Οι όποιες αναφορές και δημοσιεύσεις για τον Robert Mapplethorpe βλέπουν το φως της δημοσιότητας μας πληροφορούν περισσότερο για τις λεπτομέρειες της πολυτάραχης ζωής του και λιγότερο για το έργο του. Απ΄ την άλλη αυτό μπορεί να είναι και δίκαιο, γιατί αν πραγματικά σκαλίσεις λίγο κάτω από το λούστρο που περιβάλλει τις φωτογραφίες του κι αν τις δεις ανεπηρέαστος από όλο αυτόν τον θόρυβο που συνήθως τις συνοδεύει, θα διαπιστώσεις πως έχουμε να κάνουμε με έναν έμπειρο φωτογράφο studio που στήνει και φωτίζει μάλλον συμβατικά τα θέματά του, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, οι οποίοι όμως δεν έχουν τύχει της ίδια προβολής και αναγνώρισης. Για ποιο λόγο λοιπόν τόσος ντόρος γύρω από τ΄ όνομά του; Γιατί τόσα αφιερώματα σε γκαλερί και μουσεία; Γιατί τόσα πολυτελή λευκώματα;

Ο Mapplethorpe έτυχε να ζήσει την εποχή της ανάπτυξης του gay κινήματος. Ομοφυλόφιλος κι ο ίδιος, έζησε ανάμεσα σε ισχυρούς συντρόφους και υποστηρικτές, εικονογράφησε τις φαντασιώσεις τους, διατυμπάνισε τις σεξουαλικές προτιμήσεις του, προκάλεσε την καθωσπρέπει κοινωνία και τελικά απορροφήθηκε από το εμπόριο της τέχνης. Η ζωή και η εξέλιξη της καριέρας του θα πρέπει να διδάσκεται ως παράδειγμα στις σχολές marketing. Ένας ταλαντούχος νέος με δίψα για ζωή και διακρίσεις επεδίωξε να γνωρίσει και να συναναστραφεί με τους κατάλληλους ανθρώπους, οι οποίοι με τη σειρά τους τον σύστησαν και τον επέβαλαν στο πανίσχυρο καλλιτεχνικό λόμπυ της Νέας Υόρκης με αποτέλεσμα να καταστεί το πιο περιζήτητο όνομα για εκθέσεις σε γκαλερί τη δεκαετία του ’80. Το πιο ενδιαφέρον μάλιστα είναι το γεγονός ότι με άλλες φωτογραφίες δημιούργησε τον υπερβολικό θόρυβο γύρω από το όνομά του και άλλες φωτογραφίες εξέθετε και πουλούσε σε αστρονομικά ποσά. Εκμεταλλευόμενος την απαρχή της απελευθέρωσης της gay κοινότητας αναδείχτηκε με τις τολμηρές φωτογραφίες του ως ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της gay εικονογραφίας. Ο Mr. 10 ½ ίντσες, (αναφορά στο μήκος του πέους), αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της θεματογραφίας και του στυλ με το οποίο ο Mapplethorpe έφτασε στο απόγειο της καριέρας του. Στην εν λόγω φωτογραφία του 1976, απεικονίζεται ο «προικισμένος» ομοφυλόφιλος πορνοστάρ Mark Stevens, ντυμένος με ένα ιδιαίτερο μαύρο δερμάτινο παντελόνι που αφήνει ακάλυπτα τα οπίσθιά του και το μόριο του. Το σώμα του Stevens γέρνει πάνω από ένα γρανιτένιο βάθρο. Το στήθος και τα χέρια του λυγίζουν αγκαλιάζοντας σφιχτά το γρανίτη. Το κεφάλι του δεν φαίνεται, γιατί ο ίδιος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του και γι’ αυτό δεν αναγραφόταν ούτε το όνομά του στο τίτλο της φωτογραφίας. Στο κέντρο του κάδρου βρίσκεται το πέος του ακουμπισμένο απευθείας πάνω στο βάθρο, σαν ένα παθητικό και διακοσμητικό αντικείμενο τέχνης. Ο Mapplethorpe μας κλείνει το μάτι. Όχι, αυτό που βλέπουμε δεν είναι μια σεξουαλικά φορτισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία. Το πέος του Stevens γίνεται ένα ανθρώπινο γλυπτό ανυψωμένο στην κορυφή του βάθρου, εφιστώντας την προσοχή του θεατή στα γλυπτά στοιχεία του ανθρώπινου σώματος και παραπέμποντας στην αρχαία κλασσική παράδοση. Ας το δεχτούμε, προσωρινά και ας περάσουμε σε μια άλλη αντιπροσωπευτική φωτογραφία του.

Στην Jim and Tom, Sausalito, 1978, τεκμηριώνει μια ακραία σεξουαλική πράξη που συντελείται συναινετικά μεταξύ δυο φίλων του. Ο Jim φορά μπότες, ένα δερμάτινο παντελόνι και μια δερμάτινη κουκούλα με κολάρο στο λαιμό, έχοντας γυμνό το κορμό του. Στέκεται όρθιος, κρατώντας το πέος του και ουρεί απευθείας στο στόμα του Tom, ο οποίος είναι γονατισμένος στο έδαφος με το στόμα ανοιχτό και τα χέρια του στους μηρούς. Όλη η σύνθεση της φωτογραφίας είναι προσεχτικά σκηνοθετημένη, με το φως να έρχεται από πάνω και να δημιουργεί μια δραματική σκιά στο κέντρο της εικόνας. Ο Mapplethorpe υπερασπίστηκε τις αμφιλεγόμενες φωτογραφίες του δηλώνοντας ότι: «Όλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται στη σεξουαλικότητα… αν πιστεύετε ότι το σεξ είναι βρώμικο, τότε όλοι έχουμε βρώμικο μυαλό. Αλλά ποτέ δεν θεώρησα ότι το σεξ είναι βρώμικο».

Μapplethorpe selfportraits 1970-1974

Την ίδια εποχή χρησιμοποιεί για το οπισθόφυλλο του καταλόγου μιας έκθεσης του ένα αυτοπορτραίτο του, στο οποίο εικονίζεται με ένα μαστίγιο χωμένο στον πρωκτό του, μια υπερβολική πρόκληση στα μάτια των σοβαροφανών προσκεκλημένων των εγκαινίων. Και μια δήλωση ταυτόχρονα, ότι ο ρόλος του ως φωτογράφου δεν είναι ηδονοβλεπτικός σε όσα συμβαίνουν μπροστά στο φακό του, αλλά ότι συμμετέχει κι ο ίδιος στα τεκταινόμενα. Για προφανείς λόγους δεν περιλαμβάνω αυτές τις φωτογραφίες στην εικονογράφηση του κειμένου, αν και είναι πολύ εύκολο να τις βρείτε στο διαδίκτυο αν ψάξετε με τους τίτλους τους. Όταν το ξανασκέφτομαι όμως, βρίσκω υποκριτική αυτή τη σεμνοτυφία, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτές φωτογραφίες έχουν αποκτηθεί –μεταξύ πολλών άλλων αντίστοιχων του Mapplethorpe- και φυλάσσονται τόσο στο Ίδρυμα J. Paul Getty, όσο και στο Los Angeles County Museum of Art. Μπροστά σε αυτές τις φωτογραφίες που σας περιέγραψα παραπάνω, η καταγραφή μιας αιδοιολειξίας στη «Marty & Veronica», 1982, ο «Jimmy Freeman», 1981 και ο «Man in Polyester Suit», 1980 (με προεξέχον το ανδρικό μόριο) στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να προκαλέσουν γέλιο.

