Seydou Keita (1923-2001)

Ο Seydou Keita γεννήθηκε το 1923 (κατ΄ άλλους το 1921, η ακριβής ημερομηνία παραμένει άγνωστη) στο Μπαμάκο, την πρωτεύουσα του Γαλλικού Σουδάν τότε σημερινού Μάλι. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος σε μια οικογένεια πέντε παιδιών. Η ενασχόλησή του με την φωτογραφία άρχισε όταν ήταν 12 ετών. Μέχρι τότε εργαζόταν στο ξυλουργείο του πατέρα του Bâ Tiçkòró. Ένας θείος του όμως, ο Tièmòkò που ήταν μπροστά από την εποχή, του έκανε δώρο μια φωτογραφική μηχανή, μια Brownie 6×9 εκατοστά, που είχε αγοράσει σε κάποιο ταξίδι του στη Σενεγάλη.

 «…Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία το 1945, χωρίς να έχω καμία γνώση, με μια μηχανή που μου έφερε ένας θείος μου δώρο από τη Σενεγάλη. Μου έδωσε επίσης και μερικά χρήματα για να αγοράσω φιλμ. Έτσι τα έφερε η μοίρα. Πραγματικά, είναι ένα επάγγελμα που προσπάθησα να το κάνω όσο γίνεται καλύτερα. Ξεκίνησα φωτογραφίζοντας την οικογένεια μου. Ορισμένες πόζες είχαν επιτυχία, κάποιες άλλες όχι, τα άτομα που φωτογράφιζα κουνιόντουσαν, αλλά πρέπει μάλλον να έτρεμα κι εγώ λίγο…».

Είναι τα σεμνά λόγια του Keita για το έργο του. Οι Ευρωπαίοι συλλέκτες και οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες γκαλερί αποτιμούν σήμερα την αξία κάθε φωτογραφίας του σε δεκάδες χιλιάδες δολάρια. Ο Keita δεν ζει πλέον, καθώς απεβίωσε στις 22 Νοεμβρίου 2001 στο Παρίσι. Υπάρχει όμως η κληρονομιά του, φυλαγμένη σε ενιακόσια είκοσι ένα αρνητικά, που πρόσφατα αναδείχτηκε με μια έκθεση φωτογραφίας στη Ν. Υόρκη. Καθώς και με μια δικαστική διαμάχη που περιέχει πολλές μηνύσεις, κατηγορίες κλοπής, πλαστογράφησης και ψευδορκίας.

Ο Seydou Keita ήταν κυρίως ένας φωτογράφος πορτρέτων. Έστησε το στούντιο του στο κέντρο του Μπαμάκο το 1948, σε μια ιστορικής σημασίας εποχή για τη χώρα του, όταν ο κόσμος ερχόταν από τις αγροτικές περιοχές για να εγκατασταθεί στην αναπτυσσόμενη πόλη. Οι φωτογραφίες του απεικονίζουν εύγλωττα τη κοινωνία του Μπαμάκο κατά τη διάρκεια της εποχής της μετάβασης από μια αποικία σε μια ανεξάρτητη κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα. Στο ξεκίνημα του ο Keita δεν είχε τα μέσα για εντυπωσιακές φωτογραφήσεις. Έκανε μικρού μεγέθους εκτυπώσεις, χρησιμοποιούσε το κάλυμμα του κρεβατιού του για φόντο στον τοίχο ή έβγαζε υπαίθριες φωτογραφίες χρησιμοποιώντας φυσικό φωτισμό.     «…το πρώτο μου φόντο ήταν το σκέπασμα του κρεβατιού μου. Αργότερα άλλαζα φόντο κάθε δύο-τρία χρόνια και σήμερα μπορώ, με τον τρόπο αυτό, να υπολογίζω τις ημερομηνίες των λήψεων. Μερικές φορές το φόντο έδενε όμορφα με τα ρούχα, κυρίως των γυναικών. Αυτό όμως ήταν τυχαίο. Την εποχή εκείνη η παράδοση των προγόνων είχε αρχίσει να φθίνει. Οι άνθρωποι της πόλης άρχισαν να ντύνονται όπως στην Ευρώπη γιατί επηρεάζονταν από την Γαλλία. Δεν είχαν όμως όλοι την δυνατότητα να ντυθούν έτσι. Είχα στο φωτογραφείο μου τρία διαφορετικά Ευρωπαϊκά κοστούμια, με γραβάτα, πουκάμισο, παπούτσια, καπέλο … τα πάντα» Σύντομα αγόρασε μια μεταχειρισμένη ξύλινη φωτογραφική μηχανή μεγάλου μεγέθους με τριπόδι, αλλά με ελαττωματικό φωτοφράκτη. Ο Keita χρησιμοποιούμε μόνο φυσικό φωτισμό για τις λήψεις και έλεγχε το χρόνο έκθεσης αφαιρώντας το καπάκι του φακού για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο την οποία υπολόγιζε εμπειρικά. Το μεγαλύτερο μέγεθος αρνητικού πρόσφερε όχι μόνο εξαιρετικού βαθμού ανάλυση στις φωτογραφίες, αλλά κατέστησε δυνατό στο Keita να κάνει εκτυπώσεις εξ επαφής υψηλής ποιότητας χωρίς τη βοήθεια μεγεθυντήρα.

