Η Susan Meiselas γεννήθηκε το 1948 στη Βαλτιμόρη, των Ηνωμένων Πολιτειών. Τελειώνοντας το Sarah Lawrence College συνέχισε τις σπουδές της στα Παιδαγωγικά στο Χάρβαρντ, από το οποίο απεφοίτησε το 1971 με εξειδίκευση στην εικαστική εκπαίδευση (visual education). Οι πρώτες φωτογραφίες που τράβηξε ως φοιτήτρια, δημιουργήθηκαν χωρίς καμιά συγκεκριμένη επαγγελματική πρόθεση, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά. Η Susan Meiselas ξεκίνησε στη φωτογραφία εξερευνώντας το δικό της περιβάλλον. Γοητευμένη από την ανθρωπολογία και την παιδαγωγική, δημιουργεί – σαν άσκηση ενός σεμιναρίου – μια σειρά από πορτραίτα των γειτόνων της στη πανσιόν όπου ζούσε όντας φοιτήτρια. Στην «Irving Street 44» κάθε φωτογραφία δείχνει έναν ενοικιαστή σε μια γωνία του δωματίου του. Όταν εκτυπώθηκαν οι φωτογραφίες και πριν τις παραδώσει στη σχολή, ζητά από όλα τα άτομα που φωτογράφισε να προσθέσουν ένα σύντομο κείμενο σχετικό με το πορτραίτο τους. Η σύντομη αφήγηση αποκαλύπτει πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε αυτές τις φωτογραφίες. Η Meiselas αλληλεπιδρά με τα θέματα της για να εξερευνήσει, μέσω των εικόνων της, τη σχέση τους με τον τόπο. Πειραματίζεται με τη φωτογραφία, με σκοπό να διαπιστώσει αν μέσω αυτής μπορεί να βοηθήσει τους εικονιζόμενους ώστε να ακουστούν οι ατομικές ιστορίες τους και ταυτόχρονα, να μελετήσει τις δομές της κοινωνίας. Καταλαβαίνει ότι ο ρόλος του φωτογράφου μπορεί να είναι αυτός του ιδανικού ακροατή, που κατανοεί και στη συνέχεια χαρίζει ένα πορτραίτο ώστε σταδιακά να δημιουργηθεί μια μεγάλη τοιχογραφία στην οποία μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον εαυτό του και από εκεί να ξεκινήσει τη διήγηση μιας ιστορίας. Αρχίζει από αυτές τις εικόνες, αλλά κυρίως από την παρόρμηση να γνωρίσει την πραγματικότητα και να καταγράψει με ακρίβεια στην επαγγελματική πορεία της.

Μετά την αποφοίτησή της και για τρία χρόνια (1972-1974) συμμετέχει σε μια σειρά από workshop για καθηγητές και παιδιά στη συνοικία του South Bronx, στη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθεια υποτροφιών, κυρίως των Art Commissions της Νότιας Καρολίνα και του Μισισιπή, δημιουργεί παιδαγωγικά προγράμματα για τη φωτογραφία στα σχολεία των υποβαθμισμένων περιοχών. Η μετάδοση ιδεών και ερμηνευτικών φίλτρων της πραγματικότητας, η προφορική ιστορία και το φωτογραφικό ντοκουμεντάρισμα, αποτελούν τα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφονται τα διάφορα έργα της. Γεννιούνται με αυτόν τον τρόπο το «Learn to See», που δημιούργησε σαν σύμβουλος για την Polaroid και το «A Photographic Genealogy». Αυτή η εμβάθυνση στο φωτογραφικό μέσο τα χρόνια που εργάστηκε σαν καθηγήτρια της αποκάλυψε τις δυνατότητες της φωτογραφίας και την οδήγησε να ασχοληθεί εξ ολοκλήρου με αυτήν τη νέα καριέρα: Δεν έγινα φωτογράφος μέχρι που άρχισα να διδάσκω σε σχολείο. Μου άρεσε πολύ. Χρησιμοποιούσα τη φωτογραφία να διδάξω ανάγνωση και γραφή σε μια υποβαθμισμένη συνοικία όπως το South Bronx της Νέας Υόρκης, όπου τα παιδιά δεν θέλουν να πηγαίνουν σχολείο. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, ο δρόμος μου πορεύονταν παράλληλα με το δικό τους. Αυτά έβλεπαν τη φωτογραφία σαν ένα είδος ενδεχόμενου ανοίγματος προς νέες κατευθύνσεις κι εγώ, ταυτόχρονα, ανακάλυπτα το ίδιο πράγμα”. Η φωτογραφία σαν παιδαγωγικό μέσο και το ρεπορτάζ σαν εργαλείο γνώσης.

