Ήταν το φανταχτερό εξώφυλλο που μου τράβηξε την προσοχή στην αρχή. Μεγάλοι τυπογραφικοί χαρακτήρες, διαφορετικών μεγεθών, άτακτα ριγμένοι σε ένα παράξενο μωβ φόντο. “Μοντερνιά!” σκέφτηκα. Unguided Tourο τίτλος του λευκώματος, της Sylvia Plachy. Δεν την ήξερα τη κυρία. Ήξερα όμως τον Tom Waits που είχε συνθέσει τη μουσική του βιβλίου, όπως με πληροφορούσε το εξώφυλλο. “Άλλο πάλι και τούτο – μουσική σε βιβλίο, πως γίνεται αυτό?” αναρωτήθηκα. Μιλάμε για το μακρινό 1990. Τα πρώτα CD’s είχαν μεν κυκλοφορήσει από το 1982, αλλά ήταν ακόμη πανάκριβα για να συνοδεύουν -και μάλιστα δωρεάν- βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες. Η απάντηση δόθηκε όταν στην εσωτερική πλευρά του οπισθόφυλλου ανακάλυψα μέσα σε μια χάρτινη θήκη έναν μικρό και εύκαμπτο δίσκο βινυλίου που περιείχε το τραγούδι Seranno του Tom Waits. “Μεγάλη μοντερνιά!” ξανασκέφτηκα και αγόρασα το βιβλίο, χωρίς καν να ξεφυλλίσω τις φωτογραφίες του. Είχα μόνο προλάβει να δω μια σχετικά μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία που έδειχνε το κεφάλι ενός αλόγου που προσπαθεί απεγνωσμένα να μην παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά, στη μέση του εξωφύλλου.

Αφού άκουσα το δισκάκι, καλό, τυπικό δείγμα της δουλειάς του Tom Waits, είδα με προσοχή τις φωτογραφίες της Plachy. Παράξενες, σκοτεινές, κάτι σαν ρεπορτάζ, αλλά όχι ακριβώς. Από την άλλη δεν έμοιαζαν ούτε με αυτές που είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε “φωτογραφία δρόμου”. Και καταπληκτικά πορτραίτα: Η Isabelle Hypert, ο Γάλλος σκηνοθέτης Claude Lanzmann, ο William Burroughs, ένα παράξενα προφητικό πορτρέτο ενός έκλυτου Rainer Fassbinder, ο Borges, o Tom Waits να ποζάρει σαν ταυρομάχος και μια φωτογραφία του Andre Kertész, εξαντλημένου, σχεδόν ετοιμοθάνατου. Ένα μικρό κειμενάκι της φωτογράφου μας πληροφορεί πως τελικά πέθανε δέκα μέρες μετά από τη λήψη αυτής της φωτογραφίας. Ποια ήταν λοιπόν αυτή η “άγνωστη” φωτογράφος που είχε τόση κοντινή σχέση με τον μεγάλο δάσκαλο και την άνεση να τον φωτογραφίζει στις τελευταίες στιγμές του? Δυστυχώς τα κείμενα του βιβλίου δεν ήταν κατατοπιστικά. Έπρεπε να περιμένω μέχρι το 2004 που εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Self Portrait with Cows Going Homeγια να μάθω περισσότερα.

