Το Kamoinge Workshop ξεκίνησε, το 1963, ως μια κοινότητα φωτογράφων που υποστήριζαν και ενθάρρυναν ο ένας τον άλλον και με το πέρασμα του χρόνου θεωρείται ως «η μακροβιότερη μη κερδοσκοπική ομάδα στην ιστορία της φωτογραφίας». Η συλλογικότητα γεννήθηκε όταν δύο ομάδες Αφροαμερικανών φωτογράφων με έδρα το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης ενώθηκαν με πνεύμα συνεργασίας και επιδίωξαν την καλλιτεχνική ενδυνάμωση και την αντιμέτωπη της υποεκπροσώπησης των μαύρων φωτογράφων στον κόσμο της τέχνης. Η πρώτη ομάδα με το όνομα Group 35, αποτελούνταν από τους Anthony Barboza, Herman Howard, James Ray Francis, Earl Jones, Calvin Mercer και Mel Dixon, ενώ η δεύτερη ομάδα αποτελούνταν από τους Herbert Randall, Albert Fennar, James “Jimmie” Manas, Shawn Walker και Louis Draper, ο οποίος έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ίδρυση του εργαστηρίου. Σ’ αυτόν τον πυρήνα προστέθηκαν σύντομα και άλλοι Αφροαμερικανοί φωτογράφοι, μεταξύ των οποίων ο Beauford Smith και η Ming Smith.

Robinson Herb: Brother and Sister, 1973

Ο Al Fennar πρότεινε στη νεοσύστατη κολεκτίβα να επιλέξουν το όνομα Kamoinge, που προφέρεται ως «κου-μόιν-γκέι», αφού πρώτα είχε διαβάσει το βιβλίο του Jomo Kenyatta, του 1938, με τίτλο «Facing Mount Kenya» – μια ανθρωπολογική μελέτη του λαού Kikuyu, της μεγαλύτερης εθνοτικής ομάδας της Κένυας, της οποίας ο παραδοσιακός τρόπος ζωής διαταράχθηκε το 1888 από την άφιξη των Βρετανών ιμπεριαλιστών. Το Kamoinge μπορεί να μεταφραστεί ως «μια ομάδα ανθρώπων που δρουν μαζί» στη γλώσσα Kikuyu και αντικατοπτρίζει τη δέσμευσή των μελών να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Το Kamoinge ήταν κάτι περισσότερο από ένα παρατσούκλι. Ήταν μια οντότητα που είχε ρίζες στην ιστορία, τον πολιτισμό και την ταυτότητα της αφρικανικής διασποράς. Το ιδρυτικό μέλος Shawn Walker θυμάται τις προκλήσεις που παρουσίαζε το όνομα και την απόφαση τους να το υποστηρίξουν. «Γνωρίζαμε ότι θα υπήρχαν προβλήματα στην προφορά και την ορθογραφία του, αλλά αποφασίσαμε ότι ήταν το καλύτερο όνομα που μας περιέγραφε».

Shawn Walker: Boys with banana by the window, 1966.

Ένας σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στη δημιουργία του Εργαστηρίου Kamoinge ήταν, όπως το έθεσε ο Louis Draper, «η αναδυόμενη αφρικανική συνείδηση που εκρήγνυται μέσα μας». Ακόμη και πριν τα περισσότερα από τα μέλη ξεκινήσουν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, η επιλογή τους για ένα όνομα από τον λαό Kikuyu της Κένυας τόνισε το ενδιαφέρον τους για τις εμπειρίες των Μαύρων εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Κένυα, η οποία κέρδισε την ανεξαρτησία της από την αποικιακή κυριαρχία την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε το Kamoinge Workshop, αναφερόταν συχνά στον Τύπο κατά τις πρώτες συναντήσεις της ομάδας. Το κίνημα της αποαποικιοποίησης σάρωσε την αφρικανική ήπειρο από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τη δεκαετία του 1960, την ίδια περίοδο που εντάθηκε το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των ΗΠΑ. Πολλά μέλη του Kamoinge ταξίδεψαν σε αφρικανικές χώρες που είχαν πρόσφατα αποκτήσει την ανεξαρτησία τους. Μερικοί εργάζονταν εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών σε κινηματογραφικά φιλμ ή σε αναθέσεις για περιοδικά και στις ώρες που δεν δούλευαν έβρισκαν χρόνο για τη δική τους τέχνη. Αυτά τα ταξίδια διεύρυναν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια παγκόσμια κοινότητα Μαύρων, όσο και αν αυτή ήταν ευρέως διασκορπισμένη.