Το καλοκαίρι του 1972, κατά τη διάρκεια των διακοπών της, ταξιδεύοντας για το Midwest, σταματά σε ένα επαρχιακό πανηγύρι καθώς τραβάει την προσοχή της η τέντα ενός τσίρκου που διαφημίζει «Girls Galore» – (κορίτσια σε αφθονία). Ανεβασμένη σε μια εξέδρα μια νέα κοπέλα φοράει τα εντελώς απαραίτητα για να κρύψει τη γύμνια της. Δίπλα της, ένας άνδρας με μικρόφωνο διαφημίζει στο πλήθος τις γυναίκες, που βρίσκονται στο εσωτερικό της τέντας, οι οποίες, έτοιμες να γδυθούν, προσφέρουν το θέαμα των σωμάτων τους, για ένα κοινό χωρίς πολλές αξιώσεις. Για τα επόμενα τρία καλοκαίρια η Susan επιστρέφει στη Νέα Αγγλία, την Πενσυλβάνια και τη Νότια Καρολίνα, ακολουθεί τα πανηγύρια από πόλη σε πόλη και φωτογραφίζει με μια μικρή Leica χωρίς φλας, γύρω από αυτό το θέμα. To «Carnival Strippers» διηγείται τις ιστορίες γυναικών, από 17 έως 35 ετών, οι οποίες τους καλοκαιρινούς μήνες συμμετέχουν σ’ αυτά τα πλανόδια, “σπιτικά”, στριπτίζ. Καταγράφει τις χορεύτριες όχι μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και πίσω από αυτήν, στα παρασκήνια καθώς και στην ιδιωτική τους ζωή. Το βλέμμα φωτογράφου γεμάτο με σεβασμό, κρατώντας μια απόσταση, στρέφεται με σεμνότητα στα γυμνά κορμιά των γυναικών, ακόμα και όταν δείχνει όλα όσα υπάρχουν για να δείξει. Με μια λέξη, συμπονετικό: πλησιάζει, ακούει, γνωρίζει, κατορθώνει να νικήσει επιφυλακτικότητες και συστολές. Κυρίως, δεν κρίνει. Η Susan όχι μόνο φωτογραφίζει, αλλά παράλληλα μαζεύει τις ιστορίες της καθεμιάς. Καταγράφει επίσης σαν σχόλιο και σαν ηχητική επένδυση, τις εκφωνήσεις από τους επαρχιακούς κράχτες. Η ειλικρινής περιγραφή της Meiselas για τη ζωή αυτών των γυναικών, αλλά και των ανθρώπων που τις περιβάλει, ανέδειξε στο κοινό έναν κόσμο καλά κρυμμένο ως τότε.

Το «Carnival Strippers» δημιουργήθηκε στη διάρκεια των πρώτων χρόνων του γυναικείου φεμινιστικού κινήματος και αντικατοπτρίζει τον αγώνα για ταυτότητα που χαρακτήρισε μια περίπλοκη εποχή αλλαγής. «Ήθελα να δω ολόκληρο τον κόσμο των χορευτριών, τόσο από μέσα, όσο κι απ΄ έξω. Προσπάθησα να παρατηρήσω το περιβάλλον τους από διάφορες οπτικές γωνίες. Με ενδιέφεραν επίσης οι ιδιοκτήτες των πανηγυριών, οι ιμπρεσάριοι των κοριτσιών, οι πελάτες καθώς επίσης και οι γυναίκες τους, γιατί συχνά οι άνδρες-πελάτες συνοδεύονταν και από τις συζύγους τους. Ήθελα να συμπεριλάβω κι όλους αυτούς τους ανθρώπους, να κοιτάξω σφαιρικά. Οι φεμινίστριες εκείνη την εποχή πίστευαν ότι εκμεταλλεύονταν τα κορίτσια που έκαναν στριπτίζ στα πανηγύρια και θεωρούσαν ότι οι γυναίκες ήταν θύματα. Εμένα όμως με ενδιέφερε περισσότερο να δω πώς φαίνονταν μέσα στον κόσμο τους, και να ακούσω τι έλεγαν οι ίδιες οι γυναίκες για τον εαυτό τους και όχι τι έλεγαν οι άλλοι γι’ αυτές. Ήμουν ενθουσιασμένη να μάθω για τα κίνητρα τους. Τράβαγα τις φωτογραφίες το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα δίδασκα. Όταν στο τέλος μάζεψα το υλικό για την δημιουργία ενός βιβλίου, ένιωσα ότι αυτό ήταν το είδος της δουλειάς που πραγματικά ήθελα να κάνω».