Η Plachy γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1943, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πρώτες λέξεις που άρθρωσε ήταν “Μπουμ” και “Μπαμ”, από τον ήχο των βομβών. Οι γονείς της περηφανεύονταν επειδή μπορούσε να ξεχωρίσει ποια βόμβα έπεφτε στη πόλη και ποια στα περίχωρα. Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Ούγγροι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των Ούγγρων Εβραίων και των μελών της κοινότητας των Ρομά που δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Οι γονείς της παντρεύτηκαν στις παραμονές του Πολέμου κόντρα στις επιθυμίες των οικογενειών τους, καθώς ο πατέρας της ήταν Ρωμαιοκαθολικός αριστοκρατικής καταγωγής και η μητέρα της Εβραία, που έμεινε κρυμμένη από το φόβο του ναζιστικού διωγμού καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ο πατέρας της ήταν οδηγός στο στρατό που βρισκόταν στη Βουδαπέστη και καθώς οδηγούσε γύρω από την πόλη, κατάφερε να βοηθήσει πολλούς από τους Εβραίους φίλους του. Βρήκε κρυψώνες και τους προμήθευε λαθραία παλτά και κουβέρτες. Αλλά δεν κατάφερε να σώσει την οικογένεια της συζύγου του. Οι γονείς της δεν πείστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους στην Raho και να πάνε να κρυφτούν στη Βουδαπέστη. Ο παππούς της, ο Dr.Jahr Miklos, ένας αξιοσέβαστος δικηγόρος στην πόλη του, δεν πίστευε ότι μπορούσε κάποιος να τους βλάψει. Όμως, μετά τη γέννησή της Sylvia το 1943, όλοι οι Εβραίοι της Raho συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς, συμπεριλαμβανομένης και της οικογένειας της μητέρας της.

Μετά τον πόλεμο η Ουγγαρία καταλήφθηκε από τον Σοβιετικό Στρατό και έγινε ένα κράτος-δορυφόρος της Σοβιετικής Ένωσης. Τον Οκτώβριο του 1956, ξέσπασε στην Ουγγαρία μια αυθόρμητη επανάσταση εναντίον της φιλοσταλινικής κυβέρνησης. Η εξέγερση καταστάλθηκε άγρια από τον Σοβιετικό Στρατό, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους και πολλοί περισσότεροι να βρεθούν σε δυσμένεια αμέσως μετά. Η Sylvia ήταν 13 ετών κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Ένα μήνα μετά την καταστολή της εξέγερσης, οι γονείς της αποφάσισαν να περάσουν λαθραία τα σύνορα. Της το ανακοίνωσαν μια μέρα πριν την αναχώρηση, αλλά της είπαν να το κρατήσει μυστικό. Η Sylvia είχε μια μέρα να πει σιωπηλά αντίο στη γενέθλια χώρα της και στη παιδική της ηλικία. Με δεδομένη τη στέρηση δυτικών προϊόντων στο ανατολικό μπλοκ, η οικογένεια φύλαγε, από την εποχή του πολέμου, κρυμμένες ορισμένες ελβετικές σοκολάτες και σε κάθε σημαντικό γεγονός ή μεγάλη γιορτή έτρωγαν από ένα μικρό κομματάκι. Τη νύχτα πριν από την αναχώρησή τους και επειδή δεν θα γιόρταζαν άλλη Πρωτοχρονιά στη Βουδαπέστη, αποφάσισαν να απολαύσουν όση σοκολάτα είχε περισσέψει. Η Sylvia κρατούσε την αναπνοή της καθώς ο πατέρας της ξετύλιγε το ασημόχαρτο της συσκευασίας και αποκάλυπτε τη σκούρα σοκολάτα με τα φουντούκια. Δυστυχώς, όμως ήταν πολύ αργά. Ένα λευκό σκουλήκι είχε ήδη φτάσει εκεί πρώτο.

Το κάθε μέλος της οικογένειας κρατούσε μια μικρή βαλίτσα και φορούσε αλλεπάλληλα εσώρουχα και ρούχα πάνω του, ήταν άλλωστε Δεκέμβριος. Η Sylvia κουβαλούσε επιπλέον το Maci, ένα πάνινο αρκουδάκι που στη κοιλιά του είχαν κρυφτεί ορισμένα χρυσά νομίσματα και ένα βραχιόλι. Διέσχισαν με τραίνο την Ουγγαρία και έφτασαν στα σύνορα με την Αυστρία. Στη συνέχεια κρύφτηκαν κάτω από τα καλάμια καλαμποκιού στη καρότσα ενός κάρου που έσερναν άλογα για να αποφύγουν τους συνοριοφύλακες. Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Για να παρηγορήσει τη Sylvia ο πατέρας της τής είχε υποσχεθεί ότι θα της αγόραζε αυτό το πρωτόγνωρο ποτό της Δύσης, τη Coca-Cola. Κάποτε πέρασαν τα σύνορα με την Αυστρία και αντίκρισαν τα φώτα ενός φορτηγού του Ερυθρού Σταυρού που υποδεχόταν τους πολιτικούς πρόσφυγες. Η μητέρα της γονάτισε και φίλησε τη γη. Η Sylvia κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε παρά μόνο σκοτάδι, τόσο πίσω της, όσο και μπροστά της.

