Ο Seydou Keita γεννήθηκε το 1923 (κατ΄ άλλους το 1921, η ακριβής ημερομηνία παραμένει άγνωστη) στο Μπαμάκο, την πρωτεύουσα του Γαλλικού Σουδάν τότε σημερινού Μάλι. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος σε μια οικογένεια πέντε παιδιών.  Οι πρόγονοί του ήταν από τη γενιά Soundyata Keita,  ιδρυτές της αυτοκρατορίας του Μάλι τον δέκατο τρίτο αιώνα και την οικογένεια Toure, μία από τις τρεις ιδρυτικές οικογένειες της πόλης Μπαμάκο. Η ενασχόλησή του με την φωτογραφία άρχισε όταν ήταν 12 ετών. Μέχρι τότε εργαζόταν στο ξυλουργείο του πατέρα του Bâ Tiçkòró. Ένας θείος του όμως, ο Tièmòkò που ήταν μπροστά από την εποχή, του έκανε δώρο μια φωτογραφική μηχανή, μια Brownie 6×9 εκατοστά, που είχε αγοράσει σε κάποιο ταξίδι του στη Σενεγάλη. Αυτοδίδακτος ο Keita έμαθε μόνος του να χειρίζεται τη μηχανή και εργαζοταν τόσο ως φωτογράφος όσο και ως ξυλουργός. Εμφάνιζε τα φιλμ στο Sudanese Photo Hall, το πρώτο κατάστημα φωτογραφικού εξοπλισμού στο Μπαμάκο, που άνοιξε ένας Γάλλος, ο Pierre Garnier, ο οποίος του έδωσε μερικές συμβουλές για την τεχνική.

Εκτός όμως από αυτήν την τεχνική εκπαίδευση, ο Keita δεν είχε ποτέ μέντορα στη φωτογραφία. Δεν είχε δει ποτέ βιβλία σχετικά με τη φωτογραφία ή  τη ζωγραφική. Η μόνη έκδοση που συμβουλεύτηκε κατά καιρούς ήταν ο κατάλογος της γαλλικής εταιρείας Manufrance , στον οποίο έβρισκε σχέδια για όπλα και ποδήλατα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν ταξίδεψε σε πολλές εκθέσεις του έργου του στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, συναντήθηκε με κορυφαίους σύγχρονους φωτογράφους, οι οποίοι περιστασιακά του έδιναν βιβλία με φωτογραφίες τους. Όταν ο André Magnin τα βρήκε αργότερα στο σπίτι του Keita, η συσκευασία τους ήταν ανέπαφη. Δεν τα είχε ανοίξει ποτέ.

«…Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία το 1939, χωρίς να έχω καμία γνώση, με μια μηχανή που μου έφερε ένας θείος μου δώρο από τη Σενεγάλη. Μου έδωσε επίσης και μερικά χρήματα για να αγοράσω φιλμ. Έτσι τα έφερε η μοίρα. Πραγματικά, είναι ένα επάγγελμα που προσπάθησα να το κάνω όσο γίνεται καλύτερα. Ξεκίνησα φωτογραφίζοντας την οικογένεια μου. Ορισμένες πόζες είχαν επιτυχία, κάποιες άλλες όχι, τα άτομα που φωτογράφιζα κουνιόντουσαν, αλλά πρέπει μάλλον να έτρεμα κι εγώ λίγο…».


Τα παραπάνω είναι τα σεμνά λόγια του Keita για το έργο του. Οι Ευρωπαίοι συλλέκτες και οι Αμερικανοί ιδιοκτήτες γκαλερί αποτιμούν σήμερα την αξία κάθε φωτογραφίας του σε δεκάδες χιλιάδες δολάρια. Ο Keita δεν ζει πλέον, καθώς απεβίωσε στις 22 Νοεμβρίου 2001 στο Παρίσι. Υπάρχει όμως η κληρονομιά του, φυλαγμένη σε ενιακόσια είκοσι ένα αρνητικά, που  αναδείχτηκε για πρώτη φορά, το 1991, με μια έκθεση φωτογραφίας στη Ν. Υόρκη. Αν και περισσότερος ντόρος γύρω από το όνομά του έγινε με μια δικαστική διαμάχη που περιέχει πολλές μηνύσεις, κατηγορίες κλοπής, πλαστογράφησης και ψευδορκίας.