Με διαβατήριο το βιβλίο «Carnival Strippers» που εκδόθηκε το 1976 από τους Farrar, Straus & Giroux, η Meiselas γίνεται την ίδια χρονιά μέλος του πρακτορείου Magnum Photos και από τότε εργάζεται ως ανεξάρτητος φωτογράφος. Το 1978, χωρίς οποιαδήποτε ανάθεση, η Meiselas πήγε στη Νικαράγουα για να καλύψει τη λαϊκή εξέγερση μετά τη δολοφονία του εκδότη της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας La Prensa. Φθάνει σε μια ιστορική στιγμή: λίγο πριν ξεσπάσουν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Σαντινίστας και την Guardia Nacional του Σομόζα. Η λαϊκή εξέγερση που ακολουθεί έχει σαν αποτέλεσμα την εκδίωξη του Σομόζα και την ριζική αλλαγή της κυβέρνησης. Η Susan στην αρχή δεν ξέρει ούτε λέξη στα ισπανικά. Σιγά – σιγά όμως, της γεννιέται η επιθυμία να καταλάβει, να εμβαθύνει, να «γνωρίσει τα πάντα». Η σχέση της με την τοπική πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο βαθιά, εσωτερική και συμμετοχική. Γυρίζει σε ολόκληρη τη χώρα όπου ζει σε στενή επαφή με τον κόσμο για να κατανοήσει τι πραγματικά συμβαίνει: «Όταν πήγα για πρώτη φορά στη Νικαράγουα δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα περάσω τα επόμενα 10 χρόνια φωτογραφίζοντας εκεί. Δεν είμαι φωτογράφος πολέμου με την έννοια ότι δεν πήγα εκεί για αυτό το σκοπό. Έφτασα τυχαία λίγο πριν την εξέγερση, τον Ιούνιο του ‘78. Σηκωνόμουν κάθε μέρα χωρίς κανένα σχέδιο και απλώς φωτογράφισα αυτό που είδα. Η ιστορία φτιάχτηκε στους δρόμους και κανείς δεν ήξερε πού θα οδηγούσε. Ενδιαφέρομαι πραγματικά για το πώς συμβαίνουν τα γεγονότα και δεν στέκομαι μόνο στην επιφάνεια. Στη συνοικία Monimbo όλοι με γνώριζαν και με βοήθησαν να δω και να κατανοήσω τα πάντα. Έπρεπε να περνάω τα όρια που χώριζαν την Guardia Nacional (Εθνοφυλακή) από τους αντάρτες».