Καθώς δεν γνώριζε Γερμανικά δυσκολευόταν να συνεννοηθεί και να κάνει παρέες στο σχολείο. Ο πατέρας της, τής χάρισε μια φωτογραφική μηχανή Agfa, αγορασμένη από το ενεχυροδανειστήριο, προκειμένου να έχει κάτι να ασχολείται κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής στις Άλπεις. Η φωτογραφική μηχανή έγινε για τη μικρή Sylvia η πανοπλία που χρειαζόταν για να θωρακίσει τη δειλία και την αμηχανία της λόγω του γεγονότος ότι δεν μιλούσε τη γλώσσα. Της έδωσε μια δικαιολογία για να κοιτάζει γύρω της και της εμφύσησε την επιθυμία να γίνει καλλιτέχνης. «Προσπάθησα να καταλάβω τι συνέβαινε γύρω μου χωρίς τη μεσολάβηση της γλώσσας», δηλώνει. Οι φωτογραφίες που άρχισε να παίρνει φαίνεται πως υπήρχαν μέσα της πολύ πριν τις δει. Περίμεναν τη κατάλληλη στιγμή και το σωστό φωτισμό για να αναδειχτούν. Η πρώτη φωτογραφία της δείχνει μια μαύρη κατσίκα στο χιονισμένο λευκό τοπίο.

Πριν μάθει καλά-καλά τα Γερμανικά, τον Αύγουστο του 1958, η οικογένειά της μετανάστευσε στο New Jersey των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου ζούσε μια θεία της μητέρας της. Μου αρέσει να τη φαντάζομαι να κουβαλά πάλι το αρκουδάκι της και μια μεγαλύτερη βαλίτσα αυτή τη φορά. Έπρεπε όμως να μάθει πάλι μια καινούργια γλώσσα για να συνεννοείται. Στο Αμερικάνικο σχολείο είχε λιγότερα προβλήματα απ΄ ότι στη Βιέννη. Είχε άλλωστε μεγαλώσει, είχε επιβιώσει από μια επανάσταση και είχε ζήσει σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κάτι που εκτιμούσαν στην Αμερική. Το 1964 εγγράφεται στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Pratt, το οποίο φημιζόταν για το φιλελεύθερο πνεύμα του. Στο πρώτο έτος παρακολούθησε κάποια εισαγωγικά μαθήματα φωτογραφίας και ενθουσιάστηκε με το μέσο. Συνειδητοποίησε ότι είχε βρει την κλήση της. Ο καθηγητής της Arthur Freed, διέκρινε τον ενθουσιασμό της και της πρότεινε να συναντήσει τον συμπατριώτη της, σπουδαίο φωτογράφο André Kertész, ο οποίος όμως εκείνη την εποχή δεν είχε την αναγνώριση που έλαβε μετά το θάνατό του το 1985. Η Sylvia συνάντησε τον Kertész και βαθμιαία αναπτύχθηκε μια βαθιά φιλία ανάμεσά τους. Ο Kertész ήταν 50 χρόνια μεγαλύτερός της, την αποκαλούσε χαϊδευτικά “Μυξιάρικο”, της μετέδωσε την αγάπη του για τη φωτογραφία και έγινε ο μέντοράς της. Στο τελευταίο έτος της σχολής, αυτή και μόνο μια άλλη συμφοιτήτρια της διάλεξαν τη φωτογραφία ως μέσο για την καλλιτεχνική εργασία τους. Οι καθηγητές της, που δεν θεωρούσαν τη φωτογραφία “ισάξια” με τις άλλες Τέχνες τη βαθμολόγησαν με “C”.

