Στις 28 Οκτωβρίου 1899, η Lora Webb Nichols βρισκόταν στο σπίτι της οικογένειάς της διαβάζοντας το «Five Little Peppers Midway», όταν ο αγαπημένος της ήρθε στην πόρτα για να της δώσει ένα δώρο γενεθλίων. Το δώρο ήταν μια φωτογραφική μηχανή Kodak, αλλά ο πατέρας της, αρχικά, της απαγόρευσε να τη χρησιμοποιήσει. Δεν πολυσυμπαθούσε τον άντρα που ήταν 14 χρόνια μεγαλύτερος από τη δεκαεξάχρονη, τότε, Lora. Τελικά, όμως, μαλάκωσε και της επέτρεψε όχι μόνο να τραβήξει φωτογραφίες, αλλά, ένα χρόνο μετά, έδωσε στον ανθρακωρύχο Bert Oldman την άδεια να παντρευτεί τη κόρη του. Η Lora Webb γεννήθηκε το 1883 και ήταν το μικρότερο παιδί του Horatio και της Sylvia Wilson Nichols. Στα τα πρώτα χρόνια της ζωής της άκουγε ιστορίες από τον εμφύλιο και τον πόλεμο με τους Ινδιάνους της Αμερικής, καθώς ο παππούς της, David Η.Nichols, είχε συμμετάσχει στη σφαγή του Sand Creek το 1864 και αργότερα θα υπηρετούσε ως ο όγδοος υποδιοικητής του Κολοράντο. Η Lora και τα μεγαλύτερα αδέρφια της ο Guy Cliford και η Lizzie May, παρακαλούσαν τον παππού τους να τους διηγείται ιστορίες με τους Ινδιάνους. Και αργότερα συνήθιζε να τραγουδά τραγούδια του Εμφυλίου Πολέμου με τους γιους της. Ο πατέρας της εργαζόταν στο σωφρονιστικό κατάστημα του Κολοράντο, στο Canyon City. Όταν έκανε διάλειμμα από τις υπαίθριες περιπολίες, καθόταν σε ένα ξύλινο κιβώτιο που κάποτε έκρυβε το «Colorado’s best laundry soap». Τα περισσότερα γράμματα από το λογότυπο του κιβωτίου είχαν φθαρεί, αλλά του άρεσαν αυτά που έμειναν -LORA- και έτσι έδωσε στην κόρη του αυτό το όνομα. Το Webb ήταν το όνομα ενός δασκάλου του.
Η Lora άρχισε να κρατά ημερολόγιο από το 1897 όταν ήταν 13 ετών, το οποίο περιείχε αναρίθμητα ποιήματα, ρητά και αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, καθώς αγαπούσε πολύ το διάβασμα και ανέφερε συχνά τη Louisa May Alcott και τον Charles Dickens στο ημερολόγιό της, ανάμεσα σε πληροφορίες για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως χορούς και προσωπικές σκέψεις της. Η οικογένεια Nichols ζούσε σε ένα ράντσο περίπου ένα μίλι μακριά από το Encampment, του Wyoming, που εκείνη την εποχή άνθιζε από την εξόρυξη χαλκού, που πολλοί πίστευαν ότι θα μετατρέψει την περιοχή σε ένα δυτικό βιομηχανικό κάστρο. Αν και αποδείχθηκε ότι δεν ήταν έτσι, η αγάπη της Lora για τη φωτογραφία την οδήγησε σε μια πλούσια συλλογή περίπου είκοσι τεσσάρων χιλιάδων αρνητικών, η οποία σε συνδυασμό με την πιστή τήρηση του ημερολογίου της, τεκμηριώνουν τη καθημερινή ζωή και συνεχίζουν να παρέχουν πληροφορίες και γνώσεις για την κοιλάδα North Platte Valley στην αλλαγή του 20ου αιώνα. Αυτό που άφησε πίσω της η Nichols είναι το μεγαλύτερο φωτογραφικό αρχείο εκείνης της περιοχής που υπάρχει: χιλιάδες πορτρέτα, νεκρές φύσεις, εσωτερικοί χώροι και τοπία, όλα φτιαγμένα με ένα αδηφάγο, συχνά χιουμοριστικό μάτι που αιχμαλωτίζει τις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας.
