«…Την πρώτη φωτογραφία μου την πήρα το 1900, όταν ήμουν γύρω στα έξι, και βρέθηκα σε μια οικογενειακή συγκέντρωση. Είχα ανακαλύψει ένα παλιό, υπέροχο εικονογραφημένο περιοδικό στη σοφίτα μας, που πραγματικά με συντάραξε. Αισθάνθηκα τη ζεστασιά και τη ζωντάνια του, και αποφάσισα ότι ήθελα να εκφράσω με τον ίδιο τρόπο, τις δικές μου εντυπώσεις».
Ο Andor Kertész γεννήθηκε στη Βουδαπέστη στις 2 Ιουλίου 1894, από μια μεσο-αστική οικογένεια εβραίων. Ήταν ο δεύτερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας – με πρώτη την Imre, που είχε γεννηθεί το 1890 και τελευταίο τον Jeno, που γεννήθηκε το 1897. Ο πατέρας του, ο Lipót Kertész, ήταν πωλητής βιβλίων της κλασικής ουγγρικής λογοτεχνία και χρηματιστής. Η μητέρα του, η Emesztin Hoffmann, εκτός από την ανατροφή των παιδιών, πουλούσε καφέ στην πλατεία Teleki. Ο μικρός Andor είχε φτιάξει το κρησφύγετο του στη σοφίτα, όπου ανάμεσα στους άλλους πολύτιμους θησαυρούς είχε ανακαλύψει παλιά αντίγραφα ενός γερμανικού περιοδικού. Το Die Gartenlaube ήταν εικονογραφημένο με ξυλογραφίες και λιθογραφίες και ο Bandi, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του χαϊδευτικά, ονειρευόταν ότι μια μέρα θα μπορούσε να δημιουργεί κι αυτός εικόνες όπως αυτές. Από εκείνη την εποχή και μετά, ακόμη και χωρίς φωτογραφική μηχανή, ο νεαρός Andor έβλεπε τα πάντα με το μάτι του μελλοντικού φωτογράφου. Δεν μπήκε τυχαία στη φωτογραφία ο Kertész, ούτε λοξοδρομώντας (επειδή απέτυχε στη ζωγραφική ή σε κάποιο άλλο καλλιτεχνικό πεδίο). Εισήλθε στη φωτογραφία άμεσα, με τρόπο φυσικό. Το μικρόβιο της περιπλάνησης εμφανίστηκε πολύ νωρίς, μόλις 11 ετών, μάζεψε μια βαλίτσα με βιβλία (και το φλάουτό του) και ξεκίνησε να “ανακαλύψει τον κόσμο”. Παρά τη σύντομη περιπέτειά του, παρακολούθησε το δημοτικό σχολείο στην οδό Szív και αργότερα, στο Realschule στην οδό Reáltanoda. Η ανέμελη εφηβεία του Andor διακόπηκε βίαια όμως, καθώς ο πατέρας του πέθανε το 1909 από φυματίωση.
Για καλή τους τύχη, ο αδελφός της Emesztin, ο Lipot Hoffman, τους φρόντισε σαν αληθινός πατέρας και επέβλεψε την ανατροφή των παιδιών, χωρίς μάλιστα να τους εξαναγκάζει να τηρούν αυστηρά τους εβραϊκούς τύπους. Η οικογένεια μετακόμισε στο Szigetbesce, στο αγρόκτημα του θείου, πλάι στον Δούναβη και ο Andor πέρασε χαρούμενες ώρες ψαρεύοντας και κολυμπώντας στις όχθες του ποταμού. «Εκεί εξοικειώθηκα με τη ζωή της εξοχής. Μου άρεσε να ταΐζω τα γουρούνια με τα αγόρια και να κυνηγάω τις χήνες με τα κορίτσια». Ο Lipót φρόντισε ώστε ο Andor να βρει δουλειά στο χρηματιστήριο, το 1912, αμέσως μετά τις σπουδές του στην Ακαδημία Εμπορίου της Βουδαπέστης. Το ενδιαφέρον όμως του νεαρού για μια τέτοια καριέρα ήταν μικρό. Ο Andor προτιμούσε το εθνογραφικό μουσείο, τα πάρκα, και τις βόλτες στα προάστια. Παρά το γεγονός ότι ήταν μέτριος μαθητής και σπουδαστής, ο Andor δεν ήταν ακαλλιέργητος: είχε μεγαλώσει με τις Ουγγρικές αξίες και είχε αποκτήσει μια παιδεία που αποτελούσε θεμέλιο για κάποιον που ήθελε να αφιερωθεί στον μαγικό κόσμο της έκφρασης. Ο Kertész είχε εξ αρχής σημαδευτεί από την αισθητική του “Ουγγρικού ρεαλισμού” και είχε εμπνευσθεί από τα θέματά του, που ανύψωσαν την αναπαράσταση της λαϊκής ζωής, ειδικότερα των αγροτών, και των εθνικών παραδόσεων μέσα από εκκλησιαστικές και φολκλορικές σκηνές. Άλλωστε «Kertész» σημαίνει «κηπουρός» στα ουγγρικά. Δεν ήταν τόσο τα αγροτικά τοπία της Βουδαπέστης που τον ενδιέφεραν, όσο η πανάρχαια γη. Ήταν οι άνθρωποι της γης που τον συγκινούσαν περισσότερο και με τους οποίους έκανε τα πρώτα του πορτραίτα – και όχι οι υπάλληλοι του χρηματιστηρίου ή οι προσωπικότητες της πόλης, ούτε ακόμα και ο Endre Ady, του οποίου την ποίηση αγαπούσε, ή ο Bela Bartok, που όπως και ο Kertész ήταν ευαίσθητος στις αντηχήσεις του μαγυάρικου φολκλόρ. Τα γούστα του όμως δεν τον εμπόδισαν να γνωρίσει τη Δυτική κουλτούρα, ειδικότερα τη Γαλλική, διαβάζοντας βιβλία και σχετικά περιοδικά όπως το Huszadik Szazad (Εικοστός αιώνας), Nyugat (Δύση) και Μa (Σήμερα), που διηύθυνε ο Lajos Kassak.
«Εκείνο τον καιρό, είχαμε στην Ουγγαρία μία πολύ καλή εικονογραφημένη εφημερίδα, την Erdekes Ujisag. Σ’ αυτήν δούλευαν πολύ καλοί και έξυπνοι φωτογράφοι από τους οποίους όμως, μόνον ο Martin Munkaksi έγινε γνωστός. Γι΄ αυτό ίσως να έφταιγε η κουλτούρα μας επειδή ήταν μια διασταύρωση της Ανατολικής και της Δυτικής. Είχαμε ένα τελείως ιδιαίτερο πνεύμα στην Ουγγαρία, και ειδικά στην Βουδαπέστη, κι αυτό εκφραζόταν μέσα και απ’ τις φωτογραφίες μας.
Η πρώτη μου μηχανή ήταν μια ICA και αργότερα μια Ikon που έπαιρνε δώδεκα γυάλινες πλάκες 4,5x6cm. Εκείνο τον καιρό, οι επαγγελματίες χρησιμοποιούσαν μεγάλη κάμερα και τρίποδο σαν στάνταρ εξοπλισμό, αλλά εγώ ήθελα να γυρνάω συνέχεια και ήξερα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ δύσκολο με μια ογκώδη φωτογραφική μηχανή. Κι έτσι αγόρασα μια μικρή. Ο φωτισμός του θέματος και η εκφώτιση του φιλμ ήταν πράγματα μυστήρια. Αφού όμως τράβηξα τις δώδεκα πρώτες φωτογραφίες, θα έπρεπε να μάθω και να εμφανίζω. Ήταν η ίδια, παλιά ιστορία: δεν είχα καμιά απολύτως οδηγία, μόνον αυτά που διάβαζα. Κόκκινα φώτα, σκοτάδι, χημικά εμφάνισης – δεν υπήρχε τίποτε γραμμένο πάνω τους. Στην αρχή, έκανα γελοία λάθη – το δωμάτιο δεν ήταν αρκετά σκοτεινό, ο χρόνος δεν ήταν ο σωστός – αλλά σιγά-σιγά, κατανοούσα πώς λειτουργούσε η όλη διαδικασία, και έτσι όταν η οικογένειά μου πήγαινε για ύπνο τη νύχτα, εγώ άρχιζα να δουλεύω. Όταν έμαθα να εμφανίζω, άρχισα να τραβώ ότι έβλεπα και μου άρεσε, ό,τι μου υποδείκνυε η στιγμή, και αυτό κάνω ακόμη και τώρα».
Ο Kertész ήταν 18 ετών όταν αγόρασε την πρώτη του μηχανή αποταμιεύοντας τους πρώτους του μισθούς. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του φωτογραφίζοντας τους αγρότες, τους τσιγγάνους, τη puszta, την ουγγρική στέπα. Μια από τις πρώτες φωτογραφίες του, είναι αυτή που απεικονίζει ένα νεαρό αγόρι που το πήρε ο ύπνος σ’ ένα εστιατόριο. Όλες οι αρετές που διακρίνουν τις φωτογραφίες του Kertész υπάρχουν ήδη σε αυτή τη πρωτόλεια φωτογραφία του: καθαρότητα ύφους, ρυθμική ισορροπία των μορφών, τονικότητες, αίσθηση μιας ορισμένης εξοικείωσης με το θέμα, πρωτοκαθεδρία της συγκίνησης, όλα αυτά είναι παρόντα. Η αγορά της φωτογραφικής μηχανής ICA μοιάζει σαν μια προαποφασισμένη επιλογή, ενάντια στις επιθυμίες της οικογένειας του, ενάντια στην ιδέα να γίνει υπάλληλος χρηματιστηριακής εταιρίας. Ήταν η επιλογή ενός νεαρού άντρα που δεν ανήκε σε καμία καλλιτεχνική ομάδα και ο οποίος σύντομα, μόνος του, έμαθε τα πάντα, από την τεχνική της φωτογράφισης μέχρι την μαστοριά στην εκτύπωση των φωτογραφιών στο σκοτεινό θάλαμο. Με συνεχή προσπάθεια, με λάθη, με νέα εντατικότερη προσπάθεια, ο Kertész έδειχνε από την αρχή πως ήταν ένας από αυτούς που κατείχαν την εσωτερική αίσθηση της οπτικής επιλογής.