Η Plachy επέστρεψε στην Ουγγαρία για πρώτη φορά το 1964, σαν προσκυνητής. Επισκέφτηκε το διαμέρισμα που ζούσε με τους γονείς της. Βρήκε μια άλλη οικογένεια, ενός αστυνομικού, να ζει εκεί. Η γιαγιά της έμενε ακόμα στο σπίτι, αλλά είχε μετακομίσει στο παιδικό της δωμάτιο. Όλοι μοιράζονται το μπάνιο και την κουζίνα, αλλά το ψυγείο, που ήταν αγορασμένο από τους νέους ενοίκους, ήταν πάντα κλειδωμένο. Κάθε φορά που επισκεπτόταν τη γιαγιά της, τής έδινε το παλιό κρεβάτι της στο δωμάτιό της και αυτή βολευόταν σ΄ ένα καναπέ στο διάδρομο. Τα αστέρια από το παράθυρο της φαινόντουσαν ίδια, όπως όταν ήταν παιδί. Τα περιστέρια κούρνιαζαν ακόμα στις προεξοχές, ενώ κάτω στην αυλή, οι γάτες περίμεναν υπομονετικά να τους πετάξουν το φαγητό τους. Έκτοτε επέστρεφε συχνά για να ανταμώσει τους φίλους της, να θυμηθεί τη βαριά μυρουδιά των τσιγάρων της Ανατολικής Ευρώπης και τις ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας. Να ξανακούσει το συριγμό του τραμ και να της χαϊδέψουν τα αυτιά οι ουγγρικές λέξεις της μητρικής της γλώσσας. Η νέα της γλώσσα, η φωτογραφία, ήταν η γέφυρα που συνέδεε το παρελθόν με το παρόν. Το 1984 η Plachy επισκέφτηκε μαζί με τον Andre Kertész τη γενέθλια χώρα τους. Ήταν η τελευταία φορά για εκείνον.

Μετά την αποφοίτησή της έκανε δουλείες του ποδαριού για να αποπληρώσει τα φοιτητικά δάνεια της από το κολέγιο. Απασχολήθηκε στο τμήμα στατιστικών στοιχείων για τις προσκοπίνες των Η.Π.Α, πουλούσε φωτογραφίες για $5 τη μία στο περιοδικό Jubilee και δούλεψε ως αρχειοθέτης. Η τύχη της άλλαξε το καλοκαίρι του 1972 όταν παρακολούθησε ένα σεμινάριο που έδωσαν ο δημοσιογράφος Clay Felker και ο γραφίστας Milton Glaser, ιδρυτές του περιοδικού New York Magazine. Φαίνεται πως τους εντυπωσίασε γιατί της πρόσφεραν αμέσως δουλειά στο φωτογραφικό τμήμα του περιοδικού και όταν ο Felker ανέλαβε, το 1974, τη Village Voice την εβδομαδιαία «εναλλακτική» εφημερίδα της Νέας Υόρκης, τον ακολούθησε και η Plachy, παραμένοντας εκεί για 30 αξέχαστα χρόνια. Οι ευτυχείς συμπτώσεις συνεχίστηκαν για την Plachy. “Μία ημέρα ο αρχισυντάκτης ήρθε στο Φωτογραφικό Τμήμα και ρώτησε αν κάποιος θα μπορούσε να βάζει κάθε εβδομάδα μια φωτογραφία στη σελίδα των περιεχομένων. Ήμουν εκεί και είπα ότι θα μπορούσα. Απλά πρέπει να βρίσκεστε στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή. Αυτό ισχύει για τη λήψη μιας φωτογραφίας, αυτό ισχύει για τη ζωή, αυτό ισχύει για τον έρωτα…”