Herman Howard – Untitled, Harlem, New York City, c. 1960s

Η δέσμευση των μελών του Kamoinge στην αφοσίωσή τους προς την κοινότητα σφυρηλατήθηκε από την παραδοχή ότι ο καθένας έπρεπε να είναι η αλλαγή που ο ίδιος θα ήθελε να δει στον κόσμο. Με ελάχιστες έως καθόλου διεξόδους για τους μαύρους φωτογράφους στον θεσμικό κόσμο της τέχνης εκείνη την εποχή, το εργαστήριο έγινε ένα φόρουμ όπου οι μεγαλύτεροι μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους νεότερους – πυροδοτώντας ζωτικές συζητήσεις γύρω από την τέχνη, τη φωτογραφία και τη ζωή γενικότερα. Τα μέλη συγκεντρώνονταν τις Κυριακές σε κάποιο σπίτι για μια ολόκληρη μέρα συζήτησης, κριτικής και κοινωνικοποίησης, αλλά η μόνιμη ατζέντα τους ήταν να αναγνωριστεί τόσο η ατομική τους αυτονομία ως καλλιτέχνες, όσο και η συλλογική επίγνωση της μαύρης κοινότητας. Προσπάθησαν επίσης να αναδείξουν τη δύναμη της φωτογραφίας ως ανεξάρτητη μορφή τέχνης, που απεικονίζει τις μαύρες κοινότητες όπως τις έβλεπαν και τις βίωναν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, ελπίζοντας να προσφέρουν μια εναλλακτική πρόταση στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης της εποχής, τα οποία συχνά παράβλεπαν την κουλτούρα των Μαύρων ή την απεικόνιζαν αρνητικά.

Anthony Barboza: Pensacola, Florida, 1966

Το γεγονός ότι η κολεκτίβα Kamoinge ρίζωσε στο Χάρλεμ δεν ήταν τυχαίο. Η ομάδα δημιουργήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία της Μεγάλης Μετανάστευσης – ενός από τα μεγαλύτερα και ταχύτερα κινήματα στην ιστορία, που έφερε εκατομμύρια ανθρώπους από τον αγροτικό Νότο στα αστικά κέντρα του Βορρά. Υποκινούμενοι από τρομοκρατικές πράξεις, όπως λιντσαρίσματα, βομβιστικές επιθέσεις και διακρίσεις τύπου απαρτχάιντ βάσει των νόμων Jim Crow του αμερικανικού Νότου, οι Αφροαμερικανοί αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Το Χάρλεμ έγινε γνωστό ως η Μέκκα των Μαύρων, πυροδοτώντας μια πολιτιστική αναγέννηση και το πρώτο μεγάλο αφροαμερικανικό κίνημα στις τέχνες. Ο Roy DeCarava, ο οποίος εκλέχθηκε ως πρώτος διευθυντής του Kamoinge και ηγήθηκε της συλλογικότητας από το 1963 έως το 1965, ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Ξεκίνησε ως ζωγράφος, σπουδάζοντας στο The Cooper  Union και στο Harlem Art Center στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και του 1940 και παρόλο που αρχικά ασχολήθηκε με τη φωτογραφία απλώς για να κρατάει αρχείο των ζωγραφικών του έργων, σύντομα ερωτεύτηκε το ίδιο το μέσο.