Όταν ξεκίνησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ο Kertész βρέθηκε να υπηρετεί στο στρατό μαχόμενος στο μέτωπο με τη Πολωνία και τη Ρωσία. Αν και δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο ένας νεοσύλλεκτος να παίρνει μαζί του στον πόλεμο την φωτογραφική του μηχανή, και μάλιστα το 1914, ο Andor επέλεξε μια ελαφριά, εύκολη στο χειρισμό κάμερα την οποία χρησιμοποίησε σε όλη τη διάρκεια των μαχών, φωτογραφίζοντας όμως κυρίως τη ζωή στα χαρακώματα. «Ήμουν είκοσι ετών όταν πήγα στο μέτωπο. Πιστεύω ότι η κάμερά μου με βοήθησε να επιζήσω». Ένα χρόνο μετά τραυματίστηκε και με το αριστερό του χέρι προσωρινά ακινητοποιημένο, νοσηλεύθηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο και σε αναρρωτήριο πρώτα στη Βουδαπέστη και μετά στο Esztergom. Συνέχισε να φωτογραφίζει τους συναγωνιστές του και με τη βοήθεια του συντάγματος του, εξέδωσε μια μικρή συλλογή καρτ-ποστάλ με όλα τα έσοδα να πηγαίνουν στον Ερυθρό Σταυρό. Στη διάρκεια του πολέμου, ο Kertész φανέρωσε τη μεγάλη του αντιπάθεια απέναντι σε κάθε μεγαλορρημοσύνη. «Αυτό που νιώθω, κάνω» επαναλάμβανε πολλές φορές. Η ανθρώπινη κλίμακα ήταν πάντοτε αυτή στην οποία αναφερόταν, πέρα από οποιοδήποτε ιδεολογικό ενδιαφέρον. Δεν ήταν η επική αλήθεια, αλλά ο λυρισμός το κίνητρο του Kertész. Οι φωτογραφίες που τράβηξε στη διάρκεια του πολέμου ήταν αυτές ενός προσωπικού ημερολογίου κι όχι εικόνες για ρεπορτάζ εφημερίδας. Δυο φαντάροι που τσουγκρίζουν τα αυγά το Πάσχα, τέσσερεις άλλοι σε μια αυτοσχέδια, υπαίθρια τουαλέτα. Οι φωτογραφίες του δεν περιέχουν τίποτα το αποκρουστικό, τίποτα το μεγαλειώδες. Ο Kertész ήταν ειλικρινής εκ φύσεως.
«Όταν τραυματίστηκα, έμεινα στο νοσοκομείο για σχεδόν εννέα μήνες. Πηγαίναμε συνεχώς στην πισίνα για κολύμπι και μια μέρα συνειδητοποίησα τις παραμορφώσεις του κορμιού μέσα στο νερό. Όταν φωτογράφισα έναν κολυμβητή οι σύντροφοί μου είπαν: “Είσαι τρελός. Γιατί τον φωτογράφησες;” Απάντησα: “Γιατί μόνο τις φιλενάδες μας θα φωτογραφίζω; Υπάρχει επίσης κι αυτό”. Έτσι τράβηξα την πρώτη μου “παραμόρφωση” το 1917 – ακολούθησαν κι άλλες αργότερα, ειδικά τα γυμνά το 1933».
Ο «Υποβρύχιος κολυμβητής», η πρώτη εμβληματική φωτογραφία του Kertész, έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο σημαντικές φωτογραφίες του εικοστού αιώνα. Η ματιά πιάνει ένα συνηθισμένο γεγονός – έναν άνδρα σε μια πισίνα – και το αναδεικνύει σε ένα θέμα που αξίζει να μελετήσει ο καλλιτέχνης. Οι φωτογραφίες κάνουν την εμφάνισή τους, μόνο σ’ εκείνους που είναι ικανοί να τις δουν και να τις τραβήξουν. Η χρήση των στρεβλωτικών κυματισμών της επιφάνειας της πισίνας από τον Kertész είναι επαναστατική στην ιστορία της φωτογραφίας. Ακινητοποιεί το χρόνο μέσω του φακού της μηχανής με τέτοιο τρόπο, που αυτό το παροδικό φαινόμενο δημιουργεί μια συγκλονιστική διαχρονική εικόνα. Έπρεπε να περάσουν περισσότερα από πενήντα χρόνια για να διαπιστώσει ο Garry Winogrand ότι: «η φωτογραφία μιλάει για την ακινησία και όχι για τη κίνηση». Οι αντανακλάσεις και οι παραμορφώσεις κέντριζαν το ενδιαφέρον του Kertész καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του και όπως φαίνεται, η απεικόνιση λουομένων σε πισίνα απασχόλησε και τη σύγχρονη ζωγραφική μέσω των Henri Matisse (The Swimming Pool, 1952), David Hokney (A Bigger Splash, 1967) Samantha French (Rise Up, 2017), αλλά και του εικαστικού καλλιτέχνη Leandro Erlich με την installation Πισίνα, 1999.
Μόλις επανήλθε η ειρήνη, ο Andor επέστρεψε, ενάντια στις επιθυμίες του, στην καθημερινή ρουτίνα του στο χρηματιστήριο και συνέχισε να βγάζει φωτογραφίες στον ελεύθερο χρόνο του, χωρίς να μένει ευχαριστημένος απ’ αυτόν τον συμβιβασμό. Τότε ήταν που φωτογράφισε τον αδελφό του Jeno να χορεύει σαν Φαύνος και να ίπταται σαν Ίκαρος, αλλά και το καθρέφτισμα του προσώπου του στο νερό. Πολύ τολμηρές φωτογραφίες για το οικογενειακό άλμπουμ από έναν αυτοδίδακτο ερασιτέχνη της εποχής. Η δουλειά του στο χρηματιστήριο δεν του επέτρεπε να αφοσιωθεί στο πάθος του και αυτό τον έκανε να υποφέρει. Προσπάθησε να αφήσει την εργασία στο γραφείο και να ασχοληθεί με τη μελισσοκομική και τις γεωργικές εργασίες. Το καλοκαίρι πέρασε πέντε εβδομάδες στην εξοχή του Abony, που του έμειναν σαν μια θαυμάσια ανάμνηση: ενώ οι μέλισσες βούιζαν, η αδιάλειπτη ενασχόλησή του με τη φωτογραφία επισκίασε όλα τα άλλα. Εκείνης της περιόδου είναι «Ο περιπλανώμενος βιολιστής» (1921). Την ίδια εποχή ο Kertész συσχετίστηκε με μια ομάδα από νέους Ούγγρους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένων των Vilmos Aba-Novák, István Szőnyi, Erzsébet Korb, Imre, Soós, Emil Novotny και Gyula Zilzer. Ήταν σε αυτήν τη συναρπαστική στιγμή της ζωής του που άρχισε να ονειρεύεται τον εαυτό του κοντά στη πρωτοπορία του Παρισιού, αλλά η αγάπη για τη μητέρα του τον κράτησε στη πατρίδα, προσωρινά. Η πολιτική αναταραχή, που ξέσπασε στην Ουγγαρία, τον ανάγκασε να αφήσει τη μελισσοκομία και να επιστρέψει δυσαρεστημένος ξανά στο χρηματιστήριο.
Η διάλυση της Αυστρο-Ουγγρικής αυτοκρατορίας επέφερε μεγάλη αναστάτωση στους πολίτες της. Μετά από ένα μικρό διάστημα κομουνιστικής διακυβέρνησης υπό τον Bela Kun (1919), την εξουσία ανέλαβε ως Αντιβασιλέας, ο Ναύαρχος Miklos Horthy. Και μόνοι οι τίτλοι του ήταν οξύμωροι για την Ουγγαρία εκείνης της εποχής, καθώς ήταν μια χώρα που δεν είχε ούτε Βασιλιά, ούτε πρόσβαση σε θάλασσα. Σε αυτές τις ταραχώδεις στιγμές ήταν που ο Kertész συνάντησε τη μελλοντική του σύζυγο Erzsébet (Elizabeth) Sali, η οποία εργαζόταν επίσης στο χρηματιστήριο. Ένα μήνα μετά την ανέλιξη του στην εξουσία, ο αντι-σημιτιστής Horthy επέβαλε μιλιταριστική δικτατορία (1920-1944), γεγονός που οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες Ούγγρους στην εξορία και στην αλλαγή υπηκοότητας είτε εκούσια, είτε ακούσια λόγω αλλαγής των συνόρων. Από τους γνωστούς φωτογράφους της πρώην Αυστρο-Ουγγαρίας, ο Francois Kollar έγινε Τσεχοσλοβάκος, ο Emeric Feher έγινε Γιουγκοσλάβος, ο Brassai έγινε Ρουμάνος. Ο Ergy Landau έφυγε από τη χώρα το 1923 και ο Robert Capa το 1931. Ο Kertész παρέμενε με βαριά καρδιά στη Βουδαπέστη. Το 1924 έγινε μέλος της Εθνικής Ένωσης Ουγγρικών Ερασιτεχνών Φωτογράφων και τα μοντερνιστικά διαπιστευτήριά του ενισχύθηκαν, όταν το βραβείο του μειώθηκε από μετάλλιο σε πιστοποιητικό, λόγω της άρνησής του να εκτυπώσει τις φωτογραφίες του φωτοπικτο-ριαλιστικά, όπως το απαιτούσε η εποχή. «Καθένας κατοικεί στο στομάχι του» έλεγε ο Picasso στον Tiriade: τα δόγματα που ασπάζονταν οι υπερασπιστές του Photo-Secession δεν τα υιοθετούσε ο Kertész. Το 1925, η φωτογραφία του «The Night at Tabán» εμφανίστηκε στα περίπτερα, σαν πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Erdekes Ujsag. Ήταν ένα νυχτερινό πλάνο που χρειάστηκε χρόνο έκθεσης οκτώ έως δέκα λεπτών. Την ίδια χρονιά πέθανε ο θείος του Lipot. Η μητέρα του δεν μπορούσε πια να τον κρατήσει και τελικά παραδέχτηκε ότι το πεπρωμένο του Andor θα επέβαλλε τον χωρισμό τους και την μετακίνησή του σε μια πόλη ελευθερίας, πνευματικού αναβρασμού, δημιουργικού ανταγωνισμού – στο Παρίσι, μια πατρίδα για εκείνους που δεν είχαν πια.
