Το πρώτο θετικό μου ξάφνιασμα σχετικά με τον Jacques-Henri Lartigue δεν ήταν από τις φωτογραφίες του, αλλά από την αιώνια εφηβεία του, το χαμογελαστό βλέμμα του και πάνω απ’ όλα τη κομψότητά του. Τον βλέπεις σε ηλικία άνω των 80 ετών να κωπηλατεί με ολόλευκη φόρμα, να οδηγεί κάμπριο αυτοκίνητο ντυμένος με πολύχρωμα χειροποίητα πουλόβερ συνδυασμένα με κίτρινα παντελόνια ή να στέκεται αγέρωχος και να χαμογελά με τα λαμπερά γαλανά μάτια του φορώντας πουκάμισα με μεγάλα πουά ή γαλάζιες μανιριέρες. Ο πιο χαρισματικός «ερασιτέχνης» φωτογράφος όλων των εποχών αποτύπωσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του χαρούμενες και αστείες στιγμές του αμέσου περιβάλλοντος του δημιουργώντας ένα μαγικό προσωπικό οπτικό ημερολόγιο. Μανιώδης συλλέκτης της ίδιας του της ζωής, χωρίς το άγχος της αναγνώρισης – καθώς ο ίδιος δήλωνε ζωγράφος – μας χάρισε φωτογραφίες που ξεχειλίζουν από την αυτοπεποίθηση της ζωής, από την χαρά που την περιρρέει, από το δέος και τον θαυμασμό για τις τεχνολογικές εξελίξεις και από μια διαρκή έκπληξη, που μόνο στα μάτια των μικρών παιδιών μπορείς να αντικρίσεις. Θα ήταν όμως λάθος να χαρακτηρίσεις τον Lartigue σαν έναν απλοϊκό ερασιτέχνη που απλά καταγράφει ότι χαριτωμένο συμβαίνει γύρω του, επειδή οι φωτογραφίες του εκτός από την χαρά της ζωής, αναδεικνύουν και την χαρά της δημιουργίας.

Henri Lartigue και Marie Haguet, 1900 –  Maurice και Jacques Lartigue, 1903

Ο Charles-Auguste-Jacques ευτύχησε να ζήσει μια γεμάτη με εμπειρίες ζωή, που ξεκίνησε με ανέφελα παιδικά χρόνια σε ένα πλούσιο προάστιο του Παρισιού. Γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1894 στο Courbevoie, σε μια ευημερούσα οικογένεια της ανώτερης τάξης. Ο πατέρας του, ο Henri Lartigue, ήταν ένας πλούσιος Παριζιάνος εισοδηματίας, που είχε όμως δουλέψει και σε τράπεζες και σε εφημερίδες, που του άρεσε να περνά τον χρόνο του στο σπίτι, κοντά στη σύζυγό του Marie Haguet και προτιμούσε να αφήνει και τα παιδιά του να περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στους κόλπους της οικογένειάς, ενώ τα ενθάρρυνε στις δραστηριότητες τους, καθώς η ευρύτερη οικογένεια είχε πάθος με τις μηχανικές εφευρέσεις και τα σπορ. «Έχω πολλά χρήματα και τα παιδιά μου πρέπει να μάθουν να τα ξοδεύουν», έλεγε. Όπως ήταν συνηθισμένο μεταξύ των πλουσίων εκείνης της εποχής, τα δυο αγόρια εκπαιδεύτηκαν κατ’ οίκον και η μόρφωσή τους δεν ήταν μονολιθική. Οι πραγματικοί τους δάσκαλοι ήταν οι γονείς τους, δύο πολύ σοφοί άνθρωποι. Τους επέτρεψαν και τους ενθάρρυναν να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και τις κλίσεις τους.

Dédé – Zissou – Jean, 1911

Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Maurice, με το παρατσούκλι Zissou, που είχε γεννηθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ήταν πιο τολμηρός και άτακτος από τον μικρό του αδελφό. «Ο αδερφός μου», θυμάται ο Jacques, «είχε ζωηρή φαντασία και μεγάλες ικανότητες. Είχε κατασκευάσει τόσα πολλά πράγματα – ξύλινα άλογα, αγωνιστικά με ρόδες, ανεμόπτερα ακόμη και ένα αυτοσχέδιο σωσίβιο, που του επέτρεπε να περπατά στο νερό ντυμένος. Εγώ ήμουν πάντα το μικρό αγόρι, που έμενα στη γωνία, λαχταρώντας να λάβει μέρος. Αυτό με στεναχωρούσε πραγματικά, μέχρι που μια μέρα είπα στον εαυτό μου: “Τώρα θα πιάσω όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που κάνει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου γρήγορα τρεις φορές”. Έτσι είχα την εντύπωση ότι έπιασα όλα όσα συνέβαιναν: τις εικόνες, τους ήχους, τα χρώματα. Τα πάντα. Και από εκείνη τη στιγμή ήμουν χαρούμενος και ήρεμος γιατί ένιωθα ότι είχα αποτυπώσει και φυλάξει στο μυαλό μου τις βασικές εικόνες από τις καλύτερες στιγμές της ημέρας μου. Αλλά όταν μετά από λίγες μέρες είπα στον εαυτό μου: “Τώρα, ας κοιτάξω ξανά όλες αυτές τις εικόνες που έχω αποθηκεύσει”, απογοητεύτηκα γιατί ανακάλυψα ότι δεν είχαν απομείνει τίποτα από αυτές ή πολύ λίγες».

O Jacques-Henri Lartigue φωτογραφίζει τους γονείς του, 1903

Ο πατέρας του Jacques είχε ασχοληθεί από πολύ νωρίς με την πρώιμη τότε τέχνη της φωτογραφίας, βγάζοντας φωτογραφίες για τον εαυτό του και μόνο για διασκέδαση. Και θα πρέπει να είδε ή να ένιωσε τι συνέβαινε στο μυαλό του μικρού αγοριού, όταν του χάρισε την πρώτη του μηχανή, στα έβδομα γενέθλιά του. Στο καθημερινό ημερολόγιο που κρατούσε τότε ο μικρός Jacques, και συνέχισε να κρατάει από τότε σε όλη του τη ζωή, υπάρχει αυτός ο χαρούμενος σχολιασμός: «Ο μπαμπάς μου είναι σαν τον Θεό (στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι και Θεός μεταμφιεσμένος). Μόλις μου είπε: “Θα σου δώσω τη δική σου κάμερα.” Τώρα πλέον θα μπορώ να φωτογραφίζω τα πάντα». Το έκανε όντως. Η μηχανή ήταν μια βαριά κάμερα 20×25 εκ, στηριγμένη σε ένα ξύλινο τρίποδο. «Ήταν από κερωμένο ξύλο με φακό που επεκτεινόταν με ένα γκριζοπράσινο ύφασμα, σαν πτυχές ακορντεόν», σημειώνει. Θυμάται επίσης ότι ήταν τόσο μικρός που, ακόμη και όταν στεκόταν στις μύτες των ποδιών, δεν μπορούσε να δει για να εστιάσει. Παρ’ όλα αυτά: «Σκαρφάλωσα πάνω από ένα σκαμπό. Έκρυψα το κεφάλι μου κάτω από ένα μαύρο πανί. Εστίασα, έβγαλα το καπάκι του φακού, συνέστησα σε όλους να μείνουν ακίνητοι, μέτρησα και μετά έβαλα το καπάκι πίσω. Η φωτογραφία ήταν έτοιμη!» Ίσως, όμως, αυτή η πρώτη φωτογραφία του Jacques Lartigue να μην ήταν πετυχημένη γιατί δεν την έχει παρουσιάσει ποτέ στο κοινό. Γνωρίζουμε όμως τη δεύτερη φωτογραφία του, ένα στοργικό πορτρέτο των γονιών του στους κήπους του σπιτιού τους. Έγραψε ενθουσιασμένος στο ημερολόγιό του: «Η φωτογραφία είναι ένα μαγικό πράγμα. Τίποτα δεν θα είναι ποτέ τόσο διασκεδαστικό».