Το 1981 οι φωτογραφίες της Meiselas από την πρώτη επίσκεψη της στη χώρα εκδόθηκαν στο βιβλίο «Νικαράγουα: Ιούνιος 1978 – Ιούλιος 1979», το οποίο αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στην ανθολογία του σύγχρονου φωτορεπορτάζ. Ξεκινώντας με την ισχυρή και ψυχρή πρόκληση του καθεστώτος Σομόζα κατά τη διάρκεια της παρακμής του, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι φωτογραφίες του βιβλίου αναφέρονται σε ένα έθνος σε αναταραχή, καταγράφοντας την εξέλιξη της λαϊκής αντίστασης που οδήγησε στην εξέγερση, η οποία κορυφώθηκε με το θρίαμβο της επανάστασης των Σαντινίστας το 1979. Οι δεσμοί που ανέπτυξε η Susan με τη Νικαράγουα είναι τόσο ισχυροί που την οδήγησαν εκ νέου αρκετές φορές πίσω στη χώρα αυτή. Το 1986 η Meiselas θα επιστρέψει αυτή τη φορά μαζί με δύο συναδέλφους της σκηνοθέτες, τους Richard P. Rogers και Alfred Guzzetti και με μια κινηματογραφική μηχανή, για να γυρίσει τη ταινία «Ζώντας με τον κίνδυνο – Η ιστορία μιας οικογένειας της Νικαράγουα», ενώ το 1991, με τους ίδιους συντελεστές θα εξιστορήσει στη ταινία «Νικαράγουα, Εικόνες από μια επανάσταση», το επόμενο βήμα μετά την επανάσταση, την εξέλιξη της χώρας και του λαού της. Με οδηγό το βιβλίο της, που είχε εκδοθεί δέκα χρόνια πριν, θα ξαναβρεί τους χώρους όπου πήρε τις αρχικές φωτογραφίες και θα αναζητήσει τους ανθρώπους που είχε φωτογραφίσει για να καταγράψει τις μαρτυρίες τους. «Κάθε ιστορία έχει μια ξεχωριστή αξία για μένα. Με τη Νικαράγουα συγκεκριμένα υπάρχει κάτι επιπλέον, ιδιαίτερα ισχυρό: Βρισκόμουν μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας αυτής της χώρας και την κατέγραφα και ταυτόχρονα ζούσα και την δική μου ξεχωριστή, επαγγελματική εξέλιξη. Ήταν μια δραματική εμπειρία το γεγονός ότι βρέθηκα να ζω μια ζωή που θα έπρεπε να διαπραγματεύομαι κάθε στιγμή».

Η πιο εμβληματική φωτογραφία της από τη Νικαράγουα ήταν η «Molitov Man», στην οποία απεικονίζεται ένας άνδρας (αργότερα αναγνωρίστηκε ως ο Pablo ‘Bareta’ Aruaz) έτοιμος να ρίξει μια βόμβα μολότοφ φτιαγμένη από ένα μπουκάλι Pepsi στο δεξί του χέρι, κρατώντας ένα τουφέκι στο αριστερό. Έγινε σύμβολο της επανάστασης των Σαντινίστας και αναπαράχθηκε ευρέως, αν και χρησιμοποιήθηκε και στην αντι-Σαντινίστας προπαγάνδα. Το 2003, με αφορμή έναν ομότιτλο ζωγραφικό πίνακα της Joy Garnett, βασισμένο στη φωτογραφία της Meiselas ξεκίνησε μια διαμάχη σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα των καλλιτεχνικών έργων και τη χρήση τους, η οποία ουσιαστικά δεν οδήγησε πουθενά, καθώς η Meiselas δεν επέλεξε τη δικαστική οδό. Εκτός από την κάλυψη της εξέγερσης στη Νικαράγουα, για την οποία μάλιστα βραβεύτηκε με το χρυσό μετάλλιο Robert Capa από την Overseas Press Club για «επίδειξη απαράμιλλης γενναιότητας στη δημοσιογραφία», η Susan Meiselas είναι επίσης γνωστή και για την τεκμηρίωσή της σε θέματα προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λατινική Αμερική, τα οποία δημοσιεύθηκαν ευρέως σε όλο τον κόσμο. Για πάνω από τριάντα χρόνια φωτογράφιζε τους πολέμους στη Χιλή, στη Κολομβία, στο Ελ Σαλβαδόρ και σε άλλα μέρη του κόσμου, χωρίς να σταματήσει ποτέ μπροστά στο φόβο και στην ωμότητα των σκηνών, στο θάνατο και στην απόγνωση. Αποτέλεσμα αυτών των φωτογραφικών περιπλανήσεων είναι η έκδοση αρκετών βιβλίων και το βραβείο Maria Moors Cabot από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια για την κάλυψη της Λατινικής Αμερικής (1994).