Ο Seydou Keita ήταν κυρίως ένας φωτογράφος πορτρέτων. Ξεκίνησε επαγγελματικά το 1949, υπό την κηδεμονία του γείτονά του Mountaga Dembélé. Όπως ο μέντοράς του, ο Keïta λειτουργούσε ένα υπαίθριο στούντιο στην αυλή του κτιριακού συγκροτήματος της οικογένειας Doumbia, όπου νοίκιασε ένα δωμάτιο, στη γειτονιά Bamako-Kura, η οποία βρισκόταν κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και πολλά άλλα μέρη που προσέλκυαν πλήθη, όπως ο ζωολογικός κήπος, η αγορά Rose, το Club  Sudan, η πλατεία Republic και ο καθεδρικός ναός. Έστησε λοιπόν το στούντιο του στο κέντρο του Μπαμάκο, σε μια ιστορικής σημασίας εποχή για τη χώρα του, όταν ο κόσμος ερχόταν από τις αγροτικές περιοχές για να εγκατασταθεί στην αναπτυσσόμενη πόλη. Οι φωτογραφίες του απεικονίζουν εύγλωττα τη κοινωνία του Μπαμάκο κατά τη διάρκεια της εποχής της μετάβασης από μια αποικία σε μια ανεξάρτητη κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα. Στο ξεκίνημα του ο Keita δεν είχε τα μέσα για εντυπωσιακές φωτογραφήσεις. Έκανε μικρού μεγέθους εκτυπώσεις, χρησιμοποιούσε το κάλυμμα του κρεβατιού του για φόντο στον τοίχο ή έβγαζε υπαίθριες φωτογραφίες χρησιμοποιώντας φυσικό φωτισμό.

«Το πρώτο μου φόντο ήταν το σκέπασμα του κρεβατιού μου. Αργότερα άλλαζα φόντο κάθε δύο-τρία χρόνια και σήμερα μπορώ, με τον τρόπο αυτό, να υπολογίζω τις ημερομηνίες των λήψεων. Μερικές φορές το φόντο έδενε όμορφα με τα ρούχα, κυρίως των γυναικών. Αυτό όμως ήταν τυχαίο. Την εποχή εκείνη η παράδοση των προγόνων είχε αρχίσει να φθίνει. Οι άνθρωποι της πόλης άρχισαν να ντύνονται όπως στην Ευρώπη γιατί επηρεάζονταν από την Γαλλία. Δεν είχαν όμως όλοι την δυνατότητα να ντυθούν έτσι. Είχα στο φωτογραφείο μου τρία διαφορετικά Ευρωπαϊκά κοστούμια, με γραβάτα, πουκάμισο, παπούτσια, καπέλο … τα πάντα».

Σύντομα αγόρασε μια μεταχειρισμένη ξύλινη φωτογραφική μηχανή μεγάλου μεγέθους με τριπόδι, αλλά με ελαττωματικό φωτοφράκτη. Ο Keita χρησιμοποιούμε μόνο φυσικό φωτισμό για τις λήψεις και τραβούσε μόνο μια στάση, για λόγους οικονομίας. Έλεγχε το χρόνο έκθεσης αφαιρώντας το καπάκι του φακού για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο την οποία υπολόγιζε εμπειρικά. Το μεγαλύτερο μέγεθος αρνητικού πρόσφερε όχι μόνο εξαιρετικού βαθμού ανάλυση στις φωτογραφίες, αλλά κατέστησε δυνατό στο Keita να κάνει εκτυπώσεις εξ επαφής υψηλής ποιότητας χωρίς τη βοήθεια μεγεθυντήρα.