Έτσι ξεκίνησε ουσιαστικά η καριέρα της. Κάθε βδομάδα μία ασπρόμαυρη φωτογραφία της, συνήθως χωρίς κανένα δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, χωρίς λεζάντες, χωρίς σχέση με τα νέα της εβδομάδας εμφανιζόταν ακριβώς πάνω από τα περιεχόμενα της εφημερίδας. Οι φωτογραφίες αυτές πότε ήταν μια απλή σκηνή στο δρόμο, πότε μια νεκρή φύση, άλλοτε ένα πορτρέτο κάποιου ανώνυμου Νεοϋορκέζου, άλλοτε ενός διάσημου συγγραφέα ή μουσικού, μερικές φορές μια εικόνα ενός ασήμαντου ζώου. Η υποχρέωση να δημοσιεύει κάθε εβδομάδα και μια φωτογραφία την κρατούσε σε συνεχή εγρήγορση. Κάποιες φωτογραφίες έχουν εμφανώς τραβηχτεί ενώ οδηγεί το αυτοκίνητό της. Ακόμη και σήμερα που υπάρχουν αυστηροί νόμοι που σου απαγορεύουν να μιλάς στο κινητό ή να στέλνεις μηνύματα, δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σου απαγορεύει να φωτογραφίζεις καθώς οδηγείς. Δεν ήταν κάθε φορά πετυχημένη η φωτογραφία που δημοσίευε, αλλά ήταν πάντα εκεί, στη πρώτη σελίδα και ήταν δικής της. Αυτός ο “γύρος” κράτησε οκτώ χρόνια και καθιέρωσε τη Plachy ως φωτογράφο. Το 1990 επέλεξε τις καλύτερες από αυτές τις φωτογραφίες και τις εξέδωσε από τον εκδοτικό οίκο Aperture με τον τίτλο της στήλης που είχε στο περιοδικό, Unguided Tour. Το 1991 το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Infinity από το Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας (ICP) και γενικά έλαβε διθυραμβικά σχόλια. Ο Richard Avedon δήλωσε για το βιβλίο: Από την εποχή των Αμερικάνων του Robert Frank έχω να δω ένα τόσο δυνατό σύνολο φωτογραφιών. Μου έκοψε την ανάσα και με έκανε να γελάσω ταυτόχρονα. Έχει ηθική. Είναι όπως θα έπρεπε να είναι ο κάθε φωτογράφος. Δεν έτυχε να τη γνωρίσω, αλλά τώρα έχω το βιβλίο της”. Το ίδιο θερμή ήταν και η Agnes Varda: “Δεν είναι μια περιοδεία, είναι ένα ταξίδι! Η Silvia Plachy δεν είναι ένας οδηγός, είναι ο φίλος, η αδελφή, η κόρη, ο γείτονας, κάποιος που είναι πάντα έτοιμος να μοιραστεί την αθωότητα και το συναίσθημα”.

Ο Γκαίτε έγραψε ότι το πιο δύσκολο είναι να δούμε τι ακριβώς βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Οι φωτογραφίες της Sylvia Plachy αρέσουν γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο. Βλέπει τι είναι μπροστά στα μάτια της και το φωτογραφίζει με τρυφερότητα. Ο ανθρωπισμός και η συμπάθεια προς τον κόσμο δεν είναι κάτι που θα περίμενε κανείς από ένα παιδί που γεννήθηκε στη καρδιά του μεγάλου πολέμου και μεγαλώνοντας βίωσε μια επανάσταση, την καταστολή της και την αυτοεξορία της οικογένειάς του. Ήταν, ωστόσο, αυτά ακριβώς που χαρακτήριζαν το έργο του Kertész. Η Plachy αναμφισβήτητα αποδείχτηκε αληθινός κληρονόμος του φίλου, του συμπατριώτη και μέντορα της. Επέκτεινε την διαποτισμένη με σοφία ποιητική παράδοση του μεγάλου δασκάλου της σε ένα άλλο επίπεδο οικειότητας και χιούμορ και είμαι σίγουρος ότι θα τον έκανε πολύ περήφανο αν θα μπορούσε να δει τη δουλειά της. Ανεξάρτητα από το θέμα, οι φωτογραφίες της ακτινοβολούν μια αύρα τρυφερότητας και αγάπης. Η κύρια επιδίωξη της Plachy δεν είναι η αρμονική παρουσίαση του κόσμου ή η αναζήτηση της ομορφιάς του. Αντίθετα, μας κάνει να δούμε τι κρύβεται πίσω από την επιφάνεια με μια σχεδόν απαράμιλλη λεπτότητα. Τα θέματα της ποτέ δεν είναι όμορφα ή άσχημα. Είναι οι άνθρωποι έτσι ακριβώς όπως έχουν γίνει. Η Sylvia κρατά έναν καθρέφτη με τη μορφή φωτογραφικής μηχανής στο χέρι της που αντανακλά τη ψυχή των εικονιζομένων ή/και τα δικά της συναισθήματά απέναντι τους.

