Ο Gueorgui Pinkhassov, αν μη τι άλλο, είναι ένας ονειροπόλος, που διαθέτει μια ιδιαίτερη δημιουργικότητα, η οποία τον συνόδευσε και τον συνοδεύει στη ζωή του. Η εξιστόρηση της βιογραφίας του είναι απλή: γεννήθηκε στη Μόσχα το 1952 και προσέγγισε τον κόσμο της φωτογραφίας τον καιρό που πήγαινε σχολείο. Από το 1969 έως το 1971 σπουδάζει κινηματογράφο στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας (VGIK). Ανάμεσα στο 1971 και το 1980 εργάζεται για την κινηματογραφική εταιρεία Mosfilm σαν κάμεραμαν και στη συνέχεια σαν φωτογράφος. Στη δουλειά του επιζητούσε πάντοτε να βρει χώρο για την δημιουργικότητα και την έρευνα. Η διαδρομή του προς την φωτογραφία περνάει μέσα από τη προσπάθεια να κατακτήσει την ικανότητα να δημιουργεί γοητευτικές και μαγικές καταστάσεις. “Θυμάμαι όταν πήγαινα στην σχολή κινηματογράφου της Μόσχας για να γίνω κάμεραμαν. Μια μέρα ανακάλυψα ένα ειδικό δωμάτιο, στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης. Εκεί υπήρχε πιθανώς η μοναδική συλλογή περιοδικών φωτογραφίας από τη Δύση σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Μου ήταν αδύνατον να μην το επισκέπτομαι συνεχώς. Ο θησαυρός που είχα ανακαλύψει σ’ εκείνο το δωμάτιο της βιβλιοθήκης με γοήτευσε, με είχε απορροφήσει εντελώς. Καταβρόχθιζα τις σελίδες των περιοδικών για να χωνέψω αυτό που συλλάμβανα με τα μάτια και δεν σταματούσα ποτέ. ΄Ηταν ένας “πειναλέος” τρόπος προσέγγισης στη φωτογραφία, όχι ακριβώς διανοουμενίστικος. Ήθελα να μάθω τα ονόματα και τις σχολές της παράδοσης, να γνωρίσω τα έργα των μεγάλων, να αναμετρηθώ μαζί τους στο ίδιο το πεδίο της δημιουργίας. Δεν ήθελα απλώς να μελετήσω εκείνες τις φωτογραφίες, ήθελα να τις αφομοιώσω μέσα μου”.
Η κρίσιμη συνάντηση για την εξέλιξη της καριέρας του ήταν αυτή με τον Αντρέι Ταρκόφσκι, τον μεγάλο σκηνοθέτη, δημιουργό των ταινιών Andrej Rubljov, Nostalghia, Stalker, Solaris. Εκπληκτικές και πρωτότυπες δημιουργίες, γεμάτες λυρισμό, πολύπλοκες και σοφές αλληγορίες που παίζουν με μαγευτικό τρόπο με την παράδοση, την ιστορία, τη μνήμη και το ανθρώπινο συναίσθημα. Ο Pinkhassov δείχνει στον Ταρκόφσκι το έργο του, αυτός το εκτιμά και τον προσκαλεί να τραβήξει φωτογραφίες στα γυρίσματα της ταινίας Stalker. Για τον Pinkhassov είναι μια ευκαιρία, όχι μόνο να συναναστραφεί με τον μεγάλο δάσκαλο, αλλά και να παρατηρήσει το δικό του τρόπο με τον οποίο δημιουργεί και στη συνέχεια ζει μέσα στις εικόνες του. Η φωτογραφική μηχανή, τόσο ευέλικτη και εύχρηστη, είναι ένα τέλειο εργαλείο για να κοιτάξει τον κόσμο και να τον ανασυνθέσει με δημιουργικότητα, όπως συνέβαινε με τον Cartier- Bresson, με τον οποίο ο Pinkhassov νιώθει πολύ κοντά, ακριβώς λόγω της ικανότητάς του να περιπλανιέται ελεύθερος και ταυτόχρονα να δημιουργεί φωτογραφίες. Ο Ταρκόφσκι έλεγε: “Εάν δεις κάποιον που δουλεύει με το ίδιο στυλ που έχεις κι εσύ, άφησέ το σ’ αυτόν και άλλαξε εσύ”. Το 1979 του έδειξα για πρώτη φορά τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου χρωματισμένες με σέπια, που μου φαινόταν ότι ταίριαζαν με το πνεύμα των ταινιών του κι αυτός μου είπε: “Καλούτσικες, αλλά αυτό δεν είναι φωτογραφία”. Όταν τον ρώτησα τι είναι η φωτογραφία, αυτός μου απάντησε: “Ο Henri Cartier–Bresson”.