«Πήγα στο Παρίσι γιατί έπρεπε απλώς να πάω. Δεν ήξερα το γιατί. Είχα ένα μικρό κομπόδεμα για το πρώτο καιρό, είχα τη δημιουργική μου δύναμη και είχα τα όνειρά μου. Εκεί γνώρισα τον Chagall και τον φωτογράφισα για το Vu. Ο Mondrian ήταν ένας πολύ καλός φίλος και οι φωτογραφίες μου του άρεσαν πάντα. Ο Brassai ήταν ένας φανταστικά ταλαντούχος καλλιτέχνης – εξαιρετικός ζωγράφος, θαυμάσιος γλύπτης, προικισμένος σκιτσογράφος, ακόμη και συγγραφέας. Είχε τη δική του φιλοσοφία, καθώς επίσης και το μόνιμο πρόβλημα κάθε καλλιτέχνη – το χρηματικό. Του είπα ότι θα μπορούσε να βγάλει κάποια χρήματα επιπλέον αν τραβούσε φωτογραφίες και τις πουλούσε. Τον πήρα μαζί μου σε πολλά ρεπορτάζ, εξηγώντας του οτιδήποτε έκανα – ερμηνεία του θέματος, τεχνική, περιλαμβανομένης και της τεχνικής της νυχτερινής φωτογραφίας, τα πάντα για τον φίλο μου. Ο Cartier-Bresson ήταν πολύ πιο νέος από μένα, εξαιρετικά έντιμος και γοητευτικός».
Στο Παρίσι, τη πρωτεύουσα των τεχνών εκείνη την εποχή, οι Ντανταϊστές και οι Σουρεαλιστές αψηφούσαν τα παραδοσιακά αξιώματα, τις καθεστηκυίες αντιλήψεις και τις επικρατούσες καλλιτεχνικές αξίες. Ο Pierre Loeb, το 1925, παρουσίασε τους Picasso, Klee, de Chirico, Arp, Ernst, Miro, και Masson. Η αίγλη της «Πόλης του Φωτός» προσέλκυε κυρίως νέους φωτογράφους, από παντού, οι οποίοι δεν είχαν τίποτα να χάσουν και τα πάντα να κερδίσουν: από τον George Hoyningen-Huene, τον Horst Ρ. Horst, τον Philippe Halsman και τον Alexey Brodovitch, έως τον David Seymour, τον Izis, την Germaine Krull, την Lisette Model και την Florence Henri. Ήταν επίσης εκεί η Berenice Abbott, ο Man Ray, αλλά και άλλοι μετανάστες καλλιτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, συγγραφείς, κινηματογραφιστές, μουσικοί. Είναι πολύ σημαντικό, οι καλλιτέχνες, ως ομάδες αλλά και ο καθένας ξεχωριστά, να παρακινούνται, να εμπνέονται και να μπορούν να αφοσιωθούν στη δημιουργία. Τo πρώτο πράγμα που έκανε ο Kertész φτάνοντας στο Παρίσι ήταν να αλλάξει το μικρό του όνομα από Andor σε Andre, που ακουγόταν περισσότερο γαλλικό. Πολύ σύντομα ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία μέσω της γνωριμίας του με τον Gyula Halász. Στο πρόσωπο του Halász, ο Kertész είχε βρει έναν συμπατριώτη που μιλούσε άπταιστα γαλλικά – καθώς ο ίδιος δυσκολευόταν στη γλώσσα. Ο Halász από την άλλη, έψαχνε κάποιον για να εικονογραφεί τα άρθρα που έγραφε και έτσι οι δύο τους συνεργάστηκαν για το εβδομαδιαίο περιοδικό VU και συνδέθηκαν με μια φιλία που κράτησε για όλη τους τη ζωή. Ο Kertész έγινε ο μέντορας του Halász, τον βοήθησε μιλώντας για τις καλλιτεχνικές δυνατότητες της φωτογραφίας, δείχνοντας του πώς να δημιουργήσει όμορφες συνθέσεις με σεβασμό στη γεωμετρία της φόρμας και του αποκάλυψε όλα τα μυστικά της νυχτερινής φωτογράφησης. Ο Halász έμεινε τόσο γοητευμένος από τις νέες εμπειρίες τους που έγινε ένας από τους διασημότερους φωτογράφους νυχτερινών σκηνών με το ψευδώνυμο Brassai. Ο ίδιος ο Brassai ανέφερε στο περιοδικό Camera, τον Απρίλιο του 1963: «Δεν ήμουν ακόμα φωτογράφος, και ούτε ποτέ ονειρευόμουν τη φωτογραφία, για την οποία δεν ήξερα τίποτα και ίσως και να τη περιφρονούσα εκείνο τον καιρό, το 1926, τότε που γνώρισα τον Andre Kertész. Ήταν μια ευχάριστη συνάντηση γιατί βλέποντας τις φωτογραφίες του και ακούγοντάς τον να μιλά γι’ αυτές, θα ανακάλυπτα πόσο “αυτό το μηχάνημα χωρίς μυαλό και ψυχή”, είχε εμπλουτίσει τα μέσα έκφρασης στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Οι προκαταλήψεις μου χάθηκαν. Έπεσα μέσα στην παγίδα της φωτογραφίας».
Ο Andre Kertész στο Παρίσι θα επιδοθεί σε μία ατέλειωτη περιήγηση της πόλης, χωρίς όμως το ενδιαφέρον του τουρίστα. Δεν νιώθει υπερβολικό δέος μπροστά στα μεγαλοπρεπή μνημεία μιας πόλης διαποτισμένης από την ιστορία. Φωτογραφίζει οτιδήποτε βρεθεί μπροστά του και τον ελκύει οπτικά και συναισθηματικά: μοναχικούς ανθρώπους στις όχθες του Σηκουάνα, καρέκλες στους κήπους του Λουξεμβούργου, προσόψεις άσημων κτιρίων. Φωτογράφιζε μέσα από ένα παράθυρο, στέγες, περιστέρια να πετούν. Φωτογράφιζε τη νύχτα, αλλά όχι το Moulin Rouge με τους γλεντζέδες ή τις πόρνες. Ήταν φανερό ότι δεν θα γινόταν φωτορεπόρτερ, ούτε έστω στο πρότυπο του Bill Brand στο Λονδίνο του 1930 ή του Cartier- Bresson στην Ινδία του 1947, όταν πέθανε ο Γκάντι. Δεν σκέφτηκε ποτέ να γίνει ο επί τόπου μάρτυρας, ούτε να αφοσιωθεί σε ένα θέμα. Απ’ την άλλη δεν τον συγκινούσαν οι χοροί και τα καμπαρέ, που παρέπεμπαν σε απαγορευμένες ηδονές που εκτιμούσε ο Brassai, ούτε οι ιπποδρομίες, τα ράλι και τα σπορ που ήταν τότε της μόδας, που γοήτευαν τον Lartigue. Θα λέγαμε ότι ο Kertész έχει μια εσωτερική συγγένεια περισσότερο με τον Sudek ή με τον Atget, αλλά σε αντίθεση με αυτούς το ανθρώπινο στοιχείο υπάρχει πάντα στις φωτογραφίες του, έστω και σε απόσταση, έστω και ως υπαινιγμός ή ως σημαντική λεπτομέρεια. Τελικά πιο κοντά απ’ όλους ο Kertész βρίσκεται στον Paul Strand. Οι φωτογραφίες του Strand από το New Mexico, τις Μαλβίδες και την Ιταλία έχουν την ίδια ψυχή με τις αντίστοιχες του Kertész από τη Σαβοΐα, την Κορσική ή το Παρίσι. Οι αγρότες, οι ψαράδες, οι εργάτες και οι ανήμποροι ήταν το ίδιο απλοί και ευγενικοί με τον Kertész, όσο ήταν και με τον Strand. Κανείς από τους δυο δεν είδε τους καλλιτέχνες φίλους τους (τον Sieglitz ή τον Mondrian) σαν ιερά τέρατα, και κανείς άλλος δεν φωτογράφησε με τόση τρυφερότητα, όπως αυτοί, τις συζύγους τους.
Το 1928 αγοράζει μία από τις πρώτες Leica, με έναν Elmer, 55mm φακό, χωρίς όμως να αλλάξει σημαντικά το ύφος του. Το γεγονός ότι ως τότε χρησιμοποιούσε φωτογραφική μηχανή με πλάκες δεν εμπόδιζε τις φωτογραφίες του να είναι φυσικές, ρεαλιστικές, ποιητικές. «Έβγαζα φωτογραφίες με την Leica πριν την εφεύρεσή της», θα πει αργότερα. Έχοντας προσαρμοστεί πια στο Παρίσι περιπλανιέται χωρίς όμως να είναι ένας απλός επισκέπτης, καταγράφοντας τη ζωηρότητα των δρόμων στις πιο ζωντανές του φωτογραφίες, στις οποίες εγγράφονταν ταμπέλες και αφίσες και άλλες αστικές λεπτομέρειες που ολοκλήρωναν το κάδρο του. Ένιωθε κοντά στον άνθρωπο του δρόμου, τον ασήμαντο εργάτη, τον χειρονάκτη, τον χασομέρη – τους φωτογράφιζε χωρίς να τους προδίδει, δεν τους άλλαξε, ούτε τους ενσωμάτωσε μέσα σε μια τυπολογία κοινωνιολογικής φύσεως. Από την άλλη μεριά οι φωτογραφίες αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την λεγόμενη φωτογραφία δρόμου, το γνωστό φωτογραφικό είδος που άνθισε κυρίως στην Αμερική λίγο αργότερα. Οι φωτογραφίες του Kertész δεν κατατάσσονται θεματικά – έστω και με την ευρεία έννοια – σε κανένα από τα γνωστά είδη.