Το 1997 ολοκλήρωσε ένα εξαετές έργο για την επιμέλεια μιας 100χρονης φωτογραφικής ιστορίας του Κουρδιστάν, στην οποία ενσωμάτωσε και τη δική της δουλειά προκειμένου να εκδοθεί το βιβλίο με τίτλο «Kurdistan: In the Shadow of History». Η Meiselas έφτασε στο Βόρειο Ιράκ μετά τον πόλεμο του Κόλπου (1991) για να καταγράψει τις επιπτώσεις των πολιτικών του Σαντάμ Χουσεΐν ενάντια στον Κουρδικό πληθυσμό. Σε συνεργασία με το Παρατηρητήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατέγραψε την καταστροφή Κουρδικών χωριών και την εύρεση μαζικών τάφων. Βαθιά επηρεασμένη από αυτές τις εμπειρίες, προσπάθησε αφενός μεν να στοιχειοθετήσει τη συλλογική μνήμη των Κούρδων και αφετέρου να δημιουργήσει ένα σημαντικό εθνικό αρχείο, με υλικό το οποίο προερχόταν από όλο τον κόσμο. Συγκέντρωσε φωτογραφίες και μαρτυρίες από αποικιακούς αξιωματούχους, ανθρωπολόγους, μισθοφόρους, στρατιώτες, δημοσιογράφους και άλλους που είχαν ταξιδέψει στο Κουρδιστάν τον τελευταίο αιώνα, καθώς και από τους ίδιους τους Κούρδους. Το έργο της επίσης περιλαμβάνει προσωπικά ημερολόγια, κυβερνητικά έγγραφα, αλληλογραφία, διαφημίσεις και χάρτες. «Κάθε φωτογραφία εξιστορεί μια ιστορία και εμπεριέχει μια άλλη ιστορία μέσα της. Ποιος φωτογράφισε; Ποιος πραγματοποίησε αυτήν τη συγκεκριμένη ενέργεια που περιγράφεται στη φωτογραφία; Ποιος την ξαναβρήκε; Πώς μπόρεσε αυτή η φωτογραφία να επιζήσει, και να φθάσει σ’ εμάς; Αναρωτιέμαι πώς μπορούμε να κατανοήσουμε όλα αυτά κοιτάζοντας σήμερα αυτές τις φωτογραφίες. Εμείς διαθέτουμε το φυσικό αντικείμενο, η φωτογραφία είναι στα χέρια μας, αλλά είναι διαχωρισμένη από τη διήγηση του τρόπου με τον οποίο δημιουργήθηκε».

Δύο δεκαετίες μετά την ολοκλήρωση του «Carnival Strippers» η Meiselas θα κληθεί να εξερευνήσει εκ νέου έναν ακόμη κρυφό κόσμο, όπου το σεξ, η μυστικότητα και η διαστροφή θα πρωταγωνιστούσαν δυναμικά. Με μια προκαταρκτική εργασία που έγινε προσεκτικά και με υπομονή, η Susan κατόρθωσε – το 1995 με τη βοήθεια του σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Nick Broomfield – να γίνει αποδεκτή από το Pandora’s Box, το ιδιαίτερα κλειστό “κλαμπ” της Νέας Υόρκης, εξειδικευμένο σε ερωτικά και μαζοχιστικά παιχνίδια. Δεν θα μπορούσε να βρεθεί ιδανικότερο όνομα γι αυτό το αχανές κτίριο – ένα βασίλειο που έκρυβε μυστικότητα και ταμπού. Η «Disneyland of Domination», όπως είχε ονομαστεί, εντυπωσίασε την Meiselas με τους περίτεχνα διακοσμημένους εσωτερικούς χώρους και την ευφάνταστη διακόσμηση των ιδιαίτερων διαμερισμάτων. Από την πολυτελή επίπλωση του δωματίου των Βερσαλλιών έως την κρύα, νοσοκομειακή αίσθηση του «ιατρικού θαλάμου». Ωστόσο, αυτό που ενδιέφερε περισσότερο τη Meiselas ήταν οι λεπτεπίλεπτες, αλλά και πολύπλοκες σχέσεις των πελατών με τις «αφέντρες», καθώς υποδύονταν αυτούς τους ιδιαίτερους ρόλους τους. Μέσα από εκτενείς συνεντεύξεις με τις εργαζόμενες, αλλά και τους πελάτες τους, η Meiselas κατάφερε να εισχωρήσει βαθύτερα στον κόσμο τους και να προσφέρει μια διαυγή εικόνα για το Pandora’s Box που αμφισβήτησε τη καθιερωμένη αντίληψη απέναντι στον S&M, το σεξ και την εξουσία. Σχεδιασμένο έτσι ώστε να απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά σχετικά ακριβό, δεν προκαλούσε εντύπωση ότι η πλειοψηφία των πελατών του κλαμπ ήταν ευκατάστατοι επαγγελματίες – γιατροί, δικηγόροι και χρηματιστές – με κοινό χαρακτηριστικό την ομόφωνη προθυμία τους να παραδοθούν στον έλεγχο αυτών των γυναικών.