Self-portrait, 1902 – Lora and Duke, 1899
Οι πρώτες φωτογραφίες της είναι απίστευτα εντυπωσιακές, αν αναλογιστούμε την ηλικία της, την εποχή και το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτη. Τράβαγε τα μέλη της άμεσης οικογένειάς της, αυτοπορτρέτα, εικόνες τοπίων της περιοχής γύρω από την πόλη Encampment και ασήμαντα γεγονότα της καθημερινότητας. Εκτός από τις προσωπικές φωτογραφίες, η νεαρή Lora φωτογράφισε επίσης ανθρακωρύχους, βιομηχανικές υποδομές και την προσαρμογή μιας μικρής πόλης σε μια ξαφνική, αλλά τελικά φευγαλέα, αύξηση του πληθυσμού, συνέπεια της έκρηξης της εξόρυξης χαλκού στην περιοχή. Σύμφωνα με το ημερολόγιό της, τράβηξε τη πρώτη φωτογραφία της με την Kodak στις 19 Νοεμβρίου 1899. Η Lora έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό της ότι η φωτογραφία ήταν «η καλύτερη διασκέδαση». Ο πατέρας της παρήγγειλε «ένα ειδικό πτυσσόμενο ρούχο» και έτσι μέχρι τον Ιανουάριο του 1900, η Lora, όχι μόνο έβγαζε, αλλά επεξεργαζόταν μόνη της τις φωτογραφίες. Λίγο αργότερα, τράβηξε μια εκπληκτική φωτογραφία της μητέρας της να στέκεται σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και να κοιτάζει, όχι στο φακό, αλλά προς τη φωτισμένη μπαλκονόπορτα. Πειραματιζόμενη μάλιστα με τεχνικές διπλής έκθεσης και αυτοπροσωπογραφίας, απαθανάτισε τον εαυτό της ντυμένη αγόρι να παίζει μπάντζο, ενώ εμφανίζεται επίσης και ως μια γυναίκα-φάντασμα που κρατά στην αγκαλιά της τον οργανοπαίκτη. Ένα ακόμη πρώιμο αυτοπορτρέτο της, το «Lora and Duke, 1899» μας χαράζει ένα χαμόγελο στα χείλη. Δεν θα ζήσουμε ποτέ τη ζωή της Nichols. Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς ήταν να είσαι μητέρα και νοικοκυρά σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ πριν από το Διαδίκτυο. Γνωρίζουμε όμως το ανθρώπινο πνεύμα. Γνωρίζουμε τι σημαίνει να παίζεις, να γελάς και να πιάνεις μια φωτογραφική μηχανή για να απαθανατίζεις μια αγαπημένη στιγμή. Η στάση του σκύλου και η αντίδραση της γυναίκας είναι διαποτισμένη με ένα πονηρό χιούμορ που φέρνει κοντά μας ένα κατά τα άλλα μακρινό παρελθόν.
Ένα από τα πρώτα της θέματα ήταν η Lizzie, η αδερφή της, η οποία χρησιμοποιούσε δεκανίκι μετά από ένα σοβαρό ατύχημα που είχε ως παιδί. Την βλέπουμε να στέκεται αγέρωχη μπροστά από το ξύλινο σπίτι τους τραβηγμένη από μια αξιοσημείωτη χαμηλή γωνία. Μια νεαρή γυναίκα, πιθανότατα η ξαδέρφη τους, Carrie, στέκεται πίσω από τη Lizzie, στη σκιερή πόρτα, δημιουργώντας το κατάλληλο βάθος πεδίου που τραβάει το μάτι του θεατή. Σε μια άλλη φωτογραφία η Lizzie στηρίζεται στο δεκανίκι που είναι φωλιασμένο στην αριστερή της μασχάλη, ενώ με το δεξί της χέρι κρατά μια λιχουδιά για τον Perkins, τον γάτο της, ο οποίος έχει σκαρφαλώσει σε όλο το μήκος του σώματός της για να τη φτάσει. Η αναπηρία της Lizzie δεν της στέρησε πάντως την εφηβική της φιλαρέσκεια και έτσι την βλέπουμε να εμφανίζεται γυμνή, αλλά κρατώντας τις πατερίτσες της σε μια άλλη, αρκετά τολμηρή, φωτογραφία της αδελφής της.