Παρά την οικονομική κρίση κυκλοφορούσαν πολλά περιοδικά στο Παρίσι κι έτσι η ανάγκη για φωτογραφίες, για ρεπορτάζ, για μόδα και για διαφήμιση ήταν πάντα μεγάλη. Ο Kertész μοίραζε ευχαρίστως τον χρόνο του ανάμεσα στις κατά παραγγελία αναθέσεις και την αυστηρώς προσωπική φωτογραφία, αυτή που του επέτρεπε να εκφράζει τον εαυτό του με ειλικρίνεια. Άλλωστε στη Γαλλία, εκείνη την εποχή τουλάχιστον, ακόμη και στις επαγγελματικές φωτογραφίσεις ένιωθε ανεξάρτητος κι ελεύθερος από τα σφιχτά πλαίσια των συγκεκριμένων εντολών των art directors που ακολούθησαν. Το γεγονός ότι δούλευε με παραγγελίες δεν εμπόδισε τον Kertész να δηλώσει στον Jean Vidal (L’ Intransigeant, 1η Απριλίου 1930): «Είμαι. ένας ερασιτέχνης, και σκοπεύω να παραμείνω ερασιτέχνης σε όλη μου τη ζωή. Για μένα, η φωτογραφία πρέπει να συλλαμβάνει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Η φωτογραφία αντλεί την ομορφιά της από την ίδια την αλήθεια με την οποία σφραγίστηκε. Γι’ αυτό προφυλάσσω τον εαυτό μου από κάθε είδος επαγγελματικής απάτης ή δεξιοτεχνίας…». Αν και γνώριζε αρκετούς φωτογράφους, όπως τον Maurice Tabard, την Berenice Abbott, και την Germaine Krull, παρόλο που κάποιες φορές συναντήθηκε και με τον Man Ray, περνούσε περισσότερη ώρα με άλλους καλλιτέχνες, των οποίων «σεβόταν τόσο την τέχνη τους, όσο και τον ιδεαλισμό με τον οποίο την ασκούσαν». Οι συνάδελφοί του φωτογράφοι άλλωστε δεν έκαναν μεταξύ τους πολλή παρέα και συχνά έκρυβαν τις ανακαλύψεις τους ο ένας από τον άλλο. Η Ilse Bing μαρτυρούσε ότι ο Man Ray αρνούνταν να τους αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο έκανε τις solarization του. Οι παρέες του Kertész ήταν: ο Joseph Csaky, του οποίου εκτιμούσε πολύ την κυβιστική γλυπτική του, ο ζωγράφος Gyula Zilzer, που ήταν φίλος του από την Ουγγαρία και τον οποίο θα συναντούσε αργότερα στην Νέα Υόρκη, ο Andre Lhote, δάσκαλος του Cartier-Bresson στο σχέδιο, οι Paul Arma, Michel Seuphor, Jean Lurcat, Ossip Zadkine, ο κωφάλαλος ζωγράφος Lajos Tihanyi, ο Brancusi, αλλά και ο Piet Mondrian, στο σπίτι του οποίου έκανε ορισμένες από τις πιο αντιπροσωπευτικές του φωτογραφίες εκείνης της εποχής.
Δημιούργησε μια σειρά “πορτρέτων” του φίλου του, τα περισσότερα από τα οποία δεν απεικονίζουν τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Χρησιμοποιώντας αντανακλάσεις, σκιές, και επιλεκτικό φωτισμό ο Kertész δημιουργεί το πορτραίτο του Mondrian μέσω της απουσίας του, τραβώντας την προσοχή του θεατή στην «παρουσία» αφηρημένων χαρακτηριστικών του έργου του – κάθετες γραμμές, μαύρα τετράγωνα, ένα ψεύτικο λουλούδι (Chez Mondrian) ή στα προσωπικά αντικείμενα του ζωγράφου (Glasses and Pipe). Ακόμη και το τυπικό πορτραίτο του με τη στραβή μύτη και το ασύμμετρο μουστάκι, αντανακλά τέλεια το εσώτερο πνεύμα του ζωγράφου που αντιμετωπίζει το φακό με μια παραδειγματική νηφαλιότητα. Η αυστηρά φορμαλιστική προσέγγιση του Kertész παραπέμπει στη χρήση των τολμηρών μονόχρωμων γραμμών και γεωμετρικών σχημάτων στα τελάρα του ζωγράφου. Οι φωτογραφία αυτές αποτυπώνουν μερικές από τις βασικές ανησυχίες του μοντερνισμού, ιδιαίτερα μέσω της υποστήριξης των ριζικά νέων μορφών έκφρασης και των προσπαθειών να συλλάβει την ομορφιά σε καθημερινά αντικείμενα. Η αυστηρότητα και η λιτότητα της σύνθεσης, η αρμονία των γεωμετρικών στοιχείων και η “καθαρή” περιγραφή, έκαναν αυτές τις φωτογραφίες χαρακτηριστικά δείγματα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, άσχετα αν δεν εκτιμήθηκαν απ’ όλους από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκαν.
«Η οπτική μου αντίληψη και η αίσθηση της σύνθεσης είναι ένστικτα με τα οποία γεννήθηκα μαζί τους. Πήγα στο στούντιο του και ενστικτωδώς προσπάθησα να συλλάβω στις φωτογραφίες μου το πνεύμα της ζωγραφικής του. Αφαίρεση, αφαίρεση, αφαίρεση. Το στούντιο με τη συμμετρία του μου υπαγόρευε τη σύνθεση. Είχε ένα βάζο με ένα λουλούδι, αλλά το λουλούδι ήταν τεχνητό. Ήταν χρωματισμένο από τον ίδιο με το σωστό χρώμα για να ταιριάζει με τον υπόλοιπο χώρο…Ένα χρόνο αφού δημοσίευσα το βιβλίο «Entrants de Mondrian», κυκλοφόρησε ένα δοκίμιο κριτικής για μια από τις φωτογραφίες εκείνες. Ο συγγραφέας είχε παραξενευτεί γιατί ήταν τόσο ασυνήθιστη αυτή η εικόνα, δεν είχε δει ποτέ του ως τότε μια φωτογραφία κομμένη στη μέση, με το κάδρο και τον φωτισμό όμως πλήρως ισορροπημένα. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Swarkowski εξέθεσε τη φωτογραφία αυτή και την χρησιμοποίησε στο κατάλογο του ΜοΜΑ. Ο Swarkowski ήταν ο πρώτος που κατάλαβε τη δουλειά μου. Πολύ συχνά με συνδέουν με τον Σουρεαλισμό, όμως είμαι ένας απόλυτα ρεαλιστής».
Η ζεστασιά και η διασκέδαση ανάμεσα στη παρέα αποτυπώνεται και σε μια άλλη φωτογραφία του Kertész από εκείνη την ανέμελη εποχή στο Παρίσι. Τραβήχτηκε στο ατελιέ του Ούγγρου φίλου του, γλύπτη István Beöthy. Ο Andre ενθάρρυνε τη γοητευτική χορεύτρια Magda Förstner να κινηθεί μιμούμενη το στυλ ενός γλυπτού του Beöthy που βρισκόταν στημένο σ’ ένα βάθρο πίσω της. Όταν άρχισε να κινείται τράβηξε μόνο δύο φωτογραφίες. Ο Kertész γενικά ήταν φειδωλός στη λήψη: «Δεν χρειαζόταν να τραβήξω εκατό ρολά, όπως κάνουν σήμερα οι άνθρωποι», είχε πει – ευτυχώς που δεν πρόλαβε την ψηφιακή εποχή! Η επιλεγμένη «Satiric Dancer», αποτυπώνει το σώμα της χορεύτριας ως ένα σύνολο γεωμετρικών σχημάτων, τονίζοντας τις γλυπτικές ιδιότητες του σώματος και της κίνησης. Τα τρίγωνα που σχηματίζονται από τα χέρια και τα πόδια της Förstner εναρμονίζονται με τη συνολική σύνθεση, η οποία στηρίζεται σε μια τριγωνική κατασκευή: το γλυπτό του Beöthy αριστερά, μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός γυμνού μοντέλου δεξιά στον τοίχο και το σώμα της χορεύτριας στο κέντρο. Ανεξάρτητα από την όποια ανάλυση ο ίδιος ο Kertész δήλωνε: «Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι περνούσαμε πολύ καλά».