Ένα προσωπικό στυλ δεν δημιουργείται στο σκοτεινό θάλαμο, ούτε στο τραπέζι που επιλέγεις τις φωτογραφίες σου, αλλά σε επαφή με τα θέματα και τις καταστάσεις με τις οποίες έρχεσαι αντιμέτωπος. Ακολουθώντας την υπόδειξη του Tonino Guerra, καλού φίλου και συνεργάτη του Ταρκόφσκι, ο Pinkhassov αρχίζει να φωτογραφίζει στους δρόμους, η λεγόμενη street photography πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Είναι φωτογραφίες που τράβηξε στα κρυφά, ανάμεσα στο πλήθος, συχνά με τη μηχανή κρυμμένη. Άλλες φορές προσποιούμενος ότι την ρυθμίζει στη πραγματικότητα όμως είναι οπλισμένη κι αυτός τραβάει φωτογραφίες. Ο δημιουργός ρυθμίζει το φακό και αποφασίζει πότε θα τραβήξει, χωρίς όμως να κοιτάζει το σκόπευτρο. Έτσι μέχρι και τη στιγμή που θα δει τα δοκιμαστικά δεν ξέρει τι ακριβώς έχει καταγράψει, με ποιο τρόπο και από ποια γωνία. Η θέληση, η τύχη, η επιθυμία, η έλλειψη εγκεφαλικής σκέψης: όλα αυτά τα στοιχεία συμβάλλουν στη δημιουργία των φωτογραφιών του. Έτσι ο Pinkhassov βρίσκει το δικό του δρόμο: παρατηρεί την πραγματικότητα πάντοτε με φρέσκη ματιά και είναι σε θέση να βρίσκει συνεχώς οπτικούς, ποιητικούς, συνειρμούς που υπερβαίνουν τη καθημερινότητα. Για μας, που κοιτάζουμε τις φωτογραφίες του, βλέπουμε έναν κόσμο που τον αναγνωρίζουμε, αλλά δεν τον είχαμε δει ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Προσοχή όμως. Δεν πρόκειται για ένα προσχεδιασμένο παιχνίδι. Κάθε φωτογραφία είναι αποτέλεσμα μιας άμεσης δράσης ή καλύτερα μιας στιγμιαίας αντίδρασης του βλέμματος, της καρδιάς και του μυαλού του φωτογράφου, που δοκιμάζεται με την πραγματικότητα: “Εγώ μόνο ξέρω αυτό που μπορεί να δει κάποιος στις φωτογραφίες μου”.
Το 1978, ο Pinkhassov γίνεται δεκτός στην μοσχοβίτικη ένωση των καλλιτεχνών γραφικών τεχνών και αυτό του επιτρέπει να συμμετέχει ελεύθερα σε πολλές εκθέσεις. Το 1985 μετακομίζει στο Παρίσι και το 1988 μπαίνει στο πρακτορείο Magnum Photos. Εργάζεται εντατικά για τα περιοδικά, καταγράφοντας δημοσιογραφικά τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής: το σεισμό στην Αρμενία, τα γεγονότα στην Λιθουανία, το πραξικόπημα στη Μόσχα και την επικαιρότητα σε Μογγολία, Ινδονησία, Αφρική. Περιοδικά όπως το The New York Times, το GEO, το Independent, ή το Figaro του αναθέτουν πολλά ρεπορτάζ σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το χρώμα, το φως, η κίνηση αποτελούν τα στοιχεία που τον παρακινούν. Έτοιμος να αφεθεί στην έκπληξη, να δει τον κόσμο με διαφορετική προοπτική. Η ευκαιρία μπορεί – και πρέπει – να δημιουργηθεί τυχαία, ακόμη κι από ένα ερέθισμα σε μια, κατόπιν παραγγελίας, εργασία π.χ. ένα λευκό και άδειο δωμάτιο που πρέπει να φωτογραφίσεις. Σ’ αυτό το γυμνό δωμάτιο μπορεί να δημιουργηθεί μια ασυνήθιστη φωτογραφία, καθώς μια δέσμη φωτός μπαίνει στον άδειο χώρο, ανάμεσα στην πόρτα και το δάπεδο. Όπως συμβαίνει π.χ. στους δρόμους του Τόκιο. Σ’ αυτήν την πόλη και στις προκλήσεις της είναι αφιερωμένο το πρώτο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1999, με τίτλο «Sightwalk». Πολύτιμο και μαγευτικό, όπως οι φωτογραφίες του, που υπό μία έννοια έχουν ελάχιστη σχέση με το φωτογραφικό ρεπορτάζ με την πιο συμβατική του έννοια ή το “φωτογραφικό δοκίμιο”, που μεταδίδουν όμως μοναδικές συγκινήσεις και μας εισάγουν σε μια εκπληκτική και καθησυχαστική περιοχή, όπως αυτή των ονείρων. Οι κλεμμένες στιγμές της καθημερινής ζωής της πόλης μοιάζουν να παγιδεύονται στην ομορφιά: ένας φωτεινός, καταπράσινος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων σε ένα εμπορικό κέντρο, το εκτυφλωτικό φως του ήλιου που εισχωρεί μέσα από τις γρίλιες στο εσωτερικό του κτηρίου αλλοιώνοντας τη πραγματικότητα και ανασυνθέτοντας μια νέα, η θέα μιας διάβασης πεζών τραβηγμένη από ψηλά, η παραδοσιακή καθιστική στάση ενός ανθρώπου στην αγορά ψαριών, το πάρκο Ueno κλπ. Λεπτομέρειες, σφραγισμένες με τη μοναδική ματιά του Gueorgui Pinkhassov χαρακτηρίζονται από τη τολμηρότητα του κάδρου και του φωτός.
Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά περιλαμβάνει φωτογραφίες από τη Μασσαλία. Ο Pinkhassov νιώθει οικεία στο γαλλικό νότο και δηλώνει χαρακτηριστικά: “Είναι μια πόλη που μου μιλάει, μιλάει στις αισθήσεις μου. Το νιώθω”. Ο φωτογράφος, αντλώντας από την πολιτισμική και οπτική ποικιλομορφία της, εξηγεί το λόγο για τον οποίο έλκεται από τη πόλη: “Γεννήθηκα στη Μόσχα, είμαι από το Βορρά, από το κρύο, αλλά οι ρίζες μου είναι στο Νότο. Οι παππούδες μου ήταν Ουζμπέκοι, από την Τασκένδη, από τη γη της ηλιοφάνειας και της ποικιλομορφίας – ένας συνδυασμός περσικών, τουρκικών, ελληνικών, μογγολικών, αραβικών και ρωσικών επιρροών. Όλα αυτά τα βρήκα στη Μασσαλία. Συνειδητοποίησα ότι πόλεις όπως αυτή, πόλεις που βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, αποτελούν μέρος του DNA μου”.
Το Blackpool είναι μια άλλη πόλη που γοήτευσε τον Pinkhassov. Από τα τέλη του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα, αυτή η παραθαλάσσια πόλη της Βορειοδυτικής Αγγλίας ήταν ένας από τους πρώτους προορισμούς διακοπών στον κόσμο. Οι εργαζόμενοι από τις πόλεις εξόρυξης άνθρακα και επεξεργασίας βάμβακα συνέρρεαν στο Blackpool για να περπατήσουν κατά μήκος της αποβάθρας, για να κάνουν βόλτες με γαϊδουράκια στην παραλία, για να απολαύσουν τις εκδηλώσεις και τα αξιοθέατα στο πάρκο ψυχαγωγίας “Pleasure Beach” και για να χαρούν τη προσωρινή ελευθερία τους κατά μήκος του “Golden Mile“. Και ενώ η ακμή της πόλης ως τουριστικό θέρετρο υποβαθμίστηκε στο δεύτερο μέρος του εικοστού αιώνα με την εμφάνιση φτηνών διακοπών στο εξωτερικό της χώρας, η παράδοση των φωτεινών προβολών συνεχίζεται. Αυτό που ξεκίνησε με μόλις οκτώ λαμπτήρες άνθρακα έχει γίνει μια υπερπαραγωγή που προσελκύει τρία εκατομμύρια επισκέπτες ανά έτος και κοστίζει περίπου 2 εκατομμύρια λίρες για να παράγει. Τα πρώτα φώτα το 1879 παρουσιάστηκαν ως «τεχνητό φως του ήλιου», γεγονός που επέκτεινε τις ώρες στις οποίες οι επισκέπτες θα μπορούσαν να περπατήσουν κατά μήκος της αποβάθρας. Το πρώτο σώου όμως με ελεγχόμενο φωτισμό έγινε το Μάιο του 1912 για να σηματοδοτήσει την πρώτη επίσκεψη από τη βρετανική βασιλική οικογένεια στο Blackpool, όταν η Πριγκίπισσα Λουίζ εγκαινίασε ένα νέο τμήμα της αποβάθρας. Αυτή η παράδοση των σώου με τα φώτα προσέλκυσε τον Pinkhassov, όπως ακριβώς ο γυμνός ηλεκτρικός γλόμπος τις νυχτοπεταλούδες. Πέρασε αρκετό χρόνο φωτογραφίζοντας τις φωτεινές διακοσμήσεις και τις απαστράπτουσες αντανακλάσεις τους στο νερό.
Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Sophistication Simplification», ο Gueorgui Pinkhassov επιχειρεί να συμφιλιώσει την ψηφιακή φωτογραφία των κοινωνικών δικτύων με την παραδοσιακή έντυπη φωτογραφία στην οποία μας έχει συνηθίσει το Magnum, το πρακτορείο στο οποίο συμμετέχει. Περιλαμβάνει φωτογραφίες του που πρωτοανέβηκαν στο Instagram, σε μια προσπάθεια «τα στιγμιότυπα από έναν εικονικό κόσμο, να επιστρέψουν στον πραγματικό, τον υλιστικό, ως μια συλλογή φωτογραφιών που έγινε στο δρόμο, καρποί μιας φευγαλέας στιγμής». Με την έκδοση αυτή, ο φωτογράφος αναλύει τον τρόπο που δουλεύει, τον ρόλο των smartphones, την αλλαγή των πολιτιστικών σταθερών που προκάλεσε η ψηφιακή επανάσταση, τις αλλαγές στα μέσα ενημέρωσης και το ρόλο της φωτογραφίας.
O Gueorgui Pinkhassov μέσα από τα δικά του λόγια:
Η φωτογραφική μηχανή είναι ένα είδος περιστρόφου: μερικές φορές, όπως στη ρώσσικη ρουλέτα, χτυπάει τον στόχο με ξαφνική και αναπάντεχη ακρίβεια.
Δεν έχω προτίμηση ανάμεσα στο προσωπικό έργο και στις εργασίες που μου αναθέτουν. Κανείς δεν ξέρει ποτέ τι του επιφυλάσσει η μοίρα. Οι εκπλήξεις που μου έχουν τύχει με δουλειές που με μια πρώτη ματιά ήταν ελάχιστα ελκυστικές, μου επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι είχα κάνει καλά που τις είχα αποδεχθεί.
Κατά βάθος, για μένα η φωτογραφία είναι κυρίως θέμα αναλογιών.
Η φωτογραφία δεν εξαρτάται από τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που την κοιτούν. Μπορείτε να γίνετε κατανοητοί από άγνωστους ανθρώπους που βρίσκονται μακριά σας και να παρεξηγηθείτε από τους κοντινούς σας ανθρώπους.
Υπάρχει ένα όριο το οποίο πρέπει να το υπερβεί μια φωτογραφία για να φτάσει στο επίπεδο της τέχνης.
Τα μέσα ενημέρωσης είναι μόνο φορείς πληροφοριών. Στο παρελθόν, οι μόνοι τρόποι να δείξει κάποιος τη δουλειά του ήταν οι εκθέσεις και τα βιβλία. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά τώρα. Μπορείτε απλά να δημοσιεύσετε τη φωτογραφία σας και να πάρετε μια άμεση απάντηση από τα πιο απροσδόκητα μέρη του κόσμου. Είτε το θέλουμε είτε όχι, πρόκειται για μια τεράστια αναδιοργάνωση της επικοινωνίας, συγκρίσιμη ίσως μόνο με την εφεύρεση του τυπογραφείου.
Το smartphone είναι ένα μαγικό εργαλείο. Μόλις το καταλάβετε, γίνεται μια συνέχεια του εαυτού σας, το εργαλείο της ελευθερίας σας και της ένταξής σας στον κόσμο. Χάρη σε αυτό χρειάζεστε όλο και λιγότερους μεσάζοντες, ενώ έχετε ευκολότερο έλεγχο του χώρου και του χρόνου σας.
Ζούμε αυτή τη στιγμή σ’ αυτόν τον κόσμο, και το Instagram σήμερα είναι μέρος αυτού του κόσμου. Είμαι επαγγελματίας φωτογράφος, αλλά αυτό είναι πέρα από το επάγγελμα, πέρα από μια εμπορικότητα. Εδώ απολαμβάνω την ευκαιρία να είμαι ερασιτέχνης. Είναι Ζεν.
Το πιο σημαντικό, αλλά ταυτόχρονα και το πιο δύσκολο είναι να μην ψάχνεις τίποτα. Μείνε κενός. Όταν ψάχνετε κάτι συγκεκριμένο, οδηγείστε στην επανάληψη. Κάθε επιθυμία είναι ισοδύναμη με μια προκατάληψη. Είναι ανόητο να περιμένεις κάτι όταν μόνο το απροσδόκητο έχει αξία: πρέπει όμως να ξέρεις πώς να αντιδράς στην κατάλληλη στιγμή.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο αφελές από το να διασκεδάζεις άλλους. Δεν υπάρχει κανένα πλεονέκτημα στο να είσαι δημοφιλής.