Η ποικιλία των φωτογραφικών μηχανών που χρησιμοποιεί η Plachy είναι δύσκολο να αγνοηθεί όταν βλέπεις τις φωτογραφίες στα βιβλία της. Στη τσάντα της κουβαλά πάντα τέσσερις μηχανές: μια Holga (η Plachy χρησιμοποιεί αυτή τη φτηνή πλαστική κάμερα για περισσότερο από δύο δεκαετίες), μια Hasselblad, μια Leica και μια πανοραμική. Κάθε κάμερα κάνει κάτι διαφορετικό“, λέει. “Είναι σαν διαφορετικές φωνές, σαν διαφορετικά μουσικά όργανα σε μια ορχήστρα. Αυτό που έχει σημασία είναι πόσο εξοικειωμένοι είστε με τον εξοπλισμό σας, έτσι ώστε αυτός να είναι απλώς η επέκταση του ματιού σας και εσείς να είστε ελεύθεροι να ακολουθήσετε τη διαίσθησή σας”.

Το επόμενο βιβλίο της, το Red Light (1996) ήταν ένα ντοκουμέντο για τη βιομηχανία του σεξ στη Νέα Υόρκη με κείμενο από τον James Ridgeway. Στο τρίτο βιβλίο της Signs & Relics, Σήματα & Κειμήλια (1999), τον πρόλογο του οποίου έγραψε ο Wim Wenders, οι φωτογραφίες της φαίνεται να αποτελούν συνέχεια του “Unguided Tour”. Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται ένα θαυμάσιο πορτραίτο του Kertész στο οποίο ο ίδιος εμφανίζεται ελάχιστα στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας, ενώ η σκιά του που δημιουργείται από το φως που ξεχύνεται μέσα από τα κλειστά παραθυρόφυλλα σχηματίζεται στο δεξί άκρο. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο διαμέρισμα του Kertész στη Πέμπτη Λεωφόρο, όπου η Plachy πέρασε τόσες πολλές ώρες συντροφιά με τον δάσκαλό της. Στο ίδιο διαμέρισμα τραβήχτηκε και το πορτραίτο της νεαρής ακόμη Sylvia που της τράβηξε ο Kertész και βρίσκεται στην αρχή της παρουσίασης. Ξεχωρίζω επίσης και μια ακόμη φωτογραφία από αυτό το βιβλίο, που αιχμαλωτίζει ένα πολύ τρυφερό στιγμιότυπο στο οποίο εμφανίζονται οι υπερήλικες πλέον γονείς της να φιλιούνται.