Αυτή η θεματογραφία βέβαια μπορεί να εδραίωσε τη φήμη του Mapplethorpe και να εκτόξευσε τις τιμές του, αλλά ήταν πολύ δύσκολο οι φωτογραφίες του αυτού του περιεχομένου να διακοσμήσουν τους τοίχους των μεγαλοαστικών σαλονιών και τα γραφεία των επιχειρηματιών και μπορούσαν να τις αγοράσουν. Έτσι λοιπόν ο Mapplethorpe, με τη σύμπραξη των γκαλερί, δημιούργησε παράλληλα και μια σειρά άλλων «αθώων» φωτογραφιών που μπορούσαν εύκολα να πουληθούν και κυρίως να επιδειχτούν από τους αγοραστές τους. Λεπτομέρειες από αντίγραφα προτομών της Ρωμαϊκής εποχής, αγαλματώδεις πόζες της Lisa Lyne, της νικήτριας στον πρώτο διαγωνισμό body-builder γυναικών το 1979, σεμνά γυμνά που μιμούνται την αισθητική της κλασσικής αρχαιότητας και συνθέσεις λουλουδιών και λαχανικών που παρέπεμπαν σε νεκρές φύσεις ζωγραφικής. Και πάλι όμως επέλεγε τα άνθη, κυρίως κρίνους, να φωτιστούν και να φωτογραφηθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχουν σαφώς σεξουαλικές αναφορές και χρησιμοποίησε πρώτος τη μελιτζάνα ως υπονοούμενο για το ανδρικό μόριο, δεκαετίες πριν θεωρηθεί «πονηρό» emoji. Και βέβαια φωτογράφησε τον Jim, με την δερμάτινη στολή του, να ποζάρει μόνος του, στον ίδιο χώρο και με τον αντίστοιχο φωτισμό της εμβληματικής φωτογραφίας του «Jim and Tom, Sausalito», για όσους ήθελαν να αγοράσουν μια πιο light εκδοχή της. Ο Mapplethorpe μεταμορφώθηκε από την cult φιγούρα των άγριων σαδομαζοχιστικών μπαρ της Νέας Υόρκης σε politically correct χαϊδεμένο παιδί των γκαλερί. Ό,τι θέλουν οι πελάτες και τα αφεντικά.

Jim Sausalito, 1977                                      Robert Sherman, 1979

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Mapplethorpe είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του. Χρήματα, αναγνώριση, εραστές. Το τέλος του όμως ήρθε σύντομα και ήταν τραγικό. Το 1987 πέθανε από Aids, ο Sam Wagstaff, ο προστάτης του, εραστής του (αν και όχι μοναδικός) και εκατομμυριούχος συλλέκτης φωτογραφιών. Δυο χρόνια αργότερα έσβησε κι ο ίδιος ο Mapplethorpe σε ηλικία 37 ετών. Μετά τον θάνατό του οι ερευνητές ξανακοίταξαν ψυχραιμότερα το αρχείο των φωτογραφιών του. Το 1991 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Robert Mapplethorpe: Early Works 1970 – 1974». Η πρώιμη δουλειά του, σε αντιπαράθεση με αυτήν που τον κατέστησε διάσημο, σε ξαφνιάζει ευχάριστα. Είναι ένα δείγμα που φανερώνει το ταλέντο του, τον νεανικό ενθουσιασμό του και τις ειλικρινείς προθέσεις του καταπιανόμενος με το μέσο της φωτογραφίας. Πρωτότυπα πορτρέτα και αυτοπορτρέτα, τολμηρά κροπαρίσματα των προσώπων και των κορμιών, γυμνά της τότε συντρόφου του και μετέπειτα ιέρειας της πανκ Patti Smith, αλλά τραβηγμένα με αγάπη και τρυφερότητα. Μια υπογραμμισμένη και εφηβική σεξουαλικότητα, μακριά όμως από την εκ του πονηρού πρόκληση για τη πρόκληση και την κλισέ τυποποίηση της gay εικονογραφίας που ακολούθησε. Δυστυχώς, αλλά αυτό είναι η προσωπική μου εκτίμηση, ο Mapplethorpe αντάλλαξε την εσωτερική συγκίνηση των νεανικών φωτογραφιών του με την επιφανειακή και εύπεπτη συνθηματολογία του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Και μετά αφέθηκε στο ρεύμα της εμπορευματοποίησης της Τέχνης. Τι κρίμα!

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ιστορία του Robert Michael Mapplethorpe ήταν γεμάτη ένοχα μυστικά. Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1946, στο Floral Park, ένα μικροαστικό προάστιο της Νέας Υόρκης, στην μια άκρη του Queens. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας αυστηρής Καθολικής οικογένειας γερμανικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του Harry και αγγλοϊρλανδικής από την πλευρά της μητέρας του Joan Dorothy Maxey. Ήταν ένα σκανταλιάρικο αγοράκι που η ξέγνοιαστη παιδική ηλικία του είχε χρωματιστεί με μια ιδιαίτερη λεπτή χροιά χάρη στον τρόπο με τον οποίο τον σαγήνευε η ομορφιά. Είχε μια τάση προς τη λεπτότητα και την ακρίβεια. Του άρεσε να ζωγραφίζει. Λάτρευε να χρωματίζει, αλλά διάλεγε χρώματα αλλόκοτα, πέρα από τη πραγματικότητα. Στο πράσινο των λόφων εκείνος έβλεπε κόκκινο. Μωβ χιόνι, πράσινο δέρμα, ασημένιος ήλιος. Του άρεσε η επίδραση που είχε αυτό στους άλλους, τον ικανοποιούσε το γεγονός ότι ενοχλούσε τα αδέλφια του. Ο πατέρας του ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος και είχε μάλιστα ένα σκοτεινό θάλαμο στο υπόγειό του σπιτιού τους. Ωστόσο, ο Robert δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τη φωτογραφία εκείνη την εποχή. Στη μαθητική ζωή του καταπιέστηκε από την εκκλησία, η οποία μέσω του κατηχητικού σχολείου της Κυριακής του εμφύσησε τις έννοιες της ενοχής και της αμαρτίας, του κολαστηρίου και της κάθαρσης. Η μητέρα του ονειρευόταν ότι ο γιος της θα ακολουθούσε σταδιοδρομία κληρικού. Στον μικρό Robert άρεσε να είναι παπαδοπαίδι, αλλά περισσότερο το απολάμβανε επειδή μπορούσε να μπαίνει σε μυστικά μέρη –τα ιερά και τους απαγορευμένους χώρους των ναών- και επιπλέον του άρεσαν τα ράσα και το τελετουργικό.

Στο σχολείο ήταν άθλιος στα ομαδικά σπορ και στο γυμνάσιο προτίμησε τα ισπανικά σαν ξένη γλώσσα, αντί για τα γαλλικά που τη θεωρούσε «γλώσσα για ομοφυλόφιλους» Στην εφηβεία του ο Robert θα ανακαλύψει το σεξ καλά κρυμμένο στην ντουλάπα των γονιών του, σ’ ένα αντίτυπο του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι». Θα ανακαλύψει ακόμα περιοδικά με γυμνές γυναίκες, αλλά ταυτόχρονα θα συνειδητοποιήσει ότι του άρεσαν εξίσου οι γυμνοί άνδρες. Η σεξουαλικότητα του παρέμεινε αξεκαθάριστη για πολλά χρόνια. Είχε αποφασίσει να θάψει βαθιά τις ομοφυλόφιλες τάσεις του και κατέβαλε τρομερές προσπάθειες για να χάσει την παρθενιά του βγαίνοντας με κορίτσια της ηλικίας του. Αυτά τα φαινομενικά ανέμελα χρόνια ήταν τελικά σκληρά για τον ανήσυχο Robert. Αν και αργότερα ισχυριζόταν ότι το Floral Park ήταν ένα ιδανικό μέρος για τους γονείς του να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, οι νεανικοί πόθοι του για μια αντικομφορμιστική ζωή τον ξέκοψαν απ’ την οικογένεια του. Θα απογοητεύσει τη μητέρα του, που τον ήθελε κοντά στην εκκλησία, θα αντιδράσει σθεναρά στην επιθυμία του πατέρα του να γίνει μηχανικός, θα απορρίψει το συμβιβασμό να ακολουθήσει το δρόμο της διαφήμισης και θα παρακολουθήσει τελικά γραφικές τέχνες στο Ινστιτούτο Pratt. «Ήθελα να μπορώ να κάνω ό,τι μου περνούσε απ’ το μυαλό. Και ο μόνος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν να φύγω απ’ εκεί. Δεν ήθελα να υπολογίζω συνέχεια τι θα σκέφτονταν οι γονείς μου για τις πράξεις μου. Έτσι στα δεκάξι μου πήγα στο Ινστιτούτο Pratt. Κι έτσι μετακόμισα». Στο κολλέγιο θα αρχίσει να έχει επιτυχία στις γυναίκες, θα ασπαστεί τη χίπικη ιδεολογία και θα πειραματιστεί με κάθε λογής ναρκωτικά – αμφεταμίνες, μαριχουάνα, LSD.