Χωρίς αμφιβολία, η κύρια αποστολή της φωτογραφίας είναι να γίνει μάρτυρας, να αποτελέσει ντοκουμέντο. Η γνώση της επικαιρότητας είναι μια βασική, διαχρονική, κοινωνική ανάγκη. Τα «νέα» ως προϊόν με μικρή διάρκεια ζωής, διανέμεται από ένα συγκεκριμένο εμπορικό σύστημα. Τα πρακτορεία πουλούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν μέσω των φωτογραφιών που τους προμηθεύουν οι φωτογράφοι ως προϊόντα χονδρικής πώλησης στα διάφορα μέσα ενημέρωσης, τα οποία στη συνέχεια τις μεταπωλούν λιανικά στους καταναλωτές. Στις παλαιότερες εποχές τα πρακτορεία ανταγωνιζόντουσαν μεταξύ τους, τόσο στην ποιότητα των αγαθών τους, όσο και στην ταχύτητα παράδοσης. Τα τηλεγραφικά πρακτορεία επικράτησαν λόγω της ταχύτητα μετάδοσης τους, ενώ τα προϊόντα υψηλότερης ποιότητας άλλων πρακτορείων, όπως το Sygma, το Sipa και το Gamma δεν μπόρεσαν να τα ακολουθήσουν. (Ποιος αλήθεια θυμάται πια αυτά τα ονόματα;)
Το πρακτορείο Magnum δεν βιάστηκε και έδωσε στα μέλη του τον χρόνο που απαιτείται προκειμένου να εισχωρήσουν βαθύτερα, να δείξουν τα γεγονότα πληρέστερα. Τα μεγάλα περιοδικά περίμεναν τα ρεπορτάζ τους. Το είδος αυτό ονομάζεται επίσης «αργή δημοσιογραφία», όταν δηλαδή ο δημοσιογράφος επισκέπτεται την περιοχή του γεγονότος αρκετές φορές. Νομίζω ότι η “βραδύτητα” δεν είναι τόσο στην ταχύτητα παράδοσης όσο και στην ταχύτητα της κατανόησης, επειδή σας αναγκάζει να σκεφτείτε.
Οι περισσότεροι άνθρωποι καταναλώνουν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μόνο τα συνηθισμένα και τα αναμενόμενα. Αυτό το κοινό ενοχλείται από οτιδήποτε άλλο που δεν τροφοδοτεί τις προκαταλήψεις του. Αλλά η σαφήνεια και η απλότητα δεν είναι ελαττώματα
Οι έννοιες του αντικειμενικού και του υποκειμενικού είναι σχετικές. Όσο για μένα, ανακάλυψα μια ενδιαφέρουσα συσχέτιση: όσο πιο απρόσωπη είναι η πληροφορία, τόσο πιο αντικειμενική είναι.
Η δημιουργική φωτογραφία είναι ένα εντελώς διαφορετικό είδος. Η φωτογραφική μηχανή εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό εργαλείο, αλλά είναι το άτομο που τη χειρίζεται αυτό που επιλέγει την αποφασιστική στιγμή. Και εκείνη η στιγμή σταμάτησε ένα δευτερόλεπτο πριν …
Τον Ιούνιο του 2018 ο Gueorgui Pinkhassov βρέθηκε στην Αθήνα έπειτα από κάλεσμα του διαδικτυακού περιοδικού iFocus.gr με σκοπό να κάνει ένα σεμινάριο. Στο πλαίσιο της οργάνωσης του σεμιναρίου έδωσε τη παρακάτω συνέντευξη στη Δώρα Λαβαζού.
ΔΛ: Παρακαλούμε να μοιραστείτε μαζί μας το πώς ξεκινήσατε και τι χρειάστηκε για να τελειοποιηθείτε ως φωτογράφος. Τι ήταν το σημαντικότερο για εσάς, το ταλέντο ή η σκληρή δουλειά;
GP: Ούτε το ταλέντο, ούτε η σκληρή δουλειά, αλλά κάποιου είδους μαγεία με την οποία κατάφερα να συνδεθώ. Όταν ξεκίνησα, οι φωτογράφοι εμφάνιζαν και εκτύπωναν μόνοι τους τη δουλειά τους. Εκεί, στο σκοτεινό θάλαμο, κάτω από τη κόκκινη λάμπα, με το λευκό χαρτί να επιπλέει στη λεκάνη με τα υγρά της εμφάνισης, να σχηματίζεται σιγά-σιγά η εικόνα. Και για πρώτη φορά, βλέπεις το αποτέλεσμα, από τη στιγμή που πατάς το κουμπί μέχρι τη τελική στιγμή περνάει χρόνος, και αυτό σε κρατάει σε αγωνία. Επίσης, θα πρέπει να θυμάσαι όλα τα τεχνικά μυστικά που πρέπει να αξιοποιήσεις, να προσθέσεις τα διάφορα χημικά υγρά με τη σωστή σειρά από λεκάνη σε λεκάνη: εμφανίζεις, εκτυπώνεις, ξαναεμφανίζεις, πλένεις, στεγνώνεις. Όλη αυτή η καλλιτεχνική τελετουργία δημιουργεί μια καλλιτεχνική απόλαυση και ένα σημείο αναφοράς. Η δική σου δεξιοτεχνία, το πάθος για πειραματισμούς, η τελειομανία, οδηγούσε στο ένα ή στο άλλο αποτέλεσμα. Αποκτάς εμπειρία και πάντα προχωράς μπροστά. Για αυτό το λόγο δεν θα χρησιμοποιούσα τις λέξεις ταλέντο και σκληρή δουλειά. Αναμφίβολα σε αυτή τη διαδικασία μπορείς να βρεις και τα δύο, αλλά η καταλληλότερη λέξη είναι το πάθος.