Ο Keita εξισορρόπησε μια αυστηρή αίσθηση επισημότητας με ένα αξιοσημείωτο επίπεδο οικειότητας με τα θέματά του. Για τους περισσότερους που πόζαραν στο φακό του το πορτρέτο τους ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας με την οικογένεια τους. Μια απόδειξη ότι τα κατάφεραν να φτάσουν στην πόλη. Ο Keita φύλαγε, εκτός από ρούχα, στοίβες από κοσμήματα και αξεσουάρ που τα πρόσφερε στους πελάτες του για τις ανάγκες της φωτογράφησης. Γι΄ αυτόν το λόγο βλέπουμε σε πολλές φωτογραφίες του τα ίδια ρούχα να τα φοράνε διαφορετικοί άνθρωποι, οι οποίοι συχνά ποζάρουν κρατώντας το ίδιο ποδήλατο ή ραδιόφωνο. Μια διάσημη φωτογραφία του Keita, που ονομάστηκε «ο άντρας με το λουλούδι», συχνά θεωρήθηκε λανθασμένα ως αυτοπροσωπογραφία. Ο Keïta, που τις περισσότερες φορές δεν θυμόταν τα ονόματα των πελατών του, θυμόταν όντως αυτόν τον νεαρό, τον κύριο Σισόκο. Λευκό σακάκι, γραβάτα, γυαλιά (χωρίς φακούς), στυλό και λουλούδι ήταν μεταξύ των αξεσουάρ που παρείχε το στούντιο. Η δυτική κομψότητα που απεικονίζεται εδώ ήταν το στυλ νέων αστικών δημοσίων υπαλλήλων που εργάζονται για την αποικιακή διοίκηση. Σε μια άλλη φωτογραφία, το μικρό αγόρι από το Μπαμάκο, ντυμένο σαν σχολιαρόπαιδο από το Παρίσι με έναν μπερέ των Βάσκων στο κεφάλι, ποζάρει περήφανα με το ποδήλατό του, το οποίο έχει φέρει μαζί του για τη φωτογραφία. Οι Αφρικανοί μαθητές στις γαλλικές αποικίες έμαθαν να απαγγέλλουν στο μάθημα της ιστορίας «οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες». Και οι αυτόχθονες εκλεγμένοι αξιωματούχοι επέμεναν να έχουν τα ίδια σχολικά βιβλία με τη Γαλλία.

Η Vespa, σύμβολο της νεωτερικότητας και της ευημερίας, ήταν ένα από τα αξεσουάρ που ο Keita είχε στη διάθεση των πελατών του για να φωτογραφηθούν στην αυλή του. Σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία, δύο νεαρές γυναίκες επιδεικνύουν το urban-casual chic στυλ τους. Η νεωτερικότητα τονίζεται από την απουσία του συνηθισμένου πολύχρωμου σκηνικού με τα σχέδια, με τον φωτογράφο να προτιμά την ακατέργαστη εμφάνιση του γυμνού τοίχου, με τον παραδοσιακό τρόπο κατασκευής από πλίνθους, που χρησιμοποιείται στο Μάλι. Για λόγους ποικιλίας ο Keita είχε κρεμάσει στο στούντιο του πορτρέτα με διαφορετικές πόζες για να έχουν οι πελάτες του να διαλέξουν τη δική τους. Καθώς οι πιο πολλοί από αυτούς δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους φωτογραφική μηχανή. Ο ερασιτέχνης Keita μοιραζόταν την αμηχανία του πρωτάρη φωτογράφου με τους πρώτους πελάτες του. Εκείνους που ο φακός του αποτύπωσε να έχουν την έκφραση της περιέργειας, της περηφάνιας, της αγαλλίασης, του δέους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το Μπαμάκο ήταν μια πόλη εκατό χιλιάδων κατοίκων, ένα σταυροδρόμι των ταξιδιωτών προς το Ντακάρ. Εκείνη την εποχή υπήρχαν στη πόλη τέσσερα φωτογραφεία, όμως αυτό του Keita είχε την καλύτερη φήμη. Σ΄ αυτό συνετέλεσαν και οι δυο βοηθοί που η αποκλειστική τους αρμοδιότητα ήταν να βρίσκουν πελάτες από την αγορά και τον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό. Έτσι λοιπόν πολύ σύντομα το στούντιο του άρχισε να γεμίζει με κυβερνητικούς υπαλλήλους, ιδιοκτήτες καταστημάτων, πολιτικούς και περαστικούς διαβάτες. Έτσι, έγινε διάσημος για τις κομψές και καθαρές φωτογραφίες του. Για να τονίσει το υπαίθριο σκηνικό, χρησιμοποίησε πλούσια διακοσμητικά σκηνικά που προσδίδουν κίνηση και οπτική ενέργεια στις εικόνες του και φωτογράφιζε με χαμηλή γωνία λήψης για να τονιστούν οι εκφράσεις του προσώπου τους. Άλλες φορές δείχνοντας κύρος κι άλλες, χαλαρές εκφράσεις του προσώπου τους.