Την άνοιξη του 1967, ο Mapplethorpe γνώρισε την Patti Smith. Η Patti έψαχνε να βρει έναν άλλο φοιτητή από το Pratt, τον Kenny Taiza, φίλο της από το Νιου Τζέρσεϋ, αλλά κάποιος της έδωσε κατά λάθος τη διεύθυνση του Mapplethorpe. Περιπλανήθηκε στο κτίριο και βρήκε τον Robert να κοιμάται στο κρεβάτι του. Πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος και αναρωτήθηκε αν έβλεπε όνειρο, γιατί η εισβολέας ήταν ένα από τα πιο αλλόκοτα πλάσματα που είχε δει ποτέ. Το χλωμό, μακρουλό πρόσωπο της έμοιαζε να έχει βγει από πίνακα του Μοντιλιάνι, τα γαλάζια μάτια της είχαν έντονα διαπεραστικό βλέμμα, τα μαύρα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και το κοκαλιάρικο σώμα της, που ζύγιζε μόλις σαράντα κιλά, έκανε τον Νταλί να της αποδώσει αργότερα τον χαρακτηρισμό «γοτθικό κοράκι». Η πρώτη σκέψη που πέρασε από τον νου του Mapplethorpe ήταν ότι έμοιαζε με «πλάσμα από άλλο πλανήτη». Αμίλητος, την οδήγησε στο διαμέρισμα του Taiza. Λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους, συναντήθηκαν ξανά στο East Village, ενώ το Καλοκαίρι της Αγάπης βρισκόταν στο φόρτε του. Η Smith είχε βγει για φαγητό με έναν άγνωστο και προσπαθούσε να αποκρούσει τις σεξουαλικές του προτάσεις, όταν είδε ξαφνικά μπροστά της το οικείο πρόσωπο του Mapplethorpe ανάμεσα σε δεκάδες χίπηδες που κάπνιζαν χασίς στο Tompkins Square Park. Ο Mapplethorpe ήταν χαμένος στους δρόμους του LSD και φορούσε ένα γιλέκο από κατσικίσιο δέρμα και χάντρες στον λαιμό. Της φάνηκε ότι είχε βρεθεί μπροστά στο πρότυπο του τέλειου χίπη. Έτρεξε προς το μέρος του και του ψιθύρισε στο αυτί: «Προσποιήσου ότι είσαι ο φίλος μου». Γύρισε στον ανεπιθύμητο συνοδό της και τον ξεφορτώθηκε λέγοντας: «Ευχαριστώ για το δείπνο, αλλά βρήκα τον τύπο που έψαχνα».

Ο Mapplethorpe βρήκε το alter ego του στην Patti Smith και δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη και η διαίσθηση της τον έκαναν να νιώθει ολοκληρωμένος για πρώτη φορά στη ζωή του. Είχαν ακριβώς την ίδια ηλικία, ήταν και οι δύο στα είκοσι. Είχαν κοινά προβλήματα με τους γονείς τους και με τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Ο Mapplethorpe είχε μεγαλώσει μαζί με άλλα πέντε αδέλφια σε μια μεσο-αστική καθολική οικογένεια. Η Patti Smith είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια στην Φιλαδέλφεια, όπου ο πατέρας της δούλευε μηχανουργός στη νυχτερινή βάρδια, ενώ η μητέρα της είχε επωμιστεί τη φροντίδα της Patti και των άλλων τριών μικρότερων παιδιών. Αμέσως μετά τη συνάντηση τους, στο Tompkins Square Park, η Patti Smith ακολούθησε τον Mapplethorpe στο σπίτι του στο Μπρούκλιν, ένα διαμέρισμα που το μοιραζόταν με δύο άλλους φοιτητές. «Η Patti δεν έμοιαζε με κανέναν από όσους είχα συναντήσει μέχρι τότε», είχε πει ο Mapplethorpe. «Μου έλεγε αλλόκοτες ιστορίες και δεν ήξερα αν ήταν πραγματικές ή δημιουργημένες Αν δεν είχε ανακαλύψει την Τέχνη, θα είχε καταλήξει σε κανένα τρελοκομείο. Αλλά ήταν ένα άτομο που σε μάγευε». Είχε πειστεί ότι η κοπέλα που είχε συναντήσει τυχαία ήταν ξεχωριστή και ανέλαβε την ευθύνη να την βοηθήσει να ανακαλύψει το ταλέντο της. «Δεν πίστευα στις δυνάμεις μου, μέχρις ότου συνάντησα τον Robert», είχε πει μετά η Patti Smith. «Με έκανε να νιώσω σίγουρη ως καλλιτέχνιδα».

Εκείνη, με τη σειρά της, τον βοήθησε να βρει τη χαμένη του αυτοπεποίθηση. Η έλξη που ένιωθε για την Patti ο Mapplethorpe ήταν γι’ αυτόν η απόδειξη ότι δεν ήταν ομοφυλόφιλος και ότι η σύγχυση που ένιωθε στο παρελθόν σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό οφειλόταν στο ότι δεν είχε βρει τη σωστή γυναίκα. Δεν ήταν, όμως, ο μόνος στη σχέση τους με παρόμοιες αμφιβολίες. Η Patti δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το φύλο της και ίσως δέθηκαν τόσο γρήγορα, γιατί ο ένας έβλεπε στον άλλο το άλλο μισό κομμάτι που έλειπε από τον εαυτό του. Εκείνη η εποχή ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του, γιατί ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Δούλευαν μαζί σε ένα κατάστημα παιχνιδιών στην Πέμπτη Λεωφόρο, όπου εκείνη ήταν ταμίας ενώ εκείνος εργαζόταν στη διακόσμηση της βιτρίνας. Τα βράδια γύριζαν στο Μπρούκλιν και αφιέρωναν όλο τους τον χρόνο στα έργα τους. Η Smith δεν έπαιρνε ναρκωτικά, «Όταν δημιουργώ, κρατώ το χέρι του Θεού», έγραψε κάποτε σε ένα σημειωματάριο της Patti Smith, αλλά ο Robert δεν μπορούσε να δουλέψει δίχως να «φτιαχτεί». Ο Mapplethorpe παραπονιόταν ότι η δουλειά στο κατάστημα παιχνιδιών απορροφούσε όλες του τις δυνάμεις. Η Smith δέχτηκε να τον στηρίξει οικονομικά. Αμέσως μόλις απαλλάχτηκε από τη μονοτονία της καθημερινότητας, η ζωή του άλλαξε. Ζωγράφιζε ακούγοντας δίσκους και συναρμολογούσε χάντρες φτιάχνοντας βραχιόλια και περιδέραια, ενώ εκείνη καθόταν δίπλα του, με ένα μπλοκ μπροστά της, σκιτσάροντας παράξενες, μικρές φιγούρες που τις αποκαλούσε «παιδιά από κακό σπέρμα». Συνήθως ήταν γυμνά κοριτσάκια με τα γεννητικά τους όργανα εκτεθειμένα και ιδιαίτερα τονισμένα. Αργότερα άρχισε να γράφει σκόρπιους στίχους στα περιθώρια των σκίτσων της. Ο Robert ανησυχούσε ότι ο αυστηρός πατέρας του θα ανακάλυπτε τον «αμαρτωλό» του δεσμό με την Patti και ανήγγειλε στους γονείς του ότι σκόπευαν να παντρευτούν. Για να γιορτάσουν την ανεπίσημη ένωση τους, ο Robert χάρισε στην Patti ένα δαχτυλίδι αρραβώνων με ένα μικρό ζαφείρι και μια χρυσή βέρα αργότερα. «Κατά κάποιον τρόπο», επέμενε ο Mapplethorpe, «ήμαστε παντρεμένοι».

Μία από τις κύριες καλλιτεχνικές φιγούρες που επηρέασαν και καθόρισαν το στυλ και τους προσωπικούς στόχους του Mapplethorpe ήταν ο Andy Warhol, ο οποίος ήταν ο πάπας της αντικουλτούρας που επικρατούσε στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ο Mapplethorpe γοητεύτηκε από τον πλούσιο και ταυτόχρονα αντισυμβατικό τρόπο που ζούσε ο Warhol, που κι αυτός είχε μεγαλώσει με μια μεσοαστική οικογένεια. Έχοντας επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό και από την πειραματική underground ταινία του Chelsea Girls (1966), που διαδραματίζεται στο ξενοδοχείο Chelsea, ο Mapplethorpe και η Smith μετακόμισαν στο ίδιο ξενοδοχείο το 1969. Το δωμάτιο 1017, διάσημο ως το μικρότερο του ξενοδοχείου, έγινε δικό τους για μόλις 55$ ανά εβδομάδα, αν και δυσκολευόντουσαν να μαζέψουν αυτό το ποσό. Η γειτόνισσά τους Sandy Daley, μετέπειτα συνεκδότρια του περιοδικού Contemporary Photographer δάνεισε μια Polaroid στον Mapplethorpe, με την οποία τράβηξε τις πρώτες του φωτογραφίες, κυρίως πορτρέτα δικά του, της Patti και των φίλων τους. Απολάμβανε την οικειότητα και τη γρήγορη αναπαραγωγή που του πρόσφερε η Polaroid, η οποία ταίριαζε με την ανυπομονησία του Mapplethorpe και τον παρορμητισμό του. Συχνά απέφευγε να αγοράζει φαγητό μόνο και μόνο για να προμηθευτεί περισσότερα φιλμ, καθώς άρχισε να πειραματίζεται με τη Polaroid. Μετά από λίγο ο Warhol τον κάλεσε ως φωτογράφο για το Interview, το μοδάτο περιοδικό που μόλις είχε ιδρύσει.