ΔΛ: Κάνετε συνέχεια επαγγελματικά ταξίδια, επισκέπτεστε πολλές χώρες και πόλεις όπου συναντάτε διαφορετικούς ανθρώπους και κουλτούρες. Από τη στιγμή που είναι η πρώτη σας επίσκεψη στην Αθήνα, μπορείτε να διατυπώσετε τους όρους και τις προϋποθέσεις για τους συμμετέχοντες;
GP: Σε γενικές γραμμές, δεν χρειάζεται προσπάθειες και γνώσεις. Σε αντίθεση με τα άλλα σχολεία, όπου οι τεχνικές γνώσεις είναι απαραίτητες, οι προϋποθέσεις που ορίζω είναι…είναι η ανυπαρξία τους. Η σύγχρονη κάμερα τα ξέρει όλα καλύτερα από εσένα. Οι γνώσεις σου μπορούν μόνο να σταθούν εμπόδιο από το να σου απονεμηθεί το τρόπαιο. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι να την πιστέψεις. Μου φαίνεται ότι σήμερα, (τουλάχιστον αυτό επιδιώκω εγώ), είναι πιο σημαντικό να είσαι ερασιτέχνης παρά επαγγελματίας. Ο επαγγελματισμός δημιουργεί κάποιο τεχνικό μπλέξιμο. Βάζω όλες τις ρυθμίσεις μου στο αυτόματο: το διάφραγμα του φακού, ταχύτητα κλείστρου, βάθος πεδίου, αυτόματη εστίαση, τα πάντα τα διαχειρίζεται η σύγχρονη κάμερα. Το μόνο που μένει για εσένα είναι να παρατηρείς και να αποδεχτείς τις προτάσεις της με το πάτημα του κουμπιού. Δεν πρέπει να φοβάσαι να τα δοκιμάσεις όλα. Αυτό δεν είναι φιλμ, η προσπάθεια δεν σου κοστίζει τίποτα. Η αξία έγκειται σε κάτι νέο, βρίσκεται τυχαία, μια έκπληξη, για αυτό το λόγο η εμπειρία και ο επαγγελματισμός μπορούν να σταθούν εμπόδιο. Ακριβώς το αντίθετο: καλύτερα να πας εκεί που δεν έχεις πάει ποτέ. Όλες οι γνώσεις, εκτός από μία, είναι προκαταλήψεις. Τώρα θα με ρωτήσετε «και ποια είναι αυτή η μία γνώση που δεν είναι προκατάληψη;». Σε αυτό θα απαντήσω με το ακόλουθο, ένα πράγμα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα. Πρέπει να μάθετε να μη ξέρετε τίποτα, να μη εύχεστε τίποτα, να μη επιδιώκετε τίποτα αλλά να περιμένετε κενοί και να κυνηγάτε μόνο αυτό που θα εμφανιστεί ξαφνικά. Όλες οι γνώσεις σας είναι στη πραγματικότητα μέθοδοι. Ο Cartier-Bresson παρομοίασε κάποτε τον φωτογράφο με γάτα. Πρέπει να προκαλέσετε στον εαυτό σας αυτή την πρωτόγονη αντίδραση του κυνηγού και ταυτόχρονα να παραμένετε κενοί, να είστε σε κατάσταση ζεν. Στιγμιαία αντίδραση σε ότι θα σας προσφέρει η ζωή. Πρέπει να αντιδράσετε σαν παιδί, σαν ζώο, μην αμφιβάλετε για τον εαυτό σας. Μη φοβάστε τίποτα, αντιδράστε με πρωτόγονη αντίδραση και σας διαβεβαιώνω ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι απλοϊκό τελικά. Για αυτό το λόγο ο ιδανικός μαθητής στη μάστερ τάξη μου είναι ένα άτομο το οποίο δεν αντιστέκεται στις εκπλήξεις, δεν λέει: «Θέλω αυτό και δεν θέλω το άλλο». Το πείσμα και οι φιλοδοξίες είναι οι χειρότεροι εχθροί και συχνά οι επαγγελματίες φωτογράφοι που διακατέχονται από αυτοπεποίθηση έχουν μολυνθεί από αυτή.