Η εξαδέλφη Bichonnade, 40 rue Cortambert, Παρίσι 1904

Η μηχανή που του έκανε δώρο ο πατέρας του διεύρυνε τις προοπτικές του νεαρού Jacques και τον οδήγησε σε μια δια βίου αφοσίωση σε αυτή την τέχνη. Άρχισε αμέσως να φωτογραφίζει τον κόσμο γύρω του, που σε εκείνη την ηλικία ήταν η λατρεμένη του οικογένεια και η γκουβερνάντα του, η Dudu. Φωτογραφίζει την εξαδέλφη του Bichonnade να κάνει τσουλήθρα στη μαρμάρινη κουπαστή στης σκάλας και τη νταντά του να πετάει μια μπάλα στον αέρα. Εκμεταλλευόμενος την αργή ταχύτητα του κλείστρου δημιούργησε ένα φάντασμα, φωτογραφίζοντας τον αδελφό του τυλιγμένο με σεντόνια βγαλμένα από το ντουλάπι με τα λινά. Με έναν καταπληκτικό για την ηλικία του έλεγχο του κάδρου, μια απίστευτη αντίληψη της κίνησης και μια πρωτοφανή απόλαυση της στιγμής, οι φωτογραφίες του ξεπερνούν κατά πολύ την έννοια της αναμνηστικής αποτύπωσης και γίνονται ένας ύμνος χαράς και τρυφερότητας.

Ο Zissou σαν φάντασμα, Châtel-Guyon, 1906

Αυτό που είναι εκπληκτικό, ειδικά σε τόσο νεαρή ηλικία, είναι ότι δεν δανείστηκε από πουθενά, αλλά επηρεάστηκε μόνο από τη δική του φαντασία. Δουλεύοντας ενστικτωδώς, χωρίς ποτέ να υπολογίζει το αποτέλεσμα που παρήγαγε, υπήρξε ένα παιδί θαύμα για το οποίο η λήψη φωτογραφιών ήταν τόσο φυσική όσο η αναπνοή. Υπάρχει μια υπέροχη δική του φωτογραφία με τίτλο: «Η συλλογή των αυτοκινήτων στο δωμάτιο του Jacque  Lartigue, Παρίσι, 1903». Σ’ αυτήν, το εννιάχρονο αγόρι τοποθέτησε, ενστικτωδώς, τη μηχανή του κάτω στο πάτωμα για να δει τη σκηνή από χαμηλά. Τα αυτοκίνητα-παιχνίδια παρατάσσονται με τα μεταλλικά τους μέρη να αστράφτουν στον ήλιο που μπαίνει από το παράθυρο. Το ψηλό ντουλάπι πίσω μοιάζει με ουρανοξύστη, ενώ το σεντόνι που είναι τοποθετημένο μπροστά από το τζάκι δίνει την αίσθηση ενός ουδέτερου φόντου, που τοποθετήθηκε σκοπίμως για να κρύψει αφενός το άνοιγμα του τζακιού και αφετέρου να αναδείξει  το κύριο θέμα της φωτογραφίας, τα αυτοκίνητα. Ακόμα και ο καθρέφτης πάνω από το τζάκι αντανακλά τη μη ορατή οροφή προσθέτοντας μυστήριο στη μαγευτική ατμόσφαιρα.

Η συλλογή των αυτοκινήτων στο δωμάτιο του Jacque Lartigue, Παρίσι, 1903

Στα 10 του είχε ήδη την αίσθηση της «καλλιτεχνικής σκηνοθεσίας», καθώς έστηνε τις σκηνές που ήθελε να φωτογραφίσει. Μια γοητευτική φωτογραφία του 1904, δείχνει τη θέα μιας μπανιέρας γεμάτης νερό και το αγοραστικό χαμόγελο του ίδιου του Jacques Lartigue, που φαίνεται να ξεπροβάλει πάνω από την επιφάνεια του νερού σαν σημαδούρα στη θάλασσα. Για να πετύχει αυτή τη λήψη τοποθέτησε τη καινούργια του μηχανή – η οποία ήταν ελαφρύτερη από την πρώτη – σε μια πλωτή σανίδα μέσα στη μπανιέρα και ανέθεσε στη μητέρα του να ελευθερώσει το κλείστρο ακριβώς τη στιγμή που ήθελε. Ήταν ένα θαυμάσιο παράδειγμα για να μας δώσει ένα χαριτωμένο παιδικό στιγμιότυπο. Μια άλλη γλυκιά φωτογραφία τον δείχνει χωμένο στο κρεβάτι αγκαλιά με τη γάτα του και με τα μάτια του κλειστά σαν να ήταν ήδη σε βαθύ ύπνο. Για άλλη μια φορά, σκηνοθέτησε την εικόνα και έβαλε τη νταντά του, αυτή τη φορά, να ελευθερώσει το κλείσιμο.