Το τέταρτο βιβλίο της, Self Portrait with Cows Going Home” (Αυτοπροσωπογραφία με τις αγελάδες που πηγαίνουν στο σπίτι), το πιο πολύπλοκο και φυσικά το πιο προσωπικό βιβλίο της Plachy, διακρίθηκε με το βραβείο Golden Light το 2004. Ο τίτλος του βιβλίου είναι εμπνευσμένος από μια φωτογραφία που βρίσκεται στη τελευταία σελίδα του. Στη πανοραμική λήψη παρμένη μέσα από το αυτοκίνητό της, εμφανίζεται στην άκρη αριστερά το είδωλο της Plachy που αντανακλάται στον πλαϊνό καθρέφτη του αυτοκινήτου, καθώς φωτογραφίζει δυο αγελάδες που βαδίζουν πάνω στο πεζοδρόμιο επιστρέφοντας στο σπίτι τους. Χαρακτηριστικό, αυτοαναφορικό αυτο-πορτραίτο της φωτογράφου που συνεχώς επιστρέφει στη χώρα καταγωγής της. Τα λόγια του σκηνοθέτη Jim Jarmusch στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αποτυπώνουν με ακρίβεια το βάθος και την ομορφιά αυτού του όμορφου λευκώματος: «Τα μικρά κείμενα και οι αξιοσημείωτες εικόνες που περιλαμβάνει το Self Portrait with Cows Going Home δημιουργούν έναν συλλογικό χάρτη όπου συνδυάζονται τα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας της Ανατολικής Ευρώπης με τις μνήμες και τα όνειρα της φωτογράφου. Οι στοιχειωμένες φωτογραφίες της Plachy είναι τέλειες στην ατέλεια τους, στερούνται κάθε περιττού βάρους, η κάθε μία μπορεί να θεωρηθεί και μια αυτοπροσωπογραφία – αλλά κάπως από μέσα προς τα έξω».

Οι φωτογραφίες του βιβλίου έχουν τραβηχτεί κατά τη διάρκεια των επισκέψεών της στην Ουγγαρία, αλλά και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Συνοδεύονται από μικρά αυτοβιογραφικά κείμενα της φωτογράφου, στα οποία εξιστορεί προσωπικά βιώματα και οικογενειακές αναμνήσεις. Είναι λες και η Plachy στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη και βλέπει, αντί για το είδωλο της, να περνά από μπροστά της όλη η προηγούμενη ζωή της. Θυμάται τα δύσκολα παιδικά της χρόνια στη Βουδαπέστη, όταν τα Σαββατόβραδα όλοι έμεναν στα σπίτια τους για να κάνουν μπάνιο, καθώς ήταν η μόνη μέρα που είχαν ζεστό τρεχούμενο νερό, αλλά και την αγάπη και τη φροντίδα που πήρε από τους γονείς της. Έχει φωτογραφίσει τις αγαπημένες παιδικές φίλες της: τη Marika ντυμένη στα νυφικά για το γάμο της και τη Lulu να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, στο ίδιο δωμάτιο που έπαιζαν μικρές. Έχει φωτογραφίσει τη θέα από το παράθυρο του σπιτιού που έμενε όταν ήταν μικρή, τη γιαγιά της χαμένη ανάμεσα στα διάφορα αναμνηστικά που φύλαγε σαν πολύτιμο θησαυρό και το στρωμένο τραπέζι με τις πορσελάνες και τα ασημικά που ετοίμαζε για το πρωινό τους. Έχει φωτογραφίσει, εβραϊκά νεκροταφεία και τους χώρους μαρτυρίου στο Νταχάου, σαν φόρο τιμής στους αδικοχαμένους συγγενείς της. Έχει φωτογραφίσει μνημεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά και τη αποκαθήλωση τους μετά τη κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων. Έχει φωτογραφίσει ορφανά στη Ρουμανία, άστεγους στη Τσεχία, τα άδεια κάδρα στους τοίχους που κάποτε πλαισίωναν τη φωτογραφία του Τίτο στο Βελιγράδι, αλλά και τις κατεστραμμένες εκκλησίες στο Βούκοβαρ και τους ακρωτηριασμένους στρατιώτες στο Ζάγκρεμπ. Η μετάβαση σε φιλελεύθερα πολιτικά συστήματα τελικά δεν πρόσφερε σε όλους τις ίδιες ευκαιρίες που ευαγγελιζόταν.