Για τους περισσότερους που πόζαραν στο φακό του το πορτρέτο τους ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας με την οικογένεια τους. Μια απόδειξη ότι τα κατάφεραν να φτάσουν στην πόλη. Ο Keita φύλαγε, εκτός από ρούχα, στοίβες από κοσμήματα και αξεσουάρ που τα πρόσφερε στους πελάτες του για τις ανάγκες της φωτογράφησης. Γι΄ αυτόν το λόγο βλέπουμε σε πολλές φωτογραφίες του τα ίδια ρούχα να τα φοράνε διαφορετικοί άνθρωποι, οι οποίοι συχνά ποζάρουν κρατώντας το ίδιο ποδήλατο ή ραδιόφωνο. Για λόγους ποικιλίας ο Keita είχε κρεμάσει στο στούντιο του πορτρέτα με διαφορετικές πόζες για να έχουν οι πελάτες του να διαλέξουν τη δική τους. Καθώς οι πιο πολλοί από αυτούς δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους φωτογραφική μηχανή. Ο ερασιτέχνης Keita μοιραζόταν την αμηχανία του πρωτάρη φωτογράφου με τους πρώτους πελάτες του. Εκείνους που ο φακός του αποτύπωσε να έχουν την έκφραση της περιέργειας, της περηφάνιας, της αγαλλίασης, του δέους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το Μπαμάκο ήταν μια πόλη εκατό χιλιάδων κατοίκων, ένα σταυροδρόμι των ταξιδιωτών προς το Ντακάρ. Εκείνη την εποχή υπήρχαν στη πόλη τέσσερα φωτογραφεία, όμως αυτό του Keita είχε την καλύτερη φήμη. Σ΄ αυτό συνετέλεσαν και οι δυο βοηθοί που η αποκλειστική τους αρμοδιότητα ήταν να βρίσκουν πελάτες από την αγορά και τον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό. Έτσι λοιπόν πολύ σύντομα το στούντιο του άρχισε να γεμίζει με κυβερνητικούς υπαλλήλους, ιδιοκτήτες καταστημάτων, πολιτικούς και περαστικούς διαβάτες. Έτσι, έγινε διάσημος για τις κομψές και καθαρές φωτογραφίες του. Έπειτα από δέκα χρόνια, στις αρχές του ΄60, οι φωτογραφίες του Keita συλλαμβάνουν τις αλλαγές που συμβαίνουν στην κουλτούρα του Μάλι. Κάποιοι από τους πελάτες του έφταναν στο στούντιο για να φωτογραφηθούν με το αγαπημένο τους αντικείμενο: μια ραπτομηχανή, ένα πλαστικό λουλούδι, ένα ποδήλατο, ένα ραδιόφωνο, ένα ρολόι, ένα τηλέφωνο, ένα σκούτερ ή ένα ξυπνητήρι. Το ραντεβού της χώρας με την πρόοδο απαθανατιζόταν σε αυτά τα μαυρόασπρα πορτρέτα. Οι γυναίκες, στο πέρασμα των χρόνων, γι’ αυτά τα φωτογραφικά ενθύμια άρχισαν να βγάζουν τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες και να επιλέγουν να ντυθούν με παντελόνια, παπούτσια-πλατφόρμες ή μίνι φορέματα, μπαίνοντας στο ρυθμό των ’60ς.

Παράλληλα ο Keita περιόδευε και φωτογράφιζε και στις αγροτικές περιοχές. Εκεί όπου οι χωρικοί εξακολουθούσαν να τρέχουν μακριά όταν έβλεπαν μια μεγάλη φωτογραφική μηχανή πάνω σε τρίποδα. Κάποιοι πίστευαν πως, αν τους στόχευε, θα έχαναν την ψυχή τους και θα πέθαιναν. Άλλοι, πάλι, θεωρούσαν πως, αν ο φωτογράφος τους έβλεπε μέσα από την κάμερα του, θα μπορούσε να τους δει γυμνούς. Ο Keita, που το γνώριζε, τους έπεισε να κάνουν μια δοκιμή Βλέποντας μέσα από το φακό του. Κι έτσι, μόλις ένιωσαν ασφαλείς, αφέθηκαν στο βλέμμα του. Για να γίνουν ο θησαυρός του Μάλι, όπως είναι πλέον διάσημες αυτές οι φωτογραφίες στη Δύση.