Έπειτα από δέκα χρόνια, στις αρχές του ΄60, οι φωτογραφίες του Keita συλλαμβάνουν τις αλλαγές που συμβαίνουν στην κουλτούρα του Μάλι. Κάποιοι από τους πελάτες του έφταναν στο στούντιο για να φωτογραφηθούν με το αγαπημένο τους αντικείμενο: μια ραπτομηχανή, ένα πλαστικό λουλούδι, ένα ποδήλατο, ένα ραδιόφωνο, ένα ρολόι, ένα τηλέφωνο, ένα σκούτερ, ένα ξυπνητήρι ή ακόμη και το όπλο τους. Το ραντεβού της χώρας με την πρόοδο απαθανατιζόταν σε αυτά τα μαυρόασπρα πορτρέτα. Οι γυναίκες, στο πέρασμα των χρόνων, γι’ αυτά τα φωτογραφικά ενθύμια άρχισαν να βγάζουν τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες και να επιλέγουν να ντυθούν με παντελόνια, παπούτσια-πλατφόρμες ή μίνι φορέματα, μπαίνοντας στο ρυθμό των ’60ς.

«Είναι εύκολο να τραβήξεις μια φωτογραφία, αλλά αυτό που πραγματικά έκανε τη διαφορά ήταν ότι πάντα ήξερα πώς να βρω τη σωστή θέση και ποτέ δεν έκανα λάθος. Το κεφάλι τους ελαφρώς γυρισμένο, ένα σοβαρό πρόσωπο, η θέση των χεριών. . . Ήμουν ικανός να κάνω κάποιον να φαίνεται πραγματικά καλός».

Παράλληλα ο Keita περιόδευε και φωτογράφιζε και στις αγροτικές περιοχές. Εκεί όπου οι χωρικοί εξακολουθούσαν να τρέχουν μακριά όταν έβλεπαν μια μεγάλη φωτογραφική μηχανή πάνω σε τρίποδα. Κάποιοι πίστευαν πως, αν τους στόχευε, θα έχαναν την ψυχή τους και θα πέθαιναν. Άλλοι, πάλι, θεωρούσαν πως, αν ο φωτογράφος τους έβλεπε μέσα από την κάμερα του, θα μπορούσε να τους δει γυμνούς. Ο Keita, που το γνώριζε, τους έπεισε να κάνουν μια δοκιμή Βλέποντας μέσα από το φακό του. Κι έτσι, μόλις ένιωσαν ασφαλείς, αφέθηκαν στο βλέμμα του. Για να γίνουν ο θησαυρός του Μάλι, όπως είναι πλέον διάσημες αυτές οι φωτογραφίες στη Δύση.

Δύο κυρίες της υψηλής κοινωνίας του Μπαμάκο ντυμένες με πολύχρωμα φορέματα και ένα κοριτσάκι ποζάρουν μπροστά στο αστραφτερό Peugeot 203 του Seydou Keita. Λάτρης του αυτοκινήτου, ήταν ένας από τους λίγους πολίτες του Μπαμάκο που είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ένα νέο με τα έσοδα από το στούντιο του. Αργότερα απέκτησε ένα Simca Versailles. Η ανδρική φιγούρα στα δεξιά, κομμένη από τη φωτογραφία, προσθέτει μια νότα μυστηρίου. Όσο για τον φωτογράφο, αυτός και η κάμερά του φαίνονται καθαρά στην αντανάκλαση στο δεξί μπροστινό φτερό του Peugeot.