Η πόλη στην οποία ανακοινώθηκε για πρώτη φορά η γέννηση της φωτογραφίας, χρωστούσε την καλλιτεχνική της αίγλη κυρίως σε ζωγράφους, λογοτέχνες και ποιητές, αλλά όχι σε φωτογράφους. Το 1925 που ο Kertész έφτασε στο Παρίσι, ο Eugene Atget βρισκόταν ακόμα εν ζωή, αλλά απείχε πολύ από το να αναγνωριστεί ως μεγάλος δάσκαλος και μόνο ο Jacques-Henri Lartigue, που κι ο ίδιος δεν γνώριζε καλά-καλά πόσο μοναδική ήταν η εμμονή του να φωτογραφίζει τα πάντα γύρω του «για να αντιμετωπίσει τη πλήξη του», έβλεπε από καιρού εις καιρό τις φωτογραφίες του, που τραβούσε από την αρχή του αιώνα, να δημοσιεύονται. Ο πικτοριαλισμός δεν είχε πεθάνει και οι νεαροί Γάλλοι φωτογράφοι δεν ήταν επαναστάτες που επιθυμούσαν να παραδώσουν στη λήθη τα πειράματα του Marville ή του Nadar ή ήθελαν να τα κάνουν κομματάκια. Ορισμένοι ζωγράφοι και συγγραφείς μπορούσαν κάλλιστα να αναρωτηθούν αν ήταν απαραίτητο να «κάψουν το Λούβρο», αλλά ο André Breton της φωτογραφίας δεν θα ήταν Γάλλος. Ευτυχώς, η άφιξη των «ξένων» έθεσε ένα τέλος στον περιβάλλοντα ερμητισμό και προκάλεσε ένα ζωοποιό άνοιγμα, μια ωφέλιμη έκρηξη. Το 1928, στο πρώτο ανεξάρτητο σαλόνι φωτογραφίας, το “Salon de Ι’ Escalier”, εκτός από τα αφιερώματα στον Nadar και τον Atget, η Laure Albin-Guillot ήταν η μόνη γαλλίδα ανάμεσα σε επτά ξένους που εκπροσωπούνταν εκεί, συμπεριλαμβανομένου και του Kertész. (Οι υπόλοιποι ήσαν οι: Man Ray, Berenice Abbott, Germaine Krull, Paul Outerbridge και Georges Hoyningen-Huene). To 1929, στην “Intenational Ausstellung von Film und Foto” στη Στουτγάρδη, η “Γαλλική” εκπροσώπηση αποτελούνταν κυρίως από αλλοδαπούς: Eugene Atget, George Hoyningen-Huene, Andre Kertesz, Germaine Krull, Florence Flenri, Man Ray, και Ergy Landau. Ανάμεσα στις φωτογραφίες, με τις οποίες εκπροσωπήθηκε ο Kertész σ’ αυτές τις εκθέσεις, είναι και το «Πιρούνι» μια όμορφη στην απλότητά της σύνθεση, για την οποία χρησιμοποίησε ένα δυνατό φως για να φωτίσει το θέμα της φωτογραφίας του και για να ρίξει δραματικές σκιές κάτω από αυτό. Το πιρούνι, που έγινε αυθόρμητα μετά το τέλος κάποιου γεύματος, ακουμπά σ’ ένα πιάτο που μόλις φαίνεται στο άκρο της σύνθεσης, παρουσιάζεται ως κάτι σημαντικό, όχι απλά ένα χρηστικό σκεύος, αλλά ένα αντικείμενο που υπερβαίνει την υλική του υπόσταση μέσω της φωτογραφικής μεταμόρφωσης. Η Susan Sontag έφτασε στο σημείο να περιγράψει το έργο ως «φτερό των παθών (wing of pathos)» με την έννοια ότι οι φωτογραφίες του Kertész «ανυψώνουν φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες σε εμπνευσμένα ποιήματα». Το «Πιρούνι» αργότερα χρησιμοποιήθηκε σε μια διαφήμιση για τους αργυροχόους Bruckmann-Bestecke.
Μπροστά από το φακό του Kertész παρέλασε όλη η αφρόκρεμα της διανόησης που ήταν συγκεντρωμένη τότε στο Παρίσι: ο Marc Chagall, ο Foujita, η Colette, ο Tristan Tzara, ο Eisenstein, ο οποίος μάλιστα τον εντυπωσίασε ευχάριστα, καθώς του ανέφερε ότι είχε κόψει τέσσερις φωτογραφίες του από το VU και τις φύλαγε στο ντοσιέ του επειδή του άρεσαν πολύ, πριν σταθεί με μεγάλη άνεση να τον φωτογραφίσει καθισμένο οκλαδόν πλάι σε ένα παραδοσιακό τσέχικο χαλί. Η καλλιτεχνική και επαγγελματική αναγνώριση επέτρεψε στον Kertész να προσκαλέσει κοντά του την πρώτη του αγάπη, την Elizabeth, η οποία παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας της, έφτασε στο Παρίσι το 1931 και παντρεύτηκε τον Andre το 1933, αμέσως μετά την έκδοση του διαζυγίου του Kertész από τη πρώτη του σύζυγο Rozsa Klein. Έκτοτε ο Kertész απέφευγε πάντα να μιλήσει δημόσια για τον σύντομο πρώτο του γάμο, προφανώς για να μην πληγώσει την Elizabeth. Για την ιστορία αναφέρω πως η Klein (1900-1970) ήταν κι αυτή Ουγγρο-Εβραία φωτογράφος, αυτοεξόριστη στο Παρίσι, μετά την επιβολή της δικτατορίας στη χώρα της. Αφού παντρεύτηκε τον Kertész υιοθέτησε το ψευδώνυμο Rogi Andre, με το οποίο συνέχισε τη καριέρα της ως φωτογράφος πορτραίτων. Όσο ήταν ζευγάρι με τον Kertész ζούσαν στη Μονμάρτη, δίπλα στη κονστρουκτιβιστική γκαλερί – βιβλιοπωλείο του φίλου τους, ζωγράφου Evsa Model. Η Rogi ήταν αυτή που δίδαξε τη τεχνική της φωτογραφίας στη σύζυγο του Evsa, μεταγενέστερα σπουδαία φωτογράφο και δασκάλα, Lisette Model.
«Στην Αμερική ήρθα με σκοπό να μείνω ένα χρόνο μόνο, το 1936. Ήμουν στο Παρίσι που αγαπούσα και ποτέ δεν είχα ενδιαφερθεί για την Αμερική. Όμως επί έναν ολόκληρο χρόνο, έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο στο Keystone Agency στο Παρίσι από το κεντρικό γραφείο της Νέας Υόρκης και ζητούσαν επίμονα να πάω εκεί. Τελικά, ήρθε στο Παρίσι ο διευθυντής του γραφείου της Νέας Υόρκης για να με δει. Πριν φύγω να πάω στο γεύμα που είχα μαζί του, η γυναίκα μου με προειδοποίησε ότι αν συμφωνούσα να πάω στη Νέα Υόρκη, θα με χώριζε. Και να που τώρα είμαστε στη Νέα Υόρκη εδώ και 45 χρόνια! Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήταν αδύνατο πια να γυρίσω πίσω, αλλά κι εδώ ήμουν ένας δαχτυλοδειχτούμενος αλλοδαπός εχθρός. Μ’ έβλεπαν σαν κατάσκοπο, καθώς γυρνούσα στους δρόμους με τη φωτογραφική μου μηχανή. Στην αρχή βέβαια ήμουν σίγουρος ότι θα έμενα στην Αμερική μονάχα για ένα χρόνο. Το σκεφτόμουνα σα να ήταν η άδειά μου. Λίγο πριν φύγω από το Παρίσι, είχε έρθει να με δει κάποιος επίσημος απ’ την Γαλλική κυβέρνηση και μου πρόσφερε τη Γαλλική υπηκοότητα, σε αναγνώριση της καλλιτεχνικής μου ικανότητας. Μπορείτε να φανταστείτε πως αισθάνθηκα, ήταν η πιο μεγάλη τιμή που θα μπορούσαν να μου είχαν κάνει. Αυτό σήμαινε ότι η Γαλλία με είχε δεχτεί σαν καλλιτέχνη και σαν Γάλλο πολίτη. Τους υποσχέθηκα ότι θα επέστρεφα πάλι πίσω στο Παρίσι…»
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, οι διαρκώς μεταβαλλόμενες πολιτικές θέσεις των ευρωπαϊκών κρατών και κυρίως η αυξανόμενη δίωξη των Εβραίων, έφερναν ανησυχία και αναστάτωση στην Elizabeth και στον Andre Kertész, με αποτέλεσμα να δεχτεί μια πρόσκληση για δουλειά στη Νέα Υόρκη. Το ζευγάρι ταξίδεψε στην Αμερική με μεγάλες προσδοκίες, που δημιουργήθηκαν από τη δεκαετία αναγνώρισής του Kertész ως ενός από τους κορυφαίους καλλιτέχνες φωτογράφους στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Φαινόταν ότι η συγκυρία ήταν ιδανική, καθώς η άφιξη τους στη Νέα Υόρκη συνέπεσε με την έναρξη μιας νέας γενιάς εικονογραφημένων περιοδικών – το πρώτο τεύχος του Life κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου 1936. Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν. Η συνεργασία με το πρακτορείο Keystone δεν προχώρησε, η ζωή στην Νέα Υόρκη αποδείχτηκε δύσκολη για το ζευγάρι και ο επικείμενος πόλεμος επιδείνωσε τη κατάσταση, γιατί ο Kertész είχε προβλήματα με τη βίζα του και για ένα μεγάλο διάστημα του απαγορευόταν να φωτογραφίζει σε δημόσιους χώρους. Απ’ την άλλη η επικράτηση του ναζισμού στην Ευρώπη τους εγκλώβισε στην Αμερική. Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται επαγγελματικά από το 1944, οπότε απέκτησαν την αμερικανική υπηκοότητα και κυρίως μετά το 1947, όταν ο Kertész δέχτηκε μια προσφορά από τον Alexander Liberman, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στο γαλλικό VU, να εργαστεί ως φωτογράφος για το περιοδικό House & Garden, του ομίλου της Conde Nast, μια θέση βέβαια πολύ κατώτερη από τις καλλιτεχνικές του δυνατότητες. Ευτυχώς για το ζευγάρι που η Elizabeth αποδείχτηκε εν τω μεταξύ ότι ήταν μια πανέξυπνη και ικανή επιχειρηματίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, είχε ιδρύσει το Cosmia Laboratory, μια εταιρεία καλλυντικών, μαζί με τον συμπατριώτη της, Ούγγρο χημικό Frank Tamas. Η εταιρεία αντιμετώπισε δυσκολίες στην αρχή, αλλά μετά τον πόλεμο άρχισε να αποδίδει για τα καλά. Η επιχείρησή της Elizabeth άνθιζε, ενώ η φωτογραφική καριέρα του συζύγου της κατέρρεε. Με τα κέρδη από τα καλλυντικά το ζευγάρι μπόρεσε τελικά να ζήσει μια σχετικά άνετη ζωή. Αγόρασαν ένα εξοχικό σπίτι στο Κοννέκτικατ και το 1952 μετακόμισαν στο ρετιρέ μιας νεόκτιστης πολυώροφης πολυκατοικίας στη 5η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, με θέα στο πάρκο της πλατείας Washington. Καθόλου άσχημα, όμως η μεγαλύτερη απογοήτευση για τον Kertész στην Αμερική ήταν η έλλειψη αναγνώρισης του έργου του.