Ο Mapplethorpe δεν είχε πει ποτέ κουβέντα στη Smith για τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις, όμως η σεξουαλική τους ζωή ήταν λιγότερο από ικανοποιητική. Υπήρχε η αγάπη, αλλά απουσίαζε το πάθος. Ενώ το ζευγάρι έκανε μακροπρόθεσμα σχέδια και υπήρχε η προοπτική μετακόμισης τους στο Μανχάταν, η Smith είχε αρχίσει να βλέπει κρυφά κάποιον άλλο άντρα, έναν ξανθό ζωγράφο έργων αφηρημένης τέχνης, τον Howie Michels. Αποφάσισαν να μείνουν μαζί. Όταν η Smith ανακοίνωσε στον Mapplethorpe την απόφαση της να τον αφήσει, εκείνος ένιωσε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του. «Σε παρακαλώ, μη φύγεις», την ικέτευε. «Σε παρακαλώ! Αν φύγεις, θα γίνω ομοφυλόφιλος». Η Patti δεν τον πήρε στα σοβαρά. Όταν, όμως, γύρισε στο διαμέρισμα για να μαζέψει τα ρούχα της, βρήκε τους τοίχους σκεπασμένους με φωτογραφίες γυμνών αντρών που τις είχε κόψει από πορνοπεριοδικά. «Άλλαξε μέσα σε μία νύχτα», είχε πει η Smith που ζούσε με τον καινούργιο της φίλο, αλλά έβλεπε τον Mapplethorpe καθημερινά. «Δεν έδειχνε καμία ένδειξη ομοφυλοφιλίας και ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά μου ένας ομοφυλόφιλος». Φαινόταν συνεπαρμένος με την ομοφυλοφιλική πορνογραφία και άρχισε να φτιάχνει κολάζ με φωτογραφίες από περιοδικά. Εκείνη την εποχή, το έργο του Mapplethorpe που συζητιόταν περισσότερο στις καλλιτεχνικές συντροφιές ήταν ένα γλυπτό που είχε κατασκευάσει χρησιμοποιώντας ένα τζιν παντελόνι του. Το είχε παραγεμίσει με κάλτσες, ενσωματώνοντας καλώδια έτσι ώστε η περιοχή του πέους να πάλλεται.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα των σπουδών του, θα αποφοιτούσε από το Pratt τον Ιούνιο του 1969, όμως δεν πέρασε τις εξετάσεις στο μάθημα της ψυχολογίας. Εγκατέλειψε τις σπουδές δίχως να πάρει πτυχίο και μετακόμισε σε μια σοφίτα στο Μανχάταν. Ο Mapplethorpe που επί χρόνια δεν ήταν σίγουρος για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, έψαχνε ακόμη να βρει τον εαυτό του. Ήταν αποφασισμένος να αλλάξει ταυτότητα. Άρχισε να κυκλοφορεί με καουμπόικα ρούχα. Τηλεφώνησε σε ένα ροζ τηλέφωνο που προμήθευε νεαρούς άντρες και γνώρισε πέντε διαφορετικούς εραστές. Ξεκίνησε μια σειρά ομοφυλοφιλικών σχέσεων και μια ζωή που έμοιαζε με ανεμοστρόβιλο. Κάποια στιγμή ανακάλυψε τον David Krouland, ο οποίος υπήρξε το πρώτο ανδρικό μοντέλο του. Το να φωτογραφίζει άνδρες που επιθυμούσε έγινε για τον Mapplethorpe ισόβιο κυνηγητό και οι φωτογραφίες του μπορούν να λειτουργήσουν και ως ένα είδος ημερολογίου των ερωτικών του περιπετειών.

David Krouland, 1971

Στις 3 Ιουλίου του 1971, ο David, εντελώς απερίσκεπτα, σύστησε τον Robert στον επόμενο εραστή και προστάτη του. Ήταν καλεσμένοι σε ένα μεσαιωνικό πάρτι που το είχαν διοργανώσει η, Maxime de la Falaise με τον σύζυγο της, James McKendry. Η Maxime ήταν σχεδιάστρια, και μοντέλο της δεκαετίας του ΄50 και του ’60 και τα πάρτι της μαγνήτιζαν ένα πλήθος κοσμικών. Ο τριανταοκτάχρονος James McKendry ήταν αμφιφυλόφιλος και κατείχε θέση εφόρου στο Μητροπολιτικό Μουσείο, στο τμήμα γκραβούρας και φωτογραφίας. Το πρωταρχικό του μέλημα, όμως, ήταν πώς να υφάνει ένα μύθο γύρω από το πρόσωπο του. Κυκλοφορούσε φορώντας μεταξωτά πουκάμισα, φαρδιά σαλβάρια και ένα μακρύ βελούδινο σακάκι. Ο Mapplethorpe δεν έχασε καιρό. Τον πλησίασε αμέσως και σε λίγο καιρό είχαν γίνει στενοί φίλοι. Όταν η Maxime επέστρεψε από ένα ταξίδι στην Ευρώπη, στο τέλος του καλοκαιριού, βρήκε τον άντρα της τρελά ερωτευμένο με τον νεαρό από το πάρτι, που ερχόταν για φαγητό στο διαμέρισμα τους δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα. Μερικές φορές έφερνε μαζί του και την Patti Smith, αλλά η Maxime δεν της έδινε σημασία και την χαρακτήριζε κοροϊδευτικά «βρομιάρα πριμαντόνα». Τον Σεπτέμβριο ο James McKendry θα ταξίδευε στο Λονδίνο και πρότεινε στον Mapplethorpe να τον συνοδέψει. Όταν ο Mapplethorpe είπε τα νέα στον David Krouland, εκείνος αντέδρασε. «Δεν είσαι με τα καλά σου! Δεν γνωρίζεις καν τον James ». Τότε, με βραχνή φωνή και εμφανή νευρικότητα, ο Mapplethorpe του αποκάλυψε ότι τους περασμένους μήνες αυτός και ο McKendry είχαν γίνει «πολύ καλοί φίλοι». Ο David έμεινε άναυδος. Εδώ και ένα χρόνο διατηρούσε σταθερή σχέση με τον Mapplethorpe και ξαφνικά εκείνος ετοιμαζόταν να τον αφήσει για έναν άντρα, που εκτός των άλλων ήταν και ο πατέρας της καλύτερης του φίλης. «Ήμουν σε λήθαργο, αλλά ξύπνησα», είπε ο Krouland. «Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν Ο Robert θα έκανε οτιδήποτε για την καριέρα του».