Αυτοπορτρέτο στη μπανιέρα, 1904

Ο Jacques Lartigue μεγάλωσε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα όταν οι εφευρέσεις άλλαζαν τον τρόπο ζωής. Τα αεροπλάνα σχεδιάζονταν και δοκιμάζονταν, τα αυτοκίνητα έπαιρναν τη θέση των αλόγων. Ο Jacques άρχισε να ενδιαφέρεται για τα αυτοκίνητα σε πολύ νεαρή ηλικία. Το 1905, όταν ήταν 11 ετών, η οικογένειά του πήγε στην Ωβέρνη, όπου είδε το Coupe Gordon-Bennett, τον πρώτο του αγώνα αυτοκινήτων. Από τότε ενθουσιάστηκε με τη ταχύτητα και αφιέρωσε πολύ χρόνο σχεδιάζοντας διάφορα αυτοκίνητα και κάνοντας σκίτσα από τις φωτογραφίες του. Σιγά-σιγά, καθώς η ματιά του γινόταν όλο και πιο περίπλοκη και οι φωτογραφικές τεχνικές εξελίσσονταν περισσότερο, άρχισε να τραβά φωτογραφίες εκπληκτικού ρεαλισμού για την εποχή. Στεκόταν ακριβώς δίπλα στη πίστα, πολύ κοντά στα αυτοκίνητα, τα οποία περνούσαν δίπλα του με 140 χιλιόμετρα την ώρα ή περισσότερο. Με αυτόν τον τρόπο, μπόρεσε να αποτυπώσει την αίσθηση της ταχύτητας σε μια από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του, την «Grand Prix de L’Automobile Club de France, 1912». Απελευθέρωσε το κλείστρο ενώ κινούνταν ελαφρά κατά μήκος της διαδρομής του αυτοκινήτου και η εικόνα που προέκυψε ήταν εκπληκτική. Με τον συνδυασμό των θεατών που γέρνουν και το σουρεαλιστικό σχήμα του τροχού, κατάφερε να συλλάβει την ίδια την ταχύτητα και την κίνηση. Μπορεί σχεδόν κανείς να ακούσει το βρυχηθμό του κινητήρα. Μπορεί να δει με σαφήνεια τις λεπτομέρειες του οδηγού και του χεριού του που κρατά σφιχτά το τιμόνι προσπαθώντας να διαχειριστεί αυτό το πανίσχυρο θηρίο και καθώς η υπόλοιπη φωτογραφία είναι θολή, δείχνει τη δύναμη και την αίσθηση της ταχύτητας.

Grand Prix de L’Automobile Club de France, 1912

Σε μια άλλη φωτογραφία του ο Jacques αποτυπώνει τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Zissou, που απογειώνεται στιγμιαία – πολύ στιγμιαία – με ένα από τα δεκάδες χάρτινα ανεμόπτερα που κατασκεύασε και προσπάθησε να πετάξει κατά τη διάρκεια της περιόδου που όλη η Γαλλία είχε καταλειφθεί από τη μεθυστική πρόκληση να κατακτήσει τον ουρανό. Έχοντας δώσει μια μεγάλη ώθηση και πηδώντας όσο πιο ψηλά μπορούσε, ο Zissou κρέμεται από το κάτω μέρος του 22ου ανεμόπτερου του. Ένας φίλος τον βοηθά κρατώντας τα φτερά στην ευθεία, ενώ ένας άλλος τραβάει απεγνωσμένα το σχοινί και εμφανίζεται στη δεξιά άκρη της εικόνας. Η μεγαλύτερη πτήση του Zissou κράτησε περίπου ένα λεπτό. Αυτή η φωτογραφία λέει κάτι περισσότερο από τον ενθουσιασμό εκείνης της εποχής, δείχνει την αυτοπεποίθηση και τον ρομαντισμό των ανθρώπων. Ή μήπως λέει κάτι για το σίγουρο μάτι και την άψογη αίσθηση του συγχρονισμού του δεκαεξάχρονου φωτογράφου που όχι μόνο απαθανάτισε τη στιγμή, αλλά είδε σε αυτήν τον συνδυασμό της έξαρσης και του λεπτού χιούμορ, που αποτελούν στοιχεία και τόσων άλλων φωτογραφιών του;

«Η ζωή είναι ένα υπέροχο πράγμα που χορεύει, που πηδά, που πετά, που γελάει… που περνάει! Και αυτή η μεταβαλλόμενη κινούμενη ύλη, θέλω να την ακινητοποιήσω, να πάρω από αυτήν τη χαρούμενη εικόνα μιας στιγμής, ενός σύντομου κομματιού χρόνου που θα σημαίνει στο εξής κάτι αιώνιο».

Ο Lartigue λάτρευε την ταχύτητα και τη δύναμη όλων αυτών των νέων μηχανών, είτε μούγκριζαν στη γη, είτε στον αέρα. Όμως, παρόλο που του κέντρισαν το ενδιαφέρον, δεν ασχολήθηκε ο ίδιος, απλώς διεύρυναν το μέγεθος του κόσμου που μπορούσε να καταγράψει. Καθώς μεγάλωνε, απέκτησε νέο εξοπλισμό και μάθαινε όλο και περισσότερα για τις τεχνικές της φωτογραφίας, δεν έκανε όμως καμία προσπάθεια να δημοσιοποιήσει τις φωτογραφίες του ή να κερδίσει χρήματα από αυτές. Το αντίθετο μάλιστα. Ο Jacques Lartigue φωτογράφιζε μόνο για τη δική του διασκέδαση και ικανοποίηση. Τραβούσε φωτογραφίες σε καταστάσεις που τον έκαναν χαρούμενο και από γεγονότα που ήθελε να θυμάται. Το 1911, άρχισε να συγκεντρώνει αυτές τις φωτογραφίες σε χειροποίητα άλμπουμ. Στη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του θα έφτιαχνε 135 άλμπουμ 52×36 cm, συνολικά 14.423 σελίδες, στα οποία ο Lartigue τακτοποίησε φωτογραφίες και έγραψε λεζάντες. Ήθελε να καταγράψει κάθε στιγμή της ζωής του, καθώς δεν ήθελε να σβηστεί από τη μνήμη του. Αντιμετώπιζε τον χρόνο σαν κάτι που έπρεπε να διατηρηθεί. Εκτός από τη λήψη των φωτογραφιών, έγραφε σχολαστικά ημερολόγια κάθε μέρα σε όλη του τη ζωή. Ημερολόγια γεγονότων. Όχι κρίσεων ή σχολίων, αλλά απλώς καθημερινών γεγονότων, όπως τι καιρό έκανε, πού πήγε το πρωί ή πόσες φωτογραφίες τράβηξε. Ένιωθε ότι έπρεπε να το κάνει αμέσως, πριν ξεθωριάσει η μαγεία της στιγμής. Κάποτε, ενώ ήταν ακόμη έφηβος, του είπαν ότι οι εγγραφές του ημερολογίου του μπορεί μια μέρα να σβηστούν, επειδή ήταν γραμμένες με μολύβι. Φοβούμενος αυτή την απώλεια, αντέγραψε αμέσως ξανά ολόκληρο το ημερολόγιό του με μελάνι. Εντούτοις είναι αξιοπερίεργο ότι δεν ξανακοιτούσε ποτέ τις σημειώσεις του ημερολογίου του.