Η Meiselas ανακάλυψε ότι ο πόνος σήμαινε κάτι διαφορετικό για κάθε πελάτη – από τον σωματικό πόνο ως μέσο ανακούφισης της συναισθηματικής ταλαιπωρίας ή ως τρόπο απαλλαγής της ενοχής, στον πόνο ως δρόμο προς την ευχαρίστηση και την ηδονή. Υπ’ αυτό το πρίσμα κάθε σχέση εργαζόμενης-πελάτη ήταν σαφώς μοναδική. Η υπεύθυνη του χώρου Mistress Delilah δήλωσε σχετικά: «Κάποιοι βρίσκουν εκκεντρικό ή/και διεστραμμένο αυτό το σεξ, άλλοι το θεωρούν μόνο ως παιγνίδι ρόλων κι άλλοι ως τρόπο ζωής. Οι μόνοι που μπορούν να το προσδιορίσουν επακριβώς είναι μόνο όσοι εμπλέκονται σ΄ αυτό. Είχα έναν πελάτη που δούλευε πολύ σκληρά φροντίζοντας να μη λείψει τίποτα από την οικογένειά του. Δεν νομίζω ότι ήταν ικανοποιημένος από τη δουλειά του. Η ζωή του ήταν πολύ βαρετή, ρουτινιάρικα επαναλαμβανόμενη και δύσκολη γι ‘αυτόν. Προφανώς, σε αντίθεση με το ζόρι της καθημερινής ζωής του, για το πόνο του ανεχόταν στις συνευρέσεις, υπήρχε λόγος αλλά και ανταμοιβή».

Η Meiselas καταφέρνει να περιγράψει με έντονα χρώματα και να διηγηθεί, χωρίς ψεύτικες συστολές, μια ιστορία που θα μπορούσε να φαίνεται απίστευτη εάν δεν την είχε συλλέξει με τόση επιμέλεια χωρίς να ωραιοποιεί τις καταστάσεις. Το βλέμμα της χαϊδεύει τη διαστροφή στην οποία υποβάλλεται ο άνθρωπος και προσπαθεί να κατανοήσει, με την πεποίθηση ότι πριν κρίνει θα πρέπει να γνωρίσει σε βάθος. Ντυμένες με μπότες ιππασίας και τακούνια στιλέτο, δερμάτινα κορσέ και γάντια, οι εργαζόμενες γυναίκες του Pandora’s Box που εμφανίζονται στις φωτογραφίες της Meiselas αποπνέουν κυριαρχία και δύναμη. Η φωτογράφος όμως απεικόνισε και τις άλλες στιγμές της καθημερινής πραγματικότητας του κλαμπ. Μια εικόνα δείχνει μια κοπέλα ντυμένη με «τα ρούχα της δουλειάς» να ξεκουράζεται με τα πόδια ανεβασμένα στο γραφείο – εικόνα που έχουμε συνδυάσει με ανάλογες στιγμές χαλάρωσης των golden boys. Σε μια άλλη μια νεαρή εργαζόμενη κοιμάται κουλουριασμένη σε έναν καναπέ τυλιγμένη με το παλτό της. Αφού ολοκλήρωσε τις λήψεις της στο εσωτερικό του κλαμπ η Meiselas σκέφτηκε να επεκτείνει τη φωτογραφική τεκμηρίωση και στη ζωή των εργαζόμενων κοριτσιών και έξω από το κλαμπ ή και να επεκταθεί βαθύτερα στην υποκουλτούρα της οποίας τα κορίτσια αυτά αποτελούσαν ανυπόστατο μέρος. Τελικά όμως εγκατέλειψε την ιδέα: «Υπάρχει μια λεπτή διαδικασία: επιτρέπεις στον εαυτό σας να βυθιστεί στο θέμα που καλύπτεις, αλλά στη συνέχεια πρέπει να βγεις έξω. Το να ξέρεις πότε να βγεις, αν και είναι διαισθητικό παραμένει κρίσιμο», αυτό ισχυρίζεται η Susan Meiselas στο πρόλογο του βιβλίου που εκδόθηκε τελικά το 2002 και περιλαμβάνει τις φωτογραφίες της σαν μια δυνατή αναπαράσταση των πολυπλοκότητας ενός κρυφού κόσμου και των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτόν.