Ο επόμενος σταθμός στη ζωή του Mapplethorpe, είναι η γνωριμία του με τον μαικήνα της τέχνης και γόη Sam Wagstaff, το καλοκαίρι του 1972. Η πρώτη τους επικοινωνία ήταν τηλεφωνική, όταν ο Mapplethorpe ήταν 25 χρονών κι ο Wagstaff 50. Όλοι οι ομοφυλόφιλοι στις καλλιτεχνικές συντροφιές της Νέας Υόρκης γνώριζαν ότι ο Sam Wagstaff έψαχνε να βρει «κάποιον για να του κάνει όλα του τα χατίρια». Ο Wagstaff, άνθρωπος με υψηλό δείκτη ευφυΐας, απόφοιτος του Yale, ήταν επιμελητής στο Wadsworth Athenaeum και πρώην επιμελητής σύγχρονης τέχνης στο Detroit Institute of Art. Ήταν επίσης συλλέκτης, καθώς είχε κληρονομήσει πρόσφατα μια περιουσία από τον πατριό του και ήθελε να πλουτίσει τη συλλογή του με παράξενα και ιδιότυπα έργα. Από μια ειρωνεία της τύχης, ο άνθρωπος που έφερε τον Mapplethorpe σε επαφή με τον Wagstaff ήταν πάλι ο David Krouland. Ο Wagstaff τον είχε επισκεφθεί στο διαμέρισμα του για να ρίξει μια ματιά στη δουλειά του και εκεί έπεσε το μάτι του σε μια φωτογραφία του Mapplethorpe με ένα γαλλικό ναυτικό καπέλο. Ενδιαφέρθηκε να μάθει ποιος ήταν και τον πήρε αμέσως τηλέφωνο. Η συζήτηση άρχισε με την ερώτηση: «Εσύ είσαι ο ντροπαλός πορνογράφος;». Ο Mapplethorpe ήξερε ήδη πολλά για τον Wagstaff. Όταν άκουσε τη φωνή του στο τηλέφωνο, δεν πίστευε στην ανέλπιστη τύχη του. « Όλοι μου έλεγαν ότι ήταν ένας άνθρωπος της τέχνης που έπρεπε να γνωρίσω. Έτσι ο Sam ήρθε να ρίξει μια ματιά στα πρωτόλεια μου, ας τα πούμε έτσι». Εκείνο τον καιρό ο Mapplethorpe ήταν τελείως άγνωστος και δεν θεωρούσε τον εαυτό του φωτογράφο, αν και από τότε «τραβούσε ερωτικές πόζες» με μια Polaroid που του είχε αγοράσει ο James McKendry. Λίγες μέρες αργότερα ο Wagstaff επισκέφθηκε τη σοφίτα του Mapplethorpe. Ενώ στεκόταν στην είσοδο, ήταν σίγουρος ότι άκουσε θορύβους σαν κάποιοι να έκαναν έρωτα. Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο συνειδητοποίησε ότι οι ήχοι, που είχαν μαγνητοφωνηθεί από ταινία πορνό, προέρχονταν από ένα κασετόφωνο κρυμμένο στην τσέπη ενός δερμάτινου μπουφάν. Το μπουφάν ήταν κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα ρούχων δίπλα σε ένα δερμάτινο παντελόνι. Από τον καβάλο του παντελονιού προεξείχε ένα κομμάτι γαλλικής μπαγκέτας. Ο Mapplethorpe, που το είχε βάλει σκοπό να εντυπωσιάσει τον Wagstaff, δεν αρκέστηκε σε αυτή την ευρηματική υποδοχή, αλλά του έδειξε και τα υπόλοιπα έργα του, τα κολάζ, τα κοσμήματα και τις φωτογραφίες. Ο Wagstaff του ξεκαθάρισε αμέσως ότι ήθελε να τον βοηθήσει. Πέρασαν μαζί εκείνο το βράδυ. Το επόμενο πρωί ο Robert πετούσε στον έβδομο ουρανό. Εδώ και χρόνια αναρωτιόταν αν θα ερωτευόταν ποτέ κάποιον με το ίδιο πάθος που είχε ερωτευτεί την Patti Smith. Τώρα αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν μπροστά του. «Τον ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα», είχε πει. «Αμέσως μετά η ζωή μου άλλαξε». Ο Mapplethorpe έτρεφε την ελπίδα ότι ο Wagstaff θα τον βοηθούσε να αγοράσει ένα χώρο για να μένει. Τον Οκτώβριο οι ελπίδες του έγιναν πραγματικότητα. Με τα χρήματα που του έδωσε ο Wagstaff, ο Mapplethorpe αγόρασε μια Hasselbad και ένα λοφτ στην Bond str., πολύ κοντά στο διαμέρισμα του εραστή του, ο οποίος τον μύησε στη λαμπερή κοινωνική ζωή της ανώτερης κοινωνικής τάξης της Νέας Υόρκης. Ο Mapplethorpe από την μεριά του βοήθησε τον Wagstaff να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για τη σεξουαλική του ταυτότητα ως ομοφυλόφιλος.

Οι κοινωνικές διασυνδέσεις του Wagstaff και η ακραία φιλοδοξία του Mapplethorpe τον βοήθησαν να πραγματοποιήσει την πρώτη του ατομική έκθεση με Polariods στη Light Gallery στη λεωφόρο Madison της Νέας Υόρκης, τον Ιανουάριο του 1973. Ο δικηγόρος Tennyson Sant είχε ανοίξει την γκαλερί πριν από δύο χρόνια, με σκοπό να την αφιερώσει στο έργο σύγχρονων φωτογράφων. Ο Sant έμεινε άφωνος μπροστά στη τολμηρότητα και τη φρεσκάδα που απέπνεαν οι φωτογραφίες του Mapplethorpe και δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξη του βλέποντας το πλήθος να συρρέει στα εγκαίνια της έκθεσης. Ο συνδυασμός Mapplethorpe-Wagstaff είχε αποδειχτεί, τελικά, πολύ ισχυρός. Το 1975, ο Mapplethorpe φωτογράφισε τη Smith για τον πρώτο της δίσκο με τίτλο Horses. Η φωτογραφία, που τραβήχτηκε στο ρετιρέ του Wagstaff, δείχνει μια ανδρόγυνη φιγούρα που φοράει ένα μαύρο τζιν, ένα λευκό πουκάμισο και έχει μια λυμένη γραβάτα τυλιγμένη στο λαιμό της. Ένα σακάκι είναι ριγμένο ατημέλητα στον ώμο της, παραπέμποντας σε παλαιότερους μουσικούς όπως ο Frank Sinatra. Τόσο ο δίσκος, όσο και το εξώφυλλο του έλαβαν πολύ θετικές κριτικές. Ο Mapplethorpe και η Smith είχαν πετύχει τους στόχους τους για τους οποίους πάλευαν τόσα χρόνια. Είχαν αναγνωριστεί. Ο Warhol, όταν ανακάλυψε ότι ο Mapplethorpe ήταν ζευγάρι με τον Wagstaff, αναβάθμισε τον ρόλο του ως φωτογράφου στο Interview. Ενσωματώθηκε έτσι στον «σωστό κύκλο γνωριμιών» και συχνά του ανέθεταν να φωτογραφίζει τους πλούσιους και διάσημους τόσο στην Αμερική, όσο και στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Ο Mapplethorpe ανέλαβε πρόθυμα τα νέα του καθήκοντα διαχωρίζοντας όμως με σαφήνεια την αμειβόμενης εμπορική δουλειά του από την προσωπική του φωτογραφία.

Η γνωριμία του με τον Wagstaff δεν ήταν αρκετή για να κάνει τον Mapplethorpe να δώσει τέλος στην άτσαλη σεξουαλική ζωή του. Ο Wagstaff είχε ήδη συνηθίσει και ίσως ερεθιζόταν με την ιδέα του συντρόφου του σε ξένες αγκαλιές. Πολλές φορές, ο Robert τον έπαιρνε τηλέφωνο ύστερα από μια βραδιά ακολασίας και του περιέγραφε την εμπειρία. Το σεξ δεν υπήρξε ποτέ το πρωταρχικό στοιχείο στη σχέση τους. Αν και κατά κάποιο τρόπο ο Mapplethorpe είναι δημιούργημα του Wagstaff, ωστόσο δεν εγκλωβίστηκε στη γενναιοδωρία του φίλου του. «Ήμουν πραγματικά ένας χίπης. Το ίδιο κι ο Sam. Φυσικά, με βοήθησε οικονομικά. Ήταν πολύ γενναιόδωρος. Δε ζήσαμε ποτέ πραγματικά μαζί. Ήμασταν βέβαια εραστές, αλλά ζήσουμε χωριστά. Αυτό κράτησε δυο χρόνια περίπου. Ύστερα γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Εγώ ήμουν αυτός που του γνώρισε τον James Nelson, που έγινε το αγόρι του μετά από μένα». Ο Wagstaff λειτούργησε περισσότερο ως ο πατέρας που έλειπε στον Mapplethorpe, με τον ίδιο τρόπο που η Smith ήταν η αδελφή του. Μέσω του James McKendry, του Wagstaff, αλλά και του Warhol ο Mapplethorpe γνώρισε πολλά μέλη της υψηλής κοινωνίας, στην Αγγλία και στην Αμερική, που ήθελαν να στηθούν μπροστά στον φακό του. Εκτός από τα προκλητικά αγόρια με τα σαδομαζοχιστικά εξαρτήματα, είχε φωτογραφίσει και σημαντικά πρόσωπα.