Sentier de la Vertu, Παρίσι, 1911

Μια άλλη ευχάριστη εξόρμηση για τον έφηβο Lartigue ήταν να επισκέπτεται το δάσος της Βουλώνης, στο Παρίσι. Εκεί φωτογράφιζε όμορφες γυναίκες και άντρες που περπατούσαν κατά μήκος της Sentier de la Vertu, καμαρωτοί σαν παγώνια, επιδεικνύοντας, οι μεν τα μακριά φορέματα, τις γούνες, τα κοσμήματα, τα καπέλα με πέπλο και φτερά ή τα κουστούμια και τα μπαστούνια τους, οι δε. Πήγαινε επίσης συχνά στον ιππόδρομο στο Auteuil και ήταν εκεί που απαθανάτισε μια στιγμή που χρόνια αργότερα θα χρησίμευε ως υπόδειγμα για μια κινηματογραφική σκηνή. Στην «Auteuil Racecourse, Παρίσι, 1911», ο Lartigue πάγωσε το χρόνο σε μια τέλεια σύνθεση. Τρεις γυναίκες στέκονται ανεβασμένες πάνω σε καρέκλες κοιτάζοντας όλες προς την ίδια κατεύθυνση τα άλογα που πλησιάζουν. Οι ασπρόμαυρες κάθετες ρίγες σε δύο από τα φορέματα ταιριάζουν τέλεια με τα λευκά κάγκελα στα οποία ακουμπούν οι κυρίες. Αυτή η φωτογραφία αποκαλύπτει επίσης τη κυρίαρχη τάση της μόδας εκείνης της εποχής με τους σφιχτούς κορσέδες, που βασάνιζαν τις γυναίκες των αρχών του 1900, προκειμένου να λεπτύνουν τη σιλουέτα τους. Αυτή η σκηνή των κομψών γυναικών που παρακολουθούν ενθουσιασμένες μια ιπποδρομία, ενέπνευσε τον Cecil Beaton να σχεδιάσει τα κοστούμια για τα πλήθη στη διάσημη σκηνή στον ιππόδρομο του Ascot για τη ταινία «My Fair Lady» του 1964, συμπεριλαμβανομένης της κομψότατης ασπρόμαυρης τουαλέτας της Audrey Hepburn.

Auteuil Racecourse, Παρίσι, 1911

Το 1912, ο Jacques Lartigue τράβηξε τις πρώτες του έγχρωμες φωτογραφίες με τη μέθοδο Autochrome. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, είχε τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για αυτό το χόμπι, το οποίο προοριζόταν για τους πολύ εύπορους λάτρεις. Εκτός από την οικονομική δυνατότητα, είχε και την καλή τύχη οι δάσκαλοί του να ευνοούσαν πάντα τη μάθηση μέσω του πειραματισμού. Έτσι ο Marius Aubert, ο δάσκαλός του στα μαθηματικά, ο οποίος ήταν μαθητής του Gabriel Lippmann, του βραβευμένου με Νόμπελ πρωτοπόρου της έγχρωμης φωτογραφίας, του έδειξε μια από τις πρώτες έγχρωμες πλάκες Autochrome, που είχαν εφεύρει οι αδελφοί Lumiere. Πάντα περίεργος για τις πρόσφατες εφευρέσεις, ο Lartigue όρμησε στην καινοτομία: «Φωτογράφισα το βιτρό στο κλιμακοστάσιο του σπιτιού και τη θέα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου… Μια μαγική μέρα!», σημείωνε εκείνη τη μέρα στο ημερολόγιό του.

Η Γαλλίδα πρωταθλήτρια τένις Suzanne Lenglen, με το παρατσούκλι “La Divine” (η θεϊκή), κέρδισε 31 τίτλους πρωταθλήματος μεταξύ 1914 και 1926. Πέθανε τραγικά το 1938 σε ηλικία 39 ετών, λίγο μετά, αφότου διαγνώστηκε με λευχαιμία.

Το 1915, ο Lartigue παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Julian στο Παρίσι. Η ζωγραφική έγινε και θα παρέμενε η κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα. Εξέθεσε για πρώτη φορά το 1922, στο Φθινοπωρινό Σαλόνι και στο Σαλόνι της Societe nationale des Beaux-Arts, στο Παρίσι. Το 1919 παντρεύεται τη Madeleine Messager, με το παρατσούκλι «Bibi», κόρη του Andre Messager, συνθέτη και σκηνοθέτη του Opdra. Απέκτησαν έναν γιο, τον Danny, και μια κόρη, την Veronique, που πέθανε σε μικρή ηλικία. Ο Jacques και η Bibi έκαναν μια έντονη ζωή, τόσο κοινωνική όσο και μποέμ. Η στενή τους φιλία με τον Sacha Guitry και την σύζυγό του Yvonne Printemps τους φέρνει σε επαφή με πολλούς καλλιτέχνες, συγγραφείς, ηθοποιούς και μεγάλους πρωταθλητές, μερικοί από τους οποίους γίνονται φίλοι τους. Ο Lartigue χρησιμοποιεί πολύ το αυτοκίνητο για να ταξιδέψει στη Γαλλία. Αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στη ζωγραφική: οι ανθοδέσμες, οι κήποι και τα πορτρέτα είναι τα αγαπημένα του θέματα.

Στη δεκαετία του 1920, ο Lartigue τράβηξε περίπου εξήντα πλάκες Autochrome στις οποίες η Bibi φιγουράρει ως το αγαπημένο του μοντέλο. Με την εμπειρία του από τη ζωγραφική, την έβαλε να ποζάρει ανάμεσα στα λουλούδια του Chateau de La Garoupe στη Κυανή Ακτή ή πάνω στη πεζογέφυρα στο Rouzat, με το αεράκι να ανεμίζει τα μαλλιά της. Την φωτογράφισε από ψηλά στα βράχια του Cap d Antibes, όπως επίσης και στο Παρίσι, με το χέρι της στο ύψος της καρδιάς και το βλέμμα χαμηλωμένο, εκμεταλλευόμενος έτσι τον μεγάλο χρόνο έκθεσης που χρειαζόταν η πλάκα για να τονίσει τη στοχαστική έκφρασή της. Στο Chateau de Rouzat, όπου κάθε καλοκαίρι περνούσε μερικούς μήνες με την οικογένειά του, φωτογράφισε μια απλωμένη μπουγάδα και το σκυλάκι τους να τρέχει ανέμελο. Χρησιμοποίησε επίσης την καθυστερημένη απελευθέρωση του κλείστρου για να φωτογραφίσει τον εαυτό του να παίζει γκολφ με το πορτοκαλί πουλόβερ για το οποίο ήταν τόσο περήφανος και εκμεταλλευόταν πάντα τη διαφάνεια της γυάλινης πλάκας για να δώσει βάθος στις φωτογραφίες του.

Στην αδιάκοπη προσπάθεια του Lartigue να σταματήσει τον χρόνο με οποιοδήποτε τρόπο, οι έγχρωμες πλάκες Autochrome θα αποδεικνυόταν ο χειρότερος σύμμαχός του. Οι γυάλινες πλάκες ήταν πολύ εύθραυστες, χρειαζόντουσαν μεγάλο χρόνο έκθεσης και ξεθώριαζαν πολύ σύντομα. Ναι, το χρώμα είναι εφήμερο και φθαρτό, αλλά αν ο Lartigue το εγκατέλειψε (τα τελευταία Autochromes χρονολογούνται από το έτος 1927), ήταν πάνω από όλα επειδή δεν μπορούσε να συλλάβει την κίνηση χρησιμοποιώντας αυτή τη διαδικασία. Κι όμως, εκείνα τα λίγα χρόνια που ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το χρώμα, έδωσε ένα μοναδικό στυλ στις φωτογραφίες του, που δεν μοιάζει με κανέναν άλλον.