Ανάμεσα στις φωτογραφίες της υπάρχουν και λίγες βγαλμένες από το οικογενειακό της άλμπουμ. Οι γονείς της νιόπαντροι, η θεία της Hedy, η προγιαγιά της να ποζάρει πλάι σε έναν αξιωματικό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πρώτη φωτογραφία του βιβλίου είναι ένα πορτραίτο της που τράβηξε ο πατέρας της όταν εκείνη ήταν 13 ετών στη Βιέννη. Το χιόνι προσφέρει ένα λευκό φόντο γύρω από το πρόσωπο, ενώ στο βάθος διακρίνεται ένα κτίριο και ένα δέντρο. Είναι μια απλή φωτογραφία που προκαλεί όμως τόσες πολλές ερωτήσεις. Για μένα, μια φωτογραφία που θέτει ερωτήσεις, αλλά δεν δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Και αυτό ακριβώς κάνει κι αυτή η φωτογραφία.

Τα επόμενα βιβλία της Plachy είναι τα: Going on About Town (2007) καιOut of the Corner of My Eye: de reojo (2008). Το πρώτο, το οποίο παρά την ελαφράδα και το χιούμορ του, υστερεί σε σχέση με τα προηγούμενα, περιλαμβάνει έγχρωμες φωτογραφίες της που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό The New Yorker και το δεύτερο περιλαμβάνει μια αναδρομική συλλογή  των πλέον χαρακτηριστικών φωτογραφιών της σαραντάχρονης καριέρας της.

Η Sylvia Plachy είναι παντρεμένη με τον καθηγητή ιστορίας Elliot Brody, ο οποίος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Αυτός ήταν 21 ετών και αυτή 19, όταν συναντήθηκαν το 1962, ως φοιτητές σε ένα καλοκαιρινό campus. Πέρασαν ένα φλογερό καλοκαιρινό ειδύλλιο και τέσσερα χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν. Έχουν αποκτήσει ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Αdrien Βrody, ο οποίος συμπτωματικά(?) ενεπλάκει στην ιστορία της οικογένειας της μητέρας του ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη ταινία του Roman Polanski, Ο Πιανίστας(2002). Η ταινία διηγείται την αληθινή ιστορία του Πολωνο-εβραίου πιανίστα Βλαντισλάβ Σπίλμαν, ο οποίος κατάφερε να επιβιώσει στο γκέτο της Βαρσοβίας χάρη στη φήμη του ως μουσικού. Για την ερμηνεία του μάλιστα ο Αdrien Βrody βραβεύτηκε με το βραβελιο Οscar. Η Plachy, όπως είναι φυσικό, φωτογράφιζε συχνά το γιο της από τότε που ήταν πολύ μικρός και συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Τα συναισθήματά του αντικατοπτρίζονται στο πρόσωπό του είπε η Plachy σε μια συνέντευξή της. Οι φωτογραφίες του γιου της αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του έργου της και μέχρι σήμερα στέλνει στο τέλος κάθε έτους στους φίλους και στους γνωστούς της αντί για πρωτοχρονιάτικη κάρτα μια φωτογραφία του Adrien. Για την Plachy οι ευχετήριες αυτές κάρτες αντιπροσωπεύουν ένα οικογενειακό τελετουργικό που κρατά από την παιδική του ηλικία. “Δεν μπορώ να το σταματήσω, παρόλο που είναι τώρα 44 ετών”, λέει. “Είναι μια παράδοση που όλοι περιμένουν, θα ήταν άκομψο εκ μέρους μου!”

Παρά την αναμφισβήτητη αναγνώριση της η Plachy αποφεύγει να μιλήσει για το έργο της. “Δουλειά μου είναι να τραβάω φωτογραφίες και όχι να μιλάω γι΄ αυτές”, ισχυρίζεται. Δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη αυτή η απόφαση της. Άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία ακριβώς για να αποφεύγει να μιλήσει, καθώς δεν αισθανόταν άνετα με τις νέες γλώσσες που ήταν αναγκασμένη να μαθαίνει. Μας αρκούν όμως οι φωτογραφίες της.

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούνιος 2017

Βιβλιογραφία:

  • Unguided Tour: Aperture, 1990
  • Red Light: powerHouse Books, 1996
  • Signs & Relics: The Monacelli Press, 1999
  • Self Portrait with Cows Going Home: Aperture, 2004
  • Going on About Town: Aperture, 2007
  • Out of the Corner of My Eye: de reojo: Umbrage Editions, 2008