Nora Fleming – Mary Anderson – Mabel Wilcox and Button
Εκτός από τους συγγενείς της η Nichols φωτογράφησε και τις φίλες της, όπως τη Nora Fleming να θηλάζει το μωρό της στον ήλιο, με το στήθος της να ξεπροβάλει από ένα άνοιγμα στο μπούστο του φορέματός της, το οποίο είναι κλειστό ψηλά στο λαιμό. Για αυτή τη λήψη, η Nichols πλησίασε πολύ κοντά στη μητέρα, ενώ η Nora ρίχνει μια λοξή ματιά προς τη κάμερα. Σε μια άλλη εκπληκτικής οικειότητας φωτογραφία, η Mary Anderson σκύβει ελαφρά τη μέση της για να χτενίσει τα μαλλιά της, που φτάνουν μέχρι τον αστράγαλο. Στη συνέχεια, προφανώς, θα να τα ανασηκώσει και πάλι κάνοντας τα κότσο και κρύβοντάς τα από τη δημόσια θέα, σύμφωνα με τα έθιμα εκείνης της εποχής. Σε μια άλλη αξιοσημείωτη πρώιμη φωτογραφία της Nichols, κάτω από έναν φλογερό και ομοιόμορφο φως του ήλιου, ένα κοριτσάκι απομακρύνεται από την κάμερα για να δώσει οδηγίες στο μικρό σκυλάκι της, τον Button. «Μείνε ακίνητος!», του λέει σηκώνοντας του αυστηρά το δάχτυλο. Ο σκύλος φαίνεται να υπακούει, αλλά η Nichols είχε την οξυδέρκεια να καταγράψει την όλη προετοιμασία.
Bert Oldman, 1906 – Bert Oldman Jr. and Sylvia, 1908
Η Nichols έκανε δύο παιδιά με τον Oldman, τον Albert (Bert Jr), που γεννήθηκε το 1902 και την Sylvia που γεννήθηκε το 1904. Την ίδια χρονιά σημείωσε στο ημερολόγιό της ότι ψήφισε για πρώτη φορά. «Ένιωσα πολύ σημαντική, ως ψηφοφόρος», έγραψε. Στο ημερολόγιό της κατέγραψε επίσης και τα παράπονά της από τον σύζυγό της, επειδή δεν την βοηθούσε καθόλου στις δουλειές του σπιτιού και στην ανατροφή των παιδιών: «Ο Bert δεν σηκώθηκε από την πολυθρόνα παρά μόνο την ώρα του δείπνου. Καημένε σύζυγε!», έγραψε σε μια καταχώριση, προσθέτοντας, «Δεν μπορούσα να κάνω πολλά». Το 1907, η Nichols γνώρισε έναν φωτογράφο από τη Νέα Υόρκη, τον George Irving, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή και φωτογράφιζε για μια εταιρεία εξόρυξης. Ο Irving παρείχε στη Lora επιπλέον τεχνικές γνώσεις και της έδειξε τη φωτογραφική μηχανή του, μια μεγάλη μηχανή στούντιο, 5×7 ιντσών. Όταν έφυγε από το Encampment το 1909, της πούλησε τη μηχανή για 15$ και της παραχώρησε μέρος του φωτογραφικού εξοπλισμού του. Οι δυο τους συνέχισαν να αλληλογραφούν για αρκετά χρόνια. Έχοντας περισσότερες γνώσεις και καλύτερο εξοπλισμό, η Nichols προσλήφθηκε ως φωτογράφος από τις εταιρείες εξόρυξης, ενώ παράλληλα έκανε επ’ αμοιβή οικογενειακά πορτρέτα για τους κατοίκους της περιοχής, εμφανίζοντας και εκτυπώνοντας σε έναν σκοτεινό θάλαμο που έφτιαξε στο σπίτι που μοιραζόταν με τον σύζυγό της και τα δυο μικρά παιδιά τους. Αν και άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η φωτογραφία είχε τη δυνατότητα να ενισχύσει το εισόδημα τους και μολονότι ο Bert εργαζόταν περιστασιακά, εν τούτοις δεν την υποστήριξε ώστε να ασχοληθεί πλήρως επαγγελματικά με τη φωτογραφία, που ήταν το πάθος της. Η Lora γράφει στο ημερολόγιο της ένα απόσπασμα από το «The Light that Failed», του Rudyard Kipling: «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μάθουμε πώς να κάνουμε τη δουλειά μας καλύτερα, ώστε να είμαστε κύριοι των υλικών μας, αντί για υπηρέτες και να μην φοβόμαστε ποτέ τίποτα».