Renée Perle, 1931

Ο Jacques και η Madeleine χώρισαν το 1931. Λίγο νωρίτερα ο Lartigue είχε συναντήσει τη Renée Perle, ένα μοντέλο με καταγωγή από τη Ρουμανία. Για δύο χρόνια, έως το 1932, έγινε η ερωμένη του και η μούσα του, τόσο για τους πίνακες ζωγραφικής, όσο και για τις φωτογραφίες, που θα μπορούσαν να είναι ο πρόδρομος της φωτογραφίας μόδας. Σε μια χαρακτηριστική πόζα, τον Ιανουάριο του 1931, η Renée ξαπλώνει σε έναν καναπέ και ο Lartigue αποτυπώνει τέλεια το πνεύμα της Γαλλίας στη δεκαετία του ΄30. Με το μπράτσο της γεμάτο βραχιόλια, τα χείλη σε σχήμα à la Clara Bow (Αμερικανή ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου) και τα κοντά κυματιστά μαλλιά της, νιώθεις ότι η Renée χαλαρώνει πριν σερβιριστεί το επόμενο ποτήρι σαμπάνιας και ξεκινήσει η μουσική. Η Renée είχε εκφραστικά χέρια, σχεδόν σαν από πίνακα του Modigliani, τα οποία ο Lartigue τα χρησιμοποιούσε πάντα σαν ένα σημαντικό μέρος των φωτογραφιών. Η εντυπωσιακή ομορφιά της – ψηλή, σικάτη, εξωτική – ενέπνευσε μερικές από τις καλύτερες φωτογραφίες του. Ο Lartigue έγραψε ότι «γύρω της, βλέπω ένα φωτοστέφανο μαγείας». Το σύντομο χρονικό διάστημα που ήταν μαζί της το θυμόταν ως «αιώνιες διακοπές στη Νότια Γαλλία».

Ο Lartigue κυκλοφορούσε στην υψηλή κοινωνία και έκανε μια πολυτελή και κοσμική ζωή μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Όμως η οικογενειακή περιουσία σιγά-σιγά εξαντλείτο και ο Jacques αναγκάσθηκε να αναζητήσει άλλες πηγές εισοδήματος. Αρνήθηκε πάντως να βρει μια συμβατική σταθερή δουλειά από φόβο μήπως χάσει την ελευθερία του και έζησε, αν και όχι τόσο πλουσιοπάροχα όσο είχε συνηθίσει, κυρίως από τη ζωγραφική. Μια έκθεση πορτρέτων γνωστών καλλιτεχνών, όπως των Joan Crawford, Sacha Guitry, Marlene Dietrich, Georges Carpentier και Van Dongen, στην Galerie Jouvène στη Μασσαλία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αύξησε τη πελατεία του. Το 1932, ο Alexis Granowsky τον προσέλαβε ως βοηθό σκηνοθέτη για την ταινία του «Les Aventures du Roi Pausole», η δράση της οποίας στηρίχτηκε σε ένα μυθιστόρημα του Pierre Louÿs. Βασικά ο Lartigue ήταν υπεύθυνος για να βρει τις κατάλληλες τοποθεσίες και για το casting. Επέλεξε τις ηθοποιούς που θα υποδύονταν τις 150 «βασίλισσες» της ταινίας και βρήκε τα πάρκα και τις βίλες όπου γυρίστηκαν τα περισσότερα πλάνα της ταινίας. Το 1934 παντρεύτηκε τη Marcelle Paolucci, γνωστή με το παρατσούκλι «Coco». Ο πατέρας της ήταν επικεφαλής ηλεκτρολόγος στα καζίνο των Καννών και της Ντοβίλ. Η ιδιότητα του πεθερού του τον βοήθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως διακοσμητής εσωτερικών χώρων, δουλεύοντας για μεγάλες εκδηλώσεις και γκαλά στα καζίνο στις Κάννες, στη Λοζάνη και αλλού. Ο γάμος του με την Coco κράτησε τρία χρόνια.

Les Aventures du Roi Pausole, 1932 – Διακόσμηση Καζίνο Καννών, 1935

Στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 ο Lartigue συνέχισε να αποτυπώνει στιγμές αναψυχής της μεσαίας και της ανώτερης τάξης που, όπως και οι προηγούμενες φωτογραφίες του, εμφανίζουν μια γοητεία και μια χαρά που είναι αποκομμένη από τα τραύματα των διαδοχικών παγκοσμίων πολέμων. Όταν απελευθερώθηκε το Παρίσι, ο Lartigue ξεχύθηκε στους δρόμους μαζί με τους χιλιάδες συμπατριώτες του και έβγαλε εκατοντάδες φωτογραφίες. Σ΄ αυτές τις αυθόρμητες εκδηλώσεις χαράς γνώρισε και παντρεύτηκε την Florette dOrmea με την οποία έμειναν αχώριστοι για σαράντα χρόνια μέχρι τον θάνατό της. Τα οικονομικά της οικογένειας δεν ήταν ανθηρά, αλλά αυτό δεν τους απασχολούσε. Το ζευγάρι ταξίδευε τακτικά στο Piozzo, ένα χωριό στο Piedmont της Ιταλίας, από όπου καταγόταν η οικογένεια της Florette. Αυτό το μέρος, όπου η μόνη τους υποχρέωση ήταν να προμηθεύονται νερό από τη πηγή, ταίριαζε στα λιτά γούστα του Lartigue: «Νομίζω ότι εδώ, στο μικρό μου χωριό χωρίς ψυγείο ή κλιματισμό, χωρίς αυτοκίνητα ή τρεχούμενο νερό, θα ήθελα να φτιάξω τη φωλιά μου», γράφει στο ημερολόγιο του.

Piozzo, 1956

Πίσω στο Παρίσι αγωνίζονται για να βγάλουν πέρα οικονομικά, αλλά έκαναν παρέα με καλλιτέχνες όπως ο Picasso, ο Jean Cocteau ή ο Chagall και συναναστρέφονταν με εύπορους φίλους τους από τα παλιά, όπως η σχεδιάστρια μόδας MarieLouise Carven και ο αεροπόρος, ήρωας του Α’Π.Π, Andre Dubonnet, ο οποίος κληρονόμησε τη τεράστια περιουσία του παππού του, που είχε ιδρύσει την ομώνυμη εταιρεία απεριτίφ. Στο σπίτι του Dubonnet μάλιστα, ο Lartigue συνάντησε τον νεαρό τότε γερουσιαστή John F. Kennedy και του έβγαλε μια σειρά φωτογραφιών, οι οποίες στάθηκαν καθοριστικές για την μελλοντική αναγνώρισή του.