«Το 1936, ο Beaumont Newhall, επιμελητής φωτογραφίας του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, προσπάθησε να με βρει στο Παρίσι, ενώ εγώ βρισκόμουν στο πλοίο για την Αμερική. Μερικές εβδομάδες αργότερα τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο μου στη Νέα Υόρκη. Ήθελε μερικές από τις φωτογραφίες μου για τη διεθνή έκθεση του 1937 στο μουσείο. Ήρθε και επέλεξε τέσσερις-πέντε φωτογραφίες μεταξύ των οποίων δυο από τη σειρά “Παραμορφώσεις (Distortions)”. Ήμουν πολύ χαρούμενος, στη συνέχεια όμως ήρθε το σοκ: μου ζήτησε να κόψω τη φωτογραφία πάνω από τη λεκάνη: «Αν έχει σεξ είναι πορνογραφία, αν δεν έχει είναι τέχνη» είπε. Καλώς ήλθατε στην Αμερική! Στο τέλος υπέκυψα, αλλά ήμουν έξαλλος. Είναι ακρωτηριασμός, είναι σαν να κόβεις ένα χέρι ή ένα πόδι».
Τη σειρά των «Παραμορφώσεων» την έκανε ο Kertész στο Παρίσι, λίγο πριν αναχωρήσει για την Αμερική. Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Le Sourire, ένα εικονογραφημένο περιοδικό που είχε ιδρύσει ο Paul Gauguin το 1900 και με μικρά διαλείμματα συνέχιζε να εκδίδεται μέχρι και την εισβολή των Γερμανών, του είχε ζητήσει κάτι πρωτότυπο για να το δημοσιεύσει. Ο Kertész προκειμένου να δημιουργήσει κάτι τολμηρό και ταυτόχρονα σατυρικό, ώστε να ταιριάξει με το πνεύμα του περιοδικού, αγόρασε δύο παραμορφωτικούς καθρέφτες, σαν κι αυτούς που βλέπουμε στα λούνα παρκ. Χρησιμοποιώντας φυσικό φωτισμό, μια Linhof 10×12,5εκ και έναν παλιό φακό μαλακής εστίασης, φωτογράφισε τις αντανακλάσεις γυμνών γυναικείων μορφών μέσα σε στούντιο, ασυνήθιστη πρακτική για τον Kertész που συνήθιζε να φωτογραφίζει σε εξωτερικούς χώρους. Τα αλλόκοτα, εν μέρει μη αναγνωρίσιμα είδωλα, που αντανακλούσαν ο κυρτός και ο κοίλος καθρέφτης έρχονται σε αντίθεση με την παραδοσιακή χρήση του κατόπτρου, ως κάτι που αναδημιουργεί πιστά το είδωλο του εικονιζόμενου. Το ριζοσπαστικό αποτέλεσμα αυτών των λήψεων αντανακλά τις επιρροές από το ύφος των σουρεαλιστών που δέσποζε εκείνη την εποχή, αλλά όλη η ιδέα βασίστηκε στο οπτικό ερέθισμα των παραμορφώσεων του κορμιού του «υποβρύχιου κολυμβητή» στη φωτογραφία του 1917. Ο Kertész χρησιμοποίησε δύο μοντέλα (τη Najinskaya Verackhatz και τη Nadia Kasine), δούλεψε περισσότερο από ένα μήνα για να ολοκληρώσει την ιδέα του, δημιουργώντας 140 φωτογραφίες, κυρίως γυμνών αντανακλάσεων, αλλά και ορισμένες νεκρές φύσεις – ένα «ρευστό» ρολόι, αναφορά στα αντίστοιχα του Dalli. Σε ορισμένες φωτογραφίες το σώμα έχει παραμορφωθεί τόσο πολύ, που μοιάζει με κυβιστικό γλυπτό, παραπέμποντας στα αντίστοιχα γυμνά που θα ξεκινήσει να κάνει ο Bill Brandt δέκα χρόνια αργότερα στις ακτές της Αγγλίας. Σε άλλες το αποτέλεσμα μοιάζει με καρικατούρα ή γκροτέσκ φιγούρα. Όποια ερμηνεία κι αν δώσεις στο αποτέλεσμα, το γεγονός είναι ότι ο Kertész δούλεψε με χαρά και ενθουσιασμό πάνω στο θέμα. Αν το σώμα στις φωτογραφίες παραμορφώνεται, δείχνει ασυνεχές ή ακρωτηριασμένο, δεν είναι επειδή υποφέρει, όπως συμβαίνει στις πρώτες Crucifixions που ζωγράφισε ο Francis Bacon την ίδια χρονιά. Ο Kertész δεν είχε κανέναν λόγο να είναι τρομαγμένος, εξοργισμένος ή αποδιωγμένος. Καμία μεταφυσική αγωνία δεν τον κατέτρωγε. Ζούσε ευτυχισμένα στο Montparnasse. Οι «Παραμορφώσεις» είναι πιο κοντά στα έργα του Picasso και του Moore. Το γυμνό όμως ως θέμα στη φωτογραφία δύσκολα υπερβαίνει τη πραγματικότητα. Ο Kertész τόλμησε να το μεταπλάσει μέσω των παραμορφώσεων. Αξιέπαινη η προσπάθεια του, αλλά η πιο ενδιαφέρουσα παραμόρφωση, κατά τη γνώμη μου, είναι η «Μελαγχολική Τουλίπα», το λουλούδι δεν είναι φορτισμένο με την συναισθηματική βαρύτητα του γυμνού γυναικείου κορμιού. Το Le Sourire δημοσίευσε μερικές από αυτές τις φωτογραφίες του Kertész, οποίος σχεδίαζε να τις εκδώσει σε βιβλίο, αλλά έπρεπε να περιμένει σαράντα χρόνια για να τις δει δημοσιευμένες – αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
«…Όλα τα επόμενα χρόνια, ούτε ο Newhall, ούτε ο επόμενος διευθυντής Edward Steichen μου πρότειναν ποτέ μια ατομική έκθεση. Ενδιαφερόντουσαν για την τελειοποίηση της τεχνικής και την καθαρότητα της φωτογραφίας. Αν ένα μικρό παιδί μάθει να γράφει την άλφα-βήτα τέλεια, θα ξέρει καλλιγραφία, αλλά δεν θα έχει καμιά αξία αν δεν χρησιμοποιήσει την τεχνική για να εκφράσει τη δικιά του τέχνη. Τέλεια τεχνική αλλά δεν εκφράζει τίποτα. Αυτό ονομάζω “καλλιγραφικές φωτογραφίες I’americaine”. Αυτή ήταν η κατάσταση εδώ τότε. Η μόνη αποδεκτή φωτογραφία ήταν αυτή που εκπροσώπευε η ομάδα f/64. Θα πρέπει όμως να αισθάνεσαι αυτό που κάνεις! Ακόμη και όταν μιμείσαι, θα πρέπει να αισθάνεσαι! Η τεχνική είναι μόνον ένα μικρό μέρος της φωτογραφίας. Είναι αυτό απ’ το οποίο θα πρέπει κανείς να ξεκινήσει. Πιστεύω ότι θα πρέπει να είσαι ένας τέλειος τεχνίτης, ώστε να εκφράζεσαι όπως ακριβώς θέλεις, αλλά μετά να μπορείς να ξεχνάς ότι έχει σχέση με την τεχνική. Το είδος της φωτογραφίας που έκανα δεν ήταν κατανοητό στην Αμερική. Ήμουν εκτός τόπου. Όλα όσα κάνω, τα κάνω πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μου. Ακόμη και όταν εκτελώ μια εμπορική ανάθεση για ένα περιοδικό. Φυσικά, και μια φωτογραφία μπορεί να λέει ψέματα, αλλά μόνο εάν εσείς δεν είστε ειλικρινείς ή εάν δεν έχετε τον πλήρη έλεγχο στο θέμα σας. Τότε λειτουργεί η κάμερα, όχι εσείς. Εδώ στην Αμερική ήμουν απελπισμένος γιατί υπάρχει πάντα ένας αρμόδιος συντάκτης πίσω σας που σας λέει τι να κάνετε και στο τέλος η φωτογραφία χάνεται – δεν είναι πια δική σας. Έκανα ένα ενδιαφέρον βιβλίο για τη Νέα Υόρκη. Πήγα το δοκίμιο σε έναν εκδότη. “Είσαι πολύ ανθρώπινος, Kertesz, συγγνώμη”, ήταν η απάντηση, “κάνε το πιο μπρουτάλ”. Όταν πήγα στο περιοδικό Life, μου είπανε ότι τους αρέσανε οι φωτογραφίες μου, αλλά έλεγα σ’ αυτές πάρα πολλά πράγματα! Αυτοί ήθελαν ντοκουμέντα, τεχνική, όχι εκφραστικές φωτογραφίες…»
Από τις δηλώσεις του Kertész καταλαβαίνουμε τη πίκρα του για την μη αποδοχή των φωτογραφιών του στην Αμερική. Από τη δόξα και την αναγνώριση της Γαλλίας, από τις παρέες με τα λαμπρότερα μυαλά στο Παρίσι, στην αφάνεια της Νέας Υόρκης και στη διεκπεραιωτική πλήξη των επαγγελματικών λήψεων. Μια μικρή αναλαμπή εμφανίστηκε το 1945, με τη δημοσίευση 147 φωτογραφιών του στο βιβλίο «Day of Paris», την έκδοση του οποίου επιμελήθηκε ο Alexey Brodovitch και την ατομική έκθεση στο Art Institute of Chicago που ακολούθησε. Το βιβλίο προκάλεσε θετική εντύπωση, αλλά μόνο στο κύκλο των underground καλλιτεχνών και όχι τόσο στο ευρύ κοινό. Στη συνέχεια, οι ατυχείς συγκυρίες, η κακή γνώση των Αγγλικών που τον δυσκόλευε στη συνεννόηση και οι περιορισμένες επιχειρηματικές δεξιότητες θα υπονόμευαν συνεχώς τις προσπάθειες του καλλιτέχνη να αξιοποιήσει αυτά τα επιτεύγματα. Πέρασε τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια κάνοντας εκλεπτυσμένες φωτογραφίες εσωτερικών χώρων και αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες των σπιτιών των πλούσιων και των διάσημων. Οι συντάκτες στο House & Garden επαίνεσαν τη σχολαστικότητα του και δημοσίευσαν χιλιάδες εικόνες. Ωστόσο, αυτή η δουλεία δεν του πρόσφερε την αναγνώριση που επιθυμούσε, ούτε είχε άλλες ευκαιρίες ανάδειξης. Κάποια φορά δούλεψε με το American Ballet. Όταν άρχισε να τακτοποιεί τα φώτα του τον σταμάτησαν γιατί δεν ανήκε στην αντίστοιχη επαγγελματική Ένωση. Δεν πτοήθηκε και έβγαλε τους χορευτές έξω και τους φωτογράφισε σε μια παιδική χαρά. Μερικά παιδιά έπαιζαν τριγύρω και οι χορευτές άρχισαν να αναμιγνύονται με τα παιδιά, που τους κοιτούσαν με θαυμασμό και λατρεία. Ο Kertész έστειλε τις φωτογραφίες στο περιοδικό Life. Ενάμιση χρόνο αργότερα του τις επέστρεψαν λέγοντας: «Δεν βρίσκουμε τρόπο για να τις χρησιμοποιήσουμε».