Το 1962 η χώρα γίνεται από γαλλική αποικία ανεξάρτητο κράτος. Η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση η κυβέρνηση πιέζει τον Keita να γίνει ο επίσημος φωτογράφος της. Ο πρόεδρος είχε σχέση με την οικογένεια Keita και είχε πάει αρκετές φορές στο στούντιο του για να κάνει το πορτρέτο του. Αναγκασμένος να υπακούσει στην πρόσκληση, ο Keita αφήνει τη διαχείρηση του στούντιο στον αδελφό του Lacina, στον γιο του Mamadou και στους βοηθούς του Abdoulaye και Mouris. Ο ίδιος εργάζεται για δεκαπέντε χρόνια ως κυβερνητικός φωτογράφος. Καλύπτει επίσημες εκδηλώσεις, επισκέψεις αρχηγών κρατών κ.λπ. ενώ εργάζεται και για τις υπηρεσίες ασφαλείας και κάνει τα “υπηρεσιακά” πορτρέτα των κρατουμένων. Αυτές οι φωτογραφίες υποτίθεται ότι καταστράφηκαν σε πυρκαγιές που πυρπολήθηκαν κατά τη διάρκεια ταραχών που σχετίζονται με το πραξικόπημα του 1991. Το 1977, προς το τέλος της συνεργασίας του με την κυβέρνηση, κάποιος μπαίνει στο στούντιο, και κλέβει τον εξοπλισμό. Απογοητευμένος ο Keita μετατρέπει τον χώρο σε συνεργείο μοτοποδηλάτων, αλλά συνεχίζει να φωτογραφίζει ερασιτεχνικά όμως, καθώς είχε επισήμως συνταξιοδοτηθεί.

Το 1991 έγινε η έκθεση Africa Explores: 20th CenturyAfrican Art στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΜοΜΑ),  στη Νέα Υόρκη. Ανάμεσα στις φωτογραφίες της έκθεσης περιλαμβάνονταν  και  επτά φωτογραφίες που η επιμελήτρια της έκθεσης, ιστορικός της τέχνης Susan Vogel, παρουσίασε με την υπογραφή: «Ανώνυμος φωτογράφος, Μπαμάκο». Ο Jean Pigozzi, συλλέκτης σύγχρονης αφρικανικής τέχνης και φωτογράφος, επισκέφθηκε την έκθεση και εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά αυτών των φωτογραφιών. Ζήτησε λοιπόν από τον André Magnin, επιμελητή της συλλογής του, να εντοπίσει αυτόν τον φωτογράφο. Ο Magnin πήγε στο Bamako λίγους μήνες αργότερα και γνώρισε τον Keita. Οι επτά 7 φωτογραφίες της έκθεσης ήταν δικές του. Είδε τα αρνητικά του, τα περισσότερα ήταν καλά διατηρημένα. Έτσι ξεκίνησε μια μακρά συνεργασία. Ο Magnin επέλεξε 921 αρνητικά, τα μετέφερε στη Γαλλία και άρχισε να κάνει μεγάλες εκτυπώσεις 50Χ60 κι έφτασε ακόμα και 120Χ180 εκατοστά!!! Τα έδειξε στον Keita στο Bamako για να πάρει την έγκριση και την υπογραφή του. Ο Keita ήταν ενθουσιασμένος που ανακάλυψε την ποιότητα των φωτογραφιών του σε μεγάλα μεγέθη, τις οποίες δεν είχε τα μέσα να παράγει στο στούντιο του. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς ήταν για μένα την πρώτη φορά που είδα εκτυπώσεις των αρνητικών μου σε μεγάλες κλίμακες, χωρίς κόκκο, καθαρές και τέλειες. Ήξερα τότε ότι η δουλειά μου ήταν πραγματικά, πολύ καλή. Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες μου φαίνονται τόσο ζωντανοί, σχεδόν σαν να στέκονταν μπροστά μου».