Roy DeCarava: Woman and Children at Intersection, 1952

Παρά τη στρατευμένη τους θέση υπέρ των δικαιωμάτων του λαού τους, τα μέλη της κολεκτίβας αντιστάθηκαν στο να χαρακτηριστούν φωτογράφοι για τα πολιτικά δικαιώματα. Το Kamoinge έχει συσχετιστεί συχνά με τη φωτογραφία δρόμου, αλλά η αφαίρεση ήταν επίσης ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς τους. Όταν εντάχθηκαν στην ομάδα, ο Louis Draper, ο Al Fennar και ο Adger Cowans έφτιαχναν ήδη αφηρημένες εικόνες εκτός από πιο αναγνωρίσιμες φωτογραφίες-ντοκουμέντο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πολλά από τα άλλα μέλη άρχισαν να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Οι φωτογράφοι των εργαστηρίων ώθησαν επίσης τον εαυτό τους και το μέσο πειραματιζόμενοι με νέες φόρμες και ιδέες. Μέσω προσεκτικών κάδρων και τεχνικών περικοπής στην εκτύπωση, οι καλλιτέχνες του Kamoinge έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα μικρά πράγματα της καθημερινότητας όπως λακκούβες και σύννεφα, άσφαλτο και κατεστραμμένους τοίχους. Οι εικόνες τους ενθαρρύνουν τη μεγαλύτερη προσοχή σε κοινά θέματα – αντανακλάσεις στα τζάμια των βιτρινών, φθαρμένες διαφημίσεις στους δρόμους της πόλης, ένα καπέλο αφημένο στο θρανίο – που κανείς δεν θα πρόσεχε.

Louis Draper – James Mannas

Με την αφαίρεση να αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο θέμα για τους ζωγράφους και τους γλύπτες και ένα ζήτημα που αντιμετωπιζόταν από τη γέννηση της φωτογραφίας, ο Al Fennar φωτογράφισε από χαμηλά έναν τεράστιο «Σωρό Αλατιού» στην άκρη του δρόμου, καλυμμένο με μουσαμάδες. Η σκεπασμένη επιφάνειά του αλατιού προσφέρει ένα μυστηριώδες βουνό από αφηρημένα σχήματα κάτω από απαλά, αιωρούμενα σύννεφα.

Al Fennar: Salt Pile, 1971

Μια φωτογραφία τριών ανθρώπων που περπατούν στον δρόμο, τραβηγμένη από ψηλά, επιμηκύνει τις σκιές τους λόγω της χαμηλής γωνίας του ήλιου στο τέλος της ημέρας. Ο Adger Cowans έστρεψε την εκτύπωση κατά 90 μοίρες, με τις επιμήκεις σκιές να εκτείνονται πλέον κάθετα, μετατρέποντας το τρίο σε μυθικούς τιτάνες.

Adger Cowans: Shadows, 1966

Ο Daniel Dawson πλησίασε από κοντά για να φωτογραφίσει ένα μαύρο σώμα απροσδιόριστου φύλου ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι. Μια σύνθεση σε τρία επίπεδα από κάτω προς τα πάνω: η λάμψη ενός σεντονιού, το καμπυλωτό φούσκωμα ενός ώμου και το πίσω μέρος ενός κεφαλιού. Μια ανώνυμη, αλλά οικεία φιγούρα αιωρείται ανάμεσα στη πραγματικότητα και την αφαίρεση.

Daniel Dawson: Backscape #1, 1967

Το «America Seen Through Stars and Stripes» είναι ένα πολυεπίπεδο οπτικό κολάζ της Ming Smith. Ένας άντρας με λευκή ρόμπα εργαστηρίου στέκεται με τα χέρια πίσω από την πλάτη του μπροστά σε μια γυάλινη πρόσοψη κτιρίου γραφείων. Τα γυαλιά ηλίου με καθρέφτη αντανακλούν ό,τι βρίσκεται μπροστά του – συμπεριλαμβανομένου αυτού που φαίνεται να είναι η καλλιτέχνης – τόσο καθαρά όσο η βιτρίνα αντανακλά τους περαστικούς της πόλης και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο δρόμο πίσω από την φωτογράφο. Οι κρεμασμένες αμερικανικές σημαίες πίσω από τη τζαμαρία σφίγγουν το κάδρο δημιουργώντας μια αίσθηση περιορισμού.

