίζονται από τις παραδοσιακές θέσεις των χαμηλών μισθών προς τις αντίστοιχες της πολεμικής βιομηχανίας, αυτό το σχέδιο αποδείχθηκε αδύνατο.

Σαν αφορμή βρέθηκε μια συνηθισμένη μικροπαρεξήγηση (μέσω αλληλογραφίας) με τον Stryker, που φάνηκε πως υποτιμούσε τη δουλειά της, μόνο που αυτή τη φορά ανακατεύτηκε και ο σύζυγός της, ο οποίος έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι [ο Stryker] «θα έπρεπε να απολυθεί αμέσως». Απαίτησε μάλιστα να διορθωθεί το όνομα της Marion που συνόδευε τις φωτογραφίες της στο αρχείο της FSA, σε Marion Post-Wolcott, μια δουλειά που χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί και επιδείνωσε το ήδη κακό κλίμα. Η Marion αναγκάστηκε να επιλέξει μεταξύ συζύγου και αφεντικού, μεταξύ των παραδοσιακών προσδοκιών σε σχέση με το φύλο της και μιας απαιτητικής δουλειάς, που δεν είχε την αναγνώριση που της άρμοζε. Φαίνεται ότι δυσκολεύτηκε λιγότερο με το να αποφασίσει να ρισκάρει τη ζωή της διδάσκοντας παιδιά στην εμπόλεμη Βιέννη, παρά με το να αποφασίσει ποιο δρόμο ζωής θα ακολουθήσει. Αναλογιζόμενη τον αγώνα της να κερδίσει τα προς το ζην και την ισχνή επιβεβαίωση που είχε λάβει για τη δουλειά της, ένιωθε αβέβαιη για να συνεχίσει ως φωτογράφος. Οι φωτογραφίες της είχαν λάβει πολύ λίγη προσοχή εκείνη την εποχή και ένιωθε δικαιωμένη να πιστεύει ότι η δουλειά της υποτιμήθηκε. Ενόψει του επερχόμενου πολέμου, έφυγε από τον FSA και βοήθησε τον Lee να λειτουργήσει μια φάρμα «back to nature» που αγόρασε στη Βιρτζίνια.

Η Marion Post-Wolcott δεν φωτογράφισε ποτέ ξανά επαγγελματικά, αλλά δεν σταμάτησε να κάνει φωτογραφίες των γειτόνων της, δωρίζοντας τους τα πορτρέτα τους και τοπία της αγροτικής Βιρτζίνια. Μία από τις συνεισφορές της Marion στο φωτορεπορτάζ ήταν το γεγονός ότι κατάφερνε να διατηρήσει την ανώτερη ποιότητα των φωτογραφιών της, ενώ βρισκόταν υπό την πίεση του να εργάζεται σε κοινωνικά δύσκολα περιβάλλοντα. Αναγνωρίζεται για το ανεξάρτητο πνεύμα της, τη σκληρή δουλειά, την αφοσίωσή της στα κοινωνικά ιδανικά και το διορατικό φωτογραφικό πορτρέτο της αμερικανικής ζωής. Έδειξε στις γυναίκες ότι μια τέτοια ζωή ήταν δυνατή, αν και όχι εύκολη. Συνέβαλε επίσης, με εκατόν είκοσι φωτογραφίες της, στο έγχρωμο πορτρέτο των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς η Kodak έδωσε δείγματα του φιλμ Kodachrome (όταν το πρωτο-κυκλοφόρησε) στην FSA για πειραματισμό. Αυτά δεν δημοσιεύθηκαν ευρέως μέχρι να το επιτρέψει η τεχνολογία στα τέλη του εικοστού αιώνα.

Από το 1954 έως το 1959, οι Wolcotts ζούσαν στο Κολοράντο και στο Νέο Μεξικό. Καθώς ο Lee εργαζόταν για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1959 έως το 1968, η οικογένεια τους έζησε στο Ιράν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ινδία και την Αίγυπτο. Λίγο πριν από την αναγκαστική αναχώρηση τους από την Αίγυπτο, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Επτά Ημερών το 1967, η Marion κατέστρεψε σχεδόν όλο το προσωπικό της αρχείο που είχε απομείνει για να το σώσει από τη κατάσχεση. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στην Καλιφόρνια, όπου η Marion έδωσε διαλέξεις φωτογραφίας στο Μουσείο της Santa Barbara. Το 1975, ο Lee Witkin, ιδιοκτήτης γκαλερί της Νέας Υόρκης με εξειδίκευση στη φωτογραφία, και οι φωτογράφοι Judy Dater και Jack Welpott εντόπισαν την απομονωμένη Post-Wolcott, αναζήτησαν τη δουλειά της και την εξέθεσαν στη γκαλερί του Witkin, όπου οι φωτογραφίες της κέρδισαν αμέσως, αν και με καθυστέρηση, την αναγνώριση. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις εικόνες της μεταξύ των μελετητών αναζωπύρωσε και το δικό της ενδιαφέρον για τη φωτογραφία. Η Marion άρχισε να συμμετέχει ξανά στις κοινότητες καλλιτεχνικής φωτογραφίας της Santa Barbara και του Σαν Φρανσίσκο και, παρόλο που είχε αφήσει το στίγμα της ως φωτογράφος ντοκουμέντων, εργάστηκε για να εδραιώσει τη φήμη της στην ανερχόμενη αγορά συλλεκτών έργων τέχνης. Δανείστηκε τα αυθεντικά αρνητικά της FSA από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου για να επιβλέπει την εκτύπωση των πιο γνωστών φωτογραφιών της μαζί με τις πιο πρόσφατες προσπάθειές της. Στη δεκαετία του 1980 δώρισε το αρχείο των προσωπικών εγγράφων και των φωτογραφιών της στο Κέντρο Δημιουργικής Φωτογραφίας στο Tucson της Αριζόνα. Η πρώτη μονογραφία για το έργο της δημοσιεύτηκε το 1983.

Στις 24 Νοεμβρίου 1990, η Marion Post-Wolcott πέθανε στο σπίτι της στη Santa Barbara μετά από μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα, που διήρκησε για περισσότερο από ένα χρόνο. Η κακή της υγεία την εμπόδισε να παρευρεθεί στην αναδρομική έκθεση της δουλειάς της τον Απρίλιο του 1990 στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας (Ι.C.P) στη Νέα Υόρκη, αλλά οι εικόνες της μίλησαν για εκείνη γιατί μιλούσαν από την καρδιά της. Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής της έλαβε πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του βραβείου Dorothea Lange του Μουσείου του Όκλαντ, του Βραβείου Lifetime Achievement του Society of Photographic Educator και του National Press Photographer’s Lifetime Achievement Award. Υπήρξε μέχρι τέλους υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών. Σε μία από τις τελευταίες σημαντικές ομιλίες της, που έδωσε στο συνέδριο Women in Photography, το 1986, συμβούλεψε τις γυναίκες να βρουν τις δικές τους φωνές δηλώνοντας: «Οι γυναίκες έχουν προχωρήσει πολύ, αλλά όχι αρκετά μακριά… Μιλήστε με τις εικόνες σας από την καρδιά και την ψυχή σας».

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούνιος 2024