Καθώς ο γάμος της διαλύεται, η Nichols συνεχίζει να ταξιδεύει σε όλη την περιοχή για φωτογραφίσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας και εκτυπώσεις τη νύχτα. Παραγγέλνει μεγάλες ποσότητες φωτογραφικών υλικών και χημικών για να κρατήσει το κόστος της σε χαμηλά επίπεδα. Άρχισε μάλιστα να κάνει εικασίες σχετικά με την παραγγελία φωτογραφικών μηχανών από την Ansco για να ξεκινήσει μια επιχείρηση μεταπώλησης, αλλά και ενοικίασης μηχανών για επιπλέον εισόδημα. Μέχρι το καλοκαίρι του 1911, οριστικοποιείται το διαζύγιό της με τον Bert και για τα επόμενα χρόνια η Lora πέφτει με τα μούτρα στη φωτογραφία. Παρά την εγγενή απομόνωση που προερχόταν από τη γεωγραφική του θέση, τους μακροχρόνιους βάναυσους χειμώνες και την πατριαρχική ιδεολογία που υποτίμησε τον ρόλο των γυναικών στο Encampment στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Lora κατάφερε να δημιουργήσει φωτογραφίες που αποκαλύπτουν την ευχαρίστηση που βίωναν οι γυναίκες της περιοχής με το να είναι απλώς η μια στην παρέα της άλλης, σχηματίζοντας ισχυρούς φιλικούς δεσμούς. Φωτογραφίες όπως η «Alice, Nina Platt, Lillian Platt and Ruth, 1912» τεκμηριώνουν αυτή την αδελφότητα που ένιωθε η Nichols με τις γυναίκες της περιοχής της, δείχνοντας τους τρόπους με τους οποίους κρατήθηκαν η μία δίπλα στην άλλη για υποστήριξη. Μέσα στην εν λόγω φωτογραφία, κάθε γυναίκα γέρνει προς τα πίσω, αφήνοντας την ασφάλειά της στα χέρια της άλλης, δημιουργώντας έναν κύκλο εμπιστοσύνης που προκαλεί κοριτσίστικη χαρά στο κάθε πρόσωπο. Οι γυναίκες, σε ζευγάρια ή και μόνες, επαναλαμβάνονται στο έργο της Nichols, μοιράζοντας ένα χαμόγελο ή τη συντροφιά με τα ζώα τους και η αίσθηση της ευχαρίστησης της ίδιας της Nichols είναι εμφανής σ’ αυτές τις φωτογραφίες της.
Μια άλλη φωτογραφία της εκείνης της εποχής, η «Crete Wood & Gertrude McKay ντυμένες για την αποφοίτηση» λειτουργεί ως ωδή στη χαμένη αθωότητά με την απόκοσμη εικονογράφηση δύο μικρών κοριτσιών στα λευκά, με τη πλάτη στραμμένη στην κάμερα, που κοιτάζουν έναν κόσμο με τον οποίο μόλις αρχίζουν να συμβιβάζονται. Το φόντο της εικόνας είναι επίτηδες θολωμένο σε μια ομίχλη που υποδηλώνει την αποπροσανατολιστική φύση που συνοδεύει το μεγάλωμα. Η αγνότητα στην οποία παραπέμπει το λευκό τους ντύσιμο και οι προσεκτικά στερεωμένες πλεξούδες τους με τους μεγάλους λευκούς φιόγκους, έρχονται σε άμεση αντίθεση με τον χαοτικό, σκοτεινό κόσμο που περιστρέφεται γύρω τους, τραβώντας τους όλο και πιο κοντά μέσα του κάθε στιγμή. Η κοριτσίστικη ηλικία ήταν μια σύντομη εμπειρία στις αρχές του 1900 στο αγροτικό Wyoming.