Την ίδια περίπου περίοδο, κατά τη διάρκεια ενός από τα πολλά ταξίδια της στην Αφρική, η φωτορεπόρτερ Francoise Huguier συνάντησε κι αυτή τον Keita και εντυπωσιάστηκε από το έργο του. Με την συνδρομή του επίσης φωτογράφου Bernard Descamps, οι φωτογραφίες του Keita παρουσιάστηκαν, το 1993, στο Rencontres internationales de la photographie στην Αρλ της Γαλλίας. Στη συνέχεια οι Huguier και Descamps ανέλαβαν να προωθήσουν την αφρικανική φωτογραφία και οι προσπάθειές τους οδήγησαν τελικά το 1994 στο πρώτο Rencontres de la Photographie de Bamako (Συναντήσεις φωτογραφίας στο Bamako), στο οποίο παρουσιάστηκε το έργο των Seydou Keita και Malick Sidibé, μεταξύ άλλων. O Keita έχει πια ξεπεράσει τα 70 και έχει πλέον μεγάλη αναγνώριση στο δυτικό κόσμο. Τον καλούν για φωτογραφίσεις μόδας για το Harper’s Bazaar και συνεργάζεται με τη σχεδιάστρια Agnès b. Έργα του εκτίθενται και πουλιούνται στις μεγαλύτερες γκαλερί του Μανχάταν και στο Παρίσι. Εκδόσεις βιβλίων, ατομικές εκθέσεις φωτογραφίας  στις ΗΠΑ, στο Λονδίνο, στη Κολωνία, στο Σάο Πάολο και φυσικά στο Bamako. Τιμής ένεκεν το 1ο βραβείο στη χώρα του ονομάζεται Βραβείο Seydou Keita.

 Η συνέχεια είναι «επεισοδιακή» για τον φωτογράφο του Μάλι. Κάποιοι επωφελούνται και αποσπούν από τον Keita ορισμένα αρνητικά, από τα οποία τυπώνονται μερικές φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων για μια έκθεση στη Ζυρίχη το 1997. Λίγους μήνες αργότερα, μια γκαλερί της Νέας Υόρκης έχει αποκτήσει κάποιες εκτυπώσεις ακόμα πιο μεγάλων διαστάσεων. Ο Keita νιώθει ότι ο επιμελητής στον οποίο εμπιστεύτηκε τα  αρνητικά εκμεταλλεύτηκε τη ζήτηση των έργων του και εκτυπώνει χωρίς την άδεια του, πλαστογραφώντας την υπογραφή του. Τότε ο Αφρικανός φωτογράφος αποφασίζει να παραχωρήσει τα δικαιώματα των φωτογραφιών του στην γκαλερί Sean Kelly της Νέας Υόρκης. Το 2001 ετοιμάζεται να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον άπληστο συλλέκτη που θεωρεί ότι τον εκμεταλλεύεται. Λίγες μέρες μετά όμως, ο Keita πεθαίνει, στα 80 του, αφήνοντας τον ιδιοκτήτη της γκαλερί Sean Kelly να ξεκινήσει δικαστικό αγώνα για την τύχη της δουλειάς του. Κι ενώ η γαλλική δικαιοσύνη δεν έχει ακόμα αποφανθεί για το ποια πλευρά να δικαιώσει, οι συμπατριώτες του Keita για άλλη μία φορά κοιτάνε με το περήφανο, αμήχανο ή χαρούμενο βλέμμα τους όλους όσοι τους επισκέπτονται αυτές τις ημέρες στη Νέα Υόρκη. Και σε αντίγραφα των τριών εκτυπώσεων ορισμένοι από τους πιο φωτογενείς Μαλινέζους θα απαιτήσουν από τους πιθανούς νέους ιδιοκτήτες τους 18.000 με 22.000 δολάρια. Για να τους δώσουν σε αντάλλαγμα λίγη από την αφρικανική ψυχή που έκρυψε ο Keita στο τενεκεδένιο κουτί του. Εκεί, στην αυλή του Μπαμάκο.

Χρήστος Κοψαχείλης, Νοέμβριος 2017

Πηγές:

  • Συνέντευξη στον Αντρέ Μονιέν, Μπαμάκο, Αύγουστος 1994
  • Πλάτων Ριβέλλης : Seydou Keita, Σχόλια για ένα έργο – Περιοδικό Φωτογράφος
  • Seydou Keita : Photographs – PhotoPoche