Την πιο ενδιαφέρουσα δουλειά, κατά τη γνώμη μου, η Meiselas την έκανε στην αρχή της καριέρας της και πριν στραφεί ολοκληρωτικά προς την καθαρά επαγγελματική δημοσιογραφία. Το 1974, έχοντας ολοκληρώσει το «Carnival Strippers» κι ούσα ακόμη καθηγήτρια, μετακόμισε στην Mott Street, στο κέντρο του Μανχάταν, στα όρια μιας γειτονιάς γνωστής τότε ως «Μικρή Ιταλία», λόγω του ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν απόγονοι Ιταλών μεταναστών. Η Meiselas ένιωθε ξένη στη γειτονιά, αλλά ένα τυχαίο γεγονός έγινε η αφορμή όχι μόνο να γνωριστεί για τα καλά με τους νέους της γείτονες, αλλά και να αποτελέσει την αφετηρία μιας μακρόχρονης φωτογραφικής σειράς με θέμα τη νεολαία και τη θηλυκότητα στη δεκαετία του 1970. «Μια μέρα καθώς επέστρεφα στο σπίτι με το ποδήλατό μου ένα λαμπερό φως έπεσε στα μάτια μου και με στράβωσε. Μια παρέα κοριτσιών που στεκόταν πιο δίπλα έπαιζε με ένα μικρό καθρεφτάκι στραμμένο προς τον ήλιο, η αντανάκλαση του οποίου έφτασε στο πρόσωπό μου. Αυτή ήταν η μέρα που γνώρισα τα «Prince Street Girls». Ανέβηκα αμέσως στο διαμέρισμα μου, πήρα τη φωτογραφική μηχανή και άρχισα να φωτογραφίζω τα κορίτσια». Συνέχισε να τραβά φωτογραφίες για αρκετά χρόνια μέχρι που ολοκλήρωσε μια σειρά με την οποία τεκμηρίωσε την καθημερινή ζωή μιας ευρύτερης παρέας ντόπιων Ιταλών-Αμερικανών κοριτσιών στη διάρκεια της εφηβεία τους, τα οποία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχαν σαν στέκι τους τη γωνία των οδών Prince και Mott.

Η Meiselas κατάφερε να συλλάβει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις αυτής της σφιχτά δεμένης παρέας των κοριτσιών, μερικά από τα οποία μάλιστα ήταν και συγγενείς. Φωτογραφίζοντας καθημερινά και αποκτώντας σταδιακά μια φιλική οικειότητα μαζί τους ο φακός της Meiselas, απομακρυσμένος από τη σκοπιά του ανδρικού βλέμματος, καταγράφει την συνεχώς αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των κοριτσιών καθώς ποζάρουν μόνα τους ή αγκαλιασμένα το ένα με το άλλο, αντανακλώντας την ίδια γλώσσα του σώματος, συχνά φορώντας τα ίδια ρούχα. Στις πρώτες φωτογραφίες της σειράς, τα Prince Street Girls είναι γεμάτα παιδική αθωότητα, διακατέχονται όμως κι από περιέργεια. Γράφοντας για τις εμπειρίες της από τις λήψεις καθώς τα κορίτσια σχόλαγαν από το σχολείο, η Meiselas θυμάται: «Με έβλεπαν να έρχομαι και μου φώναζαν, ”Τραβήξτε μια φωτογραφία! Τραβήξτε μια φωτογραφία!” Περπατώντας με την ανεμελιά της εφηβείας, τα κορίτσια γύριζαν σπίτι ντυμένα με τις παραδοσιακές καρό φούστες των καθολικών σχολείων, τις ψηλές μέχρι το γόνατο κάλτσες, μασώντας άτσαλα και φυσώντας τσιχλόφουσκες. Τους άρεσε να βγαίνουμε μαζί, αν και δεν προγραμματίζαμε τις συναντήσεις μας. Αν συναντιόμασταν στην αγορά ή σε κάποια πιτσαρία θα με σύστηναν απρόθυμα στους γονείς τους, αλλά ποτέ δεν με προσκάλεσαν σπίτι τους. Ήμουν η μυστική φίλη τους και η σοφίτα μου είχε γίνει ένα είδος κρησφύγετου όταν τολμούσαν να διασχίσουν το δρόμο, κάτι απαγορευμένο από τους γονείς τους».