Η ζωή της Lora στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1910 είναι γεμάτη επιτυχίες. Έχει μια ακμάζουσα φωτογραφική επιχείρηση, συνέχισε να βελτιώνει τις τεχνικές της δεξιότητες και να επεκτείνει το πελατολόγιό της. Εκείνη ακριβώς τη περίοδο την φλερτάρει ο πρώτος ξάδερφος της, Guy H. Nichols και μέχρι το καλοκαίρι του 1914 θα ξαναπαντρευτεί. Όμως ο γάμος της με τον Guy της αλλάζει την πορεία και από το 1915 έως το 1921, η επιχείρησή της πέφτει σε χειμερία νάρκη, καθώς γεννά τέσσερα παιδιά σε αυτό το χρονικό διάστημα. Τον Ezra το 1915, ακολουθούμενος από τον Cliford το 1917, τον Frank το 1919 και τον Dick το 1921. Στο διάστημα αυτής της επταετίας, στη διάρκεια του οποίου η Nichols δεν προλαβαίνει να αλλάζει πάνες, το ημερολόγιό της περιέχει σπαραχτικές αφηγήσεις έντονης οικονομικής ανησυχίας και σκοτεινούς προβληματισμούς για την έλλειψη νοήματος και σκοπού στη ζωή της. Είναι δύσκολο να κατανοήσεις πλήρως το δράμα που εκτυλίσσεται αυτό το διάστημα, με τη φροντίδα έξι παιδιών, ενώ τα οικονομικά της περιοχής άλλαζαν προς το χειρότερο, καθώς οι εταιρείες εξόρυξης χρεοκοπούσαν.

Η εικόνα του δεύτερου συζύγου της, όπως περιγράφεται στα ημερολόγιά της μόνο θετική δεν είναι. Η Lora τον απεικονίζει ως έναν αναξιόπιστο αρχηγό του νοικοκυριού, που συχνά εγκαταλείπει τις δουλειές του ξαφνικά, μεταπηδώντας από το ένα επάγγελμα στο άλλο. Υπήρχαν βέβαια και τρυφερές καταχωρήσεις για τον σύζυγό της, όπως στη περίοδο που αρρώστησε από την επιδημία της γρίπης που σάρωσε τις ΗΠΑ τη διετία 1918-1919. Η Lora τράβηξε μια συγκλονιστική φωτογραφία του φανερά αδυνατισμένου και εξαντλημένου Guy ξαπλωμένο στο κρεβάτι, καθώς αναρρώνει. Σ’ αυτήν την απροσποίητης οικειότητας φωτογραφία, ο Guy Nichols εικονίζεται σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, σαν να ζει ένα όνειρο μέσα στο πυρετό. Το ευάλωτο σώμα του συζύγου της λούζεται στο φως του ήλιου που μπαίνει από το παράθυρο. Το απλανές βλέμμα του κάπου χαμένο, ακροβατεί μεταξύ της εγκαρτέρησης και της ανακούφισης ότι τα δύσκολα έμειναν πίσω.

Τα πράγματα αρχίζουν να βελτιώνονται το 1925, όταν οι Nichols αγόρασαν ένα κτίριο στην πόλη, το οποίο η Lora άρχισε να το διαμορφώνει σε φωτογραφικό στούντιο με την επωνυμία «Rocky Mountain Studio», ενώ παράλληλα ξεκίνησε να διευθύνει την εφημερίδα της πόλης, «The Encampment Echo». Μέχρι το 1926, έλαβε το πράσινο φως από την μητρική εταιρεία να λειτουργεί ως παράρτημα της Eastman Kodak Co. Με τον καιρό επέκτεινε τη δουλειά της συνεργαζόμενη με το φαρμακείο, Druerig Drug Co. στη Saratoga, για να λειτουργήσει ως σημείο επεξεργασίας φιλμ και παράδοσης φωτογραφιών. Επιπλέον τα πολλά ράντσα που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή, προσέλκυαν πολλούς πελάτες στο στούντιο της. Στη δεκαετία του 1930 η Nichols είχε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία σε σχέση με τη φωτογραφία. Αναγκάστηκε να προσλάβει βοηθούς για να προλαβαίνει τις παραγγελίες που λάμβανε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μια επιπλέον καινοτομία της, που αύξησε τα έσοδά της, ήταν να δανείζει φωτογραφικές μηχανές σε εκδρομείς, οι οποίοι επισκέπτονταν τα βουνά για να ψαρέψουν ή να κυνηγήσουν ή να μαζέψουν μούρα. Στο γυρισμό επέστρεφαν την μηχανή και η Lora εμφάνιζε και εκτύπωνε τις φωτογραφίες τους. Επειδή μάλιστα ξεκίνησε να τυπώνει και καρτ-ποστάλ για να τις πουλά ως αναμνηστικά, άρχισε να αγοράζει αρνητικά από πελάτες που είχαν εικόνες που ένιωθε ότι μπορούσαν να της φανούν χρήσιμες. Ένα χειρόγραφο σημείωμα που βρέθηκε μέσα σε ένα φάκελο του Rocky Mountain Studio αποκαλύπτει αυτό το είδος συναλλαγής. Έγραφε: «Grace, κράτησα ένα αρνητικό σου. Πληρώνω 25 σεντς για κάθε αρνητικό για να μπορώ να το χρησιμοποιήσω για να εκτυπώσω καρτ-ποστάλ. Αν δεν θέλεις να το έχω, έλα να με σκοτώσεις! Lora».