Προς το τέλος του καλοκαιριού του 1976, εντελώς τυχαία, ο Mapplethorpe βρέθηκε μπροστά στη μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας του. Εκείνο τον καιρό είχε μια παροδική σεξουαλική σχέση με έναν νεαρό που δούλευε στην γκαλερί Holly Solomon. Ο νεαρός έπεισε την ιδιοκτήτρια να ρίξει μια ματιά στη δουλειά του Mapplethorpe. Η Solomon γνώριζε ήδη ότι ο Wagstaff εκτιμούσε το ταλέντο του Mapplethorpe και αυτό τον ανέβασε ακόμη περισσότερο στα μάτια της. «Ο Sam θεωρούνταν εξαιρετικός συλλέκτης φωτογραφίας», είπε. «Δεν θα έδινα σημασία στον Robert, αν δεν υπήρχε ο Sam». Αυτό που την εντυπωσίασε, όμως, περισσότερο ήταν η ίδια η δουλειά του Mapplethorpe. Αμέσως του υποσχέθηκε ότι θα εξέθετε τα έργα του στις αρχές του 1977. Όντως η έκθεση στην γκαλερί της Holly Solomon εγκαινιάσθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1977. Όμως η Solomon δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις φωτογραφίες εκείνες που κι ο ίδιος αποκαλούσε «πρόστυχες» και αποτελούσαν το περίφημο «X Portfolio». Έτσι, ο Mapplethorpe και ο Wagstaff φρόντισαν ώστε αυτές τις φωτογραφίες, όπου διάφοροι άντρες πόζαραν με φίμωτρα, με τα μάτια τους σκεπασμένα και τα πόδια δεμένα, να παρουσιαστούν στην Kitchen, μια πρωτοποριακή γκαλερί στο Σόχο, παράλληλα με την επίσημη έκθεση της Solomon. Και οι δύο εκθέσεις έκαναν εγκαίνια ταυτόχρονα. Στην γκαλερί της Solomon, η έκθεση είχε τον τίτλο «Πορτραίτα» και συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων φωτογραφίες της πριγκίπισσας Μαργαρίτας, του Norman Mailer, του Andy Warhol και του Arnold Schwarzenegger, ενώ στην Kitchen ο τίτλος της έκθεσης ήταν «Ερωτικές Εικόνες».

Η «σαδομαζοχιστική περίοδος» του Mapplethorpe έφτασε στο αποκορύφωμα της γύρω στα 1977 και 1978, όταν κυκλοφόρησαν δεκατρείς φωτογραφίες του, που αργότερα πουλήθηκαν με τον τίτλο «Απαγορευμένη Συλλογή». Οι φωτογραφίες -ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν η Jim and Tom, Sausalito και το αυτοπορτρέτο με το μαστίγιο στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί- σόκαραν, αλλά ο Mapplethorpe δεν έδειξε να πτοείται. Τα είχε δοκιμάσει όλα ή σχεδόν όλα και καμία σεξουαλική απόκλιση δεν του προκαλούσε έκπληξη. «Δεν φωτογραφίζω πράγματα τα οποία δεν έχω δοκιμάσει κι εγώ ο ίδιος… Ασχολήθηκα με τη φωτογραφία γιατί μου φαινόταν το τέλειο όχημα για να σχολιάσω την τρέλα της σημερινής κατάστασης. Προσπαθώ να καταγράψω τη καθημερινότητα που ζω και το μέρος πού ζω, που τυχαίνει να είναι η Νέα Υόρκη. Προσπαθώ να ξεμπλέξω αυτή την τρέλα και να τη βάλω σε κάποια τάξη. Αυτές οι φωτογραφίες δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει σε καμία άλλη στιγμή». Είχε δώσει μια δυνατή κλωτσιά στα ταμπού και η έννοια της πρόκλησης ήταν το επίκεντρο του έργου του. Παρακινούσε τους εραστές του να υπερβούν τα όρια τους επαναλαμβάνοντας τη φράση: «Κάν’ το για τον Σατανά». Μόλις καταλάβαινε ότι είχαν αφήσει στην άκρη τις επιφυλάξεις τους, άρπαζε τη μηχανή του, τους φωτογράφιζε την ώρα που αποκάλυπταν την «κρυφή» πλευρά του εαυτού τους και ύστερα την εξέθετε στη δημόσια θέα. Τις σπάνιες στιγμές που καταλαμβανόταν από μια μανία αυτοκριτικής, αποκάλυπτε ότι ο μοναδικός του στόχος, τόσο στο σεξ όσο και στην τέχνη, ήταν να εξοστρακίσει τα συναισθήματα. «Όταν κάνω σεξ, ξεχνάω ποιος είμαι. Για μια στιγμή ξεχνάω ακόμη και το ότι είμαι ανθρώπινο όν. Το ίδιο μου συμβαίνει πίσω από τη φωτογραφική μηχανή. Ξεχνάω ότι υπάρχω».

Αφού τάραξε τα νερά και εδραίωσε τη φήμη του, ο Mapplethorpe έστρεψε το ενδιαφέρον του σε πιο ανώδυνα θέματα. Το 1980 εντυπωσιάστηκε από τη μυώδη, αλλά έντονη γυναικεία μορφή της body-builder Lisa Lyon, η οποία θόλωνε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη πρωταθλήτρια στο αγώνισμα της, το καλογυμνασμένο σώμα της Lisa διατηρούσε τη θηλυκότητα του και δεν ήταν παραμορφωμένο από τις αυξητικές ορμόνες και τη τεστοστερόνη που χρησιμοποιούνται στο άθλημα στις μέρες μας. «Είναι η πρώτη φορά που βλέπω ένα τέτοιο τύπο γυναικείου σώματος. Είναι εντελώς πρωτόγνωρο για μένα. Όταν την είδα για πρώτη φορά γυμνή, ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι αυτό το φίνο κορίτσι θα μπορούσε να έχει αυτό το σωματότυπο. Η Lisa μου θύμισε τα αντίστοιχα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου, γιατί κι αυτός έκανε μυώδεις γυναίκες». Οι δυο τους συνεργάστηκαν για αρκετά χρόνια και το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους ανέδειξε την υιοθέτηση από τον Mapplethorpe του ακραίου φορμαλισμού, τόσο στην ανδρική όσο και στην γυναικεία μορφή, που σημειώθηκε στο τελευταίο μέρος της καριέρας του. Η μονογραφία «Lady, Lisa Lyon» που εκδόθηκε το 1983, βοήθησε τον Mapplethorpe να αποδείξει ότι δεν ήταν μόνο ένας φωτογράφος γυμνών ανδρών ή ακόμη χειρότερα, ένας φωτογράφος πορνογραφίας, αλλά και ένας δεξιοτέχνης στο στούντιο. Στην αρχή της καριέρας του ο Mapplethorpe έκρυβε την ταυτότητα των μοντέλων του, αποκόπτοντας το κεφάλι και αναδεικνύοντας τον γυμνό κορμό των ανδρών στα κάδρα του, προφανώς για να προστατέψει την ιδιωτικότητά τους λόγω της τολμηρότητας του θέματος. Αυτή τη συνήθεια τη διατήρησε –αν και δεν υπήρχε λόγος αυτή τη φορά- και στα περισσότερα πορτρέτα της Lyon. Σε μια χαρακτηριστική λήψη του 1982, χρησιμοποιεί ένα λευκό πέπλο πάνω στο κεφάλι της για να κρύψει τη γυναικεία ομορφιά της, αλλά αναδεικνύει το καλογυμνασμένο σώμα της -σε μια μάλλον ανδρική πόζα- με τα χέρια της λυγισμένα ψηλά και τις γροθιές σφιγμένες για να τονίζονται οι ισχυροί δικέφαλοι μυς της. Μια σαφώς ανδρόγυνη στάση που αψηφά τις δημοφιλείς αντιλήψεις για τη θηλυκότητα και αναμειγνύει τη κλασική γυναικεία ομορφιά και την αρσενική δύναμη.