Μέσα από τις φωτογραφίες της Meiselas βλέπουμε σταδιακά τα κορίτσια να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν. Αντικαθιστούν τα σνίκερς με γόβες, τις καρό στολές με τολμηρά ντεκολτέ και τις κολλημένες τσιχλόφουσκες στα χείλη με κραγιόν. Δυο χρόνια μόνο αργότερα, τα ίδια κορίτσια ποζάρουν χαλαρά με τσιγάρο στα χέρια ή με μαγιό στις αγκαλιά των φίλων τους στις δημοτικές πισίνες του Μανχάταν. Μπαίνοντας για τα καλά στην εφηβεία, απορώντας με την εκκολαπτόμενη σεξουαλικότητά τους βλέποντας τα άγουρα σώματά τους να μετασχηματίζονται, ποζάρουν μιμούμενες τις διαφημίσεις της εποχής στη προσπάθειά τους να ενηλικιωθούν. Μέχρι το 1978, η κάμερα της Meiselas μαρτυρεί τις πρώτες νυχτερινές εξόδους τους και τις συναναστροφές τους με άλλους νέους που έρχονται στη γειτονιά τους. Οι φωτογραφίες δείχνουν τα ταχέως συρρικνωμένα σύνορα της ιδιωτικής τους «Μικρής Ιταλίας», η περίμετρος της οποίας αλώθηκε από τον «έξω κόσμο» και απειλήθηκε από την επερχόμενη ενηλικίωση. «Τις έβλεπα να αλλάζουν και ήθελα να αποθανατίσω αυτές τις αλλαγές καθώς μεγάλωναν. Όμως άλλαξε και ο δικός μου προσανατολισμός. Ο επαγγελματικός μου στόχος με πήρε μακριά από τη γειτονιά. Δεν είχα ιδέα τότε ότι θα έλλειπα για τόσο πολύ». Το 1978 η Meiselas έφυγε για τη Νικαράγουα κι όταν επέστρεψε ξανά στη Νέα Υόρκη, μια δεκαετία αργότερα, βρήκε ότι οι ζωές των κοριτσιών είχαν συνεχιστεί χωρίς αυτήν. Ενήλικες πια είχαν φτιάξει τις δικές τους οικογένειες. Η Meiselas ζει ακόμα στη γειτονιά, αλλά τα περισσότερα Prince Street Girls έχουν φύγει πια από την «Μικρή Ιταλία», αν και καμιά φορά την επισκέπτονται συνοδευόμενα με τις δικές τους κόρες πια. Άλλωστε είναι σχεδόν αδύνατο βλέποντας κανείς σήμερα τη περιοχή να φανταστεί τους δρόμους όπως ήταν κάποτε. Οι φωτογραφίες της Meiselas από τα μακρινά σέβεντυς είναι μια ωδή σε μια εποχή και ένα μέρος που δεν υπάρχει πλέον.

Η Susan Meiselas, η οποία τον Απρίλιο του 2019 είχε επισκεφτεί τη χώρα μας προσκεκλημένη του New York University in Athens για μια διάλεξη σχετικά με την χρήση της φωτογραφίας ως μέσου για ιστορικές και πολιτισμικές αναπαραστάσεις, είναι σήμερα πρόεδρος του Ιδρύματος Magnum. Η συνάδελφός της Inge Morath, μέλος κι αυτή του Magnum Photos, έχει δώσει τον καταλληλότερο χαρακτηρισμό για την Meiselas: «Μια αμαζόνα που διαθέτει κοινωνική συνείδηση και αίσθηση της ιστορίας».

 Χρήστος Κοψαχείλης, Απρίλιος 2021

Βιβλιογραφία:

  • Carnival Strippers – Farrar, Straus & Giroux, 1976
  • Nicaragua – Aperture, 1981
  • Pandora’s Box – Trebruk Publishing, 2002
  • Encounters with the Dani – Steidl, 2003
  • In History – Steidl/ICP, 2008
  • Kurdistan, In the Shadow of History – University of Chicago Press, 2008
  • Prince Street Girls – TBW Books, 2017
  • On the Front Line – Aperture, 2017
  • Mediations – Damiani, 2018
  • Tar Beach – Damiani, 2020