Picasso, 1955 – Η Florette στο ατελιέ του Picasso, Κάννες, 1955

Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄40, ο Lartigue είχε επιστρέψει στην έγχρωμη φωτογραφία εξοπλισμένος με μια Rolleiflex Automat μεσαίου φορμά 6Χ6 και μια Leica 35χιλ, αν και συνέχιζε να χρησιμοποιεί και ασπρόμαυρο φιλμ. Αυτή η εναλλαγή αποδεικνύει ότι του άρεσαν και τα δύο είδη εξίσου, επειδή του επέτρεπαν να εκφράσει αυτό που ήθελε, το καθένα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Σε μια διάλεξη του στο Mon Livre de Photographic, το εξηγεί ξεκάθαρα: «Δεν θα μπορούσα να πω αν προτιμώ καλύτερα τις έγχρωμες φωτογραφίες από τις ασπρόμαυρες ή το αντίστροφο. Και τα δύο είδη ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες, το καθένα είναι αναντικατάστατο, καθώς οι ιδιότητές τους είναι συμπληρωματικές. Το ασπρόμαυρο, με την αντίθεση των φωτεινών και των σκούρων τόνων, είναι αναμφίβολα πιο δυνατό. Πώς όμως να μην συγκινείται κανείς από την αρμονία των χρωμάτων που μας προσφέρει η φύση; Η έγχρωμη φωτογραφία, καθώς έχει λιγότερο κοντράστ και απαλότερους τόνους, μου φαίνεται ότι μπορεί να εκφράσει καλύτερα τη γοητεία και την ποίηση. Μια ποίηση στην οποία μπορεί κάλλιστα να χωρέσει και μια πινελιά χιούμορ».

Florette, Vence-Beausoleil, Μάιος 1954

Αν και η ασπρόμαυρη φωτογραφία του ήταν ζωντανή και δυναμική, με την έγχρωμη φωτογραφία του αγκάλιασε μια νέα οπτική, που έδειξε ακόμη περισσότερο την πληθωρικότητα του. Στη φωτογραφία, «Florette, Vence-Beausoleil, Μάιος 1954», απαθανατίζει μια πολύ οικεία στιγμή. Σε σύγκριση με τις αισθαντικές φωτογραφίες της Renée, αυτή η εικόνα της Florette αντικατοπτρίζει μια χαλαρότητα και μια συντροφικότητα. Τα έντονα χρώματα μαζί με τις λαμπρές ακτίνες φωτός που λούζουν τη σκηνή ισορροπούν από το γαλήνιο χαμόγελο που έχει η Florette – σαν να την έπιασε ο Lartigue σε μια στιγμή περισυλλογής να σηκώνει το βλέμμα της, καθώς αυτός μπαίνει μέσα και χαίρεται που τον βλέπει. Η ευτυχία είναι αυτό που ο Lartigue πάντα προσπαθούσε να αποτυπώσει στη φωτογραφία του. Να συλλάβει αυτή τη φευγαλέα στιγμή που διαρκεί κλάσμα δευτερολέπτου. Πάντα έλεγε: «Πρέπει να βρίσκεις κάτι κάθε μέρα για να σε ευχαριστεί».

Piozzo, Μάιος 1960

Στον Lartigue δεν άρεσαν οι λυπητερές φωτογραφίες, όμως σε μια λήψη του στην Ιταλία βλέπουμε μια νεκροφόρα με άλογα ανάμεσα σε ανθισμένες κερασιές. Τα απαλά χρώματα ελαφραίνουν τη τραγική στιγμή. Ο τρόπος με τον οποίο έβλεπε δεν είχε τίποτα κοινό με έναν φωτοδημοσιογράφο. Ίσως επειδή ο Lartigue είχε πολύ χιούμορ. Για αυτό το καλομαθημένο παιδί, που για πολλά χρόνια δεν έζησε ποτέ τις δυσκολίες της ζωής, για αυτό το ελεύθερο πνεύμα, η ομορφιά ήταν παντού – και αυτό ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε. Το όραμά του για τον κόσμο φαινόταν μερικές φορές να έχει την ελαφράδα ενός μιούζικαλ. Θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει αφελή, αλλά δεν ήταν παρά μόνο ειλικρινής. Κρατούσε αποστάσεις, χωρίς όμως περιφρόνηση, από έναν κόσμο που γνώριζε ελάχιστα, αλλά ήταν γεμάτος αγάπη και καλή θέληση.

Το 1957, ο Jacques και η Florette ξεκίνησαν για την πρώτη τους μεγάλη περιπέτεια. Ανέβηκαν σε ένα φορτηγό πλοίο που κατευθυνόταν προς την Αβάνα, όπου ο Lartigue επρόκειτο να παρουσιάσει τους πίνακες του στο Centro de Arte Cubano. Κανείς τους δεν νοιάστηκε για τις άβολες συνθήκες του ταξιδιού. Σταματώντας στην Ισπανία, ο Lartigue φωτογράφισε έναν κήπο του παραδείσου: «Αυτό που με μαγεύει είναι τα φύλλα. Πολύχρωμα σαν λουλούδια. Σε όλα τα χρώματα, σε όλα τα μεγέθη. Σε σχήμα βεντάλιας, σωλήνες, φτερά, χέλια, τσουγκράνες, κόκαλα ψαριού, τιρμπουσόν, σπείρες, σιντριβάνια, βελόνες πλεξίματος» (ημερολόγιο, 1957). Στη Κούβα έγιναν δεκτοί με μεγάλη μεγαλοπρέπεια, αλλά λόγω των επιθέσεων των ανταρτών υπό τον Φιντέλ Κάστρο, αναγκάστηκε να αφήσει εκεί τους πίνακές του και να συνεχίσουν το ταξίδι τους για το Μεξικό και τη Νέα Ορλεάνη, πριν επιστρέψουν στη Γαλλία.

Αβάνα, Κούβα, 1957

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1962, το ζευγάρι ξεκίνησε με το φορτηγό πλοίο Volta για ένα νέο ταξίδι τεσσάρων μηνών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν έφτασαν στη Νέα Υόρκη συναντήθηκαν με τον Raymond Grosset, διευθυντή του πρακτορείου Rapho-Guillumette στο Παρίσι, ο οποίος τους συμβούλευσε να επισκεφτούν τον ιδρυτή του πρακτορείου Charles Rado, ο οποίος είχε την έδρα του στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, η Florette του έδειξε ένα μικρό άλμπουμ που είχε φτιάξει ο Jacques στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού με το πλοίο. Συνηθισμένος σε τέτοιες προτάσεις, ο Rado δέχτηκε να δει τις φωτογραφίες από ευγένεια προς τους συμπατριώτες του, αλλά χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όμως, προς έκπληξή του, συνειδητοποίησε αμέσως ότι είχε να κάνει με έναν μοναδικό καλλιτέχνη και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Λίγες ώρες αργότερα, έχοντας αφηγηθεί την «ανακάλυψή» του στις διασυνδέσεις του στη Νέα Υόρκη, τηλεφώνησε στον Lartigue για να του ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα: το περιοδικό Life και το Car and Driver ήθελαν να παρουσιάσουν portfolio της δουλειάς του. Κι όχι μόνο αυτά. Ο John Szarkowski, ο νέος διευθυντής του τμήματος φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, ήταν πολύ ενθουσιασμένος και του πρότεινε να κάνει μια έκθεση το συντομότερο δυνατόν. Το ίδιο βράδυ, ο Jacques και η Florette προσκλήθηκαν σε δείπνο από τον διάσημο καλλιτεχνικό διευθυντή του Harper’s Bazaar, Alexey Brodovitch. Η φήμη του Lartigue είχε ήδη απλωθεί σε όλη την πόλη και ο Jacques έγραψε στο ημερολόγιό του: «Όλη η Νέα Υόρκη μιλάει για μένα! Και για ποιο λόγο; Για τις φωτογραφίες μου! Αυτό είναι τόσο απροσδόκητο…».

Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1963, η έκθεσή με 45 φωτογραφίες της πρώτης του περιόδου εγκαινιάστηκε στο MoMA. Ο Szarkowski περιέγραψε τη φωτογραφία του Lartigue ως «τον πρόδρομο κάθε ενδιαφέρουσας και ζωντανής δημιουργίας που έγινε κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Μέσα σε μια μόλις μέρα συνειδητοποιήσαμε ότι όλα όσα είχαν ανακαλύψει οι μεγάλοι δάσκαλοι μέσω εξελιγμένης έρευνας, ένα παιδί τα γνώριζε διαισθητικά γύρω στο 1900». Το κοινό, γοητευμένο, ανακάλυψε τις πρώτες φωτογραφίες του Jacques: κυρίες από το Δάσος της Βουλώνης, αγώνες αυτοκινήτων από τη δεκαετία του 1910, πρωτοπόροι της αεροπορίας. Αυτές οι φωτογραφίες, που είχαν τραβηχτεί πριν από το 1914, ενθουσίασαν τους Αμερικανούς που υιοθέτησαν με πάθος αυτή την εξιδανικευμένη παιδική ηλικία του Lartigue.

«Τραβάω φωτογραφίες με αγάπη και γι’ αυτό προσπαθώ να τις κάνω να δείχνουν σαν έργα τέχνης. Αλλά το κάνω πρωτίστως για τον εαυτό μου, αυτό είναι το σημαντικό. Αν ταυτόχρονα είναι και έργα τέχνης, δεν έχω αντίρρηση».

Η έκθεση του στη Νέα Υόρκη συνέπεσε με τη δολοφονία του John Kennedy. Στο τεύχος του περιοδικού Life που ήταν αφιερωμένο στον δολοφονημένο πρόεδρο περιλαμβάνονται και οι φωτογραφίες του Lartigue, που του είχε τραβήξει σπίτι του Dubonnet, στη Γαλλία. Η προβολή ήταν τεράστια και παγκόσμια. Προς έκπληξή του, ο «ερασιτέχνης» Lartigue, που θεωρούσε τον εαυτό του ζωγράφο έγινε, σε ηλικία 69 ετών, από τη μια μέρα στην άλλη ένα από τα μεγάλα ονόματα της φωτογραφίας του εικοστού αιώνα. Από τότε ο Jacques, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης, πρόσθεσε και το μικρό όνομα του πατέρα του στο δικό του: Jacques Henri Lartigue.

Elise Hunt, J.F.Kennedy, Andre Dubonnet, Mrs Thaw and Mme X, Antibes, 1953

Το ζευγάρι ταξίδεψε ξανά στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο του 1966, καλεσμένοι του Hiro, βοηθού του φωτογράφου μόδας Richard Avedon. Ο Lartigue είχε μια ευχάριστη έκπληξη όταν επισκέφτηκε το διαμέρισμά του Hiro στο διάσημο κτίριο Ντακότα κοντά στο Σέντραλ Παρκ. Ένας τοίχος ήταν καλυμμένος με μια λουλουδάτη ταπετσαρία που είχε σχεδιαστεί από τον ίδιο τη δεκαετία του 1950…Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, ο Jacques πέρασε πολύ χρόνο με τον Richard Avedon, ένθερμο θαυμαστή του Lartigue, του οποίου το έργο είχε ανακαλύψει το 1963 χάρη στην έκθεση στο MoMA: «Ήταν μια από τις πιο συγκινητικές και δυνατές εμπειρίες της ζωής μου. Είναι φωτογραφίες που αντηχούν. Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Ήταν για μένα, σαν να διάβαζα τον Προυστ για πρώτη φορά. Με παρέσυρε στον κόσμο του, τελικά, αυτό δεν είναι η τέχνη;», είπε ο Αμερικανός. Ο Avedon ήταν τόσο ενθουσιώδης με τη δουλειά του Lartigue, που του πρότεινε να συνεργαστούν προκειμένου να εκδώσουν τη δουλειά του σε βιβλίο.

Tο διαμέρισμα του Hiro, Ν.Υόρκη, 1966 – Πίνακας ζωγραφικής του Lartigue, 1951

Για τον Avedon, αυτή η βουτιά στο έργο ενός άλλου καλλιτέχνη, σε μια εποχή που είχε ανάγκη από έμπνευση, ήταν μια αναζωογονητική εμπειρία. Ο Lartigue σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Το να βλέπω ξανά όλες τις φωτογραφίες μου με νέα μάτια είναι συναρπαστικό». Δύο χρόνια αργότερα, βρέθηκαν γύρω από το τραπέζι της τραπεζαρίας του Lartigue στο Παρίσι με την Bea Feitler, καλλιτεχνική διευθύντρια του Harper’s Bazaar. Μαζί, επιμελήθηκαν ένα λεύκωμα με κομψές και χαρούμενες φωτογραφίες, συνοδευόμενες με αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Lartigue. Ανακάλυψαν νέες φωτογραφίες, μερικές φορές κροπάροντας τις αρχικές, βρίσκοντας τον σωστό ρυθμό για τη διάταξη και αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από τον Lartigue μετά το 1930. «Ο Lartigue έκανε ό,τι κανένας άλλος φωτογράφος πριν ή μετά από αυτόν. Φωτογράφιζε τη δική του ζωή, λες και από την αρχή ήξερε ενστικτωδώς ότι στα μικρά πράγματα κρύβονται τα πιο συναρπαστικά μυστικά. Στη σύντομη ιστορία της τέχνης της φωτογραφίας, εμφανίζεται ο Jacques Henri Lartigue, κατά τη γνώμη μου, ως ο πιο διεισδυτικός φωτογράφος και αυτός του οποίου η φαινομενική απλότητα είναι η πιο παραπλανητική», έγραψε ο Avedon στο πρόλογο. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1970, με τίτλο Diary of a Century και αργότερα, το 1973, στα γαλλικά με τον τίτλο Instants de ma vie.

Το 1974, ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος της Γαλλίας Valéry Giscard d’ Estaing ζήτησε από τον Lartigue να τραβήξει το επίσημο πορτρέτο για την επταετή θητεία του στην εξουσία. Αν και στην αρχή αρνήθηκε από ταπεινοφροσύνη, μετά την επιμονή του προέδρου, σε λιγότερο από μία ώρα, στα σκαλιά των Ηλυσίων, μακριά από το ντεκόρ των επίσημων βιβλιοθηκών, ο Lartigue δημιούργησε ένα λιτό φωτογραφικό πορτραίτο, το οποίο μάλιστα θεωρήθηκε ιδιαίτερα καινοτόμο για την εποχή. Ο πρόεδρος εμφανίζεται με μια νεανική φρεσκάδα μπροστά από τις δυναμικές λοξές γραμμές που σχηματίζει η γαλλική σημαία πίσω του.