ΔΛ: Τι σημαίνει για εσάς η φωτογραφία δρόμου;
GP: Για μένα η φωτογραφία δρόμου είναι η φωτογραφία που τραβιέται στο δρόμο, σε κτήριο ή σε ανοικτό χώρο, σε φυσικό περιβάλλον, χωρίς χειραγώγηση, χωρίς στησίματα. Αυτή μπορεί να είναι φωτογραφία ντοκουμέντο που απεικονίζει μια αποφασιστική στιγμή σε κάποιο γεγονός, όπου φάσεις όλων των αντικειμένων στο κάδρο έχουν ενδιαφέρον, αλλά μπορεί να είναι μια φωτογραφία χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο, πεζά και μη αξιοσημείωτα μέρη, αλλά να παρουσιάζεται με ένα μη προβλέψιμο τρόπο και να έχει ασυνήθιστη σύνθεση, αυτό που σκοπεύω να ποστάρω στο Instagram. Μεταφορικά μιλώντας, μπορεί να χαρακτηριστεί ποιητική φωτογραφία. Η ποίηση εδώ βρίσκεται στις μεταφορές, στον ειδικό οπτικό ρυθμό, σε κάποιου είδους μυστικισμό. Δεν γίνεται αντιληπτό με την πρώτη ματιά τι βρίσκεται εκεί, αλλά όλα τα αντικείμενα είναι πραγματικά, όχι αφηρημένα αλλά παρόλα αυτά αναγνωρίσιμα. Αυτό μπορεί να είναι το ψάξιμο του σχήματος και του ρυθμού της γραμμής. Είναι αποδεκτό για τη φωτογραφία να μην έχει αφήγηση ή ιστορία. Η πληροφορία σχετικά με το γεγονός απλά πιάνεται στιγμιαία σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και κατέχει ένα συγκεκριμένο ρυθμό. Όλα αυτά για μένα αντιπροσωπεύουν τη φωτογραφία του δρόμου.
ΔΛ: Είστε ένας, διεθνώς, αναγνωρισμένος φωτογράφος. Έχετε άγχος για το επόμενο πρότζεκτ σας; Ανησυχείτε ότι τελικά, ίσως, να μην έχει τόσο υψηλό επίπεδο και απήχηση όπως και τα προηγούμενα; Ή με το να είστε σε τόσο υψηλό επίπεδο βυθίζεστε στη δουλειά, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα;
GP: Ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα κάποιο πρότζεκτ, είχα πάντα αναθέσεις εργασίας. Κατά τις τελευταίες μου αναθέσεις, συνήθως μου δίνονταν πλήρεις ελευθερίες. Ο πελάτης αναγνώριζε ότι δε πρόκειται να παρουσιάσω τις προκαταλήψεις και τις επιθυμίες του. Μου προτείνει κάποιες περιοχές, κάποιους χώρους, κάποια αντικείμενα και περιμένει από εμένα κάποιο αναπάντεχο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα δεν είναι αναπάντεχο μόνο για τον πελάτη, αλλά και για μένα. Ούτε εγώ ο ίδιος ξέρω τι θα προκύψει, αλλά πάντα ενδιαφέρομαι να βιώσω το καλλιτεχνικό πάθος. Μου φαίνεται ότι ούτε ο Cartier-Bresson έκανε κάποιο πρότζεκτ, αλλά όπως και εγώ πήρε αναθέσεις, και μόνο κατοπινά, μονάχος ή μαζί με κάποιον άλλον ανέπτυξε ένα πρότζεκτ βασισμένο σε υπάρχοντα αποτελέσματα. Συνήθως τραβάς φωτογραφίες σε απίθανα τεράστιες ποσότητες. Για μένα χρήσιμες είναι όχι περισσότερο από το 1%, αυτό σημάνει 10 φωτογραφίες από τις 1000, ίσως και λιγότερες. Όταν δουλεύω τραβάω φωτογραφίες ασταμάτητα. Όχι διότι πρέπει να βγάλω φωτογραφίες, αλλά σε κάθε δευτερόλεπτο μια νέα υπόθεση εμφανίζεται, κοίτα εδώ, κάτι διακρίνω, ας προσπαθήσω. Υπάρχει ένα σημείο αφετηρίας από το οποίο ξεκινάς και συνεχίζεις παρακάτω, σχηματίζοντας, αλλάζοντας, διορθώνοντας. Μπορείτε να δείτε αυτή τη διαδικασία στις σελίδες του Cartier-Bresson. Είναι απίστευτα ενδιαφέρον να δεις διεθνώς αναγνωρισμένες εικόνες, που έχουν γίνει θρυλικές, και φωτογραφίες που τραβήχτηκαν πριν από αυτές ως προαίσθημα, πρόγευση, κίνηση προς την εικόνα, και μετέπειτα οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν μετά, όταν ο φωτογράφος σκέφτηκε ότι κάτι άλλο μπορεί να συμβεί. Δεν ξέρεις τίποτα από την αρχή και εδώ έγκειται η πεμπτουσία της φύσης της δημιουργίας στη φωτογραφία, όπως άλλωστε και στη ζωή. Η φωτογραφία είναι όπως το μοντέλο συμπεριφοράς σε μικρογραφία. Χάρη σε αυτή τη διαδικασία και στη ζωή είμαστε πιο προσεκτικοί και ατρόμητοι στους πειραματισμούς. Το άτομο το οποίο το δοκίμασε, δεν θα αρνηθεί ποτέ αυτό τον τρόπο ζωής. Για να απαντήσω στην ερώτηση σας: δεν σκέφτομαι καθόλου το αποτέλεσμα, αν θα πρέπει να βγει καλά ή όχι δεν αποτελεί για μένα κριτήριο. Εδώ όλα περιστρέφονται γύρω από τα ενδιαφέροντα σου, τα πάθη σου και τίποτα άλλο, αλλά και τη διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, τη δημιουργική διαδικασία. Ζεις μέσα σε αυτή και δεν θυμάσαι τι τράβηξες, δεν έχεις ιδέα τι πρόκειται να τραβήξεις, απλά το ζεις και αυτό είναι όλο.