Scafes & Meekers, 1932
Ξεχωρίζω δυο από αυτές τις «υπεξαιρεμένες» φωτογραφίες που βρέθηκαν στο αρχείο της Nichols. Στη μία τα δύο νεαρά ζευγάρια –οι Scafes και οι Meekers– κείτονται στο έδαφος, που χρησιμοποιούσαν σαν κρεβάτι, κατά τη διάρκεια ενός κατασκηνωτικού ταξιδιού τους. Η φωτογραφική μηχανή βρίσκεται στο επίπεδο του εδάφους, ο σωρός των ρούχων και τα σκεπάσματα θολώνουν το πρώτο πλάνο και το μόνο που μπορούμε να δούμε είναι τα πρόσωπά των εκδρομέων που ξεπροβάλουν. Ένας μικρός μεταλλικός φακός αστράφτει κοντά σε ένα ζευγάρι ντεμοντέ γυναικείες ψηλές μπότες με κορδόνια. Και από πάνω τους, στα πιο λεπτά κλαδιά του πεύκου, κρέμεται ένα ρολόι τσέπης από την αλυσίδα του, για να μετρά τον χρόνο και για να συμβάλει, άθελά του, στην ομορφιά του κάδρου.

Nida Deal, Sis Heaton, Ruth Dunbar και Nina Platt, σε εκδρομή κατασκήνωσης

Σε μια άλλη φωτογραφία κατασκήνωσης, τέσσερα κορίτσια έχουν ξυπνήσει και, μισοξαπλωμένα ακόμη, πίνουν τον καφέ τους στις τσίγκινες εκδρομικές κούπες τους. Οι πετσέτες και τα πανωφόρια τους κρέμονται απλωμένα στα δέντρα πίσω τους. Η όλη χαλαρότητα της σκηνής επιτείνεται από την παρουσία του σπάγκου που τραβά η κοπέλα για να απελευθερώσει το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής που είναι στερεωμένη στο χώμα. Σκόπιμα ή όχι, οι φωτογραφίες που τράβηξε ή που επέλεξε να συλλέξει η Nichols μας δείχνουν ότι το οικείο και το επίσημο στην αμερικανική Δύση ήταν ένα και το αυτό.

Στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ, η Κυβέρνηση του Προέδρου Roosevelt σχεδίασε ένα πρόγραμμα που παρείχε θέσεις χειρωνακτικής εργασίας, που σχετίζονταν με τη διατήρηση και την ανάπτυξη των φυσικών πόρων σε αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν σε ομοσπονδιακές και τοπικές κυβερνήσεις. Το Civilian Conservation Corps (CCC) εφαρμόστηκε από το 1933 έως το 1942 και σ’ αυτό συμμετείχαν άνεργοι, άγαμοι άνδρες ηλικίας 18-25 ετών που δυσκολεύονταν να βρουν δουλειά εκείνη τη περίοδο, με σκοπό να ανακουφιστούν οι οικογένειες τους και να γίνουν δημόσια έργα στη περιφέρεια. Όταν το 1933 οι νεαροί άνδρες του CCC έφτασαν στο Encampment, η Nichols άνοιξε μια νέα επιχείρηση για να βελτιώσει τα οικονομικά της οκταμελούς οικογένειάς της. Το Sugar Bowl, ήταν τυπικά ένα καφενείο που πουλούσε αναψυκτικά και παγωτά στους εργάτες του CCC όταν επέστρεφαν κουρασμένοι από τα χωράφια, αλλά πολύ συχνά ο χώρος του χρησιμοποιήθηκε σαν στούντιο για να φωτογραφήσει τους νεαρούς, που ήθελαν να στείλουν πίσω στους δικούς τους μια αναμνηστική φωτογραφία τους. Η Nichols βρήκε την ευκαιρία να κάνει μερικά από τα πιο συναρπαστικά πορτρέτα της. Αυτοί οι νεοφερμένοι άνδρες πόζαραν μπροστά στον πάγκο του μπαρ ή σε αυτοσχέδια φόντα συχνά προσποιούμενοι ότι τα αναψυκτικά τους ήταν μπύρες. Η τριετία 1933-1935 ήταν το πιο παραγωγικό διάστημα της φωτογραφικής ενασχόλησης της Lora, ωστόσο δεν υπάρχει ούτε μία εγγραφή στο ημερολόγιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Πιθανότατα ήταν τόσο δεσμευμένη στη δουλειά, που δεν της περίσσευε ο χρόνος.

Στις 19 Ιανουαρίου του 1935 πέθανε η μητέρα της, στην οποία η Lora είχε μεγάλη αδυναμία. Κουρασμένη από την υπερβολική της δραστηριότητα, απογοητευμένη από την μικρή υποστήριξη που λάμβανε από τον σύζυγό της και καθώς τα παιδιά της είχαν ήδη μεγαλώσει, η Nichols μετακόμισε μόνη της, με ένα μόλις δολάριο στη τσέπη της, στο Stockton, της Καλιφόρνια, επικαλούμενη λόγους υγείας. Ισχυρίστηκε ότι η μετακίνησή της κοντά στη θάλασσα θα της έκανε καλό, καθώς είχε μια καρδιακή πάθηση από ρευματικό πυρετό ως παιδί. Στο ημερολόγιο της δεν υπάρχουν άλλες αιτιάσεις γι’ αυτήν την μετακίνηση. Οι πιο ευφάνταστοι μπορούν να κάνουν διάφορους συνειρμούς βλέποντας το πορτρέτο ενός νεαρού άνδρα ονόματι Loren Steele που είχε τις ρίζες του στο Wyoming, ανάμεσα στις πρώτες φωτογραφίες της Lora στο Stockton, αλλά δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να οδηγούν σε μια ρομαντική σχέση ανάμεσα στους δυο συμπατριώτες. Η Lora παρέμεινε παντρεμένη με τον Guy για το υπόλοιπο της ζωής της, αλλά επαναπροσδιόρισε την επαγγελματική ζωή της στην Καλιφόρνια. Αφού δούλεψε αρχικά ως οικονόμος σε διάφορα σπίτια, βρήκε τελικά μια μακροχρόνια δουλειά σε ένα οικοτροφείο. Σταδιακά ανέβηκε στην ιεραρχία μέχρι τη θέση της επιστάτριας και κατάφερε να αγοράσει ένα σπίτι και να δημιουργήσει κάποια οικονομική σταθερότητα που πάντα της έλειπε στο Wyoming. Καθ’ όλη την περίοδο της παραμονής της στη Καλιφόρνια η Lora έκανε πολλά ταξίδια πίσω στη πατρίδα της, ενώ και τα παιδιά της πήγαιναν συχνά για να τη δουν. Και οι τέσσερις γιοι της με τον Guy υπηρέτησαν στις Ένοπλες Δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Loren Steele, 1935 – Cliff Nichols, 1942 – Rex Millard, 1940

Συνέχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία σε όλη την υπόλοιπη ζωή της, αλλά τη χρησιμοποίησε όπως και κάθε άλλος φανατικός ερασιτέχνης εκείνη την εποχή. Τράβηξε οικογενειακά στιγμιότυπα, φωτογράφισε τα ταξίδια της και κατέγραψε τον κήπο της. Στο νέο επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον που της παρείχε η Καλιφόρνια, δεν χρειαζόταν πλέον την κάμερα ως πηγή εισοδήματος, αλλά συνέχισε να την χρησιμοποιεί ως σύντροφο. Ο Guy, ο οποίος είχε μείνει στο Encampment μετά τη μετακόμιση της Lora στην Καλιφόρνια, πέθανε το 1955. Τον επόμενο χρόνο η Lora, αποσύρθηκε από τη θέση της στο Stockton και επέστρεψε στο Κολοράντο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα παιδιά της, που συχνά την συνόδευαν σε εξορμήσεις για κυνήγι και ψάρεμα, θυμούνται πως κουβαλούσε τουλάχιστον δύο φωτογραφικές μηχανές, όπου κι αν πήγαινε, γιατί όπως έλεγε: «Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθεί ένας ελέφαντας στον δρόμο». Η Lora Webb Nichols πέθανε στο σπίτι της στις 31 Αυγούστου 1962.