Flowers from «Υ Portfolio»

Μετά το ακραία προκλητικό «Χ Portfolio», ο Mapplethorpe δούλεψε το «Υ Portfolio», στο οποίο συγκέντρωσε φωτογραφίες λουλουδιών, τραβηγμένες κι αυτές στο στούντιο, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι καλλιτεχνικά αντιμετώπιζε όλα τα θέματά του με τον ίδιο τρόπο. Αν και το θέμα του φαίνεται αθώο, είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς το συχνά φαλλικό σχήμα και τον συνολικό σεξουαλικό υπαινιγμό στο τρόπο που φωτογραφίζει τα λουλούδια του. Δηλώνει ξεκάθαρα με τον τρόπο που τα φωτογραφίζει ότι τα άνθη είναι τα γεννητικά όργανα των φυτών. Ακολούθησε το «Z Portfolio» με φωτογραφίες γυμνών μαύρων ανδρών. Οι πειραματισμοί του στην εύρεση νέων εκφραστικών μορφών οδήγησαν τον Mapplethorpe να εξερευνήσει νέες φωτογραφικές τεχνικές. Το 1983, άρχισε να χρησιμοποιεί έγχρωμα φιλμ διαφανειών και να εκτυπώνει τις φωτογραφίες του με τη τεχνική και τα υλικά Cibachrome. Επίσης δοκίμασε εκτυπώσεις μεγάλου μεγέθους, όπως και εκτυπώσεις πλατίνας σε καμβά, σε μια προσπάθεια να δώσει περισσότερη εικαστική χροιά στις φωτογραφίες του και ως εκ τούτου να διατηρήσει τα ακριβά κασέ του. Ο Mapplethorpe, που ενδιαφερόταν περισσότερο για τη λήψη της φωτογραφίας παρά για τη διαδικασία της εκτύπωσης, προσέλαβε βοηθούς για τις εκτυπώσεις στο σκοτεινό θάλαμο, όπως ο Tom Baril, αλλά και τον μικρότερο από τα έξη αδέλφια του, τον Edward, ο οποίος σήμερα ακολουθεί αυτόνομη καριέρα χρησιμοποιώντας το επίθετο της μητέρας του, Ed Maxey. Παρά την ύπαρξη ικανών βοηθών ο ομολογούμενος τελειομανής Robert, έχοντας εμμονή για την πραγματοποίηση του δικού του οράματος, κατέληξε να περνά πολύ χρόνο παρακολουθώντας τις διαδικασίες και δίνοντας οδηγίες.

Ο Robert Mapplethorpe έκλεισε τα τριάντα εννιά τον Νοέμβριο του 1985. Ο οργισμένος νεαρός που είχε τρομοκρατήσει τον κόσμο της τέχνης με τις σαδομαζοχιστικές φωτογραφίες του είχε μεταμορφωθεί σε έναν σοβαρό καλλιτέχνη με εξασφαλισμένη φήμη και εισόδημα. Την ημέρα των γενεθλίων του κυκλοφόρησε η νέα συλλογή του σε ένα βιβλίο με τίτλο: «Κάποιοι άνθρωποι: Ένα βιβλίο πορτρέτων». Εφημερίδες του κατεστημένου, όπως οι New York Times, που μέχρι τότε απέστρεφαν το βλέμμα, έσπευσαν να εκθειάσουν το βιβλίο και να το προτείνουν στους αναγνώστες τους ως χριστουγεννιάτικο δώρο. Μόλις πέντε χρόνια πριν, η ίδια εφημερίδα είχε καταφερθεί εναντίον του και τον είχε αποκηρύξει, γιατί «προσπαθούσε να προσδιορίσει νέα όρια για την αισθητική». Τώρα, ο κριτικός της εφημερίδας διατυμπάνιζε ότι ο Mapplethorpe ήταν «ο καλύτερος φωτογράφος πορτραίτων της τελευταίας δεκαετίας». Το πάρτι της παρουσίασης του βιβλίου έγινε στο καινούργιο λοφτ του Mapplethorpe, δώρο του μαικήνα του, Wagstaff.

Luise Bourgeois – David Hockney – William Burroughs

Τον Οκτώβριο του 1986 η Patti Smith καθόταν στην κουζίνα του σπιτιού της στο Μίσιγκαν, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η δικηγόρος της. Ήθελε να της πει ότι ο Mapplethorpe ήταν στο νοσοκομείο με Aids και πνευμονία. Ο δικηγόρος του είχε φροντίσει να εντοπίσει την Smith μέσω της δικής της δικηγόρου. Οι δύο παλιοί φίλοι είχαν απομακρυνθεί πλέον τόσο πολύ, ώστε αντάλλασσαν μηνύματα μέσω των δικηγόρων τους. Την εποχή που η Patti έμαθε τα άσχημα νέα, ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη για να ηχογραφήσει ένα νέο άλμπουμ, το «Dream of Life», που θα σημάδευε την επιστροφή της στη ροκ σκηνή. Είχε σκοπό να του τηλεφωνήσει για να την φωτογραφίσει πάλι για το εξώφυλλο του δίσκου. Επιπλέον, είχε να του ανακοινώσει μια ευχάριστη είδηση: στα σαράντα της, ήταν πάλι έγκυος και δεν έκρυβε τη χαρά της. Πήρε τηλέφωνο τον Sam Wagstaff και ζήτησε να μάθει πώς ήταν ο Mapplethorpe. Είχαν να μιλήσουν από το 1982 και ένιωθαν αμήχανοι. «Πώς είναι ο Robert ρώτησε τον Wagstaff, που ετοιμαζόταν κι αυτός να μπει στο νοσοκομείο και μάλιστα για δεύτερη φορά. «Αρκετά καλύτερα από μένα», της είπε. «Έχω τον ιό. Όλοι τον έχουν».

Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο Mapplethorpe ταλαιπωρημένος από τη φοβερή ασθένεια, φωτογράφιζε συνεχώς, με τη συνδρομή του βοηθού του Bryan English και συγχρόνως φρόντιζε για την υστεροφημία του. Θαύμαζε την ικανότητα του Ed Ruscha να αφαιρεί το θέμα από οποιοδήποτε πλαίσιο και προσπάθησε να παράγει εικόνες σε αυτήν την αυστηρά «επίσημη» καλλιτεχνική γλώσσα. Το «Καρπούζι με μαχαίρι» (1985), και το «Φύλλο» (1989), είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα φωτογραφιών του που απεμπλέκονται συναισθηματικά με το προηγούμενο προκλητικό στυλ του. Η Isabella Rossellini, η Susan Sarandon, ο Willem de Kooning, η Sigourney Weaver, η Brooke Shields, ο Donald Sutherland, η Melanie Griffith, η Lurie Aderson, η Yoko Ono και τόσοι άλλοι διάσημοι στάθηκαν μπροστά από τη μηχανή του Mapplethorpe, είτε για να εξασφαλίσουν την παρουσία τους στο ένδοξο πάνθεον του, είτε απλώς για να αποχαιρετήσουν τον φίλο τους. Ο Sam Wagstaff πέθανε τον Ιανουάριο του 1987 αφήνοντας τον Mapplethorpe κύριο κληρονόμο της τεράστιας περιουσίας του. Η κληρονομιά, γύρω στα επτά εκατομμύρια δολάρια – μερικοί λένε περισσότερα, ανάλογα με την αξία των έργων τέχνης και των ασημικών της συλλογής του – μετέτρεψε τον ήδη πολυσυζητημένο Mapplethorpe σε μια διάσημη φιγούρα του νυχτερινού κόσμου της Νέας Υόρκης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η διαθήκη αυτή προσβλήθηκε από την αδελφή του Sam Wagstaff.