Ming Smith: America Seen Through Stars and Stripes, 1976

Η μουσική έπαιξε επίσης τεράστιο ρόλο στην θεματογραφία του Kamoinge Workshop. Η τζαζ ήταν ένα σταθερό soundtrack για τις συναντήσεις του γκρουπ και οι μουσικοί και οι ζωντανές εμφανίσεις ήταν το κυρίαρχο θέμα πολλών από τις φωτογραφίες τους. Η τζαζ χρησίμευσε επίσης ως μεταφορά για την ίδια τη φωτογραφία. Ο ρυθμός, ο συγχρονισμός και ο αυτοσχεδιασμός είναι βασικά στοιχεία στη φωτογραφία δρόμου, καθώς και στην πειραματική αφαίρεση. Καινοτόμοι μουσικοί όπως ο Miles Davis και ο John Coltane ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες του Kamoinge, όπως και οι πρόβες και οι παραστάσεις από μουσικούς τόσο διαφορετικών στυλ, από την Mahalia Jackson ως τον Sun Ra. Αυτοί οι μουσικοί ώθησαν τους φωτογράφους να πειραματιστούν και κυρίως να βελτιώσουν την τέχνη τους. Ο Beauford Smith χαρακτήρισε τη φωτογραφία «σαν να φτιάχνεις κάτι από το τίποτα», προσθέτοντας, «νομίζω ότι αυτό είναι κάτι σαν τη τζαζ».

Beauford Smith: Two Bass Hit, Lower East Side, 1972

Τα μέλη του Kamoinge Workshop υποστήριξαν όχι μόνο το ένα το άλλο αλλά και την ευρύτερη κοινότητα των Μαύρων φωτογράφων. Δίδαξαν φωτογραφία σε προγράμματα σε όλη τη Νέα Υόρκη, από το Μπρούκλιν και το Χάρλεμ έως το Μπρονξ, εφοδιάζοντας μια νεότερη γενιά με τις τεχνικές και αισθητικές γνώσεις που χρειάζονταν για να απεικονίσουν τις κοινότητές τους. Το 1973 ο Beuford Smith ίδρυσε το Black Photographers Annual, μια έκδοση που βοήθησε να επιστήσει την προσοχή σε καλλιτέχνες εκτός του κύκλου του Kamoinge. Το 1978, άλλα μέλη ίδρυσαν μια ομάδα με την ονομασία International Black Photographers, η οποία τίμησε το έργο των σπουδαίων της φωτογραφίας και ενθάρρυνε τις νεότερες γενιές. Καμία προσπάθεια δεν ήταν μέρος των επίσημων δραστηριοτήτων του εργαστηρίου, αλλά η κάθε μία προήλθε από τη φιλοδοξία των μελών να υπηρετήσουν και να προωθήσουν μαύρους καλλιτέχνες.

Ray Francis: Untitled, 1965

Μετά από δυο ομαδικές εκθέσεις τους στη δική τους γκαλερί, στη διάσημη Striver’s Row του Χάρλεμ, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, το Kamoinge Workshop δεν διοργάνωσε άλλες εκθέσεις, ούτε έκανε εκδόσεις ξανά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, η ομάδα δεν διαλύθηκε ποτέ και τα μέλη της παρέμειναν ενεργά. Συνέχισαν τις επίσημες συναντήσεις τους και το 1992, εξελίχθηκαν σε μια μη κερδοσκοπική εταιρεία, που μετονομάστηκε σε Kamoinge, Inc. Μια επακόλουθη εισροή νέων μελών ενεργοποίησε την ομάδα καθώς συνέχισαν το έργο που ξεκίνησε το 1963 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Χρήστος Κοψαχείλης, Οκτώβριος 2025