Τον επόμενο χρόνο με αφορμή τη συμπλήρωση των 80ηκοστών γενεθλίων του το Muséè des Arts Décoratifs στο Παρίσι οργάνωσε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση φωτογραφιών του με τίτλο: «Lartigue 8 x 80». Στις 26 Ιουνίου του 1979, ο Jacques Henri Lartigue δωρίζει ολόκληρο το καλλιτεχνικό έργο του στο γαλλικό κράτος. Συνολικά, περιλαμβάνει εκατό τριάντα πέντε άλμπουμ φωτογραφιών με κείμενα και λεζάντες από τον ίδιο, 100.000 φωτογραφίες, 7000 σελίδες προσωπικού ημερολογίου και 1500 πίνακες. Η δωρεά γιορτάζεται με την έκθεση «Bonjour Monsieur Lartigue», στο Grand Palais, τον επόμενο χρόνο. Στα χρόνια που ακολούθησαν έχουν γίνει τουλάχιστον τριακόσιες παρουσιάσεις τη δουλειά του στη Γαλλία και στο εξωτερικό. Εκτός της πατρίδας του, σαράντα δύο χώρες, από τη Βραζιλία μέχρι την Ιαπωνία, ακόμη και την Κίνα, έχουν φιλοξενήσει εβδομήντα εκθέσεις αφιερωμένες στον Γάλλο φωτογράφο, του οποίου η δημοτικότητα δεν περιορίζεται από σύνορα.

Ωστόσο, καμιά από αυτές τις τιμές δεν είχε την παραμικρή επίδραση στη δουλειά του. «Νιώθω σαν να έχω κερδίσει στα χαρτιά», λέει. «Αν είχα χάσει, θα έπαιζα ακόμα και τώρα. Η αναγνώριση μου επιτρέπει να οδηγώ φανταχτερά αυτοκίνητα, να μένω σε κομψά ξενοδοχεία. Αλλά αυτό είναι όλο. Είναι πολύ ωραίο και όχι σημαντικό». Παρέμεινε πάντα ένας πολύ προσωπικός φωτογράφος που έβγαζε φωτογραφίες για τον εαυτό του. Και η τεχνική του παρέμεινε ουσιαστικά αυτή που ήταν όταν ξεκίνησε ως παιδί – αυτή του ενστικτώδους στιγμιότυπου.

«Η παραλία είναι το πιο απέραντο μέρος στη γη. Μπορείς να τρέξεις εκεί χωρίς όριο και κανείς δεν σου φωνάζει να προσέχεις. Τίποτα δεν σταματά τα μάτια μου να πετάξουν, να πλέουν ατελείωτα».

Στη διάρκεια του βίου του χρησιμοποίησε πολλές μηχανές και διαφορετικά φορμά, ακόμη και πανοραμικά, τα οποία, όπως κάθε υπερτονισμένη φόρμα, είναι μεν επιβλητικά, αλλά και παγίδα για τη σύνθεση. Σε αντίθεση με τους περισσότερους φωτογράφους που έκαναν ή κάνουν πανοραμικές φωτογραφίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε ρηχούς εντυπωσιασμούς, ο Lartigue χειρίστηκε τα επιμήκη 6Χ13 κάδρα του (κατακόρυφα η οριζόντια), με αριστουργηματικό τρόπο κάνοντας τα να μοιάζουν απόλυτα ισορροπημένα και σχεδόν φυσικά. Ίσως γιατί δεν πιεζόταν, ούτε προσπαθούσε.

«Για μένα», έλεγε ο Lartigue, «η ζωή και το χρώμα είναι αχώριστα». Αν και το εν τρίτο του έργου του αποτελείται από έγχρωμες διαφάνειες, ελάχιστες είχαν δημοσιευτεί και προβληθεί, επειδή δεν υπάρχουν έγχρωμες πρωτότυπες εκτυπώσεις εκείνης της περιόδου, εκτός από αυτές που είχε κολλήσει ο Lartigue στα άλμπουμ του. Το 2015 όμως πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη έκθεση με τίτλο «Lartigue – Life in Colour», στο Maison Européenne de la Photographie, στο Παρίσι. Για τις ανάγκες της έκθεσης και του ομότιτλου καταλόγου που εκδόθηκε, αποκαταστάθηκαν ψηφιακά, αφού σαρώθηκαν σε υψηλή ανάλυση, τα αρχικά θετικά (6×6 cm και 24×36 mm), μερικά από τα οποία ήταν σε κακή κατάσταση. Έτσι το κοινό και οι λάτρεις του έργου του έχουν τη δυνατότητα να θαυμάσουν και την έγχρωμη δουλειά του Lartigue, αν και οι περισσότερες καλές φωτογραφίες του είναι οι ασπρόμαυρες της προπολεμικής περιόδου.

Bill Brandt, 1976 – Edward Steichen, 1966 – Federico Fellini, 1979

Ο Jacques Henri Lartigue συνέχισε να φωτογραφίζει, να ζωγραφίζει και να γράφει μέχρι τον θάνατό του, στη Νίκαια, στις 12 Σεπτεμβρίου 1986. Πέθανε ξαφνικά, αλλά ειρηνικά σε ηλικία 92 ετών. Νωρίτερα, τον ίδιο χρόνο, είχε προλάβει να κάνει μια σύντομη εμφάνιση στην ταινία του Federico Fellini, «Ginger e Fred», στον ρόλο ενός Φραγκισκανού καλόγερου. Μέχρι το τέλος, διατηρούσε ακόμη την παιδική του χαρά και περιέργεια με την οποία ξεκίνησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και μέσω της δουλειάς του προσπάθησε να διατηρήσει ψήγματα της «απέραντης ευτυχίας της ζωής». Υπέγραφε πάντα τα έργα του με έναν ζωγραφισμένο ήλιο στο τέλος του ονόματός του.

«Νομίζω ότι κράτησα την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου την ημέρα που ο μπαμπάς μου έδωσε την πρώτη μου κάμερα. Προσπάθησα να φωτογραφίσω τα πάντα, να τα πω όλα».

Χρήστος Κοψαχείλης, Ιανουάριος 2025

Πηγές:

Αντώνης Κυριαζάνος : JacquesHenri Lartigue – Περιοδικό Φωτοχώρος Νο2, 1996

Πλάτων Ριβέλλης : Σκέψεις για τη Φωτογραφία – Εκδόσεις Φωτοχώρος

Jacques-Henri Lartigue : Memoires sans memoires, Editions Robert Laffont, 1975

Jacques-Henri Lartigue : Photographs – Aperture, 1976

Jacques-Henri Lartigue : Photographs – Photo Poche, 1985

Jacques-Henri Lartigue :Life in Color – Abrams, 2015

https://www.lartigue.org/