Το καλοκαίρι του 1988 έγιναν τα εγκαίνια της, τελευταίας εν ζωή, αναδρομικής έκθεσης του Mapplethorpe στο Μουσείο Whitney. Για μήνες οι φιλότεχνοι, αλλά κυρίως οι κοσμικοί, της Νέας Υόρκης μιλούσαν για το γεγονός αυτό και το περίμεναν με ανυπομονησία. Αναστεναγμοί ανακούφισης ακούστηκαν όταν έφτασε για τα εγκαίνια, αφού είχε βγει από το νοσοκομείο μόλις λίγες μέρες πριν. Ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι, περιτριγυρισμένος από μέλη της συνοδείας του, κρατούσε ένα μπαστούνι με μια σκαλισμένη νεκροκεφαλή για λαβή και φορούσε ένα κομψό βραδινό μπουφάν και μαύρες βελούδινες παντόφλες με τα αρχικά του κεντημένα με χρυσό κλωστή πάνω τους – μια ενδυμασία πολύ διαφορετική από τα στενά μαύρα δερμάτινα ρούχο, που είχαν γίνει το σήμα κατατεθέν του. Για όσους ήξεραν την άλλοτε όμορφη φιγούρα του, η επιδείνωση της υγείας και της φυσικής του εμφάνισης ήταν εμφανής και σοκαριστική. Ο λεπτός λαιμός του προεξείχε από το γιακά του πουκάμισού του σαν το κεφάλι της χελώνας από το καβούκι της. Αλλά ακόμη και άρρωστος, ήταν ένας άνθρωπος που απολάμβανε να τραβά την προσοχή. Ήταν η μεγάλη βραδιά του Mapplethorpe και φαινόταν αποφασισμένος να περάσει όσο πιο καλά γινόταν. Λόγω της αρρώστιας δεν μπορούσε να σηκωθεί από την καρέκλα του, ενώ τα δάκτυλα του έκαιγαν λόγω της νευροπάθειας που είχε εκδηλωθεί ως παρενέργεια. Δεν έπαυε, όμως, να μοιράζει χειραψίες σε όσους περιτριγύριζαν την καρέκλα του, ενώ όλο το βράδυ δεν σταμάτησε να συζητάει με τους παραβρισκόμενους. Όλη η αφρόκρεμα της Νέας Υόρκης ήταν εκεί και παρατηρούσε τις μεγάλες εκτυπώσεις των γυμνών ανδρών στους τοίχους με ένα θλιμμένο ερώτημα να αιωρείται: πόσοι από τους άνδρες των οποίων τα γεννητικά όργανα κοιτούσαν ήταν ακόμα ζωντανοί. Από αυτήν, όμως, την τελευταία μεγάλη βραδιά για τον Mapplethorpe, έλειπαν οι άνθρωποι που θα ήθελε περισσότερο να ήταν εκεί. Ο Sam Wagstaff είχε πεθάνει εδώ και ένα χρόνο, ενώ η Patti Smith είχε προτιμήσει να περάσει εκείνο το βράδυ με την οικογένεια της. Όσον αφορά την δική του οικογένεια δεν είχε βρει το θάρρος να τους ανακοινώσει τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και είχε επιλέξει να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτούς, εξαιρούμενου του Ed. «Η Νέα Υόρκη έχει καταληφθεί από μια νέα μανία», έγραφε ο τεχνοκριτικός των New York Times μετά την έκθεση, «τη μανία για τον Mapplethorpe». Το όνομα του ήταν πλέον καθημερινά στις σελίδες των εφημερίδων, ενώ τα έργα του ήταν περιζήτητα. Μετά την έκθεση στο Whitney και τα άρθρα των εφημερίδων που έγραφαν και ξαναέγραψαν για την αρρώστια του, ο ατζέντης του Mapplethorpe είχε εισπράξει εκατομμύρια δολάρια από τις πωλήσεις. «Όλα θύμιζαν το χρηματιστήριο», είχε πει, «μόνο που εδώ όλοι αγόραζαν αναμένοντας τον θάνατο του καλλιτέχνη και όχι την άνοδο της τιμής των μετοχών».

Μουσείο Whitney, 1988

Ο Robert Mapplethorpe πέθανε μερικούς μήνες αργότερα, στις 9 Μαρτίου του 1989. Αμέσως μετά τον θάνατο του έγινε ακόμη πιο διάσημος, ειδικά όταν η γκαλερί Corcoran της Ουάσιγκτον ακύρωσε την αναδρομική έκθεση «Robert Mapplethorpe: The Perfect Moment» που είχε προγραμματιστεί για το έργο του. Στις 13 Ιουνίου 1989, δυο εβδομάδες πριν τα εγκαίνια, η έκθεση ακυρώθηκε και ο διευθυντής της γκαλερί σύρθηκε στα δικαστήρια. Μεγάλο πλήθος υποστηρικτών συγκεντρώθηκε έξω από τις κλειστές πόρτες και πρόβαλε τις φωτογραφίες του Mapplethorpe στη πρόσοψη του κτιρίου. Πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια γκαλερί βρισκόταν στο στόχαστρο του νόμου λόγω των έργων που θα εξέθετε. Το δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα τελικά ότι, παρά το γεγονός πως οι φωτογραφίες του Mapplethorpe παρουσίαζαν μια «ασελγή» μορφή του σεξ και ήταν ολοφάνερα προκλητικές, δεν έπαυαν να είναι «τέχνη».

Γκαλερί Corcoran: Robert Mapplethorpe: The Perfect Moment

Επτά χρόνια μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Random House η βιογραφία του Mapplethorpe σ΄ ένα βιβλίο 461 σελίδων. Ο ίδιος τους τελευταίους μήνες της ζωής του, όσο είχε ακόμη την ενέργεια να αφηγηθεί την πολυτάραχη ζωή του είχε φροντίσει, να καλέσει την Patricia Morrisroe, συνεκδότρια του περιοδικού «New York», αρθρογράφο των «Νew York Times» και των «Sunday Times» γι΄ αυτό τον σκοπό. Η δημοσιογραφική παρουσία της πρόσφερε στον Mapplethorpe όλα τα εχέγγυα, ώστε να την επιλέξει και να της παραχωρήσει μια σειρά από συνεντεύξεις, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για το υλικό της βιογραφίας. Το πρώτο που είχε να κάνει η βιογράφος του ήταν να ανακαλύψει και να μιλήσει με τους ανθρώπους που τον γνώριζαν ή τον είχαν γνωρίσει στο παρελθόν. Πράγμα ιδιαίτερα πολύμοχθο στην περίπτωση του Mapplethorpe που ήταν άνθρωπος πολύ κοινωνικός, με την κάθε σημασία της λέξης. Η Morrisroe συνομίλησε με φίλους και γνώριμους του Mapplethorpe, σχεδόν ακολούθησε τον μίτο της Αριάδνης για να ανακαλύψει πρώην μοντέλα και εραστές του, που πολλοί τους έπασχαν από Aids και αρκετοί δεν πρόλαβαν να δουν το βιβλίο στο οποίο είχαν συνεισφέρει τις αναμνήσεις και τα βιώματα τους.

Επίλογος: Ήδη από το 1988, ο Mapplethorpe αντιλαμβανόμενος το τέλος του, είχε δημιουργήσει ίδρυμα στο όνομα του για να εξασφαλίσει τη μεταθανάτια φήμη του.  Άφησε επίσης στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης εκτός από τη συλλογή με τις φωτογραφίες του και μερικά εκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει το Μουσείο τμήμα φωτογραφίας. Αυτή η μεγάλη δωρεά ίσως να εξηγεί το γιατί το Guggenheim εξέδωσε το 2004 ένα ογκώδες και πολυτελές βιβλίο με τον τίτλο «Robert Mapplethorpe and the Classical Tradition», στο οποίο τον παρουσιάζει σαν νεοκλασικιστή και παραθέτει τις φωτογραφίες του πλάι σε γλυπτά και γκραβούρες του 16ου αιώνα με θέματα από την κλασσική αρχαιότητα. Σημειώνω επίσης ότι καμιά από τις πολυτελείς μονογραφίες που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια (τουλάχιστον όσες έχουν πέσει στην αντίληψή μου και είναι πολλές αυτές), δεν ανατυπώνουν τις επίμαχες φωτογραφίες του και περιορίζονται στις πιο ανώδυνες, όπως αυτές που εκτέθηκαν στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2011. Μήπως τελικά οι διαχειριστές του έργου του ή οι υπεύθυνοι των μουσείων και των εκδόσεων ταυτίστηκαν με την άποψη των συντηρητικών πολέμιων του και όχι με την απόφαση του δικαστηρίου?

Ανεξάρτητα πάντως του πόσο ενθουσιάζεται ή όχι κάποιος με τις φωτογραφίες του Mapplethorpe, το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για έλλειψη ταλέντου. Και μόνο ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησε το κατεστημένο της Νέας Υόρκης αρκεί για να το αποδείξει.

The Boy Who Loved Michelangelo

It was said that he had the face of a God

Yet some saw a demon with rope shoes

And a twist of vine encircling locks

Veins ran his marble arms that sang blood

Scoring mountains as a mist permeating

A crack in the heart and the golden sling

He fashioned in ways we dare not dream

With razor scraping the rump of need

Exposing muscle of a love not gleaned

We are the buffalo a dying breed

Hauled in carts magnificent bone

Shame an ecstasy none can own

Slaves embrace as wisdom groans

Volumes of nothing written in stone

Patti Smith

 

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιανουάριος 2023

Πηγές:

  • Domenic Dunne : Robert Mapplethorpe’s Proud Finale – Vanity Fair, February 1989
  • Patricia Morrisroe : Η βιογραφία του Robert Mapplethorpe – Random House, 1996
  • Patti Smith : The Coral Sea – W.W. Norton & Co, 1996
  • Patti Smith : Just Kinds – Εκδόσεις Κέδρος, 2015
  • Robert Mapplethorpe : Fotografie – Idea Books Edizioni, 1988
  • Robert Mapplethorpe : Early Works 1970 – 1974 – Robert Miller Gallery, 1991
  • Robert Mapplethorpe : Some Women – Bulfinch, 1995
  • Robert Mapplethorpe and the Classical Tradition – Guggenheim Museum, 2004
  • Robert Mapplethorpe : Photographs – Galleries of Scotland, 2006
  • Robert Mapplethorpe : Perfection in form – teNeues, 2009