ΔΛ: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες μας και στους συμμετέχοντες στο σεμινάριο καθώς και στους θαυμαστές σας σε όλο τον κόσμο σχετικά με την εξέλιξη στη φωτογραφία δρόμου και το μέλλον της σύγχρονης φωτογραφίας γενικότερα;
GP: Μου φαίνεται ότι η αξία της φωτογραφίας είναι αναμφισβήτητη. Όχι της εμπορικής μοναδικότητας, η οποία είναι χαρακτηριστική στις vintage φωτογραφίες, μόνο μια εικόνα και δεύτερη δεν υπάρχει, αυτό είναι το λιγότερο που με απασχολεί. Η μοναδικότητα έγκειται στην ανικανότητα να πράξεις την αναπαραγωγή. Ο χρόνος περνάει, το γεγονός αυτό δεν πρόκειται να επαναληφθεί, αλλά η φωτογραφία θα υπάρχει για πάντα. Η φωτογραφία του δρόμου είναι σαν το ρεπορτάζ, ένα γεγονός που η αξία του βρίσκεται στο να αιχμαλωτίζεις τη στιγμή. Τύχη δεν είναι μόνο το να βρίσκεσαι τη κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος, αλλά και το να βρεις το μοναδικό μέρος στο χώρο και να αιχμαλωτίσεις τη στιγμή. Για μένα η πρωταρχική δραστηριότητα της φωτογραφίας είναι να γίνει αυτόπτης μάρτυρας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εικόνα είναι απλή, κυβερνάται από τους νόμους της οπτικής αρμονίας. Για αυτό το λόγο για μένα η γεωμετρία φέρει το ίδιο ειδικό βάρος. Η φωτογραφία πρέπει να έχει την κουλτούρα, διότι η αρμονία είναι οπτικό αξιακό σύστημα. Ακόμα περισσότερο, η φωτογραφία δεν είναι φωτογραφία από μόνη της αλλά μια μορφή που χρησιμοποιείται από καλλιτέχνες και επιστήμονες. Ο στόχος όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων είναι να διατηρήσει, να αφήσει για τις μελλοντικές γενιές, τις μνήμες για μας και το περιβάλλον μας. Χωρίς αμφιβολία, η αξία της φωτογραφίας έγκειται στη μοναδικότητα της, αλλά επίσης ανέφερα ότι η διαδικασία είναι για μένα σημαντική και για αυτό το λόγο η φωτογράφηση είναι ένα παιχνίδι κανόνων, τους οποίους ο καθένας δημιουργεί για τον εαυτό του. Για μένα ο καλλιτέχνης θα πρέπει να αδιαφορεί για τα χρήματα και τη δόξα κατά τη φωτογράφηση, δεν πρέπει να σκέφτεστε τις εκθέσεις φωτογραφίας, τα βιβλία ή τους πελάτες στους οποίους θα πουλήσετε τις φωτογραφίες ή τη τιμή πώλησης. Μόνο τότε, όταν έχει είδη δημιουργηθεί μπορεί να αποκτήσει μια φωτογραφία εμπορική αξία. Αλλά όπως είπε και ο Πούσκιν σχετικά με τη ποίηση «Δεν μπορείς να πουλήσεις μια έμπνευση, αλλά μπορείς να πουλήσεις ένα χειρόγραφο».
Χρήστος Κοψαχείλης, Μάρτιος 2019
- Απλούστευση της πολυπλοκότητας – © Gueorgui Pinkhassov | Magnum
- Συνέντευξη στη Δώρα Λαβαζού – © iFocus.gr
- Martra Daho : Gueorgui Pinkhassov, Οι μεγάλοι φωτογράφοι του Magnum Photos – © Hachette (2005)