Η Lora Webb Nichols ήταν μια πολύ εργατική, ανήσυχη και δυναμική γυναίκα. Συντηρούσε την οικογένειά της, παντρεύτηκε δύο φορές και αρνιόταν να υποκύψει στις ιδιοτροπίες των συζύγων της. Αντί να ενδώσει στις πιέσεις της οικογενειακής ζωής, η Lora βελτίωσε ενεργά την επιχείρησή της ανοίγοντας ένα μεγαλύτερο στούντιο όταν ο χρόνος και τα χρήματα της το επέτρεπαν. Οι φωτογραφίες της είναι πολύ ενδιαφέρουσες και εκπέμπουν μια χαρούμενη έξαρση. Το παιχνίδι είναι ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς της και αν και οι καιροί ήταν δύσκολοι, μπορεί κανείς να δει ότι η φωτογραφική μηχανή της δημιούργησε μια διέξοδο από το άγχος της οικογενειακής ζωής και της οικονομικής δυσπραγίας. Οι φωτογραφίες της είναι το είδος της δουλειάς που γίνεται με πάθος και γοητεία για το μέσο. Είναι εκπληκτικές και μυστηριώδεις εικόνες καθαρού συναισθήματος, ταυτόχρονα οικείες και απόμακρες.

Οικογένεια, 1906 – Sylvia Oldman, 1917 – Frank and Lois Nichols. 1945

Προς το τέλος της ζωής της, η 74χρονη τότε Lora εμπιστεύτηκε το αρχείο της στην Nancy Anderson, μια 18χρονη γειτόνισσα που έγινε φίλη της. Υπάρχουν 24.000 αρνητικά και φωτογραφίες στο αρχείο, 16.000 από αυτά τραβήχτηκαν από την ίδια και τα υπόλοιπα είναι όσα ξεχώρισε από τα αρνητικά των τρίτων που επεξεργάστηκε. Μαζί με τα αρνητικά βρίσκεται επίσης ένα χειρόγραφο για τα ημιτελή απομνημονεύματά της: «I Remember: a Girl’s Eye View of Early Days in the Rocky Mountains», όπως βέβαια και τα ημερολόγιά της. Τον πρώτο καιρό το αρχείο βρισκόταν στο Μουσείο Encampment, αλλά καθώς δεν ήταν καλά ταξινομημένο, είχε τραβήξει ελάχιστη προσοχή. Χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας μέχρι να το ανακαλύψει η ιστορικός τέχνης Nicole Jean Hill, το 2012, η οποία ανέλαβε μια πολυετή προσπάθεια για την ψηφιοποίηση, την οργάνωση και την επιμέλεια των φωτογραφιών της Nichols. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η μονογραφία «Encampment, Wyoming: Selections from the Lora Webb Nichols Archive, 1899-1948», που εστιάζει κυρίως στα πορτρέτα της, κυκλοφόρησε το 2020 και έχει ήδη σχεδόν εξαντληθεί. Επιπλέον πληροφορίες και φωτογραφίες της Lora Webb Nichols μπορείτε να βρείτε στο http://www.lorawebbnichols.org/ και στο https://www.wyominghistoryday.org/theme-topics/collections/lora-webb-nichols

Χρήστος Κοψαχείλης, Μάρτιος 2025