Παρά τις απογοητεύσεις ο Kertész συνέχιζε το προσωπικό του έργο φωτογραφίζοντας αδιαλείπτως. Δεδομένης της πολυπλοκότητας των επιρροών, ειδικά κατά την πρώτη δεκαετία της παρουσίας του στις ΗΠΑ, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι φωτογραφίες του αντικατοπτρίζουν τόσες πολλές διαφορετικές προσλαμβάνουσες. Η προνομιακή θέση του διαμερίσματός του, ψηλά πάνω από τη πλατεία Washington, του έδινε τη δυνατότητα να συνεχίζει να φωτογραφίζει με την αγαπημένη του «ματιά του πουλιού», δηλαδή να χρησιμοποιεί τη μηχανή με τέτοιο τρόπο ώστε ο φακός να «κοιτάζει» προς τα κάτω. Το είχε κάνει στο Παρίσι, το επαναλάμβανε και στη Νέα Υόρκη. Δεδομένης της μεγάλης απόστασης χρησιμοποιούσε τηλεφακό – από τις ελάχιστες ενδιαφέρουσες φωτογραφίες που έχουν τραβηχτεί διαχρονικά με φακό μεγάλης εστιακής απόστασης – συμπυκνώνοντας έτσι το χώρο και αναμειγνύοντας το δημόσιο με το ιδιωτικό που αναπόφευκτα συνυπάρχουν σε λήψεις στον αστικό ιστό. Ένα άλλο αγαπημένο του θέμα ήταν να φωτογραφίζει παιδιά. Τον συγκινούσε ο αυθορμητισμός τους; Τον διασκέδαζαν τα παιχνίδια τους; Του έλειπε η δική του παιδική ηλικία; Θα ήθελε να είχε τα δικά του που ποτέ δεν απέκτησε; Δεν θα μάθουμε το λόγο κι ούτε έχει σημασία. Οι φωτογραφίες του με τα παιδιά γίνονται ακόμα πιο αξιοθαύμαστες από το γεγονός ότι δεν εγκλωβίστηκε στη παιδική τρυφερότητα και αθωότητα, Απέφευγε τελείως να τα παρουσιάσει ως “παιδιά”: δεν τα έκανε να φαίνονται ούτε σαν αξιολάτρευτοι άγγελοι ούτε σαν μικροί διαβολάκοι, ούτε προσπάθησε να τα αναλύσει ψυχολογικά, όχι τουλάχιστον περισσότερο απ’ ό,τι έκανε στους ενήλικες.
Το 1962, ενώ ήταν ήδη εξήντα οκτώ ετών και αφού νοσηλεύτηκε για λίγο από μια περιπέτεια υγείας, ο Andre αποσύρθηκε από το House & Garden με πρόθεση να αφιερωθεί στην τέχνη του. Ανακτώντας πάλι τη καλλιτεχνική του ελευθερία, φωτογράφισε με ανανεωμένο ενθουσιασμό και ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει περισσότερα βιβλία. Αναγνωρίζοντας την έλλειψη επιχειρηματικού πνεύματος, ο Kertész εστράφη προς την Elizabeth για να τον συμβουλέψει και για τον να βοηθήσει στη διαχείριση των υποθέσεων του. Τα αποτελέσματα ήταν ευχάριστα. Το 1963 πήρε μέρος στην Μπιενάλε Internazionale di Fotografia, στη Βενετία, κερδίζοντας ένα χρυσό μετάλλιο. Για τα εγκαίνια μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης του στην Εθνική Πινακοθήκη στο Παρίσι, ο Kertész επέστρεψε θριαμβευτικά στην πόλη που είχε καλλιεργήσει την τέχνη του δεκαετίες νωρίτερα. Σε αυτά τα ταξίδια του στην Ευρώπη του δόθηκε η ευκαιρία να ξανασμίξει με τον αδελφό του Jeno, που είχε κι αυτός μεταναστεύσει στην Αργεντινή και να συναντήσει εκ νέου με παλιούς φίλους και γνωστούς αναθερμαίνοντας τις σχέσεις τους, και τονώνοντας την αυτοπεποίθηση του. Επιπλέον με την επίσκεψη του στο Παρίσι, ο Kertész βρήκε ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του, που είχε αφήσει πίσω του το 1936. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη διαπίστωσε ότι οι περισσότερες από τις γυάλινες πλάκες, είχαν σπάσει. Απογοητεύτηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω: η φωτογραφία της Μονμάρτης, με την μαύρη τρύπα από το σπάσιμο της πλάκας, αποδεικνύει την ικανότητα του Kertész.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία εκείνης της περιόδου, η οποία περιέχει κάποια στοιχεία από την προσωπική του ζωή, είναι το «Σπασμένο Παγκάκι, Long Island». Ο άντρας στο προσκήνιο, που κοιτάζει το σπασμένο παγκάκι είναι ο φίλος του Kertész και ο συνεργάτης της Elizabeth, Tamas Frank. Ο Frank, εκείνη την εποχή είχε χάσει την όρασή του, και το ζεύγος Kertész με την ευκαιρία μιας επίσκεψης σε μια κοινή φίλη τον πήραν μαζί τους. Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνεται η Elizabeth με τη φίλη τους να κάθονται σε ένα άλλο παγκάκι. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να αποπροσανατολίσουν τον θεατή. Η γνώση για την αναπηρία του Frank και της ηλικίας των πρωταγωνιστών μπορεί να διαποτίσει τη σκηνή με ένα αίσθημα μελαγχολίας και να φορτίσει το «Σπασμένο Παγκάκι» με μια μεταφορική αίσθηση της κατάρρευσης του ανθρώπινου νου και σώματος με το πέρασμα των χρόνων. Το γεγονός ότι τα παγκάκια είναι συχνά αφιερωμένα σε χαμένους αγαπημένους μπορεί να δώσει επίσης ένα συναισθηματικό βάρος στη φωτογραφία. Αλλά η αξία της δεν έγκειται στη γνώση αυτών των πληροφοριών. Τίποτα απ’ όσα ανέφερα δεν προκύπτει από την ίδια τη φωτογραφία. Απλά μ’ αρέσει να μοιράζομαι μικρές, προσωπικές ιστορίες για τους φωτογράφους που αγαπώ, εντελώς περιττές για όμως την αξία του έργου τους.
Η καθοριστική στιγμή για την αναγνώριση του Kertész έφτασε το 1964 όταν ο John Szarkowski, ο νεοδιορισμένος επιμελητής φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, οργάνωσε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση με φωτογραφίες του συνοδευόμενη και από έναν κατάλογο εξήντα τεσσάρων σελίδων, την πρώτη αμερικανική έκδοση μουσείου για τον Kertész. Στο πρόλογο του καταλόγου ο Szarkowski τοποθέτησε το έργο του στο ευρύτερο πλαίσιο του μοντερνισμού του εικοστού αιώνα όταν έγραψε: «Το έργο του Kertész, περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο φωτογράφο, καθόρισε την κατεύθυνση με την οποία αναπτύχθηκε η σύγχρονη ευρωπαϊκή φωτογραφία». Το φράγμα που τον κρατούσε στην αφάνεια είχε τελικά παραβιαστεί και στη συνέχεια ακολούθησε μια σταθερή ροή, με εκθέσεις σε όλο το κόσμο, μονογραφίες και απόδοση τιμών. Ωστόσο, ο ίδιος δεν ξεπέρασε ποτέ την πικρία του απέναντι στις Η.Π.Α.