Το 1962 η χώρα γίνεται από γαλλική αποικία ανεξάρτητο κράτος. Η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση η κυβέρνηση πιέζει τον Keita να γίνει ο επίσημος φωτογράφος της. Αναγκασμένος να υπακούσει στην πρόσκληση, ο Keita κλείνει επισήμως το στούντιο και καταχωνιάζει τα 7.000 αρνητικά της δουλειάς του σε ένα τενεκεδένιο κουτί που το θάβει στην αυλή του, αν και παρέμεινε ενεργός φωτογράφος. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, προς το τέλος της συνεργασίας του με την κυβέρνηση, κάποιος μπαίνει στο στούντιο, κλέβει τον εξοπλισμό κι αφήνει τον Keita να μετατρέπει το στούντιο σε συνεργείο μοτοποδηλάτων. Κι είναι εκεί, στις αρχές του 1990, που μια Γαλλίδα φωτορεπόρτερ, η Φρανσουά Ιγκιέ (Francoise Huguier), πέφτει πάνω του και κανονίζει μια έκθεση των πορτρέτων του στο Εθνικό Φωτογραφικό Κέντρο της Γαλλίας στο Παρίσι. Η συνέχεια είναι «επεισοδιακή» για τον φωτογράφο του Μάλι που σε μια προχωρημένη ηλικία οι Δυτικοί επαγγελματίες της τέχνης και οι συλλέκτες ανακαλύπτουν την καλλιτεχνική αξία της δουλειάς του. Κάποιοι επωφελούνται και αποσπούν από τον Keita, που βρίσκεται στο Μπαμάκο, 921 αρνητικά. Από τα οποία τυπώνονται μερικές φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων για μια έκθεση στη Ζυρίχη το ΄97.

Λίγους μήνες αργότερα, μια γκαλερί της Νέας Υόρκης έχει αποκτήσει κάποιες εκτυπώσεις ακόμα πιο μεγάλων διαστάσεων. Ο Keita νιώθει ότι ο επιμελητής στον οποίο εμπιστεύτηκε τα 921 αρνητικά εκμεταλλεύτηκε τη ζήτηση των έργων του και εκτυπώνει χωρίς την άδεια του, πλαστογραφώντας την υπογραφή του. Τότε ο Αφρικανός φωτογράφος αποφασίζει να παραχωρήσει τα δικαιώματα των φωτογραφιών του στην γκαλερί Σον Κελί της Νέας Υόρκης. Και το 2001 ετοιμάζεται να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον νούμερο ένα συλλέκτη του και τον άπληστο επιμελητή του που βρίσκονταν στο Παρίσι. Λίγες μέρες μετά το ταξίδι του στο Παρίσι, ο Keita πεθαίνει, στα 80 του, αφήνοντας τον ιδιοκτήτη της γκαλερί «Σον Κελί» να ξεκινήσει δικαστικό αγώνα για την τύχη της δουλειάς του. Κι ενώ η γαλλική δικαιοσύνη δεν έχει ακόμα αποφανθεί για το ποια πλευρά να δικαιώσει, οι συμπατριώτες του Keita για άλλη μία φορά κοιτάνε με το περήφανο, αμήχανο ή χαρούμενο βλέμμα τους όλους όσοι τους επισκέπτονται αυτές τις ημέρες στη Νέα Υόρκη. Και σε αντίγραφα των τριών εκτυπώσεων ορισμένοι από τους πιο φωτογενείς Μαλινέζους θα απαιτήσουν από τους πιθανούς νέους ιδιοκτήτες τους 18.000 με 22.000 δολάρια. Για να τους δώσουν σε αντάλλαγμα λίγη από την αφρικανική ψυχή που έκρυψε ο Keita στο τενεκεδένιο κουτί του. Εκεί, στην αυλή του Μπαμάκο.

Χρήστος Κοψαχείλης, Νοέμβριος 2017

Πηγές:

  • Συνέντευξη στον Αντρέ Μονιέν, Μπαμάκο Αύγουστος 1994
  • Πλάτων Ριβέλλης : Seydou Keita, Σχόλια για ένα έργο – Περιοδικό Φωτογράφος
  • Seydou Keita : Photographs – PhotoPoche