«Δεν θέλω να αναφερθώ σε λεπτομέρειες, αλλά ένιωθα τόσο αδικημένος. Έχασα ακόμη και την ακοή μου. Αρρώστησα Ο γιατρός δεν θα μου επέτρεπε να μπω στο σκοτεινό θάλαμο. Εγώ χωρίς το σκοτεινό μου θάλαμο! Έχω απαρνηθεί πολλά όλα αυτά τα χρόνια και κυρίως αμερικάνικα χρήματα. Αλλά πάντα ήμουν υπεύθυνος για τον εαυτό μου και τη δουλειά μου. Δεν είμαι πλούσιος, είμαι όμως ευτυχισμένος. Ξέρετε ότι έχω αναγνωριστεί επίσημα και από τον Δήμο της Νέας Υόρκης; Με ανακάλυψαν μετά από τόσα χρόνια! Το έγγραφο που μου απονεμήθηκε γράφει: “Για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Στον φωτογράφο Andre Kertesz που ποτέ δεν γέρασε”.
Μέχρι το 1976 ο Kertész απολάμβανε τις ανταμοιβές των προσπαθειών του. Τότε όμως η ζωή του ηλικιωμένου ζευγαριού πήρε μια μοιραία στροφή. Τον Μάρτιο ο Andre, που ήταν πια ογδόντα δύο ετών, νοσηλεύτηκε με θρόμβωση του αίματος που απείλησε τη ζωή. Μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Το ίδιο διάστημα η Elizabeth διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα και απεβίωσε μετά από δεκαοκτώ μήνες ταλαιπωρίας. Ο Kertész κατέρρευσε. Δεν περίμενε πως η κατά οκτώ χρόνια νεότερη σύντροφός του θα πέθαινε πρώτη. Ήταν αδύναμος, υπέφερε από ζαλάδες και έχανε τον προσανατολισμό του. Όμως και πάλι βρήκε παρηγοριά στη φωτογραφία. Καθώς δυσκολευόταν πια να κυκλοφορεί στους δρόμους και του ήταν αδύνατον να επεξεργάζεται μόνος του τα αρνητικά, άρχιζε να φωτογραφίζει στο σπίτι του με μια Polaroid SX-70 και να βλέπει αμέσως τη φωτογραφία να εμφανίζεται. Η μηχανή ήταν ένα δώρο, από τον μουσικό Graham Nash του φημισμένου συγκροτήματος Crosby, Stills, Nash & Young. Ο Nash, που ασχολείται κι αυτός με τη φωτογραφία, και η σύζυγός του, η Suzan, τον επισκεπτόντουσαν κατά καιρούς στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οπότε και του χάρισε την Polaroid.Σε ανταπόδοση ο Andre έκανε ένα ενδιαφέρον γυμνό με τη Suzan – πολύ ανοιχτόμυαλοι αυτοί οι αστέρες της ροκ!
Ο πάντα εφευρετικός Kertész άλλαξε την φωτογραφική πορεία του και αγκάλιασε τη σχετικά νέα τεχνολογία της στιγμιαίας φωτογραφίας, επειδή του επέτρεψε να εργαστεί γρήγορα και αυτόνομα, επικουρούμενος και του προγράμματος καλλιτεχνικής υποστήριξης της Polaroid, το οποίο παρείχε δωρεάν μηχανές και φιλμ σε καθιερωμένους φωτογράφους. Η αμεσότητα και η οικειότητα της διαδικασίας έδωσαν στον Andre την ευκαιρία να εξερευνήσει μια ακατέργαστη αίσθηση στην οποία διαφορετικά δεν θα είχε εμπλακεί. Επιπλέον, η εμπειρία της παρακολούθησης ενός φιλμ Polaroid να εμφανίζεται άμεσα ήταν μαγική για τον Kertész, ο οποίος είχε στερηθεί την χαρά του να βλέπει τις εκτυπώσεις του να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του για σχεδόν σαράντα χρόνια. Υποφέροντας από ιλίγγους, που άρχισαν το 1939, δεν μπορούσε να εργαστεί στο σκοτεινό θάλαμο και εμπιστευόταν τις εκτυπώσεις του στον μόνιμο συνεργάτη του Igor Bakht. Ο Andre με τη Polaroid επανέλαβε πολλά από τα θέματα και τις ιδέες που τον απασχολούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ξανάκανε το Αυτοπορτραίτο του, που είχε κάνει στο Παρίσι το 1927 για πρώτη φορά. Στη νέα λήψη του 1979, εμφανίζεται το προφίλ ενός πολύ μεγαλύτερου άντρα – μια σκιά του πρώην εαυτού του. Έδωσε επίσης μια νέα ερμηνεία στη φωτογραφία του γάμου του από το 1933. Στη δεκαετία του 1960 είχε κροπάρει την αρχική φωτογραφία προκειμένου να συμπεριλάβει μόνο το ήμισυ του προσώπου της Elizabeth μαζί με το χέρι του στον ώμο της. Το 1981 επέστρεψε σε αυτήν την φωτογραφία για τελευταία φορά, βάζοντας ένα ακάνθινο στεφάνι πάνω από το χέρι του. Έβγαλε ακόμη και τον παραμορφωτικό καθρέφτη από το βάθος της αποθήκης του και φωτογράφησε τον εαυτό του, αλλά και τις τολμηρότερες από τις γυναίκες που τον επισκέπτονταν και αναρωτιόντουσαν πως θα φαίνονταν αν ο Kertész τράβαγε το γυμνό είδωλό τους μέσα από τον καθρέφτη.
Μια μέρα, καθώς έκανε τη βόλτα του, το μάτι έπεσε σε μια μικρή γυάλινη προτομή στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Κουβαλώντας συνεχώς την απώλεια της Elizabeth στο μυαλό του, αγόρασε αυτό το γυάλινο μπιμπελό γιατί βρήκε ότι της έμοιαζε. Άρχισε να φωτογραφίζει τη μικρή προτομή, τοποθετώντας τη πότε στο παράθυρο του διαμερίσματος, πότε εδώ και εκεί ανάμεσα σε έργα τέχνης και απλά αναμνηστικά αντικείμενα που είχε συλλέξει αυτός και η σύζυγός του όλα αυτά τα χρόνια. Η σχέση τους ήταν τόσο βαθιά που ακόμη και με το θάνατο της ήταν σε θέση να παρακινήσει τον Andre να δημιουργήσει μια ακόμα συλλογή φωτογραφιών. Ο Kertész συνέχισε εισάγοντας κι άλλα αντικείμενα στις συνθέσεις του. Χρησιμοποίησε γυάλινες καρδιές, ημιδιαφανείς σφαίρες – κυρίως δώρα από τους πολλούς επισκέπτες και θαυμαστές του, για να προσθέσει νέες, παραμορφωμένες εικόνες στο έργο του. Τα επίπονα χρόνια του στο House & Carden, όπου τελειοποίησε τη φωτογράφιση εσωτερικών χώρων, δωματίων και επίπλων, τελικά απέδωσε. Η οργάνωση μιας ακίνητης ζωής είχε εξελιχθεί σε έμφυτη ικανότητα. Ο Andre τοποθετούσε προσεκτικά τα γυάλινα αντικείμενα του στο περβάζι του. Στη συνέχεια περίμενε ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή ο ήλιος θα του επέτρεπε να συλλάβει τις φευγαλέες εικόνες, που είχε στο νου του. Μέσα απ’ όλα αυτά τα απλά αντικείμενα επανεκτίμησε ολόκληρη τη ζωή του. Τα αναμνηστικά μπιμπελό μετατράπηκαν σε σύμβολα χαράς, πικρίας, απογοήτευσης και απώλειας. Είχε και πάλι παραχωρήσει στην Elizabeth το πλήρες φάσμα των συναισθημάτων του. Στη μνήμη της ήταν αφιερωμένο το κύκνειο άσμα του.
«Οτιδήποτε σας περιβάλλει μπορεί να σας προσφέρει την αφορμή για να φωτογραφίσετε. Ένα καλοκαίρι μου χάρισαν μια μικρή μηχανή Polaroid, αλλά δεν μου άρεσε – ήταν για στιγμιότυπα. Αλλά μια μέρα την έβγαλα από το συρτάρι και άρχισα να φωτογραφίζω. Πρέπει να μάθετε τα όρια του μέσου που χρησιμοποιείται και, στη συνέχεια, να μάθετε να εργάζεστε στα άκρα αυτών των ορίων. Είχα ανακαλύψει, στη βιτρίνα ενός καταστήματος, μια μικρή γυάλινη προτομή, και συγκινήθηκα πολύ γιατί μοιάζει με τη γυναίκα μου – ο ώμος και ο λαιμός ήταν η Elizabeth. Τη πήρα σπίτι, την έβαλα στο παράθυρό μου και άρχισα να φωτογραφίζω με τη Polaroid — το πρωί, το απόγευμα, με διαφορετικά φώτα. Δούλευα πρωινά και αργά το απόγευμα. Με το πρωινό φως ο ουρανός είναι πιο καλός, αλλά και αργά το απόγευμα έχει ενδιαφέρον καθώς χρωματίζονται τα σύννεφα. Ξύπναγα το πρωί και άρχιζα να τραβάω, να τραβάω, να τραβάω, δεν σταματούσα ούτε για φαγητό. Το ίδιο και το απόγευμα … Ξεχνούσα να πάρω τα φάρμακά μου. Ξαφνικά, έχανα τον εαυτό μου, ξεχνούσα την πείνα, ξεχνούσα τον πόνο, και ναι, ξεχνούσα τη θλίψη».
Χρήστος Κοψαχείλης, Ιούλιος 2021
Πηγές:
• Γκλόρυ Ροζάκη : Andre Kertesz – Περιοδικό Φωτοχώρος Νο8, 1997
• Ευγενία Μπόζου : Andre Kertesz, Ο Μότσαρτ της Φωτογραφίας – Καθημερινή
• Συνέντευξη του Kertesz που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Φωτογραφία Νο47,1985
• Andre Kertesz : Kertesz on Kertesz – Abbeville
• Andre Kertesz : His Life and Work – Bulfinch
• Andre Kertesz : The Polaroids – Bulfinch
• Ο Μαγικός Κόσμος του Andre Kertesz – Καθρέπτης